ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α΄ ΕΚΔΟΣΗΣ
του βιβλίου του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια" (Εκδόσεις Ερωδιός, τηλ. 2310 282782)
σο κυλούν τα χρόνια, και αισίως
τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές βρισκόμαστε στα εβδομήντα χρόνια αφότου τα
κύρια γεγονότα συντελέστηκαν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι τα όσα αφορούν
την κατοχική οικονομία τείνουν συχνά να μυθοποιηθούν. Έχει δημιουργηθεί μεγάλη
σύγχυση για το αν η Ελλάδα έλαβε ή δεν έλαβε επανορθώσεις και αποζημιώσεις από
τους κατακτητές της περιόδου 1941-44 και τι τελικά της οφείλεται. Στην αχλύ της
παραϊστοριογραφίας έχει περιπέσει το ζήτημα των κατοχικών δανείων και είναι
σύνηθες πλέον να γίνονται αναφορές, σε καθημερινή σχεδόν βάση, για την
επιτακτική διεκδίκησή τους, ενώ το ύψος λαμβάνει όντως μυθικές διαστάσεις και
με χαρακτηριστική άνεση αυξομειώνεται κατά βούληση. Η μεγάλη οικονομική κρίση,
που διέρχεται η Ελλάδα, είναι μοιραίο να το επαναφέρει συχνά στην επικαιρότητα
και να του δίνει διαστάσεις υπερτιμημένες.
Φυσικά η περίοδος της επάρατης
εκείνης εποχής, της Κατοχής, δεν είναι ένα απλό οικονομικό μέγεθος, πολύ δε
περισσότερο μια δοσοληψία. Δεν είναι καν μια αυτοτελής σειρά πολιτικών και στρατιωτικοπολεμικών
γεγονότων. Πάντως δεν είναι άψυχοι αριθμοί. Είναι ένα μίγμα κοινωνικής
δυστυχίας, ανθρώπινου πόνου, ταυτόχρονα εξάρσεων εθνικής ανάτασης, οργής και
θυμού. Με εξαιρέσεις αρκετές, που μπορεί και να μην επισημάνθηκαν ποτέ. Τέλος,
με άρωμα ευκλείας, χωρίς να λείπουν κάποιες δυσωδίες, ελάχιστες αλλά χαρακτηριστικές.
Σε προσωπικό επίπεδο, για
περισσότερα από σαράντα χρόνια ασχολούμαι με την έρευνα και τη μελέτη της
συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, με βασικό επίκεντρο την αναζήτηση της
ιστορικής αλήθειας και την (λογικά αυτονόητη) αποδέσμευσή της από κάθε είδους
πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, διότι τα ακριβή
γεγονότα για τα κρίσιμα αυτά χρόνια έχουν επανειλημμένα και από πρόθεση
πολλαπλώς κακοποιηθεί. Έχουν δυστυχώς αφαιρεθεί και εξαφανισθεί αρχεία, έχουν
αποσιωπηθεί γεγονότα, έχει χαθεί η απόλυτη βάση δεδομένων. Ταυτόχρονα όμως δύο
άλλοι παράγοντες πρόκειται να δυσκολέψουν τον «μελλοντικό ιστορικό» στο
τελεσίδικο έργο του: Η μονομέρεια και η μεροληψία. Τόσο με θετικό τρόπο, ως
προς την υπέρμετρη προβολή συγκεκριμένων προσώπων και ομάδων, όσο και με
αρνητικό, σε βάρος άλλων προσώπων και ομάδων.
Συνειδητά και συστηματικά, σε
ό,τι με αφορά, έχω προσπαθήσει να αγνοήσω την επίδραση αυτών των παραγόντων.
Από τα πρώτα δημοσιεύματά μου μέχρι σήμερα, αδιαφόρησα για τις αυθαίρετες γενικεύσεις
ή τις υποκειμενικές ωραιοποιήσεις. Ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκα επίμονα με την
αναζήτηση των αυθεντικών καθοριστικών πηγών και τη διάσωση μαρτυριών, χωρίς να
εγκαταλειφθεί η έρευνα προς κάθε πλευρά.
