Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ



Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διακεκριμένος ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ υψώνει τη φωνή του αναφορικά με την ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων. Ως γνωστόν ο αυστρογερμανικής καταγωγής και πολιτογραφημένος Έλλην πολίτης λαμπρύνει με την παρουσία του το Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο δίδαξε και διδάσκει ως καθηγητής με αντικείμενο την ιστορία της δεκαετίας 1940. Είναι ιστορικός με σημαντικότατο έργο και έχει από σαράντα και πλέον ετών πραγματοποιήσει εις βάθος επίμονη επιστημονική έρευνα για τα θέματα αυτά, ώστε πράγματι να είναι δυσαναπλήρωτη η αντικατάστασή του μετά την πρόσφατη αποχώρησή του λόγω ορίου ηλικίας. Παράλληλα θα πρέπει να τονισθεί το ήθος του, καθώς χάριν της ιστορικής επιστήμης αίρεται υπεράνω των δεσμών της εθνικής καταγωγής του για να διατυπώσει ανεπηρέαστα τις απόψεις του, ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα.
Ο καθηγητής Φλάισερ με ένα τέτοιο επιστημονικό κύρος όρθωσε τη φωνή του για τη διεκδίκηση των κατοχικών δανείων από ελληνικής πλευράς, επιβεβαιώνοντας στην ουσία όσα και ο υποφαινόμενος συστηματικά και επίμονα υποστηρίζει, ιδίως με την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια". Επί πλέον, ως βαθύς γνώστης του θέματος, ο κ. Φλάισερ ξεχωρίζει ότι άλλα είναι τα κατοχικά δάνεια, τα οποία μάλιστα είχε αποδεχθεί ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ, και όλως άλλα κεφάλαια οι επανορθώσεις και οι αποζημιώσεις.
Δεν γνωρίζω αν πράγματι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει επισταμένως ασχοληθεί με το θέμα, ως οφείλει. Συνεπώς και δεν γνωρίζω αν όντως έχει συσταθεί μια εθνική επιτροπή. Αλλά αν πράγματι είναι έτσι, το ολιγότερο που θα είχε να πράξει είναι να καλούσε να συμμετάσχει και ο πλέον ειδήμων εν Ελλάδι ιστορικός επιστήμονας, ο καθηγητής Φλάισερ, ώστε μαζί με άλλους ειδικούς οικονομολόγους και νομικούς να διευκρινίσουν το ακριβές ύψος της γερμανικής οφειλής.
Αν και μας χωρίζουν αρκετές διαφορές σε ειδικότερα ιστορικά θέματα, χωρίς ουδέ προς στιγμήν να παραγνωρίζω το πάθος του για την έρευνα της ιστορικής αλήθειας και τη μέχρι τούδε συμβολή του σ' αυτήν όσον αφορά την κατοχική περίοδο, συγχαίρω τον κ. Φλάισερ για το σθένος και την αποφασιστικότητα να διατυπώσει με τέτοια καθαρότητα την άποψή του για τα κατοχικά δάνεια (βλ. ειδησεογραφία της 18ης Σεπ. 2012 ΕΔΩ) και περιμένω ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τη διεθνώς αναγνωρισμένη φωνή του και θα του ζητήσει να συμμετάσχει σε μια εθνική προσπάθεια για τη διεκδίκηση της πλέον πραγματικής απαίτησης που έχει η Ελλάδα από τη Γερμανία.
Δ. Κούκουνας

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕΡΚΕΛ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 1939!


Η επίσκεψη του Γιόζεφ Γκαίμπελς στη βίλα της οικογένειας Μέρκελ στην Αθήνα (31 Μαρτίου 1939). Η κυρία Μέρκελ τον υποδέχεται στην είσοδο, κρατώντας το κοριτσάκι της.


ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΜΕΡΚΕΛ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 1939


ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΡΑΟΥ ΜΕΡΚΕΛ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΟΥΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1940…


Του Δημοσθένη Κούκουνα

Πρόσφατα ερωτήθηκα από φίλους, μόλις κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούνιο το βιβλίο μου με τίτλο «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», όπου περιέχονται πολλά στοιχεία για τους οικονομικούς δοσιλόγους, αν υπάρχουν και άλλα που ενδεχομένως θίγουν άλλα σημαίνοντα πρόσωπα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα στη δημοσιότητα όσα αναμφισβήτητα στοιχεία υπήρχαν για το θέμα αυτό, χωρίς επιλεκτικά να αφαιρέσω ή να προσθέσω, φυσικά μέσα στο αντικείμενο του βιβλίου αυτού. Όταν εντός του έτους θα κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο μου για την Ιστορία της Κατοχής, που θα αναφέρεται συνολικά και αναλυτικά στη δράση των πολιτικών και οικονομικών δοσιλόγων κατά την περίοδο 1941-44, ασφαλώς θα υπάρχουν περισσότερα στοιχεία.
Η πρόθεσή μου ήταν μέσα από το βιβλίο που εκδόθηκε να αναδείξω στο πρώτο μέρος, όπως προκύπτει από τον τίτλο, την ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή, ενώ στο δεύτερο μέρος γίνεται εκτενής λόγος για τα κατοχικά δάνεια. Αν και μέσα σ’ ένα ιστορικό βιβλίο δεν μπορούν να γίνουν πολλές αναγωγές στη σημερινή πραγματικότητα, θεώρησα υποχρέωσή μου να τονίσω ότι η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων δεν είναι μια αστεία υπόθεση και ότι πρόκειται για μια απολύτως έγκυρη διεκδίκηση από την ελληνική πολιτεία. Η έκκλησή μου προς την παρούσα πολιτική ηγεσία ήταν σαφής και διατηρώ την ελπίδα ότι θα αξιοποιηθεί άμεσα το ζήτημα αυτό, διότι ένας ιστορικός συγγραφέας δεν παύει να είναι ένας αγωνιών Έλληνας πολίτης.
Δεν κρύβω ότι συνεχίζω να κατέχομαι από την αισιόδοξη προσδοκία, ότι αφενός η ελληνική κυβέρνηση θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ιδίως αυτών που βιώνει σύμπας ο Ελληνικός Λαός στις μέρες μας, αλλά ακόμα και ότι η σημερινή γερμανική κυβέρνηση θα συναισθανθεί την ευθύνη να αποδώσει τις συγκεκριμένες οικονομικές οφειλές προς την πληττόμενη Ελλάδα. Μίλησα μάλιστα με σαφήνεια στο βιβλίο αυτό για το ΧΡΕΟΣ ΤΙΜΗΣ και όχι ένα απλό χρέος που ως έτυχε υπέχει η Γερμανία έναντι της χώρας μας. Το ποσόν των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η πλήρως βεβαιωμένη αυτή οικονομική οφειλή, απολύτως στοιχειοθετημένη από το 1942, υπερκαλύπτει το σημερινό εξωτερικό χρέος της Ελλάδος.
Αλλά μέσα στην αισιοδοξία μου ότι με τα στοιχεία, που παρατίθενται στο βιβλίο μου, σχεδόν όλα προερχόμενα από γερμανικής πλευράς, πίστευα ότι η κυβέρνηση της κ. Μέρκελ θα αποφάσιζε να αντιδράσει θετικά. Και, επί πλέον, ότι δεν θα επέτρεπε να επικρατήσει οποιαδήποτε συνωμοσιολογική διάθεση περί ανθελληνισμού των συγχρόνων Γερμανών. Φαίνεται όμως ότι πίσω από τη γερμανική άρνηση να εξοφληθούν τα κατοχικά δάνεια υπάρχουν συμπλεγματικά απωθημένα μακράς πνοής.
Στο εν λόγω ιστορικό βιβλίο μου δεν θέλησα να περιλάβω τέτοιες σκέψεις, πολύ δε περισσότερο να τις συσχετίσω με άλλα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου, φυσικά προερχόμενα και αυτά από τη μακρά ιστορική έρευνά μου.
Ήδη όμως είμαι υποχρεωμένος να θέσω τα ακόλουθα ερωτήματα προς την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Άνγκελα Μέρκελ:
Η οικογένεια του πρώτου συζύγου της, το όνομα του οποίου τόσο υπερηφάνως υιοθέτησε για να το χρησιμοποιήσει στην πολιτική σταδιοδρομία της, του Ούλριχ Μέρκελ, συνδέεται με την Ελλάδα στις παραμονές και τις αρχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου;
Ποία η συγγενική σχέση του πρώτου συζύγου της με τον υπηρετήσαντα μέχρι το 1940 ως διευθυντή της «Τελεφούνκεν» στην Αθήνα, ο οποίος υποχρεώθηκε εσπευσμένα να εγκαταλείψει τη μεγαλόπρεπη βίλα του στην Ελλάδα ως εμπλεκόμενος σε κατασκοπευτική δράση εις βάρος της χώρας μας;
Ποία προσωπική σχέση διατηρούσε η οικογένεια Μέρκελ με τον περίφημο υπουργό Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ Γιόζεφ Γκαίμπελς;
Είναι αληθές ότι όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε ανεπίσημα την Αθήνα στα τέλη Μαρτίου 1939, εκτός από ορισμένες εθιμοτυπικές επισκέψεις που πραγματοποίησε, φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Μέρκελ, όπως προκύπτει και από τη φωτογραφία που δίνω στη δημοσιότητα;
Θα μπορούσα να παραθέσω και άλλα ερωτήματα προς απάντηση, αλλά περιορίζομαι σ’ αυτά για να θέσω το βασικότερο ερώτημα:
Η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας μεταφέρει κάποιου είδους οικογενειακά συμπλέγματα όταν συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο προς την Ελλάδα, επειδή ίσως ο χερ Μέρκελ, εμφανιζόμενος ως διευθυντικό στέλεχος της «Τελεφούνκεν» στη χώρα μας, υποχρεώθηκε από τον Μανιαδάκη το 1940 να εξαφανιστεί κακήν-κακώς;


ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ κ. Α. ΜΕΡΚΕΛ
ΚΛΙΚ ΕΔΩ


Το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα για την κατοχική οικονομία και τα δάνεια.

Οι αθηναϊκές εφημερίδες αναγγέλλουν πώς πέρασε την πρώτη μέρα του στην Αθήνα ο Γκαίμπελς (1.4.39)

Ένας κρητικός βρακοφόρος υποδέχεται με φασιστικό χαιρετισμό τον Γκαίμπελς. Πρόκειται για έναν από τους πιστούς σωματοφύλακες του τότε υπουργού Κώστα Κοτζιά.

Φωτογραφία από την άφιξη του Γκαίμπελς στο αεροδρόμιο Τατοΐου (31.3.39). Τον υποδέχεται ο Κ. Κοτζιάς.

Συνάντηση του Γκαίμπελς με τον Μεταξά την ίδια μέρα. Λίγο αργότερα ο ναζιστής ηγέτης επισκέφτηκε τη μεγαλόπρεπη βίλα της οικογένειας Μέρκελ στην Αθήνα. Ο χερ Μέρκελ ήταν διευθυντικό στέλεχος της "Τελεφούνκεν" στην Ελλάδα μέχρι το 1940, που του υποδείχθηκε να φύγει από την Ελλάδα ως ύποπτος για κατασκοπεία.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ ΤΟΥ

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Αντώνης Σαμαράς είναι πλέον απολύτως ενήμερος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων και όλες τις παραμέτρους τους, ακόμη και αν - ως υπεύθυνος πολιτικός και μάλιστα οικονομολόγος - δεν θα το γνώριζε. Απομένει να δημοσιοποιηθεί η θέση του ως προς τη διεκδίκηση αυτής της γερμανικής οφειλής, που σήμερα υπερβαίνει τα 510 δισεκατομμύρια ευρώ.



ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Δ. ΚΟΥΚΟΥΝΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Στον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά ο ιστορικός συγγραφέας Δ. Κούκουνας έστειλε την ακόλουθη επιστολή, παροτρύνοντάς τον να επιδιώξει την άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι τώρα δεν έγινε γνωστή η αντίδρασή του.

"Αθήνα, 17 Ιουλίου 2012

Προς τον Κύριο
Αντώνη Σαμαρά
Πρωθυπουργό της Ελλάδος
Μέγαρο Μαξίμου
Ενταύθα

Αγαπητέ Κύριε Πρόεδρε, 
Θεώρησα χρέος μου να σας προσφέρω τιμητικά ένα από τα πρώτα αντίτυπα του νέου βιβλίου μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που μόλις κυκλοφόρησε, αφ’ ενός λόγω της μακράς προσωπικής γνωριμίας μας, αφ’ ετέρου διότι πιστεύω ότι θα πρέπει να είσθε ενήμερος υπό τη θεσμική σας ιδιότητα των όσων αναφέρονται σ’ αυτό.
Αν ένας νηφάλιος παρατηρητής θα επιχειρούσε να αναζητήσει πού ακριβώς οφείλεται η σημερινή ελληνική τραγωδία, θα διαπίστωνε ότι είναι μια μετεξέλιξη της τραγωδίας που βίωσε σε τόσο δραματικούς τόνους ο Ελληνικός Λαός κατά την κατοχική περίοδο 1941-44. Διότι η περίοδος εκείνη στην πραγματικότητα δεν έκλεισε, ως προς τις συνέπειές της, ούτε με το τέλος του Εμφυλίου, ούτε με τις ανασυγκροτήσεις και αναδιαρθρώσεις που επιχειρήθηκαν σε διάφορες επόμενες φάσεις, ούτε καν με τη Μεταπολίτευση και ό,τι ακολούθησε.
Και δεν έκλεισε διότι την εποχή εκείνη απομυζήθηκε από τον κατακτητή, εξίσου βάναυσα όπως και στο ανθρωπιστικό πεδίο, κάθε ικμάδα της ελληνικής οικονομίας μέχρι ολικής ξηρασίας. Δεν ήταν ο πόλεμος και οι συνθήκες του, ήταν ο συγκεκριμένος εχθρός που έτσι απάνθρωπα αποστράγγισε το παν από τη χώρα μας. Διαρκούσης της σκληρότατης αυτής κατοχής ο λαός μας άντεξε προσβλέποντας στην ελπίδα ότι σύντομα θα τελείωνε αυτή η φάση και έπειτα θα δικαιωνόταν. Βεβαίως εδώ δεν έχει θέση να κριθεί πώς και κατά πόσο ικανοποιηθήκαμε με το Συνέδριο Ειρήνης, αλλά είναι αλήθεια πως δόθηκαν επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Δεν ρυθμίστηκαν όμως τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια, τα οποία ο κατακτητής συστηματικά απαίτησε και έλαβε ποικιλοτρόπως από την ελληνική οικονομία, γεγονός που αυτομάτως επιδείνωσε μέχρις εξαντλήσεως την πείνα, τη δυστυχία, τον αφανισμό. Αυτά τα κατοχικά δάνεια, ύψους 100 δις ευρώ ως προς το κεφάλαιό τους τότε, αν είχαν αποδοθεί τότε θα αποτελούσαν για την Ελλάδα το ουσιαστικό κεφάλαιό της για την επανεκκίνηση της οικονομίας της. Αλλά μη διαθέτοντας αυτό το κεφάλαιο, εξαναγκάστηκε επανειλημμένα από τότε να προσφεύγει σε διάφορους δανειστές και ποικίλες διαδικασίες για να το αναπληρώνει.
Λίγο ώς πολύ, ως οικονομολόγος και πολιτικός, θα γνωρίζετε τι απέγινε μέχρι σήμερα. Με διάφορα προσχήματα, οσάκις εθίγη το θέμα, ουδέποτε ικανοποιήθηκε η χώρα μας εκ μέρους της Γερμανίας (σε αντίθεση με ό,τι έγινε με την Ιταλία) με την επιστροφή των κατοχικών δανείων, τα οποία είχαν μορφή διακρατικής δανειακής σύμβασης. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει καμιά αξία να αποδοθούν ευθύνες στους Έλληνες υπεύθυνους ηγέτες που κατά το παρελθόν παρέλειψαν το καθήκον τους και αδιαφόρησαν να διεκδικήσουν την εξόφληση αυτών των δανείων, διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπήρχε δόλος. Ούτε είναι το ζητούμενο στην παρούσα συγκυρία.
Όταν όμως ο Λαός μας φθάνει σ’ αυτό το σημείο εξαθλίωσης τα πράγματα αλλάζουν. Το ζήτημα των κατοχικών δανείων θα πρέπει να λήξει οριστικά και ικανοποιητικά. Και επειδή, Κύριε Πρόεδρε, γνωρίζετε πόσο σας εκτιμώ προσωπικά, δεν θα ήθελα να προστεθεί και η κυβέρνησή σας στο σύνολο των μεταπολεμικών πολιτικών ηγεσιών που αδιαφόρησαν για τη συγκεκριμένη γερμανική οφειλή, η οποία κατά την εκτίμησή μου υπερβαίνει τα 510 δις ευρώ, κατά την εκτίμηση άλλων μεγαλύτερη ή μικρότερη.
Έχω την πεποίθηση ότι επί των ημερών σας το ζήτημα των κατοχικών δανείων μπορεί να λήξει, οπότε η Ελλάδα θα ξεπεράσει το αδιέξοδό της, συμψηφίζοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το εξωτερικό χρέος της έναντι της γερμανικής οφειλής. Σας καλώ και σας προτείνω να σχηματίσετε μια επιτροπή ειδικών που με επείγουσες διαδικασίες, αφού επιβεβαιώσει την τυπική υπόσταση των κατοχικών δανείων και επαληθεύσει το σημερινό ύψος τους, να σας εισηγηθεί τον τρόπο αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αν δεν επαρκούν τα όσα υπάρχουν στις αρμόδιες αρχές ή τα όσα αναφέρονται στο εν προκειμένω εξειδικευμένο βιβλίο, εννοείται ότι είμαι στην απόλυτη διάθεσή σας να συμβάλω ως Έλληνας πολίτης, παρέχοντας κάθε επιπρόσθετη πληροφορία που τυχόν γνωρίζω ή κάθε στοιχείο που βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο από τη μακρόχρονη ιστορική έρευνα που έχω διεξαγάγει για τα κατοχικά θέματα.
Με θερμές ευχές, πάντοτε στη διάθεσή σας και
Με εξαίρετη τιμή
Δημοσθένης Κούκουνας"


ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΡΩΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Βουλή, σε απάντηση σχετικής ερώτησης του βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων καθηγητή Νότη Μαριά, έλαβε θέση για τις ελληνικές απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας από την εποχή του πολέμου.

Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ (3 Σεπτεμβρίου 2012):

Διαδικασία για να αποτυπωθεί με νηφαλιότητα το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ξεκίνησε το υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Χρήστο Σταϊκούρα προκειμένου «οι διεκδικήσεις να μην γίνουν με αερολογίες αλλά με βούληση, τεκμηρίωση και επιμονή».
Επιπροσθέτως, ο κ. Σταϊκούρας μιλώντας στην Βουλή αποκάλυψε ότι «το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μετά από έγγραφο του Πταισματοδικείου (29.06.2012) έχει ξεκινήσει διαδικασία προσδιορισμού του ποσόυ των γερμανικών αποζημιώσεων με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα». Σύμφωνα πάντα με τον υπουργό μεταξύ των διαθέσιμων δεδομένων είναι 7,5 δις δολάρια που ήταν η απαίτηση της ελληνικής αντιπροσωπίας κατά την Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων 1945-1946 «από ζημιές κάθε είδους που υπέστη στο διάστημα της Γερμανικής Κατοχής». Εναντι του ποσού αυτού η Ελλάδα – σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου – έχει λάβει κατά καιρούς:
-  20 εκατ. δολάρια το 1946 από τη διάλυση της Γερμανικής Πολεμικής Βιομηχανίας σε οπλισμό
-   Όλες οι περιουσίες των Γερμανών υπηκόων (1946) περιήλθαν ατο ελληνικό δημόσιο η αξία των οποίων δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί
-  4,8 εκατ. γερμανικά μάρκα το 1961 για αφαιρεθέντα καπνά από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Το ισότιμο ποσό σε δραχμές διανεμήθηκε σύμμετρα στους δικαιούχους
- 115 εκατ. γερμανικά μάρκα το 1961 στα θύματα του ναζισμού (θάνατος, ομηρίες, σωματικές βλάβες)
Πέραν αυτών, ο κ. Σταϊκούρας επισήμανε ότι «η Ελλάδα δεν παραιτείται των αξιώσεών της. Οι συγκεκριμένες εκκρεμότητες εξακολουθούν να υφίστανται» και συμπλήρωσε πως «για πρώτη φορά το υπουργείο ξεκίνησε διαδικασία αποτύπωσης της κατάστασης ώστε να μπορούν να θεμελιωθούν οι όποιες ενέργειες σε στέρεες βάσεις… έχει ήδη δρομολογηθεί η συγκέντρωση του σχετικού αρχειακού υλικού προκειμένου να ερευνηθεί αρμοδίως και να αξιοποιηθεί».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι για τον σκοπό αυτό έχει συγκροτηθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων που επεξεργάζονται «17 δερματόδετους τόμους αρχείο με 2.800 σελίδες έκαστος» ενώ στις διαδικασίες εκτίμησης συμμετέχει και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Στο αρχείο – σύμφωνα πάντα με τν υπουργό – καταγράφονται τα πλήρη στοιχεία των δικαιούχων (ονοματεπώνυμο, αριθμός μητρώου κ.α.) καθώς και νομικά έγγραφα όπως αριθμοί εντολής πληρωμών και ποσά.
Επιπροσθέτως, σημείωσε ότι «οι απαιτήσεις της χώρας μας από επανορθώσεις και αποζημιώσεις από την πρώην Ανατολική και την Δυτική Γερμανία χρονολογούνται από τον Α και Β Παγκόσμιο πόλεμο. Πρόκειται:
-  Για αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου για ζημιες που προκλήθηκαν στην υποδομή της χώρας και γενικά στην δημόσια περιουσία
- Για επιστροφή του «κατοχικού δανείου»
-  Για αξιώσεις Ελλήνων πολιτών για αποζημιώσεις λόγω ζημιών στην ιδιωτική τους περιουσία




ΦΟΒΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΩΘΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ


Με αφορμή τις διατυπώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα στη Βουλή, εκφράστηκαν έντονες ανησυχίες για τον κίνδυνο να κουκουλωθεί το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Η σημαντικότερη επισήμανση έγινε από το olympia.gr, που αντέδρασε αμέσως (ΚΛΙΚ ΕΔΩ).

Ενισχύοντας τις ανησυχίες που εκφράστηκαν, ο ιστορικός συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας έστειλε στο  olympia.gr το ακόλουθο κείμενό του (ΚΛΙΚ ΕΔΩ για τη σχετική ανάρτηση):


Αισθάνομαι χρέος να σας συγχαρώ για την απαρασάλευτη πατριωτική στάση σας στις δύσκολες στιγμές που περνάει ο Ελληνισμός. Καθημερινά αποδεικνύεται περίτρανα ότι το olympia.gr είναι ένας μοναδικός ιστότοπος υπεύθυνης και ανιδιοτελούς ενημέρωσης, που με οξυδέρκεια επιλέγει τα θέματά του και τα σχολιάζει.
Ειδικά για το θέμα των κατοχικών δανείων, πιστεύω ότι είστε οι μόνοι στο ελληνικό διαδίκτυο που το αντιμετωπίζετε με την ανάλογη προς τη σπουδαιότητά του σοβαρότητα. Όπως πολύ σωστά επισημάνατε, τα τελευταία 24ωρα αρχίζει να διαφαίνεται μια προσπάθεια συστηματικής υποβάθμισης του θέματος, προφανώς για να εξυπηρετηθούν τα γερμανικά συμφέροντα εις βάρος των ελληνικών. Είναι και αυτό απόρροια των όρων του αρχικού μνημονίου που υπέγραψαν είτε βλάκες είτε προδότες, μπορεί και τα δύο. Τότε, το 2010, οι Γερμανοί, κάθε άλλο παρά προδότες για τη δική τους πατρίδα, είχαν την πρόνοια να επιβάλουν μεταξύ των άλλων γνωστών όρων δύο στοιχειώδεις 
κατευθυντήριες γραμμές: α) Η Ελλάδα αίρει την εθνική κυριαρχία της, και β) δεν επιτρέπεται συμψηφισμός των εκατέρωθεν οφειλών. Ο τελευταίος όρος αναφερόταν αναμφισβήτητα στο ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων περί των κατοχικών δανείων.

