Ο Χίτλερ εξυμνεί τον Έλληνα στρατιώτη
και διατάζει την απελευθέρωση
όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων
ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ
Στις 6 μ.μ. της 4 Μαΐου 1941
συνεδρίασε η ολομέλεια του Ράιχσταγκ στην Όπερα Κρολ του Βερολίνου, όπου πλην
των βουλευτών είχε συρρεύσει πλήθος κόσμου. Στους δρόμους οι κομματικές
οργανώσεις είχαν σχηματίσει ζώνες γύρω από την καγκελαρία μέχρι το Τίεργκαρτεν.
Ο στρατάρχης Γκαίριγκ, πρόεδρος του Ράιχσταγκ, κήρυξε την έναρξη της
συνεδρίασης και στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο Χίτλερ, ο οποίος ανέγνωσε δήλωση
της κυβέρνησης του Ράιχ αναφορικά με τη βαλκανική εκστρατεία. Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του:
«Βουλευτές! Άνδρες του
Γερμανικού Ράιχσταγκ!
Σε εποχή που οι πράξεις είναι
το παν και οι λόγοι έχουν ελάχιστη αξία, δεν σκοπεύω να εμφανίζομαι συχνότερα
από όσο είναι απαραίτητο ενώπιόν σας, των αιρετών αντιπροσώπων του γερμανικού
λαού. Σας μίλησα για πρώτη φορά όταν άρχιζε ο πόλεμος, τη στιγμή που λόγω της
αγγλογαλλικής συνωμοσίας εναντίον της ειρήνης, είχε αποτύχει κάθε απόπειρα
πραγματοποίησης μιας συμφωνίας, που άλλωστε ήταν οπωσδήποτε εφικτή με την Πολωνία.
Όλες μου οι προσπάθειες για να πραγματοποιηθεί μια συνεργασία και μάλιστα μια
μόνιμη και φιλική συνεργασία ακριβώς με την Αγγλία απέτυχαν λόγω της επιθυμίας
και της θέλησης μιας μικρής κλίκας, η οποία απέκρουσε κάθε γερμανική πρόταση
για συνεννόηση, είτε λόγω μίσους, είτε λόγω υλικών συμφερόντων, χωρίς να κρύβει
την απόφασή της να φθάσει σε πόλεμο με κάθε τρόπο. Το κίνητρο του φανατικού
αυτού και καταχθόνιου σχεδίου για να προκληθεί πόλεμος με κάθε τρόπο, ήταν ήδη
τότε ο μίστερ Τσώρτσιλ και οι συνένοχοί του, ήταν οι άνθρωποι που αποτελούν
σήμερα τη βρετανική κυβέρνηση. Οι βλέψεις αυτές ενθαρρύνθηκαν δημοσίως από τις
αυτοκαλούμενες μεγάλες δημοκρατίες ένθεν και εκείθεν του ωκεανού. Σε μια εποχή
αυξανόμενης δυσαρέσκειας των λαών εναντίον των ανεπιτυχών κυβερνητικών τεχνασμάτων,
οι υπεύθυνοι άνδρες έκριναν ότι τα προβλήματα αν δεν ήταν δυνατό να υπερνικηθούν,
θα λύνονταν γρήγορα με έναν πόλεμο. Πίσω απ’ αυτά βρισκόταν το διεθνές εβραϊκό
κεφάλαιο των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των εξοπλισμών, που πίστευε να
επιτύχει, όπως και άλλοτε, μια μεγάλη επιχείρηση, μολονότι αυτή δεν ήταν
ξεκάθαρη. Όπως και άλλοτε, ήταν διατεθειμένοι με ασυνειδησία να θυσιάσουν το
αίμα των λαών χάριν του χρυσού. Έτσι άρχισε ο πόλεμος.
Η δεύτερη έκκληση
Μερικές εβδομάδες αργότερα, το
κράτος που με ελαφρότητα αφέθηκε να παρασυρθεί χάριν των καπιταλιστικής μορφής
οικονομικών συμφερόντων αυτών των εμπρηστών, ηττήθηκε και διαλύθηκε. Με τις
συνθήκες αυτές αισθάνθηκα ότι ήμουν υποχρεωμένος απέναντι στον γερμανικό μας
λαό και απέναντι σε μεγάλο αριθμό τιμίων και αθώων ανθρώπων να απευθύνω μια νέα
έκκληση στην κατανόηση και την ευσυνειδησία των άλλων πολιτικών ανδρών. Στις 6
Οκτωβρίου 1939 δήλωσα και πάλι ότι η Γερμανία δεν ζητεί τίποτε από την Αγγλία
και από τη Γαλλία, ότι ήταν παραφροσύνη να συνεχισθεί ο πόλεμος και, προ
πάντων, ότι η φρίκη ενός πολέμου που διεξάγεται με τη βοήθεια των νεωτέρων
όπλων θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλων περιφερειών. Αναγνώρισα και
προειδοποίησα ότι οι επιθέσεις των βαρέων πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς εναντίον
κατοικημένων περιφερειών θα προξενπούσαν αμοιβαία καταστροφές μεγάλων περιοχών.
Προ παντός τόνισα ότι η δράση της αεροπορίας θα προκαλούσε, με την ενέργειά της
σε μεγάλη ακτίνα, την καταστροφή όλων όσων είχαν δημιουργηθεί με επίπονη
εργασία επί αιώνες, την καταστροφή των έργων του πολιτισμού στην Ευρώπη. Η
δεύτερη έκκλησή μου, όπως και εκείνη του Σεπτεμβρίου 1939, έγινε επί ματαίω και
απορρίφθηκε με απόλυτη αγανάκτηση. Οι Βρετανοί υποκινητές του πολέμου και οι
άνθρωποί τους στα παρασκήνια, οι Εβραίοι καπιταλιστές, δεν ερμήνευσαν την
έκκλησή μου προς την ανθρωπότητα παρά ως γερμανική αδυναμία.
Οι σκευωρίες στη Νορβηγία
Ήδη εκείνη την εποχή η
νορβηγική κυβέρνηση, που είχε τυφλωθεί από τις προφητείες του μίστερ Τσώρτσιλ
που είχαν εκφρασθεί με μεγάλη βεβαιότητα, άρχισε να εξοικειώνεται με την ιδέα
βρετανικής εισβολής στο έδαφός της, μιας εισβολής που θα της επέτρεπε να
συμβάλει στην εκμηδένιση της Γερμανίας με το να ανεχθεί την κατοχή των
νορβηγικών λιμανιών και τη σουηδική περιοχή των μεταλλείων σιδήρου. Οι κ.κ.
Τσώρτσιλ και Ρενώ κατέληξαν να είναι βέβαιοι για την επιτυχία του νέου ανοσιουργήματός
τους, έτσι ώστε, είτε λόγω επιπολαιότητας, είτε υπό την επίδραση
οινοπνευματωδών ποτών, νόμισαν ότι δεν πρέπει πια να κρατούν μυστικές τις
προθέσεις τους. Ακριβώς στην ακριτομύθια των δύο αυτών κυρίων η γερμανική
κυβέρνηση όφειλε εκείνη την εποχή το ότι γνώριζε τα σχέδια που καταστρώθηκαν
εναντίον του γερμανικού λαού, πράγμα που υπήρξε το αποτελεσματικότερο όπλο της
σ’ αυτόν τον πόλεμο, διότι η βρετανική απόπειρα εναντίον της Νορβηγίας υπήρξε
αναμφισβήτητα η πιο επικίνδυνη ενέργεια εναντίον του Ράιχ. Μετά από μερικές
εβδομάδες ο κίνδυνος αυτός ξεπεράστηκε. Η εξαιρετικά αποτελεσματική γερμανική
άμυνα οδήγησε σε τέτοια ενίσχυση της θέσης μας στην Ευρώπη, που κανείς ίσως δεν
θα μπορούσε να εκτιμήσει πλήρως.
Η νίκη στη Δύση
Αμέσως μετά την αποτυχία των
σχεδίων αυτών παρουσιάστηκε μια νέα, ισχυρότερη, πίεση από μέρους των Βρετανών
υποκινητών του πολέμου εναντίον του Βελγίου και της Ολλανδίας. Αυτή τη φορά
σκοπός της ήταν, μετά την αποτυχία της επιχείρησης εναντίον του ανεφοδιασμού
μας σε μετάλλευμα, να προωθηθεί το μέτωπο μέχρι τον Ρήνο, με το να παρασυρθούν
το Βέλγιο και η Ολλανδία και έτσι να εξουδετερωθούν οι περιοχές κατεργασίας των
μεταλλευμάτων. Στις 10 Μαΐου του περασμένου χρόνου, άρχισε ο αγώνας, ο οποίος
μάλλον είναι ο πιο αξιομνημόνευτος στη γερμανική ιστορία. Μέσα σε μερικές μέρες
τα εχθρικά μέτωπα διασπάστηκαν και δημιουργήθηκαν οι αρχικές συνθήκες για την
επιχείρηση, που υπήρξε η αρχή της μεγαλύτερης από τις πιο καταστρεπτικές μάχες
της παγκόσμιας ιστορίας. Το Βέλγιο και η Ολλανδία καταλήφθηκαν, ενώ τα
βρετανικά στρατεύματα έφυγαν ηττημένα και χωρίς όπλα. Η ευρωπαϊκή ήπειρος είχε
καταερειπωθεί.
