Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Εφημερίδα "Εστία" 13.4.2019


ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ-ΜΕΡΤΕΝ

Ὁ ἔρως μέ τήν Ρωσσίδα καλλονή – Τό νέο βιβλίο τοῦ Δημοσθένη Κούκουνα

ΗΤΑΝ ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς συνεργάτης τῶν Γερμανῶν στήν Κατοχή; Εἶχε ποτέ ἀνάμειξη σέ διώξεις Ἑβραίων τήν ἴδια περίοδο; Ἤ μήπως ἡ φημολογία πού ἀναπτύσσεται χρόνια τώρα καί θεωρεῖ ἐκείνην τήν περίοδο τοῦ πολιτικοῦ βίου του ὡς σκοτεινή, ἐν τέλει διεκινήθη ἀπό πολιτικούς ἀντιπάλους του πού ἤθελαν νά βλάψουν τό πολιτικό ἄστρο του; Τό νέο βιβλίο τοῦ ἱστορικοῦ Δημοσθένους Κούκουνα ἀνατέμνει ἐπί τῆ βάσει τῶν πηγῶν τήν περίφημη ὑπόθεση Μέρτεν, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἀπόπειρα νά σφραγισθεῖ μέ κηλῖδα ἡ πορεία τοῦ μεγάλου Μακεδόνος πολιτικοῦ, καί δίδει ξεκάθαρες ἀπαντήσεις στά καυτά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τήν ἱστορία.
Εἰδικός συνεργάτης τῆς «Ἑστίας» διάβασε μέ προσοχή τό ὀγκῶδες καί πλούσιο σέ νέα στοιχεῖα βιβλίο τοῦ κ. Κούκουνα καί ἐξήγαγε τά συμπεράσματά του. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ καί μέ τό ὁποῖο παρουσιάζεται ἀναλυτικῶς τό βιβλίο Κούκουνα γιά τόν Γερμανό ἀξιωματικό τῶν κατοχικῶν δυνάμεων Μέρτεν, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε γιά ἐγκλήματα πολέμου, εἶναι, θεωροῦμε, ἀρκούντως διαφωτιστικό:
Στό βιβλίο του ὁ Δημοσθένης Κούκουνας ἐπιχειρεῖ μία συνολική διερεύνηση τῆς ὑποθέσεως Μέρτεν καί τῆς ἐμπλοκῆς τοῦ Κ. Καραμανλῆ, ἔχοντας συγκεντρώσει στοιχεῖα καί πηγές περισσότερο ἤ ὀλιγώτερο γνωστές καί ἀναδεικνύοντάς τες μέ τρόπο ἀρκετά ἀντικειμενικό.
Στό Α΄ Μέρος, ἀφοῦ ἀναλύει τήν δράση τοῦ Μάξ Μέρτεν στήν κατοχική Θεσσαλονίκη, ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ Καραμανλῆ κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ὑπογραμμίζοντας τήν σχέση του μέ Ρωσσίδα καλλονή τῆς ἐποχῆς, τήν Λίλη Μάκ. Γιά τήν συγκεκριμένη ὑπάρχει πληροφοριακό δελτίο τῶν συμμαχικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ 1946, ὅτι εἶχε διατελέσει πράκτωρ τῆς Γκεστάπο. Μάλιστα, τόν Μάιο τοῦ 1946 ἡ Λίλη Μάκ ἐδικάσθη ἀπό τό Εἰδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, τό ὁποῖο τήν ἀπήλλαξε λόγω ἀμφιβολιῶν. Δέν προκύπτει, ὅμως, ἀπό καμμία ἄλλη ἀναφορά ὅτι ὁ Κ. Καραμανλῆς, πέραν τῆς αἰσθηματικῆς σχέσεώς τους, τήν ὁποία ἔχει ἐπιβεβαιώσει καί ὁ Μ. Χατζιδάκις, ὑπῆρξε συνεργάτης τῶν Γερμανῶν μέσω αὐτῆς τῆς διασυνδέσεως μέ τήν Λίλη Μάκ (σελ. 179-181).
