Αχιλλέα
Μαμάκη:
Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τήν προέτρεπαν νά φύγη στό Κολωνάκι, ἀλλ’ ἐκείνη
ἠρνήθη. – Τό προαίσθημά της τήν ἡμέρα τῆς συλλήψεως. – «Ἕτοιμη για κάθε
ἐνδεχόμενον». – Εἰς τήν Πολιτοφυλακήν. – Τήν ἠκολούθησε τό σκυλάκι της. – Ὁ
«Μαρά τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως.
...Μέσα ἀπό τούς ὁμαδικούς τάφους τῆς Ὤμορφης
Ἐκκλησιᾶς προβάλλει τώρα, μεταξύ τῶν 126 πτωμάτων τῶν ἀδικοσκοτωμένων ἀθώων,
καί μία μορφή, πού ὁ χαμός της συνεκλόνισε τούς πάντας καί πού ἔκαμε καί αὐτό
τό ΚΚΕ ν’ ἀποκηρύξη τούς δολοφόνους της: Ἡ Ἑλένη Παπαδάκη. Πρέπει λοιπόν
σήμερον νά ὁμιλήσωμεν δι’ αὐτήν. Ὁ γράφων – ἐπί τῆ βάσει τῶν πλέον ἐξηκριβωμένων,
αὐθεντικῶν καί ἐπισήμων στοιχείων – τήν τραγωδίαν τῆς δεκεμβριανῆς ἀναστατώσεως,
ἐπί πέντε ἤδη μῆνας ἀπέφυγεν ἐπιμελῶς νά παρουσιάση τόν ἑαυτόν του καί ν’ ἀναμίξη
προσωπικάς κρίσεις καί ἀτομικά συναισθήματα εἰς μίαν ἀντικειμενικήν κατά τό δυνατόν
ἀφήγησιν ἱστορικῶν γεγονότων. Σήμερον ὅμως, ὁπότε ἔφθασεν ἡ σειρά ν’ ἀσχοληθῆ
διά τήν ἄδικον, ἄνανδρον καί ἀπάνθρωπον δολοφονίαν τῆς πρωταγωνιστρίας τοῦ Ἐθνικοῦ
Θεάτρου τῆς Ἑλλάδος – δεδομένου ὅτι, παραλλήλως μέ τήν δημοσιογραφικήν του ἰδιότητα,
εἶναι καί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τοῦ Θεάτρου – ἐλπίζει ὅτι θά τοῦ συγχωρηθῆ νά προσθέση
καί τήν προσωπικήν του προσφοράν εἰς τόν στιγματισμόν τοῦ ἀσυλλήπτου δράματος,
πού ἀφῆκε καταπλήκτους καί συντετριμμένους ὅλους ὅσους ἐγνώρισαν τήν ἀλησμόνητον
ξεχωριστήν καλλιτέχνιδα. Προσφοράν πού θά ἐκδηλωθῆ ἁπλῶς μέ τήν ὑποσημείωσιν τοῦ
ὀνόματός του – ὡς εἴδους φόρου βαθείας ἀτομικῆς καλλιτεχνικῆς ἐκτιμήσεως καί ἐκδηλώσεως
ἰδιαιτέρου ἀποτροπιασμοῦ διά τό δεινόν πλῆγμα πού κατεφέρθη ἐναντίον τῆς Τέχνης
ἀπό τούς αἱμοσταγεῖς δράστας τοῦ στυγεροῦ κακουργήματος. Ὁ σφαγιασμός τῆς Ἑλένης
Παπαδάκη ἀποτελεῖ – δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία – τό ἀποκορύφωμα τῆς θηριωδίας τῆς ἐλασιτικῆς
ἐγκληματικότητος καί ἡ περίπτωσίς της θά μείνη μοναδική, διά νά χαρακτηρίζη τήν
ψυχικήν καί διανοητικήν κατωτερότητα τῶν μυσαρῶν ἀνθρώπων, πού ἐξύφαναν τήν ἀδικαιολόγητον
ἐξόντωσίν της, εἴτε ἀπό πολιτικά ἐλατήρια ἐκινήθησαν, εἴτε ὡρμήθησαν ἀπό
καλλιτεχνικόν φθόνον καί ἦσαν… συνάδελφοί της – ὅπως ἠθέλησαν νά δικαιολογηθοῦν
οἱ ἄνθρωποι τῆς Πολιτοφυλακῆς ὅταν τήν συνέλαβαν…
ΗΡΝΗΘΗ
ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ
Ἡ Ἑλένη Παπαδάκη
συνελήφθη ἀκριβῶς τό ἀπόγευμα τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1944. Ἀπό ἡμέρες ὁ γνωστός
δικηγόρος κ. Ν. Θηβαῖος – ὅπως ἀφηγοῦνται οἱ οἰκεῖοι της – τήν προέτρεπε νά ἐγκαταλείψη
τό σπίτι της τῆς ὁδοῦ Ἰακωβίδου 28 – στάσις Σωτηριάδου, κοντά εἰς τό τέρμα
Πατησίων – καί νά ἐπιχειρήση νά εἰσχωρήση εἰς τήν ἐλευθέραν ζώνην τοῦ
Κολωνακίου. Ἡ Παπαδάκη ὅμως ἀπέκρουσε τήν ἰδέαν. Εἰς μάτην ὁ κ. Θηβαῖος τῆς ἀνέπτυσσεν
ὅτι εἶχεν ἐξαφανισθῆ ὁ κ. Γ. Στράτος καί ὅτι ἐγίνοντο συλλήψεις ἐγκρίτων καί γνωστῶν
ἐθνικιστῶν ἀπό ὅλην τήν γύρω περιοχήν. Ἐκείνη δέν μποροῦσε νά καταλάβη πῶς ἦτο
δυνατόν νά διατρέξη κίνδυνον ἀπαγωγῆς καί ἐκτελέσεως. «Τί ἔχω κάνει; ἔλεγε. Ἐπειδή
ἔσωσα δεκάδες ἀνθρώπων ἀπό τά χέρια τῶν Γερμανῶν κατά τήν Κατοχήν, εἶναι ποτέ
δυνατόν νά ἔχω καί τόν παραμικρότερον ἔστω φόβο;» Ἔτσι ἔμεινε. Τήν μοιραίαν ἐν
τούτοις ἐκείνην ἡμέραν ἐξύπνησεν – ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα πού παραθέτω τά ὀφείλω
εἰς τήν πιστήν καί ἀδελφικήν της φίλην, τήν ἀγαπητήν συνάδελφον δίδα Αἰμιλίαν
Καραβία – καί σηκώθηκε μέ κάποιο περίεργο προαίσθημα. Ἀφοῦ, ὅπως κάθε πρωΐ, πῆρε
τό μπάνιο της, ἐντύθηκε ὡραιότατα. Φόρεσε καί ἐσωτερικῶς τά καλύτερά της ἐσώρρουχα,
ἔβαλε δέ καί ἕνα ὁλοκαίνουργιο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες, πού τίς ἐφοροῦσε καί ὅταν
τήν εὑρῆκαν νεκτή, χωρίς – τι περίεργο… – νά ἔχη φύγει ἀπό αὐτές οὔτε ἕνας ἔστω
«πόντος»… Γενικά ἐστολίσθηκε μέ ξεχωριστή ἐπιμέλεια – ὄχι πού δέν τήν συνήθιζε,
ἀλλά πού φυσικά εἰδικῶς ἐκεῖνες τίς ταραγμένες ἡμέρες ἦταν μοιραῖο νά θεωρηθῆ ὡς
κάποια σχετική ἐκζήτησις. Τό ἐπρόσεξε μάλιστα αὐτό καί ἡ κ. Κοριζῆ – ἡ μετέπειτα
καί αὐτή προωθηθεῖσα ὡς ὅμηρος ἕως τήν Ἀράχωβαν – πού ἦταν γειτόνισσά τούς καί ἦλθε
ν’ ἀναγγείλη εἰς τήν οἰκογένειαν Παπαδάκη ὅτι ἐπωλοῦσαν εἰς τό τέρμα Πατησίων
κουνουπίδι. Τῆς ἔκαμε τόσο ἰδιαίτερη ἐντύπωση, πού τή ρώτησε «γιατί σηκώθηκε
νωρίς καί εἶναι καί τόσο ὡραῖα ντυμένη». Ἡ δύσμοιρος καλλιτέχνις, προφανῶς ἐν
συνεχεία τοῦ ἐντόνου προαισθήματος ἀπό τό ὁποῖον κατείχετο, ἀπήντησε τότε εἰς
τήν κ. Κοριζῆ γαλλικά:
–Εἶμαι ἕτοιμη για
κάθε ἐνδεχόμενον…
Η
ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑΝ ΜΥΡΑΤ
Δέν χρειάσθηκε ἄλλωστε νά
περιμένη ἐπί πολύ. Στίς 5 τό ἀπόγευμα δύο μέλη τῆς περιφερειακῆς πολιτοφυλακῆς,
ὁ φοιτητής τῆς ἰατρικῆς Κώστας Μπιλιράκης – πού τώρα κυκλοφορεῖ ἐλεύθερος,
δυνάμει τοῦ νόμου περί ἀποσυμφορήσεως – καί ὁ ἄλλοτε ἀστυνομικός Θεόδωρος
Μιχαλακόπουλος, ἐκτύπησαν τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς οἰκογενείας Παπαδάκη. Ἐκείνην
τήν στιγμήν εὑρίσκετο σ’ αὐτό μόνον ἡ μητέρα τῆς τραγωδοῦ. Ἡ ἰδία μαζί μέ τήν φίλη
της Αἰμιλία Καραβία εἶχε πάει στό σπίτι τοῦ ἠθοποιοῦ κ. Μήτσου Μυράτ, πού εἶναι
κοντά στό δικό της. Οἱ δύο πολιτοφύλακες μαζί μέ κουστωδίαν ἄλλων «συναγωνιστῶν»
ἔσπευσαν τότε εἰς τήν οἰκίαν Μυράτ ὅπου σ’ ἕνα δωμάτιο οἱ ἄνδρες τῆς συντροφιᾶς
ἔπαιζαν χαρτιά καί στό πλαϊνό συνωμιλοῦσαν οἱ γυναῖκες μέ τήν Ἑλένη Παπαδάκη. Ὁ
Μπιλιράκης προτείνων τό περίστροφό του εἰσῆλθε βιαίως εἰς τό σπίτι καί ἀφοῦ
διέταξε «Ψηλά τά χέρια» ἐζήτησε τήν Ἑλένη. Ἡ κ. Χρυσούλα Μυράτ, πού εὑρέθηκε
κοντά της, τῆς ὑπέδειξε ἀμέσως νά πηδήση γρήγορα-γρήγορα ἀπό τό παράθυρο καί νά
ἐπιχειρήση νά διαφύγη. Ἐκείνη ὅμως πού διατηροῦσε ἀμείωτον τήν ὀλύμπιον γαλήνην
της ἠρνήθη.
–Γιατί νά πηδήσω; εἶπε.