Στις 19 Ιουλίου 1940 συγκάλεσα
για τρίτη φορά το γερμανικό Ράιχσταγκ, ενώ επωφελήθηκα επίσης από τη συνεδρίαση
εκείνη για να καλέσω τον κόσμο να ειρηνεύσει. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι οι
ελπίδες μου προς την κατεύθυνση αυτή ήταν ελάχιστες, λόγω της πείρας μου, διότι
οι άνθρωποι εκείνοι που ήθελαν τον πόλεμο δεν δρούσαν για χάρη κάποιου
ιδανικού. Πίσω απ’ αυτά υπήρχε ως κινητήρια δύναμη ο εβραιοδημοκρατικός καπιταλισμός,
από τον οποίο είχαν αποκλειστική εξάρτηση. Η προσφορά μου για την ειρήνη
ερμηνεύθηκε ως σημείο φόβου και ανανδρίας. Οι υποκινητές του πολέμου, Ευρωπαίοι
και Αμερικανοί, επέτυχαν να περιπλέξουν την υγιά λογική των μαζών, οι οποίες
τίποτε δεν είχαν να κερδίσουν από ένα πόλεμο, δίνοντας σ’ αυτές νέες ελπίδες
για μια απατηλή εικόνα της κατάστασης και υποχρεώνοντας και πάλι τους λαούς να
συνεχίσουν τον αγώνα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την κατευθυνόμενη από τον Τύπο
δημόσια γνώμη. Επίσης, οι προειδοποιήσεις μου εναντίον της εφαρμογής του νυκτερινού
πολέμου βομβών ερμηνεύθηκαν ως γερμανική αδυναμία.
Οι ευθύνες του Τσώρτσιλ
Ο Τσώρτσιλ, ο πιο αιμοδιψής
ερασιτέχνης όλων των αιώνων της ιστορίας, νόμισε πράγματι ότι η για ολόκληρους
μήνες επιφυλακτική στάση του γερμανικού εναέριου όπλου δεν ήταν παρά μια
απόδειξη της ανικανότητάς του να ενεργεί νυκτερινές επιδρομές. Γι’ αυτό τον
λόγο, αυτός ο άνθρωπος υποχρέωσε επί μήνες πληρωμένους δημοσιογράφους να
ψεύδονται για να διηγούνται στον αγγλικό λόγο ότι η βρετανική αεροπορία ήταν
μόνη της σε θέση να διεξαγάγει τον πόλεμο και ότι έτσι θα βρισκόταν ο τρόπος
για να νικηθεί η Γερμανία με έναν χωρίς οίκτο αγώνα της αγγλικής αεροπορίας
εναντίον του αστικού πληθυσμού της Γερμανίας, μαζί με τον θαλάσσιο αποκλεισμό.
Και πάλι επέστησα την προσοχή τους επί τρισήμισι ολόκληρους μήνες, αλλά δεν με
εκπλήσσει αν οι προειδοποιήσεις μου εκείνες δεν προξένησαν καμιά εντύπωση στον
κ. Τσώρτσιλ. Ο άνθρωπος αυτός δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή των άλλων. Δεν
ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και για τα αρχιτεκτονικά μνημεία. Ήδη από τις
αρχές του πολέμου είχε τονίσει ότι εννοεί να κάνει τον πόλεμό του και αν ακόμη
οι πόλεις της Αγγλίας μετατρέπονταν σε ερείπια. Τον πόλεμο αυτόν τον έχει τώρα.
Η βεβαίωσή μου ότι απέναντι σε κάθε βόμβα που ριχνόταν θα απαντούσα αναγκαστικά
με πολλές άλλες, δεν κατάφερε να πείσει τον άνθρωπο αυτόν να σκεφθεί έστω και
μια μόνο φορά αυτές τις εγκληματικές του ενέργειες. Δήλωσε πως αυτό δεν τον
συγκινεί, μάλιστα βεβαίωσε ακόμη ότι και ο βρετανικός λαός επίσης τον βλέπει με
πρόσωπα που ακτινοβολούν, έπειτα από τέτοιου είδους βομβαρδισμούς, έτσι ώστε
επέστρεφε πάντοτε στο Λονδίνο με την ψυχή ενισχυμένη. Είναι πιθανό, επομένως,
ότι ο κ. Τσώρτσιλ είναι διατεθειμένος περισσότερο από ποτέ άλλοτε να συνεχίσει
έτσι τον πόλεμο. Δεν είμαστε όμως και εμείς λιγότερο διατεθειμένοι να ρίξουμε
στο μέλλον εκατό βόμβες εν ανάγκη για κάθε δική του βόμβα και ιδίως επί τόσο
χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ο βρετανικός λαός να απαλλαγεί απ’ αυτόν τον
εγκληματία και τις μεθόδους του. Και αν ο κ. Τσώρτσιλ πιστεύει από καιρού σε
καιρό ότι μπορεί με την προπαγάνδα να αυξήσει τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα
του πολέμου του, τότε και εμείς είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε τον πόλεμο
ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο. Η έκκληση αυτού του παράφρονα και των οπαδών του
προς τον γερμανικό λαό με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ζητώντας να με εγκατελείψει
ο λαός, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνον ως προερχόμενη από μια ασθένεια
παραλυτική ή από την παραφροσύνη ενός μέθυσου.
Πώς έβαλε φωτιά στα Βαλκάνια
Η παθολογική αυτή διανοητική
του κατάσταση είναι υπεύθυνη επίσης και για την απόφασή του να μετατρέψει τα
Βαλκάνια σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Ο άνθρωπος αυτός διατρέχει ως τρελός
την Ευρώπη εδώ και πέντε χρόνια, αναζητώντας και την πιο ασήμαντη εύφλεκτη ύλη.
Δυστυχώς βρίσκονται πάντοτε στοιχεία πληρωμένα, που ανοίγουν τις πύλες της
πατρίδας τους σ’ αυτόν τον διεθνή εμπρηστή. Αφού επέτυχε κατά τον τελευταίο
χειμώνα να πείσει τον βρετανικό λαό με τη διάδοση νεφελωδών διαβεβαιώσεων και
ψευδών ότι ο γερμανικός λαός, εξαντλημένος από την εκστρατεία του περασμένου
χρόνου, είχε χάσει τελείως τις δυνάμεις του, βρέθηκε τώρα υποχρεωμένος,
προκειμένου να προλάβει μια αφύπνιση του βρετανικού λαού, να δημιουργήσει μια
νέα εστία πυρκαγιάς στην Ευρώπη. Έτσι έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που σκεπτόταν
ήδη από το φθινόπωρο του 1939 και την άνοιξη του 1940. Θυμάστε, κύριοι, τα
έγγραφα που βρέθηκαν στη «Σαριτέ» και δόθηκαν στη δημοσιότητα και στα οποία
αποκαλυπτόταν η απόπειρα να γίνουν τα Βαλκάνια, ήδη από τον χειμώνα του
1939-40, ευρωπαϊκό θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Και οι κυριότεροι οργανωτές
της επιχείρησης αυτής υπήρξαν τότε οι κ.κ. Τσώρτσιλ, Χάλιφαξ, Νταλαντιέ, Πωλ
Ρενώ και οι στρατηγοί Βεϋγκάν και Γκαμελέν. Από τα έγγραφα εκείνα προκύπτει ότι
στηρίζονταν στη δυνατότητα να κινητοποιήσουν 100 περίπου μεραρχίες υπέρ των
συμφερόντων της Αγγλίας, αν η απόπειρα αυτή εναντίον της ειρήνης της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης επετύγχανε. Μετά την αιφνίδια κατάρρευση του Μαΐου και
του Ιουνίου του περασμένου χρόνου, τα σχέδια αυτά είχαν και πάλι τεθεί κατά μέρος.
Το περασμένο φθινόπωρο όμως ο κ. Τσώρτσιλ άρχισε και πάλι να τα ανασύρει. Αν η
απόπειρα αυτή παρουσίασε μεγαλύτερες δυσκολίες, αυτό προήλθε από το γεγονός ότι
είχε επέλθει μια αλλαγή στα Βαλκάνια, και η Ρουμανία δεν μπορούσε πια να υπολογίζεται
στα σχέδια της Αγγλίας, λόγω των μεταβολών που είχαν σημειωθεί στο εσωτερικό
της χώρας αυτής. Η νέα Ρουμανία, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αντονέσκο, άρχισε
να ακολουθεί μια πολιτική καθαρά ρουμανική, αγνοώντας τις ελπίδες των ενδιαφερομένων
για τον πόλεμο Άγγλων. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η στάση της Γερμανίας.
