Από
τις πρώτες ημέρες του Μαΐου 1941, ενώ πλέον η Ελλάδα είχε κατακτηθεί από τα
γερμανικά στρατεύματα, ο Αλέξανδρος Σβώλος επαναδραστηριοποιήθηκε,
αυτοπροσδιορίζοντας το καθήκον του. Ως πολιτικό ον, πρωτίστως όμως ως πανεπιστημιακός
δάσκαλος και μάλιστα ως διαπρεπής συνταγματολόγος, είχε, όπως προκύπτει, σχηματίσει
την πεποίθηση ότι σε τέτοιες δίσεκτες περιόδους δουλείας, το κράτος θα έπρεπε
να συνεχίσει να λειτουργεί για να απαλύνει το δυσβάστακτο φορτίο.
Ο
Σβώλος, από τα νεανικά του χρόνια είχε πολιτικά ενδιαφέροντα και το 1920, λίγο
πριν από την πτώση του Ελ. Βενιζέλου, τοποθετήθηκε ως πολιτικός διοικητής
Προύσας. Μετά την κυβερνητική μεταβολή του Νοεμβρίου 1920, επέστρεψε στην Αθήνα
και άσκησε τη δικηγορία. Το 1929, σε ηλικία 37 ετών, εξελέγη τακτικός καθηγητής
Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως συνταγματολόγος
ο Αλ. Σβώλος υπήρξε έγκριτος και τα συγγράμματά του παραμένουν και σήμερα
σημείο αναφοράς.
Μετά
την αποτυχία του Κινήματος του Μαρτίου 1935, διώχθηκε, καθώς και κατά τη
διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, οπότε εξορίστηκε στη Μήλο, τη Νάξο και τη
Χαλκίδα. Το 1941, με την έναρξη της Κατοχής, βρέθηκε και πάλι ελεύθερος στην
Αθήνα και είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξε μία από τις ακαδημαϊκές και πολιτικές
προσωπικότητες που ενίσχυσαν τον στρατηγό Τσολάκογλου στην πρωθυπουργία του,
όχι μόνο παρέχοντας γνώμες και συμβουλές, αλλά και ως πρόεδρος στην Επιτροπή
Μακεδόνων και Θρακών (1941-43). Στη θέση εκείνη παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο 1943
και ενώ ήδη είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ (οι λόγοι της αποχώρησής του από την Επιτροπή
δεν διευκρινίζονται επακριβώς).
Η
συγκρότηση της Επιτροπής αυτής ήταν στην πραγματικότητα έργο δικό του και χάρη
στην πολυκύμαντη ενεργητικότητά του προσέφερε πολλά. Σε στενή συνεργασία με τις
κατοχικές κυβερνήσεις, αλλά και με τους πλέον έγκριτους Μακεδόνες και Θράκες
που ήταν εγκατεστημένοι στην Αθήνα, οργάνωσε μια εθνικά και κοινωνικά
σημαντικότατη δράση. Το περίγραμμα αυτής όλης της προσπάθειας δίνεται, από την
οπτική γωνία του ιδίου βέβαια, στο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό
τίτλο «Για τη Μακεδονία και τη Θράκη». Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1945 στην
Αθήνα, από τον εκδότη Αργύρη Παπαζήση, ενώ, όπως αναφέρεται, η σύνταξή του
ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο 1945. Εξήντα χρόνια αργότερα, το 2005, επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Μέτρον. Είναι ο απολογισμός του Σβώλου για την περίοδο
που ο ίδιος είχε αφιερωθεί στην εθνική αυτή υπόθεση, κατά τα δύο πρώτα κατοχικά
χρόνια. Όπως κάθε παρόμοιο κείμενο, έχει χαρακτήρα υποκειμενικό, αλλά θα πρέπει
να παραδεχθεί και ο πλέον δύσπιστος αναγνώστης ότι ο συγγραφέας του επιτυγχάνει
να αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα της εποχής που ιστορεί.
