Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ (2)


Ο στρατηγός Τσολάκογλου αμέσως μετά την ορκωμοσία του, στην έξοδο του Πολιτικού Γραφείου. Τον ακολουθούν στα αριστερά του ο νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης και ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος. Εκατέρωθεν πολιτικοί συντάκτες της εποχής (δεξιά ο Γ. Ασημάκης).

Η αλήθεια για τον στρατηγό Τσολάκογλου


Το πρωτοσέλιδο της "Καθημερινής" στις 30 Απριλίου 1941, με το οποίο αναγγέλλεται η ανάληψη της εξουσίας από τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Δεξιά το χρονογράφημα του Σπύρου Μελά.

Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση

του στρατηγού Τσολάκογλου (2)


Του Δημοσθένη Κούκουνα


Ήδη η ηρωική ελληνική αντίσταση στην επίθεση των Ιταλών είχε προκαλέσει, όπως είναι ευρύτατα γνωστό, τον διεθνή θαυμασμό. Ακόμη περισσότερο στην Κύπρο, που τότε ήταν βέβαια βρετανική αποικία. Πολλοί Κύπριοι με ενθουσιασμό προσφέρθηκαν να ντυθούν το χακί και να υπηρετήσουν ως εθελοντές στα αλβανικά βουνά, αλλά μόνο μεμονωμένα πραγματοποιήθηκε αυτή η επιθυμία τους. Δέκα χρόνια ύστερα από την εξέγερση των Ελλήνων της Μεγαλονήσου, με μοναδικό σύνθημα τότε την Ένωση, η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν τώρα σταθερά προσανατολισμένη στη συμμαχική νίκη και παρακολουθούσαν όλοι με υπερηφάνεια τις νίκες των ομογενών στη Μητέρα Ελλάδα. Άλλωστε, υπήρχε τότε ο κρυφός πόθος για ευνοϊκές εξελίξεις στο εθνικό θέμα, μετά από την ηρωική στάση της Ελλάδος. Εύλογη θα ήταν, όπως πίστευαν, η εθνική ανταμοιβή, έστω και την επαύριο της τελικής νίκης, αν όχι νωρίτερα.
Στις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, κάθε μέρα όλοι παρακολουθούσαν με ενθουσιασμό τις χαρμόσυνες ειδήσεις από το Αλβανικό Μέτωπο. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών είχε αποκτήσει φανατικούς ακροατές στα καφενεία της Μεγαλονήσου και πρόσφερε συνεχή ενημέρωση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο διάστημα του ελληνοϊταλικού πολέμου, ορισμένοι Έλληνες της Κύπρου εξαιτίας της στάσης τους απέναντι στη βρετανική αποικιοκρατία διατηρούσαν μια συμπάθεια προς τους Γερμανούς, φυσικά όχι όμως και προς τους Ιταλούς. Όσοι είχαν αντιβρετανικά αισθήματα, ταυτόχρονα είχαν και αντιιταλικά, αφού μάλιστα τόσο γειτονικά οι Ιταλοί διατηρούσαν κατεχόμενη τη Δωδεκάνησο. Αποικιοκράτες οι μεν, αποικιοκράτες και οι δε.
Οι γερμανόφιλοι στην Κύπρο περιορίστηκαν αριθμητικά τον Απρίλιο του 1941, όταν πλέον και η Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα. Αυτή η αριθμητική μείωση άλλωστε ήταν αναμενόμενη. Δεν εξαλείφθηκαν όμως πλήρως.
Τότε ακριβώς είναι που η βρετανική διοίκηση έσπευσε να πάρει τα μέτρα της. Πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις, έστω και αν μόνο υποψίες υπήρχαν. Οποιοσδήποτε εκείνη την ώρα δεν εκδήλωνε απερίφραστα τα φιλοσυμμαχικά του αισθήματα, αυτομάτως γινόταν ύποπτος. Μόλις καταλήφθηκε η Ελλάδα από τους Γερμανούς, μεταξύ άλλων, εντάθηκε η λογοκρισία στα δημοσιεύματα και απαγορεύθηκε η ακρόαση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, που μέχρι τότε ήταν η κύρια πηγή ενημέρωσης για τους Ελληνοκυπρίους. Όπως προκύπτει και από έγγραφο του Γραμματέα της Αποικίας, που στάλθηκε προς εκτέλεση σε όλους τους αστυνομικούς διοικητές της Μεγαλονήσου, απαγορεύθηκε η δημόσια ακρόαση του Ρ.Σ. Αθηνών ως οργάνου της εχθρικής προπαγάνδας, ενώ απειλούνταν κυρώσεις κατά των παρεκτρεπομένων.

Σημειωτέον ότι η Γερμανία είχε ήδη κατορθώσει να κυκλοφορεί στην Κύπρο αντιβρετανικά προπαγανδιστικά έντυπα σε ελληνική γλώσσα, που αναφέρονταν στα κατά καιρούς ανθελληνικά μέτρα των βρετανικών αποικιοκρατικών αρχών. Ας μην ξεχνάμε ότι ύστερα από την καταστολή της οκτωβριανής εξέγερσης, δέκα χρόνια νωρίτερα, ένα από τα μέτρα που χρησιμοποίησε η βρετανική διοίκηση ήταν η απέλαση όλων των "ζωηρών" στοιχείων. Πολλοί από τους απελαθέντες, κυρίως νέοι, κατέφυγαν τότε στην Ελλάδα, όπου σπούδασαν και διακρίθηκαν. Υπήρξαν όμως και ορισμένοι άλλοι που προτίμησαν να καταφύγουν σε ξένες χώρες. Έχουμε το δράμα των Κυπρίων κομμουνιστών, οι οποίοι τιμωρήθηκαν από τους Βρετανούς για τη συμμετοχή τους στην οκτωβριανή εξέγερση με απέλαση. Όσοι από εκείνους κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση, τελικά γνώρισαν κατά περίεργο τρόπο διώξεις εκεί, με αποτέλεσμα αντί φιλοξενίας να αποκεφαλισθεί η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και το ίδιο να διαλυθεί οριστικά και άδοξα.
Απελαθέντες Ελληνοκύπριοι κατέφυγαν και στη Γερμανία, όπου φοίτησαν και στη συνέχεια μερικοί σταδιοδρόμησαν εκεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ρ. Κοκοθάκη, ο οποίος έφτασε εν μέσω πολέμω να αναλάβει τη γενική διεύθυνση των εργοστασίων αεροπλάνων Μέσερσμιτ. Οπωσδήποτε οι περιπτώσεις αυτές είναι μεμονωμένες και οι λίγοι γερμανόφιλοι που επισημάνθηκαν στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στη Γερμανία ή αλλού, ακόμη και στην ίδια την προπολεμική Αγγλία, είναι αριθμητικά ελάχιστοι.
Μάλλον όμως η ευρύτερη βρετανική πολιτική είναι υπαίτια για την εικόνα αυτή, αφού ακόμη και σε κρίσιμες περιόδους, όταν από το Λονδίνο εκφραζόταν με έμφαση ο θαυμασμός για την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο, η Κύπρος παρέμενε ασφυκτικά υπό την ανελαστική και πεισματική διοίκηση των Άγγλων, σαφώς αποστασιοποιημένη από έμπρακτες φιλελληνικές διαθέσεις. Σε άλλη σελίδα έχει γίνει μνεία για τα περίεργα βρετανικά σχέδια για τα νησιά μας στο Αιγαίο, ενώ σε κάποια άλλη ευκαιρία θα γίνει αναφορά στο θέμα των Ελγινείων, όπως είχε συζητηθεί στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Ιανουάριο 1941, οπότε ο Ήντεν είχε σπεύσει να κλείσει τη συζήτηση με την ανάλογη αλαζονεία. Εξάλλου, σε μια άλλη ευκαιρία θα αναπτυχθεί το ζήτημα πώς, ενώ είχαν αρνηθεί να παραχωρήσουν την Κύπρο για να μεταφερθεί η έδρα της ελληνικής κυβέρνησης στο έδαφός της μετά από την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, το φθινόπωρο του 1943 – μετά από την ιταλική συνθηκολόγηση – είχαν εστιάσει την προσοχή τους στο να επιχειρήσουν την απόκτηση και μετατροπή της Δωδεκανήσου σε βρετανική βάση-αποικία, όπως παρόμοια σκέψη είχε καλλιεργηθεί στο τέλος του πολέμου για την Κρήτη.

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΠΑΚΟΣ

Ο υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, ήρωας του πολέμου και αυτός, ήταν ο πιο στενός συνεργάτης του Τσολάκογλου ήδη πριν από τη σύναψη της συνθηκολόγησης και στη συνέχεια κατά την κρίσιμη φάση των συζητήσεων με τους Γερμανούς. Ανέλαβε στην κυβέρνηση το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, συσταθέν με συγχώνευση των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας. Περί των δύο τελευταίων κλάδων δεν γινόταν λόγος παρά μόνον ως προς το προσωπικό που παρέμεινε στην κυρίως Ελλάδα, δοθέντος ότι δεν απέμειναν ναυτικές και αεροπορικές μονάδες όταν ο αγώνας μεταφέρθηκε στην Κρήτη. Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός κατά τη συνθηκολόγηση έφθανε τους 250.000 άνδρες και διέθετε εγκαταστάσεις, αποθήκες, εξοπλισμό και οπλισμό. Το υλικό του στρατού θεωρήθηκε λεία πολέμου και οι κατακτητές σταδιακά το απέσυραν.
Η αρμοδιότητα του Μπάκου, αφότου με τη διαταγή του Χίτλερ δεν θεωρήθηκε αιχμάλωτος ο ελληνικός στρατός, ήταν να μεθοδεύσει ως προς τους εφέδρους την αποστράτευση και να μεριμνήσει για τα μόνιμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει μια αναλυτικότερη έρευνα για το έργο που κλήθηκε ο Μπάκος να πραγματοποιήσει, αλλά κατά καιρούς έχουν θετικές αναφορές για ορισμένες πτυχές του. Ο Γ. Τσολάκογλου τον εμπιστεύθηκε αρκετά ώστε να τον αφήσει ελεύθερο να παίρνει αποφάσεις στον τομέα του, αν και έχουν αναφερθεί συχνές περιπτώσεις διχογνωμιών μεταξύ των δύο στρατηγών.
Ο Μπάκος πήρε πολλές και ποικίλες αποφάσεις για τα κρίσιμα ζητήματα που χειρίστηκε, αρχικά συνεργαζόμενος με τους Γερμανούς, αλλά και στη συνέχεια χωρίς προβλήματα με τους Ιταλούς – όχι όμως χωρίς κλίμα καχυποψίας από τους κατακτητές. Ακόμη και τα έπιπλα του γραφείου του ήταν κατασχεμένα από τις στρατιωτικές κατοχικές αρχές, όπως είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει ο τότε αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, παρατηρώντας τις γερμανικές χειρόγραφες επιγραφές πάνω στο χρηματοκιβώτιο του υπουργικού γραφείου[1].
Οπωσδήποτε χωρίς αξιόλογα μέσα στη διάθεσή του επέτυχε να πραγματοποιήσει ομαλώς την αποστράτευση. Ωστόσο όμως θα έπρεπε να του καταλογισθεί η αδυναμία να ελέγξει την κατάσταση ως προς τους απολυμένους εφέδρους, που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους, αν και υπήρξε στοιχειώδης μέριμνα, όπως και για τους νοσηλευόμενους τραυματίες.
Αναμφισβήτητα θετική υπήρξε η συμβολή του σε δύο άλλους τομείς. Με δική του πρωτοβουλία και επιμονή υπό τόσο αντίξοες συνθήκες μπόρεσε, σε συνεργασία με τον Ιω. Κυριακό, να ιδρυθεί το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), παλαιό αίτημα των Ελλήνων αξιωματικών που δεν είχε υλοποιηθεί μέχρι τότε. Με ανάλογη αποτελεσματικότητα πήρε διευκολυντικές αποφάσεις για την απασχόληση των αξιωματικών σε διάφορες δημόσιες θέσεις ή στελεχώνοντας υπηρεσίες του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και για την επιμόρφωση των μονίμων αξιωματικών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κυρίως στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, στα οποία εισήλθαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ενώ επέτυχε να αποσπασθούν αξιωματικοί στη Μέση Εκπαίδευση διδάσκοντας το μάθημα της γυμναστικής.
Ο Μπάκος παρέμεινε στη θέση του υπουργού Εθνικής Αμύνης και κατά την κυβέρνηση Λογοθετόπουλου. Πλην των προαναφερθέντων θετικών στοιχείων, χρεώθηκε το ζήτημα των νομοθετικών κυρώσεων εις βάρος των μονίμων αξιωματικών που διέφευγαν στη Μέση Ανατολή, αν και αποδεδειγμένα σε πολλές περιπτώσεις δεν εφαρμόζονταν, συνεχίζοντας την καταβολή μισθών και συντάξεων στις οικογένειές τους.

Η ΜΕΘΟΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ

Το πρώτο σοβαρό ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε ο Μπάκος μόλις ανέλαβε ήταν η έκδοση της διαταγής για την αποστράτευση αυθημερόν:
«Θεωρούνται απολυθέντες και διατάσσονται να μεταβούν αμέσως εις τας εστίας των οπουδήποτε και αν ευρίσκωνται άπαντες οι οπλίται και έφεδροι αξιωματικοί του στρατού ανεξαρτήτως κλάσεως, όπλου και τόπου καταγωγής εφ’ όσον δύνανται να μεταβούν εις τας εστίας των άνευ χρησιμοποιήσεως κρατικών μέσων μεταφοράς. Η απόλυσίς των θα λάβη χώραν άνευ χορηγήσεως φύλλου πορείας ή προσωρινού απολυτηρίου. Ταύτα θα αποσταλούν βραδύτερον διά της αστυνομικής ή κοινοτικής αρχής.
Οι έφεδροι αξιωματικοί οι έχοντες χρηματικήν διαχείρισιν θα απολυθούν αφού καταθέσουν το υπόλοιπον ταμείον εις την Τράπεζαν της Ελλάδος ή εις τα Υποκαταστήματα αυτής διά λογαριασμόν του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και παραδώσουν τα αρχεία χρηματικής διαχειρίσεως μετά το κλείσιμον του ημερολογίου εις την Διαχείρισιν Υπουργείου Στρατιωτικών ή εις την πλησιεστέραν Αρχήν Χωροφυλακής παρ’ ης θα λάβουν απόδειξιν παραδόσεως αναφέροντες σχετικώς διά της Αστυνομικής Αρχής εις το Υπουργείον Στρατιωτικών, Διεύθυνσιν Επιμελητείας.
Εξαιρούνται της απολύσεως οι μόνιμοι υπαξιωματικοί, οίτινες θα παρουσιασθούν της μεν περιοχής Αττικής εις το Γενικόν Έμπεδον Αθηνών, της δε περιοχής Πελοποννήσου εις το πλησιέστερον Κέντρον Εκπαιδεύσεως ή Έμπεδον εφ’ όσον υφίστανται τοιαύτα. Οι λοιποί εις τας πλησιεστέρας αρχάς χωροφυλακής, όπου θα δηλώσουν διεύθυνσιν και όπλον ή σώμα εις το οποίον ανήκουν.
Εκ των απολυομένων, οι ευρισκόμενοι εις περιοχήν Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων να αναχωρήσουν εντός 24 ωρών διά τας εστίας των, ένθα θα περιβληθούν αμέσως την πολιτικήν περιβολήν. Οι παραβάται θα συλλαμβάνωνται υπό των γερμανικών στρατιωτικών αρχών και θα τιμωρούνται αυστηρώς.
Άπαντες οι έχοντες ανάγκην σιδηροδρομικού και θαλασσίου μέσου προς μετάβασιν εις τας εστίας των θα συγκεντρωθούν ως εξής διά στρατωνισμόν και τροφοδοσίαν μέχρις εξασφαλίσεως μέσων μεταφοράς:
Οι ευρισκόμενοι εις την περιοχήν Αττικής, εις το γενικόν έμπεδον Αθηνών.
Οι ευρισκόμενοι εν Πελοποννήσω, όπου μεν υπάρχουν εν λειτουργία κέντρα εκπαιδεύσεως ή έμπεδα, να παρουσιασθούν εις αυτά, όπου δε δεν υπάρχουν τοιαύτα εις τας πλησιεστέρας διοικήσεις χωροφυλακής.
Άπαντες οι λοιποί να παρουσιασθούν εις τας πλησιεστέρας κατά τόπους διοικήσεις χωροφυλακής ή και εις τας υποδιοικήσεις χωροφυλακής, τας εδρευούσας πλησίον σιδηροδρομικών σταθμών.
Αι διοικήσεις και υποδιοικήσεις χωροφυλακής να μεριμνήσουν διά την διατροφήν και στέγασιν των ως άνω παρουσιασθησομένων εις αυτάς οπλιτών, προβαίνουσα εις τας αναγκαίας επιτάξεις, δι’ ας εξουσιοδοτούνται δυνάμει της παρούσης.
Το γενικόν έμπεδον Αθηνών, τα κέντρα εκπαιδεύσεως και έμπεδα Πελοποννήσου, ως και αι διοικήσεις και υποδιοικήσεις χωροφυλακής να αναφέρουν τηλεγραφικώς εις το υπουργείον Στρατιωτικών γραφείον Ι και IΥ συνολικόν αριθμόν συγκεντρουμένων καθ’ εκάστην εσπέραν αξιωματικών και οπλιτών και διακεκριμένως πόσοι κατά τόπους προσδιορισμού, επί παραδείγματι τόσοι διά Πάτρας, τόσοι διά Ναύπλιον κλπ.
Αθήναι, τη 30 Απριλίου 1941
Ο Υπουργός
Γ. ΜΠΑΚΟΣ»
Για την ιστορία, παραθέτουμε και τη διαταγή για τη διάλυση μονάδων και υπηρεσιών:
«Αποφασισθείσης υπό της Ανωτάτης Στρατιωτικής Γερμανικής Διοικήσεως της αμέσου απολύσεως απάντων των οπλιτών και εφέδρων αξιωματικών προκύπτει ανάγκη διαλύσεως μονάδων, καταστημάτων και υπηρεσιών ως κάτωθι:
Προβλέπεται να διατηρηθούν επί του παρόντος: το υπουργείον Στρατιωτικών με I, IV, VII γραφεία του Γενικού Επιτελείου του Στρατού και τας διευθύνσεις και την διαχείρισιν του υπουργείου Στρατιωτικών. Η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκησις Αθηνών. Το Φρουραρχείον Αθηνών. Το Γενικόν Έμπεδον Αθηνών. Παν κέντρον εκπαιδεύσεως ή έμπεδον της Πελοποννήσου υφιστάμενον τυχόν σήμερον. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Τα στρατολογικά γραφεία προς έκδοσιν δικαιολογητικών αφορώντων συντάξεις και εξυπηρέτησιν των πολιτών. Η γενική αποθήκη υλικού στρατού Πειραιώς. Το στρατιωτικόν αρτοποιείον Γουδί. Ο λόχος φρουράς Ανακτόρων διά χορήγησιν φρουράς Αγνώστου Στρατιώτου. Το φαρμακείον φρουράς Αθηνών. Αι στρατιωτικαί φυλακαί Αθηνών. Το στρατοδικείον Αθηνών.
Αι λοιπαί στρατιωτικαί αρχαί θα διαλυθούν δυνάμει της παρούσης όπου σήμερον ευρίσκονται. Η διάλυσις εκάστης στρατιωτικής αρχής θα συντελεσθή κατά τον εξής τρόπον:
α) Απόλυσις οπλιτών ως ειδική διαταγή μέλλουσα να επακολουθήση αμέσως.
β) Έφεδροι αξιωματικοί (εξ εφέδρων και εκ μονίμων) θα απολυθούν άπαντες ανεξαρτήτως κλάσεως και κατηγορίας λαμβάνοντες κατά το δυνατόν προσωρινά απολυτήρια. Εξαιρούνται οι έχοντες χρηματικάς διαχειρίσεις, οίτινες θα απολυθούν μετά την εκτέλεσιν της παραγράφου θ.
γ) Ευέλπιδες θα αποσταλούν εις αόριστον άδειαν φέροντες εφεξής υποχρεωτικώς πολιτικήν ενδυμασίαν.
δ) Μόνιμοι αξιωματικοί των καταργουμένων μονάδων, υπηρεσιών και καταστημάτων θα παραμείνουν διαθέσιμοι αναφέροντες την διεύθυνσίν των εις το Φρουραρχείον Αθηνών ή εις τας κατά τόπους αρχάς Χωροφυλακής. Δέον να φέρουν πολιτικήν περιβολήν, κατά δε την απουσίαν εκ της οικίας των είναι υπεύθυνοι διά την δυνατότητα ταχείας ανευρέσεώς των. Οφείλουν να μεριμνήσουν διά τον εφοδιασμόν των διά φύλλων διακοπής μισθού – εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν.
ε) Μόνιμον ιδιωτικόν προσωπικόν στρατιωτικής υπηρεσίας. Ισχύουν διά τούτο τα ανωτέρω ορισθέντα διά τους μονίμους αξιωματικούς.
στ) Ημερομίσθιον ιδιωτικόν προσωπικόν στρατιωτικής υπηρεσίας των καταργουμένων μονάδων, υπηρεσιών και στρατιωτικών καταστημάτων απολύεται από 1ης Ιουνίου ενεστώτος έτους δυνάμει της παρούσης.
ζ) Μόνιμοι υπαξιωματικοί, των καταργουμένων μονάδων, υπηρεσιών και καταστημάτων. Ούτοι θα παρουσιασθούν της μεν περιοχής Αττικοβοιωτίας εις το Γενικόν Έμπεδον Αθηνών, των δε λοιπών περιοχών εις τας πλησιεστέρας αρχάς χωροφυλακής όπου θα δηλώσουν τον τόπον διαμονής, την διεύθυνσιν της κατοικίας των και την ειδικότητά των. Οι εν Πελοποννήσω εις το πλησιέστερον κέντρον εκπαιδεύσεως ή έμπεδον εφ’ όσον υφίστανται τυχόν σήμερον τοιαύτα.
η) Τα διοικητικά αρχεία πλην των οικονομικών και τα στρατολογικά τοιαύτα ως και άπαντα τα υλικά των καταργουμένων μονάδων, υπηρεσιών και καταστημάτων να εναποθηκευθούν εις περιωρισμένον χώρον εν τω σημερινώ στρατωνισμώ ή εν τη σημερινή περιοχή σταθμεύσεως εκάστης καταργουμένης στρατιωτικής αρχής. Η αποθήκη να σφραγισθή καλώς. Να συνταχθή και υποβληθή τω υπουργείω (γραφείον 1ον) κατάστασις των περιεχομένων υλικών, καθ’ αρμοδιότητα.
Να ορισθή μόνιμος κατώτερος αξιωματικός ή ανθυπασπιστής ή εν ελλείψει και υπαξιωματικός αποθηκάριος ούτινος το όνομα να εμφαίνηται εις την υποβληθησομένην κατάστασιν. Εάν αι συνθήκαι εναποθηκεύσεως επιβάλλουν πλείστους αποθηκαρίους να ορισθώσι τοιούτοι όσοι αναγκαιούν.
θ) Τα αρχεία χρηματικής διαχειρίσεως μετά το κλείσιμον ημερολογίου και την κατάθεσιν του υπολοίπου χρηματικού εις την Τράπεζαν της Ελλάδος διά λογαριασμόν του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, θα παραδοθούν εις την διαχείρισιν υπουργείου Στρατιωτικών ή εις την πλησιεστέραν αρχήν χωροφυλακής. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Μετοχικόν Ταμείον Στρατού να τηρήσουν ίδιον λογαριασμόν.
ι) Τα αυτοκίνητα θα ακολουθήσουν την τύχην του λοιπού υλικού ως η παράγραφος η. Διά τα κτήνη θα εκδοθή ειδική διαταγή.
ια) Εκάστη διαλυομένη στρατιωτική αρχή, μέχρι της διαλύσεώς της, ήτις δέον να συντελεσθή το ταχύτερον, ως και αι μη καταργούμεναι τοιαύται θα διατρέφουν τους οπλίτας των και γενικώς το προσωπικόν των και τα κτήνη των ως μέχρι σήμερον. Ευθύς ως διακοπή η λειτουργία αποθηκών τροφίμων, εφ’ όσον και όπου λειτουργούν τοιαύται, θα διατρέφουν αυτό δι’ αγοράς ή δι’ επιτάξεως επί αμέσω πληρωμή. Το αυτό ισχύει διά τα φάρμακα και το υγειονομικόν υλικόν.
Είναι επάναγκες να εξασφαλισθή η λειτουργία των στρατιωτικών νοσοκομείων άτινα νοσηλεύουν μέγαν αριθμόν τραυματιών και ασθενών. Περί της διαλύσεως τούτων, ήτις θα λάβη χώραν προοδευτικώς, θα εκδοθούν ίδιαι διαταγαί.
Εις τους εξερχομένους εκ των νοσοκομείων οπλίτας θα χορηγώνται δύο μηνών πλήρεις αποδοχαί αναρρωτικής αδείας.
Προς αντιμετώπισιν των κενών άτινα θα προκύψουν εν τοις νοσοκομείοις διά της απολύσεως των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών να ληφθούν τα κάτωθι μέτρα:
α) Διά την φρουράν Αθηνών ο υποστράτηγος Σερμπέτης Α., να κατανείμη επειγόντως εις τα στρατιωτικά νοσοκομεία άπαντας τους μονίμους υγειονομικούς αξιωματικούς και μονίμους φαρμακοποιούς των φρουρών Αθηνών και Πειραιώς. Ο υποστράτηγος Σκαρβέλης Α. να διαθέση μονίμους αξιωματικούς της διαχειρίσεως ως διαχειριστάς.
β) Έκαστος Διευθυντής οιουδήποτε Στρατιωτικού Νοσοκομείου οπουδήποτε ευρισκομένου εξουσιοδοτείται να προσλάβη επιστημονικόν προσωπικόν επί μισθώ ή υποχρεωτική μισθώσει κατά προτίμησιν εκ των υπηρετούντων ή υπηρετησάντων εκ των εφέδρων αξιωματικών. Εξουσιοδοτείται επίσης να προσλάβη επί μισθώ ή υποχρεωτική μισθώσει το αναγκαιούν κατώτερον προσωπικόν εξ ιδιωτών, ανδρών ή γυναικών ή αδελφών νοσοκόμων, προτιμωμένων των απολυομένων εφέδρων ή υπηρετούντων αδελφών.
Εκάστη διαλυομένη μονάς να αναφέρη τηλεγραφικώς ει δυνατόν την εκτέλεσιν της παρούσης.
Εν Αθήναις τη 30 Απριλίου 1941
Ο Υπουργός
Γ. ΜΠΑΚΟΣ»