Ἐπίσης, ὁ συγγραφεύς παραθέτει ἔγγραφο τῆς CIA, τῆς 16ης Σεπτεμβρίου 1962, τό ὁποῖο ἔχει διακινηθεῖ καί στό διαδίκτυο τά τελευταῖα 2-3 χρόνια, μετά τόν ἀποχαρακτηρισμό του, καί τό ὁποῖο συνδέει τόν Καραμανλῆ μέ τίς διώξεις τῶν Ἑβραίων ἐπί Κατοχῆς. Οὐσιαστικά, ἀναπαράγει τήν πληροφορία πού εἶχε δώσει ὁ Σύμβουλος τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας στό Ἰσραήλ Ἰωάννης Μοσχόπουλος, ὅτι τό ὄνομα τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ περιελαμβάνετο σέ ἕναν πίνακα πρακτόρων τῶν γερμανικῶν Ἀρχῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε κατατεθεῖ στήν δίκη τοῦ Ἄιχμαν. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ συγγραφεύς, «ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κων. Καραμανλῆ ὀφειλόταν σέ παρασκηνιακές ἐνέργειες ἀντιπολιτευόμενων κύκλων, πού ἄντλησαν τό στοιχεῖο αὐτό ἀπό ἕνα κατάλογο Ἑλλήνων πρακτόρων πού εἶχαν μισθώσει οἱ Γερμανοί ἐπί Κατοχῆς». Σύμφωνα μέ τό βιβλίο, τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι ἐντελῶς ἀναξιόπιστα, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Μοσχόπουλος, ὁ ὁποῖος στίς 21 Ἀπριλίου 1967 εἶχε προταθεῖ ἀπό τούς πραξικοπηματίες γιά ὑπουργός Ἐξωτερικῶν (σελ. 181-184).
Ἰδιαίτερης σημασίας εἶναι τό ἑπόμενο κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στήν σκευωρία, ἡ ὁποία ἐπιχειρήθηκε νά στηθεῖ ἐκ νέου ἀπό τήν ἀντιπολίτευση, ἐν ὄψει τῶν ἐκλογῶν τοῦ Νοεμβρίου 1963, σέ μία προσπάθεια νά πληγεῖ προεκλογικῶς ὁ Κων. Καραμανλῆς. Ὁ συγγραφεύς στηριζόμενος στίς ἀποκαλύψεις τῶν ἐφημερίδων τοῦ συγκροτήματος Μπότση (Ἀπογευματινή, Ἀκρόπολις) ξετυλίγει τό κουβάρι τῶν παρασκηνιακῶν ἐνεργειῶν στίς ὁποῖες προέβησαν στελέχη τῆς Ἑνώσεως Κέντρου, σέ συνεργασία μέ τόν δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο, γιά νά ἀνακινήσουν τό σκάνδαλο Μέρτεν μέ νέες –ὑποτίθεται ἀξιόπιστες καί ἀποκαλυπτικές– μαρτυρίες. Στό βιβλίο παρατίθενται τά σχετικά δημοσιεύματα καί ἡ σχετική ἀλληλογραφία, καί τεκμηριώνεται πειστικῶς ἡ προσπάθεια δημιουργίας μίας νέας πλεκτάνης εἰς βάρος τοῦ Κ. Καραμανλῆ (σελ. 184-217). Ἰδιαίτερης ἀξίας θεωρῶ ὅτι εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωσις τῆς σκευωρίας ἀπό τόν δημοσιογράφο Γ. Βουκελᾶτο, τόν ὁποῖο εἶχε προσπαθήσει νά ἐμπλέξει ὁ Β. Μαθιόπουλος (σελ. 192, 211-212).
Στό Β΄ Μέρος τοῦ βιβλίου ὁ συγγραφεύς παραθέτει κατά βάσιν τά πρακτικά τῆς δίκης, μετά ἕνα σύντομο ἱστορικό τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Μέρτεν στήν Ἑλλάδα. Ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑλληνική κυβέρνησις ἐπιθυμοῦσε νά «περάσει» ὅσο ἐγίνετο πιό ἀνώδυνα αὐτό τό ζήτημα, γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρθηκε ἰδίως ἡ δυτικογερμανική κυβέρνησις, σέ μιά ἐποχή ἐντατικῶν διμερῶν διαπραγματεύσεων γιά τήν σύναψη διμερῶν οἰκονομικῆς φύσεως συμφωνιῶν (σελ. 229).
