Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ - ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ



Οι εφημερίδες στο Βουκουρέστι προβάλλουν τις γερμανικές απειλές σε βάρος της Ελλάδος. Η ρουμανική πολιτική έτριβε τα χέρια της, πιστεύοντας ότι σύντομα μέσω του Κουτσοβλαχικού θα προωθούσε την επιρροή της στην Ελλάδα.


Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα (1) 

 Tου Δημοσθένη Κούκουνα

Η Ρουμανία βρέθηκε με την έναρξη της Κατοχής να κατευθύνει τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατιδίου στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδος, με έδρα τη ...Λάρισα. Το ανιστόρητο και φιλόδοξο ρουμανικό σχέδιο στηριζόταν στην υπόθαλψη του αποσχιστικού κουτσοβλαχικού ζητήματος, που είχε αναφανεί τεχνητά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μερικά μόλις χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε εκφρασθεί από ρουμανικής πλευράς η προβολή ύπαρξης ιδιαίτερης εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα, που εμφανιζόταν ότι πήγαζε από τη Ρουμανία. Υπεύθυνος για την παθητική αποδοχή παρομοίων αξιώσεων ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επέτρεψε τη λειτουργία ρουμανικών σχολείων σε ορισμένες περιοχές όπου υπήρχε το βλαχικό στοιχείο.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα, το 1916, η Ρουμανία σε συνεργασία με την Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στη Μακεδονία και την Ήπειρο, που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι, αλλά και από την ύπαρξη των δύο παραλλήλων κρατικών οντοτήτων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά, όπου ζούσαν οι περισσότεροι από τους Κουτσοβλάχους, περιλαμβάνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας, που την είχε ορίσει ο γαλλικός στρατός και στην οποία δεν αποδεχόταν την εξουσία ούτε του κράτους των Αθηνών ούτε του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αναζωπύρωσε τις κακόβουλες διαθέσεις των ρουμανιζόντων, οι οποίοι με την ανοχή των Γάλλων και ορισμένων από τους εκπροσώπους της κυβερνήσεως Βενιζέλου (όπως ο περίφημος Ηλιάκης[1] της Κοζάνης) ή άλλων βενιζελικών «ανταρτών» επεχείρησαν να δημιουργήσουν μια εθνικά επικίνδυνη κατάσταση. Απέλασαν ή φυλάκισαν τη φυσική τοπική ηγεσία (μητροπολίτες, δημάρχους, προκρίτους κλπ.) και σε μια επόμενη φάση, οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι, εμφανιζόμενοι ως βενιζελικοί αμυνίτες (ανάμεσά τους και ο Αλκιβιάδης Διαμάντης) θα αποπειραθούν να δημιουργήσουν εντονότερες καταστάσεις, φθάνοντας στο ακραίο σημείο να στηρίξουν προς στιγμήν τη δημιουργία του περίφημου «πριγκιπάτου» της Πίνδου.
Στην υπόθεση αυτή είχε πρωταγωνιστήσει ο υποκινούμενος από τους Ρουμάνους ιταλόφιλος Αλκιβιάδης Διαμάντης, πολύ νεαρός τότε, ένας απίθανος τυχοδιώκτης που ήθελε να αυτοχρισθεί σε ...πρίγκιπα και ηγεμόνα του φανταστικού κρατιδίου, του οποίου τα ακριβή σύνορα ήταν νεφελώδη, όπως νεφελώδης ήταν και η όλη έμπνευση.
Γεγονός είναι ότι ως ιδέα και ως απόπειρα επιβολής το «πριγκιπάτο» είναι πλήρως συνυφασμένο με τη δραστηριότητα αυτού του προσώπου, τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου, όσο και κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όμως η ύπαρξη ενός τέτοιου κρατιδίου θα μπορούσε να είναι ευπρόσδεκτη από όλους τους βόρειους γείτονές μας με τις πολλαπλές εδαφικές διεκδικήσεις κατά της χώρας μας, οι οποίοι, όπως και άλλοι ενδιαφερόμενοι, με ικανοποίηση θα έβλεπαν την «ελάσσονα» Ελλάδα να συρρικνώνεται στα γεωγραφικά όρια του 1880 και ίσως ακόμη πιο περιορισμένα.
Τα εφιαλτικά αυτά σενάρια εξέλιπαν λίγο μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά στο μυαλό του Διαμάντη και κάποιων ομοϊδεατών του (και όχι βεβαίως του συνόλου των Ελλήνων Κουτσοβλάχων) το δηλητήριο δεν έπαψε να κυκλοφορεί. Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε μεν προσδιορίσει επακριβώς τα ελληνικά σύνορα, αλλά η Ρουμανία δεν είχε εγκαταλείψει την ιδέα ενός νοτιοβαλκανικού προτεκτοράτου της στο κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, συνέχισε να καλλιεργεί αυτό το σχέδιο, παρέχοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και προωθώντας την πολιτιστική επιρροή της μεταξύ των Κουτσοβλάχων που ζούσαν στην Ελλάδα μέσω των ρουμανικών σχολείων, που της τα είχε παραχωρήσει ο Ελ. Βενιζέλος από το 1913, υποτροφιών για σπουδές στη Ρουμανία και χρηματικών ενισχύσεων γενικότερα.
Και πάλι στην περίπτωση αυτή, κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος επανεμφανίζεται μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Πάγκαλου. Αυτή τη φορά έρχεται ως ευυπόληπτος μεγαλοεπιχειρηματίας με το χρίσμα του αποκλειστικού αντιπροσώπου των ρουμανικών πετρελαίων και της ρουμανικής ξυλείας, το προνόμιο των οποίων του είχε εκχωρηθεί για να χρηματοδοτείται νομοτύπως. Ουσιαστικά όμως, όπως είναι ευνόητο, οι Έλληνες καταναλωτές ρουμανικών πετρελαίων και ρουμανικής ξυλείας προσέφεραν τον οβολό τους στην καλλιέργεια της ανθελληνικής προπαγάνδας που στόχευε στους Κουτσόβλαχους.
Ο εκλεκτός των Ρουμάνων Διαμάντης συγκέντρωνε στο πρόσωπό του και την ιταλική στήριξη, που του την παρείχε αφειδώς η φασιστική Ιταλία. Η έδρα της επιχείρησής του στην καρδιά της Αθήνας, στο Κολωνάκι, ήταν το κέντρο όχι μόνο για διεισδυτική επιρροή στο κουτσοβλαχικό στοιχείο, αλλά και για κατασκοπευτική δράση υπέρ των Ιταλών. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά περιόρισε το φαινόμενο, αλλά δεν το εξάλειψε. Από τον Απρίλιο 1938, οπότε άρχισε ο επιτελικός σχεδιασμός της ιταλικής εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος, ο Διαμάντης και κάποιοι άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν από τους Ιταλούς για την προετοιμασία της – όπως ακριβώς συνέβη και με τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους δεν ήταν φυσικά ανυποψίαστοι, αν και είχαν ελάχιστα περιθώρια για ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα αφ’ ης στιγμής εκδηλώθηκε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η Ελλάδα όφειλε να αποφεύγει την παροχή αφορμών και να διαφυλάσσει την ουδετερότητά της. Μόνο μετά την έκρηξη της ιταλικής επιθέσεως ήταν σε θέση να σπεύσει για αυστηρά μέτρα, αυτονόητα άλλωστε από εθνικής πλευράς. Οι στενοί συνεργάτες του (εξαφανισμένου πλέον από τις παραμονές του πολέμου) Αλκιβ. Διαμάντη συνελήφθησαν ως πεμπτοφαλαγγίτες και εγκλείσθηκαν στο στρατόπεδο της Κορίνθου, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η χρησιμότητα του μέτρου επιβεβαιώθηκε από τα πρώτα 24ωρα της ιταλικής επιθέσεως, αφού περίτρανα αποδείχθηκε ότι άνθρωποι του Διαμάντη ήταν οι οδηγοί των Ιταλών στρατιωτών κατά την αρχική προέλασή τους μέχρι να αναπτυχθεί η ελληνική άμυνα.
Κανείς στον κόσμο, και πόσο μάλλον στην Ελλάδα, δεν έχει αμφισβητήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940 μέχρι σήμερα το ηρωικό και επικό στοιχείο της ελληνικής αντιστάσεως κατά των Ιταλών. Ωστόσο, αυτό σε τίποτε δεν μας εμποδίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη στρατιωτών, ακόμη και εφέδρων αξιωματικών, που αυτομόλησαν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στον εχθρό κατά τα πρώτα εκείνα 24ωρα. Επρόκειτο κυρίως για Έλληνες ρουμανίζοντες Κουτσοβλάχους, που είχαν αποποιηθεί την ελληνική τους συνείδηση, είχαν εξωτερικεύσει δειλία στο πεδίο της μάχης και ταυτόχρονα είχαν πρόσκαιρα πιστέψει ότι η ιταλική νίκη ήταν ζήτημα ημερών.
Η επιστροφή αυτών των προσώπων, όπως και η απελευθέρωση εκείνων που είχαν συλληφθεί και περιορισθεί στην Κόρινθο, θα συντελεσθεί στις πρώτες κατοχικές μέρες. Τα πρόσωπα αυτά θα αναζητήσει αμέσως ο Διαμάντης για να αποτελέσουν τον πυρήνα των ανεδαφικών σχεδίων του.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει κανείς προσεκτικά τι συντελείται τις πρώτες εκείνες κατοχικές μέρες, ώστε να εκτιμήσει δίκαια και ρεαλιστικά τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με πολλή ρευστότητα. Η γερμανική στρατιωτική δύναμη έχει επιβληθεί σε όλη την Ελλάδα. Η ιταλική έπεται και μόνον έπειτα από ένα δίμηνο, όταν θα εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση κατά της Ρωσίας, θα της παραχωρηθεί η διαχείριση της κατοχής στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, η κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (με εξαίρεση τη ζώνη του Έβρου) έχει εκχωρηθεί στη Βουλγαρία, όπως και η κατοχή επί της Επτανήσου αποδόθηκε αμέσως στην Ιταλία. Αν και τα τμήματα αυτά της ελληνικής επικράτειας δεν προσαρτήθηκαν τυπικά, είναι αυτονόητο ότι η διαχείριση εξουσίας αντιστοιχεί σε εδαφικές διεκδικήσεις των δύο αξονικών κρατών.
Η Ελλάδα των ημερών εκείνων μπορεί να παραλληλισθεί με ό,τι είχε συμβεί νωρίτερα στην Πολωνία και στη Γαλλία. Στην πρώτη περίπτωση, Γερμανοί και Ρώσοι είχαν διανείμει τα πολωνικά εδάφη και στη δεύτερη Γερμανοί και Ιταλοί τα καταληφθέντα γαλλικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στη «διανομή» επιχειρεί να υπεισέλθει με έμμεσο τρόπο και τέταρτη αξονική χώρα, η Ρουμανία.
Προωθείται το νεφελώδες εφεύρημα του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που στηρίζεται πρωταρχικά από τη (στρατιωτικώς απούσα και σχετικώς μακρινή) Ρουμανία, πρακτικά όμως από τις ιταλικές κατοχικές αρχές, χωρίς τη συναίνεση των οποίων θα ήταν ανέφικτο και ως σκέψη ακόμη.
Είχαν περάσει είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια από την πρώτη απόπειρά του και ήταν φυσικό να διαθέτει πλουσιότερη εμπειρία και ευρύτερη διασύνδεση, αλλά και πάλι δεν έχει τη φυσική υποστήριξη των «υπηκόων» του. Ωστόσο, έχει ενώπιόν του μια στρατιωτικώς ηττημένη και κατεχόμενη από ξένους Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει ότι ο πραγματικός αντίπαλός του είναι ανίσχυρος χωρίς στρατό και με διάτρητες κρατικές δομές. Ταυτόχρονα, το κυρίαρχο ζήτημα στη δεδομένη στιγμή είναι άλλο για την ελληνική κοινωνία: η πρακτική επιβίωσή της και η αντιμετώπιση του επισιτισμού.
Ο σχεδιασμός του Α. Διαμάντη λαμβάνει όμως υπόψη όλα τα δεδομένα, πριν παρουσιάσει την «πρότασή» του. Καταγράφει και επεξεργάζεται τα στοιχεία:
α. Διαφορετικότητα. Το ελληνικό κράτος για να διεξαγάγει επιτυχώς τον πόλεμο κατά της Ιταλίας εφάρμοσε πειθαρχία και ενότητα. Τώρα ο Διαμάντης έρχεται για να προβάλει τη διαφορετικότητα των Κουτσοβλάχων. Χρειάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση να διαθέτει έρεισμα και συνεπώς η προσπάθειά του είναι να προκαλέσει την εκδήλωση αυτής της διαφορετικότητας, ισχυριζόμενος ότι μέχρι τότε το ελληνικό κράτος είχε δήθεν επιδείξει μεροληψία εναντίον τους.
β. Λατινογένεια. Προβάλλει ιδιαίτερα τη λατινογένεια των Κουτσοβλάχων, ώστε να εξασφαλίσει σταθερή στήριξη από την Ιταλία, αφού η ρουμανική είναι δεδομένη, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε τυχόν αντίδραση από γερμανικής πλευράς. Αυτό άλλωστε, δηλαδή η «ρωμαϊκή» συνείδηση, είναι και το βασικό του ιδεολόγημα, που διευρύνεται τόσο ώστε να μιλάει για «Μητέρα Ρώμη». Στο πλαίσιο αυτό, προαναγγέλλει ως πρώτο βήμα την ίδρυση της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», που ως οργάνωση θα είχε στρατιωτικό χαρακτήρα στη διάθεση των κατοχικών αρχών.
