Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι Έλληνες είπανε τέσσερα μεγάλα «όχι» στη
μακραίωνα ιστορία τους: Το πρώτο κατά των Περσών. Το δεύτερο κατά του Μωάμεθ
του Πορθητή. Το τρίτο κατά της Ιερής Συμμαχίας, που στο Συνέδριο της Βιέννης
απεφάσισε την παράταση της σκλαβιάς τους στον Τούρκο. Το τέταρτο στην ιταμή
πρόσκληση της Ρώμης να παραδώσουν τη χώρα τους.
Το τελευταίο αυτό, είναι το
ανώτερο. Όχι μόνο για τις κοσμοϊστορικές του συνέπειες. Αλλά γιατί, προ πάντων,
για πρώτη φορά μέσα στη ροή των τόσων αιώνων της Ιστορίας τους παρουσιάζονται
απόλυτα ενωμένοι – ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια σκέψη, ένα αίσθημα. Στους
Μηδικούς πολέμους υπήρχαν κι Έλληνες που «εμήδιζαν» και Αθηναίοι, που
επεισιστρατίδιζαν. Στο Βυζάντιο είδε ο Κωνσταντίνος ανθρώπους, που λιγοψύχησαν
και καρτερούσαν από τη Δύση βοήθεια. Το Εικοσιένα είχε τους διστακτικούς του.
Αλλά στο «όχι» του Ιωάννη Μεταξά το Ελληνικό Έθνος στάθηκε σύσσωμο στην απόφαση
της Νίκης ή του Θανάτου, για να σκεπασθεί με δάφνες αμάραντες.
Αυτό είναι το κολοσσιαίο του
κατόρθωμα. Κι όποιος το φαντάζεται σαν έργο τυχαίο κι αυτόματο (ακούστηκαν,
κατά καιρούς και τέτοιες φλυαρίες) βρίσκεται μακριά πολύ από το νόημα της
Ιστορίας. Τέτοιες υψηλές στιγμές στη ζωή των Εθνών δεν αυτοδημιουργούνται.
Παρασκευάζονται από συγκροτημένες, εξαιρετικές προσωπικότητες, που βλέπουν
μακριά και ξέρουν ν’ αποκρίνονται στις περιστάσεις, να κρατούν τα νήματα των
μεγάλων ομάδων, κατέχοντας βαθιά το μυστικό να μεταχειρίζονται τα πάθη τους,
για να τις κινούν προς σκοπούς ανώτερους. Αν ήτανε διαφορετικά δεν θ’ άξιζε να
διαβάζει κανείς ούτε μισή σελίδα ιστορίας – πολύ λιγότερο να γράψει. Δεν θα ’χε
να αποκομίσει κανένα δίδαγμα.
Μα πριν ν’ αρχίσω αυτή τη βιογραφία
πρέπει να βγάλω από τη μέση αυτή την πελώρια βλακεία, που καλλιέργησε πολύ
επιτήδεια ο κομμουνισμός και που λέγεται και ξαναλέγεται και γράφεται και
ξαναγράφεται, ότι τάχα με τον ηρωικό του αγώνα, στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, το
Ελληνικό Έθνος ετσάκισε τον «φασισμό». Τι έχει να πει αυτό; Αν ο εισβολέας
ερχότανε, δηλαδή, μ’ άλλη σημαία και όχι του «φασισμού», τα χαράματα της 28ης
Οκτωβρίου, θα του ανοίγαμε τις πόρτες, «ορίστε, περάστε!»... Αυτές είναι
ύπουλες κουβέντες της ψευτοδημοκρατίας και της κομμουνιστικής πανουργίας. Η
Ελλάς δεν πολέμησε για ν’ αποκρούσει ένα πολιτικό σύστημα – αυτό το ίδιο
σύστημα που τότε την κυβερνούσε – αλλά έναν εχθρό που ήθελε να καταλύσει την
εθνική της ανεξαρτησία, να σφετερισθεί τα εδάφη της και να την κατακτήσει.
Αυτό το φοβερό κίνδυνο είδε να
διαγράφεται ξάστερα στον ορίζοντα – πολύ πριν τον αντικρύσει οποιοσδήποτε άλλος
από τους σύγχρονούς του – ο Ιωάννης Μεταξάς. Κι αυτός στάθηκε ο μοναδικός
λόγος, που προσδιόρισε την πολιτική του ενέργεια και τη μορφή που της έδωσε τα
τελευταία χρόνια της ζωής του. Από την ιστορία της δημιουργικής και μεγάλης
περιόδου, που περιλαμβάνεται μεταξύ του 1912 και του 1940, τίποτα δεν θα ’χει
καταλάβει κανείς, αν δεν ξεχωρίσει, ότι δύο εξαιρετικές – αλλά και πόσο
διαφορετικές! – προσωπικότητες πολιτικές κατέχουν τη δεσπόζουσα θέση στο δράμα
της: Ο Βενιζέλος και ο Μεταξάς. Αυτοί στάθηκαν οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Ο
πρώτος στη σκηνή, ώς την ώρα του θλιβερού κινήματος, που τον έστειλε να πεθάνει
μακριά από την πατρίδα, σ’ ένα διαμέρισμα της Παρισινής οδού Μπωζώμ· ο άλλος
στα παρασκήνια, ώς την ώρα, που γυρίζοντας από την εξορία της Κορσικής και της
Σιέννας, πέταξε οριστικά τα αμφιμασχάλια του επιτελικού αξιωματικού.
Οι συμφωνίες τους, οι διαφωνίες
τους, κυριαρχούν και χρωματίζουν (αν όχι και προσδιορίζουν) όλες τις φάσεις των
εθνικών μας αγώνων, σ’ αυτή τη μεγάλη περίοδο, που καταυγάζεται από τόσο φως,
αλλά και βυθίζεται σε τόσες σκιές και τόσα σκότη. Νησιώτες και οι δυο (είναι
αξιοσημείωτος ο ρόλος των νησιών στην προμήθεια πολιτικής ηγεσίας:
Καποδίστριας, Βούλγαρης, Θεοτόκης, Βενιζέλος, Μεταξάς) κι από τις πιο γερές μας
ράτσες: Και ποιος δεν αναγνωρίζει σήμερα, που τους είδαμε από πιο κοντά, την
ορμή των Κρητικών, τη δύναμη, την κατακτητική τάση, που μόλις πέρασε το πρώτο
δείλιασμα μετά την ένωση, όταν βρέθηκαν μπροστά στο πιο ραφιναρισμένο
παλαιοελλαδίτικο περιβάλλον, ανέβηκαν ραγδαία στο πρώτο επίπεδο της ζωής μας·
και ποιος δεν ξέρει το δαιμόνιο του Κεφαλλωνίτη, που θα τον βρεις παντού να
θριαμβεύει στις επιστήμες και στις τέχνες, στις τολμηρές επιχειρήσεις, στα πιο
παράτολμα φανερώματα της ενεργείας;
Τ’ οξύτατο μάτι του Βενιζέλου
ξεχώρισε, μέσα στη μάζα των αξιωματικών, εκείνον, που θα γινότανε, σε λίγα
χρόνια, ο πιο αδυσώπητος αντίπαλός του: Τον πρώτο, που σκέφθηκε, όταν μπήκε στο
υπουργείο των Στρατιωτικών, ήταν ο Μεταξάς. Τον πήρε υπασπιστή του. Τον
υπηρέτησε πιστά. Μα και τον μελέτησε, όσο λίγοι. Έτσι μπόρεσε να τον πολεμήσει,
αργότερα, τόσο αποτελεσματικά. Ο Βενιζέλος τον ανέβασε όχι μόνο στις ανώτερες
εκείνες επιτελικές θέσεις, όπου μπόρεσε να δείξει όλες του τις σπάνιες
ικανότητες, αλλά και τον εχρησιμοποίησε ή τον πήρε και μαζί του σε λεπτές
διπλωματικές αποστολές. Στη Σχολή του Βενιζέλου μαθήτευσε ο Μεταξάς, πριν
αναλάβει, με τη σειρά του, να του δώσει, αργότερα, πικρά μαθήματα.
Ήτανε δυο φύσεις τόσο
διαφορετικές, που η σύγκρουσή τους στάθηκε αναπόφευκτη. Ο Βενιζέλος είχε
εμπνεύσεις, αστραπές, εκλάμψεις. Ο Μεταξάς την ήρεμη και προσεκτική μελέτη των
στοιχείων κάθε προβλήματος. Ο Βενιζέλος διέθετε φαντασία, είχε πτήσεις. Ο άλλος
ήτανε κεφάλι τετραγωνισμένο, πρώτος στα μαθηματικά από τα θρανία του γυμνασίου
ώς τις ανώτερες σχολές του πολέμου. Ο Βενιζέλος έβλεπε διά της τεθλασμένης. Ο
Μεταξάς «απλούς την σκέψιν», όπως μας λέει, στο χαρτί του, ένας από τους
καθηγητές του της Σχολής των Ευελπίδων, έβλεπε κατ’ ευθείαν. Ο Βενιζέλος είχε
τη σύλληψη της γενικής γραμμής, χωρίς να προσέχει λεπτομέρειες, ακόμα κι
εκείνες, που, αν παραμεληθούν, μπορούν ν’ ανατρέψουν και να εκμηδενίσουν το
γενικό σχέδιο. Ο Μεταξάς μελετούσε τις λεπτομέρειες μ’ ακρίβεια κι υπομονή. Ο
Βενιζέλος ήτανε παρορμητικός, ραγδαίος στις αποφάσεις. Ο άλλος, χωρίς να του
λείπουν τόλμη και αποφασιστικότητα, εζύγιζε στοχαστικά το κάθε τι. Έτσι ο
Βενιζέλος διεψεύσθη, πολλές φορές, στις προβλέψεις του. Ο Μεταξάς βγήκε πάντα
δικαιωμένος.
Πρόβλεψε την τραγική αποτυχία της
εκστρατείας των Δαρδανελλίων (η πρώτη μεγάλη σύγκρουσή του με το Βενιζέλο, που
την ήθελε) και τα πράγματα τον εδικαίωσαν.
Προέβλεψε την αποτυχία της
Μικρασιατικής εκστρατείας (η δεύτερη μεγάλη διαφωνία του με το Βενιζέλο) και τα
πράγματα τον εδικαίωσαν.
Η τρίτη μεγάλη πρόβλεψή του ήταν,
ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ερχόταν, έφθανε, αναπόφευκτος, άμεσος. Κι
αυτή τη φορά δε δικαιώθηκε μονάχα: Έσωσε και δόξασε την Ελλάδα.
Το 1935 στάθηκε μια χρονιά σκληρά
διδακτική για την πολιτισμένην ανθρωπότητα. Η διπλωματία της «πακτολατρείας»,
που φλυαρούσε στη Γενεύη, στο κρηπίδωμα του Λευκού Όρους, αφιονισμένη από το
παιδικής αφελείας σύστημα των Συμφώνων διαιτησίας και μη επιθέσεως, δέχτηκε
φοβερό χαστούκι από τον πιο ιταμό καραγκιόζη, που είδε ποτέ η γηραιά Ευρώπη:
Ένα πρωί περνούσε από το Σουέζ, πληρώνοντας κανονικά τα διόδιά της στην κραταιά
κλειδούχο των Θαλασσών – τη Μεγάλη Βρεταννία – μια επιβλητική νηοπομπή από
μεγάλα και νεότευκτα ιταλικά καράβια, κατάφορτα μ’ αεροπλάνα, κανόνια,
θωρακισμένα οχήματα, στρατό και προ πάντων (αυτό το σημείο έχει μεγάλη σημασία)
υπερίτη...