Θέλω νά πάω νά ἰδῶ τι μέ θέλουν…
Καί προχώρησε πρός
τό ἄλλο δωμάτιον, λέγοντας:
–Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἑλένη
Παπαδάκη…
–Ἀκολουθῆστε με, ἦταν
ἡ ἀπάντησις τοῦ ἐπικεφαλῆς. Θά ἔλθετε στήν πολιτοφυλακή, για μιά ἀνάκριση…
Μέ τό «ἀκολουθῆστε»
μέ ἐβγῆκαν ὅλοι ὅσοι ἦσαν μέσα εἰς τό σπίτι. Πολύ γρήγορα ὅμως ὁ Μπιλιράκης
διέταξε τούς ἄλλους ν’ ἀπομακρυνθοῦν καί ἐξεκίνησε μέ μόνην τήν εἰδικήν λείαν
πού εἶχε ἐντολή νά προσαγάγη εἰς τούς «ἀνωτέρους του». Μαζί ὅμως μέ τήν καλλιτέχνιδα
ἠκολούθησαν ἡ δίς Καραβία καί ὁ κ. Δημήτρης Μυράτ υἱός. Λίγα βήματα πιο πίσω ἤρχετο
– λές καί καταλάβαινε κι αὐτό ποῦ ὡδηγοῦσαν τήν κυρία του ὁ «Μπρόντζο», ἕνα
χαριτωμένο μικρό κοκκινωπό σκυλάκι ράτσας πού ὑπεραγαποῦσεν ἡ Ἑλένη καί πού κι
αὐτό τήν ἐλάτρευε…
ΕΙΣ
ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗΣ
Ὁ ὅμιλος κατ’ ἀρχάς ἐστάθμευσεν
εἰς ἕνα οἴκημα ἐπί τῆς ὁδοῦ Πατησίων 314, ὅπου ἐστεγάζοντο τά γραφεῖα τοῦ
περιφερειακοῦ ΕΑΜ. Ὁ Μπιλιράκης ἀνέβηκε σ’ ἕνα γραφεῖο καί ὁ κ. Μυράτ μίλησε μέ
κάποιο Ἐλασίτη θέλοντας νά μάθη τι ἀκριβῶς συνέβαινε. Πάλιν καί ἐδῶ ἐδόθη ἡ
στερεότυπος ἐξήγησις τοῦ Δεκεμβρίου ὅτι ἐπρόκειτο «γιά μιά μικρή ἀνάκριση» καί εὐθύς
ἀμέσως ἡ Ἑλένη Παπαδάκη μετεφέρθη εἰς τό οἴκημα τῆς Πολιτοφυλακῆς τῆς περιοχῆς.
Ἐστεγάζετο εἰς τήν ἐπί τῆς ὁδοῦ Ροστάν ἔπαυλιν Παπαλεονάρδου. Ἐκεῖ ἡ τραγωδός εἰσήχθη
εἰς ἕνα δωμάτιον τοῦ πρώτου πατώματος καί ἐκάθησε σέ μιά πολυθρόνα, ἐνῶ τριγύρω
πηγαινοήρχοντο ἀκαταπαύστως «συναγωνισταί». Ἡ Ἑλένη, ἤρεμη πάντοτε, ἥσυχη,
γαλήνια χάϊδευε μόνον τόν «Μπρόντζο», τό κοκκινωπό σκυλάκι – γεγονός πού ἐξηρέθισε
τρομερά ἕναν… εὐαίσθητον πολιτοφύλακα, ὁ ὁποῖος καί ἔβαλε τίς φωνές: «Ἔξω
βρωμόσκυλο», ἐνῶ ἡ Παπαδάκη εἶχε ἀκόμη τήν ψυχραιμία νά τοῦ παραπονεθῆ ὅτι δέν
θά ἔπρεπε νά τό τρομάζη ἔτσι τό κακόμοιρο τό ζῶο…
ΕΡΕΥΝΑ
ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΝ ΟΠΛΩΝ…
Θά ἤτανε ἕξη σχεδόν ἡ ὥρα
ὅταν ὑπεδείχθη – καταλαβαίνετε δέ τι ἐσήμαινε αὐτό εἰς τήν «πολιτοφυλακήν»… – εἰς
τήν δίδα Καραβία ν’ ἀποχωρήση. Ἐπειδή ἐν τούτοις ἐκείνη ἐπέμενε πολύ, τῆς ἐδηλώθη
ὅτι τῆς ἐπέτρεπαν νά ἐπιστρέψη εἰς τάς 8 τό βράδυ καί νά φέρη φαγητόν εἰς τήν κρατουμένην.
Ἡ ἀφωσιωμένη σύντροφος τῆς καλλιτέχνιδος γύρισε τότε στό σπίτι τῆς τραγωδοῦ, ὅπου
εὑρῆκε πάλι τόν Μπιλιράκην καί τόν Μιχαλακόπουλον, οἱ ὁποῖοι – ὅπως ἔλεγαν – ἐνεργοῦσαν
ἔρευναν διά ν’ ἀνακαλύψουν… ὅπλα, διότι δῆθεν ἀπό τό σπίτι τῆς οἰκογενείας
Παπαδάκη εἶχε ἐπιχειρηθῆ ἔνοπλος ἀντίστασις! Ἐννοεῖται ὅτι δέν εὑρέθηκε οὔτε
σουγιᾶς καί ἐπειδή δέν ἠμποροῦσαν οἱ δύο ἀπαγωγεῖς τῆς Ἑλένης νά ἐπιμείνουν εἰς
τούς ἀφελεῖς ἰσχυρισμούς ἤλλαξαν σέ λίγο τό τροπάριο καί εἰς τάς ἐπιμόνους ἐρωτήσεις
τῆς μητέρας Παπαδάκη ἔδωσαν τήν ἐξήγησιν ὅτι οἱ ἀριστεροί ἠθοποιοί εἶχαν
καταγγείλει τήν κόρη της καί δι’ αὐτό συνελήφθη.
–Αὐτοί τῆς τήν σκάσανε,
ἀπεσαφήνισεν ἐπί λέξει ὁ Μπιλιράκης…
Ο
ΜΑΡΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Ἐν τῶ μεταξύ νύχτωσε καί ἡ
δίς Καραβία εὑρέθηκε πάλιν εἰς τάς 8 εἰς τό οἴκημα τῆς πολιτοφυλακῆς. Ἡ Ἑλένη εἶχεν
ἐν τῶ μεταξύ μεταφερθῆ εἰς τό ἐπάνω πάτωμα καί ἐκρατεῖτο εἰς ἕνα διαμέρισμα ὅπου
εἶχαν ἐγκλείστους καί ἄλλας γυναίκας. Ἡ φίλη της ἀνυπομονοῦσε καί νευρική
προσπαθοῦσε νά ἐξευμενίση ἕνα πενηντάρη, ὁ ὁποῖος ἦτο καταφανές ὅτι ἔπαιζεν ἐκεῖ
ἡγετικόν ρόλον. Αὐτός ἀφοῦ στό ἀχνό φῶς μιᾶς μικρῆς λάμπας τῆς ἐπέδειξε ἕνα ὀγκώδη
φάκελον – δῆθεν «δικογραφία» Παπαδάκη – καί τῆς ἐπανέλαβε ὅτι ἡ καλλιτέχνις ἦταν
θῦμα καταγγελίας συναδέλφων της, εἰς τό τέλος – ὅταν ἐκείνη τόν ἠρώτησε ποῖος εἶναι
– τῆς ἀπήντησε μέ σαρδωνικό χαμόγελο:
–Ὁ Μαρά τῆς Γαλλικῆς
Ἐπαναστάσεως…
‘Εν τῶ μεταξύ ἐκεῖνο
τό ἴδιο βράδυ – τά μεσάνυχτα – διεπράχθη τό φοβερόν ἀνοσιούργημα πού δέν ἔγινε
ποτέ σέ καμμιά ἐπανάσταση ὅλου του κόσμου ἐναντίον μιᾶς Ἱερείας τοῦ Ὡραίου.
Διότι βέβαια πολλές τραγωδίες τοῦ ἐμφυλίου πολέμου θά καλυφθοῦν μέ τόν καιρό ἀπό
τήν λήθη. Ἡ τραγωδία ὅμως τῆς Τραγωδοῦ θά μείνη. Ἡ δολοφονία τῆς Ἑλένης
Παπαδάκη – πού θά ἐξιστορήσουμε ἐν συνεχεία ὅλες της τίς λεπτομέρειες – θά μείνη
σαν μιά ντροπή για τούς συγχρόνους δημίους της καί σαν ἕνα στίγμα για τούς μεταγενεστέρους
πού δέν θά συγχωρέσουν ποτέ στους πατέρες τους τό ἄδικο πού ἔκαναν στήν ὑπόληψη
τοῦ πολιτισμοῦ τῆς χώρας ὑψώνοντας φονικό χέρι σέ μιά κορυφαία τῆς Τέχνης.
2. ΠΩΣ ΕΠΕΡΑΣΕ ΤΑΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΩΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ Η
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Τά τρόφιμα. – Ὁ μυστηριώδης ἄνθρωπος τῆς πολιτοφυλακῆς
μέ τά ἀδυσώπητα «μπλέ μάτια». – Μία συγκρατουμένη μέ τήν ἀλησμόνητον τραγωδόν
ἀφηγεῖται τι τῆς ἔλεγεν. – Ἡ ἀγάπη της διά τά βιβλία. – «Διατί σᾶς συνέλαβαν;»
–
«Καλύτερα πού μ’ ἐκάλεσαν σέ ἀνάκριση». – Ὁ συκοφαντικός θόρυβος.
Εἴδαμε πῶς συνελήφθη ἡ Ἑλένη
Παπαδάκη καί ὡδηγήθη εἰς τό οἴκημα τῆς περιφερείας τῆς Πολιτοφυλακῆς. Στάς 8 τό
βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας ἡ ἀφωσιωμένη φίλη της δίς Αἰμιλία Καραβία τῆς ἐπῆγε
τρόφιμα καί μιά κουβέρτα καί προσεπάθησε μέ κάθε τρόπο νά ἐπικοινωνήση μαζί
της. Πράγματι, κατόπιν ἐπιμόνων παρακλήσεών της ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν «συναγωνιστῶν»
πού, ὅπως εἴπαμε, αὐταρέσκεως αὐτοετιτλοφορεῖτο… «Μαρά τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»
– συγκατετέθη εἰς τό τέλος ἀπό τό δεύτερον πάτωμα, ὅπου εἶχεν ἐν τῶ μεταξύ
μεταφερθῆ ἡ τραγωδός, νά τήν καλέση νά κατέβη εἰς τό πρῶτον. Ἐκεῖ ἀνέμενεν ἀγωνιῶσα
ἡ πιστή της σύντροφος. Ἡ συνάντησις αὐτή τῆς Ἑλένης Παπαδάκη ἦταν ἡ τελευταία
πού ἔγινε μέ ἰδικόν της ἄνθρωπον καί ὑπῆρξε πολύ σύντομος. Ἡ Αἰμιλία Καραβία τῆς
ἔδωσεν ἁπλῶς ἕνα δοχεῖον μέ γάλα, δύο αὐγά καί τίς βιταμίνες πού ἔπαιρνε. Ἀντήλλαξαν
ἐλάχιστα λόγια, ἡ Ἑλένη εὑρῆκε τήν εὐκαιρία νά ξαναμιλήση για τούς οἰκείους της
καί νά συστήση νά μη ἀνησυχοῦν καί κατόπιν μετεφέρθη ἐκ νέου εἰς τόν ἄλλον ὄροφον.
–Ἐζήτησα τότε, ἀφηγεῖται
ἡ ἀπαρηγόρητος φίλη της, νά μείνω ἐκεῖνο τό βράδυ εἰς τήν Πολιτοφυλακήν, κοντά
της. Στό «γραφεῖο», μέσα εἰς τό ἀμυδρό φῶς μιᾶς χλωμῆς λαμπίτσας, δέν ἔβλεπα παρά
τό πρόσωπον τοῦ «Μαρά» καί ἀνάμεσα στό σκοτάδι μόλις διέκρινα δύο μπλέ μάτια ἑνός
μυστηριώδους ἀνθρώπου, πού ἦτο καθισμένος στό πλάϊ τοῦ τραπεζιοῦ, ὅπου εὑρίσκετο
ἐγκατεστημένος ὁ περιφερειακός «ἡγέτης». Ὅταν διετύπωσα τήν αἴτησίν μου, ὁ
«Μαρά» ἐστράφη πρός τό μέρος τοῦ ἀγνώστου αὐτοῦ, σαν νά ζητοῦσε ὁδηγίες, καί
στή γρήγορη κίνησή του συνέλαβα τά δύο ἐκεῖνα βλοσυρά μπλέ μάτια νά νεύουν «ὄχι».
Ὁ «Μαρά» ὑπήκουσεν ἀσυζητητί καί ἀποτεινόμενος πρός τό μέρος μου μοῦ ἐδήλωσεν ἀμέσως
ὅτι ἦτο ἀδύνατον νά διανυκτερεύσω εἰς τό οἴκημα τῆς Πολιτοφυλακῆς.