Γραμμένο
αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά και μέσα σε μια ατμόσφαιρα έξαψης, ενώ σιγοβράζει ο
εμφύλιος πόλεμος που έρχεται, είναι μοιραίο το κείμενο σε ορισμένες περιπτώσεις
να χάνει την ψυχραιμία του προς στιγμήν. Δεν θα μπορούσε να γίνει και
διαφορετικά, άλλωστε. Ήδη πριν από την Απελευθέρωση είχαν σημειωθεί εμφύλιες
συγκρούσεις και με το κλίμα φορτισμένο ήρθε η λαίλαπα των Δεκεμβριανών. Ο Αλέξανδρος
Σβώλος ήταν πλέον ένας από τους πολιτικούς ηγέτες των ημερών και άλλωστε μέχρι
πριν λίγο είχε την ιδιότητα του προέδρου της ΠΕΕΑ, της «κυβέρνησης των βουνών».
Μοιραία δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτα αντικειμενικός, λοιπόν.
Χαρακτηριστικό
είναι ότι και το όνομα καν του Τσολάκογλου δεν αναφέρεται σε ολόκληρο το
κείμενο του βιβλίου του. Όπως δεν αναφέρονται και άλλα ονόματα που διαδραμάτισαν
πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέμα, με το οποίο καταπιάνεται το βιβλίο, όπως π.χ. του
συνταγματάρχη Αθαν. Χρυσοχόου, γενικού επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας με έδρα
τη Θεσσαλονίκη. Μένει έτσι ένα ερωτηματικό, τι υπονοεί η μη ονομαστική αναφορά
των συγκεκριμένων προσώπων. Δεν θέλει να αποδώσει εύσημα ο συγγραφέας, που
ενδεχομένως να θεωρούσε υποχρέωσή του να το πράξει αν τους ονομάτιζε, ή
αντιθέτως περιφρονεί και την ίδια τους την ύπαρξη;
Αλλά
ο Α. Σβώλος, όπως και τα λοιπά μέλη της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών,
συνεργάσθηκαν στενά με τον κατοχικό πρωθυπουργό στρατηγό Τσολάκογλου. Αρχικά η Επιτροπή
είχε συσταθεί και λειτουργούσε εν είδει συμβούλων του πρωθυπουργού, με τον
οποίον απευθείας συνεργάζονταν. Για την ευρυθμότερη λειτουργία της, επειδή η
δράση της είχε αναπτυχθεί πολύ, ο Τσολάκογλου ενέκρινε την ενοικίαση γραφείων
εκτός του Πολιτικού Γραφείου. Με εισήγησή της ο Τσολάκογλου πολλές φορές έκανε
διαβήματα στους πρεσβευτές της Γερμανίας και της Ιταλίας, υπέγραψε νόμους και αποφάσεις
ή έστειλε εγκυκλίους, διέθεσε κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού κ.ο.κ.
Από
την άλλη μεριά, στη Θεσσαλονίκη ο συνταγματάρχης Χρυσοχόου ήταν εκείνος που
συγκέντρωνε όλο το απαραίτητο υλικό και με αυτό ενίσχυε την Επιτροπή για να διεξαγάγει
τον αγώνα της. Τα δραματικά καθημερινά γεγονότα που διεκτραγωδούσαν τις
βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος ατομικών ή γενικευμένων στόχων, ο Χρυσοχόου τα συνέλεγε
και τα διοχέτευε προς το Κέντρο, στην Αθήνα.
Ακόμη,
υπάρχουν και άλλα ονόματα, των οποίων γίνεται μεν αναφορά, αλλά πολύ
επιδερμική, σε σχέση με το μέγεθος που αντιπροσώπευε η παρουσία τους στην
Επιτροπή. Ο Βασίλειος Σιμωνίδης, εκ των πρωτεργατών αρχικά της Επιτροπής, ήταν
ο επί Κατοχής υπουργός-γενικός διοικητής Μακεδονίας. Ο Νικόλαος Λούβαρις υπήρξε
επίσης κατοχικός υπουργός, όπως και ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης. Ακόμη και άλλοι εκ
των μελών της Επιτροπής, όπως ο Πέτρος Ιακώβου, ο Λεωνίδας Μπατρίνος ή ο
Δημήτριος Σάντης κ.ά. είχαν διορισθεί από τις κατοχικές κυβερνήσεις σε
σημαντικές πολιτικές θέσεις. Πάντως, στη σύνθεση των μελών της επιτροπής, κατά
τεκμήριο λοιπόν συνεργατών του προέδρου της, του Αλ. Σβώλου, ο αναγνώστης θα
συναντήσει και τα ονόματα Καραμανλής και Παρασκευαΐδης. Ο πρώτος είναι ο
μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο δεύτερος ο πατέρας του μακαριστού
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου.