Ράιχ και Βαλκάνια
Θα δώσω αρχικά μια σύντομη
περίληψη των σκοπών και της πολιτικής της Γερμανίας στα Βαλκάνια. Το Ράιχ ποτέ
δεν είχε στα Βαλκάνια, ούτε εδαφικά συμφέροντα, ούτε όμως και εγωιστικά. Δηλαδή
το Ράιχ καθόλου δεν ενδιαφέρθηκε εγωιστικά για τα εδαφικά προβλήματα ή και για
τα ζητήματα εσωτερικής τάξης στα βαλκανικά κράτη. Το Ράιχ όμως προσπάθησε να
συνάψει βαθύτατες και στενές οικονομικές σχέσεις με τα κράτη αυτά, όχι μόνο για
το συμφέρον του Ράιχ, αλλά και για το συμφέρον αυτών των ίδιων των εν λόγω
κρατών. Μεταξύ δηλαδή της Γερμανίας και των βαλκανικών κρατών
αλληλοσυμπληρώθηκαν κατά τρόπο λογικό οι εθνικές οικονομίες των δύο συνεταίρων
στο εμπόριο. Η Γερμανία είναι κράτος βιομηχανικό, που έχει ανάγκη τροφίμων και
πρώτων υλών. Τα βαλκανικά κράτη είναι περιοχές γεωργικές, που παράγουν και
πρώτες ύλες και έχουν ανάγκη βιομηχανικών προϊόντων. Επομένως γινόταν φυσικό το
ενδεχόμενο μιας εξαιρετικά ευνοϊκής ανάπτυξης αμοιβαίων οικονομικών σχέσεων. Αν
οι αγγλικοί, ή και οι αμερικανικοί κύκλοι θέλησαν να δουν σ’ αυτό μια παράνομη
διείσδυση της Γερμανίας στα Βαλκάνια, η σκέψη τους αυτή υπήρξε ηλίθια, όσο και
αυθάδης, διότι κάθε κράτος αναπτύσσει την οικονομική του πολιτική ανάλογα με τα
εθνικά του συμφέροντα και όχι σύμφωνα με τα συμφέροντα μερικών ξένων καπιταλιστών
και εβραιοδημοκρατών που ξεριζώθηκαν. Άλλωστε τόσο η Αγγλία όσο και η Αμερική
μπορούν να εμφανίζονται στις περιοχές αυτές ως πωλητές, ποτέ όμως ως αγοραστές.
Αλλά η Γερμανία δεν πώλησε μόνο στα Βαλκάνια, αλλά υπήρξε και ο κυριότερος αγοραστής.
Και υπήρξε αγοραστής μόνιμος και σοβαρός, ο οποίος πλήρωνε τα προϊόντα των
χωρικών των Βαλκανίων με την εργασία του εργάτη της γερμανικής βιομηχανίας και
όχι με χρήματα και νομίσματα φανταστικής αξίας, τα οποία ήδη από ετών είχαν μία
χρόνια υποτίμηση. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι η Γερμανία έγινε ο
μεγαλύτερος από τους εμπορικούς συνεταίρους των βαλκανικών κρατών. Αυτό δεν
ήταν μόνο προς το συμφέρον των λαών των Βαλκανίων. Και μόνο οι εγκέφαλοι, οι
ποτισμένοι αποκλειστικά από την καπιταλιστική ιδέα των εβραϊκών δημοκρατιών
μας, μπορούν να διαβεβαιώνουν ότι όταν ένα κράτος προμηθεύει μηχανήματα σε ένα
άλλο, κυριαρχεί σ’ αυτό. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια κυριαρχία δεν μπορεί
παρά να είναι αμοιβαία, δεδομένου ότι υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να μην
χρειάζεται μηχανήματα, ενώ θα χρειάζεται τρόφιμα και πρώτες ύλες. Έτσι ώστε ο
συνεταίρος, ο οποίος σε αντάλλαγμα των μηχανών του παίρνει τρόφιμα και πρώτες
ύλες, βρίσκεται περισσότερο εξαρτημένος από εκείνον που προμηθεύεται προϊόντα
βιομηχανικά. Όχι, στην υπόθεση αυτή δεν υπήρξαν ούτε νικητές ούτε ηττημένοι,
αλλά υπήρξαν μόνο σύντροφοι, το δε Γερμανικό Ράιχ της εθνικοσοσιαλιστικής
επανάστασης εργάστηκε φιλότιμα για να γίνει καλός συνεταίρος, δηλαδή να
πληρώνει με προϊόντα πρώτης ποιότητας και όχι με τα άνευ αξίας νομίσματα των
δημοκρατιών.
Η εγγύηση προς τη Ρουμανία
Βάσει όλων αυτών το Ράιχ, αν
επιμένει κανείς να κάνει λόγο περί πολιτικών συμφερόντων, ένα μόνο είχε συμφέρον.
Να δει τον συνεταίρο του στις εμπορικές συναλλαγές ισχυρό ως προς τις
εσωτερικές του συνθήκες. Επομένως το Ράιχ έπραξε το παν για να έλθει σε βοήθεια
των κρατών αυτών, χρησιμοποιώντας την επιρροή του, προκειμένου να τους παράσχει
την υποστήριξή του με λόγια και με έργα και να τα βοηθήσει να σταθεροποιήσουν
την ίδια τους την ύπαρξη και την εσωτερική τους τάξη, χωρίς να λαμβάνει υπ’
όψιν τα εσωτερικά τους καθεστώτα. Η εφαρμογή αυτών των αρχών είχε πράγματι ως
αποτέλεσμα όχι μόνο να αυξήσει την ευημερία σ’ αυτές τις χώρες, αλλά και να
δημιουργήσει μεταξύ αυτών και της Γερμανίας αμοιβαία εμπιστοσύνη, η οποία βαθμηδόν
ενισχυόταν και περισσότερο. Όσο πιο πολύ διαγράφονταν οι τάσεις αυτές, τόσο
περισσότερο ο δημιουργός του Παγκοσμίου Πολέμου Τσώρτσιλ προσπάθησε να
σταματήσει την ειρηνική αυτή εξέλιξη και να μεταφέρει σ’ αυτή την ειρηνική
ευρωπαϊκή περιοχή τα στοιχεία της ανησυχίας, της αβεβαιότητας, της δυσπιστίας
και τέλος και της διχόνοιας, παρέχοντας αναίσχυντες υποσχέσεις βρετανικής
βοήθειας, βρετανικές εγγυήσεις στερημένες οποιασδήποτε αξίας. Αρχικά το
ρουμανικό κράτος εξαπατήθηκε από τις εγγυήσεις αυτές, στη συνέχεια δε ιδιαίτερα
το ελληνικό κράτος. Από τότε φαίνεται να έχει αποδειχθεί με αρκετή σαφήνεια ότι
οι εγγυήσεις αυτές δεν υποστηρίζονταν από καμιά δύναμη, ικανή να κάνει
αποτελεσματική τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί. Η Ρουμανία αναγκάστηκε να
πληρώσει ακριβά την εγγύηση, που ήταν εσκεμμένα προορισμένη να κάνει εχθρικές
της τις δυνάμεις του Άξονα.
Πώς παρασύρθηκε η Ελλάδα
Η Ελλάδα, η οποία περισσότερο
από κάθε άλλη χώρα δεν είχε ανάγκη μιας τέτοιας εγγύησης, ήταν έτοιμη και αυτή
επίσης, υποχωρώντας μπροστά στη γοητεία των βρετανικών σειρήνων, να συνδέσει
την τύχη της με την τύχη του χρηματοδότη και του εντολοδότη του βασιλικού της
κυρίαρχου. Διότι και σήμερα ακόμη είμαι υποχρεωμένος – και νομίζω ότι οφείλω
αυτό να το πω προς το συμφέρον της ιστορικής αλήθειας – να κάνω διάκριση μεταξύ
του ελληνικού λαού και του λεπτού εκείνου στρώματος, που σχημάτιζε μια
διεφθαρμένη διοικούσα κλίκα, η οποία εμπνεόμενη από ένα βασιλιά για τη συμμαχία
της Αγγλίας, φρόντιζε λιγότερο για το αληθινό καθήκον, που επέβαλλε η διοίκηση
του ελληνικού κράτους και περισσότερο για τους σκοπούς της πολεμικής πολιτικής
της Αγγλίας, που ψυχή τε και σώματι την ασπαζόταν. Λυπήθηκα ειλικρινά γι’ αυτό.
Ήταν θλιβερό για μένα, πολύ θλιβερό και πικρό, διότι ως Γερμανός με τη μόρφωσή
μου κατά τη νεότητά μου, αλλά και λόγω του επαγγέλματός μου αργότερα,
κατεχόμουν από βαθύτατο σεβασμό για τον πολιτισμό και τις τέχνες μιας χώρας,
που ήταν η κοιτίδα του κάλλους και του ανθρώπινου μεγαλείου, υπήρξε – λέω –
θλιβερό για μένα να βλέπω την εξέλιξη αυτη και να μην μπορώ να την αλλάξω.