–Ἐλᾶτε αὔριο τό πρωΐ
στίς ἐννιά, κατέληξε. Αὔριο ἄλλωστε τό μεσημέρι ἡ φίλη σας μπορεῖ νά ἔχη ἀπελευθερωθῆ…
»Ἐνστικτωδῶς ἐγύρισα
ἐκ νέου πρός τό μέρος τοῦ μυστηριώδους παρατηρητοῦ, πού προσεκτικά ἔμενε
προστατευμένος στό σκοτάδι. Πάλιν μόνον τά μάτια του κατώρθωσα νά ἰδῶ – ἐκεῖνα
τά μπλέ μάτια – πού τώρα εἶχαν πάρει ἕνα τόνον περισσότερον σκληρόν καί ἀδυσώπητον.
Ἦταν προφανές ὅτι διατελοῦσεν ἐν γνώσει τοῦ μυσαροῦ ἐγκλήματος πού ἐξυφαίνετο…
ΟΙ
ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
»Ἐν τῶ μεταξύ, συνεχίζει ἡ
δίς Καραβία, ἡ Ἑλένη εἶχεν ἐπανέλθει εἰς τόν θάλαμον, ὅπου τήν ἐκρατοῦσαν μαζί
μέ ἄλλες κυρίες. Κατωρθώσαμεν, ὅταν ἐπέρασεν ὁ δεκεμβριανός σάλος, καί ἐμάθαμε
τά ὀνόματα μερικῶν γυναικῶν ἀπό ἐκεῖνες πού ἔζησα κοντά της τάς τελευταίας ὥρας
τῆς ζωῆς της. Ἦσαν ἡ κ. Μαρινάκη, σύζυγος ἀστυνόμου, ἡ κ. Βαρβαγιάννη, ἡ κ.
Μαντζάρη, ἡ κ. Χριστοδουλοπούλου καί ἄλλες κυρίες, ἰδίως σύζυγοι ἀξιωματικῶν ἤ ἀνδρῶν
τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων καί τῆς Χωροφυλακῆς, μία τῶν ὁποίων μάλιστα προωθήθη ἀργότερα
μέχρι Θηβῶν. Συνήντησα πολλά ἀπό τάς συγκρατουμένας της αὐτάς καί μοῦ ἔχουν ἀφηγηθῆ
τό τι διεδραματίσθη κατά τό ἑξάωρον πού ἔμεινε μαζί των ἡ πολύκλαυστος Ἑλένη
μας. Ἡ πρώτη ἔκθεσις τῶν γεγονότων ὀφείλεται εἰς τήν κ. Χριστοδουλοπούλου, ἡ ὁποία
μοῦ ἀνέφερεν ὅτι ἐξετυλίχθησαν τά δραματικά συμβάντα περίπου ὡς ἑξῆς: «Θά ἦταν
6 σχεδόν ἡ ὥρα τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1944 – δίδω τόν λόγον εἰς τήν κ.
Χριστοδουλοπούλου – ὅταν εἰς τόν β΄ ὄροφον τῆς ἐπαύλεως Παπαλεονάρδου, ὅπου ἐκρατούμεθα,
ἄνοιξε ἡ πόρτα καί εἴδαμε νά μπαίνη μία κομψή γυναίκα μέ γλυκυτάτη φυσιογνωμία.
Συγχρόνως ἀκούσαμε τήν φωνή τοῦ ἐλασίτου, πού τήν ὡδηγοῦσε, νά μᾶς λέγη: «Ἔχετε
τήν τιμήν νά δεχθῆτε μεταξύ σας μίαν μεγάλην κυρίαν, τήν κυρίαν Παπαδάκη». Ἡ
φωνή του εἶχε δόσιν καταφανοῦς εἰρωνείας, ἀποσκοπούσης νά κρύψη τόν σεβασμόν
πού τοῦ ἐπέβαλλεν ἡ προσωπικότης τῆς ἀλησμονήτου τραγωδοῦ καί ὁ φόβος ἴσως τοῦ
προετοιμαζομένου κακουργήματος. Ἠλεκτρισθήκαμε στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος καί ὅλες
μαζί τήν περικυκλώσαμε ἀμέσως μέ στοργή καί ἀγάπη. Θελήσαμε νά τῆς δώσουμε
κουράγιο, μά ἦταν ψύχραιμη καί γαλήνια. Θά ἔλεγε κανείς πώς βάδιζε κιόλας στή θυσία
καρτερικά καί ὑπερήφανα. Καί ἀντί νά τῆς δώσουμε ἐμεῖς τό κουράγιο, ἄρχισε ἐκείνη
νά μᾶς ἐμψυχώνη μέ τήν γοητείαν τῆς ὁμιλίας της, μέ τά ὡραῖα λόγια πού μᾶς ἔλεγε
καί σχεδόν εἴχαμε ξεχαστῆ ὅτι βρισκόμαστε στήν Πολιτοφυλακή, στόν προθάλαμο τῆς
Κολάσεως. Ἦταν ντυμένη μέ ἐπιμέλεια καί ἁπλότητα. Φοροῦσε γούνινο παλτό καφέ, ὁμοιόχρωμο
φόρεμα, καφέ καστόρινα παπούτσια σπόρ, μεταξωτές κάλτσες καί πλεκτό καφέ σκουφάκι…
ΗΘΕΛΕ
ΜΟΝΟΝ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ
»Μᾶς διηγήθηκε στήν ἀρχή,
σέ σχετικά ἐρωτήματά μας, ὅτι ἀπήχθη ἀπό τό σπίτι τοῦ συναδέλφου της κ. Μυράτ.
Πρίν πάη στό σπίτι τοῦ κ. Μυράτ εἶχε ἐπισκεφθῆ – μᾶς εἶπε – τόν γείτονα ἐμπορευόμενο
κ. Βαληνδρᾶ, πού ἔμαθε ὅτι εἶχε φέρει σπίτι του λίγη ποσότητα μέλι καί πῆγε ν’ ἀγοράση
διά τήν οἰκογένειά της, διότι ἀπό τῆς ἐνάρξεως τοῦ Κινήματος τό τέρμα Πατησίων ἐστερεῖτο
κυριολεκτικῶς τροφίμων. Ἀλλά ἐπέστρεψε ἄπρακτη. Τό πολύτιμον ἐμπόρευμα εἶχεν ἐξαντληθῆ.
«Καί τό ἤθελα τόσο πολύ τό μέλι για τήν καϋμένη τή μαμά μου, ἔλεγε ἐκεῖ στόν θάλαμο
πού μᾶς εἶχαν. Τίποτα δέν ὑπάρχει στή γειτονιά μας. Ἀπό μέρες γυρεύω ἕνα
πορτοκάλι καί αὐτό εἶναι ἀνεύρετο! Καί ὁ γιατρός μου, ὁ κ. Χαραμῆς, δέν μοῦ
τονίζει ἄλλο παρά νά τρώγω φροῦτα ἄφθονα για τήν αποβιταμίνωσή μου. Ποῦ νά ξέρη
ὅτι οὔτε πορτοκάλια, πού τόσο τά ἀγαπῶ, δέν ἔχω νά φάω!» Ὁ λογισμός της ἐγύριζε
ὅλο στό σπίτι της: «Ἄραγε τι νά κάνουν οἱ δικοί μου, ψιθύριζε κάθε τόσο. Φοβοῦμαι
πώς θά εἶναι ἀνήσυχοι. Δέν θέλω νά στενοχωριοῦνται για μένα. Ἐλπίζω νά μη τούς ἐνοχλήσουν
αὐτούς. Καί τά βιβλία μου. Ἄκουσα πώς γκρεμίζουν σπίτια. Ἄς γκρεμίσουν τό σπίτι
μου, φτάνει τά βιβλία μου νά σωθοῦνε». Ὕστερα μᾶς μιλοῦσε για τό θέατρο, για τά
ἔργα πού ἔπαιξε, για τά βιβλία πού διάβαζε καί πού μᾶς ἔκανε τόσο πολύ νά νοιώσουμε
πόσο ἀληθινά τά ἀγαποῦσε. Μᾶς διηγόταν τήν περιοδεία πού ἔκανε μέ τό Ἐθνικό
Θέατρο στήν Εὐρώπη. Μέ τή διήγησή της ξάνοιγε τήν ψυχή της σέ μᾶς καί βλέποντας
νά ὑπάρχη τόση ὀμορφιά μέσα της, τόση καλωσύνη καί τόση εὐγένεια, πού διακρίνονταν
καί στους τρόπους της καί στάς κινήσεις της ἀκόμα, τήν ρώτησε μία ἀπό μᾶς:
–Μά, δίς Παπαδάκη,
τέτοιον ἄνθρωπο σαν καί σᾶς, χωριστά ἀπό τήν μεγάλη σας καλλιτεχνική ἀξία,
γιατί σᾶς πιάσανε; Ἐσεῖς, ἔτσι ὅπως σᾶς γνωρίζουμε για πρώτη φορά, εἴσαστε ἕνας
ἄγγελος. Γιατί νά σᾶς κάνουν αὐτό τό κακό;
»Καί ἡ Παπαδάκη,
μη πιστεύοντας ἕως ἐκείνη τή στιγμή ἀκόμα στήν κακία τῶν ἀνθρώπων, ἀπήντησε:
–Δέν φαντάζομαι νά
εἶναι για κακό, πού βρίσκομαι ἐδῶ. Καλύτερα πού μέ κάλεσαν σέ ἀνάκριση για νά ξεκαθαρίσω
μερικούς λογαριασμούς, πού μοῦ δημιούργησαν κάποιοι συνάδελφοί μου. Γιατί τό ξέρω
πώς ἡ σύλληψίς μου αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σκευωρίας μερικῶν ἠθοποιῶν.
»Καί ἄρχισε τότε ἡ
ἀλησμόνητος πρωταγωνίστρια τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου ν’ ἀναλύη εἰς τάς συγκρατουμένας
της τό περιεχόμενον τοῦ συκοφαντικοῦ ρύπου πού εἶχεν ἐκτοξευθῆ μέ δυσφημιστικήν
μανίαν ἐναντίον της. Εἶναι μιά φωνή ἀπό τόν τάφο αὐτή ἡ ἔκθεσις τῆς Ἑλένης
Παπαδάκη – τῆς Ἑλληνίδος πού ἔσωσε 31 κομμουνιστάς ἀπό τά χέρια τῶν κατακτητῶν
(θά δοῦμε πῶς) καί πού ἀντί εὐγνωμοσύνης ἐδέχθη ἀπό μέρους των μιά δολοφονική
σφαῖρα στόν αὐχένα ἐν συνδυασμῶ μέ θλιβερή ἐκστρατεία διασυρμοῦ καί κατασυκοφαντήσεως.
Θά παραθέσωμεν ἐπακριβῶς ὅλον τό περιεχόμενον τῶν ὅσων ἐνεπιστεύθη εἰς τάς ὑστάτας
ὥρας τοῦ βίου της εἰς τόν χορό τῆς συγχρόνου τραγωδίας, πού τήν περιέζωνε ἐκεῖνο
τό δραματικό βράδυ μέσα εἰς τό δῶμα τῆς Πολιτοφυλακῆς…
3. Η ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΞΥΦΑΝΕΙ ΟΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΑΙ ΤΗΣ
Ἡ δραματική ἀναλυτική ὁμιλία της πρός τάς συγκρατουμένας
κυρίας εἰς τήν Πολιτοφυλακήν. – Πῶς ἐπέτυχε τήν ἀπελευθέρωσιν καί τήν διάσωσιν
κομμουνιστῶν οἱ ὁποῖοι ἐκινδύνευαν. – «Διατί δέν μέ καλοῦν νά μέ ἀνακρίνουν;» –
Τά μεσάνυκτα ἡ τραγωδός καλεῖται. Πρός τό θυσιαστήριον…
Ἡ στενή φίλη τῆς ἀλησμονήτου
τραγωδοῦ – ἡ δίς Αἰμιλία Καραβία – συνεχίζει τήν μετάδοσιν τῆς ἀφηγήσεως τῆς κ.
Χριστοδουλοπούλου. Εἶναι μιά ἀπό τάς κυρίας πού εὑρέθησαν κρατούμεναι τό δραματικόν
ἐκεῖνο βράδυ τῆς 21ης Δεκεμβρίου εἰς τό οἴκημα τῆς Πολιτοφυλακῆς, ὅταν
μετεφέρθη σ’ αὐτό καί ἐκρατήθη ὀλίγας ὥρας προτοῦ δολοφονηθῆ ἡ Ἑλένη Παπαδάκη.