Και
ενώ κανείς βέβαια δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι ο «συγχρωτισμός» του Αλεξ.
Σβώλου με μέλη και άλλα ανώτερα πολιτικά στελέχη των κατοχικών κυβερνήσεων
οδηγεί ουδέ κατ’ ελάχιστον στην απόδοση χροιάς δοσιλογισμού στον ίδιον, αίφνης
μας οδηγεί στη λογική απορία μήπως τα προηγουμένως αναφερθέντα στελέχη των
κατοχικών κυβερνήσεων τελικώς δεν ήταν επίμεμπτα και η συμπεριφορά τους δεν ήταν
καταδικαστέα. Μήπως οι προθέσεις τους ήταν αγνές και ξεκινούσαν από το ιδανικό
εθνικής προσφοράς, όπως άλλωστε ήταν του Σβώλου στην ίδια συγκεκριμένη
περίπτωση. Αν και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, επανειλημμένα έχει επισημανθεί ότι
κατά την Κατοχή δεν υπήρξαν «κουίσλινγκ» στη χώρα μας - θα πρέπει να
προσθέσουμε.
Την
εποχή που ο Αλέξανδρος Σβώλος έγραφε το κείμενό του αυτό, μόλις είχε ολοκληρωθεί
η δίκη των δοσιλόγων υπουργών, όπου μάλιστα ο Παν. Κανελλόπουλος, μεταξύ άλλων,
καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας (9 Μαρτ. 1945) είχε κάνει μνεία της
«στενοτάτης συνεργασίας» του Σβώλου με τον Τσολάκογλου. Υπό το πρίσμα αυτού του
κλίματος, σε συνδυασμό με κάποια δημοσιεύματα ή διάσπαρτες φημολογίες, ο Αλέξ.
Σβώλος προφανώς θεώρησε αναγκαίο να δώσει στη δημοσιότητα, εν είδει απολογίας ή
- ορθότερα - απολογισμού, μια καταγραφή των όσων είχε πράξει τότε.
Η
κατάθεση της ιστορικής μαρτυρίας του, αναφορικά με την Επιτροπή Μακεδόνων και
Θρακών, συμβάλλει σημαντικά στη γνώση των ιστορικών γεγονότων της κατοχικής περιόδου,
τα οποία βεβαίως δεν ήταν όλα μαύρα ή άσπρα. Μόνον έτσι πρέπει να τα
αντιληφθούμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση μιας κρίσιμης
ιστορικής περιόδου.
Δημοσθένης
Κούκουνας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΒΩΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΑΚΗ
Η εθνική ιστορία της Ελλάδας, απ’ τον Οχτώβρη του
1940 ώς τον Οχτώβρη του 1944, έχει τρία μέρη, αντίστοιχα προς τα μέρη της «Ηρωικής»
Συμφωνίας του Μπετόβεν.
Όπως το πρώτο μέρος της Συμφωνίας, έτσι κι η πρώτη
περίοδος της ιστορίας των τεσσάρων χρόνων είναι η χαρούμενη κι ορμητική πορεία
του λαού - με το χαμόγελο στα χείλη - προς τα βουνά της Αλβανίας, όπου γράφηκε
το έπος της νίκης.
Το δεύτερο τμήμα της ιστορίας είναι η πτώση των ηρώων
- το πένθιμο εμβατήριο της Συμφωνίας. Εικόνα τραγωδίας, όπου απλώνεται το
μαρτύριο ενός περήφανου Λαού - σπαραγμός κι οργή μαζί.
Η τρίτη φάση είναι, σαν το τρίτο μέρος της
Συμφωνίας, το νέο ξεκίνημα, με θάρρος και πίστη στη ζωή, το ξεκίνημα της
λευτεριάς, η Εθνική Αντίσταση, ο τελικός θρίαμβος του λαού.
Οι σελίδες του βιβλίου αυτού αναφέρονται κυρίως
στην περίοδο του μαρτυρίου και του πένθους.
Ο στρατός μας έχει ξεχυθεί προς νότον. Η δόξα του
είναι ανέπαφη, αλλ’ η σαρξ ασθενής. Βλοσυροί οι Γερμανοί, θρασύδειλοι οι
Ιταλοί, πλημμύρισαν την Αθήνα και την Ελλάδα.