Είχαμε πληροφορηθεί από τα έγγραφα της «Σαριτέ» για τις μηχανορραφίες των
στοιχείων εκείνων που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν το ελληνικό κράτος σε μια
δυστυχία χωρίς όρια. Στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού, ο Τσώρτσιλ είχε
κατορθώσει να κάνει να πιστέψουν μερικά πνεύματα και κύκλοι ελληνικοί τις
υποσχέσεις της πλατωνικής εγγύησης, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να αντιληφθεί μια
μεγάλη σειρά διαρκών παραβιάσεων της ουδετερότητας.
Οι ιταλικές προτάσεις
Πρώτη εθίγη η Ιταλία και γι’
αυτό υποχρεώθηκε να υποβάλει τον Οκτώβριο του 1940 προς την ελληνική κυβέρνηση
προτάσεις και να αξιώσει εγγυήσεις, που φαίνονταν αρκετές για να θέσουν τέρμα
στα ανυπόφορα αυτά για την Ιταλία γεγονότα. Κάτω από την επιρροή όμως των
Βρετανών ταραχοποιών γα πόλεμο, η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε απότομα, οπότε από
το γεγονός αυτό έληξε η ειρήνη στα Βαλκάνια. Οι κακοκαιρίες, το χιόνι, οι
θύελλες και η βροχή μαζί με μια ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών –
οφείλω να το βεβαιώσω αυτό για να αποδώσω δικαιοσύνη στην ιστορία – έδωσαν στην
κυβέρνηση των Αθηνών αρκετό χρόνο, ώστε να σκεφθεί για τις συνέπειες της
ατυχούς απόφασής της και να εξετάσει τις δυνατότητες μια λογικής λύσης της
κατάστασης. Διατηρούσα ακόμη μια αμυδρή ελπίδαότι ίσως θα μπορούσε να συμβάλει
με οποιονδήποτε τρόπο στο ξεκαθάρισμα της κατάστασης η Γερμανία, η οποία δεν
είχε ακόμη διακόψεις τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ελλάδα. Αλλά από τότε
υποχρεώθηκα, όπως ήταν το καθήκον μου, να τονίσω ενώπιον ολόκληρου του κόσμου
ότι δεν θα μέναμε αδρανείς σε επανάληψη της ιδέας μιας απόβασης στη
Θεσσαλονίκη, παρόμοιας με εκείνη που είχε γίνει κατά τον Μεγάλο Πόλεμο.
Οι αγγλικές ετοιμασίες
Δυστυχώς, η προειδοποίησή μου
ότι από τη στιγμή που οι Άγγλοι θα εγκαθιδρύονταν στην Ευρώπη, σε οποιοδήποτε
μέρος, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να τους αποκρούσουμε αμέσως προς τη θάλασσα, δεν
ελήφθη σοβαρά υπ’ όψιν. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είδαμε κατά τη διάρκεια του
περασμένου χειμώνα, ότι η Αγγλία άρχιζε σε συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό να
εγκαθιστά και να ενισχύει βάσεις, που μπορούσαν να της χρησιμεύσουν ως αφετηρίες
για τον σχηματισμό μιας νέας στρατιάς της Θεσσαλονίκης. Άρχισαν να δημιουργούν
αεροδρόμια, να σχηματίζουν τον αναγκαίο εσωτερικό σκελετό, έχοντας την
πεποίθηση ότι η κατάληψη των θέσεων θα γινόταν γρήγορα. Τέλος, γίνονταν συνεχώς
μεταφορές υλικού και εφοδίων για ένα στρατό, που κατά την άποψη και τις
προβλέψεις του κ. Τσώρτσιλ, επρόκειτο να αποβιβασθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες
στην Ελλάδα. Αυτό δεν μας το έκρυψαν. Υπήρξαμε επί ολόκληρους μήνες οι
προσεκτικοί παρατηρητές αυτού του τρόπου εργασίας, αν και δείχναμε κάποια
επιφύλαξη. Ο δυσάρεστος αντίκτυπος για τον ιταλικό στρατό στη Βόρειο Αφρική,
λόγω μιας κατωτερότητας τεχνικής μορφής, της αντιαρματικής άμυνας και του
τεθωρακισμένου όπλου, έπεισε τελικά τον κ. Τσώρτσιλ ότι είχε φτάσει η στιγμή
για να μεταφέρει το θέατρο του πολέμου από τη Λιβύη στην Ελλάδα. Διέταξε τη
μεταφορά των τεθωρακισμένων αρμάτων, που του απέμεναν ακόμη, καθώς και
μεραρχιών πεζικού, που τις αποτελούσαν κυρίως Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί,
έχοντας την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εξαπολύσει τελικά το νέο πλήγμα του,
που θα άναβε την πυρκαγιά στα Βαλκάνια. Ο κ. Τσώρτσιλ διέπραξε έτσι ένα από τα
μεγαλύτερα στρατηγικά σφάλματα αυτού του πολέμου.
Τουρκία και Γιουγκοσλαβία
Αμέσως μόλις έπαψα πια να
αμφιβάλω ως προς τις προθέσεις της Αγγλίας να εγκατασταθεί στα Βαλκάνια,
προχώρησα στα αναγκαία διαβήματα ώστε να θέσω στη διάθεση της Γερμανίας στα
ζωτικά αυτά και σημαντικά εδάφη τις αναγκαίες δυνάμεις, προς άμεση απόκρουση
της ενδεχόμενης ανοησίας του κυρίου αυτού. Οφείλω να δηλώσω επεξηγηματικά ότι
τα μέτρα αυτά δεν στρέφονταν κατά της Ελλάδος. Ο Ντούτσε ποτέ δεν μου ζήτησε να
θέσω στη διάθεσή του ούτε μία γερμανική μεραρχία. Ήταν πεπεισμένος ότι μόλις
ερχόταν η καλή εποχή, ο αγώνας εναντίον της της Ελλάδος θα ολοκληρωνόταν
οπωσδήποτε με μια πλήρη επιτυχία και εγώ ο ίδιος την ίδια γνώμη είχα. Επομένως
η συγκέντρωση των γερμανικών δυνάμεων δεν έγινε για να παρασχεθεί βοήθεια στην
Ιταλία εναντίον της Ελλάδος. Αντίθετα, η συγκέντρωση αυτή ήταν μάλλον μέτρο για
να προλάβει τη βρετανική απόπειρα μυστικής εγκατάστασης υπό τη σκέπη του
θορύβου του ιταλοελληνικού πολέμου στα Βαλκάνια, με τον σκοπό να προκαλέσουν
εκεί, κατά το παράδειγμα του στρατού της Θεσσαλονίκης στον Μεγάλο Πόλεμο, μια
απόφαση οριστική και ακόμη περισσότερο για να παρασύρουν έτσι και νέες δυνάμεις
στη δίνη του πολέμου. Η ελπίδα αυτή στηρίχθηκε κυρίως πάνω σε δύο κράτη, την
Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία, τα δύο ακριβώς κράτη με τα οποία προσπάθησα από
την άνοδό μου στην εξουσία να επιτύχω στενή συνεργασία, που να στηρίζεται σε
προοπτικές οικονομικής ωφέλειας.
Επιθυμία συνεργασίας
Η Γιουγκοσλαβία, ειδικά ως προς
τον σερβικό πυρήνα της, ήταν αντίπαλός μας κατά τον Μεγάλο Πόλεμο, ο οποίος
άλλωστε και από το Βελιγράδι εξαπολύθηκε. Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, ο γερμανικός
λαός, που δεν γνωρίζει την εκδίκηση, δεν έτρεφε κανένα μίσος. Η Τουρκία ήταν
σύμμαχός μας κατά τον Μεγάλο Πόλεμο, του οποίου μάλιστα η τραγική λύση είχε
επιβαρύνει τη χώρα αυτή, όσο και τη δική μας. Ο μέγας και μεγαλοφυής δημιουργός
της Νέας Τουρκίας έδωσε πρώτος το λαμπρό παράδειγμα, ως προς την ανόρθωση των
συμμάχων που μέχρι τότε είχε εγκαταλείψει η τύχη και είχε τρομερά κατανικήσει η
μοίρα. Ενώ δε η Τουρκία σήμερα, χάρη στη ρεαλιστική στάση των ηγετών της, διατηρούσε
την ανεξαρτησία να παίρνει τις δικές της αποφάσεις, η Γιουγκοσλαβία έγινε το
θύμα των βρετανικών μηχανορραφιών. Προσπάθησα να αποκαταστήσω ανάμεσα στη
Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία ειλικρινείς σχέσεις αμοιβαίας κατανόησης, ακόμη
δε και φιλίας. Εργάσθηκε επί χρόνια για να επιτύχω αυτόν τον σκοπό. Πίστευα ότι
με συνδράμουν μερικοί εκπρόσωποι της χώρας αυτής που – όπως εγώ νόμιζα –
διέβλεπαν το συμφέρον τους μόνο μέσα από μια στενή συνεργασία ανάμεσα στις δύο
χώρες μας. Όταν επομένως, λόγω των βρετανικών μηχανορραφιών, ο κίνδυνος
πλησίαζε να παρασύρει τα Βαλκάνια στον πόλεμο, εγώ ανανέωσα τις προσπάθειές
μου, κάνοντας το παν για να διαφυλάξω τη Γιουγκοσλαβία από την επικίνδυνη αυτή
περιπέτεια. Ο επί των Εξωτερικών υπουργός μας και μέλος του κόμματος Ρίμπεντροπ
δεν έπαψε να επιμένει επί του σημείου αυτού, με την υπομονή και τη μεγαλόψυχη
επιμονή, που τον διακρίνουν, κατά τη διάρκεια πολυάριθμων συσκέψεων και
συνομιλιών, επιμένοντας να υπογραμμίζει την ανάγκη ώστε αυτό το μέρος της
Ευρώπης να διατηρηθεί μακριά απ’ αυτόν τον καταστρεπτικό πόλεμο. Με το πνεύμα
αυτό, υπέβαλε στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση προτάσεις τόσο θαυμάσιες και τόσο
ειλικρινείς, που είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν πολύ περισσότερο σ’ αυτό το
γιουγκοσλαβικό κράτος οι ψήφοι υπέρ μιας τέτοιας στενής συνεργασίας.