Εἰς αὐτήν τήν σύντροφον τοῦ πόνου ἡ πολύκλαυστος καλλιτέχνις ἐνεπιστεύθη τόν καϋμό
της, ἄνοιξε τήν καρδιά της, εἶπε τό παράπονό της. Ξετύλιξε τό δρᾶμα τῆς προσωπικῆς
της ζωῆς, δρᾶμα πού εἶχε δημιουργήσει ἡ συκοφαντική καταφορά τῶν ἀναρχικῶν
τιμητῶν της καί πού ἐχρησιμοποιήθη κακοήθως ὡς πρόσχημα διά νά ἐξαποσταλῆ – κατά
τόν τρόπον πού ἐστάλη – ἄνανδρα καί ἄδικα εἰς τόν τάφον. Ἀπό χρόνια – εἶπε
μεταξύ τῶν ἄλλων εἰς τόν ὅμιλον τῶν συγκρατουμένων γυναικῶν ἡ δύσμοιρη Ἑλένη –
μέσα στό θέατρο συναντοῦσα ἐχθρότητες, ἀλλά οὐδέποτε τίς πρόσεχα. Ἀντί ν’ ἀπαντῶ
μέ κακία στήν κακία, ἔκανα τό καλό. Μα φαίνεται πώς οἱ ἄνθρωποι δέν σοῦ συγχωροῦν
νά εἶσαι καλός. Καί εἴτε γιατί τούς ἐνοχλοῦσε ἡ καλωσύνη μου εἴτε γιατί περνοῦσαν
για ἀδυναμία χαρακτῆρος τήν ἀνεξικακία μου, συνέχιζαν ἀγριώτερα τόν πόλεμό τους
ἐναντίον μου, πού ἔφθασε πιά στό κατακόρυφο τήν ἐποχή τῆς Κατοχῆς. Ἄρχισαν νά ἐξυφαίνουν
τίς πιο κακοήθεις καί βδελυρές συκοφαντίες ἐναντίον μου. Διέδιδαν τά πιο ἀπίθανα
καί ἀφάνταστα πράγματα. Ἔγραφαν τίς χυδαιότερες βρωμερότητες στά παράνομα δῆθεν
θεατρικά φύλλα. Τά ἄκουα καί τά ἤξερα ὅλα. Δέν ἔδινα ὅμως προσοχή καί μοῦ ἐρχότανε
στό μυαλό μιά σκέψη συνώνυμη μέ τό εὐαγγελικό: «Ἄφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἴδασι τι
ποιοῦσι». Δέν τά πρόσεχα, γιατί δέν εἶχα νά χάνω καιρό σέ τέτοιες μικρότητες. Ὁ
καιρός μου ἦταν πολύτιμος για τό θέατρο, για τήν τέχνη μου. Τίς ἡμέρες καί τίς ὧρες
πού ἔχαναν οἱ ὀλίγοι αὐτοί κακοί ἄνθρωποι για νά ἐφευρίσκουν βδελυρές
συκοφαντίες ἐναντίον μου, ἐγώ μελετοῦσα τήν «Ἀντιγόνη», τήν «Ἰφιγένεια», τήν «Ἑκάβη»,
πιστεύοντας ἀκράδαντα πώς ὁ ἀληθινός καλλιτέχνης τήν θετικώτερη ἀντίσταση πού
μπορεῖ νά κάνη σέ μιά ἐποχή ἐχθρικῆς Κατοχῆς εἶναι νά διδάξη στή σκηνή τά ἀθάνατα
ἔργα τῶν ἀρχαίων τραγικῶν μας, δίνοντας ὅλη τή δύναμή του καί ἀνεβάζοντας τήν Τέχνη
στήν ψηλότερη δυνατή κορυφή για νά σκορπάη αὐτή τήν παρηγοριά στόν βασανισμένο
καί σκλαβωμένο μας λαό. Δέν ξέρω ἄν τό κατάφερα. Στήν «Ἑκάβη» μοῦ εἶπαν ὅλοι ὅτι
ἔδωσα τό πᾶν στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία.
Καί προσέθεσεν ἡ ἐξαιρετική
καλλιτέχνις:
–Ἐλπίζω νά ζήσω. Τότε
θά δώσω ἀκόμη περισσότερα πράγματα στή «Μήδεια» πού θά παίξω τήν ἄνοιξη. Δυστυχῶς
ὅμως ἡ ἐπιτυχία μου στήν «Ἑκάβη» ἐξηρέθισε, φαίνεται, τούς ὀλίγους κακούς
συναδέλφους μου καί ἐνέτειναν τό ἐξοντωτικό τους ἔργο ἐναντίον μου. Τήν προσπάθεια,
πού κατέβαλα στά χρόνια τῆς Κατοχῆς, νά σώσω μερικούς ἀνθρώπους ἀπό τή φυλακή,
προσπάθεια τήν ὁποία κατέβαλε ἀσφαλῶς κάθε Ἑλληνίδα, τήν ἐξεμεταλλεύθησαν οἱ ὀλίγοι
αὐτοί για νά ἐξυφάνουν ὁλόκληρο σχέδιο ἠθικῆς ἐξοντώσεως. Τά μέσα, πού χρησιμοποιοῦσα
για νά σώσω τούς Ἕλληνας, δέν ἦταν αὐτά πού βδελυρότατα διέδιδαν οἱ συκοφάνται
μου.
ΜΙΑ
ΑΠΟΣΤΟΜΩΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Οἱ ἄλλες συγκρατούμενες
γυναῖκες ἠθέλησαν νά τήν διακόψουν καί νά τήν βεβαιώσουν, διότι ἔβλεπαν πόσο
τήν ἔθλιβεν αὐτή ἡ ἱστορία τοῦ ἀδίκου διασυρμοῦ της, ὅτι δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη νά θέτη
σέ δημόσιο ἔλεγχο τήν ἰδιωτική της ζωή, ἀλλά ἡ Ἑλένη Παπαδάκη ἠρνήθη. Ἠθέλησε
νά τούς τά ἐξηγήση ὅλα, νά τά μάθουν ὅλα. Καί τούς εἶπε:
–Ἡ οἰκογένειά μου,
παλαιά ἀθηναϊκή οἰκογένεια, ἔχει φιλικούς δεσμούς μέ πολιτικούς ἄνδρες, καί σ’
αὐτούς, παλαιούς γνωρίμους τῆς οἰκογενείας μου, ἀπευθυνόμουνα για νά σώσω ἀπό
τή φυλακή ἤ ν’ ἀνακουφίσω ἀπό τήν πεῖνα καί τή δυστυχία κατατρεγμένους ἀνθρώπους.
Ἄν εἶχα τήν ἐπιρροή, πού αἰσχρότατα μοῦ ἀποδίδουν, θά πετύχαινα νά σώσω ὅλους ἐκείνους,
για τούς ὁποίους παρακαλοῦσα καί φρόντιζα. Ἀπόδειξις πώς ὁ πιο ἀγαπημένος μου
φίλος, ὁ Παῦλος Εὐσταθιάδης, εἶναι σέ στρατόπεδο στή Γερμανία καί δέν ξέρω ἄν ζῆ.
Καί τό ἀγόρι τῆς συμπαθητικῆς μου γυναίκας, πού μέ ὑπηρετεῖ στό σπίτι ἀπό
μικρή, τῆς Ἀργυρῶς – τόν Πέτρο Τζανῆ – δέν μπόρεσα νά τόν σώσω καί τόν σκότωσαν
οἱ Γερμανοί μέ τούς δεκαπέντε τῆς Τηλεφωνικῆς Ἑταιρείας. Ὁ σκοτωμός αὐτοῦ τοῦ
παιδιοῦ μ’ ἔχει συντρίψει καί μένα. Τόσος ἦταν ὁ πόνος μου καί ζῶ κάθε μέρα καί
τόν σπαραγμό τῆς δύστυχης μάννας του, πού μέ γεμίζει ἀπό ἀπροσμέτρητη ὀδύνη.
Καί προσέθεσε μέ ἔμφασιν:
«Ἐάν ἤτανε καί ἡ ἐλαχίστη
πραγματικότης ἀπό τό οἰκοδόμημα αὐτό τῶν ἐπινοήσεών τους θά ζοῦσα μέ κάποια
σχετική ἄνεση στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Μα ζοῦσα ὅπως ζοῦσαν τά περισσότερα ἀθηναϊκά
σπίτια, μέ πολλές στερήσεις. Κοντεύω νά χάσω τό μάτι μου ἀπό ἀβιταμίνωση καί ἀπό
τόν κακό φωτισμό. Γιατί οὔτε τήν κατάλληλη τροφή εἶχα, οὔτε περισσότερο ἠλεκτρικό
ρεῦμα για νά διαβάζω ἄνετα. Τό σπίτι μου εἶχε τόν περιορισμό τοῦ ἠλεκτρικοῦ ὅπως
ὄλα τά σπίτια τῶν Ἀθηνῶν».
«ΤΙ
ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙ ΑΥΤΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ…»
–Θυμοῦμαι, συνεχίζει ἡ ἀφηγουμένη
κυρία, ὅτι πράγματι ἡ Ἑλένη συχνά ἐσήκωνε τό χέρι της τήν ὥρα πού μέ ζωηρότητα μᾶς
ἔλεγε αὐτά τά λόγια καί τό ἔβαζε στό δεξί της μάτι, πού δέν ἔβλεπε καλά. Τήν ἀκούαμε
ὅλες μέ κρατημένη τήν ἀναπνοή καί μιά ἀπό μᾶς τῆς εἶπε σέ κάποια στιγμή:
–Ἄχ, δίς Παπαδάκη,
φαίνεται πώς τά καλά πού κάνατε σᾶς ἔφαγαν…
–Τό ξέρω, ἀπάντησε
μ’ ἕνα φιλοσοφημένο στωϊκό χαμόγελο. Μοῦ τό ἔλεγαν συχνά οἱ καλοί μου οἱ φίλοι
κάθε φορά πού ἔβγαζα καί κάποιον ἀπό τή φυλακή. Μοῦ ἐτόνιζαν: «Πᾶψε τίς εὐεργεσίες
γιατί δίνεις τροφή στήν ἀδηφαγία τῶν συκοφαντῶν σου». Ἀλλά ἐγώ σκεπτόμουνα: «Τί
λογαριάζει αὐτό μπροστά στή ζωή ἀνθρώπων πού κινδυνεύει ἡ ὕπαρξή τους;» Καί μ’
αὐτό τό γεμᾶτο ἀνωτερότητα καί εὐγένεια συμπέρασμα σταμάτησε νά μιλᾶ ἡ Ἑλένη.
Μιά νεκρική σιγή σκορπίσθηκε στό παγωμένο δωμάτιο, πού σιγά-σιγά εἶχε βουτηχθῆ
στό σκοτάδι τῆς νύχτας. Ἕνα δάκρυ θά κύλησε ἀπό τά μάτια τῆς ἀλησμόνητης
τραγωδοῦ, πού λίγο πρίν, ὅσο ἦταν φῶς ἀκόμα, ἐφαίνοντο τόσο ὡραῖα, τόσο ἐκφραστικά
καί καθρέφτιζαν ὅλη τήν ἀσύγκριτη ὀμορφιά τῆς ψυχῆς της. Ἕνα δάκρυ πού τό σκούπισε
διακριτικά στήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της. Καί σέ λίγο εἶπε μέ τήν καθαρή, τή μελωδική
φωνή της: «Μέ συγχωρεῖτε ἄν σᾶς ἐκούρασα μ’ αὐτά ὅλα πού σᾶς εἶπα… Μα γιατί δέν
μέ φωνάζουν νά μέ ἀνακρίνουν;» Ὕστερα, στήν παράκλησή μας νά μᾶς μιλᾶ, γιατί
θέλαμε ν’ ἀπολαύσουμε ὅσο μπορούσαμε περισσότερο τή λαλιά της καί τόν πνευματικό
της πλοῦτο, ἀφοῦ ἡ μοῖρα μᾶς τήν ἔφερε κοντά μας – ἄρχισε νά μᾶς λέη ὡραῖα
λόγια, φιλοσοφημένες σκέψεις, καί κάθε τόσο μᾶς μιλοῦσε για τήν ἀγάπη της στή μητέρα
της, στόν ἀδελφό της. Ἀλλά συχνά τήν κατελάμβανε κάποια ἀδημονία καί ἐπανελάμβανε
συνεχῶς: «Μά γιατί δέν μέ καλοῦν νά μέ ἀνακρίνουν; Μοῦ εἶπαν πώς μέ φέρνουν ἐδῶ
για ἀνάκριση. Θέλω νά τούς μιλήσω. Ἀλλά θέλω νά τούς μιλήσω μέσα σέ φῶς, ὄχι
στό σκοτάδι. Θέλω νά μέ βλέπουν στά μάτια, για νά δοῦν ὅτι τούς λέω ἀλήθειες».