Στην αρχή «ήταν όλα σιωπηλά». Δεν τα έσκιαξε
φοβέρα, αλλ’ η σκλαβιά επλάκωσε την όμορφη γη με τον όγκο της θλίψης που σκορπά.
Με τα δεκανίκια τους γεμίζουν οι ανάπηροι τους δρόμους, κι αφημένοι είναι οι
τραυματίες στο έλεος της μοίρας. Κυνηγημένα πλήθη οι στρατιώτες ζητούν μια
φορεσιά, γιατί οι Γερμανοί είναι αυστηροί και δεν επιτρέπουν τη στρατιωτική
στολή. Στην Ακρόπολη υψώνεται ο αγκυλωτός σταυρός, κηλίδα και ντροπή της
αστικής Ευρώπης που τον εγαλούχησε. Άνθρωποι γυρίζουν στους δρόμους με λυγμούς.
Νομίζεις ότι δακρύζουν κι οι τοίχοι των σπιτιών.
Ο λαός έσφιξε τα δόντια του. Αρχίζει το δράμα του -
ένα δράμα που πρέπει να το ζήσει πριν ξαναβρεί τον ηρωισμό του κι ορμήσει για
τους καρπούς της Νίκης του. Βουβός πόνος και συλλογή - είναι το χρώμα της
εικόνας που κυριαρχεί.
Μέσα στην εντύπωση αυτή ήρθε η είδηση ότι οι
Γερμανοί παρέδωσαν στους Βουλγάρους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Αν το Έθνος είχε μια ψυχή, θάβλεπε κανείς ότι, μια
στιγμή, σταμάτησε η ανάσα της.
Από τότε αρχίζει στην ελληνίδα γη «θρήνος και κλαυθμός
και οδυρμός πολύς». Η Ραχήλ αράδα χάνει τα παιδιά της και τα κλαίει. Μα το αίμα
τους βάφει ανεξίτηλα ένα δρόμο: κι ο δρόμος οδηγεί στην ελευθέρωση των λαών και
στο θάνατο του φασισμού, σ’ όλο τον κόσμο. Οι εγκληματίες θα πνιγούν, στο
τέλος, μέσα στα εγκλήματά τους.
Ι. Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ
Το Μάη του 1941 μάθαμε την κατάληψη της Ανατ.
Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης απ’ τους Βουλγάρους, την είσοδο βουλγαρικού
στρατού και την εγκατάσταση βουλγαρικών Αρχών. Κύμα προσφύγων είχε κιόλας
ξεκινήσει από πριν, φεύγοντας την εισβολή. Ο πληθυσμός ήξερε τι τον περίμενε.
Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε διάστημα μιας γενιάς, που έμπαιναν οι Βούλγαροι στον
τόπο του. Κι η πείρα ήταν τραγική και τρομερή. Όποιος μπορούσε να σωθεί,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν να σωθούν πέρα απ’ το Στρυμόνα.
Η διαγωγή των Αρχών της «πατριωτικής» δικτατορίας,
που είχαν τυραννήσει τις βόρειες επαρχίες, πριν της κρεουργήσουν οι Βούλγαροι,
στάθηκε αισχρή, όπως αρμόζει στη δικτατορία. Πριν εμφανισθεί ο εχθρός, άφησαν
στην τύχη του τον πληθυσμό κι έφυγαν πρώτοι απ’ τους πρώτους. Δυστυχώς τους
μιμήθηκαν και μερικοί μητροπολίτες.