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

Με την έναρξη της Κατοχής και την ορκωμοσία κατοχικής κυβέρνησης, η Αστυνομία Πόλεων και δευτερευόντως η Ελληνική Χωροφυλακή αποτελούσαν τη μόνη ένοπλη ελληνική δύναμη, πλην της αρχικά ολιγάριθμης ευζωνικής φρουράς. Εκτός του Ιω. Ράλλη, ο οποίος αργότερα υπό τις γνωστές περιστάσεις θα σχηματίσει ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, τα Τάγματα Ασφαλείας, ο στρατηγός Τσολάκογλου κατά την Κατοχή είχε σκεφθεί να ανασυγκροτήσει τον ελληνικό στρατό.
Το όνειρό του, που και αλλού το έχουμε αναφέρει, ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει εδάφη της Μικράς Ασίας, αν η Γερμανία θα ερχόταν σε ένοπλη ρήξη με την Τουρκία, προϋπέθετε – όταν θα ερχόταν η στιγμή – την άμεση εμφάνιση ενός ετοιμοπόλεμου εκστρατευτικού σώματος. Αλλά επειδή γνώριζε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει, όχι τόσο τη γερμανική, όσο την ιταλική αντίδραση, είχε σκεφθεί να πραγματοποιηθεί ένα είδος σιωπηρής επιστράτευσης των εφέδρων. Είχε σκεφθεί ένα νεφελώδες σύστημα πυρήνων εφέδρων κατά περιοχές, οι οποίοι θα διατηρούσαν «δεσμούς πειθαρχίας» με τους αξιωματικούς που ήταν εγκατεστημένοι σ’ αυτές. Αναφέρει χαρακτηριστικά[2]: «...Και πράγματι παρεσκευάσθη άπασα η προκαταρκτική εργασία της συγκροτήσεως πυρήνων κατά φρουράς εις ας ανήκον οι αξιωματικοί που είχον αποσπασθή εις τας Νομαρχίας, εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, οι διορισθέντες αξιωματικοί εις τα Γυμνάσια ως γυμνασταί και οι προαιρετικώς διαμένοντες εις εκάστην φρουράν ή την περιοχήν της (ως γνωστόν οι διορισθέντες εις τας Νομαρχίας, Δήμους και Κοινότητας θα κατήρτιζον τους στρατολογικούς καταλόγους)».
Χρησιμοποιώντας τους διεσπαρμένους αξιωματικούς ως στρατολόγους θα ήταν σε θέση ανά πάσα στιγμή να σχηματίσει σε διάφορες περιοχές στρατιωτικές μονάδες, ώστε ανάλογα με τις συνθήκες να ντύνονταν και να εξοπλίζονταν. Οι λεπτομέρειες και ο συντονισμός αυτής της αθόρυβης προσπάθειας είχαν ανατεθεί στον υποστράτηγο Κων. Πλατή, αλλά η ιδέα τελικά εγκαταλείφθηκε, διότι – κατά τον Τσολάκογλου – θα έπρεπε να προηγηθεί βολιδοσκόπηση και συναίνεση (ή εν πάση περιπτώσει ενημέρωση και ίσως οδηγίες της) από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο. Προκρίθηκε να αποσταλούν εκεί με κάποια προσχηματική δικαιολογία, σχετική με την προμήθεια τροφίμων από την Τουρκία, ο στρατηγός Πλατής και ο διπλωμάτης Δ. Αργυρόπουλος, αλλά το σχέδιο ματαιώθηκε όταν έγινε αντιληπτό ότι οι ιταλικές αρχές είχαν υποπτευθεί τις κινήσεις αυτές.
Στη συνέχεια, μην εγκαταλείποντας οριστικά την ιδέα του, ο Τσολάκογλου επικαλέσθηκε τη δημιουργία ορισμένων ταγμάτων στρατού με έδρα την Αθήνα και μεγάλες επαρχιακές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Τρίπολη, Καλαμάτα, Μεσολόγγι, Λαμία, Λάρισα, Ιωάννινα, Τρίκαλα, Κοζάνη, Φλώρινα). Η δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν να σχηματισθούν αυτές οι μονάδες για την εδραίωση της τάξης και κυρίως του αισθήματος ασφαλείας του πληθυσμού. Σημειώνεται, ώστε να αποφευχθεί ο συσχετισμός με τη μεταγενέστερη ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ότι ακόμη δεν είχε αρχίσει η δράση της ένοπλης Εθνικής Αντίστασης στα βουνά. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, οι Ιταλοί ήταν απόλυτα αρνητικοί.
Η τρίτη προσπάθεια του Τσολάκογλου, πάλι για να έχει οργανωμένες εφεδρείες εν είδει παραστρατιωτικού σχηματισμού αυτή τη φορά, έγινε προς την πλευρά των Γερμανών, από τους οποίους ζητήθηκε έγκριση για την καθιέρωση «εργατικής θητείας» στην Ελλάδα, με τους ακόλουθους προσχηματικούς τρόπους:
α. Να ενισχυθεί ο προσανατολισμός των νέων προς τη σωματική κοινωνική εργασία ως άσκηση, διαπαιδαγωγώντας κατάλληλα τη νεολαία, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη. Ο θεσμός αυτός υπήρχε ήδη στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία από την προπολεμική περίοδο, συνδυάσθηκε δε, όπως ήδη έχουμε δει (σελ. 216), με τη δημιουργία της Διεύθυνσης Αγωγής Ελληνοπαίδων υπό τον συνταγματάρχη Θ. Κετσέα, η οποία υπαγόταν στο υπουργείο Παιδείας.
β. Σε υποκατάσταση της στρατιωτικής θητείας, ως προς την κοινωνική της διάσταση, θα γινόταν άσκηση πειθαρχίας, συναδελφικότητας και αλληλεγγύης.
γ. Για την οργάνωση αυτού του μηχανισμού, θα επανδρωνόταν με μεγάλο αριθμό στελεχών, προερχομένων κυρίως από τους αξιωματικούς του στρατού, που – εκτός από τη διοίκηση – θα χρησίμευαν και για την εκπαίδευση των μονάδων της εργατικής δύναμης.
δ. Σε πρακτικό επίπεδο θα εκτελούνταν έργα κοινής ωφέλειας, περιλαμβανομένων των συγκοινωνιών για περιοχές που δεν ενδιέφεραν στρατιωτικά τους κατακτητές, καθώς και έργα σχετικά με τη βελτίωση ή απόδοση της γεωργικής παραγωγής. Ο συνδυασμός αυτός επρόκειτο να φέρει αντιμετώπιση της ανεργίας και αύξηση της κατά περιοχές επισιτιστικής αυτάρκειας.
Ο Τσολάκογλου όλη αυτή την ιδέα την στήριζε χάριν της μελλοντικής εξυπηρέτησης ενός ασαφούς εθνικού στρατιωτικού σχεδίου, συνδυασμένη με καλοπροαίρετους στόχους μείωσης της ανεργίας και αύξησης της γεωργικής παραγωγής. Το σχέδιο αυτό, που σε τέτοια μορφή δεν πήρε την έγκριση των κατακτητών, θα καταλήξει αργότερα – πλήρως παραποιημένο – να μετατραπεί στην περίφημη πολιτική επιστράτευση, που αναστάτωσε την Αθήνα επί των ημερών του διαδόχου του, του Κ. Λογοθετόπουλου.
Είναι προφανές ότι πρωτευόντως οι Ιταλοί δεν εμπιστεύονταν στον στρατηγό Τσολάκογλου και τους λοιπούς στρατηγούς του Μετώπου να αποκτήσουν νομιμοποιημένο στρατιωτικό μηχανισμό. Εκτός από την αναγνώριση να είναι αναπεπταμένη η ελληνική σημαία στον κεντρικό ιστό των Παλαιών Ανακτόρων (όπου ήταν η έδρα της κατοχικής κυβέρνησης) μόνη της, χωρίς την παρουσία των σημαιών των κατακτητών, ο κατοχικός πρωθυπουργός πέτυχε να επιτραπεί από τους Γερμανούς η ύπαρξη μιας διλοχίας ευζώνων, συνολικής δύναμης 300 ανδρών, ως τιμητική φρουρά του Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτου. Ήταν μια διπλή παραχώρηση του κατακτητή με το νόημα ότι γινόταν κατ’ ελάχιστον σεβαστή η εθνική κυριαρχία. Η επόμενη κίνηση του Τσολάκογλου ήταν να διατάξει την καθημερινή απόδοση τιμών κατά την έπαρση και την υποστολή της κυανόλευκης στο Μνημείο, μπροστά από την έδρα της κυβέρνησής του, τελετή ορατή όμως και από τη διοίκηση των κατοχικών στρατιωτικών αρχών. Το τυπικό μέρος αυτής της ασυνήθιστης ιεροτελεστίας έγινε σύντομα μια εθνική απόλαυση για τους Αθηναίους, ιδιαίτερα το απόγευμα κατά την υποστολή, οπότε συγκεντρωνόταν μεγάλο πλήθος. Αυτό ακριβώς ήταν που προκάλεσε την ενόχληση των Ιταλών, οι οποίοι – με το πρόσχημα ότι παρακωλυόταν η συγκοινωνία και η διέλευση των οπλιτών τους – ζήτησαν να μην γίνεται τόσο επίσημα η τελετή.
Οι Γερμανοί είχαν κάνει και μια άλλη κίνηση, που όμως δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παραχώρηση, ακόμη και για τον Τσολάκογλου που έτρεφε πάντα την ιδέα δημιουργίας ελληνικού στρατού, έστω και με υποτυπώδη μορφή. Ζήτησαν, λοιπόν, από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Γεώργιο Μπάκο να επανδρωθούν με ελληνικό προσωπικό τα αντιαεροπορικά πυροβολεία της Αθήνας. Αφού συσκέφθηκαν οι δύο Έλληνες στρατηγοί, η έγγραφη ελληνική απάντηση, που απευθύνθηκε στον στρατάρχη Λιστ, απέρριπτε την πρόταση ότι ως σύμμαχοι των Άγγλων που υπήρξαν, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να σημαδεύουν τους αεροπόρους τους, ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσαν να είναι και Έλληνες πιλότοι.