Στό Γ΄ Μέρος ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό πολιτικό σκέλος τῆς ὑποθέσεως. Ἀναφέρει, καί ὀρθά, τί ἴσχυε νομοθετικῶς γιά τήν δίωξη τῶν ἐγκληματιῶν πολέμου, ἀπό τό 1952 πού εἶχε νομοθετηθεῖ μέ ὑπογραφή Σ. Βενιζέλου ἡ παῦσις τῆς διώξεως, μέχρι τό 1958 (σελ. 375-378). Ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς γερμανικῆς κυβερνήσεως καί ἡ πίεσις πού ἠσκήθη στήν ἑλληνική, μέ τόν συγγραφέα νά ἀναζητεῖ τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ ἑλληνική κυβέρνησις ἐχειρίσθη μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ὑπόθεση. Μεταξύ τῶν ἐνδεχομένων ἦταν καί ἡ ἀξιοποίησις τῆς ὑποθέσεως, ἀπό κοινοῦ μέ τό ζήτημα τῶν ἐπανορθώσεων καί ἀποζημιώσεων, ὡς διαπραγματευτικοῦ ἐργαλείου γιά τήν σύναψη τῶν οἰκονομικῶν συμφωνιῶν καί τήν προώθηση τῆς συνδέσεως μέ τήν ΕΟΚ (σελ. 398). Πρόκειται γιά μία ἐκδοχή, πού σύμφωνα μέ τό ἔγκυρο βιβλίο τῆς Κατερίνας Κράλοβα Στή σκιά τῆς Κατοχῆς (Ἀλεξάνδρεια, 2013) εἶναι πολύ ἰσχυρή, βάσει τῶν ἀρχείων τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Κυβερνήσεως. Ἀπό τήν ἄλλη, ὅπως ἀναφέρει ὁ συγγραφεύς, ὑπῆρχε καί ἡ πίεσις τῆς ἑβραϊκῆς κοινότητος, τήν ὁποία ἡ κυβέρνησις ἦταν ὑποχρεωμένη νά λάβει ὑπ’ ὄψιν της (σελ. 399-402). Ἐν συνεχεία, παρατίθενται αὐτούσιες στό βιβλίο οἱ συνεντεύξεις-ἀποκαλύψεις τοῦ Μέρτεν στήν «Ἠχώ» τοῦ Ἁμβούργου καί τό γνωστό δημοσίευμα τοῦ «Σπῆγκελ» (Σεπτέμβριος 1960). Ὁ συγγραφεύς ἀναφέρει ὅτι ἐπρόκειτο γιά συκοφαντική ἐκστρατεία καί συνδέει τίς «ἀποκαλύψεις» τοῦ Μέρτεν μέ τήν δίκη πού εἶχε ἐγείρει ἐναντίον τοῦ προκατόχου του στήν Θεσσαλονίκη τό 1942 (σελ. 429-430).