Σκεφθήκαμε, λίγοι Μακεδόνες, εγκατεστημένοι στην
Πρωτεύουσα, μαζί με εκλεκτούς αντιπροσώπους των προσφύγων, που έφθαναν απ’ τις
βουλγαροκρατούμενες περιφέρειες, και με τους οικείους μητροπολίτες, να
συστήσουμε μια μόνιμη επιτροπή που
να ασχοληθεί τόσο με την εθνική όσο και με την προσφυγική πλευρά του ζητήματος,
που δημιουργούσε η βουλγαρική εισβολή κι οι συνέπειές της. Ίσως, μέσα στο χάος
της στιγμής εκείνης και στην αποκαρδίωση που είχε απλώσει η τόσο άδικη κι
άνανδρη νίκη των Γερμανών, η πρωτοβουλίας μας εκείνη ήταν μια πρώτη λαϊκή αντίδραση
- σ’ ένα θέμα που συγκινούσε την εθνική ολότητα. Το δολοφονικό πλήγμα της Βουλγαρίας
- ποσοστό στη σειρά; - δεν έπρεπε να το δεχθούμε αδιαμαρτύρητα. Έπρεπε να παρακολουθήσουμε,
όσο θα μπορούσαμε, την εθνική τραγωδία που άρχιζε στις βόρειές μας επαρχίες,
δείχνοντας ότι δεν είχαμε σκοπό να σκύψουμε το κεφάλι μπρος στη Μοίρα, φωνάζοντας
τα δικαιώματά μας και τα παθήματά μας απέναντι των κατακτητών κι απέναντι των
ουδετέρων, τονώνοντας το ηθικό του μαρτυρικού πληθυσμού και διατρανώνοντας έμπραχτα
την εθνική αλληλεγγύη προς τα θύματα - τους πρόσφυγες που θα πλημμύριζαν την
υπόλοιπη Ελλάδα.
Η δυσκολία του έργου ήταν μόνο μια. Έπρεπε ν’ αποφύγουμε,
όσο ήταν δυνατό, το συγχρωτισμό με τις κυβερνήσεις της Κατοχής, αλλά κι έπρεπε
συγχρόνως να τις αναγκάσουμε να δεχθούν τις διαμαρτυρίες μας, να τις προσέξουν
και να φροντίσουν για τη θέση των προσφύγων, που είχαν κάθε δικαίωμα να
περιμένουν αρωγή κι αντίληψη στη δυστυχία.
Η Επιτροπή κατόρθωσε να παρακάμψει τους σκοπέλους
αυτούς, και να εργασθεί, όσο μπορούσε καλύτερα, κάτω απ’ την Κατοχή, πραγματοποιώντας
όλους τους σκοπούς της.
Στην αρχή Πρόεδρος ορίσθηκε ο καθηγ. κ. Κεραμόπουλος.
Ο γράφων τις γραμμές αυτές διηύθυνε τις εργασίες της επιτροπής και το Σεπτέμβρη
του 1941 εκλέχθηκε Πρόεδρος.
Το έργο δεν ήταν ενός ανθρώπου. Όλοι βοήθησαν και
συνεργάσθηκαν, τιμή μονάχα μεγάλη για τον γράφοντα στάθηκε ότι σε μια τραγική
ώρα δοκιμασίας, μπόρεσε, έστω και σ’ ελάχιστη ακτίνα, να κάνει για τους
πληθυσμούς των εκλεκτών αυτών περιφερειών της Ελλάδας το χρέος του, σαν Έλληνας
και σαν Μακεδόνας.
Στις 23 Ιουνίου του 1943 παραιτήθηκα από την προεδρία
της Επιτροπής, με μεγάλη μου λύπη. Συνέχισα, για λίγο καιρό, την εργασία, περιμένοντας
να εκλεγεί άλλος πρόεδρος. Τόσο η αδυναμία της περαιτέρω «νόμιμης» ζωής μου,
ύστερα απ’ την καταδίωξη απ’ τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, όσο κι άλλοι
λόγοι μ’ έφεραν στην απόφαση να παραιτηθώ. Δεν επιθυμώ ν’ ασχοληθώ εδώ με τους
άλλους αυτούς λόγους. Θέλω μόνο να σημειώσω ότι η εμπιστοσύνη του προσφυγικού
κόσμου δεν μου έλειψε ποτέ και δεν έπαψε ποτέ να με συγκινεί και ότι η μόνη μου
φιλοδοξία στάθηκε η εξυπηρέτηση του κόσμου αυτού κι η εξυπηρέτηση μιας εθνικής
υπόθεσης και τίποτε άλλο.
Η Επιτροπή αγνόησε απόλυτα τα πολιτικά φρονήματα
των μελών της. Ενδιαφέρθηκε μόνο για το εθνικό και το προσφυγικό ζήτημα, χωρίς
κανέναν άλλο υπολογισμό. Δέχθηκε στους κόλπους της πατριώτες κάθε ιδεολογίας.