Άλλωστε αυτή είναι η μόνη απαράγραπτη (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) οικονομική απαίτηση που έχει στη διάθεσή της η χώρα μας από τη Γερμανία, μάλιστα δε επί απολύτως ουσιαστικής βάσης, καθώς αυτή έχει τη μορφή δανειακής κρατικής σύμβασης.
Όσοι εξακολουθούν να αγνοούν το θέμα στις πραγματικές διαστάσεις του και δεν μπορούν να αντιληφθούν τι αντιπροσωπεύει για την καθημαγμένη σημερινή Ελλάδα, το λιγότερο είναι αδιάβαστοι. Και αυτό, ιδίως για υπεύθυνους πολιτικούς που εκφράζουν δημοσία άποψη, είναι απαράδεκτο. Αφότου δόθηκε στη δημοσιότητα το τελευταίο βιβλίο μου, αμέσως μετά τις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου, που έχει τον τίτλο “Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια”, θα πρέπει κανείς να είναι ανθέλληνας ή έστω κακόπιστος, για να μην αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται. Δίνονται στη δημοσιότητα έγγραφα κυρίως από τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής που συνομολογήθηκαν τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια (1942), καθώς και από το προσωπικό αρχείο του τότε κατοχικού υπουργού Οικονομικών Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ώστε προκύπτει όχι απλώς το γράμμα, αλλά και το πνεύμα που επικρατούσε τότε. Διεκτραγωδείται τεκμηριωμένα όλο το παρασκήνιο, αλλά και το προσκήνιο βεβαίως. Πώς και γιατί καταλήστευσαν τότε οι κατακτητές την ελληνική οικονομία, όχι μόνον εξαναγκάζοντας την Τράπεζα της Ελλάδος να παραδίδει τεράστιες ποσότητες χαρτονομισμάτων στα στρατιωτικά φορτηγά που περίμεναν απέξω να τα φορτώσουν, αλλά και με τη δέσμευση των γεωργικών προϊόντων και άλλων ειδών διατροφής, κρεάτων, φρούτων κλπ. Χώρια τα μεταλλεύματα, τα καπνά κ.ά.
Οι κατακτητές τότε μας πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, μας άφησαν να πεινάσουμε και κυριολεκτικά να πεθάνουμε από πείνα, για να αντλήσουν και την τελευταία ικμάδα που είχε απομείνει, ενώ ταυτόχρονα δεν παρέλειπαν εκτελέσεις, φυλακίσεις, ομηρίες, βιαιότητες. Αλλά αυτοί οι ίδιοι οι κατακτητές, που έκαναν ό,τι ήθελαν εις βάρος μας, δήλωσαν τότε ενυπογράφως και ανεπιφυλάκτως ότι θα μας επέστρεφαν τα ποσά που έτσι βάναυσα έπαιρναν, αμέσως μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος.
Αυτή ακριβώς είναι η υπόσταση των κατοχικών δανείων. Η χιτλερική Γερμανία έβαλε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της και εγγυήθηκε την αποπληρωμή τους. Οι μεταπολεμικοί διάδοχοί της, με αποκορύφωμα τη σημερινή αρχικαγκελάριο κυρία Μέρκελ, αρνήθηκαν συστηματικά με την επίκληση διαφόρων προσχημάτων να εξοφλήσουν την οφειλή αυτή, η οποία λόγω της φύσης της όσος καιρός να περάσει δεν διαγράφεται και δεν παραγράφεται. Σημειωτέον ότι μεταπολεμικά η Ιταλία έπραξε το αυτονόητο: αποδέχθηκε το αντίστοιχο χρέος της, προερχόμενο από τις ίδιες συμφωνίες και συμβάσεις, και το εξόφλησε προς την Ελλάδα.
Ως προς το συνολικό ύψος της ελληνικής απαίτησης έναντι της Γερμανίας, το οποίο κατά μετρίους υπολογισμούς υπερβαίνει σήμερα τα 510 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι μια εκτίμηση που στηρίζεται στη βάση του κεφαλαίου των 100 δισεκατομμυρίων κατά τη λήξη του πολέμου, με επιτόκιο 2,5%. Επειδή ο υπολογισμός του κεφαλαίου στηρίζεται σε αποπληθωριστικές ρήτρες, μπορεί να υπάρχουν διαφορές ως προς το ύψος, γι’ αυτό και στο βιβλίο μου (πολλά σχετικά αποσπάσματα του οποίου είναι μόνιμα αναρτημένα στο φιλικό ιστολόγιο aera2012.blogspot.gr) προτείνω τη συγκρότηση μιας εθνικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Βεβαίως δεν εννοώ παρά να υπάρξει μια υπεύθυνη επιστημονική εργασία από ελληνικής πλευράς για τον εντοπισμό των πραγματικών μεγεθών. Δεν εννοώ να συγκροτηθεί μια κλίκα για να κλείσει όπως-όπως το θέμα και να ικανοποιηθούν οι Γερμανοί.
Αυτή η εργασία δε, θα ήθελα να τονίσω, δεν είναι αρμοδιότητα της παρέας με τον βαρύγδουπο τίτλο “Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών”, όπως νομίζουν οι κύριοι που το αποτελούν (δηλαδή ο Μανώλης Γλέζος, ο από χρόνια αποτραβηγμένος από κάθε δραστηριότητα Ευάγγελος Μαχαίρας, ο ηθοποιός Στέφανος Ληναίος και ένας εσχάτως τοποθετηθείς, άγνωστο υπό ποίες διαδικασίες, απόστρατος στρατηγός). Κανείς δεν γνωρίζει το νομικό του πλαίσιο, αν είναι ΜΚΟ ή αστική μη κερδοσκοπική εταιρία ή ο,τιδήποτε άλλο, η ουσία όμως είναι ότι στις τελευταίες δύο δεκαετίες ουδέποτε είχε μέχρι τώρα ασχοληθεί με το υποτιθέμενο κύριο αντικείμενό του, εξαιρέσει (αν δεν απατώμαι) του αιτήματος των αποζημιώσεων που διεκδικεί η κ. Σταμούλη. Περί κατοχικών δανείων δεν υπάρχει καμιά ενέργεια αυτού του “Εθνικού Συμβουλίου”. Αντίθετα, προβάλλονται ως μόνες γερμανικές οφειλές θέματα επανορθώσεων και αποζημιώσεων, που είναι πλήρως αποσυνδεδεμένα από τα κατοχικά δάνεια.
Αν οι συμμετέχοντες σ’ αυτό θα ήθελαν να προσφέρουν πράγματι εθνικό έργο είχαν μέχρι τώρα άπειρες ευκαιρίες και το μόνο που επέτυχαν είναι να αναμιγνύουν όλα αυτά τα κονδύλια, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η σημερινή Γερμανία ωφελείται με τη σύγχυση, ενώ η χρήση της υπογραφής του “Εθνικού Συμβουλίου” έχει περιορισμένο κομματικό στόχο για να νομίζει κανείς ότι κάποιος κάτι κάνει.
Τέλος, θα ήθελα μέσα απ’ αυτό το σημείωμα να προσθέσω, πέραν όσων αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο μου, ότι για το θέμα των κατοχικών δανείων έχουν θετικά και με σαφήνεια αναφερθεί μεταπολεμικά οι δύο Γερμανοί διπλωμάτες που υπηρέτησαν επικεφαλής της γερμανικής πρεσβείας κατά την Κατοχή: ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ και ο διάδοχός του Κουρτ-Φριτς φον Γκραίβενιτς. Και οι δύο ομίλησαν ανεπιφύλακτα για τη γερμανική οφειλή.
Ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ το 1964 κλήθηκε από το γερμανικό υπουργικό Εξωτερικών να εκφέρει την άποψή του για τη βασιμότητα του κατοχικού χρέους προς την Ελλάδα. Απάντησε με υπόμνημά του ανεπιφύλακτα υπέρ του ελληνικού δικαίου.
Επίσης ο άλλος Γερμανός διπλωμάτης, ο Γκραίβενιτς, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, γραμμένα λίγα χρόνια πριν πεθάνει κατά τη δεκαετία 1980, που προ ολίγων ετών είχε την καλοσύνη να μου στείλει ο υιός του, επίσης Γερμανός διπλωμάτης, εκφέρει την ίδια άποψη.
Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτοί διπλωμάτες όχι απλώς αρμόδιοι ήταν, αλλά είχαν παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων του 1942 κ.ε. που κατέληξαν στις συμφωνίες, επί των οποίων στηρίζεται η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων. Και η γνώμη τους ήταν και πολλές δεκαετίες αργότερα ότι εκκρεμεί η αποπληρωμή τους από τη Γερμανία προς την Ελλάδα.
Τι θέλει επιτέλους η κ. Μέρκελ για να αντιληφθεί ότι αυτό το γερμανικό χρέος πρέπει να αποδοθεί, ότι πρόκειται περί ΧΡΕΟΥΣ ΤΙΜΗΣ αν μη τι άλλο;
Ομιλώ με την ιδιότητα ενός απλού Έλληνα πολίτη, που τυχαίνει ως ιστορικός συγγραφέας να έχει ασχοληθεί με το θέμα. Ως πολίτης λοιπόν έχω την αξίωση από την ελληνική κυβέρνηση να πράξει το αυτονόητο και να ανταποκριθεί στο καθήκον της, απαιτώντας από τη Γερμανία να πληρώσει. Και δεν διανοούμαι ότι θα υπάρξουν στελέχη αυτής της κυβέρνησης, όπως ας πούμε ο κ. Χρ. Σταϊκούρας, πολύ δε περισσότερο ο κ. Α. Σαμαράς, που θα θελήσουν να κλείσουν με οποιοδήποτε τρόπο ή πρόσχημα το θέμα αυτό για να μην ενοχλείται η κ. Μέρκελ. Τότε, επειδή το θέμα αυτό το έχω μελετήσει, θα αντιδράσω με όλη την ένταση της φωνής μου και θα καλέσω όλη την ελληνική κοινή γνώμη να λάβει θέση.
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία και σας συγχαίρω για τον αγώνα σας
Δημοσθένης Κούκουνας



Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ






ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α΄ ΕΚΔΟΣΗΣ


του βιβλίου του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια" (Εκδόσεις Ερωδιός, τηλ. 2310  282782)


Ο
σο κυλούν τα χρόνια, και αισίως τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές βρισκόμαστε στα εβδομήντα χρόνια αφότου τα κύρια γεγονότα συντελέστηκαν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι τα όσα αφορούν την κατοχική οικονομία τείνουν συχνά να μυθοποιηθούν. Έχει δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση για το αν η Ελλάδα έλαβε ή δεν έλαβε επανορθώσεις και αποζημιώσεις από τους κατακτητές της περιόδου 1941-44 και τι τελικά της οφείλεται. Στην αχλύ της παραϊστοριογραφίας έχει περιπέσει το ζήτημα των κατοχικών δανείων και είναι σύνηθες πλέον να γίνονται αναφορές, σε καθημερινή σχεδόν βάση, για την επιτακτική διεκδίκησή τους, ενώ το ύψος λαμβάνει όντως μυθικές διαστάσεις και με χαρακτηριστική άνεση αυξομειώνεται κατά βούληση. Η μεγάλη οικονομική κρίση, που διέρχεται η Ελλάδα, είναι μοιραίο να το επαναφέρει συχνά στην επικαιρότητα και να του δίνει διαστάσεις υπερτιμημένες.
Φυσικά η περίοδος της επάρατης εκείνης εποχής, της Κατοχής, δεν είναι ένα απλό οικονομικό μέγεθος, πολύ δε περισσότερο μια δοσοληψία. Δεν είναι καν μια αυτοτελής σειρά πολιτικών και στρατιωτικοπολεμικών γεγονότων. Πάντως δεν είναι άψυχοι αριθμοί. Είναι ένα μίγμα κοινωνικής δυστυχίας, ανθρώπινου πόνου, ταυτόχρονα εξάρσεων εθνικής ανάτασης, οργής και θυμού. Με εξαιρέσεις αρκετές, που μπορεί και να μην επισημάνθηκαν ποτέ. Τέλος, με άρωμα ευκλείας, χωρίς να λείπουν κάποιες δυσωδίες, ελάχιστες αλλά χαρακτηριστικές.
Σε προσωπικό επίπεδο, για περισσότερα από σαράντα χρόνια ασχολούμαι με την έρευνα και τη μελέτη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, με βασικό επίκεντρο την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και την (λογικά αυτονόητη) αποδέσμευσή της από κάθε είδους πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, διότι τα ακριβή γεγονότα για τα κρίσιμα αυτά χρόνια έχουν επανειλημμένα και από πρόθεση πολλαπλώς κακοποιηθεί. Έχουν δυστυχώς αφαιρεθεί και εξαφανισθεί αρχεία, έχουν αποσιωπηθεί γεγονότα, έχει χαθεί η απόλυτη βάση δεδομένων. Ταυτόχρονα όμως δύο άλλοι παράγοντες πρόκειται να δυσκολέψουν τον «μελλοντικό ιστορικό» στο τελεσίδικο έργο του: Η μονομέρεια και η μεροληψία. Τόσο με θετικό τρόπο, ως προς την υπέρμετρη προβολή συγκεκριμένων προσώπων και ομάδων, όσο και με αρνητικό, σε βάρος άλλων προσώπων και ομάδων.
Συνειδητά και συστηματικά, σε ό,τι με αφορά, έχω προσπαθήσει να αγνοήσω την επίδραση αυτών των παραγόντων. Από τα πρώτα δημοσιεύματά μου μέχρι σήμερα, αδιαφόρησα για τις αυθαίρετες γενικεύσεις ή τις υποκειμενικές ωραιοποιήσεις. Ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκα επίμονα με την αναζήτηση των αυθεντικών καθοριστικών πηγών και τη διάσωση μαρτυριών, χωρίς να εγκαταλειφθεί η έρευνα προς κάθε πλευρά.
Στο πλαίσιο αυτής της πολύχρονης ιστορικής έρευνας, επεδίωξα να γνωρίσω προσωπικά τους επιζώντες συντελεστές για να έχω την άποψή τους. Ειδικά για την οικονομική πλευρά της κατοχικής περιόδου, χρήσιμες ήταν – μεταξύ άλλων – οι επαφές μου με τον Ιωάννη Βουλπιώτη, τον Ευάγγελο Σαββόπουλο, τον Σπύρο Χατζηκυριάκο και τον Θεόδωρο Τουρκοβασίλη, τον Χριστόφορο Γκοτζαμάνη, ανιψιό και συνεργάτη του κατοχικού υπουργού Οικονομικών, τον Αθανάσιο Σμπαρούνη και τον Κωνσταντίνο Βεναρδή, καθώς και μια σειρά άλλων προσώπων, κυρίως επώνυμων επιχειρηματιών, που είχαν αναπτύξει πρόσθετες δραστηριότητες την εποχή εκείνη.
Ωστόσο, το βιβλίο αυτό δεν στηρίζεται αποκλειστικά στις μαρτυρίες μερικών από τους πρωταγωνιστές, οι οποίες αναμφίβολα βοήθησαν την ιστορική έρευνα, αλλά στηρίζεται σε αδιαμφισβήτητες πηγές. Εδράζεται, πάνω απ’ όλα, στα αυθεντικά γεγονότα, στα ψυχρά τεκμήρια και στους ακόμη ψυχρότερους – μια που πρόκειται για οικονομικά θέματα – αριθμούς.
Φυσικά έχω, όπως δικαιούται κάθε πολίτης, άποψη για τα πολιτικά πράγματα. Επιδιώκω όμως η πολιτική μου ταυτότητα να μην επηρεάζει τα ιστορικά μου κείμενα, σε σημείο μάλιστα που ορισμένοι αυθαίρετα με έχουν κατατάξει πότε στο ένα και πότε στο άλλο άκρο.
Στην παρούσα τραγική συγκυρία, που διέρχεται από το 2010 ολόκληρη η Ελλάδα, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμο ένα αντικειμενικό ιστορικό βιβλίο με θέμα την κατοχική οικονομία και τη χρεοκοπία της. Από τη θυμωμένη έως εξοργισμένη κοινή γνώμη γίνεται πολύς λόγος για τα κατοχικά δάνεια ή τον χρυσό που εκλάπη. Εύκολα διατυπώνονται θεωρίες και εικασίες. Ακούγονται διάφορα ποσά, που συχνά είναι μυθικά. Στα μέσα ενημέρωσης υψώνεται ο τόνος των ομιλητών για τις επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις, ιδιαίτερα για τα κατοχικά δάνεια. Πράγματι, αυτά δεν επιστράφηκαν ποτέ, αλλά το ερώτημα είναι σε τι ύψος ανέρχονται.
Μέχρι το 1967, οπότε διατηρούσε τη βουλευτική του ιδιότητα, ο Ευάγγελος Σαββόπουλος, ευπατρίδης οικονομολόγος και πολιτικός (ο ίδιος επέμενε να δηλώνει ότι είναι πρωτίστως κοινωνιολόγος), άνθρωπος με μεγάλη παιδεία και ασυνήθιστη ακεραιότητα, ήταν κυρίως εκείνος που ενδιαφέρθηκε για την επιστροφή των κατοχικών δανείων από τους κατακτητές. Ως υπουργός μάλιστα πραγματοποίησε και ειδικό ταξίδι στη Βόννη, τότε πρωτεύουσα της Γερμανίας, για να επιτύχει αποτελέσματα. Μια ανάλογη κίνηση είχε επιχειρήσει ένα χρόνο νωρίτερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1965, και ακόμη ένα χρόνο νωρίτερα, το 1964, ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος. Φυσικά, δεν υπήρξε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Από την άλλη μεριά, ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, ως κατοχικός υπουργός Οικονομικών (καίτοι μαιευτήρας, όπως κατά συγκυρία και ο τότε πρωθυπουργός Κων. Λογοθετόπουλος), είναι εκείνος που επί των ημερών του κατοχυρώθηκε το δικαίωμα της Ελλάδος να ομιλεί σήμερα για κατοχικά δάνεια. Φυσικά είναι ο ίδιος που επί των ημερών του η πάμπτωχη Ελλάδα εξαναγκάσθηκε να δώσει αυτά τα μυθώδη ποσά στους τότε οικονομικά παντοδύναμους Γερμανούς και Ιταλούς. Το 1952, ύστερα από μια μακρά φυγοδικία, κατά τη διάρκεια της οποίας καταδικάστηκε σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τον Μάιο 1945, εγκατέλειψε το καταφύγιό του στην Ιταλία και επέστρεψε, αφού στο μεταξύ είχε ψηφιστεί η παραγραφή της ποινής του, ενώ εμφανίστηκε ως σωτήρας, υποδεικνύοντας να ζητηθούν τα οφειλόμενα ποσά. Ο Γκοτζαμάνης πέθανε το 1958 χωρίς να αφήσει δικά του παιδιά, αλλά πολλά χρόνια αργότερα γνώρισα τον ανιψιό του Χριστόφορο Γκοτζαμάνη, ταυτόχρονα στενό συνεργάτη του. Εκείνος είναι που ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και μου παραχώρησε αντίγραφα από ένα σημαντικό μέρος του αρχείου του, που ανήκε πλέον σ’ αυτόν, αναφερόμενο στην εποχή των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαχθεί στο Βερολίνο και τη Ρώμη το φθινόπωρο του 1942. Επί των διαπραγματεύσεων αυτών (που δεν κατέληξαν σε συμφωνία, με τη στενή έννοια του όρου) στηρίζεται η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων. Στο παρόν έργο γίνεται εκτεταμένη και πολύπλευρη αναφορά στο τόσο κρίσιμο αυτό θέμα.