Πού κατευθυνόταν η νηοπομπή αυτή;
Και τι επήγαινε να κάμει; Να κάψει, απλούστατα, έναν αθώο και ήμερο χριστιανικό
λαό, που δε διέφερε από κείνους, που συνεδρίαζαν στη Γενεύη, παρά μονάχα κατά
το χρώμα του δέρματος: Ήταν οι δύστυχοι μελαψοί Αιθίοπες! Τ’ αεροπλάνα του
κομποτίνου της «πολίτικα ντυνάμικα» υψώνοντο στον έκπληκτο αέρα του «Λευκού
Άνθους» κι εφλιτάριζαν τους μαρτυρικούς υπηκόους του Χαϊλέ Σελασιέ σαν ασήμαντα
κι ενοχλητικά έντομα. Οι λεγεώνες του μαυροχιτωνισμού, μετά τη φοβερή αυτή
σπορά του τρόμου, εθέριζαν τους άοπλους υπερασπιστές της χώρας, υποδούλωναν
τους άμαχους πληθυσμούς κι εθριάμβευαν. Η Αυτοκρατορία του καραγκιόζη καμάρωνε
τους αετούς της, στους γνώριμους χώρους των παλιών της κτήσεων.
Και η Γενεύη;... Οι χριστιανικοί
λαοί της και το νεοπαγές σύστημα της «ασφάλειάς» τους; Η οσμή των καιομένων
ανθρωπίνων σαρκών δεν έφθανεν ώς τα γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών. Για τα
μάτια του Κόσμου εκίνησε την θεωρητικήν μηχανήν των περιφήμων «κυρώσεων», που
δεν εμπόδισαν καθόλου την Ιταλία να τερματίσει, ανενόχλητα κι ευτυχισμένα, την
κατάκτηση της Αιθιοπίας και να πανηγυρίσει, σε λιγότερο από ένα χρόνο, την άρση
κι αυτών των αβλαβών «κυρώσεων» σαν πράξη συνετή της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας!
Όλοι τα ζήσαμε αυτά. Ο
προσεκτικός όμως και προβλεπτικός νους του Μετξά, τα ζύγιασε, τα ερμήνευσε κι
ένιωσε τις επικείμενες συνέπειές τους. Αυτό τον καιρό – λένε οι δικοί του –
είχε χάσει τον ύπνο του. Τρέχοντας μπροστά πολύ από τα γεγονότα, έβλεπε τα
μαύρα σύγνεφα να πυκνώνουν, τη θύελλα να ’ρχεται και να ξεσπάζει. ΕΙΔΕ ΤΟΝ
ΠΟΛΕΜΟ. Και πώς και με τι θα τον αντικρύζαμε;...
Ταξίδευα, στην ακολουθία του
Βενιζέλου, για την Πόλη και τη Γιάλοβα, για τη γνωστή, προκαθορισμένη
συνάντηση, με τον Ατατούρκ. Ο Μιχαλακόπουλος, απηχών την ανησυχία των
στρατιωτικών μας κύκλων, είχε δημοσιεύσει άρθρο σ’ αθηναϊκή εφημερίδα, που
ξεσκέπαζε ωμά τη φρικτή γυμνότητά μας από την άποψη της πολεμικής παρασκευής.
Το δώσαμε στο Βενιζέλο να το δει. Το διάβασε, με τους γνωστούς εκείνους και
τόσο γνώριμους σ’ εμάς, μικρούς και πνιγμένους στεναγμούς.
–Αυτή, δυστυχώς, – είπε – είναι η
κατάσταση.
–Και τι θα γίνει – ρώτησα – αν
κανείς μάς επιτεθεί;
Εσήκωσε το κεφάλι, για να πει
περήφανα:
–Αν εγώ βρεθώ στα πράγματα, θα
έχω τρόπο να τα βολέψω!
Πίστευε στο δαιμόνιό του και στο
άστρο του. Και δεν είχε άδικο. Τα είχε «βολέψει» τόσες φορές! Όμως ένιωσα μια
ψιλή ανατριχίλα: Κι αν τύχαινε να μη βρίσκεται αυτός στα πράματα! Τι θα
γινότανε ο τόπος;...
Το ερώτημα, για το Μεταξά, ήτανε
πολύ τραγικότερο. Γιατί αυτός δεν πίστευε ούτε σε δαιμόνια, ούτε σ’ άστρα. Είχε
ζήσει στην πίκρα της μονώσεως, της συκοφαντίας και της αντιδημοτικότητος. Επί
πλέον, όταν άνοιγε μπροστά του το χάρτη της Μεσογείου, δεν τον διάβαζε σαν
διπλωμάτης, αλλά σαν έμπειρος στρατηγός, που μπορεί να ξέρει τον ρόλο της
Τύχης, αλλά δεν εμπιστεύεται ποτέ σ’ αυτήν. Δεν πίστευε, παρά στη δύναμη, την
υλική και την ηθική. Και, μπροστά στη φοβερή απειλή, που την έβλεπε να ’ρχεται,
να ζυγώνει με ραγδαίο ρυθμό, αντίκρυζε γύρω του την αδυναμία και την ηθική
αποσύνθεση.
Αυτός ήξερε, καλύτερα από κάθε
άλλον, εκείνο, που ξεσκεπάστηκε, αργότερα, στα μάτια όλων, όταν το κράτος
χρειάστηκε να κινητοποιήσει μια μεγάλη μονάδα, για να πατάξει το Βενιζελικό
κίνημα και οι αξιωματικοί της Επιμελητείας μας τρέχανε στα μαγαζιά να ψωνίσουν
κουβέρτες και ο πρεσβευτής μας στο Βελιγράδι ζητιάνευε δυο-τρία αεροπλάνα, για
να διαλύσει το κράτος τη δύναμη των στασιαστών! Κι όσο για την άλλη δύναμη, του
ηθικού, τα συμπτώματα της αποσυνθέσεως, από κάθε άλλη φορά βαρύτερα, έδειχναν
και στον πιο ανίδεο πόσο βαθιά είχε υποσκάψει αυτά τα θεμέλια του Έθνους ο
πολυχρόνιος διχασμός. Το αίτημα της υλικής και ηθικής προετοιμασίας της
Ελλάδος, υψώνετο στη συνείδηση του Μεταξά – συνείδηση πατριώτη και πολεμιστή –
κάθετο, επιτακτικό, επείγον. Του είχε γίνει αληθινή αγωνία. Κι ενώ ήταν
άνθρωπος κουμπωμένος μέχρι λαιμού και σπάνια φανέρωνε το στοχασμό του, ακόμα
και στους πιο δικούς του, μια μέρα τού ξέφυγε, πάνω σε κουβέντα, μ’ άνθρωπο από
το πιο στενό του περιβάλλον η φρασούλα:
–Πρέπει να πάρω σύντομα την
εξουσία στα χέρια μου!...
Βλέποντας τη ζωηρή έκπληξη του
συνομιλητή του, έσπευσε να ξανακουμπώσει το κουμπί, που η εσωτερική πίεσή του
είχε ξεκουμπώσει για μια στιγμή:
–Όνειρα – το γύρισε, γελώντας –
τι εξουσία να πάρει κανείς με δυόμιση φίλους!...
Μέσα του είχε αποφασίσει από το
1935 τη δικτατορία. Και χωρίς να ’χει καμιά σχετική πληροφορία κανείς, φθάνει
να παρακολουθήσει την πορεία του μετά την ιταλική επιδρομή κατά της Αιθιοπίας
για να ξεχωρίσει καθαρά την κατεύθυνση προς αυτή τη λύση. Δεν τον έσυραν τα
γεγονότα. Αυτός τα οδήγησε προς τα εκεί, με σταθερή θέληση, με καρτερία, με
απόφαση και μ’ επιτήδεια εκμετάλλευση των περιστάσεων.
Είναι πλάνη χοντρή, που σ’ αυτήν
έπεσαν πολλοί, απ’ όσους έγραψαν για το Μεταξά, ότι θέλησε τη δικτατορία γιατί
δεν είχε δημαγωγικά προσόντα, τ’ απαραίτητα σ’ έναν κοινοβουλευτικό ηγέτη, για
να φθάσει στην εξουσία με τον ομαλό και συνηθισμένο τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να
σταθεί, αν, στην προσπάθεια να πάρει την Αρχή, το κίνητρό του ήταν η φιλαρχία.
Ο Μεταξάς, όμως, όπως θα ιδούμε, στην εξέλιξη αυτής της βιογραφίας, δεν είχε το
πάθος της Αρχής. Δεν εδίστασε, κατ’ επανάληψιν να πετάξει αξιώματα ή να μη τα
δεχθεί, όταν επρόκειτο να θυσιάσει σ’ αυτά τις πεποιθήσεις του.
Αλλά πρέπει να διαλύσω και την
άλλη πλάνη, ότι τον έφερε, στην ανάγκη να καθιδρύσει δικτατορία, η εσωτερική
κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 1936. Δεν τον
έπεισαν γι’ αυτό ούτε οι 490 γενικές και μερικές απεργίες, που ’γιναν από τα
1935 ώς τα 1936, αν και είχαν εξαρθρώσει τέλεια το μηχανισμό της εθνικής
παραγωγής· ούτε οι αιματηρές συγκρούσεις και η αναρχία της Θεσσαλονίκης· ούτε η
κακότυχη σύνθεση μιας Βουλής που το παιγνίδι των κομμάτων στεκότανε στη διαφορά
δύο ψήφων (139 με 141) και στην αδυναμία της να δώσει κυβέρνηση.
Αυτά όλα ήταν όσο παίρνει
ανησυχαστικά και τρομερά που θα ’βαζαν σε βαριά συλλογή οποιονδήποτε άλλον –
ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ, ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΑΝ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΡΕΙ
ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ και που τα εχειρίζετο, μ’ άκρα ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ
ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ. Κι ο σκοπός αυτός ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ,
ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Ο Μεταξάς τέλος – κι αυτό είναι
το πιο σημαντικό και το πιο κτυπητό απ’ όλα – δεν είχε καμιά εξαιρετική κλίση
προς τον αυταρχισμό, ούτε θαυμασμό στ’ ολοκληρωτικό σύστημα και στους
ενσαρκωτές του. Όχι μόνο δεν ξεστόμισε ποτέ λόγια συμπαθείας για τους
δικτάτορες, αλλά και δε δίστασε να συμπολεμήσει με τους εχθρούς τους, στ’ όνομα
του Έθνους, της ανεξαρτησίας του, και της τιμής του. Η δικτατορία που επέβαλε –
μια δικτατορία sui generic
– αντιπροσώπευε γι’ αυτόν τρία πράγματα: Οικονομία χρόνου για την επιτάχυνση
της εθνικής προπαρασκευής, με συγκέντρωση και αμεσότητα ενεργείας· επιβολή
αυστηράς πειθαρχίας στις Εθνικές Δυνάμεις· εξάλειψη του διχασμού κι επίτευξη
της εθνικής ενότητος.
Έργο απόλυτα Ελληνικό κι αληθινά
σωτήριο που σήμερα κι οι πιο αμετανόητοι ψευτοδημοκρατικοί, δε μπορούν ν’
αρνηθούν την τεράστια σημασία του. Να βιογραφήσω τον εργάτη του, που πρόσφερε
σ’ αυτό μέρες αγωνίας και νύχτες αγρύπνιας, που τον έφεραν στον τάφο, να
ιστορήσω τα χρόνια της μακράς ετοιμασίας, τους αγώνες και τις περιπέτειας, που
πλούτισαν με πολύτιμη πείρα, εσφυρηλάτησαν το χαρακτήρα κι εμόρφωσαν την
προσωπικότητά του, δεν είναι μονάχα φόρος οφειλόμενης τιμής στη μνήμη του.
Είναι, πιστεύω, κι ένα εθνικό καθήκον.