Κι αν προσπάθησε και πέτυχε να οργανώσει τους πρόσφυγες, ήταν μόνο για ν’
αυτοβοηθηθούν ευκολότερα και για ν’ αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που δίνει για
τον αγώνα η συσσωμάτωση κι η οργάνωση. Νέα στοιχεία, πολλά απ’ τις λαϊκές
μάζες, αναδείχτηκαν έτσι, κι αυτό είναι φυσικό κι ευχάριστο φαινόμενο της αναβλάστησης
που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ρωμαλέο λαό. Αξιοσημείωτη γενικά στάθηκε η
δράση των νέων. Φοιτητές και φοιτήτριες, με την πρώιμη συνείδηση της ευθύνης
που χαρακτηρίζει τη νέα γενεά του πολέμου και της Κατοχής, στάθηκαν βοηθοί και
καμάρι της Επιτροπής κι απόχτησαν ίσως έτσι και μια χρήσιμη πείρα για την
αυριανή τους δράση, στην ελεύθερη ξανά πατρίδα.
Η Επιτροπή παρεμπιπτόντως μόνο ασχολήθηκε με άλλα ζητήματα
της Βόρειας Ελλάδας, όσο ήταν ανάγκη να το κάμει, γιατί συνδέονταν αξεχώριστα,
καμιά φορά, με την προσφυγική υπόθεση. Μια σοβαρή όμως εξαίρεση πρέπει να σημειωθεί
εδώ. Η Επιτροπή θεώρησε καθαρά εθνικό καθήκον, επειδή της δόθηκε μια πρόσφορη
ευκαιρία, ν’ αντικρούσει τους μύθους περί αυτονομιστικών τάσεων του μακεδονικού
και θρακικού πληθυσμού, που είχαν και τότε επαναληφθεί, όπως και τώρα
εμφανίζονται μέσα στην έξαψη των πολιτικών μας παθών.
Κανένας υπεύθυνος πολιτικός οργανισμός, κανένας υπεύθυνος
πολιτικός ηγέτης, καμιά πολιτική κίνηση δεν υιοθέτησε ούτε διακηρύττει
πρόγραμμα αυτονόμησης της Μακεδονίας και της Θράκης, απαράλλαχτα όπως κανένας
στην Ελλάδα δεν σκέπτεται ούτε συζητεί για αυτονόμηση της Πελοποννήσου ή των
Κυκλάδων.
Είναι χρήσιμο ίσως να δημοσιευθεί εδώ η σχετική
διακήρυξη της Επιτροπής, που ήταν και διαμαρτυρία προς την τότε κυβέρνηση και υπεράνω
αυτής προς τη Γερμανική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, που ξέραμε ότι ύπουλα
προπαγάνδιζε την ιδέα με τον εκεί υπόδουλό της Τύπο, προσπαθώντας να εξάρει τα
οικονομικά της τάχα πλεονεκτήματα.
Το έγγραφο έχει ημερομηνία 1 Μαρτίου 1942 και το καταχωρίζω
σχεδόν ολόκληρο στην καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσαμε τότε σαν επίσημη γλώσσα
της Επιτροπής:
«Διαδίδεται είς τινας υπαλληλικούς κύκλους της
μακεδονικής πρωτευούσης ότι δήθεν μεταξύ του πληθυσμού της Μακεδονίας εξεδηλώθησαν
τοπικιστικαί ή και χωριστικαί τάσεις κλπ. Έχομεν την γνώμην ότι και η ανασκευή
ακόμη τοιούτων διαδόσεων θ’ απετέλει ύβριν προς τον πληθυσμόν της Μακεδονίας, ο
οποίος ελευθερωθείς διά θυσιών του όλου έθνους, έδειξεν εμπράκτως, ως άλλωστε
ήτο φυσικόν, εις πάσαν περίπτωσιν, ακλόνητον εμμονήν εις το ιδανικόν της εθνικής
ενότητος, μετέσχεν εις τους περαιτέρω αγώνας διά την πραγμάτωσιν των ιδανικών
τούτων, υφίσταται δε και σήμερον αγογγύστως την δεινήν δι’ όλον τον λαόν,
δεινοτέραν δε δι’ αυτόν εθνικήν συμφοράν και επροτίμησε και προτιμά να
διαρρεύση προς την λοιπήν Ελλάδα ως πρόσφυξ, εγκαταλείπων τας εστίας του, παρά
να μείνη έστω και προσωρινώς υπό την κατοχήν των Βουλγάρων - των Βουλγάρων των οποίων
ακριβώς η παραπλανητική πολιτική έχει ανέκαθεν ρίψει το σύνθημα του αποχωρισμού
της Μακεδονίας και της αυτονομήσεως αυτής.