Στο πλαίσιο αυτής της
πολύχρονης ιστορικής έρευνας, επεδίωξα να γνωρίσω προσωπικά τους επιζώντες συντελεστές
για να έχω την άποψή τους. Ειδικά για την οικονομική πλευρά της κατοχικής περιόδου,
χρήσιμες ήταν – μεταξύ άλλων – οι επαφές μου με τον Ιωάννη Βουλπιώτη, τον
Ευάγγελο Σαββόπουλο, τον Σπύρο Χατζηκυριάκο και τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη, τον
Χριστόφορο Γκοτζαμάνη, ανιψιό και συνεργάτη του κατοχικού υπουργού Οικονομικών,
τον Αθανάσιο Σμπαρούνη και τον Κωνσταντίνο Βεναρδή, καθώς και μια σειρά άλλων
προσώπων, κυρίως επώνυμων επιχειρηματιών, που είχαν αναπτύξει πρόσθετες
δραστηριότητες την εποχή εκείνη.
Ωστόσο, το βιβλίο αυτό δεν
στηρίζεται αποκλειστικά στις μαρτυρίες μερικών από τους πρωταγωνιστές, οι
οποίες αναμφίβολα βοήθησαν την ιστορική έρευνα, αλλά στηρίζεται σε αδιαμφισβήτητες
πηγές. Εδράζεται, πάνω απ’ όλα, στα
αυθεντικά γεγονότα, στα ψυχρά τεκμήρια και στους ακόμη ψυχρότερους – μια
που πρόκειται για οικονομικά θέματα – αριθμούς.
Φυσικά έχω, όπως δικαιούται
κάθε πολίτης, άποψη για τα πολιτικά πράγματα. Επιδιώκω όμως η πολιτική μου
ταυτότητα να μην επηρεάζει τα ιστορικά μου κείμενα, σε σημείο μάλιστα που ορισμένοι
αυθαίρετα με έχουν κατατάξει πότε στο ένα και πότε στο άλλο άκρο.
Στην παρούσα τραγική συγκυρία,
που διέρχεται από το 2010 ολόκληρη η Ελλάδα, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά
χρήσιμο ένα αντικειμενικό ιστορικό βιβλίο με θέμα την κατοχική οικονομία και τη
χρεοκοπία της. Από τη θυμωμένη έως εξοργισμένη κοινή γνώμη γίνεται πολύς λόγος
για τα κατοχικά δάνεια ή τον χρυσό που εκλάπη. Εύκολα διατυπώνονται θεωρίες και
εικασίες. Ακούγονται διάφορα ποσά, που συχνά είναι μυθικά. Στα μέσα ενημέρωσης
υψώνεται ο τόνος των ομιλητών για τις
επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις, ιδιαίτερα για τα κατοχικά δάνεια.
Πράγματι, αυτά δεν επιστράφηκαν ποτέ, αλλά το ερώτημα είναι σε τι ύψος ανέρχονται.
Μέχρι το 1967, οπότε διατηρούσε
τη βουλευτική του ιδιότητα, ο Ευάγγελος Σαββόπουλος, ευπατρίδης οικονομολόγος
και πολιτικός (ο ίδιος επέμενε να δηλώνει ότι είναι πρωτίστως κοινωνιολόγος), άνθρωπος
με μεγάλη παιδεία και ασυνήθιστη ακεραιότητα, ήταν κυρίως εκείνος που
ενδιαφέρθηκε για την επιστροφή των κατοχικών δανείων από τους κατακτητές. Ως
υπουργός μάλιστα πραγματοποίησε και ειδικό ταξίδι στη Βόννη, τότε πρωτεύουσα
της Γερμανίας, για να επιτύχει αποτελέσματα. Μια ανάλογη κίνηση είχε
επιχειρήσει ένα χρόνο νωρίτερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1965, και ακόμη ένα
χρόνο νωρίτερα, το 1964, ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος. Φυσικά, δεν υπήρξε
κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Από την άλλη μεριά, ο Σωτήριος
Γκοτζαμάνης, ως κατοχικός υπουργός Οικονομικών (καίτοι μαιευτήρας, όπως κατά
συγκυρία και ο τότε πρωθυπουργός Κων. Λογοθετόπουλος), είναι εκείνος που επί
των ημερών του κατοχυρώθηκε το δικαίωμα της Ελλάδος να ομιλεί σήμερα για
κατοχικά δάνεια. Φυσικά είναι ο ίδιος που επί των ημερών του η πάμπτωχη Ελλάδα
εξαναγκάσθηκε να δώσει αυτά τα μυθώδη ποσά στους τότε οικονομικά παντοδύναμους
Γερμανούς και Ιταλούς. Το 1952, ύστερα από
μια μακρά φυγοδικία, κατά τη διάρκεια της οποίας καταδικάστηκε σε θάνατο
από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τον Μάιο 1945, εγκατέλειψε το καταφύγιό του
στην Ιταλία και επέστρεψε, αφού στο μεταξύ είχε ψηφιστεί η παραγραφή της ποινής
του, ενώ εμφανίστηκε ως σωτήρας, υποδεικνύοντας να ζητηθούν τα οφειλόμενα ποσά.