Παραχωρήσεις του Ράιχ
Είναι επομένως πολύ σωστό
εκείνο που είπε ο κ. Χάλιφαξ, δηλώνοντας ότι η Γερμανία δεν είχε καθόλου την
πρόθεση να φέρει τον πόλεμο στα Βαλκάνια. Είναι μάλιστα σωστό ότι αυτό έγινε,
παρά την ειλικρινή επιθυμία μας να ακολουθήσουμε την οδό της στενότερης
συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία για να μπορέσουμε ίσως να ανακόψουμε τη σύρραξη
με την Ελλάδα, αφού θα θα λαμβάνονταν δεόντως υπ’ όψιν οι δικαιολογημένες
επιθυμίες της Ιταλίας. Ο Ντούτσε, όχι μόνο δεν αποδοκίμασε την απόπειρά μας να
προσελκύσουμε τη Γιουγκοσλαβία στη σφαίρα των συμφερόντων μας μέσα από μια
στενή συνεργασία, αλλά και την υποστήριξε με όλα τα μέσα. Υπήρξε τελικά εφικτό να
φέρουμε τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση στο να προσχωρήσει στο τριμερές σύμφωνο, το
οποίο δεν απαιτούσε αξιώσεις από τη Γιουγκοσλαβία, αλλά πρόσφερε πλεονεκτήματα
σ’ αυτή τη χώρα. Μπορώ πράγματι να διαβεβαιώσω σήμερα, για την ιστορική
αλήθεια, ότι με το σύμφωνο εκείνο και τα προσαρτημένα πρωτόκολλα, η Γιουγκοσλαβία
δεν αναλάμβανε καμιά υποχρέωση να βοηθήσει. Αντίθετα μάλιστα, έπαιρνε από τις
δυνάμεις του τριμερούς συμφώνου την επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν θα αξιωνόταν
απ’ αυτήν ως καθήκον το να υποχρεωθεί να παράσχει βοήθεια. Ήμασταν διατεθειμένοι
από την αρχή να παραιτηθούμε από το δικαίωμα οποιασδήποτε μεταφοράς πολεμικού
υλικού μέσω της χώρας. Αλλά ακόμη περισσότερο, η Γιουγκοσλαβία είχε λάβει τη
διαβεβαίωση, με τη σαφή διεκδίκηση της κυβέρνησής της, ότι αν θα γίνονταν
εδαφικές μεταβολές στα Βαλκάνια, θα της δινόταν διέξοδος στο Αιγαίο,
συμπεριλαμβανομένης μεταξύ άλλων και της πόλης της Θεσσαλονίκης. Στις 25
Μαρτίου υπογράφηκε στη Βιέννη ένα σύμφωνο, το οποίο πρόσφερε στο γιουγκοσλαβικό
κράτος ευρύτατο μέλλον, και που διασφάλιζε στα Βαλκάνια την ειρήνη. Έφυγα
εκείνη την ημέρα από τη μητρόπολη του Δούναβη, πραγματικά ευτυχής, όχι μόνο
διότι οι προσπάθειες της εξωτερικής πολιτικής έπειτα από οκτώ σχεδόν χρόνια
απέδιδαν τους καρπούς τους, αλλά και διότι πίστευα ότι το γεγονός εκείνο
καθιστούσε ίσως περιττή την τελευταία στιγμή κάθε γερμανική επέμβαση στα
Βαλκάνια.
Το σερβικό πραξικόπημα
Δύο μέρες αργότερα ταραχθήκαμε
όλοι με την είδηση του πραξικοπήματος που επιχείρησε μια δράκα πληρωμένων επαναστατών,
οι οποίοι κατάφεραν μια πράξη που επέπρωτο να αποσπάσει από τον πρωθυπουργό της
Αγγλίας την κραυγή του θριάμβου, που τελικά είχε να αναγγείλει μια καλή είδηση.
Έδωσα αμέσως λοιπόν τη διαταγή της επίθεσης, διότι δεν επιτρέπεται κανείς να
συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο απέναντι στο Ράιχ. Δεν επιτρέπεται να ζητά
κανείς επί χρόνια φιλία και δεν μπορεί να υπογράφει μια συνθήκη, από την οποία
ο ένας συμβαλλόμενος έχει όλα τα πλεονεκτήματα, και έπειτα όχι μόνο να
καταγγέλλει τη συνθήκη αυτή μέσα σε μια νύχτα, αλλά να προσβάλλει και τον
εκπρόσωπο του Ράιχ, να απειλεί τον στρατιωτικό ακόλουθο, να τραυματίζει τον
βοηθό του, να κακομεταχειρίζεται πολλούς Γερμανούς της παροικίας, να
κατεδαφίζει γραφεία, σχολεία, αίθουσες εκθέσεων και να καταστρέφει οικίες
Γερμανών της εθνικής μειονότητας, καταδιώκοντας στο τέλος και φονεύοντας, έξω
από κάθε νόμο, τους Γερμανούς. Μάρτυς μου ο Θεός ότι θέλησα την ειρήνη, αλλά ο
Χάλιφαξ δηλώνει ειρωνικά ότι τα ήξεραν όλα αυτά πολύ καλά, και ότι ακριβώς γι’
αυτό μας εξανάγκαζαν να πολεμήσουμε, λες κι αυτό ήταν ένας ξεχωριστός θρίαμβος
της τέχνης του κυβερνάν εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας, οπότε απέναντι σε μια
τέτοια μοχθηρία δεν μπορώ να πράξω κάτι διαφορετικό από το να αναλάβω να
προστατεύσω τα συμφέροντα του Ράιχ, με τα μέσα που – δόξα τω Θεώ – υπάρχουν στη
διάθεσή μας. Τη στιγμή εκείνη μπορούσα να πάρω αυτή την απόφαση, πολύ πιο
ήσυχος μάλιστα, καθώς γνώριζα ότι ενεργούσα σε συμφωνία: α) Με τη Βουλγαρία,
της οποίας το πνεύμα και η στάση είχαν μείνει αμετακίνητα πιστά στο Γερμανικό
Ράιχ, και β) Με την Ουγγαρία, η οποία είχε επίσης αγανακτήσει – και δικαίως. Οι
δύο παλαιοί μας σύμμαχοι του Μεγάλου Πολέμου κατανόησαν την πράξη αυτή ως
πρόκληση από ένα κράτος, το οποίο είχε ήδη φέρει την Ευρώπη να περάσει μια φορά
διά πυρός και σιδήρου και που συνεπώς είχε στη συνείδησή του το βάρος της
απίστευτα μεγάλης δυστυχίας για τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία.
Διαταγή για επιχειρήσεις
Οι γενικές διαταγές που στις 27
Μαρτίου έδωσα ο ίδιος για τις επιχειρήσεις διά της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων
Δυνάμεων, έθεσαν τον στρατό και την αεροπορία μπροστά σε ένα από τα βαρύτερα
έργα. Εδέησε πράγματι να γίνει εκ του προχείρου μια νέα μεγάλη συγκέντρωση
δυνάμεων, μαζί με άλλες, εδέησε να οργανωθούν από τη μια μέρα στην άλλη
μετακινήσεις σχηματισμών που είχαν ήδη φθάσει επί τόπου, να εξασφαλισθεί ο ανεφοδιασμός
σε υλικό, να εγκατασταθεί η αεροπορία σε πολλά αεροδρόμια που διαρρυθμίσθηκαν
προχείρως, γεγονός που δεν μπορούσε παρά να εκτελεσθεί με δυσκολία, αν δεν
είχαμε την πλήρη κατανόηση της Ουγγαρίας και την ιδιαίτερα νομιμόφρονα στάση
της Ρουμανίας. Έτσι οι διαταγές εκτελέσθηκαν μέσα στη συντομότερη προθεσμία που
προβλεπόταν. Η επίθεση είχε ορισθεί από εμένα
και αποφασίσθηκε να αρχίσει στις 6 Απριλίου. Την ημέρα εκείνη η ομάδα
των στρατευμάτων του Νότου, που βρισκόταν στη Βουλγαρία, ήταν έτοιμη να
αναλάβει την επίθεση. Οι άλλες στρατιές θα παρατάσσονταν αμέσως μόλις θα
ολοκληρώνονταν οι απαραίτητες προπαρασκευές. Οι ημερομηνίες, κατά τις οποίες οι
στρατιές αυτές θα άρχιζαν τις επιχειρήσεις, είχαν προβλεφθεί για τις 8, 10 και
11 Απριλίου.