γ. Δημιουργία ηγετικού πυρήνα. Καθώς το κουτσοβλαχικό στοιχείο μέχρι τότε στην Ελλάδα δεν αισθανόταν απομονωμένο και είχε όλες τις ευκαιρίες για να αναδειχθεί ισότιμα σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, ο Διαμάντης ενδιαφέρθηκε να συγκεντρώσει πέριξ του ιδίου προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγωγής. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει και σχεδόν κανέναν πανελλήνιας προβολής. Ένας δευτερεύων παράγων του Αγροτικού Κόμματος, ο δικηγόρος Νικόλαος Ματούσης, προθυμοποιήθηκε να τον ενισχύσει, όπως και ακόμη υποδεέστερα πρόσωπα περιορισμένου βεληνεκούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι γνωστές προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγωγής όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπράξουν, αλλά και αντέδρασαν ανοιχτά στο εγχείρημα.
δ. Παροχές. Για την άγρευση οπαδών, επιχειρήθηκε σε τοπικό επίπεδο να χαρισθούν κτήματα (προερχόμενα από τις απαλλοτριώσεις του 1924), να καταργηθεί ή να περιορισθεί η δημόσια φορολογία στα κτηνοτροφικά και αγροτικά προϊόντα κ.ά.
ε. Εκμετάλλευση των επισιτιστικών προβλημάτων. Η ρουμανική κυβέρνηση, μέσω της πρεσβείας της στην Αθήνα, προσέφερε ορισμένες μικρές ποσότητες τροφίμων για να διανεμηθούν σε περιοχές όπου διαβιούσαν Κουτσόβλαχοι. Τις ονομαστικές καταστάσεις των ληπτών συνέτασσαν άνθρωποι του Διαμάντη, αποκλείοντας όσους δεν δήλωναν πίστη στον ίδιο και στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα».
στ. Προπαγάνδα. Ο Διαμάντης είχε υποσχεθεί προς τους Ιταλούς ότι θα καταστήσει όλους τους Κουτσοβλάχους της Ελλάδος ιταλόφιλους. Ούτε στοιχειωδώς δεν το πέτυχε, με εξαίρεση έναν αριθμό ανθρώπων του, που άλλωστε δεν δίστασαν να συνεργασθούν σε επόμενες φάσεις διαδοχικά με ΕΑΜ, Γερμανούς ή Βουλγάρους. Παρά τα αφειδή μέσα που είχε στη διάθεσή του, η προπαγάνδα του δεν διέθετε την παραμικρή πειστικότητα και υπήρξε υποτυπώδης – ίσως δεν είναι άσχετο για το αποτέλεσμα, η παντελής έλλειψη διανοουμένων στους κόλπους του.
Ο βασικός στόχος του Αλκ. Διαμάντη είναι να προκαλέσει μια νέα κρατική οντότητα, επικεφαλής της οποίας θα είναι ο ίδιος ως «ανώτατος άρχων». Δεύτερος τη τάξει θα είναι ο πρώην κομμουνιστής Νικόλαος Ματούσης, δικηγόρος στη Λάρισα και εξ απορρήτων του Ιω. Σοφιανόπουλου, αρχηγού του Αγροτικού Κόμματος. Η οντότητα αυτή, το «πριγκιπάτο της Πίνδου», αν και όποτε θα σχηματιζόταν, θα απλωνόταν σε μια μεγάλη έκταση, έχοντας όρια από τη Φθιώτιδα μέχρι τα Γιάννενα και από εκεί μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όποια και αν θα ήταν αυτά ύστερα από τις βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Για κάθε συνειδητό Έλληνα της εποχής το παράλογο του πράγματος δεν ήταν για συζήτηση. Ούτε όμως και για τους ίδιους τους Κουτσόβλαχους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διαφωνούσε με τα σχέδια της ομάδας Διαμάντη.
Πρώτη αντίδραση στα σχέδια αυτά προήλθε από την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργ. Τσολάκογλου. Με απόρρητη προσωπική επιστολή του προς τον νομάρχη Κοζάνης, τον Αύγουστο του 1941, του ζητούσε να πάρει αμέσως μέτρα. Οι εξουσίες του ελληνικού κράτους ήταν ελάχιστες, αλλά έπρεπε το ζήτημα να αντιμετωπισθεί. Έγραφε στον νομάρχη του ο Τσολάκογλου (αριθ. Ε.Π. 256, 19-8-1941):
«Πληροφορούμαι ότι ο κ. Διαμάντης Αλκ. εργάζεται δραστηρίως εις το να καλλιεργή παρά τοις Κουτσοβλάχοις Ρωμαϊκήν συνείδησιν.
Ούτως εκβιάζει τους ακραιφνείς Έλληνας, ομιλούντας πλήν της Ελληνικής γλώσσης και την Κουτσοβλαχικήν τοιαύτην, όπως εγγράφωσι τα τέκνα των εις Ρουμανικά σχολεία, υποχρεώνει να ομιλούν πάντες την Κουτσοβλαχικήν και φροντίζει να διαφθείρη τας συνειδήσεις διά της παροχής τροφίμων, άτινα επρομηθεύθη επιτηδείως παρά των γειτονικών περιφερειών. Επί πλέον, φέρεται ότι απηγόρευσε τη βοηθεία των Ιταλικών Αρχών, ας προφανώς εξηπάτησε, την καλλιέργειαν εις τα διανεμηθέντα από του 1924 κτήματα τα προερχόμενα εξ απαλλοτριώσεως και παρέδωκε ταύτα εις τους πρώην ιδιοκτήτας. Ωσαύτως, ίδρυσε λεγεώνα, εις ην εγγράφει διά της βίας πάντας. Αι ενέργειαι αύται είναι σατανικαί, δεδομένου ότι ούτε μειονότης υπάρχει ή ασήμαντος, ούτε δικαίωμα έχει τις να ιδρύη σχολεία, ούτε να προπαγανδίζη δικαιούται τις, ούτε επιτρεπτόν είναι παρά των Ιταλικών Αρχών τούτο.
Επιβάλλεται όθεν εις δεξιός χειρισμός του ζητήματος, ώστε να διανεμηθούν παρ’ υμών εις τους ακτήμονας γαίαι καλλιεργήσιμοι ή βοσκήσιμοι εκ των πολλών υπαρχουσών εις την κυριότητα των Κοινοτήτων, των συνεταιρισμών και των λοιπών Οργανισμών ή εκ των ιδιοκτήτων γαιών παρεχομένων επί ενοικίω. Διά του τρόπου τούτου η πλειονότης θα αντιδράση εις τα χιμαιρικά του Διαμάντη φαντασιοπληκτήματα.
Έτερον ζήτημα, όπερ δέον να λύσητε, είναι ότι δεν είναι ανεκτόν να ιδρύη σχολεία, ούτε να εκβιάζη τους κατοίκους, δεδομένου ότι αυτός ούτος μοι ωμολόγησεν ότι "καθώς υμείς από πολλών ετών αφήσατε ελευθερίαν εκλογής σχολείου, ούτω και οι Κουτσόβλαχοι ουδέποτε θα εκβιάσουν". Εις ην περίπτωσιν, παρ’ ελπίδα δεν επιτευχθή επίλυσις των φλεγόντων ζητημάτων δέον ν’ αναφερθήτε υμίν διά να απευθυνθώμεν εις τας Ιταλικάς Αρχάς, με την πεποίθησιν ότι θ’ αποδοθή παρ’ αυτών το δίκαιον. Εκ παραλλήλου προς την τοιαύτην ενέργειαν, ήτις κυρίως θ’ απασχολή Υμας απαιτείται δράσις των διδασκάλων, των ιερέων, των παλαιών και νέων πολεμιστών των παντός είδους και αρμοδιότητος υπαλλήλων και των οργάνων ασφαλείας, με τον σκοπόν να κατανοήσωσι οι κάτοικοι της Πίνδου τους σκοτίους σκοπούς του προμνησθέντος ατόμου και να αναπτύξωσι σχέσεις προς τας αυτόθι πολιτικάς και στρατιωτικάς αρχάς της Ιταλίας. Η δράσις αύτη θα απομονώση τον Διαμάντην.
Τουναντίον, η αδράνεια των ημετέρων, ο δισταγμός των, η αναβλητικότης των, η παθητική των στάσις, η αμέλειά των, η αδιαφορία των και ο δήθεν ισχυρισμός των περί αναρμοδιότητός των θα αποθρασύνη τούτον.
Δεν πρέπει να παρατηρηθή το θλιβερόν φαινόμενον που παρετηρήθη εις τι χωρίον της Κεντρικής Μακεδονίας, εις ο επεβλήθησαν 15 θρασείς βουλγαρίζοντες επί 65 ακραιφνών φιλησύχων και νομιμοφρόνων συγχωριανών των, ώστε να θεωρηθή το χωρίον Βουλγαρικόν επί τω λόγω ότι οι πολλοί δεν αντετάχθησαν πεποιθότες ότι θα απεδίδετο το δίκαιον εκ του Κέντρου.
Δεν πρέπει να εμπνευσθή τις το πνεύμα της φιλοζωίας και φιλησυχίας καίτοι τούτο άγει προς ζημίαν των εθνικών συμφερόντων καθ’ όσον όλοι μας διεκηρύξαμεν την αυτοθυσίαν, εάν και εφ’ όσον κινδυνεύη η ελευθερία μας. Κανείς δεν είπεν ότι ηρνείτο να ριψοκινδυνεύση ή ότι θα επέζη. Όλοι μας είπομεν ότι θα πέσωμεν ενδόξως. Αυτό πρέπει να πρυτανεύη μέσα μας με την πεποίθησιν ότι και αι σημεριναί θυσίαι δεν είναι άσκοποι ουδέ μάταιαι. Παρακαλώ υπό το πνεύμα τούτο να δώσητε τας κατευθύνσεις εις όλα τα εθνικά σχολεία και να λάβη χώραν ευρεία διάδοσις παρ’ αυτών βεβαιουμένων και πιστευόντων ότι θα επιτελέσωμεν ύψιστον πατριωτικόν έργον».
Αυτόν τον λόγο μπορούσε να διατυπώσει ο Τσολάκογλου υπό ξενική κατοχή, αυτόν διατύπωσε. Άλλωστε δεν ήταν το μόνο μέτωπο, στο οποίο έπρεπε να δώσει προσοχή και προτεραιότητα, κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή. Υπήρχαν πολλά εθνικά ζητήματα ανοιχτά, στα οποία δεν έπρεπε να διστάσει να έχει αποφασιστική στάση. Ακόμη και μία κατοχική κυβέρνηση αν έδειχνε ελλιπή εθνική συνείδηση, υπήρχε κίνδυνος να επιτραπεί η εγγραφή υποθηκών από τους εχθρούς.
Ο Τσολάκογλου αντέδρασε αμέσως, ενώ μια ομάδα εγκεφάλων που τον στήριζε τον πρώτο καιρό (ανάμεσά τους έγκριτοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επιφανείς πολίτες, αδιαφόρως πολιτικών φρονημάτων) είχε συγκροτήσει το Γραφείο Μελετών, που λειτούργησε αποδοτικά και σεμνά. Πλην του Κουτσοβλαχικού, που μας απασχολεί εδώ, είχαν ανακύψει και άλλα σημαντικότατα ζητήματα, όπως το Μακεδονικό-Θρακικό, αλλά και το μέγα επισιτιστικό.
Ο Διαμάντης ενοχλήθηκε από την αποφασιστική αντίδραση του κατοχικού πρωθυπουργού, μόλις την πληροφορήθηκε, αλλά είχε ακόμη τις πλάτες των Ιταλών και πίσω απ’ αυτούς είχε τους Ρουμάνους. Η επόμενη κίνησή του είναι μια ευθεία πρόκληση. Και την αποτολμά: Ζητεί να τον συναντήσει για να του εκθέσει τα αιτήματά του. Με τη μεσολάβηση του ιταλικού παράγοντα, πραγματοποιείται η συνάντηση. Στη συνέχεια, του στέλνει ένα προκλητικό έγγραφο με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1941, που το υπογράφει ως αρχηγός των Κουτσοβλάχων και στο οποίο επιχειρεί να εμφανισθεί ως πολιτικός μεσάζων μεταξύ της κατοχικής κυβερνήσεως και των Γερμανοϊταλών κατακτητών, ενώ θέτει και γραπτώς τα ζητήματα που κατά τη γνώμη του έπρεπε να λυθούν και που ήταν:
α. Διορισμός νέων νομαρχών, δημάρχων και τοπικών αρχόντων, τους οποίους θα εγκρίνει ο ίδιος!
β. Άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και μετάθεση όσων δεν είναι φιλικοί προς την κίνησή του.
γ. Παροχή αποζημιώσεων όπου σημειώθηκαν καταστροφές κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και σε όσους από τους Βλάχους είχαν προσφέρει ζώα, μάλλινα και άλλα είδη για να ενισχύσουν τους μαχόμενους στρατιώτες.
δ. Τιμωρία όσων είχαν καταδώσει κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τους ρουμανίζοντες που είχαν συμπεριφερθεί αντεθνικά!
Αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν τα κύρια αιτήματά του προς τον κατοχικό πρωθυπουργό. Το πλήρες κείμενο του εγγράφου του Α. Διαμάντη ήταν το ακόλουθο:
«Προς την Α.Ε. τον Στρατηγόν Γεώργιον Τσολάκογλου
Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου
Ενταύθα
Εξοχώτατε,
Εμψυχούμενος από την σφοδράν επιθυμίαν να ίδω ανατέλλουσαν την ηώ μιάς περιόδου ειλικρινούς, διαρκούς, σταθεράς και καρποφόρου συνεργασίας μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του Βλαχικού στοιχείου, ανταπεκρίθην με εξαιρετικήν ευχαρίστησιν εις την πρωτοβουλίαν της Υμετέρας Εξοχότητος προς τον σκοπόν και με την ελπίδα να τεθούν στερεαί βάσεις διά μίαν ως ανωτέρω συνεργασίαν.
Κατόπιν των διαμειφθέντων κατά τας δύο συνομιλίας μας 17 και 20 τρέχοντος, με τας οποίας με ετίμησε η Υμετέρα Εξοχότης, εκτιμών επακριβώς ό,τι η Υ.Ε. μου είπε αναφορικώς προς τας δικαίας και νομίμους διεκδικήσεις του εν Ελλάδι Βλαχικού στοιχείου, υποβάλλω εις την Υ.Ε. τα κάτωθι:
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν τας άνευ υπολογισμού θυσίας, εις τας οποίας οι εν Ελλάδι και απανταχού Βλάχοι υπεβλήθησαν κατ’ αρχάς διά την ίδρυσιν και κατόπιν διά την ανέλιξιν του Ελληνικού Κράτους, καθώς και την αναμφισβήτητον μεγάλην συμβολήν εις αίμα, το οποίον έχυσαν οι Βλάχοι από κοινού με τους Έλληνας προ της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, κατά την επανάστασιν, και μέχρι της σήμερον από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος των ηρώων Γεωργάκη Ολυμπίου και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Επαναστάσεως Βλάχων, των ηρώων του Ελληνοτουρκικού πολέμου, μέχρι των συγχρόνων Εθνικών Ευεργετών και διανοουμένων Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Σίνα, Λάμπρου, Κρυστάλλη κλπ.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι αι Αθήναι του 1800 μόλις ήτο ένας συνοικισμός 6000 κατοίκων, ήδη δε αριθμεί 1.000.000 περίπου, ενώ αι Βλαχικαί κοινότητες της Μοσχοπόλεως η οποία ηρίθμει κατά το 1750 άνω των 60.000 κατοίκους και ένθα ήκμασε ένας Ελληνολατινικός πολιτισμός, ο οποίος ακτινοβόλησε πέραν των ορίων της Βαλκανικής, της Σαμαρίνας, η οποία το 1750 ηρίθμει πληθυσμόν πλέον των 30.000 και ήκμαζε η Ελληνοϊταλική παιδεία, ο πλούτος δε της Κοινότητος και των κατοίκων ήτο ανυπολόγιστος, ως εμφαίνεται και εκ του σωζομένου ήδη Μητροπολιτικού Ναού, Νικολίτσας, Νιζοπόλεως και λοιπών πλείστων άλλων Βλαχικών συνοικισμών, οι οποίοι προ ολίγων ετών ήνθουν, όπως τα ευρίσκει και τα αναφέρει μετά θαυμασμού και εκτιμήσεως ο Πουκεβίλ, πρόξενος εν Ιωαννίνοις της Γαλλίας, ήδη υποφέρουν τας συνεπείας μιάς μεγάλης αδικίας και αδελφικής αχαριστίας καταδικασθέντες εις μίαν μαρασμώδη και υποτυπώδη ζωήν.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν τας μεγάλας αδικίας, τας διαπραχθείσας συνεχώς υπό των αλληλοδιαδόχων Κυβερνήσεων του Ελληνικού Κράτους εις βάρος του Λατινικού Βλαχικού στοιχείου, το οποίον εθεώρησε κοινούς τους αγώνας εναντίον των Τούρκων εν τη πεποιθήσει ότι εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους δεν ήτο δυνατόν ν’ αγνοηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματά των.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι άπασαι αι Κυβερνήσεις ολισθήσασαι εις ένα παράλογον σωβινισμόν, ο οποίος καθίστατο επαχθέστερος από τον υπερβολικόν ζήλον των τοπικών αρχών, επεδίωξαν την εξαφάνισιν του Εθνικού χαρακτήρος του Λατινικού στοιχείου της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μετερχόμενοι μέσα, τα οποία απάδουν προς τον πολιτισμόν και τας ηθικάς υποχρεώσεις του Ελληνικού Λαού προς το Βλαχικόν στοιχείον, συστηματικώς απέκλεισαν τούτο από την οικονομικήν, ηθικήν και εθνικήν του αποκατάστασιν, τόσον διά των εναντίον των Βλαχικών Σχολείων μέτρων, όσον και κατά την γενομένην απαλλοτρίωσιν των αγροκτημάτων εις την Θεσσαλίαν, Ήπειρον και Μακεδονίαν και των χειμερινών λειβαδίων.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι το στοιχειώδες πνεύμα δικαιοσύνης και ηθικής υπαγορεύει επιτακτικώς να τεθή τέρμα εις την τοιαύτην κατάστασιν, και ότι το Λατινικόν στοιχείον της Ελλάδος, το οποίον μέχρι τούδε έδωσε ματαίως τόσας αποδείξεις νομιμοφροσύνης έναντι του Ελληνικού Κράτους και δεν εγνώρισεν ει μη μόνον επαχθείς υποχρεώσεις, χωρίς να έχη κανέν δικαίωμα.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι το Λατινικόν Βλαχικόν στοιχείον Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ειλικρινώς συνεργαζόμενον με το Ελληνικόν στοιχείον, δύναται να γίνη ο ισχυρότερος συνεκτικός κρίκος Ελλάδος-Ρουμανίας και Ρώμης-Βερολίνου και να δημιουργηθή τοιουτοτρόπως διά της αμοιβαίας κατανοήσεως, υποκειμενικής και αντικειμενικής, η δυνατότης καρποφόρου συνεργασίας εις όλους τους τομείς εις το πλαίσιον της Νέας Ευρωπαϊκής τάξεως και υπό την προστασίαν των Δυνάμεων του Άξονος.
Λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι διά την πραγματοποίησιν της συνεργασίας ταύτης επιβάλλεται απολύτως η επανόρθωσις εν μέρει των αδικιών του παρελθόντος εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, διά να εδραιωθή η αμοιβαία εμπιστοσύνη, και εν τω πνεύματι της αμοιβαίας κατανοήσεως, το οποίον πρέπει να μας διέπη, επί τη βάσει των ανωτέρω και συμφώνως με όσα καθωρίσαμεν προφορικώς με την Εξοχότητά σας, έχω την τιμήν να υπενθυμίσω και γραπτώς την συμφωνίαν μας ταύτην, ήτις επεκυρώθη προφορικώς διά της υμετέρας ευαρεσκείας και αντιλήψεως επί των κάτωθι διεκδικήσεων, αι οποίαι πιστεύω ότι είναι απαραίτητοι ως απαρχή μιάς πραγματικής και ειλικρινούς συνεργασίας.
1. Οι Νομάρχαι και οι Δήμαρχοι Ηπείρου, Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εις τας ως άνω περιοχάς αμιγείς συνοικισμοί Βλάχων ή μικτοί τοιούτοι Βλάχων και Ελλήνων, θα διορισθούν από συμφώνου μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του κ. Αλκιβιάδου Διαμάντη, υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας με την προηγουμένην έγκρισιν των Αρχών Κατοχής, ήτοι των Γερμανών διά την περιοχήν Θεσσαλονίκης και των Ιταλών διά την υπό της Ιταλίας κατεχομένην ζώνην.
2. Οι Νομάρχαι των ανωτέρω περιοχών θα έχουν εξουσίαν και καθήκοντα Γενικού Διοικητού, έτι δε θα δύνανται να λαμβάνουν μόνοι των τα αναγκαία διοικητικά μέτρα απολύσεως και διορισμού υπαλλήλων πολιτικών και στρατιωτικών, μεταθέσεως αυτών διά τον αποτελεσματικόν έλεγχον της συμφωνίας μας και την ειλικρινή συνεργασίαν με τας Στρατιωτικάς αρχάς Κατοχής. Ούτω θ’ αποφευχθούν λυπηραί και εγκληματικαί εκδηλώσεις του τελευταίου καιρού, ως και η δράσις ωρισμένων στοιχείων ουχί ανευθύνων, τα οποία υποκινούνται από τους πράκτορας τους εχθρικώς διακειμένους προς τον Άξονα ή ωθούνται από ένα κακώς εννοούμενον πατριωτισμόν.
3. Ο ιθαγενής πληθυσμός των ως ανωτέρω περιφερειών πρέπει να έχη τα αντίστοιχα σχολεία εις την μητρικήν του γλώσσαν και εκκλησίας, συνεπώς εις τους αμιγείς Λατινικούς-Βλαχικούς συνοικισμούς θα λειτουργούν μόνον Βλαχικά Σχολεία, εις τα χωρία και πόλεις με μικτόν πληθυσμόν, μαθηταί καταγωγής Ελληνικής θα συχνάζουν τα Ελληνικά σχολεία και μαθηταί Βλαχικής καταγωγής τα Βλαχικά σχολεία.
4. Να δοθή μία προσωρινή πίστωσις αμέσως προ της ελεύσεως του επί θύραις χειμώνος 250.000.000 δραχμών διά την περιοχήν της Πίνδου, ιδίως όπου είχον την τιμήν να σας εκθέσω, πλην των επιτάξεων και των ζημιών τας οποίας υπέστησαν εκ του πολέμου, αι περιουσίαι των Βλάχων ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν εντελώς υπό του Ελληνικού Στρατού. Εκ μόνης της Σαμαρίνης διηρπάγησαν υπό του Ελληνικού Στρατού και των πέριξ χωρίων 3.500 φορτία οικιακών ειδών εξ ερίου και η καταστροφή της κωμοπόλεως συνεπληρώθη διά της πυρπολήσεως πλείστων οικιών, χωρίς ν’ αναφέρω την κατάστασιν των χωρίων Δουτσικό, Αβδέλλα, Βρυάζα (Διστράτου κλπ.).
5. Απόλυτον ισότητα εις την παροχήν οικονομικών βοηθημάτων, ανάλογον διανομήν σίτου και τροφίμων. Αι τραπεζιτικαί πιστώσεις να χορηγώνται δικαίως, χωρίς να επιδιώκεται, ως εγένετο μέχρι τούδε, η συστηματική πτώχευσις του Βλαχικού στοιχείου. Να παύσουν αι Αρχαί μεροληπτούσαι εις βάρος των Βλάχων εις όλα εν γένει τα ζητήματα και να μη εμφανίζωνται πλέον πράξεις ως αι σημειωθείσαι και τελευταίως εν Σιατίστη ένθα, ενώ διετέθησαν 7.000 ημίονοι κατά τον παρελθόντα Ιούλιον διά χωρικούς, ουδέν ζώον εδόθη εις τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματίας, παρ’ όλον ότι είχον επιταχθή υπό του Ελληνικού Κράτους τα ζώα των κατά την διάρκειαν του πολέμου και γνωστού όντος ότι ο μόνος πόρος ζωής διά τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματίας ήσαν τα επιταχθέντα ζώα των.
6. Να τροποποιηθή ο Νόμος περί Δήμων και Κοινοτήτων, ως και ο Αγροτικός, ώστε οι Βλάχοι ν’ αποκτήσουν άνευ διαδικασίας τα αυτά δικαιώματα και τας αυτάς υποχρεώσεις εις τας Κοινότητας όπου παραχειμάζουν και να έχουν δικαιώματα μετά των λοιπών κατοίκων επί της Κοινότητος και της κοινής βάσεως των Συνεταιρισμών. Να παραχωρηθούν αι χειμεριναί βοσκαί εις τους Βλάχους κτηνοτρόφους και να παύση ο παραγκωνισμός και η μεροληψία των Αρχών εις βάρος των.
7. Να τιμωρηθούν αυστηρώς οι συκοφάνται και οι υπαίτιοι οίτινες προυκάλεσαν τας διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, και εκτοπίσεις των Βλάχων κατά την διάρκειαν του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ως διακειμένων φιλικώς προς τον Άξονα και να απολυθούν οι υπάλληλοι και τα όργανα της Δημοσίας Ασφαλείας τα οποία διέπραξαν βανδαλισμούς εις βάρος των Βλάχων γερόντων, παιδιών και γυναικών των.
Εξοχώτατε,
Εις στιγμάς εκτάκτως δυσχερείς και ημέρας κρισίμου καμπής διά την ιστορίαν και το μέλλον της Ελλάδος, αντιμετωπίζουσα η Υμετέρα Εξοχότης με γενναιότητα την πραγματικότητα, έσχετε το θάρρος να διακηρύξετε την αλήθειαν και να στιγματίσετε τα φοβερά λάθη και την εγκληματικήν νοοτροπίαν των κυβερνησάντων εις το παρελθόν. Διατρανώνοντες την ανάγκην ενός υγιούς προσανατολισμού της πολιτικής της Ελλάδος, θέτοντες τέρμα εις τα λάθη του παρελθόντος, έχετε την ευκαιρίαν και δυνατότητα σήμερον να εξαλείψητε τας αδικίας τας διαπραχθείσας εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, εξασφαλίζοντες ούτω μίαν κοινωνικήν ισορροπίαν και ομόνοιαν εις τας ανωτέρω περιοχάς, ομόνοιαν και συνεργασίαν, αι οποίαι θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξασφάλισιν ειρηνικής διαβιώσεως και ευημερίας του τε Βλαχικού και Ελληνικού στοιχείου, προωρισμένων εκ των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συνθηκών να συμπληρώσωσιν αλλήλους και να συζούν.
