Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα (με τίτλο "ΑΓΓΕΛΟΣ Ή ΔΑΙΜΟΝΑΣ - Ο ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ"), που αναφέρεται στη ζωή του πατέρα της, του περίφημου Ιωάννη Βουλπιώτη. Σ' αυτό υπάρχει μια εκτενής αναφορά για την Ελβετίδα ερωμένη του Τσιγάντε, που το πραγματικό της όνομα ήταν Μαλού (στο βιβλίο της Παλάσκα το όνομα αναφέρεται ως Αναμπέλ), η οποία αναγράφεται στο βιβλίο ότι είχε επίσης συνάψει σχέση με τον Βουλπιώτη. Οι ερωτικές περιπέτειες του Τσιγάντε κατά τη διάρκεια της τελευταίας και μοιραίας αποστολής του δεν αποκλείεται να συνδέονται με το μυστήριο της δολοφονίας του τον Ιανουάριο του 1943. Σ' ένα παλαιότερο κείμενό μου είχα γράψει για την όλη υπόθεση:
Ένα από τα ανεπίλυτα
μυστήρια της κατοχικής περιόδου είναι η δολοφονία του Ιωάννη Τσιγάντε σε μια
γιάφκα της οδού Πατησίων όπου κρυβόταν, σε απόσταση ελαχίστων μέτρων από την
έδρα του ιταλικού στρατοδικείου. Ενώ επανειλημμένα, ήδη πριν από την
Απελευθέρωση, έχουν γίνει επίσημες και ιδιωτικές έρευνες, τελικά δεν έχει
διευκρινισθεί ποιος τον κατέδωσε στους Ιταλούς. Έχουν διατυπωθεί διάφορες
εκδοχές, ενίοτε αντιφατικές μάλιστα, αλλά η πραγματική αλήθεια δεν έχει
εντοπισθεί μέχρι τώρα.
Αξιοσημείωτη, ίσως και η
πιθανότερη εκδοχή, είναι μια παραδοχή-ομολογία για την κατάδοσή του. Πρόκειται
για ένα μικρό κείμενο, που είχε περιληφθεί δύο μήνες μετά τον φόνο του Τσιγάντε
στο υπ’ αριθ. 21 Εμπιστευτικό Δελτίο Ειδήσεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (Αθήνα 18 Μάρτη
1943). Δεν παραδέχεται μόνον ότι οργανώσεις του ΕΑΜ ήταν εκείνες που είχαν
αποφασίσει την εξουδετέρωση του «προδότη» Τσιγάντε με εκτέλεση, αλλά μάλιστα
ότι είχαν συγκροτήσει εκτελεστικό απόσπασμα που βρέθηκε να κατευθύνεται στην
Πατησίων 86 για να τον σκοτώσει την ώρα ακριβώς που οι Ιταλοί καραμπινιέροι
μόλις είχαν διαπράξει με άλλη διαδικασία την ίδια ενέργεια!
Ιδού τι αναφερόταν επί
λέξει στο προαναφερθέν υπ’ αριθ. 18 «εμπιστευτικό δελτίο ειδήσεων»:
«Το Γενάρη σκοτώθη στην
Αθήνα ο αξ/κός Τσιγάντες. Αυτός δουλεύοντας για λογαριασμό της Κυβέρνησης του
Λονδίνου ήρθε δυο φορές στην Αθήνα φέρνοντας λεφτά, τα οποία διέθεσε για το
ΕΑΜ. Την τρίτη φορά που ήρθε συνδέθηκε με «σαλδάρες» και τους έδωσε άφθονο
χρήμα για να οργανώσουν ομάδες ανταρτικές με διαφορετικό πολιτικό περιεχόμενο
από κείνο που έχει το ΕΑΜ. Οι οργανώσεις μας που πιστεύουν απόλυτα στην αρχή
του αθανάτου μας Λένιν... όλα τα μέσα για το σκοπό ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ
ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ, ΟΠΩΣ ΕΠΡΕΠΕ. ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΔΟΤΗ βρήκε καραμπινιέρους στο σπίτι
του που τον είχαν σκοτώσει σε συμπλοκή».
Ασφαλώς το ΕΑΜ εκείνη την
εποχή είχε κάθε λόγο να εξουδετερώσει τον Ιωάννη Τσιγάντε, του οποίου οι
ενέργειες άλλωστε ήταν σαφώς εχθρικές προς αυτό. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι μία τέτοια τυχόν απόφαση των κεντρικών οργάνων του δεν έχει επισημανθεί,
ώστε να διασταυρωθεί. Απομένει, συνεπώς, να εκτιμηθεί η αξιοπιστία του
εγγράφου, σε ό,τι αφορά αφενός μεν τη βούληση να εκτελεσθεί ο Τσιγάντες, αφετέρου
δε αν πράγματι είχε συσταθεί εκτελεστικό απόσπασμα για τη θανάτωσή του, το
οποίο για ελάχιστα λεπτά δεν πρόλαβε να διαπράξει τον φόνο, επειδή απλώς είχαν
προηγηθεί οι Ιταλοί...
Από τον Αύγουστο του 1942
που είχε κάνει την εμφάνισή του στην κατοχική Αθήνα ο Τσιγάντες με τους
συνεργάτες του, η αθηναϊκή κοινωνία είχε όντως αιφνιδιασθεί. Ο νεαρότερος από
τους δύο αδελφούς Τσιγάντε, αξιωματικούς προερχόμενους από τη Σχολή Ευελπίδων,
που είχαν καταδικασθεί από το στρατοδικείο του 1935 για τη συμμετοχή τους στο
βενιζελικό κίνημα του Μαρτίου και που είχαν αποκτήσει πρόσθετη δημοσιότητα για
τη θεαματική επαναφορά τους στην τάξη του στρατιώτη με τη δημόσια τελετουργική
αφαίρεση των επωμίδων και των εθνοσήμων, μετά την αμνήστευση και την
αποφυλάκισή του στάλθηκε επί Μεταξά εξόριστος στα Κύθηρα.