Α΄
ΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΝΙΑΤΑ
Όταν ο Μεταξάς ανέβηκε στην
εξουσία και πρόβαινε, με μεγάλα βήματα, στο σκοπό του, οι επιτήδειοι κι οι
κόλακες, η μοιραία και συνηθισμένη ακολουθία των ισχυρών, δεν έλειψαν από κοντά
του. Κι όπως ακριβώς κάποιος από το θίασο των «ανιδιοτελών θαυμαστών», του
Βενιζέλου, κατάφερε ν’ ανακαλύψει, ότι το γενεαλογικό δέντρο του μεγάλου
Κρήτικού, είχε τις ρίζες του στους ...Ιταλούς δούκες Ατσαγιόλους (αυτά τα
ντροπιασμένα πράγματα γράφτηκαν και στον Ευρωπαϊκό Τύπο) βρέθηκαν «φίλοι» να
κάμουν το ίδιο και για το Μεταξά: Ανακάλυψαν, ότι η γενιά του κατεβαίνει από
τους Μεταξάδες του ...Βυζαντίου (1081) και από το Μάρκο Αντώνιο, ιδιαίτερα, το
συμπολεμιστή του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου! Κι όχι μόνον αυτό, αλλά, παρά
λίγο να φορέσουν και στους μεταβυζαντινούς προγόνους του τη σιδερένια πανοπλία
των φεουδαρχών.
Ο Μεταξάς, που σαν γνήσιος
Κεφαλλωνίτης, είχε ζωηρότατο το αίσθημα του γελοίου, κορόιδευε αυτές τις
ανακαλύψεις. Και δεν έπαυσε, όταν ακόμα βρισκότανε στην ακμή της επιτυχίας, να
λέει και να ξαναλέει σ’ όλους:
–Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη
φτώχεια!
Κι αλήθεια είναι, πώς βγήκε από
σπίτι χωριατονοικοκυραίων, που ζούσαν στα Κοντογουράτα, ένα χωριό του Δήμου
Θηναίας, καλλιεργώντας το αμπελάκι, τις ελίτσες και το χωραφάκι τους, με ποτάμι
τον ιδρώτα, γιατί μόλις μπορούσαν να τους ζήσουν. Φύτρα γερή, κύτταρο στερεό
αγρότη στάθηκε ο Μεταξάς, πλουτισμένο από γερά επίσης κληρονομικά στοιχεία
διασταυρώσεων. Αίμα Μακεδονικό (από τη γιαγιά του, Γρεβενιώτισσα) κι αίμα
Ρουμελιώτικο (από τη μάνα του, Αγρινιώτισσα) είχε ανακατωθεί στις φλέβες του με
το Κεφαλλωνίτικο.
Περιστατικά δυσάρεστα, προ πάντων
αρρώστιες των αμπελιών, απανωτές άσχημες σοδιές, ξερίζωσαν τον Παναγή Μεταξά,
τον πατέρα του, από τα Κοντογουράτα. Ο δημόσιος προϋπολογισμός ήτανε και την
εποχή εκείνη (1865) όπως, αλλοίμονο, σχεδόν και σήμερα, το σωσίβιο των μοιραίων
ναυαγών της αγροτικής προσπάθειας, αληθινά δραματικής σε τόπους άγονους, όπως η
κατάξερη Κεφαλλωνιά. Εκεί κατάφυγε κι ο Παναγής. Ήξερε τόσα γράμματα, όσα
φτάνανε, για να παραστήσει κανείς το δημόσιο υπάλληλο, την εποχή εκείνη, που
απόφοιτοι του Σχολαρχείου ανέβαιναν στην έδρα του πταισματοδίκη και προ πάντων
το επιβλητικό ήθος, που μπορούσε να τον επιβάλει σαν διοικητικό υπάλληλο μικρής
επαρχιακής περιφερείας. Η κυβέρνηση Κουμουντούρου είχε ανάγκη από κατώτερα
στελέχη! Τον έστειλε στην Ιθάκη έπαρχο.
Εκεί γεννήθηκε ο Ιωάννης Ματαξάς,
στις 12 του Απρίλη του 1871, κάτω από το άστρο του Ομηρικού Οδυσσέα, που ’μελλε
να ’χει, σαν κι εκείνον, όχι λίγες περιπέτειες. Άρχισαν από την πρώτη στιγμή,
την ίδια στιγμή, που γεννήθηκε: Βγήκε στον κόσμο τόσο δύσκολα, που παρά λίγο να
φύγει πριν προλάβει καλά-καλά, να γνωρίσει τον κόσμο. Οι γιατροί, που τον
άφησαν για να φροντίσουν τη μάνα του – βρισκότανε πολύ άσχημα, μετά τον τοκετό
– τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο, όπως αργότερα θα το κάμει το στρατοδικείο.
Όμως επέζησε κι από τις δυο καταδίκες.
Στις μεγάλες κάμαρες του
επαρχείου (πρώην Αγγλικό διοικητήριο) κάνει τα πρώτα βήματα στη ζωή. Το
περιβάλλον είναι βαθύτατα γαλήνιο κι εξαιρετικά γραφικό: Μπροστά το λιμάνι, με
τα ολόστρωτα νερά, που καθρεφτίζει τις χιονάτες και καλλιγραφικές κτήσεις των
γλάρων, τα είδωλα των σπιτιών, που κρέμονταν ανάποδα προς το βυθό, το
Βενετσιάνικο κάστρο, που φυλάει σαν σκουντουφλός και σκοτεινός μολοσσός, στην
είσοδο και πέρα, δεξιά, οι γελαστές πρασινάδες της Φαρδομάντρας κι ο φάρος. Και
πίσω το αμφιθέατρο των χαριτωμένων σπιτιών, που οι νοικοκυραίοι τους λείπουν,
καπετάνιοι, λοστρόμοι, ναύτες, οργώνοντας τις μακρινές θάλασσες με τα καράβια
τους. Ακόμα πιο πάνω το άλσος του «αφεντικού λόγγου» με τις αιωνόβιες
βελανιδιές, που στα κλαριά τους σκαρφαλώνουν και μπλέκονται τα λουλουδισμένα
«ρούσκλα». Μα και το επαρχείο είναι ζωσμένο με γραφικότητες: Συστάδες ευκαλύπτων
και κισσούς, που σφιχταγκαλιάζουν κάποια μεγάλη, παλιά αποθήκη και μια
λιμνούλα, στο προαύλιο πίσω, από νερά του λιμανιού, που εισχωρούν υπόγεια, ώς
εκεί και όπου ο μικρός Μεταξάς βάζει να ταξιδεύουν τα καραβάκια και τα
παιδιάστικα όνειρά του.
Υπάρχει μια περίεργη κι εύγλωττη
φωτογραφία της εποχής εκείνης: Δεξιά ο πατέρας του, καθιστός, έχει όρθιον,
ανάμεσα στα γόνατά του, το μικρό Γιάννη, όχι παραπάνω από τεσσάρων ή πέντε
χρονών. Κι αριστερά η μάνα του, η Ελένη (γένος Τριγώνη) με το αριστερό της χέρι
ακουμπισμένο στον ώμο του συζύγου. Κάνει ζωηρή εντύπωση το ευγενικό κι
επιβλητικό παρουσιαστικό του Παναγή Μεταξά: Ένα κεφάλι ωραίου άντρα, περήφανα
υψωμένο, με πλατύ μέτωπο κορνιζαρισμένο με πυκνά μαλλιά, δασά φρύδια, βλέμμα
σχεδόν ηρωικό, στόμα μεγάλο, τονισμένο από παχύ μουστάκι, που πέφτει προς τα
κάτω και σαγόνι δυνατό, πλαισιωμένο από τις φαβορίτες της εποχής θυμίζει
αόριστα τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, πάντως μοιάζει καλλιτέχνης, μουσικός,
ζωγράφος και όχι έπαρχος μικρής πολιτείας. Και συνάμα, με τη μαύρη ρεντιγκότα
του, το άψογο κολλάρο, την καλοδεμένη, μαύρη γραβάτα, το σταχτί γελέκο και το
πανταλόνι, έχει το αξιοπρεπέστατο εξωτερικό «κυρίου», που έχει αφήσει οριστικά
τον αγρότη στ’ αχάριστα χωράφια των Κοντογουράτων.
Η Ελένη Μεταξά, που έχει τοποθετηθεί
πλάι του, ορθή, γιατί πρέπει να ισορροπηθούν τ’ αναστήματα (είναι κοντή, ο
σύζυγος ψηλός και πλατύστερνος) με σκούρα φούστα, που καθαρά φαίνεται στη
φωτογραφία πως είναι από βαρύ μεταξωτό, «μουαρέ», και μια λευκή μακριά μπλούζα
που της φθάνει σχεδόν ώς τα γόνατα, γαρνιρισμένη με τις νταντέλες και τα
κορδελάκια της εποχής, σφιχτά ζωσμένη, με πλατύ πρόσωπο, που αγωνίζεται μάταια
να το μακρύνει το κτένισμα της εποχής, που σηκώνει τα μαλλιά προς τα επάνω,
είναι η ζωντανή αντίθεση του αντρός της.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο
είναι ο μικρός Μεταξάς. Περίεργα ντυμένος, με μια μπλούζα, που κουμπώνει στο
στήθος πλάγια, σαν κοζάκου, πανταλονάκι με φαλμπαλάδες και μποτίνια ψηλά,
μαζεμένος στον εαυτό του, με σφιγμένες γροθιές, σκουντουφλός, τα χείλη κλεισμένα
και φουσκωτά, σαν από πείσμα, δεν έχει παιδική έκφραση. Μοιάζει με θυμωμένο
αντράκι, αν κι έχει τα χαρακτηριστικά της μάνας του. Όλη η εικόνα μαρτυρεί, ότι
έχει έλθει τώρα, κάποια σχετική ανακωχή στο σκληρό αγώνα με τις άμεσες ανάγκες
της ζωής, ότι υπάρχει κάποια μικρή άνεση.
Όποιος όμως έχει μελετήσει την
εποχή εκείνη, που το κράτος, από την καπετανοκρατία της κλεφτουριάς, έπεφτε στη
βουλευτοκρατία, ξέρει, ότι η ευτυχία των δημοσίων υπαλλήλων δεν διέφερε από των
...ηρώων της αρχαίας τραγωδίας. Κανένας νόμος δεν τους ασφάλιζε από τα
καπρίτσια των επαρχιακών κομματαρχών. Η μονιμότητα ήταν όνειρο ανέφικτο, η
μεταβολή της τύχης τους επικείμενη κάθε στιγμή και οι παύσεις και οι μεταθέσεις
πλημμύριζαν, σε κάθε υπουργική μεταβολή, ατελείωτες σελίδες της Εφημερίδος της
Κυβερνήσεως. Κι έχει μείνει παροιμιώδης ο λόγος ενός ειρηνοδίκη του καιρού, που
μόλις έφθασε στην καινούργια έδρα, που τον είχανε μεταθέσει, για τρίτη φορά
μέσα στην ίδια χρονιά, είπε στη γυναίκα του:
–Μη λύσεις τα πράματά μας· δεν
ξέρω αν θα μείνουμε κι εδώ... Αρνήθηκα να παρανομήσω υπέρ του κυβερνητικού...