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Την ίδια αρνητική στάση τήρησαν οι κατακτητές και ως προς τη δημιουργία εθελοντικού εκστρατευτικού σώματος για να συμμετάσχει στο Αντιμπολσεβικικό Μέτωπο, όταν ο Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό συνέβη στις 22 Ιουνίου 1941, τρεις μόνον ημέρες πριν από την επίσημη είσοδο των Ιταλών στην Αθήνα για να παραλάβουν από τους Γερμανούς τη στρατιωτική διοίκηση, γεγονός που φυσικά δεν ήταν καθόλου άσχετο.
Η κατοχική κυβέρνηση προς στιγμήν αντιμετώπισε τη συγκυρία αυτή ως ευνοϊκή για να ενταχθεί στη «νέα τάξη πραγμάτων», θεωρώντας ότι ήταν η μόνη λύση για να επιζητηθεί – σε περίπτωση γερμανικής νίκης – η εθνική δικαίωση, ύστερα από τον διαμελισμό της με τις ιταλικές και τις βουλγαρικές αξιώσεις. Τουλάχιστον δύο από τα ισχυρότερα στελέχη της, ο Γεώργιος Μπάκος και ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, τάχθηκαν ευθέως υπέρ της δυναμικής συμμετοχής της Ελλάδος στο νέο Μέτωπο. Ο μεν πρώτος – με στρατιωτική αντίληψη – θεωρούσε ως καθοριστική την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Ρωσία, ο δε δεύτερος, σαφώς πιο πολιτικοποιημένος, προχωρούσε περαιτέρω. Είχε τη γνώμη, ως «ανεξάρτητη» η Ελλάδα, να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Τελικά η κυβέρνηση Τσολάκογλου δεν θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ, όπως θα ήθελε ο Γκοτζαμάνης και όπως ίσως είχαν σκεφθεί μερικοί. Την ίδια ημέρα, που έγινε γνωστή η γερμανική εισβολή στο ρωσικό έδαφος, ο τελευταίος έστειλε την ακόλουθη επιστολή:
«Εν Αθήναις τη 22 Ιουνίου 1941
Προς την Α.Ε. τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως
Στρατηγόν Κύριον Γ. Τσολάκογλου
Κύριε Πρόεδρε,
Διά της απροόπτου και αιφνιδιαστικής εκρήξεως του πολέμου μεταξύ του Άξονος και της Ρωσίας επαληθεύει και πραγματοποιείται μία ακόμη των προβλέψεών μου, τας οποίας είχα εκθέσει εν τοις από 26.5.40 και 20.7.40 υπομνήμασί μου προς την τότε Κυβέρνησιν και τον Βασιλέα. Περί της πλήρους τουτέστιν αντιθέσεως των συμφερόντων του Άξονος και του Πανσλαυισμού. Επί της αντιθέσεως ταύτης εκτός των άλλων επιχειρημάτων, εστήριξα την γνώμην μου, περί απολύτου συμπτώσεως των συμφερόντων ημών και του Άξονος και της ανάγκης στενωτάτης συνεργασίας Άξονος και Ελληνισμού της μόνης μη σλαυικής δυνάμεως εν τη Εγγύς Ανατολή.
Ο σήμερον εκραγείς πόλεμος δημιουργεί άκρως λεπτήν κατάστασιν χρήζουσαν βαθείας και λεπτομερούς ερεύνης διά την επανεξέτασιν και αναπροσαρμογήν της θέσεώς μας εν τω νέω δημιουργουμένω πλαισίω. Προς τούτο, λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω υμίν την γνώμην και να παρακαλέσω, όπως συγκαλέσητε επειγόντως και όλως εκτάκτως το Υπουργικόν Συμβούλιον διά να επιληφθή της τοιαύτης ερεύνης και να δοθή ευκαιρία εις έκαστον εξ ημών να αναπτύξη τας απόψεις του και να λάβη την θέσιν και την ευθύνην του. Εν αναμονή των αποφάσεων, που θα ληφθούν, νομίζω, ότι θα είναι λίαν εξυπηρετικόν των συμφερόντων της Χώρας, εάν αποστέλλατε αμέσως και εξ ονόματος της Ελληνικής Κυβερνήσεως τηλεγράφημα προς τους κ.κ. Χίτλερ και Μουσολίνι, δι’ ου να εύχησθε την νίκην των όπλων εν τω νέω αγώνι προς δημιουργίαν της Νέας Ευρώπης και αποτροπήν του Σλαυοκομμουνιστικού κινδύνου, όστις απειλεί τους πάντας και τα πάντα εν Ευρώπη.
Μετά τιμής και φιλικών αισθημάτων
Δρ. Σ. ΓΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ, Υπουργός Οικονομικών»[3]
Συνήλθε πράγματι το υπουργικό συμβούλιο και συζητήθηκε η στάση που θα έπρεπε να τηρήσει η κατεχόμενη Ελλάδα. Ύστερα από πολλή συζήτηση, τρεις από τους υπουργούς πήραν θέση υπέρ της κήρυξης πολέμου κατά της ΕΣΣΔ (Μπάκος, Γκοτζαμάνης και ένας ακόμη, ο οποίος όμως δεν έχει γίνει θετικά γνωστός ποιος ήταν, αλλά έχει λεχθεί για τον Κ. Λογοθετόπουλο[4]), επιχειρηματολογώντας για τα πλεονεκτήματα που θα αποκτούσε η χώρα αν θα συμμετείχε στο νέο μέτωπο. Οι υπόλοιποι, περιλαμβανομένου του Τσολάκογλου, ήταν επιφυλακτικοί έως αρνητικοί για το θέμα κήρυξης πολέμου, πολύ δε περισσότερο για το ενδεχόμενο πολιτικής προσχώρησης στον Άξονα, λιγότερο όμως αρνητικοί για την τυχόν αποστολή στρατιωτικού σώματος. Απ’ αρχής διευκρινίστηκε όμως ότι, αν θα στελνόταν, αυτό θα είχε εθελοντικό χαρακτήρα.
Απόφαση δεν ελήφθη σε εκείνο το υπουργικό συμβούλιο. Στην πορεία, αφέθηκε το θέμα στα χέρια του στρατηγού Μπάκου, αρμοδίου άλλωστε ως υπουργού Εθνικής Αμύνης. Συναφής είναι η μαρτυρία του τότε συνταγματάρχη Θρασ. Τσακαλώτου, στενού συνεργάτη του Μπάκου μέχρι να διαφύγει στη Μέση Ανατολή[5]:
«Ο στρατηγός Μπάκος... μόνον έναν εχθρό έβλεπε: τους κομμουνιστάς. Τους δε Γερμανούς ως τους μόνους που μπορούσαν να τους εκμηδενίσουν. Γι’ αυτό ηθέλησε να κάμη εθελοντικά σώματα υπό καταλλήλους διοικητάς για να σταλούν να πολεμήσουν εναντίον των Ρώσων. Έκαμε ειδικήν συγκέντρωσιν τότε, εις την οποίαν εκάλεσεν έναν αριθμόν συνταγματαρχών, υπηρετούντων εις το υπουργείον. Δεν είχον κληθή. Έμαθα τον σκοπόν και μετέβην αυτόκλητος, διά να αντιδράσω.
Εξήγησε σαφέστατα την επιθυμίαν του και την πεποίθησίν του ότι όταν νικήση η Γερμανία, αυτό θα είναι ένα επιχείρημα στα χέρια της Ελλάδος. Τον απέτρεψα με όλην μου την δύναμιν και ενθυμούμαι ακόμη την φράσιν που του είπα: “Προσέχετε, ο ελληνικός λαός δεν συγχωρεί τοιαύτας αποφάσεις. Θα σηκωθούν και οι πέτρες ακόμη εναντίον εκείνων που θα τολμήσουν να πολεμήσουν εναντίον οιουδήποτε συμμάχου μας”.
Με άκουσε, αλλά κατάλαβα πλέον ότι δεν μπορούσα να έχω εμπιστοσύνην εις την κρίσιν του. Επίστευεν εις την νίκην της Γερμανίας. Φοβούμαι ότι ο Μπάκος έπεσε θύμα του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, με τον οποίον ευρίσκετο, υποχρεωτικώς άλλωστε, εις επαφήν».
Ο Τσακαλώτος αποδίδει στον Κλεμ φον Χόχενμπεργκ επήρεια για την πρωτοβουλία αυτή του Μπάκου. Το ότι ήταν αδιάφορος έως αμέτοχος ο Τσολάκογλου, ο οποίος δεν διατηρούσε τότε «αρμονικές σχέσεις με τον Μπάκο», αναφέρεται από τον Γερμανό διπλωμάτη Γκραίβενιτς, σύμφωνα με τηλεγράφημα που έστειλε στο Βερολίνο στις 14 Ιουλίου 1941:
«Ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Αμύνης, ο γερμανόφιλος στρατηγός Μπάκος, μου είπε σήμερα ότι η ιδέα της αποστολής ελληνικής μονάδας στο Ρωσικό Μέτωπο απασχολούσε ευρύτατους κύκλους του ελληνικού λαού και ότι επιθυμεί, με την ιδιότητά του ως υπουργού Στρατιωτικών, να χειρισθεί προσωπικά το ζήτημα αυτό. Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, διότι αφ’ ενός ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου δεν βρίσκεται σε αρμονικές σχέσεις με τον Μπάκο, και αφ’ ετέρου δεν γνωρίζει ποια θα είναι η αντίδραση της κυβέρνησης του Ράιχ σε παρόμοια πρόταση. Ο Μπάκος μού ζήτησε να πληροφορηθώ τη γνώμη του υπουργείου Εξωτερικών. Παρακαλώ να μου δοθούν οδηγίες».
Στην Αθήνα, κυρίως όμως στη Θεσσαλονίκη, είχαν ήδη αναπτυχθεί πρωτοβουλίες για συγκέντρωση ενδιαφερομένων εθελοντών. Στην ελληνική πρωτεύουσα η αναζήτηση προσώπων διατεθειμένων να «εκστρατεύσουν» γινόταν από τις νεοϊδρυμένες εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις, όπως η ΕΣΠΟ. Στη Θεσσαλονίκη τα πρόσωπα αυτά ήταν κυρίως μέλη της αναδιοργανωμένης οργάνωσης ΕΕΕ, που έφθασαν αριθμό δύο χιλιάδων.
Στο προηγούμενο τηλεγράφημα του Γκραίβενιτς, απάντησε θετικά το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στις 22 Ιουλίου 1941, ενοχλημένο όμως που δεν είχε εγκαίρως ενημερωθεί από την πρεσβεία Αθηνών για την ύπαρξη των ΕΕΕ, για τα οποία είχε πλήρη άγνοια:
«Αποφασίσθηκε, κατ’ αρχήν, να γίνει αποδεκτή η αποστολή εθελοντικής λεγεώνας από την Ελλάδα, η οποία θα πολεμήσει εναντίον της Ρωσίας.
»Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει μιας έκθεσης της Ανωτάτης Διοίκησης της Βέρμαχτ. Στην έκθεση ήταν συνημμένη τηλεγραφική αναφορά του Στρατιωτικού Διοικητή Ν.Α. Ευρώπης, ο οποίος ανέφερε ότι η “Εθνική Ένωση Ελλάδος” είχε διαβιβάσει την παράκληση στον Πληρεξούσιο του Ράιχ για την Ελλάδα, να σχηματισθεί και στην Ελλάδα μία εθελοντική λεγεώνα, η οποία θα συμμετάσχει στον αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού.
»Για μια τέτοια παράκληση της “Εθνικής Ένωσης Ελλάδος” προς τον Πληρεξούσιο του Ράιχ για την Ελλάδα, δεν μας έχει ανακοινωθεί τίποτε. Από την τηλεγραφική έκθεση της πρεσβείας της 14ης Ιουλίου, σχηματίσαμε τη γνώμη ότι η πρωτοβουλία ανήκει μόνο στον υπουργό Αμύνης. Στην τηλεγραφική αυτή αναφορά δεν μνημονεύεται η “Εθνική Ένωση Ελλάδος”. Συνεπώς παρακαλώ:
»1. Να αναφέρετε τηλεγραφικώς, ποια είναι η “Εθνική Ένωση Ελλάδος”, πώς ιδρύθηκε και ποια γνώμη υπάρχει γι’ αυτήν.
»2. Να αναφέρετε τηλεγραφικώς, αν πράγματι υποβλήθηκε στον Πληρεξούσιο του Ράιχ τέτοια παράκληση και, αν ναι, πώς παρέλειψε να αναφέρει γι’ αυτήν ο Πληρεξούσιος του Ράιχ στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ ο Στρατιωτικός Διοικητής της Ν.Α. Ευρώπης ανέφερε στην Ανωτάτη Διοίκηση της Βέρμαχτ.
»3. Να συνεργασθείτε στενά στην υπόθεση αυτή με τις εκεί γερμανικές στρατιωτικές αρχές. Την πολιτική πλευρά της υπόθεσης θα χειρισθεί η πρεσβεία. Ιδιαίτερα θα αναλάβει τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση, αν παραστεί ανάγκη. Με τη στρατιωτική πλευρά θα ασχοληθούν οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές».
Ο δρόμος είχε ανοίξει για την κατάταξη εθελοντών εναντίον του μπολσεβικισμού και ο Τσολάκογλου, παρά την αλλού αναλυόμενη επιθυμία του να επαναποκτήσει στρατό, δεν είχε πεισθεί για τη σκοπιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος, το οποίο – όπως υποστηρίζει στα απομνημονεύματά του – γινόταν από «εξωκυβερνητικούς κύκλους». Μάλιστα, αναφέρει ότι υπονόμευσε τη δημιουργία της εθελοντικής αντικομμουνιστικής λεγεώνας[6]:
«Ευθύς ως επληροφορήθην το λυπηρόν όσον και λίαν εγκληματικόν τούτο εγχείρημα, αντέταξα πάσαν αντίδρασιν, έχων και την συνδρομήν του αρχηγού της Χωροφυλακής υποστρατήγου Ντάκου, όστις εμυήθη εις τας προθέσεις μου προς αντίδρασιν και όστις παρενέβαλε πολλά εμπόδια, ώστε η προσπάθεια των διανοηθέντων να συνδράμωσι τους εχθρούς της Πατρίδος μας να μη ριζοβολήση.
Πάντως όμως επεκρέματο ο τρομερός κίνδυνος να αποσταλούν οι εγγραφέντες εις την λεγεώνα. Ένεκα τούτου έδει να ληφθούν ριζικά μέτρα προς ολοσχερή ματαίωσιν της ιδέας της αποστολής ελληνικής λεγεώνος εναντίον της Ρωσίας.
Τα μέτρα ευρέθησαν εκ της σκέψεως ότι οι Ιταλοί θα απέστεργον την αποστολήν λεγεώνος, πράγμα, όπερ θα είχε ως συνέπειαν την ανταμοιβήν των Ελλήνων εις βάρος των ονείρων που έπλεκεν η Ιταλία. Η ανταμοιβή θα παρείχετο ευγνωμόνως και εν καιρώ υπό της Γερμανίας έναντι των θυσιών που θα υφίσταντο οι Έλληνες εν Ρωσία, χάριν του αγώνος των Γερμανών.
Προς τούτο την εν αγνοία τελούσαν Ιταλικήν πρεσβείαν την κατεστήσαμεν ενήμερον της συντελουμένης συγκροτήσεως λεγεώνος εις Θεσσαλονίκην και εις Αθήνας με την προσθήκην ότι “οι προθυμοποιούμενοι διά να ενδυθούν και να εξοπλισθούν προτίθενται να λιποτακτήσουν εις τα βουνά διά να κτυπούν εκείθεν τους Ιταλούς κυρίως και δευτερευόντως τους Γερμανούς”.
Η ψευδής αύτη ανακοίνωσις, κατά τρόπον δήθεν φιλικόν διά τους Ιταλούς, εξώργισε τον πρεσβευτήν της Ιταλίας εναντίον των Γερμανών, ως δημιουργούντων εν αγνοία της ιταλικής αντιπροσωπείας ζητήματα, άτινα είναι δυνατόν να έχωσι δυσαρέστους συνεπείας διά τους Ιταλούς, αν δεν καταβληθή προσπάθεια να γίνη απόλυτος επιλογή των μελλόντων να συμμετάσχωσι εις τον κατά της Ρωσίας πόλεμον».
Ανεξάρτητα από το τι ακριβώς ελέχθη από τον Τσολάκογλου ή ανθρώπους του προς την ιταλική πρεσβεία, γεγονός είναι ότι υπήρξε αντίδραση των Ιταλών. Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 756/8.8.1941 υπηρεσιακό σημείωμα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, ο σύμβουλος της ιταλικής πρεσβείας Βερολίνου πρεσβευτής Κοσμέλι δήλωσε ότι η ιταλική κυβέρνηση αρνείται να συγκατατεθεί στον σχηματισμό ελληνικού εθελοντικού σώματος και ότι ζητούσε να του γίνει γνωστή η γερμανική άποψη επί του θέματος. Σε δεύτερο υπηρεσιακό σημείωμα, το υπ’ αριθ. 767/12.8.1941, αναφέρεται ότι ο Κοσμέλι, με εντολή της κυβέρνησής του, προέβη σε διάβημα εναντίον του σχηματισμού ελληνικού εθελοντικού σώματος.
Δεν γνώριζε τι είχε μεσολαβήσει ο Άλτενμπουργκ, όταν τηλεγραφούσε στο Βερολίνο στις 12 Αυγούστου 1941:
«Επείγει να ληφθεί απόφαση για το ελληνικό εθελοντικό σώμα, διότι η προεργασία της ελληνικής κυβέρνησης προχώρησε μέχρι του σημείου, ώστε μόνον η δημοσίευση πρόσκλησης στον Τύπο απομένει για την κατάταξη εθελοντών. Αυτή, για να είμαστε εντάξει απέναντι στους Ιταλούς, δεν θα γίνει αν δεν επέλθει συμφωνία μεταξύ Βερολίνου και Ρώμης, στο βασικό θέμα, στον σχηματισμό του εθελοντικού σώματος. Θα σας είμαι ευγνώμων για την όσο το δυνατόν συντομότερη αποστολή των οδηγιών σας».
Ο Γερμανός πρεσβευτής ήταν πεπεισμένος ότι η κατοχική κυβέρνηση ενεργούσε δραστήρια για το θέμα αυτό, ενώ η πραγματική εικόνα ήταν διαφορετική. Το ζήτημα κλείνει, όταν από το Βερολίνο με άκρως απόρρητο τηλεγράφημα στάλθηκαν οι οδηγίες:
«1. Μόνο για ατομική σας ενημέρωση: Η ιταλική πρεσβεία Βερολίνου εξέφρασε δύο φορές την επιθυμία της ιταλικής κυβέρνησης, ώστε να αποτραπεί η εμφάνιση Ελλήνων εθελοντών στο Ρωσικό Μέτωπο. Κατόπιν αυτού, το ζήτημα επανεξετάσθηκε και αποφασίστηκε να μην σταλεί ελληνικό εθελοντικό σώμα στη Ρωσία.
»2. Παρακαλώ να πληροφορήσετε κατάλληλα τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι η κυβέρνηση του Ράιχ με ικανοποίηση έλαβε γνώση της πρόθεσης της ελληνικής κυβέρνησης περί σχηματισμού ελληνικού εθελοντικού σώματος το οποίο θα μετείχε στον αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού, αλλά ότι δεν θα επιθυμούσε να αποστείλει σώματα Ελλήνων εθελοντών στο Ρωσικό Μέτωπο. Παρακαλώ να αποφύγετε όπως η άρνηση περιέχει ο,τιδήποτε θα μπορούσε να θίξει την Ελλάδα. Μπορείτε συνεπώς να τονίσετε ότι στην παρούσα φάση των επιχειρήσεων στη Ρωσία, η ένταξη νέων εθελοντικών σωμάτων θα μπορούσε να επιφέρει δυσχέρειες, δεδομένης της συμμετοχής πολλών άλλων εθελοντικών σχηματισμών.
»Επίσης ότι τα απαραίτητα στη Ρωσία για τον εφοδιασμό πολυάριθμα φορτηγά αυτοκίνητα, δεν θα μπορούσαν προς το παρόν, να εξευρεθούν παρά με την αφαίρεσή τους από άλλες μονάδες. Παρακαλώ να αποσιωπηθεί ότι η άρνηση οφείλεται σε ιταλική πρωτοβουλία».
Παράλληλα προς τα ανωτέρω, δόθηκε εντολή στον Βέρμαν, της κεντρικής υπηρεσίας του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, να ενημερώσει τον Κοσμέλι ότι το ελληνικό εθελοντικό σώμα δεν έγινε δεκτό στο Ρωσικό Μέτωπο και να του εξηγήσει ότι η κυβέρνηση του Ράιχ είχε αρχικά αποδεχθεί το ελληνικό αίτημα, με την έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού με τη συμμετοχή σ’ αυτόν όλων των ευρωπαϊκών κρατών ή λαών (πλην της ισπανικής λεγεώνας, υπήρξε συμμετοχή από διάφορες κατεχόμενες ή αξονικές χώρες, ενώ είναι η γνωστή και η υποτυπώδης συγκρότηση βρετανικού εκστρατευτικού σώματος με άνδρες που είχαν περισυλλεγεί εθελοντικά από στρατόπεδα αιχμαλώτων), αλλά ότι, ύστερα από την επιθυμία που εξέφρασε η ιταλική κυβέρνηση, απέκρουσε την ελληνική προσφορά.