Αι διαβεβαιώσεις, τας οποίας η Υ.Ε. εν τη υψηλή της σωφροσύνη και εν τη υψηλή κατανοήσει της πραγματικότητος, ευηρεστήθη να μοι είπη προφορικώς, μοι ενίσχυσαν την ελπίδα και την πεποίθησιν ότι θα δοθή ευμενής και άμεσος πρακτική θέσις εις τας ως άνω δικαιοτάτας διεκδικήσεις, όπως επιβάλλει το δίκαιον και η λογική προς το κοινόν συμφέρον.
Διατελών με την πεποίθησιν ταύτην, παρακαλώ, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου προς Υμάς υπολήψεώς μου.
Ο εκπρόσωπος των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου
και του Βλαχικού στοιχείου της Νοτίου Βαλκανικής
Αλκιβιάδης Διαμάντης».
Το έγγραφο αυτό του «πρίγκιπα» ήταν προκλητικό, όχι μόνο για τις παράλογες και όλως ανεδαφικές αξιώσεις που διατύπωνε, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι άφηνε να εννοηθεί ότι δήθεν ο Τσολάκογλου συναινούσε σ’ αυτές. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και προκύπτει από τις ενέργειες που τελικά έκανε ο στρατηγός για να αντιμετωπίσει τον τυχοδιώκτη. Ο κατοχικός πρωθυπουργός θύμωσε από το ύφος και τις δόλιες ανακρίβειες που περιείχε το έγγραφο και δεν απάντησε.
Προτίμησε τα λόγια από τα γράμματα. Αντικατέστησε πράγματι τους νομάρχες στους επίμαχους νομούς, τοποθετώντας πρόσωπα που ήταν μεν Κουτσόβλαχοι, αλλά είχαν ακέραιη εθνική συνείδηση, και λειτούργησαν επωφελώς[2]. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιβάλει τη θέλησή του σε όλους τους νομούς και με εντολή των Ιταλών παρεισέφρησαν πρόσωπα φιλικά προς τον Διαμάντη, του οποίου τις εντολές εκτέλεσαν πρόθυμα για τη στελέχωση δήμων και κοινοτήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διαμάντης πράγματι βρισκόταν ανάμεσα στους Ιταλούς κατακτητές και στην κατοχική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας τους πρώτους για να εκβιάζει τη δεύτερη. Χωρίς την αρχική στήριξη των διοικητών των δύο ιταλικών μεραρχιών στα Τρίκαλα και τη Λάρισα, των μεραρχιών «Φορλί» και «Πινερόλο», ο Διαμάντης θα ήταν ανίσχυρος. Αυτό το γνώριζε ο Τσολάκογλου και, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλες επιλογές, χρησιμοποίησε το έσχατο μέσον και άρχισε να τον διαβάλλει στους Ιταλούς, μέχρι του σημείου που έχασαν την εμπιστοσύνη τους απέναντί του και τον υποχρέωσαν να απομακρυνθεί.
Ωστόσο, παράλληλα με τον στρατηγό Τσολάκογλου αυξανόταν η αντίδραση επιφανών πολιτών κουτσοβλαχικής καταγωγής εναντίον του Αλκ. Διαμάντη. Στη Λάρισα είχε δημιουργηθεί μια ομάδα αντιδρώντων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης[3], ο Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι. Στις αρχές του 1942 ο Διαμάντης είχε επισπεύσει τις ενέργειες για να δώσει σάρκα και οστά στο κρατίδιο που ονειρευόταν. Κάλεσε τους σημαντικότερους Βλάχους επιστήμονες της Λάρισας, για να τους εξαναγκάσει να συνεργασθούν μαζί του, σε πολυτελή γραφεία που μόλις είχε νοικιάσει στο κέντρο της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι τις προσκλήσεις τις επέδωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι – αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο ίδιος είχε ισχύ και ταυτόχρονα αφορμή για να σκεφθούν πολύ όσοι θα ήθελαν να αρνηθούν τη συμμετοχή τους.
Στη συγκέντρωση, που ακολούθησε, τους ζήτησε, ύστερα από μια εκτενή ιστορική εισαγωγή που χρησιμοποιούσε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα που είχε διατυπώσει στην επιστολή του προς τον Τσολάκογλου, να προχωρήσουν στην οργάνωση που είχε σχηματισθεί, στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Τους προειδοποίησε ότι όποιος δεν θα δεχόταν, καλό θα ήταν να απομακρυνθεί από την περιοχή, νοτίως του Δομοκού, μέσα σε προθεσμία 48 ωρών.
Στη συγκέντρωση εκείνη, δεν είχε δεχθεί να συμμετάσχει ένας μόνον από τους προσκαλεσμένους: ο χειρούργος Νικόλαος Ράπτης. Την επομένη ημέρα, δύο Ιταλοί πήγαν και τον έφεραν στα γραφεία του Διαμάντη, ο οποίος, παρουσία του Νικολάου Ματούση, του ανέπτυξε τα σχέδιά του και του ζήτησε να προσχωρήσει και αυτός. Ο Ν. Ράπτης αρνήθηκε κάθε άλλη συζήτηση, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί ο «πρίγκιπας» και να χειροδικήσει σε βάρος του.
Έτσι ακριβώς δόθηκε η αφορμή για να μορφοποιηθεί η αντίδραση-αντίσταση στα σχέδια του Διαμάντη. Στην κλινική Ράπτη της Λάρισας συγκεντρώθηκαν όσοι δεν συμμερίζονταν τα χιμαιρικά και ανθελληνικά σχέδια των ρουμανιζόντων και άρχισαν να συσκέπτονται και να ανταλλάσσουν γνώμες πώς να ενεργήσουν.
Επικεφαλής της όλης κίνησης ήταν βέβαια ο Διαμάντης. Πρόεδρος της οργάνωσης ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Ματούσης, αντιπρόεδρος ο συνάδελφός του Δημοσθένης Τσούτρας και ταμίας ο γιατρός Τάχας. Όλοι κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ειδικά οι τρεις τελευταίοι, όπως και πολλά άλλα δευτερότερα στελέχη, ήταν πρώην κομμουνιστές, οι οποίοι τώρα είχαν προσκολληθεί στην αξονική γραμμή, χωρίς – για κάθε ενδεχόμενο – να πάψουν να διατηρούν επαφή με ορισμένους κομμουνιστές και στελέχη του ΕΑΜ. Άλλωστε στην περαιτέρω πορεία των ρουμανιζόντων κατά την Κατοχή, αργότερα, ορισμένοι θα περάσουν με άνεση στην υπηρεσία του ΕΛΑΣ, αν και το καίριο κτύπημα θα το δεχθεί η Ρωμαϊκή Λεγεώνα από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Συγκεντρώθηκαν οι αντιδρώντες και κατέληξαν στην ιδέα ότι η καλύτερη λύση θα δινόταν αν προχωρούσαν στην επίδοση ενός υπομνήματος προς τον Ιταλό στρατηγό Ρουτζέρο, που έδρευε στη Λάρισα και ήταν διοικητής της μεραρχίας «Φορλί». Του έγραφαν στις 15 Ιανουαρίου 1942:
«Εξοχώτατε,
Έχομεν την τιμήν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι να υποβάλωμεν υπό την δικαίαν κρίσιν Υμών τ’ ακόλουθα:
Από τινων ημερών καλούμεθα υπό του κ. Αλκ. Διαμάντη, οι δίγλωσσοι Βλαχόφωνοι, να εγγραφώμεν ως μέλη μιας Κοινότητος ιδιαιτέρως σχηματιζομένης υπό τούτου εν Λαρίση.
Ετάχθη προς τούτο ολιγοήμερος προθεσμία και εν αρνήσει μάς εδηλώθη ότι θέλομεν συλληφθή και υποβληθή εις εξορίαν και βασανιστήρια. Εν τω μεταξύ, κατά τινων εξ ημών, αρνηθέντων να προσέλθουν εις μίαν συγκέντρωσιν, ην ενήργησε την 7ην τρέχ. εις τα ενταύθα Γραφεία της Κοινότητος, μετήλθε μέτρα βιαίας προσαγωγής των, υπό Ιταλών στρατιωτών, μάλιστα δε τον χειρούργον ιατρόν και Διευθυντήν της ενταύθα Πολυκλινικής κ. Νικόλαον Ράπτην ερράπισεν ο ίδιος κ. Διαμάντης.
Τυγχάνοντες νομοταγείς Έλληνες πολίται αναφέρομεν Υμίν, ότι ημείς εξ αρχής της Κατοχής της Ελλάδος εδείχθημεν ψύχραιμοι και λογικοί εις τας διαταγάς των Στρατιωτικών Αρχών.
Δεν δυνάμεθα άλλως τε ν’ αντιληφθώμεν ποίοι οι σκοποί της ιδρυομένης Κοινότητος, εφ’ όσον τα στελέχη αυτής άλλοτε ομιλούν περί Ρωμαϊκής κινήσεως, συνηθέστερον δε περί Ρουμανικής τοιαύτης, και εις βάρος της, – εγνώσθη π.χ. ότι από τον Γεώργιον Μητσιμπούναν, κτηνοτρόφον, εισεπράχθησαν δραχμαί 200.000, από τον Ιωάννην Αγορογιάννην, κτηνοτρόφον επίσης, δραχμαί 240.000 και πολλοί άλλοι έδωσαν ή πιέζονται να δώσωσι διάφορα χρηματικά ποσά ή είδη, μάλιστα δε μερικοί τούτων παρεπονέθησαν ήδη απ’ ευθείας και προς Υμάς.
Συνεπώς η πρόσκλησις και ο εξαναγκασμός ημών να εγγραφώμεν εις χωριστήν Κοινότητα είναι δι’ ημάς άνευ σκοπού, δεδομένου ότι δεν αποτελούμεν ξένον τι στοιχείον προς τον υπόλοιπον Ελληνικόν πληθυσμόν. Εάν βεβαίως πρόκειται περί διαταγής Υμών διά την ίδρυσιν ενός Σωματείου με σαφείς και ευγενείς σκοπούς, θα συμμορφωθώμεν, εάν είναι ανάγκη, αναμένοντες την κοινοποίησιν της τοιαύτης Διαταγής Υμών επισήμως. Εις αντίθετον όμως περίπτωσιν, φρονούμεν ότι δεν είναι δίκαιον να πιεζώμεθα, ως τούτο γίνεται, και παρακαλούμεν να διατάξητε τι δέον να ενεργήσωμεν προς προστασίαν μας με την πρόσθετον διαβεβαίωσιν ημών, ότι είμεθα όλοι φιλήσυχοι και φιλόνομοι άνθρωποι, ασχολούμενοι απλώς με την εργασίαν μας, προς συντήρησιν των οικογενειών ημών.
Ευπειθέστατοι οι αιτούντες
Δημ. Χατζηπύρρος, Γεώργ. Ρούσας, Λάζ. Κίκας, Χαρίλ. Τζήμας, Στέργ. Κωνσταντίνου, Απόστ. Κατσιλέρος, Κωνστ. Κύρκος – άπαντες δικηγόροι. Νικόλ. Ράπτης, Γεώργ. Τάρης – αμφότεροι ιατροί. Ευάγ. Αβέρωφ – πρώην Νομάρχης Κερκύρας. Κωνστ. Πλίτσης, Νικ. Διον. Ράπτης – έμποροι».
Πράγματι, την ίδια ημέρα επιδόθηκε το έγγραφο από μια επιτροπή των υπογραφομένων, που παρουσιάσθηκαν στον Ιταλό στρατηγό. Τους συνόδευε ο από δεκαετιών Ιταλός πρόξενος Ιούλιος Βιανέλλι[4], ο μόνος Ιταλός στην περιοχή που ήταν εμφανώς αντίθετος προς τον Διαμάντη. Η απάντηση του στρατηγού ήταν θετική και υποσχέθηκε ότι θα έπαιρνε μέτρα για να εμποδίσει τις αυθαιρεσίες του.
Οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι θεώρησαν επιτυχία τους την κατανόηση του στρατηγού Ρουτζέρο και έδωσαν για δημοσίευση ένα ευχαριστήριο, το οποίο ελαφρά τροποποιημένο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα[5]:
«Οι υπογεγραμμένοι, παρουσιασθέντες δι’ επιτροπής των την 15 τρέχ. μηνός εις τον Κον Στρατηγόν Διοικητήν των Ιταλικών στρατευμάτων κατοχής επιθυμούν να ευχαριστήσωσι τον Κον Στρατηγόν διά την ευγενή υποδοχήν δι’ ης ετιμήθησαν και διά το ενδιαφέρον μεθ’ ου εξητάσθησαν τα εκτεθέντα ζητήματα.