»Πιστεύομεν ότι η καλλιέργεια αποχωριστικών ιδεών
εν Μακεδονία δεν δύναται να έχη την πηγήν της ειμή μόνον εις την προπαγάνδαν
των εχθρών της Ελλάδος και του μακεδονικού λαού, είμεθα δε βέβαιοι ότι
ανεπιγνώτως πίπτουν θύματα όσοι αβασανίστως και επιπολαίως διαδίδουν ότι δήθεν
ο πληθυσμός της Μακεδονίας έχει τοιαύτας τάσεις, χωρίς ν’ αντιλαμβάνωνται πόσον
επιζημία είναι η κατολίσθησις προς τοιαύτας διαδόσεις και πόσον εξυπηρετεί,
τίποτε ολιγώτερον, τίποτε περισσότερον, τα σχέδια του εχθρού. Όσον αφορά ημάς
αισθανόμεθα ότι μόνον ως εκ περισσού πρέπει να διακηρύξωμεν και δη απέναντι των
ξένων και των εχθρών μας, ότι εις ουδενός Μακεδόνος ή Θρακός την συνείδησιν είναι
δυνατόν να εισήλθε ποτέ έστω και προς στιγμήν οιαδήποτε αποχωριστική σκέψις. Οι
βόρειοι Έλληνες έχονται της εθνικής ενότητος με την αυτήν και μείζονα ακόμη
αφοσίωσιν, όπως και παν άλλο τμήμα του ελληνικού λαού. Δι’ όλους τους Έλληνας
οιασδήποτε περιφερείας, η Ελλάς είναι μία και αδιαίρετος. Κοιναί θυσίαι την
εδημιούργησαν, κοιναί προσπάθειαι θα την διατηρήσουν. Κοινοί αγώνες θα προαγάγουν
τα πεπρωμένα της.
»Θεμιτή και αναγκαία άλλωστε φιλοδοξία πάντων των
τέκνων της Ελλάδος είναι να συνεισφέρουν εναμίλλως εις την πρόοδον του πολιτισμού
της, εν ισοτιμία υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και προσπαθειών, την φιλοδοξίαν δε
ταύτην κανέν τμήμα του Ελληνικού λαού δεν πρέπει να παρεξηγήται αν τρέφη ή
θάλπη, διότι μόνον δι’ αυτής θ’ αποδείξη ότι ενδιαφέρεται διά την τύχην του
κοινού κτήματος, της Ελλάδος. Άλλο εντελώς ζήτημα είναι αν εκ του τρόπου κατά
τον οποίον ησκήθη κατά το παρελθόν η Διοίκησις των απελευθερωθέντων τμημάτων
της Χώρας, προέκυψαν πολλάκις παράπονα βάσιμα. Είναι βέβαιον ότι το εφαρμοσθέν
εις όλον το κράτος διοικητικόν σύστημα παρουσιάζει ελαττώματα, ταύτα δε εις τας
νέας επαρχίας εξεδηλώθησαν ισχυρότερα - εις την Μακεδονίαν, την Θράκην, την
Κρήτην, την Ήπειρον, τας Νήσους. Και είναι αναμφισβήτητον ότι θα χρειασθή, όταν
επιστή η ώρα, να ασχοληθώμεν πάντες σοβαρώς διά τας ενδεδειγμένας μεταρρυθμίσεις
της Διοικήσεως. Βέβαιον εξ άλλου είναι ότι η δικτατορία της τελευταίας
πενταετίας, από την οποίαν όλα τα τμήματα της Ελλάδος υπέφεραν, εξεδηλώθη
απολύτως χειροτέρα, αγριωτέρα, ακόμη δε και αληθώς αντεθνικωτέρα εις τας
βορείους επαρχίας του κράτους, τούτο δε εξηγεί και την εις οξύτερον τόνον
εκδήλωσιν των διοικητικών παραπόνων εις τας ως άνω επαρχίας.