Ο Γκοτζαμάνης πέθανε το 1958 χωρίς να αφήσει δικά του παιδιά, αλλά πολλά χρόνια
αργότερα γνώρισα τον ανιψιό του Χριστόφορο Γκοτζαμάνη, ταυτόχρονα στενό
συνεργάτη του. Εκείνος είναι που ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και μου παραχώρησε
αντίγραφα από ένα σημαντικό μέρος του αρχείου του, που ανήκε πλέον σ’ αυτόν, αναφερόμενο στην εποχή των διαπραγματεύσεων
που είχαν διεξαχθεί στο Βερολίνο και τη Ρώμη το φθινόπωρο του 1942. Επί των
διαπραγματεύσεων αυτών (που δεν κατέληξαν σε συμφωνία, με τη στενή έννοια του
όρου) στηρίζεται η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων. Στο παρόν έργο γίνεται
εκτεταμένη και πολύπλευρη αναφορά στο τόσο κρίσιμο αυτό θέμα.
Την ίδια εποχή γνώρισα
προσωπικά τους κατοχικούς διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Αρκάδα παλαιό
πολιτικό και υπουργό κατά τον Μεσοπόλεμο Θεόδωρο Τουρκοβασίλη, εντυπωσιακή όντως
προσωπικότητα, και τον οικονομολόγο Σπύρο Χατζηκυριάκο. Ο πρώτος διατηρούσε ένα
μικρό γραφείο στην οδό Πραξιτέλους, μάλλον πολιτικό παρά δικηγορικό. Αν και επί
των ημερών του ως διοικητή έγιναν γενναίες καταβολές προς τις κατοχικές δυνάμεις,
δεν είχε ή δεν θέλησε να δώσει στοιχεία επ’ αυτών. Όταν γινόταν λόγος περί
Κατοχής, επίμονα εστίαζε τη συζήτηση στις αντιστασιακές εκδηλώσεις των
υπαλλήλων της τράπεζας που διοικούσε και στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους
Γερμανούς.
Ο δεύτερος, ο Σπύρος
Χατζηκυριάκος, που διαδέχθηκε τον προηγούμενο στη διοίκηση της Τράπεζας της
Ελλάδος, ήταν πιο ομιλητικός. Τον επισκέφθηκα πολλές φορές στο πολυτελέστατο
σπίτι του, στη γωνία των οδών Μουρούζη και Ηρώδου Αττικού. Σε σχετικά νεαρή
ηλικία είχε γίνει επί Μεταξά μέλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και μετά
τη γερμανική εισβολή, καθώς ήταν γερμανόφιλος, προωθήθηκε στη διοίκηση της
Τράπεζας της Ελλάδος, αρχικά ως απλό μέλος του Δ.Σ., ύστερα ως γενικός
γραμματέας του, και αργότερα ως υποδιοικητής και στο τέλος διοικητής.
Καταδικάσθηκε ερήμην για δοσιλογισμό, ενώ είχε κατορθώσει να διαφύγει αρχικά
στην Ελβετία και τελικά στη Γαλλία. Λίγο πριν παραγραφεί η ποινή του, ίσως από
σφάλματα των δικηγόρων του, συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές και εκδόθηκε στην
Ελλάδα. Ανατρέχοντας πρόσφατα στις σημειώσεις που είχα κρατήσει κατά τη
διάρκεια των συναντήσεών μας, επιβεβαίωσα και πάλι ότι τα ποσά που κατά τη
γνώμη του φέρεται η Γερμανία να οφείλει στο ελληνικό κράτος υπερβαίνουν το
ποσόν των 40 εκατομμυρίων χρυσών λιρών.