Το γενικό σχέδιο επιχειρήσεων
Το γενικό σχέδιο των
επιχειρήσεων ήταν το εξής: α) Μία στρατιά, που προερχόταν από τη Βουλγαρία, θα
προέλαυνε εναντίον της ελληνικής Θράκης, με κατεύθυνση προς το Αιγαίο Πέλαγος.
Το βάρος της ενέργειας αυτής, θα το υποστήριζε κυρίως η δεξιά πτέρυγα, η οποία
παρατάσσοντας τις μεραρχίες των αλπινιστών και μία τεθωρακισμένη μεραρχία, θα
επέφερε ρήγμα προς τη Θεσσαλονίκη. β) Δεύτερη στρατιά θα προέλαυνε με κατεύθυνση
προς τα Σκόπια, έχοντας ως αντικειμενικό σκοπό να αποκαταστήσει όσο γινόταν
ταχύτερο σύνδεσμο με τις ευρισκόμενες στην Αλβανία ιταλικές δυνάμεις. Οι δύο
αυτές επιχειρήσεις θα έπρεπε να αρχίσουν στις 6 Απριλίου. γ) Η νέα επιχείρηση,
που θα άρχιζε στις 8 του μηνός θα πραγματοποιούσε την προέλαση της στρατιάς, η
οποία προερχόταν από τη Βουλγαρία, με γενική κατεύθυνση τη Νις, με στόχο να
φθάσει στην περιοχή του Βελιγραδίου. Ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με την
ενέργεια αυτή ένα γερμανικό σώμα στρατού θα καταλάμβανε το διαμέρισμα στις 10
του μηνός και θα έφθανε έτσι από τον βορρά στα περίχωρα του Βελιγραδίου. δ)
Στις 11 του μηνός μία στρατιά, συγκεντρωμένη στην Καρινθία και στη Στυρία,
καθώς και στη Δυτική Ουγγαρία θα άρχιζε την επίθεση με γενική κατεύθυνση προς
Ζάγκρεμπ, Σεράγεβο και Βελιγράδι. Σχετικά με τις επιχειρήσεις αυτές, είχαν
γίνει ελεύθερες συμφωνίες με τους συμμάχους μας Ιταλούς και Ούγγρους. Οι
ένοπλες ιταλικές δυνάμεις επρόκειτο να προελάσουν με γενική κατεύθυνση από την
Αλβανία κατά μήκος της ακτής, ξεκινώντας από το μέτωπο, που κρατούσαν στις
Ιουλιανές Άλπεις, οδεύοντας από την Αλβανία διά της Σκόδρας, ώστε να δώσουν
χείρα στους ανωτέρω σχηματισμούς και να εισχωρήσουν στις γιουγκοσλαβικές θέσεις
της γιουγκοσλαβικής μεθορίου στο ύψος των Σκοπίων, προκειμένου να
αποκαταστήσουν έτσι επαφή με τον γερμανικό στρατό που θα προέλαυνε σ’ αυτή την
περιοχή, να διασπάσουν το ελληνικό μέτωπο στην Αλβανία και να απωθήσουν, αν
ήταν δυνατό, τους Έλληνες προς τη θάλασσα με κυκλωτικό ελιγμό. Σχετικά με τις
επιχειρήσεις αυτές, είχε προβλεφθεί ότι τα δαλματικά νησιά και τα Ιόνια θα
καταλαμβάνονταν, καθώς και όλα τα ερείσματα. Οι δύο αεροπορίες θα συμφωνούσαν
ως προς τις λεπτομέρειες της συνεργασίας τους.
Οι γερμανικές στρατιές, οι
παραταγμένες για δράση στη Μακεδονία και Ελλάδα, τελούσαν υπό τη διοίκηση του στρατάρχη
Λιστ και είχαν ήδη αποδείξει με τι εξαιρετικό τρόπο διεξήγαγαν τις προηγούμενες
εκστρατείες. Οι δυνάμεις που προέλαυναν κατά της Γιουγκοσλαβίας με αφετηρία από
τα νοτιοδυτικά του Ράιχ και της Ουγγαρίας, τελούσαν υπό τη διοίκηση του
στρατηγού φον Κλάισε. Οι λοιπές στρατιές και τα τάγματα εφόδου, που δρούσαν υπό
τη διοίκηση του αρχιστράτηγου φον Μπράουχιτς και του αρχηγού του Γενικού
Επιτελείου στρατηγού Χάλντερ, εξανάγκασαν τον ελληνικό στρατό της Θράκης να
παραδοθεί. Μετά από πέντε μόλις μέρες, έγινε επαφή με τις ιταλικές δυνάμεις που
προέλαυναν από την Αλβανία, καταλαμβανόταν σταθερά η Θεσσαλονίκη και
εξαναγκαζόταν μετά 12 μέρες να παραδοθεί η Σερβία. Έτσι δημιουργήθηκαν οι
γενικές συνθήκες, που επέτρεψαν την τόσο σκληρή, όσο και ένδοξη εξόρμηση προς
την Αθήνα μέσω Λάρισας. Η επιχείρηση αυτή επιστέφθηκε με την κατάληψη της
Πελοποννήσου και πολλών ελληνικών νησιών. Η Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων,
της οποίας οι αρχηγοί στρατάρχης Κάιτελ και στρατηγός Λάουτερ διευθύνουν, όπως
πάντοτε, τις επιχειρήσεις κατά εξαιρετικό τρόπο, θα εκθέσει λεπτομερώς τα
πράγματι ιστορικά κατορθώματα, που επιτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας
αυτής. Η αεροπορία, υπό την προσωπική διοίκηση του στρατάρχη της αυτοκρατορίας
και του στρατηγού Γέχονεκ, αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας,
κατανεμήθηκε σε δύο μεγάλες ομάδες που διοικούσαν ο στρατηγος Λερ και ο
στρατηγός φον Ριχτχόφεν. Αντικειμενικός σκοπός ήταν: α) Να εκμηδενισθεί η
εχθρική αεροπορία και να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή της. β) Να γίνει επίθεση
κατά του Βελιγραδίου, κέντρου των συνωμοτών, να πληγούν όλοι οι αξιόλογοι
στρατιωτικοί στόχοι και να αρθεί έτσι από τη μέση κάθε στρατιωτικός παράγοντας.
γ) Αντικειμενικός σκοπός των επιχειρήσεων της αεροπορίας ήταν να βοηθήσει
παντού τα μαχόμενα γερμανικά στρατεύματα με το να επιτίθεται ενεργώς, να
αμύνεται κατά των αεροπλάνων, συντρίβοντας την αντίσταση του εχθρού,
καθιστώντας δυσχερέστερη τη διαφυγή του και εμποδίζοντάς τον, κατά το δυνατόν,
να επιβιβασθεί σε ατμόπλοια. Έργο της ήταν επίσης να υποστηρίξει με αποτελεσματικό
τρόπο τη δράση των στρατιωτικών αποσπασμάτων των μεταφερομένων με αεροπλάνα και
των αλεξιπτωτιστών, καθώς και κάθε άλλη αποστολή του στρατού.
Οι Γερμανοί και οι Έλληνες
Σ’ αυτόν τον πόλεμο ο
γερμανικός στρατός υπερέβη πράγματι κάθε προηγούμενο. Η εξόρμηση αυτή προς τη
νίκη, κατέπνιξε την πολεμική εστία εντός δύο κρατών, σε χρονικό διάστημα μόλις
τριών εβδομάδων. Αντιλαμβανόμαστε απόλυτα ότι μεγάλομέρος αυτών των επιτυχιών
θα πρέπει να αποδοθεί στους συμμάχους μας και ότι όχι μόνο ο αγώνας, που η
Ιταλία εξακολούθησε επί έξι μήνες κατά της Ελλάδος, υπό τις δυσχερέστερες
συνθήκες συγκράτησε το μεγαλύτερο μέρος των σχηματισμών του ελληνικού στρατού,
αλλά και τον είχε εξασθενήσει μέχρι σημείου που η ήττα του ήταν αναπόφευκτη. Ο
ουγγρικός στρατός επίσης έδωσε νέα δείγματα της δόξας των παλαιών του όπλων.