Την ίδια εποχή γνώρισα προσωπικά τους κατοχικούς διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Αρκάδα παλαιό πολιτικό και υπουργό κατά τον Μεσοπόλεμο Θεόδωρο Τουρκοβασίλη, εντυπωσιακή όντως προσωπικότητα, και τον οικονομολόγο Σπύρο Χατζηκυριάκο. Ο πρώτος διατηρούσε ένα μικρό γραφείο στην οδό Πραξιτέλους, μάλλον πολιτικό παρά δικηγορικό. Αν και επί των ημερών του ως διοικητή έγιναν γενναίες καταβολές προς τις κατοχικές δυνάμεις, δεν είχε ή δεν θέλησε να δώσει στοιχεία επ’ αυτών. Όταν γινόταν λόγος περί Κατοχής, επίμονα εστίαζε τη συζήτηση στις αντιστασιακές εκδηλώσεις των υπαλλήλων της τράπεζας που διοικούσε και στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Γερμανούς.
Ο δεύτερος, ο Σπύρος Χατζηκυριάκος, που διαδέχθηκε τον προηγούμενο στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν πιο ομιλητικός. Τον επισκέφθηκα πολλές φορές στο πολυτελέστατο σπίτι του, στη γωνία των οδών Μουρούζη και Ηρώδου Αττικού. Σε σχετικά νεαρή ηλικία είχε γίνει επί Μεταξά μέλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου και μετά τη γερμανική εισβολή, καθώς ήταν γερμανόφιλος, προωθήθηκε στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, αρχικά ως απλό μέλος του Δ.Σ., ύστερα ως γενικός γραμματέας του, και αργότερα ως υποδιοικητής και στο τέλος διοικητής. Καταδικάσθηκε ερήμην για δοσιλογισμό, ενώ είχε κατορθώσει να διαφύγει αρχικά στην Ελβετία και τελικά στη Γαλλία. Λίγο πριν παραγραφεί η ποινή του, ίσως από σφάλματα των δικηγόρων του, συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ανατρέχοντας πρόσφατα στις σημειώσεις που είχα κρατήσει κατά τη διάρκεια των συναντήσεών μας, επιβεβαίωσα και πάλι ότι τα ποσά που κατά τη γνώμη του φέρεται η Γερμανία να οφείλει στο ελληνικό κράτος υπερβαίνουν το ποσόν των 40 εκατομμυρίων χρυσών λιρών.
Την ίδια εποχή που γνώρισα τον Σπ. Χατζηκυριάκο, ήδη είχα αρχίσει να επισκέπτομαι και να συναντώμαι τακτικά με τον Ιωάννη Βουλπιώτη. Αυτός έμενε δυο δρόμους πιο κάτω, στην αρχή της οδού Βασ. Γεωργίου Β΄, ακριβώς απέναντι από το βασιλικό αυλαρχείο. Όταν διαπίστωσα ότι τα δύο αυτά πρόσωπα δεν είχαν συναντηθεί από τα χρόνια της Κατοχής, μου φάνηκε παράξενο. Γνώριζα ότι και οι δύο ήταν κοσμικοί και συνήθεις προσκαλεσμένοι στα σαλόνια της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά προφανώς δεν είχε τύχει να βρεθούν μαζί σε μια δεξίωση. Πήρα την πρωτοβουλία και τους έφερα σε επαφή, αφού εξασφάλισα τη συγκατάθεσή τους. Δώσαμε ένα ραντεβού και κάναμε οι τρεις μας έναν περίπατο στον Εθνικό Κήπο. Είχαν οπωσδήποτε πολλά πράγματα να πουν, αλλά από τότε ελάχιστα ιδωθήκαμε και οι τρεις μαζί. Πιθανόν να μην ήθελαν να παρευρίσκεται ένας τρίτος στις συζητήσεις τους, αν και αυτές δεν συνεχίστηκαν για πολύ, όπως αργότερα κατάλαβα.
Ο Χατζηκυριάκος, γόνος της γνωστής οικογένειας, δεν υπήρξε πολύ χρήσιμος στο να μου δώσει μαρτυρίες και σύντομα χαλάρωσε η επαφή μας. Η αλήθεια είναι πως, πολύ νέος και άπειρος στην άντληση πληροφοριών, καθώς ήμουν τότε στα πρώτα ξεκινήματα αυτής της μακρόχρονης ιστορικής έρευνας, έγινα ενοχλητικός με ευθείες ερωτήσεις. Δεν ξέρω τι απέγινε, ούτε έμαθα ποτέ αν πράγματι έδωσε στη δημοσιότητα τις αναμνήσεις του, που συνέχιζε τότε να γράφει και ορισμένα τμήματα των οποίων μου είχε διαβάσει. Υποθέτω ότι θα έχει αποβιώσει εδώ και πολλά χρόνια, ίσως πριν από το 1980, αλλά από εκείνα τα χρόνια δεν τον ξαναείδα, ούτε άκουσα γι’ αυτόν.
Στη γενικότερη ιστορική έρευνα της κατοχικής περιόδου, οφείλω να σημειώσω τη χρήσιμη συμβολή, αν και πολύ έμμεση, που μου παρείχε ο πρώην πρωθυπουργός, ο αείμνηστος Γεώργιος Ράλλης. Γιος του τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού και, παρά το νεαρό της ηλικίας του τότε, συνήγορός του κατά τις δίκες των δοσιλόγων, υπήρξε πάντοτε ειλικρινής και φιλικός προς εμένα, ιδιαίτερα όταν ο λόγος αναφερόταν στα χρόνια εκείνα και στην ιστορική παρουσία του πατέρα του. Υπήρξε οικογενειακός φίλος και είχα την ευκαιρία έτσι να τον γνωρίσω από τα πολύ-πολύ νεανικά μου χρόνια. Ωστόσο, παρά τα επίμονα και επανειλημμένα αιτήματά μου, να δώσει στη δημοσιότητα την περίφημη «βαλίτσα» του πατέρα του, δηλαδή το κατοχικό αρχείο του, τελικά δεν το έπραξε. Όλο το ανέβαλε, προφανώς για να μην επηρεαστεί η τρέχουσα πολιτική σταδιοδρομία του, σε σημείο που λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, που συνέβη το 2006, άρχισα να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το αρχείο εκείνο δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Παρ’ όλα αυτά, συχνά ο σεβαστός αυτός φίλος ήταν πρόθυμος, αν όχι να προσφέρει στοιχεία, πάντως να εκφράσει απόψεις, γνώμες και συμβουλές.
Ο περίφημος Ιωάννης Βουλπιώτης υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα στα κατοχικά χρόνια. Πρωταγωνιστής των παρασκηνίων, πανέξυπνος και δαιμόνιος. Είχε ένα οξύ βλέμμα και εύστροφο πνεύμα, πολύ καλλιεργημένος με εξαιρετικές σπουδές στη Γερμανία, κατά τη δεκαετία 1920, όχι μόνο στη μηχανική, της οποίας ήταν διδάκτορας, αλλά και στη φιλοσοφία, της οποίας επίσης έγινε διδάκτορας. Η πρώτη του γυναίκα ήταν κόρη του Ζήμενς. Όταν τον γνώρισα, πριν σαράντα και πλέον χρόνια, ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, τη Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου, γνωστή και σεβαστή στην παλιά αθηναϊκή κοινωνία, όπως και η αδελφή της Ντορέτ, σύντροφος του καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη, παντοδύναμου οικονομικού παράγοντα μέχρι τότε.
Ο Βουλπιώτης δεν είχε ευθεία ανάμιξη ως προς τα κατοχικά δάνεια, αναμφίβολα όμως ήταν ενήμερος. Είναι γεγονός ότι διατηρούσε προσωπική φιλία με πολλές κορυφαίες προσωπικότητες, ελληνικές και γερμανικές, ενώ χαρακτηριζόταν – λόγω της πολυπραγμοσύνης και των διασυνδέσεών του – ως υπερ-πρωθυπουργός, ιδιαίτερα αφότου με την επιμονή του επέβαλε ως κατοχικό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Ράλλη. Επί Κατοχής παρέμενε στην Αθήνα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Ομίλου Ζήμενς, που πλην άλλων περιλάμβανε, εκτός από τη μητρική εταιρία, την Τελεφούνκεν και την AEG. Ταυτόχρονα είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό του την κρατική ραδιοφωνία, το μόνο μαζικό μέσο επικοινωνίας – και προπαγάνδας.
Για τα θέματα των κατοχικών δανείων, ως έναν από τους βασικούς άξονες της ιστορικής έρευνάς μου, είχα και διάφορες άλλες επαφές, αφενός με τον καθηγητή της Ανωτάτης Εμπορικής Αθανάσιο Σμπαρούνη και αφετέρου με τον Κωνσταντίνο Βεναρδή, ο οποίος όταν τον γνώρισα – μετά τη Μεταπολίτευση – ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών. Και οι δύο συμμετείχαν στην αποστολή Γκοτζαμάνη στο Βερολίνο και τη Ρώμη. Και οι δύο, σημειωτέον, δεν είχαν να πουν καλή κουβέντα για τον προϊστάμενο υπουργό τους, ειδικά για την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Στο ευρύτερο θέμα της κατοχικής οικονομίας, πλην του Ιωάννη Βουλπιώτη, γνώρισα και κάποιους επιχειρηματίες με πρωτοφανή πληθωρικότητα επί Κατοχής. Καθώς δεν επρόκειτο για δημόσια πρόσωπα και καθώς η επαγγελματική δράση τους προϋπήρξε από το επίμαχο διάστημα, θα αποφύγω εδώ να τους αναφέρω προσωπικά. Δεν τους αποκρύπτω βεβαίως από το ιστορικό τοπίο, όπως εύκολα θα διαπιστώσει στη συνέχεια ο αναγνώστης. Πάνω απ’ όλα σέβομαι τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας, είτε πρόκειται για θετική είτε για αρνητική δράση.