Με την Κατοχή, αφού πήγε
στη Μέση Ανατολή τον Φεβρουάριο 1942 και επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό
του ταγματάρχη, ξαφνικά βρέθηκε στην Αθήνα δημιουργώντας σχόλια για την ανήσυχη
προσωπική ζωή του. Με μόνη διαφορά, ότι τώρα είχε επιτύχει να έχει το επίσημο
χρίσμα του Συμμαχικού Στρατηγείου και επιπλέον μία εν λευκώ εξουσιοδότηση της
εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ακόμη, επικεφαλής ειδικώς εκπαιδευμένων
σαμποτέρ ήταν εφοδιασμένος με πρωτοφανή στα κατοχικά χρονικά ισχύ και, όπερ και
το κυριότερο, με αμύθητα οικονομικά μέσα σε χρυσές λίρες. Το γεγονός ότι η
αποστολή του ήταν άκρως μυστική δεν τον ενέπνευσε να είναι συγκρατημένος, έτσι
ώστε πολλοί στην Αθήνα να γνωρίζουν την παρουσία του και βεβαίως να φαντάζονται
πολύ περισσότερα από όσα πράγματι περιλαμβάνονταν στους σκοπούς της αποστολής
του, η οποία ήταν ήδη εξαιρετικά εκτεταμένη από μόνη της.
Ο πολυπράγμων και
συγκεντρωτικός Τσιγάντες την εποχή εκείνη, από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον
Ιανουάριο του 1943, είχε δημιουργήσει την πιο αλλοπρόσαλλη ατμόσφαιρα γύρω του.
Πλην του ιδίου, κανείς άλλος δεν γνώριζε στην Ελλάδα τα όρια της αποστολής του
και, όπως είναι επόμενο, ήταν υπεράνω οποιουδήποτε ελέγχου. Συζητούσε με τους
πολιτικούς αρχηγούς, διαπραγματευόταν με ανώτερους αξιωματικούς για τη
δημιουργία αντιστασιακών στρατιωτικών μονάδων ή μυστικών υπηρεσιών, συγκέντρωνε
κατασκοπευτικές πληροφορίες, χρηματοδοτούσε κατά βούληση αντιστασιακές
οργανώσεις - και παράλληλα κυκλοφορούσε ως μεγιστάνας σε καμπαρέ ή χαρτόπαιζε
με ύποπτες παρέες. Εκτός από τις απαραίτητες γιάφκες, οι συμμαχικές λίρες
χρησίμευαν και για τη σίτιση και στέγαση πέραν της μιας ερωμένων του. Ακόμη και
η ονομασία της ομάδας του (Μίδας) ήταν χαρακτηριστική και παρέπεμπε, για όσους
μπορούσαν να είναι γνώστες, στο αμύθητο χρυσάφι.
Φυσικό επακόλουθο ήταν,
λοιπόν, να προσελκύει περίεργους τύπους που τον πλησίαζαν φορτικά για να
κατορθώσουν να του αποσπάσουν λίρες, υποσχόμενοι ό,τι ήταν απαραίτητο. Από
σχεδιαγράμματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων μέχρι γυναίκες. Γύρω του είχε
δημιουργηθεί ένας κύκλος ανθρώπων, στον οποίο περιλαμβάνονταν καλοπροαίρετοι
πατριώτες που ήθελαν από ιδεαλισμό να συμμετάσχουν στον αντιστασιακό αγώνα,
αλλά και άλλοι κακοπροαίρετοι για να επωφεληθούν. Ακόμη και μέσα στην ομάδα
του, δηλ. εκείνων που είχαν έρθει μαζί του από τη Μέση Ανατολή και εκείνων που
είχαν προστεθεί μετά την άφιξή του, είχαν δημιουργηθεί παρέες, ενώ γύρω από τον
ίδιον είχε σχηματισθεί ένα είδος «αυλής», όπου οι προνομιούχοι είχαν αποκτήσει,
πέραν των υλικών πλεονεκτημάτων, τον αέρα της υπεροχής έναντι των άλλων. Το
γεγονός αυτό κατέληγε σε αντικρουόμενα κύματα μέσα στην οργανωτική δομή της
αποστολής, σε ανταγωνισμούς και αντιζηλίες, σε εξάρσεις και απογοητεύσεις, σε
γκρίνιες και παραγοντισμούς.
Με όλα αυτά τα δεδομένα,
ο Ιωάννης Τσιγάντες είχε γίνει ο στόχος πολλών δυσαρεστημένων, ενώ την ίδια ώρα
η φύση της αποστολής του ήταν συνδεδεμένη με κάθε είδους κινδύνους. Ποιος θα
μπορούσε, από όλους εκείνους που θα ήθελαν να το πράξουν, να είναι το πρόσωπο
που τον κατέδωσε στους Ιταλούς τη μοιραία ημέρα;
Οι μέχρι τώρα έρευνες
έχουν καταλήξει χωρίς αμφιβολία στο πρόσωπο που ειδοποίησε την ιταλική
καραμπινιερία: επρόκειτο για ανώνυμη γυναίκα. Το τηλεφώνημα δέχθηκε στο
τηλεφωνικό κέντρο ιταλομαθής Έλληνας χωροφύλακας, ονόματι Γαλάτης, που
υπηρετούσε αποσπασμένος στο φρουραρχείο.
Ένας Ιταλός έφεδρος
αξιωματικός, ο λοχαγός Πιτσίτολα (δικηγόρος και δημοσιογράφος ως πολίτης), που
υπηρετούσε τότε στην Υπηρεσία Αντικατασκοπείας, την περίφημη Τσι-Έσσε, έδωσε
μετά τον πόλεμο την εξής πληροφόρηση για το γεγονός της κατάδοσης:
«Εις το γραφείον μου
ελαμβάνοντο πολλά τηλεφωνήματα ανώνυμα, δι’ ων μας κατηγγέλλοντο η παρουσία
καταζητουμένων προσώπων εις διάφορα μέρη των Αθηνών και μας ζητείτο η αποστολή
καραμπινιέρων προς ενέργειαν συλλήψεως. Τα τηλεφωνήματα όμως ταύτα απεδεικνύοντο
ψευδή και είχαν σκοπόν μόνον να μας παραπλανούν. Τοιούτον τηλεφώνημα ελάβαμεν
και την ημέραν εκείνην, το οποίον μας ειδοποιεί ότι εις την γνωστήν
πολυκατοικίαν της οδού Πατησίων εκρύπτετο ένας καταζητούμενος ταγματάρχης
Βρετανός. Το τηλεφώνημα δεν ανέφερε ουδόλως το όνομα του Τσιγάντε. Νομίζοντες
ότι επρόκειτο περί της συνήθους τηλεφωνικής φάρσας, δεν εδώσαμεν αρχικώς
σημασίαν εις την καταγγελίαν, αλλά πάντως την διεβιβάσαμεν εις την επί της οδού
Γ’ Σεπτεμβρίου Καραμπινιερίαν. Αλλά και αυτή χωρίς να δώση περισσοτέραν
σημασίαν κατήρτισε προχείρως απόσπασμα εκ πέντε οργάνων της, το οποίον μεταβάν
επί τόπου ήρχισε την έρευναν της πολυκατοικίας».