Ο Κος Στρατηγός διεβεβαίωσεν ότι, συμφώνως προς τας παραδόσεις του υψηλού πολιτισμού της Ιταλίας ουδεμία πίεσις ούτε εκβιαστική τις ενέργεια θα ασκηθή, επί των διαφόρων εθνικών κοινοτήτων, αλλ’ ότι, θα τύχωσι σεβασμού πάσαι αι καθ’ έκαστον εθνικότητες, αι υπάρχουσαι εντός του εδάφους της δικαιοδοσίας του, προσέτι δ’ ότι κάθε ζήτημα θα εξετάζηται πάντοτε μετά της μεγίστης αντικειμενικότητος και αμεροληψίας, προϋποτιθεμένου ότι πάντες θα συμπεριφέρωνται μετ’ απολύτου νομιμοφροσύνης προς τας Στρατιωτικάς Αρχάς Κατοχής.
Αύτη υπήρξεν η εξαντλητική και παρήγορος απάντησις, ην ελάβομεν εις την υφ’ όλων ημών των υπογεγραμμένων Ελλήνων παρουσιασθείσαν αίτησιν. Η απάντησις αύτη διά μίαν ακόμη φοράν αποδεικνύει το υψηλόν πνεύμα δικαιοσύνης όπερ οδηγεί τας Ιταλικάς Αρχάς εν ταις σχέσεσιν αυτών προς τους πληθυσμούς των κατεχομένων εδαφών και όπερ ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει το όλον έργον του Στρατηγού κ. Ρουτζέρο[6]».
Αλλά τελικά τίποτε δεν άλλαξε. Παρά την ξεκάθαρα πλέον επιφυλακτική τοποθέτηση του Ιταλού στρατηγού έναντι του Διαμάντη και των συνεργατών του, έγινε φανερό ότι η ιταλική διοίκηση δεν ήταν δυνατόν να ενδιαφέρεται για την επιβολή δικαιοσύνης, παρά για να προωθήσει το προφίλ ιταλοελληνικής συνεργασίας. Αν υπήρχε αντίρρηση για τη συνεργασία των Ιταλών με τη μια μερίδα των Κουτσοβλάχων, θα μπορούσε αυτή να γίνει με την άλλη μερίδα – αν όχι και με τις δύο ταυτόχρονα...
Στις αρχές του 1942, η Ρωμαϊκή Λεγεώνα, που είχε αποκτήσει παραστρατιωτική δομή, συνέχιζε ανενόχλητη τη δράση της. Θα ήταν βέβαια παράλογο οι Ιταλοί να αποποιηθούν μια οργάνωση που δουλικότατα συνεργαζόταν μαζί τους αποδοτικά, αφού μάλιστα είχε καταφέρει να συλλέξει μέχρι τότε 8.000 κρυμμένα όπλα, καθώς και μερικούς Άγγλους στρατιώτες που είχαν απομείνει από τον πόλεμο και κρύβονταν. Για κάθε όπλο και για κάθε κατάδοση υπήρχε τιμολογημένη ελάχιστη αμοιβή, ένα μέρος της οποίας κατέληγε απευθείας στο ταμείο της οργάνωσης του Διαμάντη.
Το αποφασιστικό χτύπημα δεν ήταν βέβαια εκείνο του Ε. Αβέρωφ και των επωνύμων φίλων του. Προήλθε από την Αθήνα, από τον θυμωμένο κατοχικό πρωθυπουργό, από μηνών ήδη προβληματισμένο. Στο συρτάρι του είχε συγκεντρώσει πολλές πληροφορίες, αναφορές και καταγγελίες για τα όσα συνέβαιναν. Η κύρια μέριμνά του ήταν να αντιστρέψει το κλίμα που είχε αρχίσει να δημιουργείται με ποικίλους κινδύνους. Διάλεξε έναν αξιωματικό, του οποίου γνώριζε τα προσόντα και την ευελιξία, κουτσοβλαχικής καταγωγής και αυτός, και τον έστειλε στη Λάρισα για να αντικαταστήσει τον μέχρι τότε νομάρχη Χρυσόστομο Πιπιλιάγκα. Για τον τελευταίο υπήρχαν πολλές καταγγελίες ότι είχε συνεταιρισθεί με μαυραγορίτες και διοικούσε κατά τρόπο ελλειμματικό σκανδαλώδη, ενώ είχε καταστεί όργανο των Διαμάντη και Ματούση. Εμφάνιζε αδυναμία να ελέγξει την κατάσταση και κυρίως να εφαρμόσει τις κυβερνητικές αποφάσεις, τόσο ως προς το πολιτικό μέρος με τις αυτονομιστικές τάσεις που άρχισαν να εδραιώνονται, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητά του για να αντιμετωπισθεί το επισιτιστικό ζήτημα σε μια περιοχή που θα μπορούσε να είναι αυτάρκης. Ίσως και ο ίδιος να μην είχε τη στοιχειώδη επάρκεια για να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, όπως άλλωστε έκρινε μεταπολεμικά και το δικαστήριο δοσιλόγων, στο οποίο παραπέμφθηκε, αλλά αθωώθηκε λόγω ...βλακείας[7].
Ο νέος νομάρχης Λαρίσης-Βόλου ήταν ο συνταγματάρχης Θεοδόσιος Παπαθεοδοσίου, ο οποίος από τις πρώτες μέρες που ανέλαβε τα καθήκοντά του, στις αρχές Φεβρουαρίου 1942, έστρεψε τις προσπάθειές του σε δύο βασικούς πόλους: Στην αντιμετώπιση της προπαγάνδας των ρουμανιζόντων και στην επίλυση του επισιτιστικού. Ερχόμενος από την Αθήνα, όπου είχε σημειωθεί ο περίφημος λιμός, ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει με ρεαλιστικά βήματα στην εξάλειψη του φαινομένου, που είχε επηρεάσει τη Λάρισα και τα άλλα αστικά κέντρα της περιοχής.
Ο Παπαθεοδοσίου είχε υπηρετήσει και άλλοτε ως αξιωματικός στη Λάρισα, με αποτέλεσμα να διαθέτει προσωπικές γνωριμίες, ώστε αμέσως να ενημερωθεί για πρόσωπα και γεγονότα. Υπομονετικά έχτισε έναν ιστό για να απομονώσει τους ανθρώπους του Διαμάντη και του Ματούση, οι οποίοι εκείνη την εποχή βρίσκονταν στο απόγειο της οργάνωσής τους. Για να τους εμποδίσει να έχουν την παραμικρή πρόσβαση στη μόνη εφημερίδα που εκδιδόταν τότε στη Λάρισα, τον Λαρισαϊκό Τύπο, επέβαλε προληπτική λογοκρισία που την ανέθεσε σ’ έναν έμπιστο του ιδίου, αλλά και της ομάδας Αβέρωφ-Ράπτη. Επρόκειτο για τον Πλούταρχο Χρηστίδη, που υπηρετούσε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός στη νομαρχία[8]. Η παρουσία του χρησίμευε εφεξής για να εμποδίζει κάθε απόπειρα των ρουμανιζόντων να «περνούν» κείμενα στην εφημερίδα.
Ωστόσο η μεγάλη σύγκρουση, πάντοτε στα παρασκήνια, επήλθε στο θέμα της συγκέντρωσης της παραγωγής. Ενώ η Λάρισα και οι άλλες μικρότερες πόλεις της περιφέρειας είχαν βιώσει την πείνα, όταν στα γύρω χωριά η κατάσταση ήταν ανεκτή έως ικανοποιητική, αποδείχθηκε στην πράξη η διάσταση αστών και αγροτών, ταυτόχρονα δε το έλλειμμα αλληλεγγύης. Αιφνιδίως παρεμβαίνει η ιταλική στρατιωτική διοίκηση και ανακοινώνει την απόφασή της για την υποχρεωτική συγκέντρωση γάλακτος και την τυροκομία. Ταυτόχρονα ανακοινώνεται ποιοι είναι οι τυροκόμοι, οι τυρέμποροι και οι κτηνοτρόφοι που θα οργανώσουν τη συγκέντρωση. Επρόκειτο για πρωτεργάτες των λεγεωναρίων, συγγενείς των αρχηγών Διαμάντη και λοιπών και ευνοούμενους.
Η κατάληξη αυτή δεν ήταν τυχαία και δεν είχε μόνο πολιτικό στόχο, αλλά πρωτίστως οικονομικό. Για να συνειδητοποιήσει κανείς την πολυποίκιλη διάσταση του προβλήματος, θα πρέπει να πληροφορηθεί ότι στην επίσημη ανακοίνωση για τα πρόσωπα (όλα σχεδόν ρουμανίζοντες)[9] και τις τοποθεσίες, όπου θα γινόταν η συγκέντρωση, τα διάφορα τοπωνύμια αναφέρονταν με την προηγούμενη τουρκική ονομασία τους – μη αναγνωρίζοντας δηλαδή τις αλλαγές τοπωνυμιών που είχαν καθιερωθεί προπολεμικά! Επειδή όμως η πρωτοβουλία και η απόφαση ανήκαν στην ιταλική διοίκηση της διαβόητης Μεραρχίας Φορλί, κάποια πρόσωπα της οποίας προφανώς χρηματίζονταν, η κυβερνητική πλευρά δεν μπορούσε να έχει λόγο.
Μέχρι και ο διαβόητος Βασίλης Ραποτίκας, ο «στρατιωτικός» αρχηγός της Ρωμαϊκής Λεγεώνας, από χέρι διάτρητος, είχε προς στιγμήν διορισθεί επόπτης για τη δέσμευση του γάλακτος. Μόλις όμως δημοσιεύθηκε το όνομά του, που από τους απλούς κτηνοτρόφους της περιοχής θεωρήθηκε ως ενέργεια αυτόχρημα σκανδαλώδης, αμέσως ανακλήθηκε.

Στη Ρωμαϊκή Λεγεώνα είχαν στρατολογηθεί ανυπόληπτα πρόσωπα, που μόνο επίτευγμά τους ήταν οι λεηλασίες και η τρομοκρατία στην ύπαιθρο, ιδίως αν οι κάτοικοι δεν ήταν Κουτσόβλαχοι ή δεν εκδηλώνονταν ως ρουμανίζοντες. Για τη δράση της θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά στη συνέχεια.
Και ενώ η παραστρατιωτική αυτή οργάνωση συνέχιζε την ανθελληνική δράση της με μεγαλύτερη ένταση, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης, διευθυντής της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου δημοσίευε τον Φεβρουάριο μια σειρά άρθρων με εθνικό περιεχόμενο, χρησιμοποιώντας τίτλους όπως «Η Ελλάδα μας» ή «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι – Μία καθαρά ελληνική φυλή». Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 έγραφε σε κύριο άρθρο, αναφορικά με τον κλονισμό της δημόσιας ασφάλειας:
«Η εμφάνισις μιας αντεθνικής προπαγάνδας, η οποία χρησιμοποιεί κατσικοκλέφτες και διάφορα άλλα άτακτα στοιχεία εις τας επιχειρήσεις της εις την ύπαιθρον, προσφέρει νέον πεδίον δράσεως εις τους εν λόγω κακοποιούς. Υπάρχουν θετικαί πληροφορίαι ότι γίνονται προτάσεις εις τους κακοποιούς να ενσωματωθούν εις αντεθνικήν λεγεώνα, με υποσχέσεις ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον θα εξασφαλίσουν την πλήρη ατιμωρησίαν εις τας επιδιώξεις των.
Παρόμοιαι προτάσεις γίνονται και εις τα παντός είδους άτακτα στοιχεία της υπαίθρου. Έτσι, συστηματικώς καλλιεργείται η πλήρης διασάλευσις της δημοσίου ασφαλείας από ανθρώπους εκμεταλλευομένους κάθε ιερόν και όσιον με την μωράν ελπίδα ότι ημπορούν διά της πλιατσικολογίας να κυριαρχήσουν.
Όλα αυτά δεικνύουν ότι αι Αρχαί πρέπει να εξαρθούν εις το ύψος της αποστολής των. Η επιείκεια προ τοιούτων πληγμάτων που θίγουν την εθνικήν μας υπόστασιν πρέπει να λείψη. Και το κράτος του νόμου να λειτουργήση αμείλικτον.
Η Ελλάδα μας, η γλυκειά μας πατρίδα, δεν έχει γίνει αμπέλι ξέφραγο όπου μπορεί κάθε κακοποιός να κάνη ό,τι θέλει. Και αν αι Αρχαί μας δεν είναι εις θέσιν να το διακηρύξουν αυτό, ας αφήσουν να το διαλαλήση ο λαός μας, ένας από τους ευγενεστέρους, ηρωικωτέρους και πλέον εκλεκτούς λαούς της υφηλίου».
Η αρθρογραφία αυτή της «Θεσσαλίας», που η κυκλοφορία της κάλυπτε ολόκληρη τη Θεσσαλία και πλέον, εμψύχωσε τον πληθυσμό, αλλά ταυτόχρονα εξόργισε τον Διαμάντη και τους συνεργάτες του. Αποφασιστικό πλήγμα εναντίον τους ήταν όμως μία οξεία και θαρραλέα πρωθυπουργική εγκύκλιος, που κοινοποιήθηκε σε πολλούς παραλήπτες:
«Αριθ. Α.Π. 341
Αθήναι τη 12 Μαρτίου 1942
Προς άπαντα τα Υπουργεία, Γενικήν Διοίκησιν Μακεδονίας, Γενικήν Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας, Γραφείον Μελετών, Υπηρεσίαν ανταποκρίσεως μετά των Γερμανικών Πολιτικών Αρχών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών, Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Ιταλικών Στρατιωτικών Αρχών.
Ι. Ιδιοτελή τινα πρόσωπα εκμεταλλευόμενα την κρίσιμον περίοδον που διατρέχει η Πατρίς μας, προσπαθούσιν από τινος να ενσπείρωσι ζιζάνια μεταξύ του Ελληνικού Λαού με τον σκοπόν ν’ αποκομίσωσι ατομικά οφέλη.