4. Η στελέχωση του κυβερνητικού μηχανισμού

Η κυβέρνηση ήταν ολιγομελής αναλογικά με τις προηγούμενες, δεν είχε κανέναν υφυπουργό και τουλάχιστον τρία υπουργεία είχαν καλυφθεί προσωρινώς. Τελικά δεν είχε αποφευχθεί η εικόνα της στρατοκρατίας, αφού έξι στους εννέα ήταν εν ενεργεία ή απόστρατοι αξιωματικοί.
Ο ισχυρότερος υπουργός στο προσκήνιο ήταν ο Αντώνιος Λιβιεράτος, στο παρασκήνιο ο στρατηγός Μπάκος, αλλά τις εντυπώσεις θα τις κερδίσει εκ των πραγμάτων ο καθηγητής Λογοθετόπουλος, ο οποίος έγινε αντιπρόεδρος. Περί της αρχικής συμμετοχής του, ο τελευταίος έχει γράψει[7]:
«Την 29ην Απριλίου εκλήθην όπως συναντήσω τον αείμνηστον στρατηγόν Γεώργιον Τσολάκογλου εις την Γερμανικήν Πρεσβείαν, όπου μετ’ άλλων μελών τής έπειτα υπ’ αυτόν σχηματισθείσης Κυβερνήσεως συνεζήτει τα του καταρτισμού της.
Ο στρατηγός μού επρότεινε όπως αναλάβω το Υπουργείον της Προνοίας, λόγω της ειδικότητός μου, του κύρους μου και των τιμητικών τίτλων, διά των οποίων με είχε περιβάλει από μακρού η Γερμανική Επιστήμη. Παρ’ όλην την επείγουσαν ανάγκην των τραγικών εκείνων στιγμών, ομολογώ ότι εδίστασα πολύ να αναλάβω το βάρος τούτο, το οποίον επέβαλλε πλην πολλών άλλων και την αντιμετώπισιν τεραστίων προβλημάτων, αποτόκων του πολέμου και της υποδουλώσεως.
Άλλως τε εις τον κύκλον των φιλοδοξιών μου ουδέποτε είχον περιληφθή τα πολιτικά αξιώματα, τα οποία δυσκόλως συμβιβάζονται προς την συγκέντρωσιν και την ηρεμίαν της επιστημονικής ερεύνης και δράσεως.
Διά τούτο απέρριψα πάντοτε επανειλημμένας προτάσεις και των αειμνήστων Ι. Μεταξά (1927) και Π. Τσαλδάρη (1933) όπως αναμιχθώ εις την πολιτικήν, όπως απέκρουσα επίσης και την τιμητικήν πρότασιν του τελευταίου κατά το αυτό έτος ως υποψηφίου Δημάρχου Αθηναίων.
Ήτο όμως κατά τας ανιστορήτους εκείνας τραγικάς στιγμάς επιτακτική ανάγκη να σωθή από την καταστροφήν ό,τι ήτο δυνατόν να περισωθή και να ανακουφισθή ο Ελληνικός Λαός από το βάρος της επερχομένης αφορήτου δουλείας και δυστυχίας.
Διά τούτο εδέχθην εν τέλει την πρότασιν του στρατηγού Τσολάκογλου, αν και είχον πλήρη συναίσθησιν των πολλαπλών ευθυνών, ας ανελάμβανον και των θυσιών, εις τας οποίας θα υπέβαλον εμαυτόν διά της αποδοχής μου ταύτης. Το έθνος όμως είχεν ανάγκην των υπηρεσιών των τέκνων του. Έπρεπε να ευρεθούν άνθρωποι, οι οποίοι να θυσιάσουν συνειδητά τον εαυτόν των υπέρ αυτού κατά την δεινοτέραν περίοδον της μακραίωνος ιστορίας του».
Ο Λογοθετόπουλος είχε σύζυγο γερμανικής καταγωγής, αρκετά γνωστή και μάλλον συμπαθητική ανάμεσα στην αθηναϊκή κοινωνία, όπου ζούσε επί σχεδόν τριάντα χρόνια και συμμετείχε σε διάφορες φιλανθρωπικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Τις πρώτες ημέρες της Κατοχής κυκλοφορούσε έντονη η φήμη ότι η σύζυγος του Λογοθετόπουλου ήταν αδελφή του στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, αλλά από το οικογενειακό περιβάλλον αυτό διαψευδόταν. Δραστηριοποιήθηκε εντονότερα στον κοινωνικό τομέα αφότου ο σύζυγός της έγινε αντιπρόεδρος της κατοχικής κυβέρνησης, αλλά ιστορικά αξιολογότερη ήταν μια ελάχιστα γνωστή δραστηριότητά της, όταν αργότερα – στο διάστημα που ο Λογοθετόπουλος ήταν πρωθυπουργός – πραγματοποίησε μια περιοδεία στη Βόρειο Ελλάδα, με πρόσχημα να εποπτεύσει στα παραρτήματα του ΠΙΚΠΑ, του οποίου η ίδια ήταν πρόεδρος. Αναφέρεται ότι συνοδευόταν από Γερμανίδες, που είχαν έρθει χωρίς επίσημη ιδιότητα από το Βερολίνο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απεσταλμένες της καγκελαρίας για να αναφέρουν όσα αυτοπροσώπως θα αντιλαμβάνονταν ως προς την ελληνικότητα των κατοίκων των περιοχών που επισκέφθηκαν[8]. Αναφέρεται ακόμη ότι από τις πληροφορίες που τελικά μετέφεραν κατά την επιστροφή τους στο Βερολίνο, η γερμανική κυβέρνηση και προσωπικά ο Χίτλερ πείσθηκαν ότι οι κάτοικοι δεν ήταν βουλγαρικής καταγωγής, όπως ισχυριζόταν η Σόφια και έτσι ματαιώθηκε το δημοψήφισμα που επρόκειτο να γίνει στα βουλγαροκρατούμενα εδάφη της Μακεδονίας[9].
Για τη γερμανοφιλία του Λογοθετόπουλου δεν θα μπορούσε να εγερθεί αμφισβήτηση, αφού άλλωστε, μεταξύ άλλων, ήταν μέχρι τον πόλεμο ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου. Υπάρχουν μαρτυρίες, όμως, ότι χρησιμοποίησε αυτές τις αντιλήψεις και τους δεσμούς του για να χρησιμεύσει ως καλοπροαίρετος ενδιάμεσος με τους κατακτητές[10]. Η οικογένειά του ήταν βυθισμένη σε νωπό πένθος, καθώς ο νεαρός καθηγητής χειρουργικής Ξενοφών Κοντιάδης, σύζυγος της μεγαλύτερης κόρης του Μαρίας, είχε βρει τραγικό θάνατο ύστερα από γερμανικό βομβαρδισμό του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, όπου υπηρετούσε. Το κλίμα στο σπίτι του Λογοθετόπουλου ήταν βαρύ, αλλά αυτό δεν στάθηκε φραγμός για να αναλάβει σημαίνουσα θέση στην κατοχική κυβέρνηση.
Ένας Αμερικανός και μάλλον νηφάλιος παρατηρητής έχει καταγράψει στο ημερολόγιό του θετικές αναμνήσεις από τις υπηρεσιακές επαφές του με τον Κων. Λογοθετόπουλο[11], σε αντίθεση με άλλες περιγραφές που έχουν δημοσιευθεί σε παράνομες αντιστασιακές εφημερίδες σε μεταγενέστερες κατοχικές περιόδους, όπου ο Λογοθετόπουλος αναφέρεται απαξιωτικά ως ανθέλληνας και φανατικός χιτλερικός, ιδιότητες που τελικά δεν επιβεβαιώνονται και μάλλον άδικες είναι.

Όπως προκύπτει από σχετικές αφηγήσεις, φαίνεται πως στα σπίτια ορισμένων άλλων από τους νέους υπουργούς, η ατμόσφαιρα δεν ήταν αισιόδοξη. Τα παιδιά του ήταν πολύ μικρά, αλλά τα πεθερικά του υπουργού Εσωτερικών Παν. Δεμέστιχα, όπως και η σύζυγός του, αντέδρασαν αρνητικά όταν έμαθαν την υπουργοποίησή του[12].
Στην οικία Χατζημιχάλη, σήμερα ομώνυμο μουσείο για να τιμηθεί η μνήμη της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, τα πράγματα κάθε άλλο παρά ήρεμα ήταν, αν δεχθούμε όσα αναφέρει η Έρση Χατζημιχάλη[13], κόρη του κατοχικού υπουργού Εθνικής Οικονομίας (σημειωτέον ότι ο αναφερόμενος σύζυγός της Αλέκος Σεφεριάδης υπήρξε ένας από τους πρώτους πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που έδρασαν δραστήρια επί Κατοχής):
«Ένα καλό μεσημέρι, μία η ώρα, καθόμασταν οι δυο μας [Αγγελική και Έρση] στο εργαστήρι. Ανοίγει η πόρτα. Ήταν ο Πλάτων. Φαινόταν πως ήταν σε ευχάριστη διάθεση, όταν μας ανήγγειλε: “Καινούρια τάξις πραγμάτων!” [...] Μας λέει λοιπόν ο πατέρας μου: “Σχηματίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου” και πως του πρότειναν να γίνει υπουργός Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, ο Νίκος ο Λούβαρις θα γινόταν υπουργός Παιδείας, ο Λογοθετόπουλος υπουργός Υγείας. Μας είπε ακόμα πως είχαν δεχτεί! Μείναμε άφωνες. Αφού συνήλθε η Αγγελική, βρήκε τη φωνή της: “Πλάτων, τι πας να κάνεις, είναι κυβέρνηση των Γερμανών”. “Σώπα, εσύ δεν καταλαβαίνεις, θα βοηθήσουμε τον τόπο, θα βοηθήσουμε τους Έλληνες, είναι μια νέα τάξη πραγμάτων σου λέω”. Φοβήθηκα πως η Αγγελική θα λιποθυμούσε. Ήταν άσπρη σαν χαρτί. Σηκώθηκε, πήγε μπροστά του, γονάτισε στα πόδια του: “Πλάτων, μην το κάνεις αυτό”, ικέτευσε. Εκείνος την κοίταξε γονατιστή στα πόδια του και χωρίς δισταγμό: “Δεν καταλαβαίνεις”, επανέλαβε. [...]
Η Αγγελική κλείστηκε στο εργαστήρι της και συνέχισε να καίγεται για την πατρίδα. Ο Πλάτων έγινε υπουργός. Φέρθηκε τίμια κλείνοντας το γραφείο του. Όλες οι δουλειές του ήταν με τη Γερμανία. Τις διέκοψε όλες. Μη τυχόν και του πούνε πως χρηματίζεται.
Πιστεύω ειλικρινά πως βοήθησε ανθρώπους. Πως διόρισε πολλούς στα υπουργεία, ανθρώπους που κινδύνευαν να πεθάνουν από τη μεγάλη πείνα. Ακόμα βλέπω μια γυναίκα, τότε νέα, που την έσωσε ο Πλάτων και επέζησε. Και πολλούς άλλους. Τουλάχιστον είχε εξοικονομήσει το συσσίτιο που έδιναν στα υπουργεία.
Αυτό ίσως ελαφρύνει την υστεροφημία του. Το λέω μόνο για την αλήθεια. Βοήθησε.
Μια μέρα ήρθαν να μας βρουν, τον Αλέκο [Σεφεριάδη, σύζυγο της Έρσης Χατζημιχάλη] και μένα, δυο πολύ γνωστοί που σήμερα παίζουν ρόλο στη ζωή του τόπου. Δεν θέλω να πω ονόματα. “Ο Πλάτων ο Χατζημιχάλης με τους Γερμανούς; Δεν είναι δυνατόν! Καταστρέφει όλη του τη ζωή. Πρέπει να παραιτηθεί. Έρση, να πας να του πεις να παραιτηθεί. Να του εξηγήσεις, να τον πείσεις”.
Έριξα κάτι στην πλάτη μου και κατέβηκα στην Πλάκα. Βρήκα τον Πλάτωνα στο γραφείο του. “Μπαμπά, ήρθαν ο τάδε και ο τάδε και μου λένε πως πρέπει να παραιτηθείς. Σε αγαπάνε. Δεν θέλουν το κακό σου”.
“Ο τάδε και ο τάδε, είπες;”
“Ναι”.
“Ορίστε”, είπε και μου έδειξε. Πάνω στο γραφείο του ήσαν δύο επισκεπτήρια του τάδε και του τάδε, που τον συνέχαιραν για την ανάληψη του υπουργείου [...]
Την Αγγελική κάποιες κυρίες έπαψαν να τη χαιρετάνε. Σαν γυναίκα δωσιλόγου. Η Αγγελική δεν είπε τίποτα. Το έμαθα μόνο συμπτωματικά. Δεν έφυγε από το σπίτι της. Δεν θα ήταν και δυνατόν. Εκεί ήταν ο χώρος της, συνυφασμένος με τη ζωή της. Κλείστηκε στο εργαστήρι της. Εκεί έτρωγε, εκεί κοιμότανε και εκεί μαζευόμαστε και εμείς κοντά της σαν κλωσόπουλα. Ο Νίκος αγαπούσε τον πατέρα του, όμως αυτή την πράξη του την πήρε επί πόνου. Δεν τη σήκωνε. Το σπίτι μας ήταν μεγάλο. Μπορούσες ζώντας σ’ αυτό ν’ αποφύγεις κάποιον που δεν ήθελες να δεις. Πολλές φορές απέφευγε να τον δει. Αποκαλούσε τον πατέρα του “ο κύριος Χατζημιχάλης”, και εγώ γελώντας συμπλήρωνα: “Ο δωσίλογος”.
Ο Αλέκος έβλεπε την Αγγελική, που την αγαπούσε, μα δεν χαιρετούσε τον Πλάτωνα. Αυτή η απόφαση του Πλάτωνα μας βάραινε όλους...»[14].
Αυτή η τελευταία φράση αποτυπώνει την ατμόσφαιρα, που επικρατούσε στα σπίτια των κατοχικών υπουργών, ώστε να προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα:
α. Αφού δεν μπορούσαν να πείσουν το οικογενειακό τους περιβάλλον για την ωφελιμότητα, υπέρ της οποίας είχαν αναλάβει αξιώματα, τότε τι προσδοκούσαν από το σύνολο της κοινής γνώμης;
β. Όσοι παρέμεναν, παρ’ όλα αυτά, αταλάντευτοι στις θέσεις τους, πόσο μεγάλα αποθέματα αυτοπεποίθησης διέθεταν, ώστε να αγνοούν προκλήσεις και εχθρότητες ακόμη και μέσα στο σπίτι τους;

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ΠΟΙΟΣ

Εκείνοι που πήραν μέρος στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση, όπως και στις επόμενες δύο, είχαν επιλεγεί με κάποια προσοχή, αρκετή για να απορριφθούν ορισμένοι άλλοι, αλλά και μεταπολεμικά, ύστερα από επίμονες έρευνες, να διαπιστωθεί ότι – παρά το ανεξέλεγκτο λόγω των συνθηκών – δεν υπήρξαν χρηματισμοί ή άλλα σκάνδαλα – τουλάχιστον δεν επιβεβαιώθηκαν ανέκκλητα.
Ας δούμε κάπως λεπτομερέστερα ποιοι ήταν όσοι έγιναν υπουργοί στην κυβέρνηση Τσολάκογλου:

Γκοτζαμάνης Σωτήριος (1885-1958). Γεννήθηκε στα Γιαννιτσά Πέλλης. Σπούδασε ιατρική στην Πάδοβα Ιταλίας. Εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης-Πέλλης στις εκλογές Δεκ. 1915, 1920, 1932 και 1936 όταν ηγήθηκε επικεφαλής μακεδονικού συνδυασμού ως αρχηγός του Εθνικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος. Διετέλεσε υπουργός Υγιεινής-Προνοίας-Αντιλήψεως στην πρώτη Κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη (4.11.1932-16.1.1933), υπουργός Οικονομικών στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (26.5.1941-2.12.1942) και υπουργός Οικονομικών-Εθνικής Οικονομίας στην Κατοχική Κυβέρνηση Λογοθετόπουλου (2.12.1942-7.4.1943). Πριν από την Απελευθέρωση κατέφυγε στην Ιταλία, ενώ δικάσθηκε ερήμην το 1945 από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σε θάνατο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953, πήρε χάρη και πολιτεύθηκε στις δημοτικές εκλογές 1954 ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Δεμέστιχας Παναγιώτης (1885-1961). Γεννήθηκε στο Κοτρώνι Λακωνίας. Κατατάχθηκε ως εθελοντής δεκανέας και σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία εξήλθε ανθυπολοχαγός πεζικού το 1912. Σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός (αντιστράτηγος το 1940), ενώ παράλληλα σπούδασε σε Στρατιωτικές Σχολές και αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μακεδονικό Μέτωπο, στη συνέχεια στην Ουκρανία και την Κριμαία) και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Υπηρέτησε ως αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως (1938-39), διοικητής του Α΄ και του Ε΄ Σώματος Στρατού κατά τον Πόλεμο 1940-41 και αποστρατεύθηκε το 1946. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός Εσωτερικών (30.4-20.9.1941) και μετά την Απελευθέρωση καταδικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σε φυλάκιση 20 ετών.
Καραμάνος Ιωάννης (1891-1966). Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε γεωπονικές επιστήμες στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε στο Μεσολόγγι και την Καλαμάτα, όπου εισήγαγε για πρώτη φορά την καλλιέργεια του ρυζιού. Διετέλεσε σύμβουλος επί γεωργικών ζητημάτων στην Υπάτη Αρμοστεία Σμύρνης (1921-22), στη συνέχεια διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, γενικός διευθυντής του υπουργείου Γεωργίας και έπειτα γενικός διευθυντής Εποικισμού. Εξελέγη πρώτος βουλευτής Λέσβου με το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές 1936. Κατά την Κατοχή ανέλαβε υπουργός Γεωργίας και Επισιτισμού στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου (20.9.1941-23.3.1942). Μετά την Απελευθέρωση καταδικάσθηκε σε ισόβια και αποφυλακίσθηκε το 1951.
Κατσιμήτρος Χαράλαμπος (1886-1962). Γεννήθηκε στο Κλειστό Ευρυτανίας. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου. Κατετάγη ως εθελοντής στο στράτευμα το 1904, ανθυπολοχαγός πεζικού το 1913. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μακεδονικό Μέτωπο) και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, τραυματισθείς στη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ. Ως υποστράτηγος και διοικητής της 8ης Μεραρχίας πήρε μέρος στον Πόλεμο 1940-41, αποκρούοντας την κυρίως ιταλική επίθεση. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου, ως υπουργός Εργασίας (30.4-8.5.1941) και Γεωργίας (30.4-20.9.1941). Μετά την Απελευθέρωση καταδικάσθηκε σε πεντέμισυ χρόνια ειρκτή και αποφυλακίσθηκε το 1949, ενώ το 1951 αποκαταστάθηκε στον βαθμό του και προάχθηκε σε αντιστράτηγο. Έγραψε το βιβλίο "Η Ήπειρος προμαχούσα" (1954).
Λιβιεράτος Αντώνιος (1896-1989). Γεννήθηκε στο Ληξούρι και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία από το 1920 στην Αθήνα. Στην περίοδο 1920-22 εξέδωσε την ημερήσια εφημερίδα "Στέμμα". Εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές 1933, 1935 και 1936. Διετέλεσε υφυπουργός Συγκοινωνίας στην Κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη (20.3-19.7.1935), υπουργός Δικαιοσύνης (30.4.1941-31.3.1942), Αγορανομίας (30.4-6.5.1941) και Εργασίας (25.6.1941-31.3.1942) στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Μετά την Απελευθέρωση καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 11 ετών και αποφυλακίσθηκε το 1951.
Λογοθετόπουλος Κωνσταντίνος (1878-1961). Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Μονάχου και στη συνέχεια εργάσθηκε εκεί (1903-10). Υπήρξε διευθυντής ιδιόκτητης γυναικολογικής κλινικής στην Αθήνα (1910-22), τακτικός καθηγητής Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1922, διευθυντής του Γυναικολογικού Τμήματος στο Αρεταίειο (1922-35) και στον "Ευαγγελισμό" (1935-41), διευθυντής της Μαιευτικής-Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε υπουργός Προνοίας και Εθν. Παιδείας (30.4.1941-7.4.1943), αντιπρόεδρος στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (5.5.1941-2.12.1942) και στη συνέχεια πρωθυπουργός (2.12.1942-7.4.1943). Τον Σεπτέμβριο 1944, λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών, διέφυγε στη Γερμανία, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση χειρουργικής κλινικής στη Βαυαρία. Μετά την Απελευθέρωση, καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά και συνελήφθη από τις αμερικανικές αρχές στη Γερμανία που τον παρέδωσαν στην Ελλάδα το 1946. Το 1951 αποφυλακίσθηκε. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως έφεδρος στρατιωτικός ιατρός και υπήρξε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932-33), πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου, μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας Λεοπολντίνα Καρολίνα, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μονάχου κ.ά. Έγραψε τα βιβλία "Περί ατρησίας του κολεού" (1904), "Περί φυματιώσεως των εξωγεννητικών οργάνων της γυναικός" (1906), "Διάγνωσις και θεραπεία της εξωμητρίου κυήσεως" (1910), "Γυναικολογία" (1928), "Γυναικολογική Χειρουργική" (1939) κ.ά., καθώς και το "Ιδού η αλήθεια" (1949) για τη δράση του στην Κατοχή.
Λουλακάκης Εμμανουήλ (1895-1966). Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Βερολίνου, Παρισίων και Λονδίνου. Υπηρέτησε ως νομάρχης Καβάλας (1924-28), γενικός γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας (1928-29) και γενικός γραμματέας υπουργείου Εθν. Οικονομίας (1929-32). Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης (Αύγ. 1941-23.1.1943). Μετά την Απελευθέρωση εξελέγη βουλευτής Ηρακλείου με το Κόμμα Φιλελευθέρων στις εκλογές 1946, 1950, 1952 και 1958, με την Ένωση Κέντρου στις εκλογές 1961, 1963 και 1964. Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ (20-27.1.1949) και υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου (27.1-30.6.1949) στην Κυβέρνηση Σοφούλη, υπουργός Εργασίας στην Κυβέρνηση Διομήδη (30.6.1949-6.1.1950), Βιομηχανίας στην Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα (20.7-20.8.1965) και άνευ Χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Στεφανόπουλου (από 11.5.1966 μέχρι τον θάνατό του).
Μάρκου Νικόλαος (1894-1963). Γεννήθηκε στη Λιβαδειά. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός πυροβολικού (ανθυπολοχαγός το 1913, υποστράτηγος το 1936). Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μακεδονικό Μέτωπο), στη Μικρασιατική Εκστρατεία και ως διοικητής της 6ης Μεραρχίας στον Πόλεμο 1940-41. Κατά την Κατοχή διετέλεσε υφυπουργός Δημ. Ασφαλείας στην Κυβέρνηση Τσολάκογλου (30.4.1941-2.12.1942) και υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Λογοθετόπουλου (2.12.1942-7.4.1943).
Μουτούσης Σωτήριος (1894-1978). Γεννήθηκε στον Νέο Ερινεό Πατρών. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου. Σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός πυροβολικού (ανθυπολοχαγός το 1914, υποστράτηγος το 1937), αποστρατευθείς με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ως διοικητής της ΧΙΙΙ Μεραρχίας στον Πόλεμο 1940-41. Διετέλεσε υπουργός Σιδηροδρόμων-Αυτοκινήτων και Συγκοινωνίας στις Κατοχικές Κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (30.4.1941-7.4.1943) και μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε 11 ετών πρόσκαιρα δεσμά, αποφυλακισθείς το 1951.
Μπάκος Γεώργιος (1892-1945). Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός, φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον Πόλεμο 1940-41 ως διοικητής της 3ης Μεραρχίας. Κατά την Κατοχή διετέλεσε υπουργός Εθν. Αμύνης στις Κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (30.4.1941-7.4.1943). Κατά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη ως όμηρος του ΕΛΑΣ και εκτελέσθηκε στα Κρώρα.
Παπαδόπουλος Ιάσων (1895-;). Πλοίαρχος ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού. Διορίσθηκε υπουργός Εμπ. Ναυτιλίας στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (8.5-22.11.1941).
Πολύζος Δημήτριος (1893-1967). Γεννήθηκε στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στο στράτευμα υπηρέτησε μέχρι το 1923, οπότε αποτάχθηκε λόγω συμμετοχής του στο Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Στη συνέχεια σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ασχολήθηκε με την εκτέλεση δημοσίων έργων, ανάμεσα στα οποία και το οχυρό Ρούπελ. Κατά τη δικτατορία Μεταξά εξορίσθηκε στη Σίφνο και τη Σύρο για αντιδικτατορική δραστηριότητα. Στον Πόλεμο 1940-41 επιστρατεύθηκε και ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής Κέρκυρας. Διετέλεσε υπουργός Αγορανομίας και Επισιτισμού στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (6.5-29.6.1941) και μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πέντε ετών.
Ραγκαβής-Ρίζος Νικόλαος (1882-1968). Γεννήθηκε στην Αθήνα, γόνος της ιστορικής οικογένειας. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός (ανθυπολοχαγός πυροβολικού το 1904). Σπούδασε επίσης στην Ακαδημία Πολέμου Βερολίνου και υπήρξε υπασπιστής του αρχηγού της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής. Πήρε μέρος ως επιτελής στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία και το 1923 αποστρατεύθηκε. Με εντολή της Κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη οργάνωσε το 1934 το Κρατικό Ενεχυροδανειστήριο. Το 1940 ανακλήθηκε στην ενέργεια και ως αντιστράτηγος ανέλαβε διαδοχικά διοικητής της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Διετέλεσε υπουργός γενικός διοικητής Μακεδονίας στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (30.4-12.12.1941). Ο γιος του Αριστείδης (1919-42) εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς στην Κρήτη.
Ρουσόπουλος Αναστάσιος (1884-1970). Γεννήθηκε στο Άργος. Σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός (μόνιμος εξ εφέδρων) και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ως υποστράτηγος διοικητής μεραρχίας στον Πόλεμο 1940-41. Διετέλεσε υπουργός Εργασίας στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου (8.5-25.6.1941). Αργότερα επί Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και παρέμεινε επί πεντάμηνο φυλακισμένος στο Χαϊδάρι (1944).
Σιμωνίδης Βασίλειος (1899-1960). Γεννήθηκε στις Σέρρες και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (διδάκτορας) και μετεκπαιδεύθηκε στο Παρίσι. Υπηρέτησε ως τμηματάρχης του υπουργείου Γεωργίας και διευθυντής του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού. Μέλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου, το 1941 (μετά την είσοδο των Γερμανών) ανέλαβε ως οικονομικός σύμβουλος της Γ.Δ. Μακεδονίας και τον Δεκ. 1941, μετά την παραίτηση του Ν. Ραγκαβή-Ρίζου ανέλαβε υπουργός Γ.Δ. Μακεδονίας μέχρι το τέλος της Κατοχής. Διετέλεσε από το 1953 πρώτος πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών-Μελενίκου.
Τσιριγώτης Λεωνίδας (1890-1980;). Σπούδασε ιατρική και άσκησε την ιατρική στη Σπάρτη. Εξελέγη βουλευτής Λακωνίας με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές 1933, 1935 και 1936. Κατά την Κατοχή διορίσθηκε υφυπουργός γενικός διοικητής Ηπείρου, στη συνέχεια Μακεδονίας και τέλος υφυπουργός παρά τω Πρόεδρω της Κυβερνήσεως στις Κυβερνήσεις Τσολάκογλου και Λογοθετόπουλου (21.10.1941-21.3.1943).
Τσολάκογλου Γεώργιος (1886-1948). Γεννήθηκε στη Ρεντίνα και πέθανε στην Αθήνα, γόνος ιστορικής οικογένειας των Αγράφων. Κατατάχθηκε στον στρατό το 1906 και φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών (ανθυπολοχαγός πεζικού το 1912). Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μακεδονικό Μέτωπο), ως ταγματάρχης στην Ουκρανική και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Συνταγματάρχης το 1925 και υποστράτηγος το 1934, υπηρέτησε ως διοικητής μεραρχίας, φρούραρχος Αθηνών, διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και επιθεωρητής πεζικού. Το 1938 στάλθηκε από τη δικτατορία Μεταξά στην Κρήτη ως γενικός διοικητής για να καταστείλει το κίνημα που είχε εκδηλωθεί. Με την έναρξη του Πολέμου 1940-41 υπηρέτησε (αντιστράτηγος από το 1940) ως διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού και στη συνέχεια του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, καταφέροντας πολλές επιτυχίες σε βάρος των Ιταλών και εξαντλώντας τα περιθώρια αντίστασης απέναντι στους Γερμανούς. Στη συνέχεια, πιεζόμενος από τους άλλους στρατηγούς του Μετώπου και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω μάταιη θυσία των στρατιωτών και των πολιτών, προχώρησε (παρά την αντίθετη διαταγή του Στρατηγείου, λόγω της συνεχιζόμενης παρουσίας συμμαχικών στρατευμάτων που κατέρχονταν για να διαπεραιωθούν στην Κρήτη) στη σύναψη ανακωχής, υπογράφοντας τα πρώτα δύο πρωτόκολλα (20, 21.4.1941) με τους Γερμανούς με όρους ευνοϊκούς για τους Έλληνες στρατιώτες, ενώ το τρίτο πρωτόκολλο (23.4.1941) υπογράφηκε και από τους Ιταλούς. Στη συνέχεια, ύστερα από πρόταση των Γερμανών και παρά τη δυσφορία των Ιταλών, συγκρότησε την πρώτη κατοχική κυβέρνηση και ανέλαβε πρωθυπουργός (30.4.1941-2.12.1942). Στο διάστημα της πρωθυπουργίας του ήρθε σε επαφή με τους πολιτικούς ηγέτες, σημειώθηκε η μεγάλη πείνα του χειμώνα 1941-42, επεχείρησε να πατάξει τη μαύρη αγορά και προσπάθησε να αντιδράσει σε κρίσιμα εθνικά θέματα που είχαν δημιουργηθεί. Με την Απελευθέρωση φυλακίσθηκε και τον Μάιο 1945 καταδικάσθηκε για τη συνθηκολόγηση και την ανάληψη της πρωθυπουργίας σε θάνατο, με την ευχή του δικαστηρίου να μην εκτελεσθεί η ποινή. Πέθανε από λευχαιμία. Το 1959 δημοσιεύθηκαν τα "Απομνημονεύματά" του.
Χατζημιχάλης Πλάτων (1884-1964). Επιχειρηματίας, σύζυγος της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη. Υπήρξε προπολεμικά αντιπρόσωπος στην Ελλάδα των γερμανικών εταιριών "Σένκερ" (μεταφορές), "Κοντινένταλ" (ελαστικά) κ.ά. Διετέλεσε υπουργός Εθν. Οικονομίας (30.4.1941-23.3.1942) και Οικονομικών (30.4-26.5.1941) στην Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Έγραψε την "Ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας, 1890-1940" (1943).

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Η κατοχική κυβέρνηση δεν έμεινε απαράλλαχτη. Σ’ αυτήν δεν πήρε μέρος ο καθηγητής Ν. Λούβαρις, αφού όλο το προηγούμενο βράδυ είχε καταληφθεί από προβληματισμό. Δεν είχε οριστικά αρνηθεί τη συμμετοχή του όταν αποχαιρετούσε το προηγούμενο βράδυ τον στρατηγό Τσολάκογλου. Ο ίδιος έγραψε[15]:
«Την επομένην μετέβην με τον πλοίαρχον κ. Ι. Παπαδόπουλον εις τα Παλαιά Ανάκτορα και ανεκοίνωσα εις τον στρατηγόν Τσολάκογλου την απόφασίν μου, την οποίαν συνεμερίζετο και ο κ. Παπαδόπουλος. Αι ολίγαι στιγμαί που διήρκεσεν η παραμονή μου εις την αίθουσαν, όπου επρόκειτο να λάβη χώραν η ορκωμοσία, ήρκεσαν διά να διαγνώσω μίαν ακόμη φοράν τον ψύχραιμον πόνον του μετ’ ολίγον πρωθυπουργού, ο οποίος είχεν αποφασίσει να άρη τον σταυρόν του μαρτυρίου».
Μία ημέρα αργότερα ορκίσθηκε και ο στρατηγός Νικόλαος Ραγκαβής, που ήδη είχε αναλάβει καθήκοντα ως υπουργός γενικός διοικητής Μακεδονίας. Προηγουμένως ήταν στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης, διορισμένος από την κυβέρνηση Κοριζή και ήταν εκείνος που είχε εκπροσωπήσει τον στρατηγό Κων. Μπακόπουλο στις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Στο επόμενο διάστημα, καθώς είχαν εκουσίως απομακρυνθεί ο προκάτοχός του Γεώργιος Κυρίμης και ο γενικός γραμματέας Αλέξανδρος Καραθόδωρος, καθώς και όλο το ανώτερο προσωπικό της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (πλην του Μ. Αλμέιδα), ο Ραγκαβής κατείχε άτυπα το αξίωμα[16], που κατέλαβε επίσημα με την ορκωμοσία του. Η καθυστέρησή του να ορκισθεί ταυτόχρονα με τους συναδέλφους του κατοχικούς υπουργούς δεν οφειλόταν σε άλλους λόγους, παρά σε τεχνικούς, διότι απλώς άργησε να φθάσει εγκαίρως στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, μια που δεν είχε μπορέσει να περιληφθεί ως συνεπιβάτης του Τσολάκογλου στο γερμανικό αεροπλάνο, με το οποίο ήρθε ο τελευταίος και ο Μπάκος. Με άλλο στρατιωτικό αεροπλάνο, που διέθεσαν επί τούτω οι Γερμανοί, έφθασαν την Πρωτομαγιά στην Αθήνα από τα Ιωάννινα δέκα ανώτατοι αξιωματικοί, σωματάρχες και μέραρχοι του Μετώπου, οι περισσότεροι των οποίων ανέλαβαν κυβερνητικές θέσεις. Συνολικά άλλοι 68 ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί έφθασαν στην ελληνική πρωτεύουσα το μεσημέρι της 3ης Μαΐου, χρησιμοποιώντας στρατιωτικά αυτοκίνητα.