Το τι ακριβώς συνέβη
εκείνη την ημέρα (14 Ιανουαρίου 1943), το περιγράφει χαρακτηριστικά ο αστυνόμος
Λεωνίδας Παρίσης, ξεκινώντας την αφήγησή του από νωρίς το πρωί, αξημέρωτα, όταν
είχε πάει να βρει τον Τσιγάντε στο σπίτι της Ελβετίδας
ερωμένης του. Σε σχετική έκθεσή του είχε αναφέρει:
«Το πρωί, κατά τις 6.45,
πήρα ένα ταξί, τυχαίο, από την πλατεία Κάνιγγος και όταν έφτασα στο Κολωνάκι,
το άφησα εκεί στην πλατεία. Με κατάλληλα ζικ ζακ πήγα στην οδό Αλωπεκής 2, όπου
είχε διανυκτερεύσει ο Τσιγάντες. Εκεί ήταν η κατοικία της κυρίας Μαλούς,
γνωστής του και πολύ φίλης του. Απέξω ήταν ένας Γερμανός στρατιώτης φρουρός
μιας διπλανής γερμανικής υπηρεσίας. Τον βρήκα, σχεδόν έτοιμο, αποτελειώνοντας
δε το ξύρισμά του φύγαμε. Με ακολούθησε σε απόσταση μέχρι το αυτοκίνητό μου, με
το οποίο μέσω Εξαρχείων, φθάσαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, κοντά στο άγαλμα του
Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου και αφήσαμε το ταξί. Προχώρησε εκείνος μπροστά και
εγώ, σε απόσταση, τον ακολουθούσα. Όπως μου είπε, επρόκειτο να πάμε σ’ ένα
σπίτι της οδού Πατησίων όπου θα τελείωνε εκείνη τη μέρα τον κατάλογο για το
«Εθνικό Συμβούλιο». Και πρόσθεσε ότι δεν σκόπευε να δεχθεί εκεί κανένα, εκτός
του παππού, δηλαδή τον τότε Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα, οπότε θα
πήγαινα στην οδό Βουλγαροκτόνου 30, να τον παραλάβω και να τον μεταφέρω εκεί.
Προχωρώντας ζικ ζακ, μπήκαμε εκείνος κι αμέσως εγώ στην πολυκατοικία Πατησίων
αριθμός 86 και φτάσαμε στο δεξιό υπόγειο διαμέρισμά της.
»Είπε πως αυτό ήταν
γκαρσονιέρα του Κυριακίδη της οδού Φερρών, μηχανικού, που τον είχαμε στείλει
στη Μέση Ανατολή, πως πολλές φορές, σ’ αυτό, ο υπασπιστής του ανθυπίλαρχος
Ζακυνθινός, γνωστός στην αποστολή μας ως Μήκη, είχε μεταφέρει και κρύψει
διάφορα εκρηκτικά και άλλα μηχανήματα για σαμποτάζ και πως το εμνημόνευε
πάντοτε στις σημειώσεις του ως “αποθήκη”. Και όλα αυτά μου τα εξήγησε επειδή
εκείνος και εγώ, όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα “αποθήκη” είδαμε το ντιβάνι
ξέστρωτο και καταλάβαμε ότι πρέπει κάποια ή κάποιος να είχε κοιμηθεί σ’ αυτό,
αφού και τα στρώματα ήταν ακόμα ζεστά. Και οι δύο σκεφθήκαμε ότι ο Μήκης ήταν
αυτός. Πάντως θυμάμαι καλά ότι, καθώς μου είπε, μόνο ο Μήκης γνώριζε αυτή την
αποθήκη. Η ώρα θα ήταν οκτώ. Μου έδωσε οδηγίες και εντολές της ημέρας για τις
βάσεις του Πειραιώς. Έφυγα στις 8.30’ περίπου και τον άφησα μόνο του να
εργάζεται σ’ ένα μικρό τραπεζάκι με ξαπλωμένα τα χαρτιά του. Όταν επέστρεψα από
τη δουλειά στις 10.30’ τον είδα να συζητεί με την κυρία Ψαρρού, αδελφή της
γυναικός του. Μου πρόσφεραν βερμούτ, όταν είδα να μπαινοβγαίνουν ο Μήκης και ο
υποσμηναγός Νιάρχος. Για το ζήτημα του παππού είπε πως θα κανόνιζε να
συναντηθούμε στο σπίτι μου, γιατί την αποθήκη δεν την εύρισκε κατάλληλη για το
Δεσπότη. Μου είπε ακόμη ότι έπρεπε να τελειώσω τις άλλες δουλειές της ημέρας
στην τηλεφωνική εταιρεία και ότι στις 6.30’ το βράδυ να τον περίμενα στη
διασταύρωση των οδών Κοδριγκτώνος και Αριστοτέλους, γιατί από εκεί θα πηγαίναμε
να συναντήσουμε αξιωματικούς του Β’ Γραφείου της αποστολής μας. Έφυγα στις 11
παρά τέταρτο περίπου και κατά το μεσημέρι μετά την ιχνηλασία μου για τις
μηχανικές εγκαταστάσεις στα γραφεία της τηλεφωνικής, της οδού Σταδίου και της
οδού Καρόλου, μια από τις οποίες επρόκειτο να ανατινάξουμε, πήγα σπίτι μου και
από την κούραση ξάπλωσα δίπλα στο τηλέφωνο.