Ὁ συγγραφεύς ἀναφέρει τήν συνέχιση τῶν ἀπειλῶν ἀπό τήν πλευρά Μέρτεν, διά τῆς συνεργείας τοῦ Β. Μαθιόπουλου (σελ. 442). Τό βιβλίο συνεχίζεται μέ ἕνα ἐνδιαφέρον κομμάτι γιά τίς ἀπειλές Μέρτεν μέσω τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἄλμπουμ μέ φωτογραφίες τοῦ ἰδίου μέ τόν Καραμανλῆ καί τό ζεῦγος Μακρῆ. Ὁ συγγραφεύς παραθέτει τίς ἑκατέρωθεν μαρτυρίες καί τίς κυβερνητικές ἐνέργειες, γιά νά καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι μᾶλλον ἐπρόκειτο γιά πυροτέχνημα, χωρίς ὅμως νά εἴμεθα εἰς θέσιν νά ἐπιβεβαιώσουμε τό ἀληθές ἤ ὄχι τῶν ἰσχυρισμῶν του (σελ. 463-470). Ἀκολουθεῖ ἕνα ἐπίσης ἐνδιαφέρον κεφάλαιο γιά τήν δικομανία τοῦ Μέρτεν καί τό γεγονός ὅτι ἡ καταδίκη του ἐν Ἑλλάδι τόν εἶχε στοιχειώσει, μέ συνέπεια νά καταδιώξει νομικῶς ὅσους θεωροῦσε –στήν Ἑλλάδα καί τήν Γερμανία– ὅτι ἐνεπλέκοντο στήν δίωξή του (σελ. 470-480). Ἀκολουθεῖ μία ἐμπεριστατωμένη ἀνάλυσις τῆς περιπτώσεως τοῦ πρέσβυ τῆς Ἑλλάδος στήν Βόννη κατά τήν ταραχώδη αὐτήν περίοδο, τοῦ Θωμᾶ Ὑψηλάντη, ἀργότερα βουλευτοῦ τῆς Ἑνώσεως Κέντρου, ὁ ὁποῖος παρητήθη τόν Μάιο τοῦ 1961, καταγγέλλοντας ἀδυναμία συνεργασίας μέ τήν κυβέρνηση σέ ὅλα τά ζητήματα πού ἀφοροῦσαν στίς ἑλληνογερμανικές σχέσεις καί κυρίως γιά τήν ὑπόθεση Μέρτεν. Ὁ συγγραφεύς παραθέτει τήν σύγκρουσή του μέ τόν Εὐάγγ. Ἀβέρωφ καί τήν συνέντευξή του στά «Ἀθηναϊκά Νέα», τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1963 (σελ. 528-544). (Ὁ ὕποπτος ρόλος τοῦ Ὑψηλάντη, ὅπως καί γενικότερα τά πολιτικά κίνητρα τῆς ὑποθέσεως, πιστοποιοῦνται καί ἀπό τεκμήρια στόν σχετικό φάκελο τοῦ Ἀρχείου Καραμανλῆ.) Τό βιβλίο ὁλοκληρώνεται μέ μία σύντομη κριτική τοῦ συγγραφέως στήν θέση τῆς CIA, ἀπό τό πληροφοριακό ὑλικό τῆς ὁποίας προκύπτουν διάφορες παρασκηνιακές ἐνέργειες πρός ἐξασφάλισιν ἤ ἐξαγορά τῆς σιωπῆς τοῦ Μέρτεν. Πέρα ἀπό τό κείμενο πού προανεφέρθη ἡ CIA εἶχε ἐνδιαφερθεῖ ἰδιαίτερα γιά τήν ὑπόθεση, καθώς ἐνεπλέκοντο καί ἀνώτατα κυβερνητικά στελέχη στήν Βόννη, καί μάλιστα εἶχε προχωρήσει καί σέ τηλεφωνικές παρακολουθήσεις τοῦ Μέρτεν, ἀλλά τά στοιχεῖα τῶν ὑποκλοπῶν δέν ἔχουν ἀποδεσμευθεῖ (σελ. 554-556).
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν ἐπιβεβαιώνεται οὔτε τεκμηριώνεται κάποια διασύνδεσις τοῦ Καραμανλῆ μέ τόν Μέρτεν ἤ γενικώτερα τίς κατοχικές Ἀρχές. Ἀντιθέτως, ὑπῆρξε συστηματική προσπάθεια πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως τοῦ ζητήματος γιά τήν σπίλωση τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ, χωρίς, ὅμως, νά σημαίνει ὅτι δέν ἔχουν παραμείνει στό σκοτάδι κάποιες κρίσιμες πτυχές τῆς ὑποθέσεως. Ὁ συγγραφεύς ἐπιχειρεῖ, κατά συνέπεια, μία ἀποστασιοποιημένη καταγραφή τῶν γεγονότων, προβαίνοντας σέ προσεκτικές κρίσεις, πού ἐπιβεβαιώνουν ὅτι δέν ἐτεκμηριώθησαν ποτέ οἱ καταγγελίες τοῦ Μέρτεν εἰς βάρος τοῦ Καραμανλῆ.