Καί σαν ν’ ἀκολουθοῦσε μιά σκέψη, πού πέρασε σαν ἀστραπή ἀπό τό νοῦ της,
προσέθεσε σέ πιο γαλήνιο τόνο:
«Εὐτυχῶς οἱ ἀνακριταί
τῆς Πολιτοφυλακῆς δέν εἶναι ἠθοποιοί. Αὐτοί δέν ἔχουν τίποτε ἐναντίον μου, οὔτε
κι ἐγώ μαζί τους. Σ’ αὐτούς δέν χωράει τό φαρμάκι τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀντιζηλίας.
Θά μ’ ἀκούσουν σαν ἄνθρωποι, θά μέ δοῦν τι ἄνθρωπος εἶμαι καί θά μέ καταλάβουν.
Κι ἔτσι θά γκρεμιστοῦν ὅλες οἱ συκοφαντίες… Μά γιατί δέν μέ καλοῦν;»
–Τήν ἐκάλεσαν, εἶναι
ἡ ἀλήθεια, κάποτε – συνεχίζει ἡ δίς Καραβία – ἀλλά ὄχι για ἀνάκριση. Για τό θυσιαστήριο
καί για νά διαψεύσουν ὅσες ἀφελεῖς σκέψεις ἔκαμε διά τήν δικαιοσύνη τοῦ Ἐλασιτισμοῦ.
Θά ἦταν ἡ ὥρα 12, μεσάνυκτα, ὅταν πιά ὁ ὅμιλος τῶν γυναικῶν εἶχε σταματήσει τίς
συνομιλίες, ἔστρωσε τίς κουβέρτες του κάτω καί εἶχε πέσει προσπαθώντας νά κοιμηθῆ.
Ἡ Παπαδάκη μισοξαπλωμένη στό πάτωμα ἔμενε ἄγρυπνη καί περίμενε ἀκόμη νά τήν φωνάξουν.
Φαίνεται πώς ἡ γαλήνη καί ἡ ψυχραιμία της εἶχαν ἀρχίσει νά ὑποχωροῦν σέ μιά μοιραί
ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καί ἀνησυχία. Τότε ἄνοιξε ξαφνικά ἡ πόρτα καί παρουσιάσθηκε ἕνας
Ἐλασίτης…
4. ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΕΜΑΛΩΣΑΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΑΡΗ ΤΟ ΠΑΛΤΟ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ἡ μεταμεσονύκτιος μεταγωγή ἀπό τήν Πολιτοφυλακήν. – Τό
φορτάκι τοῦ θανάτου. – Ἕνας καρβουνιάρης ἐπί κεφαλῆς τῆς συνοδείας. – Ἀπόλυτος
ἡ ψυχραιμία τῆς τραγωδοῦ. – Ἡ διένεξις Τάκη καί Καπετάν Ὀρέστη. – Φιλονικεία
ἐπάνω ἀπό τόν τάφον τῆς καλλιτέχνιδος. – Ἐδολοφονήθη τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ…
Δέν εἶναι θετικά
προσδιωρισμένη ἡ ὥρα πού ἄνοιξε ξαφνικά ἡ πόρτα τοῦ διαμερίσματος τῆς Πολιτοφυλακῆς
καί ὁ βλοσυρός μαυροσκούφης ἔκαμε τήν ἐμφάνισίν του. Ὑπολογίζεται ἐν τούτοις ὅτι
θά πρέπει νά ἦταν 12 καί 10΄ ἤ 12 καί 15΄ μετά τά μεσάνυκτα.
–Ὅποια ἀκούση τό ὄνομά
της θἄρθη μαζί μου, ἦτο ἡ ἐπιταγή πού ἐδόθη τότε μέσα στήν παγερή ἀτμόσφαιρα τοῦ
σκοτεινοῦ δωματίου, τό ὁποῖον οἱ Ἐλασῖται εἶχαν μεταβάλει εἰς πρόχειρον
γυναικείαν φυλακήν.
Ἡ Παπαδάκη, ὅπως εἴπαμε,
δέν εἶχε κατορθώσει ν’ ἀποκοιμηθῆ. Μισοξαπλωμένη κάτω στό πάτωμα, ὑπείκουσα ἴσως
εἰς τό ἔντονον προαίσθημά της, δέν ἐπρόφθασε νά ἐκδηλώση τήν ἐπιθυμίαν, ἀπό τήν
ὁποίαν ζωηρότατα κατείχετο, – νά ρωτήση δηλαδή πότε ἐπρόκειτο νά τήν ἐξετάσουν
– ὅταν ἄκουσε τόν σκαιό δεσμοφύλακα νά προφέρη πρῶτον τό ὄνομά της…
–Θά σέ πᾶμε στό στρατόπεδο,
ἠρκέσθη νά ἐξηγήση ἀπότομα ὁ θηριώδης ἄνθρωπος τοῦ ΕΛΑΣ καί ἐνῶ ἐκείνη τά ἔχασε
πρός στιγμήν ἀπό τό αἰφνίδιον ἄγγελμα καί ἐψιθύριζε κάτι σαν παράπονο, διότι δέν
ἐγίνετο ἡ «ἀνάκρισις» πού τῆς εἶχαν ὑποσχεθῆ, αὐτός συνέχισε τό προσκλητήριον:
–Χαριτάκη…
Μία γυναίκα ἔγκυος
ἕξ μηνῶν ἐπρόβαλε καί ἕνα θρηνῶδες κλάμα ξέσχισε τήν γεμάτη δέος ἀτμοσφαῖρα. Ἡ
κ. Χριστοδουλοπούλου προσεπάθησε νά παρηγορήση τάς δύο ἀπερχομένας. Εἶχε ἀρκετές
ἡμέρες εἰς τήν Πολιτοφυλακήν καί ἤξερε πολύ καλά τι ἐσήμαινε μεταμεσονύκτιος
μεταγωγή δι’ αὐτοκινήτου. Δέν ὡμίλησεν ὅμως καί συνέχισε τήν προσπάθειάν της νά
καθησυχάση κυρίως τήν ἔγκυον κρατουμένην – πού καί αὐτῆς, ὅπως μοῦ εἶπαν, ἀγνοεῖται
μέχρι σήμερον ἡ τύχη. Ἡ Ἑλένη δέν εἶχεν ἀνάγκην παρηγορίας καί τονώσεως ἠθικοῦ.
Μετά τήν πρώτην ἐντύπωσιν συνῆλθεν ἀμέσως καί ἀντέταξε καί εἰς τό καινούργιο
δυσάρεστο πλῆγμα στωϊκότητα καί ἠρεμίαν. Τήν ἐξάφνισε βέβαια τό γεγονός ὅτι δέν
τήν ἐκάλεσαν νά τήν ἀνακρίνουν, ἀλλά ἡ ἀνησυχία της διά τήν ἀπότομον αὐτήν
νυκτερινήν μεταφοράν της δέν εἶχε προσλάβει οὔτε μορφήν ἀγωνίας, οὔτε ἐξεδηλοῦτο
πλέον κατά ἕνα κάποιον αἰσθητόν τρόπον.
ΕΠΑΝΩ
ΕΙΣ ΤΟ ΦΟΡΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Περιωρίσθηκε μέ ἀργές
κινήσεις νά φορέση τό πλεκτό σκουφάκι, πού ἔφερε μαζί της – τό εἶχεν ἐν τῶ μεταξύ
βγάλει – ἐπῆρε τό δοχεῖο μέ τό γάλα, καθώς καί τά αὐγά καί τό κουτί μέ τίς βιταμίνες
– τίποτε ἀπό ὅ,τι τῆς εἶχε πάει ἡ δίς Καραβία δέν εἶχε βάλει στό στόμα της –
καί ἀφοῦ εἶπεν ὅσο μποροῦσε πιο συμπαθητικά καί συγκρατημένα μιά «Καληνύκτα»
στίς συγκρατούμενές της, πού, βουβές ἀπό τόν τρόμον, παρακολουθοῦσαν τήν παραλαβήν
τῶν δύο γυναικῶν διά τό μαρτύριον, προχώρησε καί κατέβηκε. Ἔξω ἀπό τήν Πολιτοφυλακή
ἐστάθμευεν ἕνα μικρό αὐτοκίνητο Φόρδ. Μέσα ἦσαν τέσσαρες ἄνδρες. Ἐλασῖτες ὅλοι;
Ὑπῆρχαν ἄραγε μεταξύ των καί κρατούμενοι; Αὐτό δέν ἔχει ἀποσαφηνισθῆ. Ὅπως δέν ὑπάρχει
θετική πληροφορία, ἐάν εἰς τό φορτάκι ἐκεῖνο, ἐκτός ἀπό τήν Ἑλένη καί τήν Χαριτάκη
ἐπεβιβάσθη καί ἄλλη γυναίκα. Ἡ ἀκριβής σύνθεσις τοῦ δραματικοῦ ὁμίλου παρέμεινεν
ἀκαθόριστος. Ξέρουμε μόνον ὅτι ἡ κ. Χριστοδουλοπούλου συνώδευσε τίς δύο
φυλακισμένες ἕως τό κάτω πάτωμα καί ὑποβάσταζε τήν κλαίουσαν Χαριτάκη. Ὅταν ὅμως
ἡ ὁμάς ἔφθασε κοντά εἰς τήν ἐξώθυραν, τήν ἀντελήφθη ὁ ἐπί κεφαλῆς τῆς κουστωδίας,
ἔβαλε τίς φωνές καί φυσικά ἐκείνη ἔσπευσε νά ἐπιστρέψη εἰς τό διαμέρισμα τοῦ
δευτέρου ὀρόφου. Ἡ ἀλησμόνητος τραγωδός ἔκλεισε τότε καλά τό γούνινο παλτό της
– ἔξω ἡ δεκεμβριανή νύχτα ἔφερνε ἕνα διαβολεμένο κρύο – καί ἐπεβιβάσθη, πάντοτε
ψύχραιμα, καί χωρίς ἔκδηλη ταραχή, εἰς τό μοιραῖον αὐτοκίνητον.