Γεγονός είναι ότι παράπλευρα σε εκείνους που εκούσια περιόρισαν την επαγγελματική δραστηριότητά τους, κυρίως για λόγους αρχών, κάποιοι άλλοι αναζήτησαν ευκαιρίες υπέρμετρου πλουτισμού. Τρεις κύριες κατηγορίες επαγγελματιών θησαύρισαν: α) οι εργολήπτες οχυρωματικών, λιμενικών και άλλων κατασκευαστικών έργων, β) οι προμηθευτές των αρχών κατοχής, κατά κανόνα με ανάθεση, και γ) οι συντεταγμένοι ή ασύντακτοι μαυραγορίτες. Θα πρέπει να αναφερθεί ειδικά για τους τελευταίους, οι οποίοι ευθύνονται κατά ένα σημαντικό μέρος για την πείνα και τις στερήσεις στη διάρκεια της Κατοχής, ότι στην πραγματικότητα δεν τιμωρήθηκαν. Παρά τις κατά καιρούς απόπειρες ποινικοποίησης της δράσης τους, αρχής γενομένης από τις κατοχικές κυβερνήσεις που καθιέρωσαν τα ευρηματικά «αισχροδικεία», τελικά βγήκαν αλώβητοι και με καλά φυλαγμένους τους θησαυρούς που συγκέντρωσαν.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους προμηθευτές των αρχών κατοχής, οι οποίοι με τις αναθέσεις που έπαιρναν είχαν την ευχέρεια να τιμολογούν κατά βούληση, τα δε τιμολόγιά τους να οδεύουν προς εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή αντίρρηση. Πολύ μεγαλύτερο όφελος είχαν οι εργολάβοι που αναλάμβαναν τα δομικά έργα των κατοχικών αρχών. Στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους οι δαιμόνιοι αυτοί κατασκευαστές οχυρωματικών έργων, λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλων έργων, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των τσιμεντένιων φορτηγίδων (!), καθαρά ελληνική ευρεσιτεχνία που ασμένως υιοθέτησαν οι Γερμανοί και μάλιστα την εφάρμοσαν αμέσως με τα τσιμεντένια ποταμόπλοια που παρήγαγαν σε μεγάλη κλίμακα στο εσωτερικό του Ράιχ, είχαν φροντίσει εγκαίρως να χρηματοδοτούν αντιστασιακές οργανώσεις και ιδίως παράνομες εφημερίδες ή ακόμη και να συνεργάζονται με πράκτορες συμμαχικών υπηρεσιών, ώστε να κτίζουν άλλοθι για μεταπολεμική χρήση.
Αυτοί οι κερδοσκόποι, με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό, ούτε καν φορολογήθηκαν. Μόνο μεταπολεμικά επιχειρήθηκε αυτό, θα έλεγε κανείς υποτονικά μάλιστα. Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμισθεί ότι το αίτημα για τον εντοπισμό των υπέρογκων εισοδημάτων τους και την αντίστοιχη φορολόγησή τους, υποβλήθηκε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς από τον κατοχικό υπουργό Οικονομικών Γκοτζαμάνη ως ένας από τους όρους κατά τις διαπραγματεύσεις του Βερολίνου το φθινόπωρο του 1942!
Και οι τρεις αυτές κατηγορίες «πλουτισάντων», που προαναφέρθηκαν, συνέβαλαν στην εξάρθρωση της κατοχικής οικονομίας και στη λαϊκή δυστυχία. Το μερίδιο του λέοντος είχαν όμως οι ίδιοι οι κατακτητές, οι οποίοι κυριολεκτικά λεηλάτησαν τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Πολύ πολλαπλάσια είναι η εγκληματική ευθύνη των τελευταίων για το μέγα ζήτημα του επισιτισμού κατά την Κατοχή, που ευθέως συνδέεται με την κατοχική χρεοκοπία.
Αν μελετηθούν προσεκτικά οι αριθμοί, η δραματική εξάρθρωση της κατοχικής οικονομίας δεν συνδέεται απαραιτήτως με τις καταβολές του Ελληνικού Δημοσίου για έξοδα κατοχής, υποχρέωσή του που ούτως ή άλλως ορίζεται από διεθνείς συνθήκες. Ούτε το όλο δράμα οφείλεται στην πρόθεση των κατακτητών να καθυποτάξουν τη χώρα και τον λαό της. Η βασική αιτία είναι ότι η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος απέβη εν προκειμένω αρνητική, διότι μέσω του εδάφους της γινόταν η τροφοδοσία και ο εξοπλισμός της στρατιάς του Ρόμελ.
Χρειάστηκε να συρθεί στο χάος η ελληνική οικονομία, ώστε να χρηματοδοτηθεί η εκστρατεία του Afrika Korps. Ακόμη και ελληνικά λαχανικά και φρούτα δεσμεύονταν για να σταλούν στους Γερμανούς στρατιώτες εκεί, ενώ στην Ελλάδα «φιλοξενούνταν» οι Άραβες σύμμαχοί τους, γερμανοντυμένα μέλη της Αραβικής Λεγεώνας, που σε τίποτα δεν διέφεραν από τις άλλες γερμανικές μονάδες κατοχής – πλην του χρώματος της επιδερμίδας. Σε ελληνικά τυπογραφεία τυπώνονταν αραβόγλωσσα προπαγανδιστικά έντυπα, που τα έριχναν γερμανικά αεροπλάνα στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Όσο για τους Γερμανούς τραυματίες, ιδίως από το Ανατολικό Μέτωπο, η ηλιόλουστη Ελλάδα ήταν ένα αναζωογονητικό θέρετρο. Πριν από τον πόλεμο, αλλά και έπειτα απ’ αυτόν, οι ελληνικές παραλίες, τα ελληνικά νησιά και άλλες γραφικές περιοχές, ήταν πόλος έλξης τουριστικού ενδιαφέροντος κατά τις ειρηνικές περιόδους. Στη διάρκεια της Κατοχής όλες αυτές οι τουριστικές περιοχές χρησιμοποιήθηκαν για να «φιλοξενηθούν» λόγω κλίματος οι προς ανάρρωση τραυματίες. Φυσικά σε επιταγμένα ξενοδοχεία και καταλύματα με την ανάλογη επιτόπια τροφοδοσία.
Όλες αυτές οι δαπάνες, πέρα και πολύ μακριά από τις διεθνείς συνθήκες, οδήγησαν στην κατοχική χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα η χώρα δεν συνήλθε ποτέ μέχρι σήμερα απ’ αυτήν την αιτία και η οικονομία της έμεινε μόνιμα καθηλωμένη. Θα το κατανοήσουμε καλύτερα αν γνωρίζουμε τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
Σ’ αυτό στοχεύει το παρόν βιβλίο. Να τα γνωρίσουμε ανεπιτήδευτα και αυθεντικά. Με καθαρή και ανυποχώρητη ματιά.
Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους συνέβαλαν στη συγκέντρωση των στοιχείων που δίνονται μέσα απ’ αυτό το βιβλίο. Εκτός από όσους ονομαστικά προαναφέρθηκαν, υπάρχουν και άλλοι που πρόθυμα βοήθησαν.
Ευχαριστίες οφείλω στον διπλωμάτη της Γερμανίας Hanno von Graevenitz, ο οποίος είχε την καλοσύνη προ ολίγων ετων να μου εμπιστευθεί τις ανέκδοτες αναμνήσεις του πατέρα του, του Κουρτ-Φριτς φον Γκραίβενιτς, που διαπιστεύθηκε ως ανώτερος διπλωματικός το 1938 στην Αθήνα και παρέμεινε συνεχώς στην εδώ γερμανική πρεσβεία μέχρι τον Οκτώβριο 1944, υπηρετώντας – μετά την αποχώρηση του Άλτενμπουργκ στα τέλη του 1943 – ως επιτετραμμένος του Ράιχ. Ήταν ο τελευταίος από το πολιτικό προσωπικό που έφυγε όταν οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την ελληνική πρωτεύουσα και εκείνος που την τελευταία ημέρα ενεχείρισε στον Ιωάννη Ράλλη μια πολύ σύντομη επιστολή, στην οποία αναφερόταν κατά τη γερμανική άποψη το ολικό ποσόν που οφειλόταν στο Ελληνικό Δημόσιο. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στη Βιέννη, ως οιονεί διαπιστευμένος Γερμανός διπλωματικός εκπρόσωπος στην υπό τον Τσιρονίκο αυτοεξόριστη κυβέρνηση των Ελλήνων χιτλερικών.
Το πλήρες κείμενο των προσωπικών αναμνήσεων του Γκραίβενιτς παραμένει ακόμα ανέκδοτο, ενώ το τμήμα όσων αναφέρονται στην περίοδο κατά την οποία ασχολήθηκε με τα ελληνικά πράγματα θα δοθεί προσεχώς στη δημοσιότητα. Στο παρόν βιβλίο χρησιμοποιούνται τα στοιχεία που σχετίζονται με το θέμα. [...]