»Στη μία χτύπησε το
τηλέφωνο και μετά από σχετικό έλεγχο άκουσα τη φωνή του ανθρώπου της αποστολής,
που μου είπε πως ο Μπάρμπας είναι άρρωστος, με κάλεσε δε να σπεύσω στο σημείο
συναντήσεως του “Ακροπόλ”, σ’ ένα καφενεδάκι που ήταν στο υπόγειο του ξενοδοχείου
αυτού. Τηλεφώνησα στο καφενεδάκι αυτό από κάποιο τηλεφωνικό θάλαμο και έμαθα
ότι με περίμενε ο Βαγγέλης Καπετανίδης, τον οποίο κάλεσα να συναντηθούμε στην
οδό Ηπείρου. Όταν συναντηθήκαμε μου είπε ότι πριν από τη μία επήγαινε στο
διαμέρισμα, κατόπιν ειδοποιήσεώς του με σύνδεσμο ή με το τηλέφωνο και μόλις
έφτασε πλησίον στην πολυκατοικία είδε Ιταλούς με στολή και οπλισμένους να την
φρουρούν...».
Ο συνταγματάρχης Σπύρος
Μαλασπίνας, μέλος της αποστολής Τσιγάντε, καταθέτει τη δική του μαρτυρία:
«Εντός του διαμερίσματος
του Τσιγάντε, ευρίσκετο εκ των παρακολουθούντων αυτόν, εκ Μ.Α. - Μήκης έφεδρος
Ανθ/ρχος Βασ. Ζακυνθινός, ως έμαθον βραδύτερον - (στοιχεία Α.Η. 100). Μετά τινα
λεπτά από της αφίξεώς μου, ο Μήκης εξήλθε του διαμερίσματος και, σχεδόν αμέσως,
επανελθών, εψιθύρισε κάτι εις τον Τσιγάντε. Ούτος λίαν ταραγμένος μου ανακοινοί
ότι η πολυκατοικία είναι μπλοκαρισμένη από τους Ιταλούς, διατάσσει δε τον Μήκη
να φύγει προς την έξοδο της υπηρεσίας διά σχετικήν αναγνώρισιν ταύτης. Ο Μήκης
ανεχώρησε αμέσως. Εν συνεχεία ο Τσιγάντες ανακτήσας πλήρως την γνωστήν
καταπλήσσουσαν ψυχραιμίαν του, αρχίζει την περισυλλογήν των χαρτιών του,
συμπεριλαμβανομένης και της εκθέσεως που του είχα κομίσει και εν συνεχεία μου
λέγει “Φύγε αμέσως και έρχομαι και εγώ”. Εξήλθον του διαμερίσματος και κατηυθύνθην
προς την θύραν την συνδέουσαν τον διάδρομον του υπογείου, όπου ευρίσκετο το
διαμέρισμα του Τσιγάντε με την μικρήν αυλήν, εις ην καταλήγει η ελικοειδής
κλίμαξ της υπηρεσίας της πολυκατοικίας. Εις την αυλήν αυτήν ευρίσκετο ο Μήκης
αποτεινόμενος προς τον άγνωστον και ίνα προφανώς αντιληφθώ ότι ούτος ήτο Ιταλός
τον ηρώτησε: “Πότε θα μας αφήσετε να φύγουμε σινιόρ”.
»Σχεδόν ταυτοχρόνως, ο
Τσιγάντες ενεφανίσθη εις την θύραν εξερχόμενος και αυτός εις την αυλήν. Μόλις
είδε τον Ιταλό, επέστρεψε εις το διαμέρισμα και επεδόθη, ως αποδεικνύεται εκ
των πραγμάτων, εις το έργον της καταστροφής των ολίγων χαρτιών άτινα είχε μεθ’
εαυτού. Εν τω μεταξύ δύο ομάδες Ιταλών εν πολιτική περιβολή αποτελούμεναι από
3-4 πρόσωπα εκάστη, κατήρχοντο από όροφον εις όροφον η μία διά της κυρίας
κλίμακος και η άλλη διά της ελικοειδούς και ηρεύνων τα διαμερίσματα, αρχής
γενομένης από τον υψηλότερον όροφον. Κατά τον χρόνον τούτον, βέβαιος ων ότι ήτο
αδύνατον να διαφύγω και μη δυνάμενος να προσφέρω τι εις τον κινδυνεύοντα
Τσιγάντε, δεδομένου μάλιστα ότι, ως επεβάλλετο, ήμην άοπλος, προσεπάθησα δι’
ερωτήσεων τας οποίας απηύθυνον προς γυναίκα κατελθούσαν προς στιγμήν εις την
αυλήν, όπου και το διαμέρισμα της θυρωρού, να δημιουργήσω εις τον φρουρούντα
ημάς Ιταλόν την εντύπωσιν ότι ανεζήτουν τον κ. Δ. Κούρτελην διαμένοντα εις το
διαμέρισμα του ακινήτου Πατησίων 90. Παραλλήλως δε εις τον Ζακυνθινόν, ο οποίος
καθ’ υπόδειξιν του Ιταλού έλαβε θέσιν παραπλεύρως εμού, του εψιθύρισα: “Δεν
γνωριζόμαστε. Είναι και αυτό ένας κανών”.