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΝ

Στα πρώτα εικοσιτετράωρα κρίθηκε η σταθερότητα της κατοχικής κυβέρνησης με βασικό συντελεστή το αν έρχονται ή όχι οι Ιταλοί για να αναλάβουν τη διοίκηση. Σημειώθηκαν ποικίλες ζυμώσεις, με κυριότερη εκείνη των δύο πιο θερμών γερμανόφιλων, των Κ. Λογοθετόπουλου και Πλ. Χατζημιχάλη[17], οι οποίοι – κατά πάσα πιθανότητα κινούμενοι μεθοδευμένα και εν γνώσει του Τσολάκογλου – απείλησαν με παραίτηση. Ήδη, πριν καν ορκισθεί, ο Νικόλαος Λούβαρις είχε αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
Ο νεοδιορισθείς Γερμανός πληρεξούσιος του Ράιχ Γκύντερ Άλτενμπουργκ μεταφέρει στο Βερολίνο τις πληροφορίες του, αναφορικά με τις ζυμώσεις που σημειώνονταν στη νεότευκτη ελληνική κυβέρνηση, οι οποίες βασικά προέρχονταν από τον στρατάρχη Λιστ (2 Μαΐου 1941):
«Μετά την παραίτηση του υπουργού Λούβαρι, περί της οποίας ανέφερα χθες, παραιτήθηκαν σήμερα δύο ακόμη υπουργοί, οι Λογοθετόπουλος και Χατζημιχάλης. Ως λόγο για την παραίτησή τους παρουσίασαν στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου, όπως τουλάχιστον είπε ο ίδιος στον στρατάρχη Λιστ, που τον επισκέφθηκε για να ανταποδώσει επίσκεψη του στρατάρχη, την επικείμενη ανάληψη της Κατοχής από τους Ιταλούς. Κατά τη συνομιλία του με τον στρατάρχη, ο πρωθυπουργός υπογράμμισε τον κίνδυνο που θα προέκυπτε για τη διατήρηση της τάξεως και της ησυχίας στη χώρα, με την έλευση των Ιταλών, οι οποίοι θα θεωρούνταν τύραννοι. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να συνεχίσει το έργο του με όσα από τα μέλη της κυβερνήσεως θα παρέμεναν στη θέση τους. Μου μετέδωσε αμέσως ο στρατάρχης το περιεχόμενο της συνομιλίας αυτής και μου πρόσθεσε ότι, λόγω της σπουδαιότητος των πληροφοριών του πρωθυπουργού, θα το ανέφερε στο Ανώτατο Αρχηγείο του Στρατού. Μου πρόσθεσε, μάλιστα, τους φόβους του πρωθυπουργού για κινδύνους διαταράξεως της τάξεως, τους θεωρούσε εύλογους και ότι συνεπώς θα προέβαινε στη σύσταση να επανεξετασθεί το ζήτημα της Ιταλικής Κατοχής. Οι προσωπικές μου εντυπώσεις από τις εξελίξεις των ημερών αυτών είναι ότι η ανάληψη της Κατοχής από τους Ιταλούς μπορεί να οδηγήσει σε κυβερνητική κρίση και πιθανώς σε ταραχές. Ήδη, με τις πρώτες φήμες, ότι τα γερμανικά στρατεύματα επρόκειτο να αντικατασταθούν από ιταλικά, σημειώθηκε σαφής μεταβολή στη στάση του πληθυσμού απέναντι στους Γερμανούς. Η επωδός όλων των Ελλήνων, μέχρι και τον άνθρωπο του δρόμου, ακόμη και στην εβδομάδα του πολέμου, ήταν: “Από τους Γερμανούς υπομένουμε τα πάντα, αρκεί να μην παραδοθεί η χώρα μας στους Ιταλούς”. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να φοβάται ότι η ανάληψη της Κατοχής από τους Ιταλούς θα είχε ως συνέπεια τεράστια ηθική και πολιτική ζημιά μας. Όπως επίσης δεν πρέπει να αγνοηθεί το ενδεχόμενο να εκραγούν ταραχές και να υποχρεωθούμε, στην περίπτωση αυτή, να ξαναφέρουμε στρατεύματα στην Ελλάδα. Θεώρησα ότι ήμουν υποχρεωμένος να επιστήσω την προσοχή σας στα ανωτέρω, προτού ληφθεί οριστική απόφαση για αντικατάσταση των γερμανικών στρατευμάτων από ιταλικά».
Από την παράθεση αυτής της αναφοράς του Άλτενμπουργκ, γίνεται αντιληπτό ότι η ύπαρξη ελληνικής κυβέρνησης υπό Κατοχή είχε τουλάχιστον αυτή τη σκοπιμότητα, δηλαδή να διοχετεύει τον όποιο ελληνικό σφυγμό στο κέντρο εξουσίας του κατακτητή, στο Βερολίνο. Το κλίμα που μετέδωσε στον Λιστ ο Τσολάκογλου με την παραίτηση των δύο υπουργών, συντέλεσε στην υποβολή αρμοδίως προτάσεως τόσο από τον στρατάρχη, όσο και από τον Γερμανό διπλωμάτη, για επανεξέταση του ζητήματος ως προς την ιταλική κατοχή. Εκ των υστέρων, γνωρίζουμε βεβαίως ότι η ιταλική κατοχή δεν αποφεύχθηκε, αλλά γίνεται αντιληπτό πόσο μπορούσε να επηρεάζει τη διαμόρφωση της πολιτικής η ύπαρξη ελληνικής κυβερνήσεως.
Οι δύο υπουργοί τελικά δεν επέμειναν στις παραιτήσεις τους και μάλιστα κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες ο καθηγητής Κ. Λογοθετόπουλος έγινε αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, αλλά και μέσα σε διάστημα λιγότερο των δύο μηνών οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν επίσημα στην Αθήνα ως κατέχουσα δύναμη. Το ζήτημα της ιταλικής κατοχής είχε οπωσδήποτε μείζονα σημασία για τους δύο κύριους εταίρους του Άξονα, αφού είχε αποφασισθεί επί ανωτάτου επιπέδου, και τυχόν υιοθέτηση των προτάσεων του Λιστ και του Άλτενμπουργκ, έναντι του τόσο ασήμαντου για το Βερολίνο κόστους της ανοχής του Γερμανού κατακτητή και όχι του Ιταλού από τους Έλληνες (κατά τις εκτιμήσεις του Γερμανού διπλωμάτη, ο οποίος άλλωστε δεν μπορούσε να γνωρίζει την προετοιμαζόμενη επίθεση κατά της Ρωσίας), θα μπορούσε ακόμη και να διασπάσει τον Άξονα.
Ορισμένοι από τους υπουργούς, είχαν δεχθεί να αναλάβουν αξιώματα διαρκούσης της Κατοχής με την καλοπροαίρετη ίσως ελπίδα ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν όφελος σε εποχή δοκιμασίας. Θα ήταν κοντόφθαλμο να μην δεχθούμε ότι αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις γνωστών και δραστήριων γερμανόφιλων, όπως ο καθηγητής Λογοθετόπουλος. Χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας αυτής, που φαίνεται ότι ενέπνεε και τον άλλο προς στιγμήν παραιτηθέντα υπουργό Πλ. Χατζημιχάλη, είναι η συζήτηση που είχε ο Λογοθετόπουλος με τον Άλτενμπουργκ και την οποία κατά καθήκον ο τελευταίος διαβίβασε στις προϊστάμενες αρχές του στο Βερολίνο. Ο Γερμανός διπλωμάτης περιγράφει στις 4 Μαΐου, δύο ημέρες έπειτα από την προηγούμενη αναφορά του, το τι ελέχθη και εν κατακλείδι επιμένει να πληροφορηθεί ποια ακριβώς είναι η πολιτική της κυβερνήσεώς του ως προς την ιταλική κατοχή.
«Σήμερα το απόγευμα με επισκέφθηκε ο Έλληνας υπουργός Υγιεινής καθηγητής Λογοθετόπουλος. Μου ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει, λόγω της σοβαρότητος της καταστάσεως, να παραμείνει στη θέση του και έπειτα μου μετέδωσε, ως πληροφορία του Πρωθυπουργού, ότι μέσα στις προσεχείς ημέρες η γερμανική κατοχή πρόκειται να αντικατασταθεί από ιταλική. Οι Έλληνες, πρόσθεσε, θα δέχονταν τα πάντα από τους Γερμανούς, από τους οποίους είχαν ηττηθεί, αλλά η Κατοχή της χώρας από τους Ιταλούς θα ήταν ανυπόφορη για τον πληθυσμό. Θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση σε παραίτηση και θα οδηγούσε τη χώρα σε ταραχές. Κατέληξε ότι αν ήταν απαραίτητο, ο ίδιος ή άλλο μέλος της κυβερνήσεως θα ήταν έτοιμοι να μεταβούν στο Βερολίνο για να εκθέσουν τη θέση της ελληνικής κυβερνήσεως στο ζήτημα αυτό.
Του απάντησα ότι η στάση της Κυβερνήσεως του Ράιχ καθορίσθηκε με βάση τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Την εκτίμηση της ηρωικής αντιστάσεως των ελληνικών στρατευμάτων, που προχθές βρήκε την έκφρασή της στην απλή χειρονομία του Φύρερ, να απελευθερώσει τους αιχμάλωτους πολέμου.
β) Τις συμφωνίες ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία.
Είχα χρέος να παρουσιάσω από την αρχή ως μάταιη κάθε προσπάθεια εκ μέρους της ελληνικής πλευράς για να χρησιμοποιήσει το ένα από τα μέλη του Άξονα εναντίον του άλλου. Στη συνέχεια, επέστησα την προσοχή του στο γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, όπως φαίνεται, κατέληγε σε αποφάσεις με το να στηρίζεται όχι σε γεγονότα, αλλά σε φήμες. Αυτό μου ήταν ακατανόητο και θα ήθελα να συμβουλεύσω την κυβέρνηση να περιορισθεί στο έργο της και να περιμένει τις εξελίξεις. Την προσφορά του υπουργού να μεταβεί στο Βερολίνο, εσκεμμένα την απέρριψα.
Ο κ. Λογοθετόπουλος μου δήλωσε ότι, στο πνεύμα των όσων ελέχθησαν από εμένα, θα προέβαινε σε ανακοινώσεις. Με παρακάλεσε όμως να μεσολαβήσω προσωπικά ώστε η χώρα του να μην παραδοθεί στους Ιταλούς, οι οποίοι ίσως θα την καταπίεζαν. Πιστεύει δε ότι έστω και μερικές γερμανικές μονάδες αν παραμείνουν, το λαϊκό αίσθημα θα ικανοποιηθεί.
Έχω τη γνώμη ότι με την επιχειρηματολογία μου έπεισα τον υπουργό. Θα ήθελα όμως να προσθέσω, παραπέμποντας και στην τελευταία μου έκθεση, ότι ολοκληρωτική αντικατάσταση της γερμανικής κατοχής από ιταλική, ιδιαίτερα στον χώρο της παλαιάς Ελλάδος, θα πρέπει να αποφευχθεί, αν θέλουμε να επικρατήσουν ομαλές συνθήκες.
Θα σας ήμουν ευγνώμων αν θέλατε να με ενημερώσετε τηλεγραφικά όσο το δυνατόν ταχύτερα, για τις αποφάσεις στο ζήτημα της Κατοχής».
Η προθυμία του Λογοθετόπουλου να ταξιδέψει στο Βερολίνο προκειμένου να χρησιμοποιήσει τις εκεί γνωριμίες του για τον κύριο στόχο της αποτροπής της άφιξης των Ιταλών δεν βρήκε την ανταπόκριση του Γερμανού πρεσβευτή. Ο Λογοθετόπουλος πίστευε ότι θα μπορούσε να φανεί αποτελεσματικός αν όντως έφθανε εγκαίρως στη γερμανική πρωτεύουσα, οπότε θα επιστράτευε πρόσωπα διατεθειμένα – κατά την κρίση του – να βοηθήσουν. Ένα από τα πρόσωπα αυτά οπωσδήποτε θα ήταν η ελληνικής καταγωγής σύζυγος του προσωπικού γλύπτη του Χίτλερ, η Μιμίνα Μπρέκερ, η οποία ήταν συχνή επισκέπτρια στην ιδιωτική κατοικία του. Παρόμοιες ελπίδες διατηρούσε και για θετική ανάμιξη του Γκαίμπελς, του Γερμανού υπουργού Προπαγάνδας.
Παρά την αρχική άρνηση που εισπράχθηκε εκ μέρους του Γερμανού πληρεξουσίου στην Αθήνα, το ελληνικό αίτημα επανήλθε με επισημότερο τρόπο από τον ίδιο τον στρατηγό Τσολάκογλου. Ο Άλτενμπουργκ υποχρεώθηκε να το προωθήσει στη γερμανική πρωτεύουσα, προσθέτοντας την άποψή του ότι η επίσκεψη μιας τέτοιας αντιπροσωπείας θα ήταν εφικτή, αν εκτός από το Βερολίνο συνδυαζόταν με επίσκεψη και στη Ρώμη. Ο τελευταίος ανέφερε στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών επί λέξει (5 Μαΐου 1941):
«Ο πρωθυπουργός σήμερα μου ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση υποβάλλει την παράκληση αποστολής ει δυνατόν στη Γερμανία επιτροπής, η οποία θα εκφράσει τις ευχαριστίες της ελληνικής κυβερνήσεως στον Φύρερ για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων πολέμου και ταυτόχρονα θα εκθέσει ορισμένες απόψεις της για το μέλλον της χώρας.
Απάντησα ότι, αν και θεωρούσα την αποστολή επιτροπής ως πρόωρη, ήμουν διατεθειμένος να διαβιβάσω την παράκληση. Ταυτόχρονα όμως παρατήρησα ότι κατά την γνώμη μου θα ήταν ορθότερο αν κυβερνητική αντιπροσωπεία μετέβαινε στο Βερολίνο για συνομιλίες, η ίδια ή άλλη αντιπροσωπεία να επισκεπτόταν τη Ρώμη. Ύστερα από δισταγμό, ο πρωθυπουργός ομολόγησε ότι και αυτός αντιμετώπισε το ενδεχόμενο αυτό. Ελλείψει αντίθετης εντολής, δεν θα επανέλθω στο θέμα αυτό.
Όπως συνάγεται από τις τελευταίες συζητήσεις, το κύριο θέμα που η αντιπροσωπεία θα ήθελε να συζητήσει στο Βερολίνο είναι εκείνο της αντικαταστάσεως της γερμανικής κατοχής από ιταλική».
Η ιταλοφοβία των κυβερνητικών κύκλων δεσπόζει εκείνη την ώρα καθοριστικά και χρησιμοποιείται ως το θεμελιώδες δικαιολογητικό της γερμανοφιλίας τους, ιδιότητας που αργότερα θα αρνούνται διαρρήδην.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Εκτός από τον Νικ. Ραγκαβή, που ορκίσθηκε την 1η Μαΐου 1941, στις 5 Μαΐου ορκίσθηκε ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ο Κ. Λογοθετόπουλος, διατηρώντας και τα δύο υπουργεία που κατείχε. Η ανάληψη αυτών των καθηκόντων από τον μέχρι τον πόλεμο πρόεδρο του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου θεωρήθηκε επιβεβλημένη για να μην είναι απολύτως προσωποπαγής η κατοχική κυβέρνηση, αλλά και για να υπάρχει φυσικός διάδοχος του Τσολάκογλου σε περίπτωση εκουσίας ή ακουσίας αποχώρησης.
Η κυβέρνηση συμπληρώθηκε και με μερικά ακόμη μέλη παρεμφερών αντιλήψεων, πάντα σε σχέση με την επικρατούσα ιταλοφοβία. Στις 6 Μαΐου ανέλαβε ως υπουργός Αγορανομίας ο συνταγματάρχης Δημήτριος Πολύζος, που υπήρξε μέχρι την είσοδο των Ιταλών στρατιωτικός διοικητής Κέρκυρας και προ του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε συμμετάσχει στη συνωμοσία των γερμανοφίλων. Στις 8 Μαΐου προστέθηκαν δύο άλλοι υπουργοί: Εμπορικής Ναυτιλίας ο απόστρατος αξιωματικός του Ναυτικού Ιάσων Παπαδόπουλος και Εργασίας ο στρατηγός του Μετώπου Αναστάσιος Ρουσόπουλος. Ο τελευταίος, αν και επίμονα επεδίωξε να υπουργοποιηθεί[18], θα έχει τη συντομότερη παρουσία, αφού θα παραιτηθεί στις 25 Ιουνίου 1941 (στο Ειδικό Δικαστήριο το 1945 θα ισχυρισθεί ότι είχε υποβάλει παραίτηση, ενώ ο Τσολάκογλου θα υποστηρίζει ότι ουδέποτε την έλαβε, υπονοώντας ότι τον απέπεμψε). Επίσης σύντομη θα είναι η υπουργία του Δ. Πολύζου, ο οποίος παραιτήθηκε στις 29 Ιουνίου 1941.
Παρά τη δεδομένη ιταλοφοβία της, η κυβέρνηση Τσολάκογλου πραγματοποιεί ένα άνοιγμα προς την αναμενόμενη άφιξη των Ιταλών και αποδέχεται στους κόλπους της έναν δεδηλωμένο ιταλόφιλο – διά παν ενδεχόμενον. Στις 26 Μαΐου 1941 προστέθηκε στην κυβέρνηση ένας αρχηγός μικρού πολιτικού κόμματος, του Εθνικού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, το οποίο είχε προηγουμένως κάποια απήχηση ανάμεσα στους γηγενείς Έλληνες της Μακεδονίας. Επρόκειτο για τον Σωτήριο Γκοτζαμάνη, επανειλημμένα βουλευτή κατά το παρελθόν, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Υγείας-Πρόνοιας στην πρώτη κυβέρνηση που είχε σχηματίσει ο Παναγής Τσαλδάρης τον Νοέμβριο 1932.
Μέχρι να ορκισθεί ο Γκοτζαμάνης, ήταν προληπτικώς από την προηγούμενη κυβέρνηση φυλακισμένος ως αξονόφιλος. Η απόφαση για συμμετοχή του Γκοτζαμάνη στην κατοχική κυβέρνηση, οφειλόταν στη σκοπιμότητα να περιληφθούν πρόσωπα φιλικότερα προς τους Ιταλούς, αφού πλέον ήταν δεδομένο ότι θα έρχονταν τα ιταλικά στρατεύματα ως κατοχική δύναμη. Ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης ήταν ιταλόφιλος από τα νεανικά του χρόνια, έχοντας σπουδάσει ιατρική στην Πάδοβα. Λόγω των σχέσεών του με τους Ιταλούς, συν τω χρόνω όλο και θα αυξάνεται η ισχύς του, μέχρι που θα καταστεί υπερυπουργός, αναλαμβάνοντας συνεχώς ευρύτερες αρμοδιότητες. Ωστόσο, η πρόταση για την υπουργοποίησή του δεν έγινε από τους Ιταλούς, αλλά από τους στρατηγούς Κότση και Πλατή, τον πρώην υπουργό Θεόδωρο Τουρκοβασίλη και από τον Κων. Λογοθετόπουλο, ίσως και άλλους.
Τον Αύγουστο 1941, αφού πλέον έχει αποσαφηνισθεί η τύχη της Κρήτης και οι Γερμανοί έχουν ικανοποιηθεί από τις εκδικήσεις τους έναντι του αμάχου πληθυσμού ορισμένων συγκεκριμένων περιοχών της μεγαλονήσου, όπου είχαν καταγγείλει ότι στρατιώτες τους υπέστησαν κακοποιήσεις και βαρβαρότητες, αποφασίζεται να ορκισθεί υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης. Με σύμφωνη γνώμη τοπικών παραγόντων και Κρητικών πολιτικών, διορίζεται στη θέση αυτή ο Εμμανουήλ Λουλακάκης, ο μοναδικός κατοχικός υπουργός που ανέλαβε παρόμοια θέση σε μεταπολεμική κοινοβουλευτική κυβέρνηση – και μάλιστα τέσσερις φορές, μία στην κυβέρνηση Σοφούλη το 1949, μία στην κυβέρνηση Διομήδη την ίδια χρονιά, μία στην κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα το 1965 και μία στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου το 1966. Προηγουμένως ο Λουλακάκης είχε διατελέσει νομάρχης Καβάλας (1924), γενικός γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας (1928-29) και στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (1929-32), ως ανερχόμενο στέλεχος του Κόμματος Φιλελευθέρων. Η πρόταση για την υπουργοποίηση του Ε. Λουλακάκη έγινε από τους Κρητικούς ηγέτες Ι. Κούνδουρο, Γ. Τσόντο-Βάρδα και Ν. Τζερμιά, καθώς και από τους πολιτικούς ηγέτες Θ. Σοφούλη, Στ. Γονατά και Κ. Ρέντη.
Παρόμοια εικόνα ανερχόμενου νέου στελέχους του Κόμματος Φιλελευθέρων είχε και ο γερμανομαθής Βασίλειος Σιμωνίδης, ο οποίος στην τελευταία κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου ήταν γενικός διευθυντής του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (ΑΣΟ). Τον ίδιο μήνα, τον Αύγουστο 1941, πήρε και αυτός μέρος στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υφυπουργός παρά τη Γενική Διοικήσει Μακεδονίας, ενώ τον Δεκέμβριο 1941, ύστερα από την παραίτηση του στρατηγού Νικ. Ραγκαβή, θα αναβαθμισθεί διαδεχόμενος τον τελευταίο. Ο Σιμωνίδης είχε υποστηρίξει το 1959, χωρίς να διαψευσθεί, εξεταζόμενος ενόρκως στην πολύκροτη δίκη Μέρτεν, ότι για να γίνει υπουργός του Τσολάκογλου είχε ενθαρρυνθεί, μεταξύ άλλων, και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ήταν προσωπικός φίλος του. Ωστόσο, ο ίδιος ο Τσολάκογλου αποποιείται την εκ μέρους του επιλογή και διορισμό του Σιμωνίδη, ως αντικαταστάτη του Ν. Ραγκαβή, και την αποδίδει σε προσωπική προτίμηση του στρατάρχη Λιστ, ο οποίος τον επέβαλε[19].