Την ίδια εποχή που γνώρισα τον
Σπ. Χατζηκυριάκο, ήδη είχα αρχίσει να επισκέπτομαι και να συναντώμαι τακτικά με
τον Ιωάννη Βουλπιώτη. Αυτός έμενε δυο δρόμους πιο κάτω, στην αρχή της οδού Βασ.
Γεωργίου Β΄, ακριβώς απέναντι από το βασιλικό αυλαρχείο. Όταν διαπίστωσα ότι τα
δύο αυτά πρόσωπα δεν είχαν συναντηθεί από τα χρόνια της Κατοχής, μου φάνηκε παράξενο.
Γνώριζα ότι και οι δύο ήταν κοσμικοί και συνήθεις προσκαλεσμένοι στα σαλόνια
της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά προφανώς δεν είχε τύχει να βρεθούν μαζί σε
μια δεξίωση. Πήρα την πρωτοβουλία και τους έφερα σε επαφή, αφού εξασφάλισα τη
συγκατάθεσή τους. Δώσαμε ένα ραντεβού και κάναμε οι τρεις μας έναν περίπατο
στον Εθνικό Κήπο. Είχαν οπωσδήποτε πολλά πράγματα να πουν, αλλά από τότε ελάχιστα
ιδωθήκαμε και οι τρεις μαζί. Πιθανόν να μην ήθελαν να παρευρίσκεται ένας τρίτος
στις συζητήσεις τους, αν και αυτές δεν συνεχίστηκαν για πολύ, όπως αργότερα κατάλαβα.
Ο Χατζηκυριάκος, γόνος της
γνωστής οικογένειας, δεν υπήρξε πολύ χρήσιμος στο να μου δώσει μαρτυρίες και
σύντομα χαλάρωσε η επαφή μας. Η αλήθεια είναι πως, πολύ νέος και άπειρος στην
άντληση πληροφοριών, καθώς ήμουν τότε στα πρώτα ξεκινήματα αυτής της
μακρόχρονης ιστορικής έρευνας, έγινα ενοχλητικός με ευθείες ερωτήσεις. Δεν ξέρω
τι απέγινε, ούτε έμαθα ποτέ αν πράγματι έδωσε στη δημοσιότητα τις αναμνήσεις
του, που συνέχιζε τότε να γράφει και ορισμένα τμήματα των οποίων μου είχε
διαβάσει. Υποθέτω ότι θα έχει αποβιώσει εδώ και πολλά χρόνια, ίσως πριν από το
1980, αλλά από εκείνα τα χρόνια δεν τον ξαναείδα, ούτε άκουσα γι’ αυτόν.
Στη γενικότερη ιστορική έρευνα
της κατοχικής περιόδου, οφείλω να σημειώσω τη χρήσιμη συμβολή, αν και πολύ
έμμεση, που μου παρείχε ο πρώην πρωθυπουργός, ο αείμνηστος Γεώργιος Ράλλης.
Γιος του τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού και, παρά το νεαρό της ηλικίας του
τότε, συνήγορός του κατά τις δίκες των δοσιλόγων, υπήρξε πάντοτε ειλικρινής και
φιλικός προς εμένα, ιδιαίτερα όταν ο λόγος αναφερόταν στα χρόνια εκείνα και
στην ιστορική παρουσία του πατέρα του. Υπήρξε οικογενειακός φίλος και είχα την
ευκαιρία έτσι να τον γνωρίσω από τα πολύ-πολύ νεανικά μου χρόνια. Ωστόσο, παρά
τα επίμονα και επανειλημμένα αιτήματά μου, να δώσει στη δημοσιότητα την
περίφημη «βαλίτσα» του πατέρα του, δηλαδή το κατοχικό αρχείο του, τελικά δεν το
έπραξε. Όλο το ανέβαλε, προφανώς για να μην επηρεαστεί η τρέχουσα πολιτική
σταδιοδρομία του, σε σημείο που λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, που συνέβη
το 2006, άρχισα να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το αρχείο εκείνο δεν θα έβλεπε
ποτέ το φως της δημοσιότητας. Παρ’ όλα αυτά, συχνά ο σεβαστός αυτός φίλος ήταν πρόθυμος, αν όχι να προσφέρει στοιχεία,
πάντως να εκφράσει απόψεις, γνώμες και συμβουλές.