Ένα πρωί ο πατέρας του Μεταξά
βρέθηκε, από έπαρχος, ταμίας. Έπρεπε ν’ αδειάσει το παλιό διοικητήριο με τις
απλόχωρες κάμαρες και να περιοριστεί σε μικρότερο σπίτι, στη συνοικία
Βαρκού-Καραβάτα, που ’μοιαζε με χωριό. Το μοναχό της πλεονέκτημα ήταν, ότι το
δημοτικό σχολείο, που άρχισε τώρα να πηγαίνει ο Μεταξάς βρισκότανε κοντά στο
σπίτι του. Μα σε λίγο ήλθαν απανωτές οι μεταθέσεις: Από την Ιθάκη στο
Μεσολόγγι, από το Μεσολόγγι στη Ζάκυθο και τέλος η απόλυση κι ο γυρισμός στ’
Αργοστόλι. Ο Μεταξάς ήτανε τότε οκτώ ετών. Και ποιος μπορεί να ξέρει, αν, μέσα
στην παιδιάστικη ψυχή του, δεν τυπώθηκε βαθιά μια κρυφή αποστροφή γι’ αυτούς
τους επαρχιακούς μικροτυράννους, που ’καναν τους γονείς του να υποφέρουν!
Γιατί υπόφεραν στο Αργοστόλι. Η
οικογένεια είχε μεγαλώσει, τα έξοδα πολλά, το εισόδημά τους ελάχιστο. Και τα
παιδιά τους, με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε ν’ αφήσουν τα γράμματα και προ πάντων
«ο Γιαννάκης», που είχε αρχίσει να δείχνει εξαιρετικό ζήλο. Αναγκάστηκαν να
πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να συντηρηθούν. Πάνε τ’ αμπέλια στα
Κοντογουράτα! Μα κι αυτά φαγώθηκαν. Ο αγώνας είναι σκληρός, καθημερινός. Στο
μεγάλο σχολείο της ανάγκης ακονίστηκε το μυαλό και σφυρηλατήθηκε ο χαρακτήρας
του Μεταξά. Παιδαγωγός του είναι η στέρηση. Να τα κλαίτε τα παιδιά, που ό,τι
επιθυμήσουν το ’χουν αμέσως. Η ενεργητικότητά τους και η προσπάθεια ν’
αποκτήσουν μόνα τους κάτι, δεν θα ξυπνήσει ποτέ.
Αυτή την εποχή ο μικρός Μεταξάς
ζούσε με την περίφημη κεφαλλωνίτικη «μπιστέκα». Έτσι ονόμαζαν ειρωνικά –
«μπιστέκα» θα πει μπιφτέκι – μια φέτα ψωμί καψαλισμένη, με λάδι, με ξύδι και με
ρήγανη: Την άρπαζε από το χέρι της μάνας του και δρόμο για το θρανίο. Είναι ένα
παιδί λεπτόκορμο, σιωπηλό, ήσυχο, προσεχτικό, με συγκεντρωμένη έκφραση και
γαλανά, φωτεινά μάτια. Το Αργοστόλι όπου περνάει τα κρίσιμα χρόνια, που
μορφώνεται ο χαρακτήρας είναι μια στυγνή πολιτεία, που οι άνθρωποι ασκούν
αμείλιχτη κριτική ο ένας τον άλλον, ένα σχολείο αυστηρό. Ο μικρός Μεταξάς της
ειδυλλιακής Ιθάκης νιώθει εδώ τα μάτια όλων απάνω του. Η οδός Ιακωβάτου, που
βρίσκεται το Γυμνάσιο, τον βλέπει, κάθε πρωί, να περνάει, αξιοπρεπής και
σοβαρός, σαν μεγάλος.
Τις τάξεις τις περνάει πρώτος. Οι
καθηγητές του τον φέρνουν για παράδειγμα. Η επιμέλειά του είναι αξιοσημείωτη.
Τα φυσικά του χαρίσματα δείχνονται γρήγορα: Αντίληψη οξύτατη, κρίση σίγουρη,
ξαστεριά μυαλού, εργατικότητα, θέληση. Σε μια έκθεση με το ερώτημα «Υπάρχει
τύχη;» απαντάει αρνητικά. Από τη θέληση και την εργασία του καθενός κρέμεται η
τύχη του. Η επίδοσή του στα μαθηματικά τον ξεχωρίζει απ’ όλους. Σ’ αυτόν
τρέχουν οι συμμαθητές του για να τους βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων.
Αυτό τον καιρό φανερώνεται και
μια άλλη χαρακτηριστική τάση του: Ν’ απομονώνεται. Δεν του πολυαρέσουν οι
συντροφιές, ο θόρυβος, οι αταξίες, τα «κανόνια», το κάπνισμα, οι συνηθισμένες
μπερμπαντιές. Ζει με τον εαυτό του, τα βιβλία του και τους μακρινούς μονήρεις
περιπάτους του. Ένας παλιός παιδαγωγός έλεγε:
–Να τρέμετε τα ήσυχα παιδιά.
Εγκυμονούν επαναστάσεις.
Δεν ξέρω αν είχε δίκιο. Αλλά μέσα
σ’ αυτό το ήσυχο γυμνασιόπαιδο κουφόβραζε μια περίσσεια ζωής, που γύρευε κάποιο
ξέσπασμα. Στους μακρινούς και μοναχικούς περιπάτους του, το πρόβλημα της
σταδιοδρομίας τον βασάνιζε. Να φύγει από το φοβερό αγκίστρι της ανάγκης· να
φύγει από το στενό περιβάλλον, που τον πίεζε· να διοχετεύσει κάπου αυτό το κύμα
της ενεργείας που τον πλημμυρούσε, ανοίγοντας ένα δρόμο. Η φιλομάθειά του,
δυνατά βοηθημένη από μια μνήμη αληθινά εκπληκτική, θα μπορούσε να τον αναδείξει
εύκολα σ’ οποιαδήποτε θεωρητική σταδιοδρομία. Είχε σκεφθεί για μια στιγμή, τα
μαθηματικά. Ο καθηγητής του, ο Μαζαράκης, για να τον ενθαρρύνει σ’ αυτή την
κατεύθυνση, τον ανέβαζε συχνά στην έδρα, να κάνει το δάσκαλο στ’ άλλα παιδιά. Η
καθηγεσία όμως δεν του ’λεγε τίποτα. Ο Μεταξάς δεν ήτανε διόλου θεωρητική φύση.
Ο νους του ήταν όλος γυρισμένος στην πράξη. Και όμως!... Μέσα στις νεανικές του
ονειροπολήσεις δεν είχε σκεφθεί ποτέ την πολιτική...
Όσο και να φαίνεται παράξενο,
είναι ωστόσο αληθέστατο, που αυτός ο άνθρωπος, που οδήγησε το έθνος σε πράξεις
κολοσσιαίας ιστορικής σημασίας και μεγίστων πολιτικών συνεπειών, δεν είχε το
πάθος της πολιτικής. Όταν το 1928, μετά την τραγική εκλογική αποτυχία του,
έγραψε ότι χαίρει που απέτυχε γιατί στο εξής θα μπορούσε «να ζήσει σαν
άνθρωπος» – κι επροκάλεσε ειρωνικότατα σχόλια και σαρκασμούς – δεν είχε
εκφράσει παρά το πραγματικό του αίσθημα. Τον είχα επισκεφθεί, αργότερα, και
μιλήσαμε γι’ αυτό. Κάποια στιγμή, ξέσπασε:
–Ε, λοιπόν, φίλε μου, αν μου
’λεγε κανένας, στα νιάτα μου, ότι μια μέρα θα καταντούσα πολιτευόμενος, θα τον
περνούσα για τρελό!...
–Δεν είχατε σκεφθεί ποτέ να
πολιτευθείτε;
–Ουδέποτε!... Η εξέλιξις της
αντιθέσεώς μου, ως αρχηγού του Επιτελείου μ’ έφερε στην πολιτική... Απόδειξις,
ότι, ώς το 1915, δεν είχα γράψει ούτες δέκα γραμμές για πολιτική... ώς εκείνη
την εποχή δεν ασχολήθηκα παρά με αποκλειστικώς στρατιωτικά ζητήματα... Έγραψα
για την «υπηρεσία του μηχανικού εν εκστρατεία» – αυτή τη μελέτη που εβραβεύθη
από το Υπουργείο των Στρατιωτικών... Και από το 1909 ώς το 1913 διάφορες άλλες
μελέτες για διάφορα στρατιωτικά προβλήματα... Η πολιτική δε μ’ ενδιέφερε παρά
μονάχα στα σημεία που εφάπτεται με τα επιτελικά προβλήματα...
Ο τόνος της ειλικρίνειας που
ανάδιναν τα λόγια του δεν μου άφησαν τότε και δεν μου αφήνουν ούτε τώρα την
παραμικρή αμφιβολία.
Από το άλλο μέρος στα νεανικά του
όνειρα του Αργοστολιού δεν υπήρχε η συνηθισμένη και τόσο τριμμένη οπτασία του
πλουτισμού. Ήθελε, σαν κάθε νέος, την αποκατάστασή του, ένα στάδιο, μια
δουλειά. Αλλά δεν ονειρευότανε πακτωλούς. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπως το
Κεφαλλωνίτικο, που απ’ αυτό ξεκίνησαν τόσες παράτολμες ιδέες επιχειρήσεων, που
έγιναν πραγματικότητες και τόσες τυχοδιωκτικές ακόμα τάσεις, που ’φθασαν σ’
επιτυχία, ο Μεταξάς, που ’νιωθε άπειρες ικανότητες μέσα του, είχε
μετριοπαθέστατες και υγιείς φιλοδοξίες. Δεν ονειροπολούσε ούτε καν την
ευμάρεια, που εσχεδίαζε να επιδιώξει ο Βενιζέλος, κατεβαίνοντας να δικηγορήσει
στην Αίγυπτο, στα μικτά δικαστήρια, όπου οι δικηγορικές παραστάσεις επληρώνοντο
αδρά. Η νοικοκυρίστικη νοοτροπία του, η αυστηρότητα και η πάστρα της
οικογενειακής του αγωγής, απέκλειαν κάθε τυχοδιωκτική και αρριβιστική σκέψη.
Αναζητούσε ομαλό στάδιο, που να μπορεί κανείς, με την επιμέλεια, την εργασία
και την ικανότητά του, να πάρει μια θέση ανεκτή στην κοινωνική ζωή. Τόσο απλό
πρόβλημα και όμως τόσο δύσκολο για ένα φτωχό νέο της εποχής του!... Η πικρία
γέμιζε την ψυχή του. Γι’ αυτό αργότερα, θ’ ατενίσει με τόση συμπάθεια, τη
νεότητα, θα την καλέσει κοντά του και θα προσπαθήσει να τη διευκολύνει όσο
μπορεί περισσότερο στο δρόμο της ζωής... Τα στερημένα νιάτα του τον έχουν κάμει
να νιώσει βαθιά την πίκρα του νέου, όταν βλέπει πόση απόσταση χωρίζει τις
δυνατότητές του από τα μέσα για αξιοποίησή τους και πόση κοινωνική αδικία
υπάρχει στην απόσταση αυτή. Και είχε νιώσει ακόμα ότι το αίσθημα της αδικίας
αυτής είχε σπρώξει τους νέους προς τα επαναστατικά κηρύγματα και τις
ανατρεπτικές οργανώσεις. Δεν τους έλεγε «έχετε το δικαίωμα να γίνετε καλύτεροι
από μας» – αλλά «έχετε καθήκον να μας υπερβάλετε!».
Όταν ο Μεταξάς, πάντοτε
αριστεύων, πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου, είχε λύσει το πρόβλημα της
σταδιοδρομίας του: Είχε διαλέξει το σπαθί. Και θα ιδούμε τι ακριβώς εσήμαινε
γι’ αυτόν μια τέτοια λύση.