ΔΕΝ
ΤΗΝ ΕΦΟΒΙΖΕ ΚΑΘΟΛΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ἄλλωστε δέν ὑπάρχει ἀνάγκη
μαρτύρων διά νά πιστοποιηθῆ, ὅτι ἡ πολύκλαυστος καλλιτέχνις δέν φοβότανε. Δύο ἡμέρες
πρό τῆς συλλήψεως καί τῆς ἀνάνδρου δολοφονίας της, σέ μιά στιγμή πού τά λέγανε μέ
τόν ἀδελφόν της – τόν γνωστόν μηχανικόν κ. Μιχ. Παπαδάκην – ἡ Ἑλένη τοῦ
καθώρισε σαφῶς τά συναισθήματά της. Τοῦ εἶπε ἀπό τότε – λές καί ἔβλεπε νά διαγράφεται
ἐναργέστατα ἡ ἀδυσώπητος μοῖρα πού τῆς ἐπεφυλάσσετο – ὅτι δέν τήν ἐτρόμαζεν ὁ
θάνατος. Ὁ φόβος της ἦταν μη τυχόν οἱ χυδαῖοι ἐκτελεσταί τοῦ Δεκεμβρίου τήν βασανίσουν
καί τήν κακοποιήσουν. Τόν θάνατον ἠμπορεῖ κανείς νά πῆ θετικά ὅτι τόν ἔβλεπεν ὡς
λύτρωσιν, ἐάν τυχόν καί κατεδικάζετο νά περιέλθη εἰς τά χέρια των. Διά τόν λόγον
αὐτόν εἶναι ἀπολύτως πιστευταί καί ἀληθοφανεῖς ὅλαι αἱ πληροφορίαι, πού
μεταδίδονται – καί διασταυρούμεναι συμφωνοῦν – ἀπό τάς κυρίας πού ἔλαχε νά τήν συναντήσουν
τήν ἡμέραν τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1944: Ἡ Ἑλένη δέν ἐλύγισε. Καί ὅταν, ὅπως θά ἰδοῦμε,
κάπως ἐκάμφθη τήν ὑστάτην στιγμήν καί ἀνελύθη εἰς γόους, δέν ἦταν ὁ κίνδυνος
πού τήν ἐφόβισεν, οὔτε ὁ θάνατος πού τήν ἐτρόμαξε. Δέν ἐλιποψύχησεν. Ὅσο καί ἐάν
θά ἦτο ἑπόμενον, μοιραῖον καί ἀνθρώπινον, νά δοκιμάση αὐτήν τήν ἀδυναμίαν, ἐν
τούτοις μόνον ὅταν ὁ δήμιος ἐπεχείρησε νά τῆς βγάλη τά ροῦχα, διά νά τῆς τά πάρουν
οἱ ἄνθρωποι τῆς «Λαοκρατίας», μόνον τότε ἀντέταξε, μέ τά μόνα ὅπλα πού τῆς ἀπέμεναν
– τῆς κραυγῆς καί τοῦ θρήνου – τήν ἄμυναν τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας της, πού
εὐτυχῶς καί παρέμεινε τελείως ἀλώβητος.
ΚΑΥΓΑΣ
ΤΩΝ ΔΗΜΙΩΝ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΗΣ
Ποιό ὅμως ὑπῆρξεν ἀκριβῶς
τό δρομολόγιον πού ἠκολούθησε τό φορτάκι τοῦ θανάτου; Αὐτό ἕως σήμερα δέν εὑρέθηκε
κανείς νά τό προσδιορίση. Εἶναι γνωστόν μόνον ὅτι ἐπί κεφαλῆς τῆς «φρουρᾶς»,
πού μετέφερε τήν τραγωδόν εἰς τό θυσιαστήριον, εὑρίσκετο κάποιος… καρβουνιάρης,
πού τόν ἔλεγαν Τάκη. Ὁ περισπούδαστος μάλιστα αὐτός συνοδός – ὅπως ἐγνώσθη –
μετά τήν δραματικήν δολοφονίαν τῆς καλλιτέχνιδος ἦλθεν εἰς ρῆξιν μέ τόν περίφημον
καπετάν Ὀρέστη, τόν ἀρχιεγκληματίαν τῆς περιοχῆς Γαλατσίου καί Ὤμορφης Ἐκκλησιᾶς
– ὅπου εὑρίσκονται καί τά διϋλιστήρια τῆς Οὖλεν. Ἡ διένεξις εἶχαν ἀφορμή τό παλτό
τῆς δύσμοιρης Ἑλένης. Ἐμάλωσαν, λέγεται, ἐπάνω ἀπό τόν τάφον της περί του ποιός
θά τό πάρη καί ὁ καυγᾶς αὐτός ἔγινε καί ἀφορμή νά ἐκτελεσθοῦν ἀμφότεροι μετά
μερικάς ἡμέρας ἀπό τούς ἄλλους «συντρόφους» των πού εἶχαν περιορισθῆ νά μοιρασθοῦν
τά ὑπόλοιπα πράγματα τῶν ἑκατοντάδων δολοφονηθέντων εἰς τόν χῶρον τῆς Οὖλεν!
Πάντως ἡ τελευταία εἰκόνα τῆς Ἑλένης ζωντανῆς ἦταν ὅταν τήν ἐπῆραν ἀπό τήν Πολιτοφυλακήν
καί ἔσφιγγε τό καφέ παλτό της, γιατί ἡ μεταμεσονύκτιος παγωνιά ἦταν ἀπερίγραπτη.
Τι συνέβη ὅμως μετά ταῦτα; Ἀπό ἐδῶ καί πέραν ὑπάρχει ἀπόλυτον μυστήριον ἕως τήν
στιγμήν τῆς ἐκτελέσεως πού γνωρίζομεν τάς λεπτομερείας της, διότι ἔχει ὁμολογήσει
ὁ ἴδιος ὁ δράστης. Τά ἴχνη τῆς ζωντανῆς Ἑλένης ὅμως χάνονται…
Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα
τό πρωΐ ἡ δίς Καραβία προσῆλθεν εἰς τά γραφεῖα τῆς Πολιτοφυλακῆς διά ν’ ἀναζητήση
τήν ἀγαπημένην της σύντροφον, τῆς παρεσχέθη ἡ ἀόριστος καί ἀφηρημένη ἐξήγησις ὅτι
ἡ Ἑλένη Παπαδάκη εἶχε μεταφερθῆ κατά τήν διάρκειαν τῆς νυκτός εἰς καταυλισμόν ὁμήρων.
Ποῦ; ἠρώτησε μέ ἀγωνία ἡ στενή της φίλη. Κανείς δέν ἤξερε ἤ μᾶλλον δέν ἤθελε νά
τῆς πῆ. Ἡ οἰκογένεια τῆς καλλιτέχνιδος ἀπεδύθη τότε εἰς ἕνα φρενήρη ἀγῶνα ἀναζητήσεως.
Ἠρώτησε κάθε περιοχή ὅπου ὥδευσαν φάλαγγες κρατουμένων τῆς Πολιτοφυλακῆς. Ἀνεζήτησε
τήν χαμένη καλλιτέχνιδα ὅπου μποροῦσε νά ἔχη μεταφερθῆ. Ἔβαλε λυτούς καί δεμένους
νά ἐξετάσουν, νά ρωτήσουν, νά μιλήσουν, νά φροντίσουν. Ὁ κ. Λαμπέρ – ὁ Ἑλβετός φιλάνθρωπος
τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ – κατόπιν προσωπικῶν καί ἐπιμόνων παρακλήσεων τῆς κ.
Μαρίκας Κοτοπούλη εἰς τήν ἀλτρουϊστικήν ἐξόρμησιν, εἰς τήν ὁποίαν ἀπεδύθη ἀνά
τά διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος πρός διάσωσιν καί περίθαλψιν ὁμήρων, τό πρῶτο πρᾶγμα
πού ρωτοῦσε, ὅπου ἔφθανεν, ἦταν «Μήπως εἶδε κανείς σας τήν Ἑλένη Παπαδάκη;»
Κανείς ὅμως δέν τήν εἶχε συναντήσει ποτέ. Καμμιά φάλαγξ ὁμήρων δέν τήν εἶχε
συμπεριλάβει. Κανένα στρατόπεδον δέν τήν εἶχε στεγάσει οὔτε για μιά ἔστω
βραδυά. Ἡ διαπρεπής ἠθοποιός, ὅπως ἐκ τῶν ὑστέρων ἐβεβαιώθη, εἶχε δολοφονηθῆ.
Καί ἐδολοφονήθη φαίνεται τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ πού τήν ἐπῆραν μέ τό αὐτοκίνητον ἀπό
τό οἴκημα τῆς Πολιτοφυλακῆς. Τό συμπέρασμα αὐτό συνάγεται τόσον ἀπό τό γεγονός ὅτι
δέν ἐθεάθη πουθενά καί ἀπό κανένα, ὅσον καί ἀπό τό ὅτι οἱ καινούργιες μεταξωτές
κάλτσες πού εἶχε φορέσει τήν μοιραία ἐκείνη ἡμέρα εὑρέθησαν ἐπάνω εἰς τό σῶμα
της, ὅταν τό ἀνεκάλυψαν, τελείως ἀνέπαφες, χωρίς νά λείπη οὔτε ἕνας ἔστω
πόντος. Σημεῖον ὅτι ἀπό τήν Πολιτοφυλακήν ὡδηγήθη χωρίς νά κακοποιηθῆ κατ’ εὐθεῖαν
εἰς τόν τόπον τοῦ μαρτυρίου. Πῶς ὅμως τήν ἐσκότωσαν; Ποῖος ἦτο ὁ δήμιος; Καί πῶς
ἀκριβῶς ἀνευρέθη τό πτῶμα της;
5. Ο ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΕΔΕΙΛΙΑΣΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗΝ
ΕΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ!
Πῶς ἀνευρέθη τό σῶμα τῆς τραγωδοῦ εἰς τά διϋλιστήρια
τῆς Οὖλεν. – Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ κ. Σιτρίν. – Ἡ ἀνακάλυψις τῶν δραστῶν. – Ὁ δήμιος
Μακαρώνας ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ὁ μοναδικός αὐτουργός. – Διατί τήν ἐξετέλεσε μέ τό
περίστροφον ἀντί μέ τό τσεκοῦρι.
Εἶχε περάσει περισσότερο ἀπό
ἕνας μήνας ἀπό τήν ἡμέρα πού ἡ Ἑλένη Παπαδάκη ἀπήχθη ἀπό τούς αἱμοδιψεῖς ἀνθρώπους
τῆς Πολιτοφυλακῆς καί οἱ οἰκεῖοι της δέν εἶχαν κατορθώσει ἀκόμη νά μάθουν
τίποτε τό θετικόν διά τήν τύχην της. Ὅσο ὅμως καί ἄν διατηροῦσαν κάποιαν ἀμυδράν
ἐλπίδα, κατά βάθος καταλάβαιναν ὅτι ἡ ἀγαπημένη τους εἶχε σκοτωθῆ. Διαφορετικά
θά ἔπρεπε νά εἶχε δώσει σημεῖα ζωῆς. Κάποιος ὅμηρος θά τήν εἶχε ἰδῆ. Κάποιος
κρατούμενος θά τήν εἶχε συναντήσει σέ στρατόπεδο ἤ σέ φυλακή. Ἡ ἔλλειψις οἱασδήποτε
πληροφορίας ἦταν τό θλιβερό προμήνυμα πώς ἡ ἀλησμόνητος καλλιτέχνις εἶχε πέσει
θῦμα τῆς ἐλασιτικῆς θηριωδίας. Πράγματι, περί τά τέλη σχεδόν Ἰανουαρίου, ὁ
φόβος πού διεγράφετο ἀπό ὅλα τά στοιχεῖα πού συνέθεταν τήν τραγικήν ὑπόθεσιν τῆς
ἀπαγωγῆς καί τῆς ἐξαφανίσεως τῆς Ἑλένης ἀπεδείχθη βάσιμος: Ἕνας φύλακας τοῦ Β΄
Νεκροταφείου Πατησίων διεμήνυσεν εἰς τούς οἰκείους τῆς τραγωδοῦ, διά μέσου ἑνός
καθηγητοῦ πού εἶχε χάσει καί ἐκεῖνος τόν ἀδελφόν του – κατά σύμπτωσιν καί αὐτός
Παπαδάκης! – ὅτι εἰς τήν περιφέρειαν τῆς Ὤμορφης Ἐκκλησιᾶς εἰς τήν ἐκταφήν τῶν πτωμάτων,
ἡ ὁποία ἐγίνετο, «κάτι» τούς ἐνδιέφερε. Ἔξαλλοι κυριολεκτικῶς ἔσπευσαν ἀμέσως οἱ
συγγενεῖς καί μέ δικαιολογημένην συντριβήν καί ὀδύνην διεπίστωσαν ὅτι πράγματι ἀπό
ἕνα κοινόν τάφον – μαζί μέ ἄλλους τέσσερες ἐκτελεσθέντας – εἶχεν ἀνασυρθῆ τό σῶμα
τῆς Ἑλένης!