Ο περίφημος Ιωάννης Βουλπιώτης
υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα στα
κατοχικά χρόνια. Πρωταγωνιστής των παρασκηνίων, πανέξυπνος και
δαιμόνιος. Είχε ένα οξύ βλέμμα και εύστροφο πνεύμα, πολύ καλλιεργημένος με
εξαιρετικές σπουδές στη Γερμανία, κατά τη δεκαετία 1920, όχι μόνο στη μηχανική,
της οποίας ήταν διδάκτορας, αλλά και στη
φιλοσοφία, της οποίας επίσης έγινε διδάκτορας. Η πρώτη του γυναίκα ήταν
κόρη του Ζήμενς. Όταν τον γνώρισα, πριν σαράντα και πλέον χρόνια, ζούσε με την
τρίτη σύζυγό του, τη Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου, γνωστή και σεβαστή στην παλιά αθηναϊκή
κοινωνία, όπως και η αδελφή της Ντορέτ, σύντροφος του καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη,
παντοδύναμου οικονομικού παράγοντα μέχρι τότε.
Ο Βουλπιώτης δεν είχε ευθεία
ανάμιξη ως προς τα κατοχικά δάνεια, αναμφίβολα όμως ήταν ενήμερος. Είναι
γεγονός ότι διατηρούσε προσωπική φιλία με πολλές κορυφαίες προσωπικότητες,
ελληνικές και γερμανικές, ενώ χαρακτηριζόταν – λόγω της πολυπραγμοσύνης και των
διασυνδέσεών του – ως υπερ-πρωθυπουργός, ιδιαίτερα αφότου με την επιμονή του
επέβαλε ως κατοχικό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Ράλλη. Επί Κατοχής παρέμενε στην
Αθήνα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Ομίλου Ζήμενς, που πλην άλλων
περιλάμβανε, εκτός από τη μητρική εταιρία, την Τελεφούνκεν και την AEG. Ταυτόχρονα είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό
του την κρατική ραδιοφωνία, το μόνο μαζικό μέσο επικοινωνίας – και προπαγάνδας.
Για τα θέματα των κατοχικών δανείων,
ως έναν από τους βασικούς άξονες της ιστορικής έρευνάς μου, είχα και διάφορες
άλλες επαφές, αφενός με τον καθηγητή της Ανωτάτης Εμπορικής Αθανάσιο Σμπαρούνη
και αφετέρου με τον Κωνσταντίνο Βεναρδή, ο οποίος όταν τον γνώρισα – μετά τη
Μεταπολίτευση – ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών. Και οι δύο
συμμετείχαν στην αποστολή Γκοτζαμάνη στο Βερολίνο και τη Ρώμη. Και οι δύο,
σημειωτέον, δεν είχαν να πουν καλή κουβέντα για τον προϊστάμενο υπουργό τους,
ειδικά για την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Στο ευρύτερο θέμα της κατοχικής
οικονομίας, πλην του Ιωάννη Βουλπιώτη, γνώρισα και κάποιους επιχειρηματίες με
πρωτοφανή πληθωρικότητα επί Κατοχής. Καθώς δεν επρόκειτο για δημόσια πρόσωπα
και καθώς η επαγγελματική δράση τους προϋπήρξε από το επίμαχο διάστημα, θα
αποφύγω εδώ να τους αναφέρω προσωπικά. Δεν τους αποκρύπτω βεβαίως από το
ιστορικό τοπίο, όπως εύκολα θα διαπιστώσει στη συνέχεια ο αναγνώστης. Πάνω απ’
όλα σέβομαι τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας, είτε πρόκειται για
θετική είτε για αρνητική δράση.