Β΄
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
Τον Μεταξά στο στρατιωτικό στάδιο
τον έσπρωξε η ευγενική πρόθεση να συνδυάσει την κοινωνική του προαγωγή με το
ιδανικό της υπηρεσίας στην Πατρίδα. Αυτό, σήμερα, μπορεί να μη το νιώθουμε καλά
ή και διόλου. Οι κοινωνικοί μας «ήρωες» είναι άλλοι. Ο Στένταλ βάζει τον ήρωά
του, στο «Κόκκινο και Μαύρο», ένα νέο φιλόδοξο που αμφιταλαντεύεται ποιο δρόμο
θα πάρει στη ζωή, στο δίλημμα των δύο αυτών χρωμάτων: Το «κόκκινο» είναι το
φλογάτο πανταλόνι του Γάλλου αξιωματικού· το «μαύρο» είναι το ράσο του
κληρικού. Αυτά ήτανε τα χρώματα των δύο στίβων, που οδηγούσαν στη λάμψη και στη
δύναμη, συνδυασμένη με το φωτοστέφανο του ιδανικού: Στην υπηρεσία του έθνους το
πρώτο, στην υπηρεσία του θείου το δεύτερο. Τρίτο χρώμα δεν υπήρχε για τη
νεότητα.
Για να καταλάβουμε καλά την
εκλογή που ’καμε ο Μεταξάς πρέπει να μεταφερθούμε στην ελληνική κοινωνία του
1885. Τα σπαθιά και τα σπιρούνια χτυπούσαν ρυθμικά στο πεζοδρόμιο· οι επωμίδες
ήτανε το έμβλημα της νιότης και της λεβεντιάς, αλλά συνάμα και το διαχωριστικόν
ορόσημο των δύο μεγάλων τάξεων, που αποτελούσαν την τότε κοινωνία. Γιατί, κατά
βάθος, δεν υπήρχαν, παρά δυο τάξεις μονάχα: Οι αξιωματικοί αποτελούσαν τη μία
και ήταν η πρώτη – η κοινωνική αριστοκρατία. Αυτή έλαμπε παντού: Στις
παρατάξεις, στις κοσμικές συγκεντρώσεις, στις δεξιώσεις, στους ανακτορικούς
χορούς. Ο Γεννήσαρλης, ο κομψός καβαλάρης με τις αρειμάνιες μουστάκες, τις
κοκαλωμένες από τη μαντέκα, ήταν ο τελευταίος, κτυπητός αντιπρόσωπος αυτής της
αριστοκρατίας. Είχε το γενικό πρόσταγμα στις παρελάσεις και στις ανακτορικές
καντρίλιες.
Αλλά δε μπορούσε να μπει κανείς
σε καμιά χοντρονοικοκυρίστικη τραπεζαρία της εποχής εκείνης, χωρίς ν’
αντικρύσει, πάνω από το βαρύ, καρυδένιο «μπουφέ» την απαραίτητη «μεγέθυνση»
ενός μουστακαλή με στριφτές επωμίδες και πούπουλα λοφίου: Πάππος ή πατέρας,
αφέντης του σπιτιού, γαμπρός ή θείος, αποτελούσε το «σήμα κατατεθέν» της
οικογενειακής ευγενείας. Οι γυναικείες καρδιές λαχταρούσαν για το σπαθί:
Αντιπροσώπευε την κοινωνική άνοδο, τη λάμψη, τα πρωτεία και συνάμα την ασφάλεια
ενός τακτικού μισθού και μιας συντάξεως, που ’παιζε κάποιο ρόλο στην τότε φτωχή
κοινωνία. Από το άλλο μέρος οι στρατιωτικοί αποτελούσαν τη μόνη οργανωμένη τάξη
μέσα σ’ αυτή την ασχημάτιστη και ασύντακτη κοινωνία και τη μόνη επομένως
υπολογίσιμη δύναμη. Οι μεγάλες πολιτικές και πολιτειακές μεταβολές
(εκθρονίσεις, προκηρύξεις συνταγματικών ελευθεριών κτλ.) είχαν όλες επιβληθεί
απ’ αυτή την οργανωμένη τάξη. Κι ο κάθε στοχαστικός πολιτικός ήξερε πολύ καλά,
ότι δε μπορούσε να κυβερνήσει ούτε εικοσιτέσσερις ώρες, χωρίς να ’χει πίσω του,
συντεταγμένη κι ενιαία τη δύναμη αυτή.
Όλο το άλλο έθνος αποτελούσε τη
δεύτερη τάξη. Ήταν η εποχή, που η «θεωρία» των υπαξιωματικών στους στρατώνες
άρχιζε μ’ αυτή τη βεβαίωση, που εγώ ο ίδιος έχω ακούσει πολλές φορές με τ’
αυτιά μου:
–Ο στρατιώτης είναι δυο δάχτυλα
ψηλότερος από τον πολίτη.
Το συγκινητικό σημείο στη νοοτροπία
της εποχής εκείνης είναι, ότι όλη αυτή η αίγλη δε βασιζότανε σε περασμένες
υπηρεσίες – ώς την εποχή εκείνη όλες τις διαδοχικές, μικρές, αλλά σημαντικές
για την Ελλάδα εδαφικές προσαυξήσεις, το έθνος δεν τις είχε πετύχει με
στρατιωτικούς αγώνες, αλλά με μια δραστήρια κι άγρυπνη κι αληθινά ικανή
διπλωματική ενέργεια: Η αίγλη και το καμάρι που περίβαλλε ο ελληνικός λαός τους
στρατιωτικούς ήτανε μια έκφραση θερμών πόθων και μεγάλων ελπίδων, ότι αυτοί,
μια μέρα, θα ’λυναν με το σπαθί τους, το δράμα του αλύτρωτου Ελληνισμού,
οδηγώντας τον ένοπλο λαό σε θριαμβευτικές νίκες. Και στους πόθους και στις
ελπίδες αυτές το λαϊκό ένστικτο αποδείχτηκε αλάνθαστο. Το Σώμα των Ελλήνων
αξιωματικών δικαίωσε πέρα για πέρα, και τις πιο τολμηρές εθνικές προσδοκίες.
Στους δυναμικούς αγώνες της φυλής αποδείχτηκε ηγεσία μ’ απόλυτη συναίσθηση της
εθνικής αποστολής της.
Ο Μεταξάς βγήκε από τη σχολή των
Ευελπίδων, ανθυπολοχαγός του Μηχανικού, σ’ ηλικία δεκαενιά ετών, τον Αύγουστο
του 1890. Στο μητρώο του, αντίκρυ στ’ όνομά του και την ημερομηνία της εξόδου,
στη στήλη των παρατηρήσεων, υπάρχει αυτή η σημείωση: «Προαγόμενος πάντοτε
πρώτος μεταξύ των συμμαθητών του». Από την πρώτη χρονιά έγινε «αρχηγός τάξεως».
Και κανείς δε μπόρεσε να του πάρει την αρχηγία ώς την ημέρα που αποφοίτησε: Συγκρατημένος,
σχεδόν ασκητικός, προσηλωμένος στη μελέτη, αφοσιωμένος στη σπουδή, ενεργητικός,
αλλά και υπομονητικός, ενήμερος, μέχρι σχολαστικότητος ευσυνείδητος στην
εκπλήρωση των καθηκόντων του, αποσπά κάτι παραπάνω από την εκτίμηση και την
εμπιστοσύνη των καθηγητών και των ανωτέρων του: Το θαυμασμό τους.
Παράλληλη με το ζήλο του για την
πνευματική του ανάπτυξη, είναι και η φροντίδα του για τη σωματική άσκηση. Παρ’
όλη τη μειονεκτικότηα του σώματός του γίνεται ο καλύτερος καβαλάρης της τάξεως,
οργώνοντας το στίβο του μεγάλου ιπποδρομίου της ιππευτικής σχολής, με
καλπασμούς και πηδήματα εμποδίων, κάτω από τη διδαχή του πρίγκιπος Μουρούζη,
που ήτανε μεν ταραξίας και μέθυσος, αλλά κι ο μεγαλύτερος καβαλάρης της εποχής
του.
Έτσι, όταν ο Μεταξάς τον Αύγουστο
του 1890 πήγε να παραλάβει, σχεδόν αμούστακος ανθυπολοχαγός, τη διοίκηση
διμοιρίας σ’ ένα λόχο Μηχανικού, τον παρακολουθούσε ήδη μια κάποια φήμη
εξαιρετικής αξίας. Και τη φήμη αυτή τη δικαίωσε στην πράξη από τα βήματα της
σταδιοδρομίας του με το στρατιωτικό ήθος, τη διοικητική του ικανότητα και την
απόλυτη προσήλωση στις απαιτήσεις της υπηρεσίας. Από την άποψη της δημόσιας
ζωής ήτανε τότε μια περίοδος από τις πιο ταραγμένες της νεώτερης ιστορίας μας.
Η οικονομική κατάστασή μας είχε φθάσει σε τέτοιο αδιέξοδο που ο Τρικούπης
αναγκάστηκε να κηρύξει το κράτος σε χρεοκοπία. Η δε κομματική βακχεία είχε
φθάσει σ’ οξύτητες θυελλώδεις. Ο Τρικούπης έπεσε και το κόμμα του και αυτός ο
ίδιος απέτυχαν με παταγώδη τρόπο, που εστοίχισε τόσο πολύ σ’ αυτόν το φιλόδοξο
και δυνατό πολιτικό, που έφυγε από την Ελλάδα, για να πεθάνει στις Κάννες της
Γαλλίας.
Αλλά η νέα κυβέρνηση του
Δεληγιάννη δε μπόρσε να επιδοθεί στην περίφημη περισυλλογή, γιατί στο μεταξύ
μια καταπληκτική μυστική οργάνωση παράσυρε την πολιτική του τόπου σε μεγάλες
και τραγικές περιπέτειες. Η συνωμοτική αυτή οργάνωση, που στη μύηση των μελών,
τον οργανισμό και τη λειτουργία ήταν ένα επιτυχημένο ανακάτωμα της μασονίας και
της παλιάς, προ του 21 Φιλικής Εταιρίας, είχε ιδρυθεί το Μάη του 1894 με τον
τίτλο «Εθνική Εταιρία». Αυστηρά στρατιωτική στην αρχή κατάφερε, μέσα σε δύο
χρόνια, να περιλάβει στους κόλπους της τα πάντα: Ανώτερα στελέχη του στρατού
και του ναυτικού, όλη σχεδόν την ανώτερη υπαλληλία του κράτους, πλήθος
διαλεχτών πολιτών, πολιτευομένους τολμηρούς, πλουσίους ανθρώπους, ό,τι το έθνος
είχε καλύτερο. Χάρις στο μυστήριο της αόρατης «υπερτάτης αρχής» είχε αποκτήσει
αφθόνους πόρους και ηθική επιβολή και είχε τα πλοκάμια της ακόμα και μέσα σ’
αυτό το Παλάτι.
Οι προθέσεις κι οι σκοποί των
ανθρώπων της «Εθνικής Εταιρίας» ήτανε, βέβαια, πατριωτικοί. Ο φλογερός
ενθουσιασμός τους όμως, τους παράσυρε σε τέλεια παραγνώριση της πραγματικότητος
και λάθη θανάσιμα. Ενώ η κυβέρνηση Δεληγιάννη καταγινόταν να ενώσει τις δύο
άκρες, στο οικονομικό πεδίο, με τις περίφημες αιματηρές της οικονομίες η
«Εθνική Εταιρία» οργάνωνε στην Κρήτη επανάσταση (1896) και συνάμα, στη
Μακεδονία, δημιουργούσε ανταρτικόν αγώνα. Και, φοβερίζοντας την κυβέρνηση μ’
ανατροπή και το Βασιλέα μ’ εκθρόνιση, αναγκάζει το κράτος να στείλει στρατό
στην Κρήτη και ν’ αρχίσει εκεί εχθροπραξίες ακηρύκτου πολέμου.