Ὁ χῶρος τῶν διϋλιστηρίων
τῆς Οὖλεν ἔχει ἐγκατεσπαρμένα μέσα σ’ ἕνα φυτεμένο χῶρο μερικά μικρά οἰκήματα –
ἕνα χρησιμεύει ὡς γραφεῖο καί μερικά ἄλλα σπίτια περιλαμβάνουν τάς ἐγκαταστάσεις
διϋλίσεως τοῦ νεροῦ – ὀλίγον ὅμως παρακάτω τό ὀροπέδιον ὑποχωρεῖ εἰς χαμηλήν
κλιτῦν, πού εἶναι ὅλη γεμάτη πεῦκα. Ἐκεῖ ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά πεῦκα ἦταν
σκαμμένος ὁ λάκκος, ὅπου ἐκοίτετο νεκρή ἡ πολύκλαυστος τραγωδός. Χωρίς ροῦχα,
μέ μιά μονάχα κομπιναιζόν, ἀνασηκωμένο καί μαζεμένο γύρω στόν θώρακα καί τό γνωστό
ὁλοκαίνουργιο ζευγάρι κάλτσες, μέ τίς ζαρετιέρες ζωσμένες ἀπό τήν μέση της, ἡ Ἑλένη
Παπαδάκη ἀνεγνωρίσθη ἀμέσως. Ἦταν σκοτωμένη ἀπό σφαῖρα, πού εἶχε δεχθῆ εἰς τόν αὐχένα.
Ἡ εἴδησις διεδόθη ἀστραπιαίως καί ἐκτός ἀπό τούς οἰκείους της καί τήν στενή ἀδελφική
της φίλη – τήν δίδα Αἰμιλία Καραβία – προσῆλθον στόν ἀποτρόπαιο τόπο τοῦ
στυγεροῦ ἐγκλήματος καί πολλοί ἄλλοι γνώριμοί της. Μαθηταί καί μαθήτριαι τῆς Δραματικῆς
Σχολῆς, πού ἠκολούθησαν, ἔσπευσαν νά καλύψουν τό σῶμα τῆς διακεκριμένης ἠθοποιοῦ
μέ κλαδιά καί φύλλα δένδρων, πού ἔκοψαν ἀπό τίς τριγύρω φυτεῖες, ἔτσι πού, ὅταν
σέ λίγο ἐπεσκέφθη τά διϋλιστήρια τῆς Οὖλεν ὁ κ. Σιτρίν μέ τήν ἀγγλική ἐργατική ἀντιπροσωπεία
καί εἶδε τό τραγικόν θέαμα τῆς ἀκαλύπτου δολοφονημένης ἑκατόμβης, τοῦ ἔκανε
ξεχωριστή αἴσθηση καί συγκίνηση τό σκεπασμένο μέ τόσο σεβασμό καί ἀγάπη πτῶμα τῆς
ἀδικοσκοτωμένης ἱερείας τῆς Τέχνης.
Η
ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΙΜΟΒΟΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥ
Τό πτῶμα ἀνευρέθη ἀκριβῶς
εἰς τάς 26 Ἰανουαρίου καί τήν ἄλλη ἡμέρα μέσα σέ πρωτοφανεῖς ἐκδηλώσεις
βαθυτάτου καί εἰλικρινοῦς πένθους τοῦ καλλιτεχνικοῦ καί τοῦ φιλοτέχνου κόσμου ἡ
ἀλησμόνητος καλλιτέχνις ἐκηδεύθη ἀπό τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση.
Λεπτομερείας δέν εἶμαι εἰς θέσιν νά μεταδώσω. Θυμοῦμαι μόνον, διότι συνέπεσε νά
εἶμαι ἕνας ἀπό ἐκείνους πού ἀπεχαιρέτησαν μέ λίγα λόγια στήν ἐκκλησία τήν νεκρή
πρωταγωνίστρια, πώς ὁ γνωστότερος κόσμος τῶν Γραμμάτων καί τῆς Τέχνης διέκοπτε
τάς συγκινητικάς νεκρολογίας διά νά φωνάξη μέσα ἀπό τήν ψυχή του: «Ἀνάθεμα
στούς δολοφόνους».
Ποιός ὅμως τήν εἶχε
σκοτώσει;
Ποιό δηλαδή ὑπῆρξε
τό ἐκτελεστικόν ὄργανον τῆς προπαρασκευασμένης αὐτῆς ἀνάνδρου δολοφονίας; Αὐτό
χρειάσθηκε ἕνα κάποιο χρονικό διάστημα διά νά διαπιστωθῆ. Καί ἡ ἀποκάλυψις ἔγινε
συμπτωματικῶς ἀπό ἕνα τυχαῖο καθαρῶς γεγονός: Μιά ἡμέρα μέσα εἰς τό τράμ ἕνας
μαυροφορεμένος πενθῶν ἐπιβάτης ἀνεκάλυψε ξαφνικά ὅτι ὁ τροχιοδρομικός ὑπάλληλος
φοροῦσε τό πουλόβερ ἐκτελεσθέντος συγγενοῦς του! Ἔβαλε τίς φωνές, ὁ
τροχιοδρομικός συνελήφθη, ὡδηγήθη εἰς τήν Ἀσφάλειαν καί ἐκεῖ ὡμολόγησεν: Ἀνῆκεν
εἰς τό φοβερόν ἐκτελεστικόν ἀπόσπασμα τῶν διϋλιστηρίων τῆς Οὖλεν. Ἡ πρώτη αὐτή ἀποκάλυψις
ἔφερε τάς καταδιωκτικάς ἀρχάς ἐπί τά ἴχνη ὅλης τῆς ἐγκληματικῆς σπείρας. Ἔτσι
σέ λίγο ἡ ἀστυνομία εἶχε στά χέρια της ὁλόκληρον τό συνεργεῖον τῶν δημίων πού
διέπραξαν τάς ἀνατριχιαστικάς ἐκτελέσεις τῆς Ὤμορφης Ἐκκλησιᾶς. Μεταξύ αὐτῶν
συγκατελέγετο καί ἕνας ἀκούων εἰς τό ὄνομα Βασίλειος Μακαρώνας. Ὁ αἱμοβόρος αὐτός
κακοῦργος – ἄλλοτε, νομίζω, μπακάλης στους Ποδαράδες – ἐπειδή ἦταν λοχίας
πυροβολητής στό στρατό (στόν «ἀστικό» στρατό, ὅπως ἐδήλωσε μέ περισσήν αὐθάδειαν
κατά τήν δίκην του πού διεξήχθη πέρυσι) ἐξετέλει καθήκοντα ἐπιλοχίου εἰς τόν χῶρον
τῶν διϋλιστηρίων τῆς Οὖλεν καί ὅπως ὁ ἴδιος ὡμολόγησεν αὐτός ὑπῆρξεν ὁ αὐτουργός
τῆς ἐκτελέσεως τῆς Ἑλένης Παπαδάκη. Τό γεγονός ἐπιστοποίησαν καί οἱ ἄλλοι
δήμιοι τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος Ὤμορφης Ἐκκλησιᾶς, ἐκ τῶν ὁποίων
σημειωτέον ὁ ξυλοκόπος Τζογανάκης ἔσφαξε μόνος του μέ τό τσεκοῦρι 43
χωροφύλακας καί ἀστυφύλακας! Φυσικά, ἐάν ἐνείχοντο καί ἄλλοι εἰς τήν δολοφονίαν
τῆς ἐξαιρετικῆς καλλιτέχνιδος δέν θά εἶχαν κανένα λόγον νά μη τό ποῦν, ἀφοῦ
μόνοι τους ἀπεκάλυψαν εἰς τόν ἀνακριτήν καί κατόπιν κυνικώτατα «ἐξιστόρησαν» εἰς
τό δικαστήριον ὅλον τόν τρομακτικόν ἀπολογισμόν αἵματος πού ἔχυσαν «γιά χάρη τῆς
λαοκρατίας»!
Ἀλλά ὅ,τι κάνει
ξεχωριστή αἴσθησιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς δολοφονίας τῆς Ἑλένης Παπαδάκη εἶναι ὅτι
ἡ πνευματική γοητεία καί ἡ ἀκτινοβολία τῆς ξεχωριστῆς καλλιτέχνιδος κατώρθωσαν
νά μαλακώσουν τήν ὑστάτη στιγμή καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ φοβεροῦ Μακαρώνα τήν καρδιά.
Πράγματι. Εἰς τήν ἐκτέλεσιν παρίστατο – καθώς κατετέθη πέρυσιν εἰς τό κακουργιοδικεῖον
– καί ὁ καπετάν Ὀρέστης. Ὁ Ὀρέστης λοιπόν ὥρισεν ὅτι ἡ θανάτωσις τῆς τραγωδοῦ
θά ἐγίνετο μέ τσεκοῦρι. Ἐν τούτοις, ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα καί τό δύσμοιρον θῦμα παρεδόθη
εἰς τόν θηριώδη Μακαρώνα διά νά δολοφονηθῆ, ὁ φοβερός δήμιος μέσα εἰς ἐκείνην
τήν φρικτήν ἀτμοσφαῖραν τῆς κολάσεως ἔκανε κάτι τό ἀπροσδόκητον – κάτι πού τοῦ
τό ἐπέβαλε φαίνεται ἄθελα ἡ ἁβρότης καί ἡ εὐγένεια τῆς Γυναίκας πού ἐστάλη εἰς
τό θυσιαστήριον διά νά πληρώση καί ἡ Τέχνη τόν φόρον της εἰς τήν ὁμαδικήν
παράφρονα ἐξόντωσιν τῶν ἀντιπάλων πού ἐπιχειροῦσαν οἱ λυσσαλέοι ἄνθρωποι τῆς δεκεμβριανῆς
ἀναστατώσεως: Ὁ Μακαρώνας ἀντί νά ἐκτελέση τήν Ἑλένη Παπαδάκη μέ τό τσεκοῦρι, ὅπως
τοῦ ἔδωσεν ἐντολήν ὁ καπετάν Ὀρέστης, ἐδειλίασε, ἐκάμφθη, ἡμέρωσε καί ἐτράβηξε
τό πιστόλι του. Ἐπίεσε τήν σκανδάλη καί τήν ἐξετέλεσε μέ δυό σφαῖρες στόν αὐχένα…
–Δέν βάσταξα νά τήν
σκοτώσω μέ τό τσεκοῦρι, ἐδήλωσε πέρυσιν εἰς τόν πρόεδρον τοῦ δικαστηρίου πού
τόν κατεδίκασεν εἰς θάνατον…
Μιά πνοή θωπείας
καί ἀπροσδιορίστου ἁβρότητος μέσα εἰς τήν σύγχρονον αὐτήν τραγωδίαν, ὅπου πάλιν
ἕνας Ὀρέστης ἐξαπέλυσε θανάσιμον πλῆγμα ἐναντίον τῆς Κλυταιμνήστρας καί ὅπου ἡ ἀκτινοβολία
τῆς Τέχνης ἔκανε καί ἕναν δολοφόνον τῆς Πολιτοφυλακῆς Ἄνθρωπον. Γιατί – τι
καταισχύνη καί τι κατάπτωσις πολιτισμοῦ! – ἀνθρωπιά καί χάδι τρυφερότητος εἶχε
καταντήσει τόν Δεκέμβριον τό νά σέ σκοτώνουν μέ μιά σφαῖρα περιστρόφου ἀντί νά
σέ σφάζουν μέ τό τσεκοῦρι…
6. Ο ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΜΑΚΑΡΩΝΑΣ
ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ἡ κυνική ἐξιστόρησις τοῦ στυγεροῦ ἐγκλήματος ἐνώπιον
τοῦ κακουργιοδικείου. – «Δέν ἐβάσταξε ἡ καρδιά μου νά τήν σκοτώσω μέ τό τσεκοῦρι».
– Ὁ ρόλος τοῦ καπετάν Ὀρέστη. – Οἱ τελευταῖες στιγμές καί ἡ πάλη τῆς ἀλησμονήτου
τραγωδοῦ.