Γεγονός είναι ότι παράπλευρα σε
εκείνους που εκούσια περιόρισαν την επαγγελματική δραστηριότητά τους, κυρίως
για λόγους αρχών, κάποιοι άλλοι αναζήτησαν
ευκαιρίες υπέρμετρου πλουτισμού. Τρεις
κύριες κατηγορίες επαγγελματιών θησαύρισαν: α) οι εργολήπτες
οχυρωματικών, λιμενικών και άλλων κατασκευαστικών έργων, β) οι προμηθευτές των
αρχών κατοχής, κατά κανόνα με ανάθεση, και γ) οι συντεταγμένοι ή ασύντακτοι
μαυραγορίτες. Θα πρέπει να αναφερθεί ειδικά για τους τελευταίους, οι οποίοι ευθύνονται
κατά ένα σημαντικό μέρος για την πείνα και τις στερήσεις στη διάρκεια της
Κατοχής, ότι στην πραγματικότητα δεν τιμωρήθηκαν. Παρά τις κατά καιρούς
απόπειρες ποινικοποίησης της δράσης τους, αρχής γενομένης από τις κατοχικές
κυβερνήσεις που καθιέρωσαν τα ευρηματικά «αισχροδικεία», τελικά βγήκαν αλώβητοι
και με καλά φυλαγμένους τους θησαυρούς που συγκέντρωσαν.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους
προμηθευτές των αρχών κατοχής, οι οποίοι με τις αναθέσεις που έπαιρναν είχαν
την ευχέρεια να τιμολογούν κατά βούληση, τα δε τιμολόγιά τους να οδεύουν προς
εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή
αντίρρηση. Πολύ μεγαλύτερο όφελος είχαν οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τα δομικά
έργα των κατοχικών αρχών. Στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους οι δαιμόνιοι αυτοί
κατασκευαστές οχυρωματικών έργων, λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλων έργων,
μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των τσιμεντένιων φορτηγίδων (!), καθαρά
ελληνική ευρεσιτεχνία που ασμένως υιοθέτησαν οι Γερμανοί και μάλιστα την
εφάρμοσαν αμέσως με τα τσιμεντένια ποταμόπλοια που παρήγαγαν σε μεγάλη κλίμακα
στο εσωτερικό του Ράιχ, είχαν φροντίσει εγκαίρως να χρηματοδοτούν αντιστασιακές
οργανώσεις και ιδίως παράνομες εφημερίδες ή ακόμη και να συνεργάζονται με
πράκτορες συμμαχικών υπηρεσιών, ώστε να κτίζουν άλλοθι για μεταπολεμική χρήση.
Αυτοί οι κερδοσκόποι, με τον
επιεικέστερο χαρακτηρισμό, ούτε καν φορολογήθηκαν. Μόνο μεταπολεμικά
επιχειρήθηκε αυτό, θα έλεγε κανείς υποτονικά
μάλιστα. Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμισθεί ότι το αίτημα για τον
εντοπισμό των υπέρογκων εισοδημάτων τους και την αντίστοιχη φορολόγησή τους,
υποβλήθηκε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς από τον κατοχικό υπουργό Οικονομικών
Γκοτζαμάνη ως ένας από τους όρους κατά τις διαπραγματεύσεις του Βερολίνου το
φθινόπωρο του 1942!
Και οι τρεις αυτές κατηγορίες
«πλουτισάντων», που προαναφέρθηκαν, συνέβαλαν στην εξάρθρωση της κατοχικής
οικονομίας και στη λαϊκή δυστυχία. Το μερίδιο του λέοντος είχαν όμως οι ίδιοι
οι κατακτητές, οι οποίοι κυριολεκτικά λεηλάτησαν τη δημόσια και ιδιωτική
περιουσία. Πολύ πολλαπλάσια είναι η εγκληματική ευθύνη των τελευταίων για το
μέγα ζήτημα του επισιτισμού κατά την Κατοχή, που ευθέως συνδέεται με την κατοχική
χρεοκοπία.
Αν μελετηθούν προσεκτικά οι
αριθμοί, η δραματική εξάρθρωση της κατοχικής οικονομίας δεν συνδέεται απαραιτήτως
με τις καταβολές του Ελληνικού Δημοσίου για έξοδα κατοχής, υποχρέωσή του που
ούτως ή άλλως ορίζεται από διεθνείς συνθήκες. Ούτε το όλο δράμα οφείλεται στην
πρόθεση των κατακτητών να καθυποτάξουν τη χώρα και τον λαό της. Η βασική αιτία
είναι ότι η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος απέβη εν προκειμένω αρνητική, διότι
μέσω του εδάφους της γινόταν η τροφοδοσία και ο εξοπλισμός της στρατιάς του
Ρόμελ.