Οι Δυνάμεις, τρομαγμένες για τις
ενδεχόμενες συνέπειες, προτείνουν να γίνει η Κρήτη ηγεμονία – πολιτικό κέρδος
σημαντικό για την Ελλάδα, σταθμός σπουδαίος προς την ένωση. Στέμμα και
κυβέρνηση κλίνουν να δεχτούν τη λύση. Οι έξαλλοι όμως ηγέτες της «Εθνικής
Εταιρίας» ξεσηκώνουν την αντιπολίτευση, που καταγγέλλει την κυβέρνηση για
προδοσία και κάνουν την ατμόσφαιρα πνιγηρή κι ανυπόφορη. Ένα πρωί ξυπνά η
πρωτεύουσα, με γραμμένο στις μάντρες, στους τοίχους, στα πεζοδρόμια το σύνθημα:
«Κηρύξατε τον πόλεμον – Ιωάννης Ζηρός». Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν αυτός
ο Ιωάννης Ζηρός. Αλλά συμμορφώθηκαν όλοι μ’ αυτή την προσταγή των τριόδων:
Τρεις χιλιάδες άτακτοι μπαίναν από τη Μελούνα στο Τουρκικό έδαφος. Έτσι άρχιζε ο
πόλεμος του 1897...
Βγαίνει από τα πλαίσια του έργου
αυτού να τον ιστορήσω. Ο Μεταξάς υπόφερε απ’ αυτή την οχλοκρατική ενέργεια.
Ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά σοβαρή προετοιμασία. Και ήταν ανήσυχος. Κρύβοντας
όμως τους στοχασμούς του βάδισε με τη μονάδα του στα σύνορα. Ο τότε Διάδοχος
Κωνσταντίνος, θέλοντας να συμμερισθεί τις δεινοπάθειες, τους κινδύνους και τις
περιπέτειες του λαού πήρε τη Γενική Αρχηγία. Γύρεψε να συγκεντρώσει γύρω του
ικανούς αξιωματικούς. Του μιλούν, ανάμεσα σ’ άλλους και για τον Μεταξά. Τον
καλούν τηλεγραφικώς να παρουσιασθεί στο Αρχηγείο. Είναι μόλις εικοσιέξ ετών.
Και η φήμη του έχει φθάσει ώς την Ανώτατη Διοίκηση. Είναι από τα σπάνια
παραδείγματα νεαρού αξιωματικού, που δεν έχει προλάβει, καλά-καλά να κλείσει τα
έξι χρόνια υπηρεσίας και καλείται, σαν επιτελικός, σ’ ώρα πολέμου, στο Γενικό
Αρχηγείο μιας στρατιάς. Το περιστατικό αυτό έμελλε να παίξει ρόλο αποφασιστικό
σ’ όλη τη σταδιοδρομία του και την κατοπινή ζωή του.
Στον Κωνσταντίνο δόθηκε η
ευκαιρία να εκτιμήσει άμεσα τα μεγάλα προσόντα του Μεταξά. Και όταν ήλθε, τόσο
ραγδαία (μετά τις πέντε μέρες των πρώτων αψιμαχιών) η περίοδος της τραγικής
δοκιμασίας να εκτιμήσει και τον χαρακτήρα του. Ο Ετέμ πασάς, νικητής των πρώτων
αντιστάσεων, εισβάλλει τέλος από την ορεινή διάβαση της Μελούνας στους
Θεσσαλικούς κάμπους κι αναγκάζει τη στρατιά του Διαδόχου να συμπτύξει τις
δυνάμεις της. Αλλά γι’ απειροπόλεμα τμήματα οι νυχτερινές υποχωρήσεις δεν είναι
καθόλου δύσκολο να εξελιχθούν σε φυγή. Τη νύχτα της 11 του Απρίλη πανικός
φρενιασμένος διαλύει τα περισσότερα τμήματα μας και ο αρματωμένος ένοπλος
συρφετός ασυγκράτητος φεύγει κατά το Νοτιά. Αδειάζουν τη Λάρισα, ένα μεγάλο
μέρος ωστόσο συγκεντρώνεται στα Φάρσαλα, η ταξιαρχία του Σμολένσκη κρατεί το
Βελεστίνο κι αποκρούει τα νέα κύματα του εχθρού, αλλά γενική επίθεση των
Τούρκων σαρώνει και πάλι την ελληνική άμυνα. Νέα υποχώρηση και νέα συγκέντρωση
στη γραμμή Δομοκού-Αλμυρού. Και πάλι όπως η υποχώρηση: Ο δρόμος προς τη Λαμία
είναι ανοιχτός. Στην πρωτεύουσα οχλοκρατικές διαδηλώσεις, η κυβέρνηση ανατρέπεται!
Είναι η απόγνωση και το χάος...
Δεν υπάρχουν δεσμοί πιο ισχυροί
απ’ αυτούς που σφυρηλατούνται στην κοινή ατυχία. Το θάρρος, η ψυχραιμία, η
σταθερότητα και η ενεργητικότητα του Μεταξά, μέσα σ’ αυτή τη θύελλα, θα μείνουν
στη μνήμη του Κωνσταντίνου. Όταν η σχετική γαλήνη ξανάρχεται στη χώρα και
γυρίσει στο Παλάτι θα τον ξαναθυμηθεί από ένα εκφραστικό περιστατικό: Ο Μεταξάς
είχε ξαναγυρίσει στο στρατώνα, με βαριά συλλογή. Είχε ζήσει, μέσα στις λίγες
βδομάδες της Εθνικής περιπέτειας, όλα τα προβλήματα. Η Ελλάδα ήθελε το
ξαναφτιάξιμο από την αρχή. Αλλά η πολιτική αναμόρφωση του τόπου δεν ήτανε
δουλειά ενός ανθυπολοχαγού. Αυτός ένιωσε την ανάγκη να δουλέψει για το στρατό
και ειδικά για το Σώμα του. Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Και πριν κλείσει
χρόνος τελείωνε αυτή τη μελέτη – «η υπηρεσία του Μηχανικού εν πολέμω» – που
είναι απόσταγμα των διδαγμάτων της πρώτης του πολεμικής πείρας και της
προσεκτικής σπουδής του ζητήματος. Ο νεαρός ανθυπολοχαγός πρόσφερε, μ’ αυτό τον
τρόπο, το λιθαράκι του στο οικοδόμημα της στρατιωτικής μας αναγεννήσεως. Το
υπουργείον, που τον εβράβευσε, πλήρωσε και τα έξοδα να τυπωθεί το βιβλίο. Ένα
αντίτυπο έστειλε και στον Κωνσταντίνο.
Ο Διάδοχος του θρόνου βρισκότανε
τότε στην ίδια κατηγορία ιδεών. Η εθνική συφορά, που την είχε πληρώσει, πρώτος
αυτός, με δημόσιες κατηγορίες, με σαρκασμούς – ο «Ρωμηός» του Σουρή οργίαζε –
κι αντιδημοτικότατα, είχε ανάψει στην ψυχή του, όπως και στην ψυχή όλου του
Έθνους, τον πόθο να ξεπλυθεί το αίσχος, να υπάρξει ανταπόδοση. Όλη του η
μέριμνα ήτανε φυσικό να ’χει στραφεί στο στράτευμα. Έπρεπε να συγκροτηθεί ένα
γερά συγκροτημένο επιτελικό σώμα, να μελετηθεί και να καταρτισθεί ένας
καινούργιος οργανισμός, να συγχρονισθεί ο οπλισμός, να συγκεντρωθούν επαρκή
εφόδια και να ενταθεί και να προσαρμοσθεί άμεσα η εκπαίδευση στους σκοπούς του
πολέμου. Όταν έλαβε και διάβασε το βιβλίο του Μεταξά, σκέφτηκε ότι έπρεπε,
απαραίτητα, να τον χρησιμοποιήσει για επιτελικό στέλεχος. Τον κάλεσε στο
Παλάτι. Κουβέντιασε μαζί του. Και του ’κανε γνωστή την απόφασή του να τον στείλει
για πλατύτερες σπουδές στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου.
Ο Μεταξάς τον ευχαρίστησε και
ρίχτηκε στη μελέτη της Γερμανικής. Είναι ανάγκη, αφού σ’ αυτά όλα η παρεξήγηση
πάτησε τη σφραγίδα της «γερμανοφιλίας» (Σοφία - Κάιζερ κτλ.) να πούμε δυο λόγια
γι’ αυτή την αποστολή. Στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου είχε φοιτήσει κι ο ίδιος
ο Διάδοχος. Και ήτανε τόσο φυσικό! Μετά τις λαμπρές νίκες του 1870 το
στρατιωτικό άστρο της Γερμανίας μεσουρανούσε. Η πείρα του πολέμου εκείνου,
διατυπωμένη από τον πρίγκιπα Χοενλόε, σε σειρά τόμων («Επιστολές περί του
πεζικού» - «Επιστολές περί του πυροβολικού» κτλ.) που είχανε μεταφρασθεί σ’
όλες σχεδόν τις γλώσσες, αποτελούσε δίδαγμα πολύτιμο για τους στρατιωτικούς των
άλλων εθνών. Σ’ αυτά τα βιβλία μιας στρατιωτικής αυθεντίας, που διαβάστηκαν
άπληστα – και στην Ελλάδα, μεταφρασμένα στη γλώσσα μας και από τον Μεταξά,
πρώτον και καλύτερον – είχαν συνοψισθεί όλα τα στρατηγικά και τακτικά
συμπεράσματα του πολέμου.
Επί πλέον στη Γερμανική Ακαδημία
Πολέμου δίδασκαν με το κύρος της αποκτημένης πείρας και της νίκης όλες οι
κορυφές της στρατιωτικής επιστήμης. Είχαν δε συγκεντρωθεί εκεί και μαθητές απ’
όλα τα κράτη. Πού έπρεπε, λοιπόν, να σπουδάσει την τέχνη του πολέμου ο Διάδοχος
της Ελλάδος; Και πού να στείλει τους αξιωματικούς του να καταρτισθούν; Μήπως
στις στρατιωτικές σχολές των ...ηττημένων; Δε μπορεί να υποτιμήσει, χωρίς να
είναι άδικος, τη στρατιωτική παράδοση και την αξία των Γάλλων, των Άγγλων και
άλλων εθνών. Αλλά κάθε ιστορική περίοδος έχει τους διαλεχτούς της. Και ήτανε
τότε η στιγμή των Γερμανών.
Ο Μεταξάς ήτανε σ’ όλη του τη ζωή
ευγνώμων για τα μαθήματα που πήρε στο Βερολίνο. Αλλά κι οι καθηγητές του ήταν
ενθουσιασμένοι μαζί του. Εκτός από τη θεωρητική στρατιωτική παιδεία μπήκε γερά
στο μηχανισμό του Γερμανικού στρατού, υπηρετώντας, διαδοχικά σ’ όλα τα σώματα,
ώς και στα συντάγματα της φρουράς του Βερολίνου. Στην καβάλα βγήκε
διπλωματούχος ιπποκένταυρος. Δεν ξέρει διασκέδαση, αυτό τον καιρό, ούτε
ανάπαυση. Τους σωματικούς κόπους διαδέχονται οι πνευματικοί. Η κατάρτιση ενός
επιτελικού αξιωματικού δεν είναι υπόθεση μικρή. Χρειάζεται πλατύτατος κύκλος
γνώσεων. Πίσω από τις ένοπλες δυνάμεις, που συμπλέκονται υπάρχουν οι χώρες, από
τις οποίες προέρχονται και οι διάφορες δυνατότητές τους. Ο πραγματικός επιτελής
πρέπει να κατέχει βαθιά τις σχέσεις αυτών των δυνατοτήτων με τις μαχόμενες
δυνάμεις. Πρέπει να είναι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια: Ιστορία, ψυχολογία
ομάδων, κοινωνιολογία, εφηρμοσμένες επιστήμες, φυσική, μηχανική, χημεία δεν
πρέπει να του είναι ξένες. Ο Μεταξάς απλώθηκε, στο Βερολίνο, σ’ όλα αυτά τα
θέματα. Και συχνά του άρεσε ν’ αναφέρεται και σε Γερμανούς ποιητές. Και δεν
ξέρω γιατί μου είχε πολλές φορές θυμίσει, στην κουβέντα, το λόγο αυτό του
Γκαίτε: «Προτιμώ την αδικία από την αταξία»!