»Ευθύς ως η ομάς της
ελικοειδούς κλίμακος κατήλθεν εις την αυλήν, ο επικεφαλής ταύτης Ιταλός εζήτησε
την ταυτότητα του Μήκη και εν συνεχεία την ιδικήν μου. Η ταυτότης μου ήτο
πραγματική με φωτογραφίαν εν στολή. Πεπεισμένος ότι θα συνελαμβανόμην και θέλων
να έχω αληθοφανή επιχειρήματα, ετήρησα έναντι του Ιταλού τακτικήν αφελούς
ειλικρινείας, δι’ ο και όταν εκείνος κρίνων εκ της φωτογραφίας μου, ενόμιζεν
ότι είμαι αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού, του διηυκρίνισα ότι είμαι
ταγματάρχης πεζικού. Εις ερώτησίν του τι θέλω εις την πολυκατοικίαν, του
απήντησα έχων υπ’ όψιν μου ότι ουδείς με αντελήφθη εξερχόμενον του
διαμερίσματος του Τσιγάντε, ότι αναζητώ τον κύριον Κούρτελην. Ερωτηθείς εν
συνεχεία εάν διαμένω εκεί πλησίον, απήντησα ότι διαμένω εις την Πλάκα απέναντι
από το τμήμα καραμπινιέρων, όπου και πράγματι είναι η οικία μου. Ο επικεφαλής
τότε Ιταλός μου είπεν ότι είμαι ελεύθερος και ανεχώρησα αμέσως, βέβαιος ότι
ασφαλώς θα με έθετον υπό παρακολούθησιν. Ανεχώρησα εκ της αυλής και ανήλθον
χωρίς δε να σπεύσω, την κλίμακα την άγουσαν εκ του υπογείου εις την κυρίαν
είσοδον της πολυκατοικίας, με την πεποίθησιν ότι ήμην υπό παρακολούθησιν.
»Από της ημέρας εκείνης
και μέχρι της 9 Φεβρουαρίου, ημέρας διαφυγής μου εξ Αθηνών, ούτε η οικογένειά
μου ηνωχλήθη υπό των Ιταλών, ούτε ο κ. Κούρτελης. Εκ του διαμερίσματος του κ.
Κούρτελη, εις ο ανήλθον την 13.30 ώραν περίπου, αντελήφθην ότι εντός της
πολυκατοικίας Πατησίων 86 διεξήγετο συμπλοκή».
Ο Δημήτρης Γυφτόπουλος,
που είχε έρθει με τον Τσιγάντε από τη Μέση Ανατολή και ήταν ένας από τους
στενότερους συνεργάτες του, προσπαθεί να συνθέσει τα γεγονότα, από την ώρα που
ο Μαλασπίνας κατορθώνει να διαφύγει από τη μοιραία πολυκατοικία:
«Ο Ιταλός ενώ επέτρεψε
την αναχώρηση του Μαλασπίνα, απηγόρευσε την έξοδο του Μήκη, ο οποίος ισχυρίσθη
ότι πήγε στην πολυκατοικία για να συναντήσει το θυρωρό. Εκείνη ακριβώς τη
στιγμή της αναχωρήσεως του Μαλασπίνα εξέρχεται της γκαρσονιέρας του Κυριακίδη ο
Τσιγάντες, ο οποίος με ψυχραιμία ρώτησε τους Ιταλούς τι συμβαίνει, στην ιταλική
γλώσσα. Ο Ιταλός του ζήτησε την ταυτότητά του, την οποία ο Τσιγάντες προσφέρει
λέγοντάς του «Αστυνόμος Γεν. Ασφαλείας, Αντωνιάδης» (Η πλαστή ταυτότητα είχε
εκδοθεί με εντολή του Αστυνομικού Διευθυντού Άγγελου Έβερτ). Ο Ιταλός βλέπει
ότι πρόκειται περί αξιωματικού της αστυνομίας και του επιστρέφει αμέσως το
δελτίο ταυτότητος λέγοντάς του: “Κάπου έχουμε συναντηθεί”. Μετά από την
απάντηση του Ιταλού, ο Τσιγάντες τον ερωτά: “Μπορώ να σας βοηθήσω; Με
χρειάζεσθε;” Ο επικεφαλής των καραμπινιέρων τονε ευχαρίστησε, του ζήτησε
συγγνώμη και του υπέδειξε να φύγει.
»Όμως, αν το θάρρος και
κυρίως η πλαστή ταυτότητα του έδωσαν άδεια εξόδου από τον κλοιό των
καραμπινιέρων, η δύναμη της συνήθειας και το κάψιμο των χαρτιών πρόδωσαν την
ταυτότητά του και αποκάλυψαν την αντρειωσύνη του. Από την παιδική του ηλικία ο
Γιάννης Τσιγάντες φεύγοντας από το σπίτι του άφηνε πάντοτε την πόρτα ανοιχτή. Η
κακή αυτή συνήθεια που δεν μπόρεσε να αποβάλει, στάθηκε ρυθμιστής του ριζικού
του. Μετά το Ο.Κ. από τον επικεφαλής αξιωματικό των καραμπινιέρων, ενώ
κατευθύνεται προς την έξοδο της πολυκατοικίας, ακούει την φωνή του Ιταλού που
κρατάει το Μήκη ως ύποπτο “Σινιόρε, σινιόρε, λα πόρτα”. Γυρίζει να κλείσει την
πόρτα, από την οποία έβγαινε καπνός, που αντιλαμβάνονται οι Ιταλοί και σπεύδουν
προς το διαμέρισμα μαζί με τον Τσιγάντε. Ο Τσιγάντες αιφνιδιάζει τους Ιταλούς.
Τράβηξε το περίστροφό του και πυροβόλησε στο ψαχνό. Κάποιος του έπιασε το χέρι.
Τον βγάζουν στο διάδρομο και τον καρφώνουν στον τοίχο με το οπλισμένο χέρι
ψηλά.
»Ο Ζακυνθινός βλέπει τον
Τσιγάντε να προσπαθεί να ελευθερώσει το χέρι του, μα δεν μπορεί να τον
βοηθήσει. Δεν οπλοφορούσε με εντολή του Τσιγάντε, γιατί πολλές φορές την ημέρα
πήγαινε στο διαμέρισμα, που ο Αρχηγός είχε επαφές με συνεργάτες του. Ήταν δυνατός
στο σημάδι και καλό παλικάρι ο Μήκης. Τα δυο πιστόλια ίσως εξουδετέρωναν τους
Ιταλούς με έναν αιφνιδιασμό. Κάποιος καραμπινιέρος βλέποντας τον Τσιγάντε ν’
αγωνίζεται να ελευθερώσει το χέρι του, τον πυροβολεί δύο φορές στην κοιλιακή
χώρα. Ελευθερώνει για μια στιγμή το χέρι του και αδειάζει το περίστροφό του
κατά των Ιταλών, ενώ δέχεται στο κεφάλι μια σφαίρα. Πέντε περίπου λεπτά κράτησε
η μάχη που έδωσε ο αρχηγός του “Μίδα” με τους Ιταλούς και στις 13.30’ έξω από
το καταφύγιό του έπεσε νεκρός.