»Έχομεν όμως συνείδησιν ότι πάντα ταύτα είναι ζητήματα
τα οποία θα λυθούν αύριον ικανοποιητικώς. Όταν η Ελλάς αποδοθή εις τα τέκνα της
ανέπαφος και επουλωθούν αι βαθείαι της πληγαί, θα είναι καιρός διά την
απασχόλησιν με τοιαύτα θέματα. Ο λαός ολόκληρος θα καταγίνη τότε εις την
σύνταξιν της Πολιτείας κατά τρόπον τοιούτον ώστε αι καταχρήσεις και υπερβασίαι
των οργάνων, εις οιονδήποτε τμήμα της Χώρας, να καταστούν όσον ένεστι
περισσότερον αδύνατοι, η δε Διοίκησις να οργανωθή κατά τον προσφορώτερον
τρόπον. Αλλ’ εν τω μεταξύ δεν είναι ανεκτόν, έστω και εξ αφορμής τοιούτων παραπόνων,
να διαδίδωνται περί του λαού της Μακεδονίας, τους ώμους του οποίου βαρύνει βαρύτατος
ο σταυρός της δυστυχίας, σπερμολογίαι πηγάζουσαι από εχθρικάς προπαγάνδας,
φήμαι αι οποίαι, αν και επ’ ελάχιστον είχον υπόστασιν, θα απετέλουν καθαρά
εθνικά εγκλήματα...»
Στο ίδιο θέμα απάνω, αργότερα, όταν βρέθηκα στη
Μέση Ανατολή, το καλοκαίρι του 1944, κι ήλθα σ’ επαφή με πολλούς ανταποκριτές ξένων
εφημερίδων του εξωτερικού, μου δόθηκαν ευκαιρίες κι ανάπτυξα, σε αναρίθμητες
συνεντεύξεις, τις ίδιες αλήθειες. Είναι δυσάρεστο να επιμένει κανείς σ’ ένα
ζήτημα που το θεωρεί ανύπαρκτο για ν’ αποκρούει ασύστατα σχέδια. Το ΚΚΕ που
μέχρι του 1935 υποστήριζε ανοιχτά και θαρρετά την πολιτική μιας αυτόνομης Μακεδονίας,
έχει επίσημα και προγραμματικά εγκαταλείψει το σύνθημα αυτό, και πολύ καλά
έκανε, γιατί ήταν και είναι απραγματοποίητο, εθνικά ασύμφορο κι αντίθετο προς
το λαϊκό αίσθημα. Για μας τους άλλους αριστερούς, που ποτέ δεν διακηρύξαμε
τέτοιο πρόγραμμα, η απόκρουση της ιδέας είναι ακόμα πιο εύκολη και πρόχειρη. Κι
η Δεξιά που χρησιμοποιεί το σύνθημα για να συκοφαντήσει τους αριστερούς, θάπρεπε
να σταθμίσει περισσότερο το εθνικό συμφέρον και να μην εμφανίζει έστω και μόνο
το ΚΚΕ σαν υποστηρικτή της ιδέας, ενώ δεν είναι - γιατί αυτό βλάπτει την ίδια
την υπόθεση της εθνικής ενότητας πάνω στην ακεραιότητα της χώρας. Και πρέπει να
τονισθεί ότι το αίτημα - το αυτονόητο αίτημα - της ακεραιότητας και της
ανεξαρτησίας της Ελλάδας, διατυπώθηκε σαν εθνικός σκοπός κι εθνική διεκδίκηση,
τόσο στα διαγγέλματα της ΠΕΕΑ (της 12 του Μάρτη και της 19 του Απρίλη του
1944), που κατά σύμπτωση το υπογράφουν Μακεδόνες πρόεδροι - ο στρατηγός
Μπακιρτζής το πρώτο κι ο υποφαινόμενος το δεύτερο - όσο και στο περίφημο
Σύμφωνο του Λιβάνου (Μάης 1944), που εκφράζει μια γενική συμφωνία πάνω στα
εθνικά ζητήματα ολόκληρου του πολιτικού κόσμου της χώρας - δεξιού κι αριστερού,
περιλαμβανομένου και του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και των κομμάτων που το συγκροτούσαν.
Στο Σύμφωνο αυτό από κάτω υπάρχει κι η υπογραφή μου σαν προέδρου τότε της ΠΕΕΑ.