Χρειάστηκε να συρθεί στο χάος η
ελληνική οικονομία, ώστε να χρηματοδοτηθεί η εκστρατεία του Afrika Korps. Ακόμη και ελληνικά λαχανικά και φρούτα
δεσμεύονταν για να σταλούν στους Γερμανούς στρατιώτες εκεί, ενώ στην Ελλάδα
«φιλοξενούνταν» οι Άραβες σύμμαχοί τους, γερμανοντυμένα μέλη της Αραβικής Λεγεώνας,
που σε τίποτα δεν διέφεραν από τις άλλες γερμανικές μονάδες κατοχής – πλην του
χρώματος της επιδερμίδας. Σε ελληνικά τυπογραφεία τυπώνονταν αραβόγλωσσα
προπαγανδιστικά έντυπα, που τα έριχναν γερμανικά αεροπλάνα στο μέτωπο της Βόρειας
Αφρικής.
Όσο για τους Γερμανούς
τραυματίες, ιδίως από το Ανατολικό Μέτωπο, η ηλιόλουστη Ελλάδα ήταν ένα
αναζωογονητικό θέρετρο. Πριν από τον πόλεμο, αλλά και έπειτα απ’ αυτόν, οι
ελληνικές παραλίες, τα ελληνικά νησιά και άλλες γραφικές περιοχές, ήταν πόλος
έλξης τουριστικού ενδιαφέροντος κατά τις ειρηνικές περιόδους. Στη διάρκεια της
Κατοχής όλες αυτές οι τουριστικές περιοχές χρησιμοποιήθηκαν για να «φιλοξενηθούν»
λόγω κλίματος οι προς ανάρρωση τραυματίες. Φυσικά σε επιταγμένα ξενοδοχεία και
καταλύματα με την ανάλογη επιτόπια τροφοδοσία.
Όλες αυτές οι δαπάνες, πέρα και
πολύ μακριά από τις διεθνείς συνθήκες, οδήγησαν στην κατοχική χρεοκοπία. Στην
πραγματικότητα η χώρα δεν συνήλθε ποτέ μέχρι σήμερα απ’ αυτήν την αιτία και η
οικονομία της έμεινε μόνιμα καθηλωμένη. Θα το κατανοήσουμε καλύτερα αν γνωρίζουμε τα πραγματικά ιστορικά
στοιχεία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Σ’ αυτό στοχεύει το παρόν
βιβλίο. Να τα γνωρίσουμε ανεπιτήδευτα και αυθεντικά. Με καθαρή και ανυποχώρητη
ματιά.
Αισθάνομαι
την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους συνέβαλαν στη
συγκέντρωση των στοιχείων που δίνονται μέσα απ’ αυτό το βιβλίο. Εκτός από όσους
ονομαστικά προαναφέρθηκαν, υπάρχουν και άλλοι που πρόθυμα βοήθησαν.
Ευχαριστίες οφείλω στον
διπλωμάτη της Γερμανίας Hanno
von Graevenitz, ο οποίος είχε την καλοσύνη προ ολίγων ετων να μου
εμπιστευθεί τις ανέκδοτες αναμνήσεις του πατέρα του, του Κουρτ-Φριτς φον
Γκραίβενιτς, που διαπιστεύθηκε ως ανώτερος διπλωματικός το 1938 στην Αθήνα και
παρέμεινε συνεχώς στην εδώ γερμανική πρεσβεία μέχρι τον Οκτώβριο 1944,
υπηρετώντας – μετά την αποχώρηση του Άλτενμπουργκ στα τέλη του 1943 – ως
επιτετραμμένος του Ράιχ. Ήταν ο τελευταίος από το πολιτικό προσωπικό που έφυγε
όταν οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την ελληνική πρωτεύουσα και εκείνος που την
τελευταία ημέρα ενεχείρισε στον Ιωάννη Ράλλη μια πολύ σύντομη επιστολή, στην
οποία αναφερόταν κατά τη γερμανική άποψη το ολικό ποσόν που οφειλόταν στο Ελληνικό
Δημόσιο. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε
από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στη Βιέννη, ως οιονεί διαπιστευμένος
Γερμανός διπλωματικός εκπρόσωπος στην υπό τον Τσιρονίκο αυτοεξόριστη κυβέρνηση
των Ελλήνων χιτλερικών.