Έτσι, όταν ο Μεταξάς γυρίζει στην
Ελλάδα, μπορεί να φορέσει άξια τα χρυσά αμφιμασχάλια του Σώματος των Επιτελών.
Γ΄
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΙΑ
Τέσσερα χρόνια μόλις εντατικής
σπουδής στο Βερολίνο έφθασαν, χάρις στην εργατικότητά του και την εξαιρετική
του αντίληψη, να οπλισθεί με ό,τι χρειαζότανε για να προσφέρει όσο λίγοι, όσο
ίσως άλλος κανείς στο έργο της στρατιωτικής μας ανασυντάξεως. Τοποθετείται το
1904, με το βαθμό του υπολοχαγού, που έχει προαχθεί στο μεταξύ, στο νεοσύστατο
Σώμα των Γενικών Επιτελών. Δουλεύει, από το πρωί ώς το βράδυ, κι από το βράδυ
ώς το πρωί, για να συμβάλει κι αυτός στον καινούργιον οργανισμό του στρατού,
που καταστρώνει, ακολουθώντας, στις γενικές γραμμές, τις εμπνεύσεις του
Κωνσταντίνου ο τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Σαπουντζάκης. Ο οργανισμός
αυτός, που σωστά ονομάστηκε «οργανισμός του Διαδόχου» και που αποτέλεσε την
πρώτη από καταβολής ελληνικού βασιλείου σοβαρή προσπάθεια στρατιωτικής
συγκροτήσεως της Ελλάδος επρόβλεπε μια γερά οργανωμένη εμπόλεμη δύναμη από
120.000 άνδρες.
Και όμως ο τότε πρωθυπουργός
Γεώργιος Θεοτόκης θεωρούσε και το σχετικά περιορισμένο αυτό σχέδιο οικονομικώς
ανεφάρμοστο! Είναι όμως προς τιμήν του, ότι, παρ’ όλο τον σκεπτικισμό του,
ίδρυσε, τουλάχιστον, το Ταμείο Εθνικής Αμύνης και το επροικοδότησε με
τεσσαράμιση εκατομμύρια χρυσές δραχμές το χρόνο. Αλλά σε δυο χρόνια, το 1906, ο
Θεοτόκης ανέστειλε την εφαρμογή του «οργανισμού του Διαδόχου». Απεμάκρυνε την
επιρροή του Σαπουντζάκη, για να πάρει το Δούσμανη Επιτελάρχη και τον απαραίτητο
Μεταξά, που μελέτησαν και κατάστρωσαν σειρά μέτρων – το μεγαλύτερο μέρος της
δουλειάς έπεσε πάλι στους ώμους του Μεταξά – που είναι γνωστό στην ιστορία της
αναδιοργανώσεως του στρατού μας με τ’ όνομα «Σχέδιο Θεοτόκη». Οι εξήντα
χιλιάδες Μάνλιχερ, που είχαν παραγγελθεί επί κυβερνήσεως Ράλλη, γίνονται τώρα
εκατό, αγοράζονται 36 πεδινές και 8 ορειβατικές πυροβολαρχίες και όπως ομολογεί
αυτός ο αδυσώπητος επικριτής του «αντιδραστικού» Μεταξά Γ. Βεντήρης στον πρώτο
τόμο του έργου του «Η Ελλάς του 1920-1920» (σελ. 78) «εδόθη αξιέπαινος προσοχή
εις την εκπαίδευσιν των στελεχών». Ο ίδιος συγγραφεύς αναγκάζεται ν’
αναγνωρίσει στην αμέσως επόμενη σελίδα: «Ο Θεοτόκης και οι συνεργάτου αυτού
(Δούσμανης, Μεταξάς) κατήρτισαν μίαν ένοπλον δύναμιν, η οποία θα ημπορούσε να
ονομασθή «επαγγελματικός στρατός». Ως τοιαύτη ήτο αξιόλογος». Και πάρα κάτω:
«Όταν ο Βενιζέλος ανέλαβε το υπουργείον των Στρατιωτικών ευρήκε μίαν στενήν
βάσιν προς δημιουργίαν στρατεύματος».
Αλλά πώς, αφού η δύναμις που
κατηρτίσθη – χάρις στους μόχθους κυρίως του Μεταξά – ήτο αξιόλογος, η βάσις ήτο
«στενή»; Γιατί, μας λέει, «δεν εστράτευσαν τον λαόν». Και εις το κεφάλαιον
τούτο η ολιγαρχία ευρίσκετο μακράν της καθιερωμένης αρχής, καθ’ ην «οι
στρατιώται είναι πολίται ησκημένοι εις τα έργα της αμύνης». Η αρχή είναι ορθή,
αλλά η επίκριση και άδικη και άστοχη. Για να στρατεύσουν σε πλατύτερη κλίμακα
το λαό, έπρεπε να διαθέσουν πιστώσεις. Κι αυτές ο Θεοτόκης δεν τις παραχωρούσε.
Κι αποτελεί αδικία βαριά να φορτώνουμε στις πλάτες των στρατιωτικών – και προ
πάντων του Μεταξά, που εμόχθησε υπεράνθρωπα, για να καταρτίσει μια πολεμική
δύναμη, που οι ίδιοι αναγνωρίζουμε αξιόλογη – τα σφάλματα των πολιτικών ή την
αδυναμία του δημοσίου ταμείου. Η πραγματική ιστορία πρέπει ν’ απονέμει
δικαιοσύνη.
Οφείλει ν’ αναγνωρίσει στο
Μεταξά, ότι δούλεψε μ’ όλη τη θέρμη της ψυχής του, όλη του την ενεργητικότητα
για να οργανώσει την επιστράτευση, τον εφοδιασμό, τα μέσα της συγκοινωνίας, την
εκπαίδευση στελεχών και να καταρτίσει μια στερεή βάση για την προοδευτική
αύξηση του στρατεύματος. Επετέλεσε έργο αληθινού και σοφού επιτελικού. Δεν ήταν
υπουργός των Οικονομικών, για ν’ ανοίξει το ταμείο του κράτους και να
διοχετεύσει το περιεχόμενο στα πολεμικά εργοστάσια, στις αγορές προμηθειών και
τις διαχειρίσεις των μονάδων! Εδούλεψε στον τομέα που είχε ταχθεί με πίστη,
αφοσίωση και ακατάβλητη ενέργεια. Οι στρατοί δεν δημιουργούνται από τη μια μέρα
στην άλλη. Και αφού αναγνωρίζεται κι από αυτούς τους επικριτές του, ότι έβαλε
στερεά τα θεμέλια του έργου, του ανήκει μεγάλη τιμή κι ευγνωμοσύνη.
Η μόνη ανακούφιση, που είχε αυτή
την εποχή της σκληρής εργασίας, είναι ότι αγαθή Μοίρα του ’στειλε τρυφερή κι
αφοσιωμένη σύντροφο της ζωής του, τη Λέλα Χατζηιωάννου. Όταν την παντρεύτηκε
είχε την ίδια περιουσία με το Μεγάλο Ναπολέοντα στον πρώτον γάμο: Το σπαθί του.
Είχε όμως εκείνη τα μέσα να κάμουν το μικρό τους νοικοκυριό και να
δημιουργήσουν οικογένεια ευτυχισμένη. Αν μοιράστηκε μαζί του τιμές και δόξες,
συμμερίστηκε όμως κι άλλες τόσες πίκρες και λαχτάρες. Η πρώτη έφθασε σύντομα: Η
15η Αυγούστου, το Γουδί. Δεν είναι η θέση εδώ κατάλληλη ν’ αναλυθεί αυτό το
στρατιωτικό κίνημα. Τέτοια δουλειά θα μας τραβούσε μακριά πολύ από το θέμα μας.
Η πράξη όμως να διαλύσει το Σώμα των Επιτελών και να ξαναστείλει στο λόχο του –
είναι τώρα λοχαγός ο Μεταξάς – έναν άνθρωπο που είχε δουλέψει, με τόση αγάπη,
για την αναγέννηση του στρατεύματος και να τον πετάξει με την κατηγορία του
«αντιδραστικού», φωτίζει, νομίζω, από μια πλευρά πολύ δυσάρεστη το κίνημα. Μια
στρατιωτική επανάσταση, που λέει πως έχει πρόγραμμα τη συγκρότηση εθνικού
στρατού κι η πρώτη πράξη της είναι να καταργήσει μια επιτελική υπηρεσία που
άλλο δεν έκανε παρά να δουλεύει ακριβώς γι’ αυτή τη συγκρότηση, δείχνει πως δεν
ξέρει ούτε η ίδια τι θέλει.
Ποια συγκεκριμένη πράξη μπορούσαν
να κατηγορούσαν στο Μεταξά; Ώς εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακουσθεί τίποτα. Η
ετικέτα του «αντιδραστικού» μπορούσε να του επικολληθεί αργότερα, όταν ήρθε σ’
αντίθεση με το Βενιζέλο. Αλλά τότε που ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος τον έστειλε στο
λόχο του ο Μεταξάς ούτε «αντιδραστικός», ούτε «προοδευτικός» μπορούσε να
χαρακτηρισθεί. Ήταν ένας ευσυνείδητος και πιστός στον όρκο του αξιωματικός, που
δεν πολιτικολογούσε, παρά ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Και το κίνημα, που
έλεγε, ότι ήθελε τη συγκρότηση «εθνικού στρατού», ερχόταν, ίσα-ίσα, να διακόψει
αυτή την εργασία, να την καθυστερήσει. Στο βιβλίο του Γ. Βεντήρη, που ανέφερα
παραπάνω, υπάρχει μια φρασούλα, που αποτελεί μια έμμεση ομολογία: «Στρατόν, εν
τούτοις δεν κατώρθωσαν ή ΔΕΝ ΕΠΡΟΛΑΒΑΝ να κάμουν». (Ο Δούσμανης κι ο Μεταξάς).
Αλλά πώς να προλάβουν, όταν τους παύουν, σαν γραμματικούς ειρηνοδικείου, τα
κινήματα;
Έπρεπε να ’ρθει ο Βενιζέλος και
να πάρει στα χέρια του, την εξουσία, για να επανορθώσει την αδικία – όχι κατά του Μεταξά και του
Δούσμανη, αλλά κατά του στρατού και της τόσο επείγουσας ανάγκης να συμπληρώσει
την πολεμική του ετοιμασία. Είχαν όμως χαθεί, χάρις σ’ αυτό το κίνημα που
...βιαζότανε να συντάξει στρατό αξιόμαχο, δυο σχεδόν πολύτιμα χρόνια! Αλλά πριν
έρθω στο σημείο αυτό της επαναφοράς του Μεταξά από το Βενιζέλο, πρέπει να πω
δυο λόγια για τους πιθανότατα πραγματικούς λόγους, που το κίνημα κατάργησε το
Επιτελικό Σώμα: Το κίνημα, στο σύνολό του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε κατά
βάθος, πατριωτικά ελατήρια. Ο κύριος πυρήνας του, η ψυχή του, ήταν οι λεγόμενοι
«Μακεδονομάχοι», αξιωματικοί που είχανε πολεμήσει σκληρά, για να μην φθάσουν οι
Βούλγαροι ώς τον Αλιάκμονα. Γυρίζοντας στην Αθήνα, μετά την Τουρκική
μεταπολίτευση, ανάπνεαν με δυσκολία το μολυσμένον αέρα της μικροπολιτικής και
της αποσυνθέσεως. Αυτός όμως, ο αγνός και πονεμένος κόσμος, έγινε, χωρίς να το
καταλάβει, όργανο επιτήδειων κι ανίκανων, ιδιοτελών κι απείθαρχων «παραγόντων»
που τον μεταχειρίστηκαν για να χορτάσουν τα πάθη τους, τις μνησικακίες και τους
φθόνους τους. Τα χρυσά αμφιμασχάλια των επιτελών τούς ενοχλούσε. Η αξία τους κι
η δίκαιη εκτίμηση του Αρχηγού του στρατού σ’ αυτούς, τους ερέθιζε. Κάτω,
λοιπόν! – Να διαλυθούν, να φύγουν!... Υπάρχει πάντα μια ψυχολογική αντίδραση
των αξιωματικών της φωτιάς εναντίον των επιτελείων. Και την εκμεταλλεύτηκαν. Τα
χρυσά αμφιμασχάλια ξηλώθηκαν.