Προς τούτο εξέλεξαν τον δρόμον να εκμεταλλευθούν το Ελληνικόν Βλαχικόν στοιχείον. Ενόμισαν, δηλαδή, ότι επήλθε η στιγμή να σκυλεύσωσι την Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Ελλάς οσαδήποτε πλήγματα και αν υποστή δεν θα παύση ποτέ να φωσφορίζη και τέλος θα ξαναλάμψη έτι φαεινοτέρα, διότι της αξίζει.
Το Βλαχικόν στοιχείον συνδέεται με την Ελλάδα διά του αίματος και της ψυχής. Έχει να επιδείξη την ευρείαν και ηρωικήν συμμετοχήν του τόσον εις τον αγώνα του 1821, όσον και εις τους μεταγενεστέρους απελευθερωτικούς πολέμους, πλουσίαν συμβολήν εις τα έργα φιλανθρωπίας και του πολιτισμού και τέλος εξέχουσαν συνεργασίαν εις την πνευματικήν και οικονομικήν ανάδειξιν του Τόπου.
Ο εθνομάρτυς Ρήγας Φεραίος, ο πολιτικός Κωλέττης, οι αρματωλοί της Πίνδου και του Ολύμπου Βλαχάβας, Νικοτσάρας και άλλοι, οι εθνικοί ευεργέται Αβέρωφ, Σίνας, Τοσίτσας, Στουρνάρας και άλλοι, οι ποιηταί Ζαλοκώστας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης, οι καθηγηταί Πανταζίδης και Λάμπρος είναι άπαντες Έλληνες Βλάχοι.
Εκ των νεωτέρων Βλάχων πλείστοι όσοι εσταδιοδρόμησαν, καταλαβόντες υψίστας θέσεις.
Αι ανωτέρω περγαμηναί των παλαιοτέρων και νεωτέρων Ελλήνων Βλάχων, πρέπει να πείσουν πάντα δύσπιστον, ότι αι προσπάθειαι εκμεταλλεύσεως της προσωρινής δυστυχίας του Ελληνικού Λαού δεν θα αποβώσι καρποφόροι, οιωνδήποτε μέσων και αν γίνη χρήσις. Δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες-Βλάχοι ν’ αρνηθώσι την ιστορίαν των προγόνων των και να περιπλακώσιν εις περιπετείας, εις ας οι εκμεταλλευταί άνευ έρματος και με υπόπτους κατευθύνσεις τους οδηγούν.
ΙΙ. Το Ελληνικόν Κράτος προ της εσκεμμένης ως ανωτέρω αποπείρας των, πρέπει να εξαντλήση άπασαν την δυναμικότητά του, ιδία σήμερον, που διέρχεται την κρίσιμον καμπήν, ίνα αντιδράση τελεσφόρως. Δεν αντέδρασε μέχρι σήμερον, ουδέ εσκέφθη ν’ αναφέρη τ’ ανωτέρω, καθ’ όσον οι Βλάχοι είναι αγνοί Έλληνες μη διαφέροντες των λοιπών ή μόνον κατά τον τόπον της καταγωγής. Ως γνωστόν, ήσαν και είναι ισότιμοι κατά πάντα Έλληνες, εις την συνείδησιν, εις τον χαρακτήρα, εις την γενναιότητα και την Ελληνοπρέπειαν.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΑΙΤΩ όπως άπασαι, γενικώς, αι Αρχαί δεικνύωσι πυγμήν και σθεναρότητα ως προς την εφαρμογήν των Νόμων, έναντι εκείνων, οίτινες, υπό την δήθεν εύνοιαν των Αρχών Κατοχής, προβαίνουσι εις παρανομίας (αντικαταστάσεις Κοινοταρχών, κλείσιμον σχολείων).
Εφιστώ την προσοχήν απάντων των Κρατικών υπαλλήλων επί των κάτωθι:
– Να επιλύωσι τα απασχολούντα τους Βλάχους ζητήματα με ενδιαφέρον και αμεροληψίαν.
– Να μη παραλείπωσι να εκδηλώνωσι προς τούτους και εξηγώσι συγχρόνως ότι η προσωνυμία "Βλάχοι" δεν είναι τι διακριτικόν ή επίμεμπτον από τους Έλληνας και ότι άπαντες είμεθα Έλληνες και έχομεν προσφέρει και προσφέρομεν εξ ίσου τας υπηρεσίας μας και το αίμα μας ακόμη, διά την ταλαιπωρημένην Πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως τα όργανα ασφαλείας να ενεργώσι μετά συνέσεως και μεγάλης συντηρητικότητος και να μη πίπτωσι θύματα εσκεμμένων σκευωριών, κινούμενα με υπέρμετρον ζήλον επί την εκτέλεσιν των καθηκόντων των.
– Να παύση τελειωτικώς πάσα άλλη προσωνυμία θίγουσα την Ελληνικήν υπόστασιν των Βλάχων, κατά την διατύπωσιν των εγγράφων ως και κατά τας συζητήσεις επισήμους ή μη. Μία είναι η προσωνυμία "Βλάχοι".
ΙΙΙ. Τα Υπουργεία και αι Γενικαί Διοικήσεις ν’ ασχοληθώσιν ιδιαιτέρως με τας περιοχάς, ένθα κατοικούσι Βλάχοι, διά την αποστολήν Κρατικών λειτουργών με ευρύτητα αντιλήψεως, αμεροληψίας και ικανότητα προς επίλυσιν των εκκρεμών και αναφυομένων ζητημάτων, των Βλάχων.
Να επιληφθώσιν αμέσως της μελέτης και λάβωσι άμεσα μέτρα προς επίλυσιν τόσον των γενικών, όσον και των τοπικών ζητημάτων των Βλάχων προς ανακούφισίν των.
IV. Επί τη βάσει των άνω κατευθύνσεων τα Υπουργεία, αι Γενικαί Διοικήσεις να εκδώσωσι τας διαταγάς των και να παρακολουθώσι μετ’ ενδιαφέροντος την εκτέλεσίν των.
Ούτω μόνον θα κατορθώσωμεν να συγκρατήσωμεν την συνεκτικότητά μας και να αντιδράσωμεν εις κάθε εχθρικήν προσπάθειαν κατά της Πατρίδος μας, ενώ συγχρόνως θα επιτύχωμεν να μας εκτιμήσωσι και θαυμάσωσι οι Στρατοί Κατοχής κατά την προσωρινήν αυτήν δύστηνον περίοδον που διερχόμεθα.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ».
Ο κατοχικός πρωθυπουργός δεν αρκείται σ’ αυτό το έγγραφο, αλλά εκδίδει και μία άλλη εγκύκλιο προς όλους τους νομάρχες[10]:
«Γραφείον Πρωθυπουργού
Αρ. Ε.Π. 66
Αθήναι 13 Μαρτίου 1942
Νομάρχας Κράτους
Πληροφορούμαι ότι εις την Βόρειον Ελλάδα, την Θεσσαλίαν και εις άλλα σημεία της Χώρας παρατηρείται συστηματική δράσις ξένων προπαγανδών, αίτινες αποβλέπουν εις την εξάρθρωσιν του Κράτους, εις την παραπλάνησιν των υπαλλήλων και εις την διά καταχθονίων μέσων δηλητηρίασιν της εθνικής συνειδήσεως του Λαού.
Οι σκοτεινοί πράκτορες της αντεθνικής κινήσεως σκορπίζουν άφθονον χρήμα, δελεάζουν τον Λαόν με τρόφιμα, τώρα που ταύτα σπανίζουν και ορθούται το φάσμα της πείνης, και, όπου ευρίσκουν ακατάλληλον το έδαφος διά τους σατανικούς σκοπούς, απειλούν διά παντοίων μέσων.
Ιδιαίτατα εκβιάζονται κάτοικοι χωρίων, εκ της παρουσίας αξιωματικού ή υπαξιωματικού των ξένων στρατευμάτων παρά το πλευρόν των οργάνων των προπαγανδών ή των χαμερπών εκβιαστών. Διότι ατυχώς συνεργάζονται και μετά των αρχών Κατοχής, αποβλέποντες εις προσωπικά οφέλη. Ούτοι κυρίως είναι γνωστοί Λεγεωνάριοι, οίτινες διά παντός θεμιτού ή αθεμίτου μέσου εφείλκυσαν την εμπιστοσύνην των ξένων, καταστάντες τυφλά όργανα τούτων[11].
Το λυπηρόν είναι ότι οι χωρικοί, πολίται τινές και ακόμη όργανα της Ασφαλείας, δεν αντιτάσσονται με την αρμόζουσαν στάσιν έναντι τούτων και παθητικώς αναμένουσι την λύσιν με εσταυρωμένας τας χείρας.
Ο πόλεμος δεν έληξε. Συνεχίζεται εισέτι ειρηνικώς εν τη Ελλάδι και το μέτωπον αποτελείται από όλους τους Έλληνας, άνδρας και γυναίκας. Αν νικήσωμεν εις αυτόν η Πατρίς θα μας ευγνωμονή. Αν ηττηθώμεν, η ιστορία θα μας περιγράψη με τα μελανότερα χρώματα.
Δεν είναι νοητόν να φανώμεν ανάξιοι απόγονοι αξιωτάτων προγόνων, οι οποίοι επέρασαν διά πυρός και σιδήρου διά να μείνουν αλώβητοι και απτόητοι εις την εθνικήν σκοπιάν.
Μη μιμήσθε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες διά να εξασφαλίσουν το τομάρι των και τα συμφέροντά των εκλείσθησαν εις τους τέσσαρας τοίχους της οικίας των και δήθεν κλαυθμηρίζουν, ή σχολιάζουν ή επικρίνουν υπό το προσωπείον του πατριώτου. Μη αδιαφορήτε ως αδιαφορούν ολίγοι τινές.
Μη αναμένετε τας λύσεις μοιρολατρικώς. Μη πιστεύητε τους διαδοσίας, οίτινες πολυειδώς και ποικιλοτρόπως μας εκμεταλλεύονται διά να πλουτίζουν αθεμίτως και παρά πάντα νόμον.
Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν των υπαλλήλων και των οργάνων της τάξεως επί της βαρυτάτης ευθύνης που υπέχουν απέναντι της Κυβερνήσεως και του Έθνους.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα της τάξεως οφείλουν να ενεργούν κατά την Ελληνικήν και υπαλληλικήν των συνείδησιν, συμφώνως προς τας οδηγίας της Κυβερνήσεως και προς το συμφέρον του Έθνους, χωρίς να υποκύπτουν εις τας θρασείας ενεργείας των εκβιαστών και των οργάνων των προπαγανδών, αι οποίαι επιζητούν να εκμεταλλευθούν τας δυσχερείας της Πατρίδος μας διά να καταφέρουν κατ’ αυτής, ύπουλα και δολοφονικά πλήγματα.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα Ασφαλείας δεν πρέπει να λησμονήσουν έστω και επί στιγμήν ότι εις χείρας των ευρέθησαν ύψιστα συμφέροντα του Έθνους.
Να διαμαρτύρησθε εις τα Φρουραρχεία των Αρχών Κατοχής, να με τηρήτε ενήμερον διά τηλεγραφικών και ταχυδρομικών αναφορών ή δι’ οιουδήποτε άλλου μέσου, επιβαλλομένου από τας ειδικάς περιστάσεις, υφ’ ας τελούμεν και να διαφωτίζητε επιμόνως την κοινήν γνώμην όπως μη πίπτη θύμα της πλεκτάνης της Ελλάδος.
Πρέπει να κατανοηθή παρά πάντων ότι αι Αρχαί Κατοχής, αίτινες εσεβάσθησαν τον Ελληνικόν Λαόν[12], εκτιμώσι τους φιλονόμους και φιλησύχους Έλληνας και δεν αρέσκονται εις ανωμαλίας. Συνεπώς πάσα υπερήφανος στάσις μας θα εκτιμηθή παρά των τοπικών ηγητόρων και θα εύρωμεν την συνδρομήν των.
Απαιτείται όμως και πάντες οι Έλληνες να είναι έτοιμοι να προτιμήσουν να διακινδυνεύσουν, παρά να ωχριώσι προ πραγματικής ή φαινομενικής απειλής. Προς τον σκοπόν τούτον δέον να εργάζωνται πάντες εις το να γίνη αντιληπτόν τούτο ως εθνική ανάγκη. Αν δεν νικήσωμεν εις τον ειρηνικόν αγώνα μέχρι της ειρήνης ούτε η ζωή μας θα εξασφαλισθή ούτε η περιουσία μας θα σωθή.
Η ελευθερία και η ευημερία εξασφαλίζονται εάν επιδείξωμεν ζωτικότητα, σύμπνοιαν, νομιμοφροσύνην και εάν κρατώμεν υψηλά το εθνικόν λάβαρον, χωρίς να κλονιζώμεθα και χωρίς να ωχριώμεν.
Ας μή λησμονώμεν ότι όλοι μας απεφασίσαμεν να πέσωμεν ενδόξως. Διατί τώρα να διστάζωμεν; Εις τα χέρια όλων των Ελλήνων ευρίσκεται η τύχη της Ελλάδος. Αρθήτε εις το ύψος των περιστάσεων και φανήτε αντάξιοι των ελπίδων, τας οποίας η Πατρίς στηρίζει εις υμάς.
Στρατηγός Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ
Πρόεδρος της Κυβερνήσεως».