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Β΄ ΕΚΔΟΣΗΣ

  
Η
θετική αντίδραση του αναγνωστικού κοινού οδήγησε στην άμεση εξάντληση των αντιτύπων της πρώτης έκδοσης και στην παραγωγή της δεύτερης. Γεγονός είναι ότι η υποδοχή αυτού του έργου υπήρξε ενθουσιώδης, ιδίως στον διαδικτυακό χώρο, όπου αναπαράχθηκαν πολλά αποσπάσματά του.
Έχουμε την πληροφόρηση ότι, εκτός από τα εκατοντάδες διάφορα ιστολόγια που πήραν την πρωτοβουλία να φιλοξενήσουν αποσπάσματα αυτού του βιβλίου, υπήρξε μια καταιγιστική αναπαραγωγή ορισμένων αποσπασμάτων, ιδίως από τις προδημοσιεύσεις που παρουσιάστηκαν μέσω του φιλικού ιστολογίου aera2012.blogspot.gr (το οποίο συχνά αναρτά κείμενα του συγγραφέα), σε εκατοντάδες χιλιάδες ηλεκτρονικών μηνυμάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αν και οι αναπαραγωγές χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει κατά βούληση πολιτικός σχολιασμός, ιδίως λόγω της θερμότητας των δύο προσφάτων εκλογικών αναμετρήσεων, με κύρια αιχμή ορισμένα πολιτικά πρόσωπα που είναι επίγονοι πρωταγωνιστών ή μάλλον δευτεραγωνιστών του παρόντος βιβλίου, ο συγγραφέας δεν είχε άμεση ανάμιξη σ’ αυτή τη δραστηριότητα. Ούτε άλλωστε ανήκε στις προθέσεις του να αναμιχθεί μέσω της έκδοσης ενός βιβλίου σε τρέχοντα πολιτικά θέματα.
Το ανά χείρας βιβλίο παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι, παρά το αυστηρώς ιστορικό περιεχόμενό του, συνδυάζεται με τη σύγχρονη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, διότι αναφέρεται στο εκκρεμές ζήτημα των κατοχικών δανείων. Και ως γνωστόν, το παλαιό αυτό ζήτημα αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση για να ξεπεραστεί το οικονομικό αδιέξοδο που βιώνει η σύγχρονη Ελλάδα. Μια λύση που δυστυχώς ακόμη δεν έχουν ενστερνισθεί οι κυβερνήσεις μας υπό το άγχος να μην κακοχαρακτηρισθούν από τη σύγχρονη Γερμανία, η οποία αυταρχικά ηγεμονεύει στη μεταπολεμική Ευρώπη, ως απόλυτος διάδοχος της χιτλερικής Γερμανίας.
Στο μέτρο που μας επιτρέπεται κάναμε επανειλημμένα, τόσο μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, όσο και από το βήμα των ΜΜΕ όταν μας δόθηκε η ευκαιρία, έκκληση προς τους αρμοδίους της ελληνικής πολιτείας να προχωρήσουν στην άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων από τη Γερμανία (για την Ιταλία δεν τίθεται τέτοιο θέμα, διότι αυτή από δεκαετιών έχει εξοφλήσει τις συναφείς υποχρεώσεις της). Επαναλαμβάνουμε με σθένος αυτή την έκκληση, μαζί με την προσθήκη ότι υπάρχουν ιστορικές ευθύνες για όσους αδιαφορούν να επιτελέσουν το αυτονόητο καθήκον τους, το οποίο ευθέως θα απαλύνει τη βαθύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση που απειλεί πλέον με αφανισμό την ελληνική κοινωνία…
Αύγουστος 2012