Αλλά κατήργησαν – για την
ταχύτερη, φαίνεται, ανασυγκρότηση του στρατού! – κι αυτόν τον Αρχηγό. Τα δύο
μονάκριβα αιτήματα της περίεργης αυτής επαναστάσεως ήτανε: Να φύγει ο
Κωνσταντίνος από την αρχηγία του στρατού, όπως κι οι πρίγκιπες και να δοθεί
αμνηστία. Και τα δύο τα ’σβησε ο Βενιζέλος. Ο Γ. Βεντήρης εξηγεί στο βιβλίο,
που ανάφερα παραπάνω, την πράξη αυτή με τ’ ακόλουθα (α΄ τόμος, σελ. 79): «Ο
Βενιζέλος ήρχισε με την αποκατάστασιν της ενότητος εις το στράτευμα. Ο
Δούσμανης, ο Μεταξάς, οι άλλοι αντιδραστικοί αξιωματικοί ανεκλήθησαν εις την
ενέργειαν και κατέλαβον θέσεις αναλόγους της ειδικότητός των». Αυτό, στην
απλοελληνική, σημαίνει: Ο Βενιζέλος αναγνώρισε την αξία τους και τους ξανάβαλε
στις θέσεις, για τις οποίες δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι.
Και ο Αρχηγός του στρατού
ξαναμπήκε κι αυτός στην αρχηγία: «Εικοσαετίαν όλην έπειτα (μετά την επαναφορά
του Κωνσταντίνου) – γράφει ο ίδιος ο Βεντήρης στο βιβλίο του (σελ. 84) – ο
Βενιζέλος έλεγε: «Ο Κωνσταντίνος είχε αναμφισβήτητα προσόντα αρχηγού στρατού.
Ήτο θεληματικός και επεβάλλετο, παρουσίαζε δε καταφανή υπεροχήν από όλους τους
στρατηγούς. Εάν σήμερον παρουσιάζοντο αι ίδιαι περιστάσεις του 1911 τον
Κωνσταντίνον θα έθετα επί κεφαλής του στρατού»! Ώστε το κίνημα – όπως βγαίνει
από τα γραφόμενα των ιδίων των υμνητών του – είχε γίνει για ν’ απομακρύνει από
το στράτευμα τον καλύτερο στρατηγό, που είχε η Ελλάς και τους καλυτέρους
επιτελείς; Ήτανε, λοιπόν, επανάσταση της μετριότητος εναντίον των αξιών; Και μ’
αυτό τον τρόπο ζητούσε τη συγκρότηση «εθνικού στρατού;»...
Αλλά, προκειμένου για τον Μεταξά
– για να γυρίσω σ’ αυτόν – δεν επρόκειτο γι’ απλή επαναφορά σε μια θέση. Ο
Βενιζέλος, μόλις ανάλαβε το υπουργείο των Στρατιωτικών, τον πήρε πρώτο
υπασπιστή του. Τι απότομη άρνηση των ιδεών του κινήματος, αν μη και χαστούκι
κατά πρόσωπον! Δεν είναι μονάχα που ξανάβαζε στη θέση του αυτόν, που είχαν
αποδοκιμάσει: Τον αγκάλιαζε, τον έκανε πρώτο σύμβουλό του στα στρατιωτικά
ζητήματα! Αυτό του υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον, αλλά και το προσωπικόν το δικό
του. Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα τόσα προβλήματα, που τον περίμεναν
για την επιβολή πειθαρχίας, την οργάνωση και την πολεμική παρασκευή ενός
στρατού, που ’βγαινε από επαναστατικό κίνημα, χωρίς τη συμπαράσταση και τα φώτα
μιας προσωπικότητος, που είχε ειδική μόρφωση και είχε μελετήσει βαθιά όλα αυτά
τα προβλήματα; Έτσι πήρε πλάι του αυτόν που είχαν διώξει εκείνοι, που τον
ανέβασαν στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Τι μεγαλύτερη αναγνώριση των υπηρεσιών του
και της αξίας του μπορούσε να περιμένει ο Μεταξάς; Σε μια στιγμή, που με την
οξύτατη διαίσθησή του ένιωθε όλη την ιστορική σημασία της, για τις άμεσα
μελλοντικές εξελίξεις των εθνικών μας πραγμάτων, αυτός βρισκότανε διευθυντής
του στρατιωτικού γραφείου και σύμβουλος στα στρατιωτικά ενός μεγάλου και
πανίσχυρου πρωθυπουργού, που επρόκειτο να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις τύχες της
ελληνικής φυλής. Ξανάραψε τη στολή του λοχαγού του Μηχανικού, που η αφροσύνη
του κινήματος του είχε ξηλώσει τ’ αμφιμασχάλια και στρώθηκε στη δουλειά.
Ήτανε Σεπτέμβρης του 1910 όταν
μπήκε στο υπουργείον των Στρατιωτικών. Όποιος φυλλομετρήσει τα στρατιωτικά
ντοκουμέντα της διετίας, που μεσολάβησε ώς τις παραμονές των Βαλκανικών
πολέμων, μπορεί να ιδεί και με την πιο βιαστική ματιά, την τεράστια εργασία που
’γινε. Οι γνώμες και τα μέτρα του Μεταξά, που συναντούσαν πριν το σκεπτικισμό
και τη νωχέλεια του Θεοτόκη, τώρα βρίσκανε στην ενεργητική και ζωντανή φύση του
Βενιζέλου την άμεση ανταπόκριση. Αυξάνεται η δύναμη του στρατού ειρήνης, οι
τρεις μεραρχίες του γίνονται τέσσερις. Τα 20 εκατομμύρια χρυσών δραχμών, που
διέθετε ο Θεοτόκης για το στρατό έγιναν τώρα 110 (συμπεριλαμβανομένου και του
Ναυτικού) μέσα σ’ ένα χρόνο μονάχα (1910-1911) ξοδεύτηκαν για το στρατό της
ξηράς 47 εκατομμύρια χρυσές δραχμές και 17 για το ναυτικό. Η πολεμική
προετοιμασία προχωρούσε ραγδαία. Η κυβέρνηση τέλος πλήρωσε και τις δόσεις του «Αβέρωφ»
και το ωραίο και σήμερα δοξασμένο κι απόμαχο καταδρομικό φούνταρε στον όρμο του
Ναυστάθμου.
Παράλληλα συμπληρωνότανε κι η
εκπαίδευση των στελεχών. Και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσω κάτι, που
ίσως είναι άγνωστο. Ο Βενιζέλος είχε λόγους πολιτικούς, προκειμένου να
μετακαλέσει ξένη στρατιωτική αποστολή, ν’ απευθυνθεί γι’ αυτό στη Γαλλία.
Ζήτησε, πάνω σ’ αυτό τη γνώμη του Μεταξά. Κι αυτός ο γερμανοσπουδαγμένος, ο
απόφοιτος της Γερμανικής Ακαδημίας, νιώθοντας την πολιτική άποψη του Βενιζέλου,
συμφώνησα μαζί του. Έτσι μπήκε στην εκπαίδευση το απαραίτητο επιστέγασμα. Ο
Μεταξάς μού είπε κάποτε πάνω σ’ αυτό:
–Τι λόγο είχα να μη συμφωνήσω;
Από τη γερμανική στρατιωτική πείρα είχαμε επωφεληθεί. Σε τι θα μας έβλαπτε να
επωφεληθούμε κι από τη Γαλλική;
Ο στρατηγός Εντού και το
επιτελείο των εκπαιδευτών κατέβηκε στην Ελλάδα κι άρχιζε, μ’ εντατικό ρυθμό τη
δουλειά του. Αέρας αναμορφωτικός έπνεε παντού. Ένας οργασμός δημιουργικής
εργασίας εσημειώνετο παντού. Η ημέρα του καθενός ήτανε γεμάτη από γόνιμη
καταβολή. Η πανίσχυρη κυβέρνηση Βενιζέλου, η σχεδόν δικτατορική εξουσία που του
είχε δώσει η πάνδημη ψήφος του λαού, η εκμηδένιση της άλλοτε ποτέ τυραννικής
βουλευτοκρατίας, ικανοποιούσαν απόλυτα το ιδανικό του Μεταξά. Υπηρετούσε τον
Πρωθυπουργό με πίστη, μ’ αφοσίωση και μ’ όλες του τις δυνάμεις:
–Πειθαρχία – μου ’λεγε συχνά – δε
μπορούν να επιβάλλουν, παρά ισχυρές κυβερνήσεις.
Ο Βενιζέλος είχε τότε την
ευχέρεια να μη σκέπτεται σαν κομματάρχης, αλλά σαν εθνικός αρχηγός. Και αυτό
ήτανε το μυστικό της υποδειγματικής διοικήσεώς του τα πρώτα χρόνια της εξουσίας
του.
Ο Βενιζέλος, από το άλλο μέρος,
είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον υπασπιστή και σύμβουλό του. Είχε εκτιμήσει την
αντίληψή του, την κρίση του, το πλάτος των γνώσεών του, την ακαταπόνητη
εργατικότητά του. Η συνεργασία τους ήταν αρμονική:
–Ο Βενιζέλος – μου είπε κάποτε ο
Μεταξάς – έμενε συχνά στο υπουργείο, αργά τη νύχτα. Όταν τελείωναν, επί τέλους,
οι δουλειές της υπηρεσιακής ρουτίνας, με καλούσε κοντά του, να μιλήσουμε για τα
γενικότερα θέματα ή μάλλον για το ένα, αιώνιο θέμα, που απασχολούσε τη σκέψη
όλων των κορυφών της ιεραρχίας: Την ένωση της Κρήτης και γενικότερο, τους
εθνικούς μας πόθους. Μ’ όλη την πολεμική ετοιμασία, που είχαμε κάμει, δεν είχα
τη γνώμη πως θα μπορούσαμε ποτέ να επιτύχουμε τίποτα σε μονομαχία με την
Τουρκία. Και τον εύρισκα σύμφωνον απόλυτα σ’ αυτό. Η ανάγκη μιας διαβαλκανικής
συμμαχίας ήταν αισθητή. Ανέπτυσσε τότε τις ιδέες του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα κι
εγώ τις δικές μου, τονίζοντας προ πάντων τη στρατιωτική άποψη. Μ’ άκουγε
προσεκτικά. Και μια νύχτα μού είπε, χαμογελώντας:
–Ίσως χρειασθεί να κάμεις ένα
ταξιδάκι στη Σόφια.
Επρόκειτο για τη συζήτηση των
στρατιωτικών λεπτομερειών της συνθήκης με τη Βουλγαρία. Ήταν οι παραμονές της
δοξασμένης εξορμήσεως του Δώδεκα.