Η εγκύκλιος προς τους νομάρχες δημοσιεύθηκε στις θεσσαλικές εφημερίδες, γεγονός που ενθάρρυνε τον πληθυσμό και φυσικά απογοήτευσε τους λεγεωνάριους, που δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν ανοιχτά με την κατοχική κυβέρνηση. Στην προσπάθειά του να επιτύχει μέγιστο αποτέλεσμα, ο Τσολάκογλου επιστράτευσε και ορισμένες κουτσοβλαχικής καταγωγής προσωπικότητες, κυρίως στρατιωτικές (στρατηγός Ντάκος, συνταγματάρχης Απόστ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας, λοχαγός Θεόδωρος Σαράντης κ.ά.), στέλνοντάς τους στις επίμαχες περιοχές για να αναπτερώσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Η κορυφωμένη αντίδραση που αντιμετώπισε η ομάδα του Διαμάντη δεν τον πτόησε όμως. Οι θεσσαλικές εφημερίδες υποχρεώθηκαν να δημοσιεύσουν, με άνωθεν εντολή, δηλαδή της ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης, στην οποία είχαν προσφύγει οι υποψήφιοι αυτονομιστές, με τον τίτλο «Επιβεβλημένη απάντησις», το μανιφέστο των ρουμανιζόντων προδοτών:
«Εις την εφημερίδα “Θεσσαλία” του Βόλου εδημοσιεύθη μία σειρά άρθρων εναντίον των Βλάχων της Ελλάδος και μερικά αποσπάσματα από το βιβλίον του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου περί των Βλάχων. Όσον αφορά τα άρθρα, ελπίζομεν η Ελληνική Κυβέρνησις να θέση τέρμα εις αυτήν την εκδήλωσιν. Εις κανέναν δεν επιτρέπεται να παίζη εν ου παικτοίς, καθ’ ην στιγμήν οι αδελφοί μας χύνουν το αίμα τους παρά το πλευρόν των κραταιών Συμμάχων μας.
Όσον αφορά το ιστορικόν μέρος διά την καταγωγήν των Βλάχων της Βαλκανικής, περιττεύουν αι εξεζητημέναι εξηγήσεις του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου, αι οποίαι δεν είναι άλλο τι ει μή διαστροφή και παραχάραξις της ιστορικής αληθείας.
Οι Βλάχοι, απόγονοι της 5ης θρυλικής Ρωμαϊκής Λεγεώνος και των πέραν του Δουνάβεως αδελφών μας, αναφαίνονται δρώντες ως ιδία εθνότης από του 6ου αιώνος και δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Νότιος Μακεδονία και η Θεσσαλία επί πολλούς αιώνας απετέλουν την Μεγάλην Βλαχίαν, ενώ η περί την Πίνδον περιοχή και η Αιτωλοακαρνανία απετέλουν την Μικράν Βλαχίαν.
Επί πλέον οι μεγάλοι Αρχηγοί των Βλάχων Πέτρος και Ασάν εγένοντο ιδρυταί ιδίας δυναστείας, η δε επικράτειά των ηπλούτο από του Βελιγραδίου μέχρι του Ευξείνου. Πάντας τους καλής πίστεως συζητητάς παραπέμπομεν εις τους Έλληνας συγγραφείς Κεκαυμένον, Προκόπιον, Κεδρινόν και λοιπούς, και εις αυτό τούτο το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμος Γ΄, σελίς 331, στ. 332, ένθα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ν.Α.Β. γράφει επί λέξει «Βλάχοι, Λατινογενής Λαός κλπ. ... οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαίους», διά να μη αναφέρωμεν πλείστους ξένους συγγραφείς Γερμανούς, Ιταλούς, Άγγλους και την εξέχουσαν φυσιογνωμίαν του διαπρεπούς Καθηγητού της Ρουμανίας Γ. Μούρνου. Συνεπώς ημείς οι Βλάχοι της Βαλκανικής, διατηρήσαντες διά μέσου των αιώνων πλήρη συνείδησιν της λατινικής μας καταγωγής, την γλώσσαν μας, τα ήθη και έθιμά μας, δεν έχομεν ανάγκην διαφωτίσεως από διαφόρους τύπους υπόπτους.
Εκείνο το οποίον προέχει διά τους καλής πίστεως Έλληνας είναι η συμβολή του βλαχικού στοιχείου διά την δημιουργίαν και ανέλιξιν της νεωτέρας Ελλάδος. Από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος Γεωργάκη Ολυμπίου, του Κωλέτη και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι των συγχρόνων διανοουμένων, στρατιωτικών και ευεργετών της Ελλάδος Λάμπρου, Σταύρου, Ζαλοκώστα, Αβέρωφ, Κρυστάλλη, Σίνα, Στουρνάρα κλπ., συνέβαλον με το αίμα τους, το πνεύμα, και το χρήμα διά την απελευθέρωσιν, την εξέλιξιν και την ευημερίαν της Ελλάδος. Προς το Βλαχικόν στοιχείον οφείλεται εκ μέρους των Ελλήνων τιμή, σεβασμός και ευγνωμοσύνη δι’ όσα έδωσαν άνευ υπολογισμού υπέρ της Ελλάδος. Διά την σημερινήν στάσιν των Βλάχων παραπέμπομεν τους πάντας εις τας κατά Σεπτέμβριον 1941 γενομένας συνεννοήσεις μας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η ειλικρινής διάθεσις του βλαχικού στοιχείου, ιδίως δε της Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, διά μίαν στενήν και αδιάσπαστον συνεργασίαν του βλαχικού και ελληνικού στοιχείου είναι τόσον σαφής και κατά τοιούτον τρόπον δεδηλωμένη, ώστε ουδεμία αμφιβολία να χωρή, υπό ένα όμως και μόνον όρον, η ειλικρινής αύτη διάθεσις να εύρη απήχησιν εις την Ελληνικήν συνείδησιν και ότι θα ενταχθώμεν εις τα πλαίσια του Άξονος. Από την έμπρακτον εφαρμογήν της ως άνω συμφωνίας μας εκ μέρους των αρμοδίων θα εξαρτηθή η περαιτέρω στάσις μας.
Ως προς το στοιχείον μας η γραμμή μας έχει χαραχθή σαφώς προ πολλού. Το καθήκον μας επιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέρων αδελφών μας, ν’ αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας. Όπου η Ρώμη, και ημείς, ας το γνωρίζουν φίλοι και εχθροί, ιδιαίτατα δε οι Βαλκανικοί Λαοί με τους οποίους ζώντες επί αιώνας έσχον την ευκαιρίαν να γνωρίσουν την δυναμικότητα του στοιχείου μας. Βάρβαροι επιδρομαί και παροδικά πολιτικά γεγονότα μάς εχώρισαν από την Μητέρα Ρώμην, αλλά τίποτε επί 15 αιώνας δεν υπήρξε ικανόν να εξαλείψη από την συνείδησίν μας την λατινικήν καταγωγήν.
Διετηρήσαμεν την απόλυτον πίστιν μας διά την ανάστασιν της Ρώμης και ιδού οι αετοί της απλώνουν και πάλιν τα φτερά ανά την οικουμένην. Θα ήτο αυτόχρημα μωρία να πιστεύη κανείς σήμερον ότι με την διαστρέβλωσιν της ιστορικής αληθείας και με την δράσιν η οποία ουδεμίαν υπηρεσίαν προφέρει εις τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ελλάδος, οι Βλάχοι θα ελησμόνουν την καταγωγήν τους και το επιβαλλόμενον εις αυτούς ιερόν καθήκον απέναντι της φυλής των και της μητρός των Ρώμης.
Είναι καιρός οι συμφωνούντες Έλληνες να επωφεληθούν της παρουσιαζομένης εξαιρετικής ευκαιρίας με την ειλικρινή συνεργασίαν του ελληνικού και βλαχικού στοιχείου μετά των λοιπών φίλων μας εν τη Βαλκανική, να θέσουν ασφαλείς βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον και μίαν ευημερούσαν Ελλάδα, είναι καιρός ν’ αντιληφθούν όλοι και να εκτιμήσουν δεόντως σήμερον τον σπουδαιότατον ρόλον, τον οποίον έχουν να διαδραματίσουν τα 1.500.000 υπολειφθέντων Βλάχων της Νοτίου Βαλκανικής ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Ρώμης-Βουκουρεστίου, μεταξύ δύο Λαών 80.000.000 διά την παγίωσιν μιας δικαίας τάξεως πραγμάτων εν τη Ν. Ανατολική Ευρώπη και εις την πολυπαθή Βαλκανικήν. Ειλικρινής συνεργασία μεταξύ ελληνικού και βλαχικού στοιχείου και ειλικρινής έμπρακτος προσανατολισμός προς την αιωνίαν Ρώμην είναι αι ασφαλέστεραι βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον όλων μας.
1 Μαρτίου 1942
Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής
Αλκιβιάδι Ντιαμάντι
Οι εκπρόσωποι των Βλάχων
Αλβανίας: Βασίλι Βαρντούλι.
Σερβίας: Μιτσέλε Τεγκοϊάννη.
Βουλγαρίας: Προφεσόρε Ζήκο Αράια.
Ελλάδος: Αβοκάτο Νίκο Τούλια Ματούσι. Προφεσόρε Ντίμο Τσιούτρα. Ντοτόρε Κόστα Τάχο. Αβοκάτο Τζιόρτζιο Καζάνα. Αβοκάτο Τζιόρτζιο Βασιλάκη. Ντοτόρε Τζιόρτζιο Φράνκο. Προφεσόρε Α. Μπέκα. Κομερτσιάντε Γκάκι Παπά. Ντοτόρε Νίκο Μιτσιμπούνα. Προφεσόρε Ντημ. Κατζηγκόγκο. Αβοκάτο. Αν. Καλομέτρο. Κολονέλλο Νίκο Τελιόνι. Κολονέλλο Βασίλη Τζιότζιο. Προφ. Κώστα Νικολέσκο. Προφ. Τόλη Μπάστα. Κομερ. Ντημ Τάχα. Ματζιότε Στέφανο Κότσιο. Προφ. Τζιόρτζιο Κοντοϊάννη. Ντοτ. Κ. Καλοέρα. Προφ. Βιρτζίλιο Μπαλαμάτσε. Προφ. Μιτσέλε Μπάρντα. Ιντζενιέρε Ε. Γκοτζαμάνη. Ιντζ. Κ. Στέφα. Ιντζ. Νίκο Α. Μπέκα. Προφ. Τζιόρτζιο Μπαλαμάτσε. Ιντζενιέρε Σ. Πελέκι. Αβοκάτο Κ. Πιτούλι. Αβοκάτο Ντημ. Μπάρντα. Αβοκ. Τόλι Χατζή. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Κόπανο. Προφ. Ζίσι Χατζημπύρα. Ντοτόρε Σέρτζιο Τριανταφύλι. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Μέρτζιο. Κομ. Περικλή Πιτένι. Κομ. Τζιόρτζιο Γκουλέκα. Κομ. Αχίλλε Τάκι Φουρκιώτη. Κομ. Ατανάση Μπαλοδήμο»[13].
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 1942, αν και φέρει ημερομηνία 1 Μαρτίου. Με τη δημοσίευση του μανιφέστου αυτού των Κουτσοβλάχων λεγεωναρίων ετίθετο για πρώτη φορά ένα ζήτημα με φαιδρή προέκταση. Οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι έκαναν στην πραγματικότητα μια δήλωση αυθαίρετου αυτοπροσδιορισμού υποταγής προς τη «Μητέρα Ρώμη», διευκρινίζοντας δηλαδή ότι θεωρούν εαυτούς ότι αποτελούν ιταλική μειονότητα στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι είχαν ξεμείνει επί δύο χιλιάδες χρόνια στην Ελλάδα ως απομεινάρια μιας ρωμαϊκής λεγεώνας!
Είναι πολύ φυσικό το ζήτημα να μην είχε συνέχεια, αφού μόνον ως κολακεία κάποιων προδοτών προς τον ξένο κατακτητή της εποχής θα μπορούσε να εκληφθεί, παρά ως απόρροια εθνικού προβληματισμού της ομάδας των λίγων Κουτσοβλάχων που είχαν συνυπογράψει το μανιφέστο. Ένας από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων με ακέραιη την ελληνική του συνείδηση, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης, ο οποίος κατά την Κατοχή είχε πρωτοστατήσει με σθένος στην αντίδραση εναντίον των σχεδίων του Διαμάντη, τον Ιούλιο 1946 επανέφερε το ζήτημα στη Βουλή. Ζήτησε από την τότε κυβέρνηση να απαιτήσει από την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να εγείρει θέμα ιταλικής μειονότητας στην Ελλάδα, που άλλωστε μόνο στα όρια της φαιδρότητας θα μπορούσε να αποδοθεί.


[1] Ο Ιωάννης Ηλιάκης υπήρξε προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και ως έμπιστός του είχε αποσταλεί στη Δυτική Μακεδονία την εποχή του Διχασμού. Παρά τον ισχυρό σύνδεσμο που διατηρούσε με τον μεγάλο πολιτικό μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Μάρτιο 1936, δεν κατέλαβε άλλα πολιτικά αξιώματα και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η κύρια δραστηριότητά του είχε περιορισθεί στη νομιμοποίηση και περαιτέρω αξιοποίηση της περίφημης λίμνης της Βιστωνίδας, ως εκπρόσωπος της Μονής Βατοπεδίου. Το ομώνυμο σκάνδαλο, που απασχολεί την κοινή γνώμη στα τελευταία χρόνια, μπόρεσε να λάβει σάρκα και οστά χάρη στον Ηλιάκη, ο οποίος είχε προηγηθεί από τη δεκαετία 1920...