»Ο φρουρός του Μήκη
τραυματίζεται και ο Ζακυνθινός τρέχει να βοηθήσει κάποιον τραυματία, ο οποίος
δεν είχε αντιληφθεί ότι ο συνάδελφός του τον κρατούσε ως ύποπτο. Δένει με το
μαντήλι του το τραύμα που είχε στο χέρι ο καραμπινιέρος και τον μεταφέρει μ’
ένα αυτοκίνητο στο σταθμό Α’ Βοηθειών. Οι γιατροί ασχολούνται με την επίδεση
του τραύματος και ο Μήκης εξέρχεται του χειρουργείου και κατευθύνεται προς την
έξοδο. Ο απεσπασμένος αστυνομικός στο Α’ Βοηθειών του απαγορεύει την έξοδο και
τον οδηγεί στα γραφεία για να κρατήσουν τα στοιχεία της ταυτότητός του και να
σημειώσουν τις συνθήκες τραυματισμού του Ιταλού. Εκείνη τη στιγμή μεταφέρεται ο
φρουρός του Ζακυνθινού με σοβαρότερο τραύμα. Ο Ιταλός στραβοκοιτάζει το Μήκη
και του λέει “Κι εσύ εδώ”, και έδωσε εντολή να μη φύγει. Ο Μήκης βλέπει στο
διάδρομο τον τραυματία που μετέφερε και σπεύδει να του αναγγείλει την άφιξη του
άλλου τραυματία. Και ενώ τον συνοδεύει μέχρι την πόρτα του χειρουργικού
θαλάμου, παρατηρεί να διακομίζονται νέοι τραυματίες και το πτώμα του Τσιγάντε.
Επικρατεί σύγχυση για λίγα λεπτά και του δίνεται η ευκαιρία να διαφύγει στο
ισόγειο. Βγαίνει στην Καποδιστρίου και πηγαίνει στην πλατεία Κάνιγγος στο
γραφείο του συνεργάτου μας Θ. Καπάτου. Το σούρουπο ο Άγγελος Βανδώρος τον
συνόδευσε μέχρι το σπίτι του αστυνόμου Παρίση. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα και έφυγε
για το σπίτι του Ε. Μανδρούλια, στη Ζωοδόχο Πηγή, όπου και φιλοξενήθηκε. Τον
Μανδρούλια είχε μυήσει στην οργάνωση ο Λ. Παρίσης. Για λίγες μέρες φιλοξενήθηκε
και στο σπίτι της αδελφής της Κυβέλης, Ειρήνης Ποτήρη.
»Ο Τσιγάντες παράλληλα με
την καταστροφή των ενοχοποιητικών στοιχείων, τηλεφώνησε στο γραφείο της
οργανώσεως (Γιάφκα) Κάνιγγος 8. Το ακουστικό σήκωσε ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο
οποίος άκουσε τον Τσιγάντε να του λέει «να κλείσεις το μαγαζί και να φύγεις». Ο
Τζαβέλλας μαζί με τον Κ. Μπούρα, πρώην αστυνομικό, ήταν υπεύθυνοι στο Γραφείο.
Ο Γιώργος εγκατέλειψε αμέσως τη Γιάφκα και τηλεφώνησε σε πολλούς συνεργάτες μας
να πάρουν μέτρα ασφαλείας, γιατί κάτι συμβαίνει. Ο Νιάρχος, αξιωματικός της
Αεροπορίας, και Ε. Καπετανίδης, αστυνομικός, τη στιγμή που πήγαιναν να εισέλθουν
στην πολυκατοικία, βλέπουν το Μήκη στο πεζοδρόμιο με έναν τραυματία.
Αντιλαμβάνονται ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει και ειδοποιούν τον Παρίση και πολλά
μέλη της οργανώσεως πως ο αρχηγός είναι άρρωστος.
»Οι Έβερτ και Τσαγκλής
ειδοποιήθηκαν αμέσως από τον Παρίση. Έτσι ο Τσαγκλής, ο οποίος κλήθηκε από τους
Ιταλούς να μεταβεί στο Α’ Βοηθειών, ήταν
όχι μόνο ενήμερος των γεγονότων, αλλά είχε πάρει εντολές από τον Έβερτ για τη
στάση που θα τηρούσε. Μόλις αντίκρυσε τον Τσιγάντε, τον οποίο είχε φιλοξενήσει
στο σπίτι του, δήλωσε πως ο νεκρός δεν ήταν αξιωματικός της αστυνομίας. Όσο για
την ταυτότητα που του έδειξαν, είπε ότι πρέπει να είναι πλαστή. Ακολούθησε η
άφιξη του Έβερτ, ο οποίος είπε στους Ιταλούς, ότι πρέπει να είναι ένας από τους
αδελφούς Τσιγάντε, οι οποίοι είχαν αναμιχθεί στο κίνημα του 1935. Η
κατηγορηματική δήλωση του Έβερτ, βοήθησε τις ιταλικές αρχές να εξακριβώσουν την
ταυτότητα του νεκρού. Στην έκθεσή του ο Παρίσης γράφει, ότι την επομένη πήγε
στο γραφείο του Έβερτ ο λοχαγός Αγέλο με έναν “ψηλό αδύνατο 45άρη περίπου και
άνω και αφού έκανε τον έλεγχο στη σφραγίδα της ταυτότητας, εξαπατηθείς από τον
Αστυνομικό Διευθυντή που κατόρθωσε να τοποθετήσει την ανάγλυφη σφραγίδα
ταυτοτήτων σε φύλλο στυποχάρτου, όπου αυτή εφάνηκε πολύ μεγαλύτερη από εκείνη
που έφερε η ταυτότητα, είπε πως ο ψηλός συνοδός του είναι Έλληνας αξιωματικός
συμμαθητής και γνωστός του Τσιγάντε και ότι τον ανεγνώρισε στο πτώμα, που είδε
στο Σταθμό Α’ Βοηθειών. Και τέλος έπρεπε η αστυνομία να το παραλάβει προς
ταφήν”. Η ταφή έγινε μερίμνη της αστυνομίας στο Α’ Νεκροταφείο, η οποία
ειδοποίησε τα μέλη της αποστολής και τους στενούς του συνεργάτες να μη
παραβρεθούν.