Κατέλαβε την Πάτσκα και πέρασε τον Σάβο με μηχανοκίνητους σχηματισμούς. Η
ιστορική δικαιοσύνη μού επιβάλλει να διαπιστώσω ότι μεταξύ των εχθρών, που
βρίσκονταν απέναντί μας, ο Έλληνας στρατιώτης προ πάντων πολέμησε με το
μεγαλύτερο θάρρος. Συνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθηση της αντίστασης ήταν
πλέον αδύνατη και δεν είχε πια κανένα λόγο.
Οι ισχυρισμοί του Τσώρτσιλ
Είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω
για τον εχθρό, ο οποίος είναι η αιτία που έδωσε την ευκαιρία αυτού του αγώνα.
Κρίνω ανάξιο για ένα Γερμανό και για ένα στρατιώτη να περιφρονεί ποτέ έναν
εχθρό γενναίο και θαρραλέο. Αλλά μου φαίνεται πως είναι απαραίτητο να πω την
αλήθεια, σε σχέση με τους φανφαρονισμούς ενός ανθρώπου, ο οποίος ως στρατιώτης
είναι ένας άθλιος πολιτικός και ως πολιτικός ομοίως ένας άθλιος στρατιώτης. Ο
κ. Τσώρτσιλ, ο οποίος άρχισε αυτόν τον αγώνα, προσπαθεί, απαράλλακτα όπως στη
Νορβηγία ή στη Δουνκέρκη, να φλυαρεί και να λέει ότι μπορεί, αργά ή γρήγορα, να
μεταβληθεί μια πραγματικότητα σε απατηλή επιτυχία. Δεν βρίσκω ότι κάτι τέτοιο
συμβιβάζεται με την τιμή, αλλά τελικά το εννοώ για έναν τέτοιο άνθρωπο. Ανποτέ
ένας άλλος πολιτικός είχε υποστεί τόσες ήττες και ως στρατιώτης τόσες
καταστροφές, δεν θα έμενε ούτε έξι μήνες υπουργός, με εξαίρεση τις ιδιότητες
που διακρίνουν τον κ. Τσώρτσιλ, τις ιδιότητες κυρίως του να ψεύδεται
αποφεύγοντας να στρέψει το πρόσωπο στον Θεό και επιζητώντας να διαστρέφει την
αλήθεια, έτσι ώστε να θέλει να παραστήσει τις τρομερότερες ήττες σε ένδοξες
νίκες. Ο Τσώρτσιλ δηλώνει με θρασύτητα και αδιακρισία ότι ο πόλεμος αυτός μας
στοίχισε 75.000 νεκρούς, διπλάσιους δηλαδή της εκστρατείας στη Δύση. Θα σας
απαριθμήσω τώρα τα αποτελέσματα της εκστρατείας αυτής με συνοπτικούς αριθμούς.
Οι Έλληνες αιχμάλωτοι
Κατά τη διάρκεια των
επιχειρήσεων στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι στρατιώτες της
γερμανικής εθνικής ομάδας, καθώς και των Κροατών και των Μακεδόνων, οι οποίοι
ως επί το πλείστον αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι καθαρά
Σέρβοι 6.298 αξιωματικοί και 337.864 άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί είναι πρόχειροι.
Οι αριθμός των Ελλήνων αιχμαλώτων 8.000 αξιωματικών και 210.000 στρατιωτών δεν
μπορεί να κριθεί και να εκτιμηθεί με το ίδιο μέτρο, δεδομένου ότι πρόκειται
περί του ελληνικού μακεδονικού και ηπειρωτικού στρατου, ο οποίος περικυκλώθηκε
και υποχρεώθηκε να καταθέσει τα όπλα, λόγω των γερμανοϊταλικών επιχειρήσεων.
Έτσι οι αιχμάλωτοι Έλληνες απολύθηκαν ή θα απολυθούν αμέσως, λαμβανομένης υπ’
όψιν της ηρωικής στάσης αυτών των στρατιωτών. Ο αριθμός των Άγγλων αιχμαλώτων,
Νεοζηλανδών και Αυστραλών ανέρχεται σε 9.000 αξιωματικούς και στρατιώτες.
Τα λάφυρα πολέμου
Τα λάφυρα πολέμου δεν είναι
δυνατό να εκτιμηθούν. Ούτε κατά προσέγγιση επί του παρόντος. Τα λάφυρα που
περιήλθαν στη Γερμανία ως κυριευθέντα λόγω των επιτυχιών που τα γερμανικά όπλα
κατήγαγαν φθάνουν εκ πρώτης όψεως, σύμφωνα με τους αριθμούς που τώρα είναι
πρόχειροι, στις εξής αναλογίες: Κυριεύθηκαν δηλαδή πάνω από μισό εκατομμύριο
τουφέκια, πάνω από 1000 πυροβόλα, πολλές χιλιάδες πολυβόλα, αντιαεροπορικά
πυροβόλα και οβιδοβόλα, πολλά οχήματα και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και
στρατιωτικών ειδών. Τα αποτελέσματα αυτά επιτεύχθηκαν από τις ακόλουθες
γερμανικές δυνάμεις, που συνολικά είχαν ορισθεί για τις επιχειρήσεις προς τα νοτιοανατολικά:
31 πλήρεις μεραρχίες και 3 ημιμεραρχίες. Η συγκέντρωσή τους προετοιμάσθηκε μέσα
σε επτά ημέρες. Από τις δυνάμεις αυτές έλαβαν ενεργό μέρος στις μάχες 11
μεραρχίες πεζικού και αλπινιστών, 6 μεραρχίες τεθωρακισμένες, 3 πλήρεις
μηχανοκίνητες μεραρχίες τακτικού στρατού και ταγμάτων εφόδου, καθώς και 2
μηχανοκίνητες ημιμεραρχίες. Στον αγώνα εναντίον των Άγγλων, Νεοζηλανδών και
Αυστραλών δεν πήραν μέρος ουσιαστικό παρά 2 τεθωρακισμένες μεραρχίες, 1
μεραρχία ορεινής δράσης και η σωματοφυλακή.
Ελάχιστες απώλειες
Οι απώλειες του γερμανικού
στρατού και της γερμανικής αεροπορίας, καθώς και των ταγμάτων εφόδου σ’ αυτή
την εκστρατεία είναι οι πιο ελάχιστες από όσες υποστήκαμε μέχρι τώρα. Οι
ένοπλες γερμανικές δυνάμεις έχασαν σ’ αυτόν τον αγώνα εναντίον της
Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδος και αντίστοιχα εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στην
Ελλάδα, από τον τακτικό στρατό και τα τάγματα εφόδου 57 αξιωματικούς και 142
υπαξιωματικούς και άνδρες νεκρούς, 181 αξιωματικούς 3.571 υπαξιωματικούς και άνδρες
τραυματίες, 15 αξιωματικούς και 372 υπαξιωματικούς και άνδρες εξαφανισθέντες.
Από το αεροπορικό όπλο φονεύθηκαν 1 αξιωματικός και 42 υπαξιωματικοί και άνδρες
και αγνοείται η τύχη 35 αξιωματικών και 104 υπαξιωματικών και ανδρών. Αυτό το
ιστορικό και πράγματι αποφασιστικό αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με τόσο λίγες θυσίες,
αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι ταυτόχρονα οι δύο σύμμαχες δυνάμεις του Άξονα
εδέησε να εκμηδενίσουν επίσης στη Βόρειο Αφρική μέσα σε λίγες εβδομάδες τη
δήθεν επιτυχία των εκεί βρετανικών δυνάμεων. Διότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε
τις ενέργειες αυτές στα Βαλκάνια από τις ενέργειες του Άφρικα Κορπς υπό τη
διοίκηση του στρατηγού Ρόμελ και των ιταλικών δυνάμεων στον αγώνα για την
Κυρηναϊκή. Ένας από τους πιο ερασιτέχνες στρατηγούς έχασε με το πρώτο δύο
θέατρα πολέμου. Το ότι ο άνθρωπος που σε κάθε άλλα χώρα θα έπρεπε να λογοδοτήσει
ενώπιον στρατοδικείου, εξακολουθεί να θαυμάζεται ως πρωθυπουργός στη χώρα αυτή,
είναι απόδειξη της αιώνιας τύφλωσης, με την οποία οι θεοί τιμωρούν εκείνους που
θέλουν να εξουθενώσουν.
Οι συνέπειες της εκστρατείας
αυτής είναι εξαιρετικές, δεδομένου ότι – όπως απέδειξαν τα γεγονότα – η
δυνατότητα για μια μικρή σπείρα συνωμοτών να δημιουργήσει ανά πάσα στιγμή στο
Βελιγράδι μια εστία πυρκαγιάς, για να εξυπηρετήσει αλλότρια συμφέροντα,
αποτελούσε κίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός ξεπεράστηκε οριστικά και αυτό αποτελεί μια
ύφεση για ολόκληρη την Ευρώπη. Η σημαντική οδός επικοινωνίας, όπως είναι ο
Δούναβης, βρίσκεται έτσι προστατευμένη για πάντα από νέες πράξεις δολιοφθοράς.