[2] Από τα παρασκήνια η ομάδα των Διαμάντη και Ματούση είχε καταφέρει, χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα τις τοπικές ιταλικές αρχές, να διορισθούν σε κοινότητες του ενδιαφέροντός τους κοινοτάρχες που τους έλεγχαν. Με την ίδια μεθόδευση είχαν προηγουμένως διορισθεί και ορισμένοι νομάρχες, που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Στέφανος Κώτσιος, ο Σάββας Χώτζης, ο Χρυσόστομος Πιπιλιάγκας. Όταν ο Τσολάκογλου συνειδητοποίησε ότι είχε στηθεί πλεκτάνη, αντέδρασε αμέσως. Αντικατέστησε τον Πιπιλιάγκα στη νομαρχία Λαρίσης με τον συνταγματάρχη Θεοδόσιο Παπαθεοδοσίου, κουτσοβλαχικής καταγωγής και εθνικής ευσυνειδησίας, ο οποίος μόλις έφθασε στη θέση του τον Φεβρουάριο 1942 είχε συγκεκριμένες οδηγίες να εκτελέσει. Αμέσως μετά στάλθηκε, δίκην πολιτικού διοικητή Θεσσαλίας και Φθιωτιδοφωκίδος, ως επιθεωρητής νομαρχιών ο Νικόλαος Αγγελέας, με έδρα τον Βόλο. Στο πρώτο διάστημα της Κατοχής αντίστοιχη θέση είχε αναλάβει ο Νικόλαος Δουδουμόπουλος, ο οποίος ήταν επί Μεταξά-Κοριζή νομάρχης Λαρίσης, αναλαμβάνοντας την πολιτική διοίκηση Θεσσαλίας και Φθιωτιδοφωκίδος. Πλην του μονίμου αξιωματικού Θεοδώρου Σαράντη, που τοποθετήθηκε ως νομάρχης Τρικάλων και επέδειξε δράση απαρασάλευτα εθνοπρεπή, παρά τις διάφορες μεμψιμοιρίες του ΕΑΜ, που οφείλονταν στο γεγονός ότι συνεργάσθηκε με τον ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα, στον Τσολάκογλου είχαν επιβληθεί πρόσωπα εθνικώς «αδρανή», για να αποφύγουμε βαρύτερες φράσεις.
[3] Όπως συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες, η ομαδοποίηση των πολιτών κουτσοβλαχικής καταγωγής στη Λάρισα δεν είχε μόνο εθνική και πολιτική προέλευση. Για παράδειγμα, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης ήταν δυσαρεστημένος επειδή στις αρχές του 1942 έπαψε να φιλοξενεί στην κλινική του το άστεγο Δημοτικό Νοσοκομείο Λάρισας, η έδρα του οποίου μεταφέρθηκε σε άλλο κτίριο. Ανάμεσα στους γιατρούς του Δημοτικού Νοσοκομείου υπήρχαν γιατροί κουτσοβλαχικής καταγωγής (μεταξύ των οποίων και ο Κωνσταντίνος Τάχας, στενός συνεργάτης του Διαμάντη), που για προπαγανδιστικούς λόγους εξέταζαν δωρεάν τους πολίτες όταν δήλωναν άποροι ή Κουτσοβλάχοι.
[4] Ήδη από την εποχή του πολέμου 1897 ο Βιανέλλι ήταν εγκαταστημένος στη Λάρισα, όπου για πολλά χρόνια υπήρξε πρόξενος της Ιταλίας. Κατά την Κατοχή φάνηκε πολύ χρήσιμος στους Ιταλούς στρατιωτικούς, γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα. Ομοίως χρήσιμος φάνηκε και σε διάφορους Έλληνες, που είχαν δοσοληψίες με τις ιταλικές αρχές, είτε ως προμηθευτές είτε ως διωκόμενοι απ’ αυτές. Παρά τη μεγάλη ηλικία του, υπήρξε πολύ δραστήριος και ταυτόχρονα θα πρέπει να αποκόμισε πολλά κέρδη από τον παραγοντισμό του. Μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ Λάρισας και Βόλου, παρενέβαινε στις ιταλικές στρατιωτικές αρχές ή – αξιοποιώντας και την ισχύ του επιφανούς Ιταλού πολίτη – στις ελληνικές διοικητικές αρχές, ακόμη και στην κυβέρνηση Αθηνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τοπικές εφημερίδες δημοσιευόταν σχεδόν καθημερινά μια ανακοίνωση για τις ώρες που δεχόταν επισκέψεις και την ακριβή διεύθυνσή του. Την εποχή εκείνη είχε επιτύχει να του απονεμηθούν πολλές επίτιμες προεδρίες, όπως π.χ. των Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων Θεσσαλίας. Επίσης είχε επιτύχει να εκδοθούν ανάλογα ψηφίσματα και να ονομασθεί επίτιμος πρόεδρος όλων σχεδόν των κοινοτήτων της περιοχής, διότι κάποια στιγμή είχε πείσει τον Ιταλό στρατηγό ότι θα ήταν καλό – για λόγους προπαγάνδας – να μοιρασθεί στα χωριά ιταλικός σπόρος σίτου, ενώ συνήθιζε να δωρίζει στους επικεφαλής των χωριών που επισκεπτόταν ...γκλίτσες. Ακόμη, στην έξαρση του επισιτιστικού προβλήματος, είχε μεταξύ άλλων πείσει το αρμόδιο ελληνικό υπουργείο να επιτραπεί η διανομή των ψαριών της λίμνης Κάρλας στους Λαρισινούς.
Μετά το τέλος της Κατοχής ο Βιανέλλι εξαφανίσθηκε από την περιοχή, προφανώς για να αποφύγει μια πιθανή δίωξή του για δοσιλογισμό. Αγνώστου βαθμού συγγενής του, ίσως αδελφός του, ο Βίκτωρ Βιανέλλι, ήταν προπολεμικά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής καθολικός εφημέριος στον Βόλο.
[5] Στην εφημερίδα Λαρισαϊκός Τύπος, επί Κατοχής κοινή έκδοση των εφημερίδων Ελευθερία και Κήρυξ, 25 Ιανουαρίου 1942. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, που είχε πρωταγωνιστήσει στην εκ των έσω αντίδραση απέναντι στην κίνηση των Διαμάντη και Ματούση, κάνει εκτενή μνεία για τη δημοσίευση του ευχαριστηρίου που είχε συντάξει και συνυπογράψει, υπογραμμίζοντας ότι αλλοιώθηκε το ακριβές κείμενό του (Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, β΄ έκδοση, Τρίκαλα 1987, σελ. 114-117).
[6] Το κείμενο, που είχε τον τίτλο «Ευχαριστήριον», υπέγραφαν οι: Δημήτριος Χατζημπύρρος, Γεώργιος Ρούσσας, Λάζαρος Κίκας, Χαρίλαος Τζίμας, Στέργιος Κωνσταντίνου, Απόστολος Κατσιλέρος, Κωνσταντίνος Κύρκου, Νικόλαος Ράπτης, Γεώργιος Τάρης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Κωνσταντίνος Πλίτσης και Νικόλαος Δ. Ράπτης.
[7] Και όμως, ο Χρυσόστομος Πιπιλιάγκας εξελέγη στις εκλογές 1946 ως βουλευτής Κοζάνης με το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων, ενώ σε μεταγενέστερη περίοδο ήταν πολιτευτής στον χώρο του Κέντρου και τελευταία του Κόμματος Προοδευτικών του Μαρκεζίνη. Προηγουμένως είχε διατελέσει νομάρχης Τρικάλων και Λαρίσης επί Κατοχής, ενώ συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και κρατήθηκε για μεγάλο διάστημα. Το 1970 εξέδωσε το βιβλίο Η Ελλάς κατά την από του 1942-1967 περίοδον, στο οποίο όμως δεν γίνεται η παραμικρή μνεία για τη δραστηριότητά του επί Κατοχής.
[8] Βλέπε εφημερίδα Λαρισαϊκός Τύπος, 1 Μαρτίου 1942, πρβλ. Ε. Αβέρωφ, ό.π., σελ. 118. Ο ηλεκτρολόγος, που έγινε συγκυριακά λογοκριτής, είχε δύο πρόσθετες ιδιότητες: ήταν προσωπικός φίλος του διευθυντή της εφημερίδας Κώστα Περραιβού και ήταν ιταλομαθής.
[9] Βλ. Λαρισαϊκός Τύπος, 18 Μαρτίου 1942. Τα πρόσωπα, που επέλεξαν οι Ιταλοί για τη δέσμευση του γάλακτος και την τυροκομία, ήταν σχεδόν όλοι στελέχη της κίνησης Διαμάντη, συγγενείς ή συμπαθούντες: Αθανάσιος Πιτένης, Ιωάννης Κισκίνης, Νικόλαος Χατζημπύρος, Αθανάσιος Σαμαράς, Μιχαήλ Ν. Πιτένης, Γεώργιος Α. Κοντογιάννης, Δημοσθένης Λύτρας, Τάκης Τσιάνας, Θεόδωρος Νταβάρας, Αθανάσιος Γ. Λέντζας, Αδελφοί Βίγγα, Γεώργιος Γκιουλέκας, Αδελφοί Μπαχτσέ, Αδελφοί Φασούλα, Νικόλαος Φουρκιώτης, Αδελφοί Δημητρίου, Γεώργιος Ι. Αγορογιάννης, Βασίλειος Βασιλείου, Γεώργιος Γκαράνης, Ταμπραλιάκος, Χατζηδήμας, Χατζιόπουλος, υπό την εποπτεία των Γεωργίου Γκιουλέκα, Περικλή Δ. Πιτένη και Νικολάου Φουρκιώτη.
[10] Το κείμενο της εγκυκλίου αυτής του Τσολάκογλου, με ημερομηνία 13 Μαρτίου 1942, περιλαμβάνεται στα Απομνημονεύματά του (σελ. 184-186). Σχεδόν πανομοιότυπο δημοσιεύθηκε στις θεσσαλικές εφημερίδες στις 26 Απριλίου 1942, ενώ φέρεται να έχει ημερομηνία έκδοσης την 27 Μαρτίου 1942.
[11] Η παράγραφος αυτή είναι σημαντικά αλλοιωμένη στο δημοσιευμένο κείμενο: «Οι τελευταίοι (εκβιασταί) αποβλέπουν εις προσωπικά οφέλη. Ούτοι κυρίως είναι γνωστοί κομμουνισταί, οίτινες διά παντός θεμιτού και αθεμίτου μέσου εφείλκυσαν την εμπιστοσύνην των ξένων προσποιούμενοι τον φίλον ενώ πράγματι είναι ανειλικρινείς και όργανα της Μόσχας».
[12] Στο σημείο αυτό, το δημοσιευμένο στις θεσσαλικές εφημερίδες κείμενο περιέχει τη φράση «και επέδειξαν ενδιαφέρον υπέρ αυτού».
[13] Σε άλλες εφημερίδες τα ονόματα των υπογραφόντων δείχνουν ξενικά ως προερχόμενα από μετάφραση, πιθανόν για να τονίζεται η λατινογενής (!) προέλευσή τους, σε άλλες εφημερίδες όμως τα ονόματα είναι κανονικά:
«Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής: Αλκ. Κ. Διαμάντης
Οι σύμβουλοι και εκπρόσωποι των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής
Σερβίας: Μιχαήλ Τεγογιάννης.
Βουλγαρίας: Ζήκος Αράιας, καθηγητής.
Αλβανίας: Βασίλ. Βαρδούλης.
Ελλάδος: Νικόλαος Ματούσης, δικηγόρος, Δημ. Τσούτρας, καθηγητής, Κωνσταντίνος Τάχας, ιατρός, Γεώργιος Καζάνας, δικηγόρος, Γεώργιος Βασιλάκης, δικηγόρος, Γεώργιος Φράγκος, ιατρός, Α. Μπέκος, καθηγητής, Γ. Πάπος, Νικ. Μιτσιομπάνος, ιατρός, Σ. Παππάς, καθηγητής, Δημήτριος Χατζηγώγος, Αν. Σ. Καλόμπρος, Νικ. Τελώνης, συνταγματάρχης, Δημ. Τέγας, Βασίλειος Γεωργίου, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Νικολέσκου, καθηγητής, Στέφανος Κώτσιος, ταγματάρχης-καθηγητής, Γεώργ. Κοντογιάννης, Κωνσταντίνος Καλογεράς, ιατρός, Βιργίλιος Μπαλαμάκας, καθηγητής, Μιχαήλ Μπάρδας, Ε. Γκουτζαμάνης, μηχανικός, Ιωάννης Στέφας, Νικόλαος Α. Μπέκας, Παπαχατζής, καθηγητής, Αν. Πισπιρίκας, Α. Μπαλαμάκος, Πελέκης, μηχανικός, Πιτούλης, δικηγόρος, Μπάρδας, δικηγόρος, Απόστολος Χατζής, Ιωάννης Κόπανος, Ζήσης Χατζής, καθηγητής, Σ. Τριανταφύλλου, ιατρός, Ιωάννης Ν. Μέρτζιος, Περικλής Δ. Πιτένης, Γεώργιος Τσιουλάκας, Αχιλλεύς Χατζή Φουρκιώτης, Αθανάσιος Μπαλοδήμος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.