»Στα χέρια των ιταλικών
αρχών περιήλθαν σχισμένα και μισοκαέντα έγγραφα και κάποιος κατάλογος με
συνθηματικά ονόματα και τηλέφωνα συνεργατών του. Η μητέρα του μηχανικού
Κυριακίδη, που είχε διαθέσει την γκαρσονιέρα του στην οργάνωση, κλήθηκε από τον
Πιτσίτολα σε ανάκριση. Η Ουρανία Κυριακίδου περίμενε κάτι τέτοιο, γιατί είχε
ειδοποιηθεί αμέσως από τον Τζαβέλλα μετά από το τηλεφώνημα του Τσιγάντε στη
Γιάφκα. Είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της τον Τσιγάντε και πολλές φορές ο Μήκης
περνούσε από το σπίτι της και έπαιρνε φαγητό για τον αρχηγό. Στον Ιταλό
ανακριτή μίλησε με θάρρος η Κυριακίδου. Δήλωσε πως ο γιος της είχε φύγει για τη
Μ. Ανατολή και υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν η μάνα να γνωρίζει τη
γκαρσονιέρα του παιδιού της, ούτε μπορεί να ξέρει σε ποιους φίλους του τη
διαθέτει. Οι Ιταλοί ανακριτές δεν ερεύνησαν την υπόθεση σε βάθος, αλλά την
έκλεισαν χωρίς να θίξουν κανένα συνεργάτη του Τσιγάντε. Υποπτεύθηκαν ανάμιξη
του Έβερτ χωρίς να έχουν συγκεκριμένα στοιχεία. Αργότερα τον αντικατέστησαν.
»Η διαφυγή του Μήκη μέσα
από τα νύχια των μυστικών ιταλικών υπηρεσιών και στα δύο μπλόκα που έγιναν για
τη σύλληψη του Τσιγάντε, το γεγονός ότι άφησαν τον Μαλασπίνα ελεύθερο, ενώ τους
έδειξε ταυτότητα αξιωματικού, το ότι επέτρεψαν στον Τσιγάντε να φύγει, επειδή
τους επέδειξε ταυτότητα αστυνομικού, και τέλος ο τρόπος της ανακρίσεως σε
πολλές περιπτώσεις καθαρής κατασκοπείας - Μαρασλή, Ελευθερίου και πολλών άλλων
- (δυστυχώς οι Λιάκος, Ανδρόνικος, Ρούσσος πέσανε στα χέρια των
Γερμανών, οι οποίοι γίνονταν όλο και σκληρότεροι), μας οδηγούν στο συμπέρασμα
ότι οι έρευνες αυτού του είδους ήταν για τους Ιταλούς μια πολύ δυσάρεστη
εργασία. Δεν θα είναι υπερβολή, αν χρησιμοποιήσει κανείς τη λέξη αγγαρεία.
Πιθανόν η ψυχική τους διάθεση για συνέχιση του πολέμου να είχε υποστεί κάθετη
κάμψη από τις εξελίξεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα διάφορα μέτωπα».
Γεγονός είναι ότι μετά
τον φόνο του Τσιγάντε, η οργάνωσή του χάνει τη συνοχή της, ενώ μέσα σε ενάμισι
μήνα θα εξουδετερωθούν «ως διά μαγείας» όλοι οι ασυρματιστές της. Στο πολιτικό
σκέλος, ο Τσιγάντες είχε συγκροτήσει ένα Συντονιστικό Συμβούλιο υπό την
προεδρία του Αρχιεπισκόπου Δμασκηνού, η πρώτη συνεδρίαση του οποίου είχε
προγραμματισθεί για την επόμενη μέρα (15 Ιανουαρίου). Μετά τα συγκλονιστικά
γεγονότα, όχι μόνον η πρώτη συνεδρίαση, αλλά και η σύσταση του Συμβουλίου, θα
ματαιωθεί.
Ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, εκείνος που
είχε με τόσο ιδεαλισμό ενστερνισθεί την ιδέα της αποστολής Τσιγάντε, θα πέσει
από τα σύννεφα μόλις θα μάθει τον θάνατό του, οκτώ μέρες αργότερα.
Στο ημερολόγιό του θα
γράψει (22.1.1943, σελ. 321): «...Τ’ απόγευμα έφτασε η τραγική είδηση του
θανάτου του Γιάννη Τσιγάντε στην Αθήνα. Έλαβα τηλεγράφημα του Τσέλλου και μου
τηλεφώνησε κι ο ταγματάρχης Boxshall.
Λυπήθηκε βαθειά και αναστατώθηκε πολύ. Σήμερα μου τηλεφώνησε ο Boxshall, ότι ο Τσιγάντες
σκοτώθηκε ύστερα από μια συμπλοκή στην οδό Πατησίων, αφού σκότωσε προηγουμένως τρεις
Ιταλούς. Ήταν πάντα γενναίος και αποφασιστικός. Κάθε φορά που είχα τους
τελευταίους μήνες την ευκαιρία να μιλήσω με τον αδελφό του, τον συνταγματάρχη,
μούλεγε ο τελευταίος: “Ο Γιάννης δεν θα γυρίσει. Θα τον σκοτώσουν”. Το κακό
έγινε».
Ο αδελφός του νεκρού, ο
Χριστόδουλος Τσιγάντες, διοικητής τότε του Ιερού Λόχου, είχε πεισθεί ότι αφότου
είχε σταλεί στην Ελλάδα με τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε σταλεί, δρόμος
επιστροφής δεν υπήρχε. Προφανώς η άποψή του αυτή δεν στηριζόταν μόνο στο ότι
γνώριζε τον χαρακτήρα του και μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε, αλλά και
στην εικόνα που είχε σχηματίσει για τους εχθρούς που είχε δημιουργήσει ο
αδελφός του στην Ελλάδα. Πέρα από όσες προσωπικές αντιπάθειες ενδεχομένως είχε,
γεγονός είναι ότι είχε προκαλέσει την εχθρότητα του ΕΑΜ, το οποίο τότε είχε
μεγάλη επιρροή.