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

Με την όξυνση του επισιτιστικού ζητήματος και εξ αιτίας τριβών που είχαν σημειωθεί ανάμεσα σε υπουργούς ή σε σχέση με τις κατοχικές δυνάμεις, η κυβέρνηση Τσολάκογλου πήρε την απόφαση να προχωρήσει σε αλλαγές υπουργών, ώστε να επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα. Το θέμα συζητήθηκε με τους δύο πρεσβευτές των κατακτητών και μόλις έγινε γνωστή στην Αθήνα η έγκριση από τη Ρώμη ότι τέτοιου είδους θέματα θα πρέπει να χειρίζονται από κοινού οι δύο πρεσβευτές, ο Άλτενμπουργκ στις 21 Αυγούστου ενημέρωσε σχετικά τους προϊσταμένους του. Η αντίδραση του Ρίμπεντροπ ήταν και πάλι οξεία, υπερακοντίζοντας την ιταλική άποψη περί από κοινού χειρισμού τέτοιων ζητημάτων, όπως προκύπτει από το τηλεγράφημά του προς τον Άλτενμπουργκ στις 26 Αυγούστου 1941:
«Στο ζήτημα του ανασχηματισμού της ελληνικής κυβέρνησης, παρακαλώ να είσθε τελείως επιφυλακτικός και να αφήσετε εξ ολοκλήρου κάθε πρωτοβουλία στον Ιταλό συνάδελφό σας. Μου φαίνεται αμφίβολο, αν θα μας εξυπηρετούσε να φέρουμε στην εξουσία κυβέρνηση από δραστήριες προσωπικότητες, οι οποίες θα μας προκαλούσαν μόνο δυσκολίες με κάθε δυνατό τρόπο. Τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τσολάκογλου τον επιδιώξαμε κυρίως για να μειώσουμε την επιρροή της ελληνικής κυβέρνησης της Κρήτης. Ο Τσολάκογλου εκπλήρωσε αυτή την αποστολή. Ενόσω η κυβέρνηση Τσολάκογλου καταφέρνει να διατηρεί τον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό σε λειτουργία, ευχαρίστως δεχόμαστε να έχουμε επικεφαλής της κυβέρνησης τον Τσολάκογλου».
Ο Ρίμπεντροπ δείχνει να αγνοεί πλήρως το κυρίαρχο ελληνικό πρόβλημα της εποχής, που είναι ο επισιτισμός και χάριν του οποίου ο Τσολάκογλου πολλές φορές, όταν διαπιστώνει την αδυναμία του να τον εξασφαλίσει, προβληματίζεται να εγκαταλείψει την εξουσία. Αλλά και το επιχείρημα του Γερμανού υπουργού, ότι δηλαδή η κυβέρνηση Τσολάκογλου σχηματίστηκε για να μειωθεί το κύρος της κυβέρνησης της Κρήτης, δεν είναι ακριβές – και αν ήταν μετά την κατάληψη της μεγαλονήσου δεν θα υπήρχε λόγος να υπάρχει καν ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Άλλωστε το ζήτημα, γύρω από το οποίο γινόταν η συζήτηση με τη Ρώμη και το Βερολίνο, δεν αφορούσε τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, αλλά τον ανασχηματισμό της υπάρχουσας, που είχε αποδυναμωθεί με ορισμένες παραιτήσεις.
Για το ζήτημα του κυβερνητικού ανασχηματισμού, ο Άλτενμπουργκ επανέρχεται στις 21 Σεπτεμβρίου 1941:
«Ο σημερινός πρωινός Τύπος δημοσιεύει πληροφορίες για τον μερικό κυβερνητικό ανασχηματισμό και αναφέρει τον διορισμό του Παπαδόπουλου ως υπουργού Εσωτερικών και Ασφαλείας και του Καραμάνου ως υπουργού Επισιτισμού και Γεωργίας, την απομάκρυνση από την κυβέρνηση των υπουργών Εσωτερικών Δεμέστιχα και Γεωργίας Κατσιμήτρου και την ανάθεση του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας στον υπουργό Συγκοινωνιών Μουτούση. Ο μέχρι τώρα υπουργός Ασφαλείας στρατηγός Μάρκου παραμένει, όπως προβλεπόταν, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για τον κυβερνητικό ανασχηματισμό αποστέλλονται σε γερμανική μετάφραση ταχυδρομικώς».
Στον πολυσυζητημένο αυτόν ανασχηματισμό, αποσύρονται δύο ακόμη από τους στρατηγούς του Μετώπου, οι Π. Δεμέστιχας και Χ. Κατσιμήτρος, και μόνον ένα νέο πρόσωπο εισέρχεται στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Πρόκειται για τον Ιωάννη Καραμάνο, ο οποίος αναλαμβάνει τα υπουργεία Γεωργίας και Επισιτισμού. Ο Καραμάνος, δραστήριο στέλεχος του Κόμματος Φιλελευθέρων, του οποίου είχε εκλεγεί βουλευτής Λέσβου στις τελευταίες εκλογές του 1936, ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα με αξιοπρόσεκτο έργο στη δεκαετία 1920, όταν ακόμη δεν είχε συμπληρώσει τα 30-35 χρόνια του. Όπως το όνομα του Καποδίστρια είναι συνδεδεμένο με την εισαγωγή της πατάτας στην Ελλάδα, έτσι και το όνομα του Καραμάνου είναι συνδεδεμένο με την καλλιέργεια του ρυζιού στη χώρα μας, καθώς και με την εισαγωγή των «γιαρμάδων». Στην περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας ήταν σύμβουλος επί γεωργικών ζητημάτων στην Υπάτη Αρμοστεία Σμύρνης, αργότερα γενικός διευθυντής του υπουργείου Γεωργίας και ως γενικός διευθυντής Εποικισμού άφησε εποχή για τις δημιουργικές και μεθοδικές πρωτοβουλίες του, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην άμεση και επιτυχή εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, στη στέγασή τους, αλλά και στην αναδιάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι στοχοποιήθηκε από τον δικτάτορα Πάγκαλο, ουδέποτε αποδείχθηκαν οι κατηγορίες που φημολογήθηκαν εις βάρος του, ο προσφυγικός κόσμος δίκαια τον είχε εκτιμήσει για τη σωτήρια προσφορά του.
Ο Τσολάκογλου θεώρησε μεγάλη επιτυχία του το γεγονός ότι έπεισε τον Καραμάνο να αναλάβει τον γεωργικό και επισιτιστικό τομέα, τομέα στον οποίο είχε αποδείξει το εύρος των δημιουργικών ικανοτήτων του. Από την άλλη μεριά, οι Ιταλοί αισθάνονταν ικανοποιημένοι που ένας ακόμη διαπρεπής ιταλόφιλος, με ιταλική παιδεία και με υψηλές διασυνδέσεις στην Ιταλία (φίλος σημειωτέον του Μαξίμ Γκόρκι όταν ζούσε στην Ιταλία), μετά τον Γκοτζαμάνη, προθυμοποιόταν να υπηρετήσει στην κατοχική κυβέρνηση. Αν και ένας τόσο αποδεδειγμένα ικανός άνθρωπος βρέθηκε στο τιμόνι των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, ως υπουργός Γεωργίας και Επισιτισμού, κατά την κρίσιμη φάση της μεγάλης πείνας, δεν μπόρεσε να αποφύγει τα χειρότερα, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι και ο πιο δραστήριος χωρίς μέσα δεν μπορεί να κάνει πολλά. Κατά τον Τσολάκογλου, ο Καραμάνος παραιτήθηκε «διότι δεν κατώρθωσε να επιτύχη παρά των αρχών κατοχής την ελευθερίαν (αποδέσμευσιν) των Ελληνικών προϊόντων και διότι η προσπάθειά του να φέρη προς διανομήν έλαιον απέτυχεν». Ωστόσο, σημειώνει ο ίδιος, ο Καραμάνος κατόρθωσε να κάνει διανομή κρέατος και σταφίδας τα Χριστούγεννα του 1941 και να διπλασιάσει τη μερίδα άρτου τις ημέρες εκείνες.
Θα εισέλθει ένα ακόμη μέλος στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, ο Λεωνίδας Τσιριγώτης, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κατά τις τελευταίες τρεις εκλογές, γόνος πολιτικής οικογένειας και συγγενής της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Στις 21 Οκτωβρίου 1941 ορκίζεται ως υφυπουργός παρά τη Γενική Διοικήσει Μακεδονίας (παράλληλα με τον Β. Σιμωνίδη), τον Δεκέμβριο επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει προσωρινά το υπουργείο Εσωτερικών για να ορκισθεί και πάλι στις 16 Απριλίου 1942 ως υφυπουργός παρά τω Προέδρω Κυβερνήσεως. Η απόφαση για την υπουργοποίηση του Λ. Τσιριγώτη, αν και είχε ληφθεί από τα τέλη Μαΐου 1941[20], εμποδιζόταν από το «βέτο» των Ιταλών, οι οποίοι δεν συγκατένευαν στην ανάληψη καθηκόντων υπουργού γενικού διοικητή Ηπείρου, θέση που οι ιταλικές κατοχικές αρχές αρνήθηκαν να πληρωθεί σε όλο το διάστημα της Κατοχής.
Στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση δεν θα εισέλθουν άλλα νέα πρόσωπα μέχρι να αντικατασταθεί από την κυβέρνηση Λογοθετόπουλου. Αντίθετα θα ακολουθήσουν ορισμένες νέες αποχωρήσεις, όπως ο Ιάσων Παπαδόπουλος που παραιτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1941. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε ο στρατηγός Νικ. Ραγκαβής και στις 23 Μαρτίου 1942, ευθέως δυσαρεστημένοι από την παντοδυναμία και τον πολυπαραγοντισμό του Σ. Γκοτζαμάνη, εγκατέλειψαν την κυβέρνηση οι Πλ. Χατζημιχάλης και Ιω. Καραμάνος. Λίγες μέρες αργότερα, στις 31 Μαρτίου, θα παραιτηθεί και ο Αντώνιος Λιβιεράτος, ο αρχικός πολιτικός στυλοβάτης της κατοχικής κυβέρνησης.
Αυτή είναι κατά την πρώτη περίοδο η προσωπογεωγραφία της ελληνικής διοίκησης υπό Κατοχή. Κάτω από παρατεταμένες αντίξοες έως απερίγραπτα τραγικές συνθήκες και με το καθημερινό φάσμα της πείνας και της δυστυχίας, το δόγμα «να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν» έφθασε να έχει μια ιδανική εκδοχή που όμως ήταν απροσδιόριστη. Μια κυβέρνηση επικεντρωμένη στην αναζήτηση εμβαλωματικών λύσεων για την τελικά ατελέσφορη αντιμετώπιση μιας καθημερινότητας, που γινόταν καθημερινά χειρότερη, δεν είχε περιθώρια προσφοράς – αν όντως ήταν καλοπροαίρετα τα πρόσωπα που την αποτελούσαν.
Ας δούμε όμως και τις άλλες παραμέτρους.

ΤΑ ΕΠΙΜΑΧΑ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Κατά τις πρώτες κατοχικές μέρες, ο στρατηγός Τσολάκογλου και οι στενοί συνεργάτες του, όλοι επηρεασμένοι από γερμανοφιλία και ταυτόχρονη ιταλοφοβία, αγνοώντας τις υπάρχουσες ιταλογερμανικές συμφωνίες και σχέσεις, είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες ότι θα μπορούσε να αποτραπεί η ιταλική κατοχή αν εκδήλωναν εντονότερη γερμανοφιλία.
Μετά την επίσημη ανακοίνωση για την απελευθέρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων, που έγινε με την ομιλία του Χίτλερ ενώπιον του Ράιχσταγκ, ο Τσολάκογλου έστειλε ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημά του προς τον Φύρερ, το κείμενο του οποίου διασώζεται στα γερμανικά αρχεία και περιλαμβάνεται σε αναφορά του Άλτενμπουργκ προς το Βερολίνο (6 Μαΐου 1941):
«Κατά παράκληση του Έλληνα πρωθυπουργού διαβιβάζω το ακόλουθο τηλεγράφημα: “Η Ελληνική Κυβέρνηση αισθάνεται υποχρεωμένη να ανακοινώσει στην Υμετέρα Εξοχότητα ότι η Υμετέρα ευγενής απόφαση για την απελευθέρωση των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών είχε την καλύτερη απήχηση στη φυλή του ελληνικού λαού και επωφελείται της ευκαιρίας για να δηλώσει ότι η θερμότερη ευχή της και η πλέον εγκάρδια παράκλησή της είναι όπως η Υμετέρα Εξοχότητα αναλάβει στα χέρια της την τύχη της χώρας μας και υπό την προστασία της την ιστορική γη της Ελλάδος”».
Αφού έχει λήξει θετικά το ζήτημα των αιχμαλώτων και αφού έχει σχηματισθεί ούτως ή άλλως ελληνική κατοχική κυβέρνηση, ο Τσολάκογλου και το περιβάλλον του ενεργούν με ακόμη μεγαλύτερη αγωνία, ίσως και πανικό, παραχωρώντας αυτή τη φορά τα πάντα, προκειμένου να αποτρέψουν την ολοκληρωτική παράδοση της χώρας στους Ιταλούς. Πρόκειται περί καθαρής επιλογής κατακτητών. Και για να επιτύχει τη συγκατάνευση του Χίτλερ ως προς τη γερμανική «προστασία», αντί της ιταλικής, απευθύνεται επικουρικώς και στον Γκαίριγκ, τον υπ’ αριθ. 2 στη χιτλερική Γερμανία. Του απευθύνει ιδιαίτερο τηλεγράφημα:
«Η Ελληνική Κυβέρνηση εκφράζει, στο όνομα του ελληνικού λαού, τη μεγαλύτερη επιθυμία της και τη θερμότατη παράκληση όπως ευαρεστηθεί η Υμετέρα Εξοχότητα να μεσολαβήσει, προκειμένου ο Φύρερ και καγκελάριος του Γερμανικού Ράιχ αναλάβει στα χέρια του την τύχη της Ελλάδος και θέσει την ελληνική γη υπό την προστασία του Γερμανικού Ράιχ. Επ’ αυτού ζητεί την άδεια όπως εκφράσει ταπεινά την ευγνωμοσύνη του ελληνικού έθνους για το προσωπικό ενδιαφέρον σας».
Έχουμε αναφέρει ότι δεν έχει βρεθεί το πρωτότυπο του αρχικού πρακτικού, βάσει του οποίου αποφασίσθηκε η συγκρότηση της κατοχικής κυβέρνησης, ούτε όμως βρέθηκαν τα πρωτότυπα αυτών των δύο τηλεγραφημάτων, που για τους Γερμανούς αποτελούσαν τίτλους κατοχής, τυπικά ισχυρότερους από το κείμενο μιας στρατιωτικής συνθηκολόγησης. Ούτως ή άλλως τα κείμενα δεν έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικές πηγές, ενώ αν ήταν γνωστά οπωσδήποτε άλλη – ακόμη πιο αρνητική – ατμόσφαιρα θα επικρατούσε στη δίκη των δοσιλόγων υπουργών.
Τα δύο εκείνα ολιγόλεκτα πρωθυπουργικά τηλεγραφήματα, εις επίρρωση του ειδικού βάρους τους, συνοδεύθηκαν από παρομοίου περιεχομένου τηλεγραφήματα προς τον Χίτλερ, που στάλθηκαν από τους επιστημονικούς, παραγωγικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, όπως τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, τον Σύνδεσμο Βιοτεχνών, το Επαγγελματικό και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών και την Ομοσπονδία Εργατών Θαλάσσης κ.ά.[21] Παρόμοιο τηλεγράφημα έστειλε επίσης και ο δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο οποίος σημειωτέον λίγες μέρες αργότερα αντικαταστάθηκε.
Η σωρεία αυτή των τηλεγραφημάτων, που εκ καθήκοντος διαβίβασε η γερμανική πρεσβεία από την Αθήνα, δεν συγκίνησαν κανέναν στο Βερολίνο. Αντίθετα, ίσως να δημιούργησαν κάποια ανησυχία μήπως παρερμηνευθεί η γερμανική βούληση από τους Ιταλούς και δημιουργηθεί κάποια ανεπιθύμητη παρεξήγηση. Γι’ αυτό και τελικά αγνοήθηκε η σημασία του περιεχομένου των ευχαριστιών-παρακλήσεων, προκρίθηκε δε να απαντηθούν με απλές ευχαριστίες προς τον Τσολάκογλου μόνον, όπως προκύπτει από ένα υπηρεσιακό σημείωμα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με ημερομηνία 11 Μαΐου 1941:
«Ο πρεσβευτής Άλτενμπουργκ να ειδοποιηθεί τηλεγραφικώς να ανακοινώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι το τηλεγράφημά του προς τον Φύρερ υποβλήθηκε προς αυτόν και ότι εξουσιοδοτείται να εκφράσει τις ευχαριστίες προς τον πρωθυπουργό για το εν λόγω τηλεγράφημα. Το ίδιο ισχύει και για το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού προς τον στρατάρχη του Ράιχ. Το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού προς τον στρατάρχη του Ράιχ να διαβιβασθεί αμέσως στον ίδιο με την προσθήκη ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός απηύθυνε παρόμοιο τηλεγράφημα προς τον Φύρερ και ότι ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Αθήνα θα εξουσιοδοτηθεί να εκφράσει προς τον Έλληνα πρωθυπουργό ευχαριστίες και για τα δύο τηλεγραφήματα, ώστε το υπουργείο Εξωτερικών να πάρει την έγκριση του στρατάρχη του Ράιχ».
Για το Βερολίνο, όλο το ζήτημα ήταν να μη δημιουργηθεί καμιά ιταλική δυσαρέσκεια, η αντίθετη δηλαδή βούληση από ό,τι ήλπιζαν οι Έλληνες κατοχικοί στην Αθήνα ότι θα επιτύχουν. Δεν υπάρχει μαρτυρία για το ποιος ήταν εκείνος που επηρέαζε τον Τσολάκογλου και τον παρότρυνε σε τέτοιες κινήσεις. Πλην του Άλτενμπουργκ, που οπωσδήποτε προφορικά θα τον καθοδηγούσε για να επιχειρηθεί η ματαίωση της ιταλικής κατοχής, θέση που και ο ίδιος ειλικρινά πίστευε και επανειλημμένα είχε προβάλει προς τους προϊσταμένους του και θέση που βρισκόταν σε αρμονία με τη δεδομένη αρχική ιταλοφοβία των κατοχικών υπουργών της Αθήνας, υπήρχε και μια παρασκηνιακή ισχυρή ολιγάριθμη ομάδα γερμανοφίλων, άλλων από εκείνων που μέχρι τώρα έχουμε συναντήσει.

ΚΑΝΑΡΙΣ ΚΑΙ ΧΙΜΛΕΡ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Αυτή η ομάδα, που την αποτελούσαν γερμανόφιλοι Έλληνες και ανήκαν στον κύκλο του ναυάρχου Κανάρις, είχε και επί Μεταξά επιδείξει μια ανάλογη κινητικότητα. Επρόκειτο για τους Ιω. Βουλπιώτη, Χρ. Νικολόπουλο (διευθυντή της Λουφτχάνσα), Ε. Κοντουμά κ.ά., οι οποίοι εξακολουθούσαν να θεωρούν ως καταστροφική την κάθοδο των Ιταλών στην Αθήνα και οι οποίοι φυσικά προτιμούσαν – αντί της ιταλικής πρωτοκαθεδρίας – τη γερμανική μονοκαθεδρία, είτε από ιδεολογία είτε από ιδιοτέλεια, αν ληφθούν υπ’ όψη και τα οικονομικά συμφέροντα που σχεδόν όλοι είχαν τότε. Υπό την έννοια αυτή, καθόλου άσχετο δεν ήταν το ταξίδι του πολυάσχολου Γερμανού ναυάρχου στην Ελλάδα αμέσως μετά την κατάληψή της. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηριχθεί ότι ο άλλος κορυφαίος της χιτλερικής ιεραρχίας, που είχε φθάσει στην Ελλάδα, ο Χάινριχ Χίμλερ, είχε παρόμοια πρόθεση, διότι παντού αναφέρεται ότι ήλθε μόνο για να επιθεωρήσει τη «Σωματοφυλακή Αδόλφου Χίτλερ» των Ες-Ες, που υπαγόταν στην αρμοδιότητά του, και παράλληλα να πραγματοποιήσει ένα προσκύνημα στους τάφους των Βαυαρών προγόνων του, που είχαν ζήσει στο Ηράκλειο επί Όθωνος[22].
Περισσότερο «πολιτικού» χαρακτήρα ήταν η επίσκεψη του αρχηγού της Άμπβερ, αφού άλλωστε είναι γνωστό ότι όταν ήλθε επισκέφθηκε ιδιωτικά πολλούς Έλληνες γνωστούς του από το παρελθόν, μεταξύ των οποίων τον διπλωμάτη Αλέξη Κύρου και τον άλλοτε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κονδύλη Τζων Θεοτόκη. Πέραν αυτών και των άλλων Ελλήνων, που αποδεδειγμένα συνάντησε ο ναύαρχος Κανάρις, είχε επαφές με μέλη της γερμανικής πρεσβείας και της παροικίας, όπως ο Γκραίβενιτς, Κλεμ φον Χόχενμπεργκ, Κουρτ Ραίσνερ, Τομασχάουζεν κ.ά., των οποίων οι απόψεις ήταν παρόμοιες ως προς την αποτροπή της ιταλικής κατοχής.
Ο Τσολάκογλου, πάντα με την πεποίθηση ότι αυξάνοντας τη γερμανική επιρροή θα απέτρεπε την έλευση των Ιταλών, που μόνον εκείνοι αξιούσαν να καταστήσουν την Ελλάδα προτεκτοράτο, ενώ διαφορετικά η χώρα θα ήταν «ανεξάρτητη», επιχειρεί ταυτόχρονα με τα προαναφερθέντα τηλεγραφήματα, να στρέψει και την κοινή γνώμη στην Ελλάδα προς αυτή την κατεύθυνση. Διαθέτοντας ένα καλό χαρτί, ύστερα από την ομιλία του Χίτλερ στο Ράιχσταγκ, θεωρεί σκόπιμο να πολιτικοποιηθεί δημοσίως, εντάσσοντας ανοικτά εαυτόν και την Ελλάδα στον Άξονα.