Το πλήρες κείμενο των
προσωπικών αναμνήσεων του Γκραίβενιτς παραμένει ακόμα ανέκδοτο, ενώ το τμήμα όσων
αναφέρονται στην περίοδο κατά την οποία ασχολήθηκε με τα ελληνικά πράγματα θα
δοθεί προσεχώς στη δημοσιότητα. Στο παρόν βιβλίο χρησιμοποιούνται τα στοιχεία
που σχετίζονται με το θέμα. [...]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Β΄ ΕΚΔΟΣΗΣ
θετική αντίδραση του
αναγνωστικού κοινού οδήγησε στην άμεση εξάντληση των αντιτύπων της πρώτης
έκδοσης και στην παραγωγή της δεύτερης. Γεγονός είναι ότι η υποδοχή αυτού του έργου
υπήρξε ενθουσιώδης, ιδίως στον διαδικτυακό χώρο, όπου αναπαράχθηκαν πολλά
αποσπάσματά του.
Έχουμε την πληροφόρηση ότι,
εκτός από τα εκατοντάδες διάφορα ιστολόγια που πήραν την πρωτοβουλία να
φιλοξενήσουν αποσπάσματα αυτού του βιβλίου, υπήρξε μια καταιγιστική αναπαραγωγή
ορισμένων αποσπασμάτων, ιδίως από τις προδημοσιεύσεις που παρουσιάστηκαν μέσω
του φιλικού ιστολογίου aera2012.blogspot.gr (το οποίο συχνά αναρτά
κείμενα του συγγραφέα), σε εκατοντάδες χιλιάδες ηλεκτρονικών μηνυμάτων τόσο
στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αν και οι αναπαραγωγές χρησιμοποιήθηκαν για
να γίνει κατά βούληση πολιτικός σχολιασμός, ιδίως λόγω της θερμότητας των δύο
προσφάτων εκλογικών αναμετρήσεων, με κύρια αιχμή ορισμένα πολιτικά πρόσωπα που
είναι επίγονοι πρωταγωνιστών ή μάλλον δευτεραγωνιστών του παρόντος βιβλίου, ο
συγγραφέας δεν είχε άμεση ανάμιξη σ’ αυτή τη δραστηριότητα. Ούτε άλλωστε ανήκε
στις προθέσεις του να αναμιχθεί μέσω της έκδοσης ενός βιβλίου σε τρέχοντα πολιτικά
θέματα.
Το ανά χείρας βιβλίο
παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι, παρά το αυστηρώς ιστορικό περιεχόμενό του,
συνδυάζεται με τη σύγχρονη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, διότι
αναφέρεται στο εκκρεμές ζήτημα των κατοχικών δανείων. Και ως γνωστόν, το παλαιό
αυτό ζήτημα αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση για να ξεπεραστεί το οικονομικό
αδιέξοδο που βιώνει η σύγχρονη Ελλάδα. Μια λύση που δυστυχώς ακόμη δεν έχουν
ενστερνισθεί οι κυβερνήσεις μας υπό το άγχος να μην κακοχαρακτηρισθούν από τη
σύγχρονη Γερμανία, η οποία αυταρχικά ηγεμονεύει στη μεταπολεμική Ευρώπη, ως
απόλυτος διάδοχος της χιτλερικής Γερμανίας.
Στο μέτρο που μας επιτρέπεται
κάναμε επανειλημμένα, τόσο μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, όσο και από
το βήμα των ΜΜΕ όταν μας δόθηκε η ευκαιρία, έκκληση προς τους αρμοδίους της
ελληνικής πολιτείας να προχωρήσουν στην άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων
από τη Γερμανία (για την Ιταλία δεν τίθεται τέτοιο θέμα, διότι αυτή από
δεκαετιών έχει εξοφλήσει τις συναφείς υποχρεώσεις της). Επαναλαμβάνουμε με
σθένος αυτή την έκκληση, μαζί με την προσθήκη ότι υπάρχουν ιστορικές ευθύνες
για όσους αδιαφορούν να επιτελέσουν το αυτονόητο καθήκον τους, το οποίο ευθέως
θα απαλύνει τη βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση που απειλεί πλέον με
αφανισμό την ελληνική κοινωνία…
Αύγουστος 2012