Κλείω μέ ξεχωριστή
συγκίνηση τήν ἀφήγηση τῆς δραματικῆς ἐκτελέσεως τῆς Ἑλένης Παπαδάκη. Ἐλέχθη
σχετικῶς – καί εἶναι ἐπιγραμματικόν – ὅτι «ἦταν γνώριμος για τήν τραγωδό ὁ
δρόμος τοῦ Θανάτου. Ἐπί ἑβδομάδας, μέ τήν ὑπόκρουση τῶν θρήνων τῶν θεατῶν, ζωντανή
τήν ὡδηγοῦσαν σαν Ἀντιγόνη στόν τάφο της. Οὔτε θά ἦταν παρθενική ἐπαφή τοῦ
τραχήλου της μέ τό τσεκοῦρι σέ μιά Κλυταιμνήστρα συνηθισμένη νά δέχεται ἀπό τά χέρια
τοῦ Ὀρέστη τό θανάσιμο καύπημα». Εἴδαμε ἐν τούτοις ὅτι ὁ θηριώδης αὐτουργός
Μακαρώνας τήν τελευταία στιγμή ἡμέρωσε καί αὐτός καί δέν ἠθέλησε νά χρησιμοποιήση
τό τσεκοῦρι διά νά πραγματοποιήση τό στυγερόν ἔγκλημά του. Καί μεταχειρίσθηκε
στή θέση του πιστόλι…
Πῶς ἀκριβῶς ὅμως ἐξετυλίχθη
αὐτή ἡ τρομερά σκηνή;
Τήν ἔχει ἀφηγηθῆ ὁ
ἴδιος ὁ δράστης στά Διϋλιστήρια καί τήν ἐξιστόρησε κατόπιν στους δημοσιογράφους
ὅταν ἐζήτησαν νά μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειωθῆ
ὅτι ὁ περίφημος σφαγεύς τῶν διϋλιστηρίων τῆς Οὖλεν, πάντοτε ὅταν γίνεται λόγος
διά τήν δολοφονίαν τῆς ἀλησμονήτου τραγωδοῦ, ἐνῶ εἶναι τύπος κυνικός, δείχνει εἰς
αὐτό τό σημεῖον ἰδιαίτερη – ἄς τήν ποῦμε – εὐαισθησία. Τρέμει στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος
τῆς Ἑλένης καί θεωρεῖ τήν ὑπόθεση σαν κάτι πού τόν βαρύνει ξεχωριστά. Ἐνῶ για
τά ἄλλα του κακουργήματα – οἱ συνένοχοί του κατήγγειλαν ὅτι ἔχει σκοτώσει καί
δυό ἄλλους ὁμήρους, συγχρόνως δέ ὁ ἴδιος δέν παρέλειψε ν’ ἀναγνωρίση ὅτι ὡς «ἐπιλοχίας»
τοῦ σφαγείου τῆς Ὤμορφης Ἐκκλησιᾶς συνώδευε ἀπό τό «οἴκημα» τῶν διϋλιστηρίων ἕως
τούς ὁμαδικούς τάφους πού ἠνοίγοντο ἀπό τούς πολιτοφύλακας πολλούς ἀστυφύλακας
καί χωροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐσφάζοντο καί ἐθάπτοντο ἐκεῖ κατά σωρούς – ἐνῶ
λοιπόν δι’ αὐτά ὁμιλεῖ μέ τόν γενικόν ὅρον… «ἐθνική δρᾶσις», διά τήν ἐκτέλεσιν
τῆς πολυκλαύστου καλλιτέχνιδος δοκιμάζει ἕνα εἶδος τύψεων καί – θά ἔλεγε κανείς
– καί συγκινήσεως…
–Ἐγώ πράγματι τήν σκότωσα
τήν Ἑλένη Παπαδάκη, εἶπε στό δικαστήριο. Ἤμουν ἐπιλοχίας στήν Οὖλεν καί εἴχαμε
δερβέναγα τόν καπετάν Ὀρέστη. Ἐκεῖνος ἔκανε «κουμάντο» καί ὅποιος δέν τόν ἄκουγε
μποροῦσε κάλλιστα νά τόν σκοτώση χωρίς νά δώση λόγο σέ κανένα. Ὁ Ὀρέστης ὁ ἴδιος,
μέ τό πιστόλι στό χέρι, μέ διέταξε νά ἐκτελέσω τήν Παπαδάκη. Μέ φοβέριζε…
Εἰς τό σημεῖον αὐτό
ἐπιβάλλεται νά ὑπομνησθῆ ὅτι ὁ ἀναφερόμενος ἀρχιδήμιος τοῦ ΕΛΑΣ – ὁ καπετάν Ὀρέστης
– ὕστερα ἀπό καυγάδες ἐπάνω στήν μοιρασιά εἰδῶν πού εἶχαν ἀφαιρεθῆ ἀπό
κατακρεουργηθέντα θύματα τῆς Πολιτοφυλακῆς – εἴδαμε ὅτι διεδραμάτισε ρόλον καί
τό γούνινο παλτό τῆς Ἑλένης – ἐξετελέσθη ἀπό τούς ἰδίους τούς «συναγωνιστάς»
του. Ἀκριβῶς δέ διότι δέν ὑπῆρχε πλέον, οἱ κατηγορούμενοι τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος
τῆς Οὖλεν τοῦ ἐπέρριπταν ὅλας τάς εὐθύνας διά τήν ἀνατριχιαστικήν ἅλυσον τῶν φοβερῶν
θηριωδιῶν τους. Ἔτσι καί ὁ Μακαρώνας εἰς τό δικαστήριον προσεπάθησε ν’ ἀποδώση ὅλον
τό βάρος τῶν κατηγοριῶν πού εἶχεν εἰς τόν περιώνυμον αὐτόν Ὀρέστην. Καί συνέχισε:
–Μοῦ τήν φέρανε μ’
ἕνα ταξί. Τήν εἶχαν ζωσμένη ἄνθρωποι τῆς Πολιτοφυλακῆς. Ἦταν τυλιγμένη στό γούνινο
παλτό της, γιατί ἔκανε ἐκεῖνο τό βράδυ διαβολόκρυο. Ὅταν τήν εἶδα δείλιασα. Ἐγώ
δέν εἶμαι ἐκτελεστής. Εἶμαι ἕνας ἥσυχος οἰκογενειάρχης μέ τρία παιδιά. Ἔπειτα
μέ πειράζουν καί οἱ γυναικεῖες φωνές…
Καί ἀπεσαφήνισε πῶς
ἡ Ἑλένη Παπαδάκη στάθηκε θαρραλέα καί ψύχραιμη – ὅπως δηλαδή ἀντιμετώπισε ἀπό
τήν ἀρχή ὅλη τήν δεινή τραγωδία – ἐξέσπασεν ὅμως εἰς θρηνωδίαν καί γόους μόλις
οἱ δήμιοί της ἠθέλησαν νά τῆς βγάλουν τά ροῦχα. Ἡ σκηνή, ἀληθινά, πρέπει νά ὑπῆρξε
σπαρακτική. Δέν ἐκάμφθη καί δέν ἐδειλίασεν ἡ δραματική καλλιτέχνις, πού ἤξερε
νά διατηρῆ τό ὑπέροχον μεγαλεῖον τῆς Τέχνης της καί εἰς ὅλας τάς ἐκδηλώσεις τῆς
Ζωῆς. Ἔδιδε ὅμως ἐκείνην τήν στιγμήν τήν μάχην της γυναικείας ἀξιοπρεπείας της
καί προκειμένου νά τήν ἐξυπηρετήση καί νά τήν ἐνισχύση δέν ἐδοκίμασε δισταγμόν
εἰς τό νά φωνάξη καί νά κλάψη. Εἶναι δέ τόσον γεγονός ὅτι ἡ Γυναίκα καί μόνον ἠγωνίζετο
ἐκείνην τήν ὥραν διά τήν προάσπισιν τῆς ἠθικῆς ὑστεροφημίας της καί δέν ἦτο ἀδυναμία
ὑπαγορευθεῖσα ἀπό ἔνστικτον αὐτοσυντηρήσεως, πού καί ὁ ἴδιος ὁ Μακαρώνας
κατέθεσεν ὅτι τῆς ἐδηλώθη ἀπό μέρους τῶν Ἐλασιτῶν ὅτι τούς ἐνδιέφεραν μόνον τά ροῦχα
πού φοροῦσε…
–Ἀφοῦ τῆς τά βγάλαμε,
ἐξηκολούθησε, τήν τραβήξαμε πιο πέρα. Ὁ Ὀρέστης βιαζότανε καί μέ ἀπειλοῦσε. Εἶχε
πῆ νά τήν σκοτώσω μέ τό τσεκοῦρι, ὅπως εἶχε γίνει καί μέ τούς ἀστυφύλακας καί
τούς χωροφύλακας τῶν Ποδαράδων. Ἐγώ ὅμως δέν μπόρεσα… Δέν βάσταξε ἡ καρδιά μου…
Ἔβγαλα λοιπόν τό πιστόλι, τήν ἅρπαξα καί τῆς φύτεψα δυό σφαῖρες στό κεφάλι… Ἀκριβῶς
δέν καλοθυμᾶμαι πόσες φορές τράβηξα τήν σκανδάλη…
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΝ «ΕΦΑΓΕ» ΑΔΙΚΑ!
Καί μετά ἀπό αὐτήν τήν πλήρη
ὁμολογίαν ὁ ἥρως τοῦ ΕΛΑΣ, ὅταν πέρυσιν ἐξεδόθη ἡ ἀπόφασις τοῦ κακουργιοδικείου
διά τῆς ὁποίας κατεδικάσθη εἰς θάνατον διά τά ἄλλα του ἐγκλήματα – ἡ τραγωδία τῆς
Ἑλένης Παπαδάκη θά στηρίξη ἄλλην ἰδιαιτέραν δίκην – δέν παρέλειψε νά διατυπώση
τήν… πικρίαν του διότι τό δικαστήριον τόν «ἔφαγε»… ἄδικα καί αὐτόν καί τά ἄλλα
«παιδιά»!...
–Ἐγώ εἶμαι… πατριώτης,
ἐπέρανε. Πολέμησα στήν Ἀλβανία, ἤμουνα πυροβολητής, βαθμοφόρος. Ἔχω ἐθνική
δράση. Δέν ἔκανα ἐγκλήματα…
Καί ὅταν τοῦ ὑπεμνήσθη
ἀπό τούς δημοσιογράφους πώς ὁ ἴδιος συγχρόνως ἀνεγνώριζεν ὅτι εἶχε σκοτώσει τήν
ἀξέχαστη τραγωδό, ὁ ἀναίσθητος κακοῦργος ἀντέταξε (Ἐλασίτικος «καθοδηγισμός»;)…
–Ναί, τήν σκότωσα
αὐτή τήν γυναίκα. Καί ἐπειδή δέν τῆς ἔκοψα τό κεφάλι μέ τό τσεκοῦρι
κατηγορήθηκα ἀπό τούς ἄλλους πώς «σαμποτάρω τό σύστημα» καί ὅτι εἶμαι ἀντιδραστικός.
Αὐτό ἦταν τό κέρδος μου. Ἐνῶ ὁ Ὀρέστης τῆς ἐπῆρε καί τό παλτό καί ἔφταιγε ἐκεῖνος
για ὅλα. Ἐγώ – σᾶς τό ξαναλέω – σκότωσα μονάχα αὐτήν τήν γυναίκα…
Μονάχα!
Λές καί μιά Ἑλένη Παπαδάκη εἶναι ἁπλῶς μιά τυχαία καί ἀσήμαντη ὕπαρξις καί ὄχι
μιά μεγάλη καλλιτέχνις πού τιμοῦσε τήν πατρίδα μας. Ἀλλά, ἐάν καταλάβαιναν
τέτοια πράγματα οἱ ἄνθρωποι τοῦ Δεκεμβρίου, δέν θά εἶχαν μαυροφορέσει τήν μισή Ἑλλάδα…
[Απόσπασμα από το ευρύτερο βιβλίο του Αχιλλέα Μαμάκη "ΦΩΣ ΣΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ" που πρόκειται να κυκλοφορήσει προσεχώς]
|
Ο διαπρεπής δημοσιογράφος Αχιλλέας Μαμάκης, εμβληματική μορφή του Τύπου και ειδικά του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ μέχρι τον θάνατό του το 1966. Στη φωτογραφία με την Κατίνα Παξινού και δεξιά μόλις διακρίνεται ο Στράτης Μυριβήλης. |