Η ναυσιπλοΐα αποκαταστάθηκε πλήρως πια. Το Γερμανικό Ράιχ, με εξαίρεση μια
μέτρια διόρθωση των συνόρων της Θράκης, που παραβιάσθηκαν με την έκβαση του
Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει ιδιαίτερα εδαφικά συμφέροντα στις περιοχές αυτές. Από
πολιτική άποψη δεν ενδιαφερόμαστε παρά να εξασφαλίσουμε την ειρήνη στην
περιοχή. Οικονομικά έχουμε την πρόθεση να αποκαταστήσουμε μια τάξη πραγμάτων
που να εγγυάται την ανάπτυξη της παραγωγής εις όφελος όλων και την επανάληψη
των εμπορικών συναλλαγών.
Εδαφικές συνέπειες
Αλλά με την έννοια της
δικαιοσύνης πρόκειται αυτά να συντελεσθούν, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των
συμφερόντων που βασίζονται σε δεδομένα εθνογραφικής τάξης, ιστορικής, ακόμη και
οικονομικής. Η Γερμανία θα είναι μόνον ενδιαφερόμενος παρατηρητής σε ό,τι αφορά
αυτή την εξέλιξη. Είμαστε ευχαριστημένοι που διαπιστώνουμε ότι οι σύμμαχοί μας
θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις δίκαιες εθνικές και πολιτικές φιλοδοξίες
τους. Είμαστε ικανοποιημένοι που ιδρύεται ένα ανεξάρτητο κροατικό κράτος, με το
οποίο ελπίζουμε ότι θα συνεργασθούμε με πνεύμα φιλίας και εμπιστοσύνης στο
μέλλον. Ιδίως στη σφαίρα των οικονομικών συμφερόντων μια τέτοια συνεργασία θα
παρείχε πλεονεκτήματα και για τις δύο χώρες. Είμαστε ευτυχείς που ο ουγγρικός
λαός έκανε ένα ακόμη βήμα προς την αναθεώρηση των άδικων συνθηκών ειρήνης που
του επιβλήθηκαν. Είμεθα όμως πρωτίστως συγκινημένοι που η αδικία, που έγινε στη
Βουλγαρία, μπόρεσε να επανορθωθεί, καθώς αν ο γερμανικός λαός μπόρεσε να
επιτύχει αυτή την αναθεώρηση με τα όπλα του, πιστεύουμε ότι έτσι εξοφλήσαμε ένα
ιστορικό και ηθικό χρέος προς τους πιστούς εν όπλοις αδελφούς μας κατά τον
Μεγάλο Πόλεμο. Αλλά η σύμμαχή μας Ιταλία ας πάρει από εδαφική και πολιτική
άποψη την επίδραση στον ζωτικό χώρο που της ανήκει. Μπορώ να πω ότι το αξίζει,
λόγω της βαριάς συμβολής εις αίμα που έδωσε από τον περασμένο Οκτώβριο για το
μέλλον του Άξονα.
Συμπάθεια για τους Έλληνες
Τρέφουμε ειλικρινή συμπάθεια
για τον φτωχό ελληνικό λαό, ο οποίος ηττήθηκε. Είναι το θύμα του βασιλιά του
και μιας ολιγάριθμης κλίκας ιθυνόντων. Ωστόσο πολέμησε τόσο γενναία, ώστε και
οι εχθροί τους δεν μπορούν να τους αρνηθούν την εκτίμησή τους. Όσον αφορά τον
σερβικό λαό, θα τον εξαγάγει ίσως μια μέρα από την καταστροφή που υφίσταται, το
μάθημα που του επιβλήθηκε, για να μάθει ότι οι κινηματίες αξιωματικοί αποτελούν
δυστύχημα για τη χώρα αυτή. Από μέρους τους, όλοι εκείνοι που είχαν το
δυστύχημα να δοκιμασθούν από τα γεγονότα, δεν θα ξεχάσουν τόσο γρήγορα πια τον
τρόπο, τον τόσο ευγενικό, με τον οποίο είχαν την τιμή να θυσιασθούν,
ακολουθώντας την ίδια ωραία αρχή ότι ο κόσμος πληρώνει την αγνωμοσύνη […]
Ο γερμανικός λαός δεν θα
ξαναζήσει το έτος 1918, αλλά αντίθετα θα ανυψωθεί περισσότερο στην
πραγματοποίηση των ιδανικών του σε όλες τις σφαίρες της εθνικής αντίστασης. Με
τον μεγαλύτερο φανατισμό πάντοτε θα ταχθεί υπέρ της αλήθειας, την οποία ούτε ο
χρόνος ούτε η δύναμη των όπλων θα μπορέσουν ποτέ να κάμψουν και πολύ λιγότερο
να την συντρίψουν. Γι’ αυτό θα διατηρήσει την υπεροχή της ένοπλης δύναμής του
και επ’ ουδενί λόγω θα επιτρέψει να ελαχιστοποιηθούν τα οφέλη που κτήθηκαν στον
τομέα αυτόν. Αν ο Γερμανός στρατιώτης έχει πια τον καλύτερο εξοπλισμό του
κόσμου, κατά το παρόν έτος και κατά το επόμενο θα έχει ακόμη καλύτερο
εξοπλισμό. Είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμόσουμε τις δυνάμεις όλου του έθνους
στις μεθόδους των τρομερότερων εξοπλισμών της παγκόσμιας ιστορίας. Σας βεβαιώνω
ότι προσβλέπω στο μέλλον με πλήρη αταραξία και με τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
Το Γερμανικό Ράιχ και οι
σύμμαχοί του αντιπροσωπεύουν από στρατιωτική, οικονομική και προ πάντων ηθική
άποψη, δύναμη πολύ υπέρτερη προς τη δύναμη οποιουδήποτε συνασπισμού που
ενδεχομένως μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Ο γερμανικός στρατός θα
είναι πάντοτε έτοιμος να αναλάβει δράση, οπουδήποτε υπάρξει ανάγκη. Ο
γερμανικός λαός γνωρίζει ότι ο πόλεμος του κόσμου αυτού δεν είναι παρά η συνέπεια
της αρπακτικότητας μερικών υποκινητών του πολέμου, οι οποίοι έχουν διεθνή
χαρακτήρα, και του μίσους των εβραϊκών δημοκρατιών. Δεν μαχόμαστε σήμερα για τη
δική μας πατρίδα και μόνο, αλλά για την απελευθέρωση ενός κόσμου, που βρίσκεται
υπό καθεστώς συνωμοσίας, μιας συνωμοσίας που υπέταξε με τον πιο ασυνείδητο
τρόπο την ευτυχία των λαών και των ανθρώπων, μέσα στον σαταντικό εγωισμό της.
Το έτος 1941 θα αναγραφεί στην ιστορία ως το σπουδαιότερο έτος της αναγέννησής
μας. Όταν ατενίζουμε τον παντοδύναμο Κύριο των τυχών μας, θέλουμε να είμαστε
πρωτίστως ευγνώμονες, διότι κατέστησε εφικτή την πραγματοποίηση αυτών των
μεγάλων επιτυχιών με τόσο λίγο αίμα. Δεν θα εγκαταλείψουμε τον λαό μας
μελλοντικά. Θα πράξουμε το παν, ανάλογα με τη δύναμή μας, για να μας σέβονται
οι εχθροί μας. Στην εποχή της μανίας του χρυσού, της σπατάλης και των
εβραιοκεφαλαιοκρατικών τάξεων, το λαϊκό εθνικοσοσιαλιστικό κράτος παρουσιάζεται
ως το χάλκινο μνημείο κοινωνικής δικαιοσύνης και ξεκάθαρης σκέψης. Θα επιζήσει
όχι μόνον από τον σημερινό πόλεμο, αλλά και πολλών ακόμη χιλιετιών στο μέλλον».
Στη συνέχεια πήρε ο στρατάρχης
Γκαίριγκ τον λόγο και μεταξύ άλλων είπε: «Φύρερ, μας καλύψατε με εγκώμια και
ευγνωμοσύνη εμάς τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Αναγνωρίζουμε ότι ο μεγαλύτερος
έπαινος είναι και πάντοτε θα είναι ο έπαινος στην αξία του Φύρερ, του μεγάλου
αρχηγέτη, κυρίου και οδηγού των στρατευμάτων του, ο οποίος δείχνει σ’ αυτά τον
δρόμο προς τη νίκη. Γνωρίζουμε ότι μόνον η νίκη θα μας επιστέψει στο μέλλον,
διότι η από εσάς διεύθυνση των επιχειρήσεων, ο ηρωισμός των στρατευμάτων και οι
προσπάθειες, η διάθεση και η πίστη του λαού μας είναι η χάλκινη και γρανιτώδης
βάση, πάνω στην οποία η νίκη αυτή θα μετατραπεί σε τελική νίκη».