[1] Βλ. Αντ. Βολταιράκη, Εις την υπηρεσίαν της Γκεστάπο, Αθήναι 1946, σελ. 82. Ο αστυνόμος Βολταιράκης είχε επισκεφθεί με τον αρχιμανδρίτη Κοτσώνη τον στρατηγό Μπάκο στο γραφείο του (στα Παλαιά Ανάκτορα) για θέμα σχετικό με τις πολιτικές ενδυμασίες των απολυμένων εφέδρων και εκεί είδαν το χρηματοκιβώτιό του να έχει γραμμένη με κιμωλία την ένδειξη στα γερμανικά ότι ήταν κατασχεμένο.
[2] Τσολάκογλου, ό.π., σελ. 175-176.
[3] Η επιστολή Γκοτζαμάνη περιλαμβάνεται στα απομνημονεύματα του Τσολάκογλου (ό.π., σελ. 222-223).
[4] Αντίστοιχη αναφορά για το όνομα του τρίτου υπουργού έγινε κατά τη διάρκεια της δίκης των δοσιλόγων υπουργών. Ο μάρτυρας Ορ. Παπαπαναγιώτου, του προεδρείου της Ενώσεως Εφέδρων Αξιωματικών, κατέθεσε ότι τον Ιούνιο του 1941 το προεδρείο, με τη μεσολάβηση του τότε υπουργού Χ. Κατσιμήτρου, έγινε δεκτό σε μία από τις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου για να αναπτύξει μερικά αιτήματα των εφέδρων αξιωματικών και να διορισθούν δημόσιοι υπάλληλοι για να ζήσουν. «Εκεί άκουσα», είπε ο μάρτυρας, «με κατάπληξη τον στρατηγό Μπάκο να τους καλεί να πλαισιώσουν μία λεγεώνα η οποία θα πολεμήσει βοηθώντας τους Γερμανούς κατά των Ρώσων. Τη σύσταση αυτή του Μπάκου, την υποστήριξαν οι Λογοθετόπουλος και Γκοτζαμάνης, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν».
[5] Βλ. Θρασύβουλου Τσακαλώτου, Σαράντα χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Αθήναι 1960.
[6] Τσολάκογλου, ό.π., σελ. 234-236.
[7] Κων. Λογοθετόπουλου, Ιδού η Αλήθεια, Αθήνα 1948, σελ. 9-10.
[8] Σε ταξίδι, που είχε πραγματοποιήσει στη Γερμανία λίγο νωρίτερα η σύζυγος του Λογοθετόπουλου, με πρόσχημα να επισκεφθεί την τότε νεαρή κόρη της Ίριδα, μεταπολεμικά γνωστή ζωγράφο, συναντήθηκε με το ζεύγος Άρνο και Μιμίνας Μπρέκερ. Και ενώ ο Γερμανός γλύπτης φιλοτεχνούσε ένα πορτραίτο της κόρης Λογοθετοπούλου, η Ελληνίδα σύζυγός του με τη Γερμανίδα σύζυγο του κατοχικού πρωθυπουργού «συνωμοτούσαν» για να πεισθεί το περιβάλλον του Χίτλερ και ο ίδιος ως προς τη βιαιότητα που συναντούσαν οι Έλληνες κάτοικοι των βουλγαροκρατούμενων περιοχών στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Φαίνεται πως η Μιμίνα Μπρέκερ, αν δεχθούμε και τη μαρτυρία του Γάλλου ηθοποιού και καλλιτέχνη Ζαν Κοκτώ, που την γνώριζε προσωπικά, ασκούσε μια περίεργη επιρροή στον Χίτλερ, ως εμπειρική χειρομάντις που ήταν και «διάβαζε» την παλάμη του.
[9] Πλην του βιβλίου του Κ. Λογοθετόπουλου, που εν είδει γραπτής απολογίας (δοθέντος ότι είχε δικασθεί και καταδικασθεί ερήμην το 1945) εκδόθηκε το 1948, δεν έχει γίνει χρήση άλλου υλικού από το αρχείο του κατοχικού πρωθυπουργού. Ωστόσο, υπάρχει η πληροφόρηση ότι η σύζυγός του είχε καταγράψει τις αναμνήσεις της από την πολυκύμαντη ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της και ότι, μεταφρασμένες στα ελληνικά από τον επιζώντα εγγονό της, πρόκειται να κυκλοφορήσουν προσεχώς στην Ελλάδα.
[10] Κατά τον γνωστό ζωγράφο Περ. Βυζάντιο (ό.π., σελ. 227-228, εγγραφή 20 Δεκεμβρίου 1941), ο Λογοθετόπουλος είχε επιχειρήματα για τη γερμανοφιλία του και ταυτόχρονα για τον μισαγγλισμό του. Παραθέτουμε ολόκληρη την περιγραφή του με τους αποδιδόμενους διαλόγους και τους ενδιαφέροντες σχολιασμούς του:
«Το απόγευμα ήμουνα σ’ ένα τσάι στης Κυρίας Νάζου, που είναι μια από τις πιο έξυπνες και δραστήριες γυναίκες των Αθηνών. Επρόκειτο να έρθει και ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Λογοθετόπουλος, και ήθελα πολύ να τον ακούσω τι λέει για τη σημερινή κατάσταση και πώς βλέπει το μέλλον. Ο Λογοθετόπουλος μου ήταν γνωστός, όπως και στους περισσότερους Αθηναίους, από την ιατρική του ιδιότητα. Τον βρήκα γερασμένο, ιδίως πνευματικά. Άλλοτε είχε μάτια ζωηρά, που πρόδιναν κάποια θέληση και ενεργητικότητα. Τώρα ήταν μια φυσιογνωμία σβησμένη, με κόκκινα γύρω τα μάτια του σαν να ήταν δακρυσμένα, και το στόμα του είχε κυριολεκτικά μετακινηθεί από τον άξονά του. Ήμαστε πολύ λίγοι στο τραπέζι του τσαγιού, και αυτόματα η κουβέντα έπεσε στα γεγονότα. Ακούστηκε ότι αύριο πρόκειται να κοπούν τα τραμ. Ο Λογοθετόπουλος μας το βεβαίωσε, με την προσθήκη:
–Αφού οι φίλοι μας οι Άγγλοι μάς βούλιαξαν τα βαπόρια;
Τον ρώτησα πώς βλέπουν οι Γερμανοί τις επιχειρήσεις στη Ρωσία.
–Πώς τις βλέπουν; Όπως είναι. Τραβιούνται πιο πίσω, να περάσει ο χειμώνας, για να ξαναεπιτεθούν την άνοιξη. Εγώ, μας είπε, νομίζω ότι τρελάθηκε όλη η Ελλάς να πιστεύει ότι είναι δυνατόν να νικηθεί η Γερμανία.
Του είπα πως αυτό είναι και η μόνη παρηγοριά μας, γιατί μόνον έτσι θα απελευθερωθούμε.
–Με προσβάλλετε, μου λέει, αν νομίζετε ότι θα ελάμβανα μέρος στην Κυβέρνηση χωρίς να είμαι βέβαιος πως η Ελλάς θα εξέλθει ακεραία μετά τη νίκη της Γερμανίας. Η Γερμανία ούτε τη Βουλγαρία συμπαθεί, ούτε είναι ενθουσιασμένη με την Ιταλία, ώστε να καταστρέψει την Ελλάδα. Απεναντίας, η Ελλάς, που είναι ναυτικό κράτος, θα της είναι στο μέλλον χρησιμότατη – αλλά πού αφήνει η αγγλική προπαγάνδα...
–Καλά, Κύριε Πρόεδρε, αλλά τι θα μας ωφελούσε αυτή τη στιγμή μια συναδέλφωση με τη Γερμανία; Το πολύ να μας επιστράτευε για τα χιόνια της Ρωσίας.
–Δε λέω για τώρα, μου απάντησε, αλλά για τον γελοίο τον Μεταξά που είπε το ΟΧΙ χωρίς να σκεφτεί.
Επειδή καταλάβαμε πως καμιά συζήτηση δεν ήταν δυνατή, αλλάξαμε θέμα. Η Κυρία Νάζου τού είπε:
–Κύριε Πρόεδρε, γιατί δεν προσέχετε περισσότερο τα εσωτερικά; Όλα έχουν ξεχαρβαλωθεί. Η Αστυνομία, τα Υπουργεία...
–Τι θέλετε να κάμω, κυρία μου, δεν μπορώ να βρω συνεργάτες. Όλοι οι Έλληνες είναι αγγλόφιλοι.
Επανέλαβα φωνογραφικώς ό,τι ειπώθηκε. Δεν άκουσα τίποτ’ άλλο, γιατί έφυγα. Η συζήτηση δεν άξιζε περισσότερο τον κόπο. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που βρήκαν οι Γερμανοί για να σχηματίσουν Κυβέρνηση. Ας σημειωθεί ότι από κοινωνική άποψη ο Λογοθετόπουλος είναι χίλιες φορές καλύτερος από τους άλλους. Είναι βέβαιο ότι προ ετών ουδέποτε θα δεχόταν να υπηρετήσει τέτοια υπόθεση. Αλλά ένα πρόωρο γήρας, μια πικραμένη εγωιστική φιλοδοξία, μια Γερμανίδα γυναίκα, τον έσπρωξαν να αναλάβει μια υπόθεση τόσο ανάξια και αντιπαθητική».
[11] Λ. Άρτσερ, ό.π.:
«[30 Απριλίου]. Ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ονομαστός χειρουργός και κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής, είναι αντιπρόεδρος του συμβουλίου. Με σπουδές στη Γερμανία, είναι από καιρό γνωστός ηγέτης της κίνησης υπέρ της γερμανικής κουλτούρας στην Ελλάδα. Πιστεύαμε όμως ότι μετά τον θάνατο του γιατρού γαμπρού του κατά τον τρομακτικό βομβαρδισμό του νοσοκομείου των Ιωαννίνων, οι συμπάθειές του αυτές θα είχαν κάπως κρυώσει. Είναι μελαχροινός σαν τον Γάλλο Λαβάλ και πολύ ικανός ιππέας· καβαλάει σκληρά τα άλογά του στην ίδια λέσχη του Χαλανδρίου όπου πηγαίνω κι εγώ. Τον βρίσκω δύσκολο κι αινιγματικό χαρακτήρα, αν και δεν τον γνωρίζω καλά. Θα είναι επίσης υπουργός Προνοίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχω στενότερη συνεργασία μαζί του.
[11 Μαΐου]. Ο Λογοθετόπουλος, ο πλέον δραστήριος ηγέτης στην κυβέρνηση, προσπαθεί να εξασφαλίσει τη συνδρομή των παλαιών φιλελευθέρων συλλαμβάνοντας όλους τους ανθρώπους του μεταξικού καθεστώτος που έχουν μείνει στη χώρα, συμπεριλαμβανομένου και του Κριμπά, του πρώην υπουργού Κοινωνικής Προνοίας, και του φίλου μου του Ταμπακόπουλου, πρώην υπουργού Δικαιοσύνης. Δεν λυπήθηκε ούτε τον εβδομηνταδυάχρονο πρώην υπουργό Γεωργίας, τον Κυριακό. Επικαλείται οικονομική κακοδιαχείριση και κατονομάζει τον Διάκο, τον προσωπικό γραμματέα του μακαρίτη πρωθυπουργού, μαζί με τον Κοτζιά, πρώην υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης, και τον Αποστολίδη, πρώην υπουργό Οικονομικών. Και οι τρεις τους έχουν διαφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες...
Πήγαμε να επισκεφθούμε τον Λογοθετόπουλο έπειτα από πρόσκλησή του «να τον τιμήσουμε διά της παρουσίας μας», ο Πωλ Θορν, η Δρ Πάρμαλη κι εγώ. Μας παρακάλεσε να ζητήσουμε τηλεγραφικώς από την Αμερική να συνεχίσει την αποστολή βοηθείας παρά την κατοχή. Ο μικρόσωμος μελαχρινός κοσμήτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου φαινόταν τσακισμένος από την υπερένταση, και τα δυνατά χέρια του, χέρια χειρούργου, έτρεμαν σαν να ήταν παράλυτος. Μας είπε ότι είχε αρχίσει να εξαπλώνεται πείνα στη χώρα και ότι η Ελλάδα επρόκειτο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που κανένας ποτέ δεν φαντάστηκε. Όταν τον πληροφορήσαμε ότι όχι μόνο οι εντολές πληρωμών από τα χρηματικά αποθέματα που είχαμε στην πρεσβεία, και που δεν συμπεριλήφθηκαν στη διαταγή παγώματος των πιστώσεων, δεν γίνονταν δεκτές στις ελεγχόμενες από τους Γερμανούς τράπεζες, αλλά και ότι δεν είχαμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τους διευθυντές μας, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει αμέσως στον Γερμανό πρεσβευτή. Ο γραμματέας του μου είπε αργότερα ιδιαιτέρως ότι ο «κοσμήτωρ» είχε αναφέρει πως οι Γερμανοί αυτοί δεν ήταν ο κόσμος που ήξερε όταν σπούδαζε στην Ιατρική Σχολή του Ράιχ.
[15 Ιουνίου] ...Ο Λογοθετόπουλος μου είπε χθες ότι, ακόμα και με το σταγονόμετρο του δελτίου που ισχύει τώρα, υπάρχουν αποθέματα ψωμιού για δέκα μόνο μέρες. Δεν γνωρίζει τι μέρος της φετινής εσοδείας, αν και νομίζει πως, τώρα που οι περισσότεροι Γερμανοί έφυγαν, οι Ιταλοί έχουν κάθε διάθεση να κατευνάσουν τον λαό. Ο Λογοθετόπουλος ήταν η τέλεια εικόνα του ανθρώπου που έχει χάσει εντελώς τις ψευδαισθήσεις του για έναν πρώην φίλο, τη Γερμανία.
[27 Ιουλίου] ...Επισκέφθηκα τον Λογοθετόπουλο για να τον αποχαιρετήσω και να τον προτρέψω να συνεργαστεί καλά με το προσωπικό μας, που συνεχίζει θαρραλέα μόνο του. Μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη το κοκκαλιάρικο και τσακισμένο παρουσιαστικό του. Ο γενικός γραμματέας του μου είπε αργότερα: «Δεν θα είμαστε εδώ όταν γυρίσετε. Θα πληρώσουμε γι’ αυτά με το αίμα μας».
[12] Βλ. Παναγιώτη Π. Δεμέστιχα, Αναμνήσεις, Αθήνα 2002, σελ. 285.
[13] Βλ. Έρσης Χατζημιχάλη, Περίπατος με την Αγγελική, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1999, σελ. 221-225.
[14] Σε επιβεβαίωση των όσων αναφέρει η Έρση Χατζημιχάλη για την αρνητική ατμόσφαιρα που συναντούσε στο ίδιο του το σπίτι ο πατέρας της, μόλις έγινε κατοχικός υπουργός, ο Αμερικανός Λαιρντ Άρτσερ έχει γράψει στο ημερολόγιό του (εγγραφή 30 Απριλίου 1941, μάλλον όμως εκ των υστέρων): «[Το υπουργικό συμβούλιο] περιλαμβάνει στη θέση του υπουργού Οικονομικών έναν από τους πιο γνωστούς φιλελευθέρους, τον Χατζημιχάλη, που πείστηκε να συμπράξει με το σκεπτικό ότι είναι απαραίτητο να αρχίσει και πάλι να γυρίζει ο τροχός της δημόσιας διοίκησης, για να αποφευχθούν χειρότερα δεινά. Ωστόσο, η ίδια η οικογένειά του διαφωνεί μ’ αυτό, και η σύζυγός του, που είναι ιδιαίτερα δραστήρια στην πολεμική μας περίθαλψη, μιλά φανερά εναντίον του...».
[15] Ο Λούβαρις στα απομνημονεύματά του δίνει και μια περιγραφή της συναισθηματικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν όταν έφευγε από τη συνάντηση με τον Τσολάκογλου και τους άλλους υπουργούς: «Καθ’ οδόν συνήντησα τον κ. Δ. Σβολόπουλον, με τον οποίον μετέβην εις το υπουργείον Τύπου, όπου του ανεκοίνωσα ότι δεν θα μετάσχω της κυβερνήσεως. Ο κ. Σβολόπουλος απήντησε με χαρακτηριστικήν σιωπήν. Βαδίζων προς την οικίαν μου διήλθον διά του Εθνικού Κήπου. Μέσα εις ένα εκ των διαδρόμων του, που το δειλινόν τον έκαμεν ήδη πένθιμον, αντίκρυσα ένα χωροφύλακα. Αξύριστος, ατημέλητος, αποσκελετωμένος, σχεδόν ρακένδυτος, μου εφάνη ως συγκεκριμένος συμβολισμός της δούλης πλέον Ελλάδος. Εστηρίχθην εις κάποιο δένδρον και αφήκα διέξοδον εις τους λυγμούς, που συνεκράτουν διά της βίας καθ’ όλην την ημέραν».
[16] Ήδη από τις 10 Απριλίου 1941 ο στρατηγός Ν. Ραγκαβής είχε αναλάβει καθήκοντα γενικού διοικητή Μακεδονίας, ύστερα από άτυπη απόφαση του λεγομένου Εθνικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που το αποτελούσαν σεβαστά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Γενναδίου.
[17] Σύμφωνα με πληροφορίες του συγγραφέα, ο Πλάτων Χατζημιχάλης έχει συγγράψει αναμνήσεις από την εποχή εκείνη, οι οποίες παραμένουν ανέκδοτες με απόφαση της οικογένειάς του. Σήμερα ο συνονόματος εγγονός του, στα χέρια του οποίου βρίσκονται τα χειρόγραφα, είναι υψηλόβαθμο στέλεχος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας. Είναι προφανές ότι στις αναμνήσεις του ο κατοχικός υπουργός Εθνικής Οικονομίας θα δίνει ερμηνείες για τις απόψεις που είχε στο επίμαχο διάστημα.
[18] Ο στρατηγός Τσολάκογλου (ό.π., σελ. 215-216) διευκρινίζει πώς έγινε υπουργός ο Α. Ρουσόπουλος: «Μετά τινας ημέρας παρουσιάσθη ενώπιόν μου ο υποστράτηγος Ρουσσόπουλος, όστις κατηγορηθείς ότι δήθεν εγκατέλειψε την Μεραρχίαν του δεν είχε συμπεριληφθή εις τον κατάλογον καίτοι συμμετασχών εις την σύναψιν της ανακωχής. Ούτος ητήσατο να χρησιμοποιηθή εις θέσιν υπουργού διά να μη προσαφθή εις αυτόν η κηλίς της συκοφαντικής διαδόσεως, διαβεβαιών ότι ευγνωμόνως θα καταβάλλη πάσαν προσπάθειαν όπως ανταποκρίνηται εις το καθήκον του. Κρίνων ότι δεν έπρεπε να διασύρηται το όνομα ενός στρατηγού με τας κακοβούλους φήμας και πεποιθώς ότι θα ειργάζετο ελληνοπρεπώς και ειλικρινώς τω ανέθηκα το υπουργείον Εργασίας». Η ψυχρή αυτή στάση του Τσολάκογλου δεν είναι άσχετη με τη στάση, που κράτησε ο Ρουσόπουλος κατά τη δίκη των δοσιλόγων υπουργών, διαφοροποιημένος από τους άλλους συναδέλφους του για να αποφύγει την καταδίκη του.
[19] Γ. Τσολάκογλου, ό.π., σελ. 174.
[20] Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 21ης Μαΐου 1941 (Ελ. Βήμα) δίνεται η ακόλουθη είδηση: «Ο γενικός διοικητής Ηπείρου κ. Τσιριγώτης αναχωρεί διά την νέαν του θέσιν την προσεχή Παρασκευήν [23.5.1941] συνοδευόμενος υπό συνεργείου υπαλλήλων. Χθες ο κ. Τσιριγώτης συνειργάσθη επί μακρόν με τον υπουργόν του Επισιτισμού κ. Πολύζον».
[21] Στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων, που έκρινε την πολιτεία των κατοχικών υπουργών (το πλήρες κείμενό της έχει δημοσιευθεί αυτούσιο στην επιθεώρηση «Λαβύρινθος», τεύχη 52-55) αναφέρεται σχετικά:
«Αλλά εις τας ανωτέρω αντιλήψεις του ο κατηγορούμενος ούτος [Τσολάκογλου] δεν παρέλειψε να προσπαθήση όπως τας επιβάλη από τας πρώτας ημέρας της πρωθυπουργίας του και προς τας πνευματικάς αρχάς του Κράτους, ως και προς όλους σχεδόν τους εκπροσώπους του Ελληνικού λαού. Ούτω ως προκύπτει εκ των πρακτικών συνεδριάσεως του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών της 5 Μαΐου 1941 ο Πρωθυπουργός Τσολάκογλου, εκάλεσεν εις το Πρωθυπουργικόν Γραφείον των Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Άγγ. Σταυρόπουλον, τον Πρύτανιν του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φωτεινόν, τον Πρόεδρον της Ακαδημίας κ. Σωτηρίου, τον εκπρόσωπον της Αρχαιολογικής Εταιρίας και Καθηγητήν Πανεπιστημίου Γ. Οικονόμου, τον Πρόεδρον του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Καρζήν, τον Πρόεδρον του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου Ορφανόν και πολλούς Προέδρους Σωματείων εκπροσωπούντας τον Εμπορικόν, Βιοτεχνικόν και εργατικόν κόσμον της Ελλάδος, παρισταμένου δε και του εκ των κατηγορουμένων Π. Χατζημιχάλη ως Υπουργού Οικονομικών και του Γιοκαρίνη εμφανιζομένου ως ανωτέρου υπαλλήλου του Πρωθυπουργικού Γραφείου, ανέπτυξε τους λόγους δι’ ους ούτος έκρινε ότι έδει να αναλάβη την αρχήν και εζήτησεν ίνα πάντες ταχθώσι παρά το πλευρόν της Κυβερνήσεως και αποστείλωσιν υπό το ανάλογον πνεύμα τηλεγραφήματα προς τον Φύρερ της Γερμανίας Αδόλφον Χίτλερ εις α εκτός των άλλων να παρακαλώσι όπως ούτος περιβάλη την Ελλάδα με την υψηλήν του προστασίαν, διότι μόνον υπό Γερμανικήν προστασίαν θα αναθάλλη η Ελληνική γη».
[22] Ο Χάινριχ Χίμλερ κατά την επίσκεψή του εκείνη, μάλλον μοναδική, στην Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα, έκανε ένα σύντομο ταξίδι στις Μυκήνες, όπου και διανυκτέρευσε σε κοντινό πανδοχείο. Είχε επισκεφθεί επίσης το Ηράκλειο Αττικής, όπου είχαν ζήσει κάποιοι πρόγονοί του, ως καλός καθολικός προσκύνησε στην εκεί καθολική εκκλησία, καθώς και στους τάφους συγγενών του, αφού συνάντησε μία επιζώσα θεία του ονόματι Βολφ (πολύ πιθανόν τη μητέρα του διαβόητου πράκτορα της Στάζι Βολφ, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.