Η πρόβλεψη, ή εν πάση
περιπτώσει η πεποίθηση, ότι ο αδελφός του θα σκοτωνόταν οπωσδήποτε είχε να
κάνει με το θέμα αυτό. Το άλυτο αυτό μυστήριο δείχνει να απασχολεί σταθερά τον
Π. Κανελλόπουλο, ακόμη και όταν είχε πάψει να είναι αντιπρόεδρος της εξόριστης
κυβέρνησης. Στο ημερολόγιό του σημειώνει στις 6 Μαΐου 1943, ενώ δηλαδή έχουν
περάσει πέντε μήνες από τον θάνατο:
«...Αυτές τις μέρες με απασχολεί πολύ το
μυστήριο που υπάρχει γύρω από το φόνο του Γιάννη Τσιγάντε. Ποιοι πρόδωσαν το
καταφύγιό του και μπήκαν οι Ιταλοί να τον συλλάβουν; Έφτασαν τελευταία εδώ
κάμποσα πρόσωπα από το άμεσο περιβάλλον που είχε δημιουργήσει στην Αθήνα. Η
υπόθεση είναι φοβερά πολύπλοκη. Κρατάω στα χέρια μου μερικά νήματα. Θα κοιτάξω
να τα χειρισθώ με τον καλύτερο τρόπο».
Ο Π. Κανελλόπουλος θεωρεί
ότι έχει επισημάνει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν
να λύσουν το μυστήριο. Αισιοδοξεί ότι έχει στη διάθεσή του κάποια «νήματα», για
να βγάλει άκρη.
Δύο ημέρες μετά
(8.5.1943) επανέρχεται με νέα μακροσκελή εγγραφή στο ημερολόγιό του,
αποκαλύπτοντας και τι προηγήθηκε της αποστολής Τσιγάντε, για την οποία
αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί:
«Σ’ ένα μήνα
συμπληρώνεται χρόνος αφ’ ότου αποφασίσθηκε η αποστολή του Γιάννη Τσιγάντε στην
Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί, που με κακίζουν για την αποστολή αυτή, και γενικά όλοι
την αποδίδουν σε δική μου απόφαση και πρωτοβουλία. Ωστόσο, τα πράγματα έχουν
κάπως αλλιώς... Όταν, στις 5 Ιουνίου 1942 μου ζήτησαν οι Άγγλοι να επιτρέψω
στον Γιάννη Τσιγάντε να πάει στην Ελλάδα, δεν ήμουν παρά μόνο στο πρώτο βήμα
και δεν είχε θεσπισθεί η συνεργασία ελληνικών και αγγλικών αρχών στην επαφή με
την Ελλάδα. Αν υποτεθεί, ότι έπρεπε - όπως λένε μερικοί - να μη δεχθώ να πάει ο
Τσιγάντες στην Ελλάδα και τόλεγα στους Άγγλους ότι αρνούμαι, το αποτέλεσμα
θάταν ότι θα ανατρέπονταν αμέσως από την αρχή οι προϋποθέσεις συνεργασίας μου
με τους Άγγλους στα ζητήματα επαφής με την Ελλάδα, και όχι μόνον αυτό, αλλά το
πιθανότερο είναι ότι ο Τσιγάντες θα πήγαινε χωρίς την έγκρισή μου, όπως είχαν
σταλεί άλλοι προηγουμένως χωρίς κανενός Έλληνος την έγκριση. Ξέροντας μάλιστα
τον Τσιγάντε, γενναίο με το παραπάνω, ευφυέστατο όσο δεν παίρνει, αποφασιστικό
και τόσο φιλόδοξο, ώστε να μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό που του ανέθεσαν και
προϋπέθετε μια σχεδόν ανώμαλη φιλοδοξία, ξέροντας τον τέτοιο χαρακτήρα του
Γιάννη Τσιγάντε, το μόνο που ήμουν υποχρεωμένος να εξετάσω δεν ήταν, αν θα
έπρεπε να σταλεί αυτός, αλλά αν ήταν πραγματικά ανάγκη και κατ’ αρχήν σωστό να
εκτελεσθεί το σχέδιο του Βρετανικού Ναυαρχείου. Γι’ αυτό δεν αρκέσθηκα σε όσα
μου είπε ο Major
Quill,
αλλά ζήτησα την πιο επίσημη γραπτή βεβαίωση. Έτσι έλαβα, στις 9 Ιουνίου, το
ακόλουθο γράμμα του αρχηγού του στόλου της Μεσογείου, που γράφηκε στις 7
Ιουνίου: «Dear
Mr.
Kanellopoulos.
My Staff-Officer Major
Quill has told me about the interview you very kindly gave him on Friday, and I
am very glad to hear that you will be able to provide the Greek personnel that
we require. I can assure you that the project on witch Major Quill is working
is of the highest importance to the allied war effort, and that the Royal Navy
is particularly anxious that it should be executed with thoroughness and
rapidity. Yours sincerely - Harwood».
Έτσι έδωσα την έγκρισή μου για την αναχώρηση του Τσιγάντε, δηλαδή για την
χρησιμοποίησή του από το Βρετανικό Ναυαρχείο. Έστειλα μια τηλεγραφική διαταγή,
και ήρθε ο Τσιγάντες από την Παλαιστίνη, εκαμουφλάρισα την υπόθεση βγάζοντας
μια διαταγή, ότι τον τοποθετώ στρατιωτικό ακόλουθο στην Τεχεράνη, ώστε να μην παρεξηγηθεί
και να μη σχολιασθεί η ξαφνική εξαφάνισή του από τη Μέση Ανατολή, αλλά ενώ εγώ
ετήρησα απόλυτη μυστικότητα και έλαβα όλα τα δυνατά μέτρα, πήγα μια μέρα στο
διαμέρισμα του Bowman
για να συνεννοηθώ με τον Τσιγάντε, και βρίσκω εκεί όχι μόνο δυο-τρεις Άγγλους
αξιωματικούς και τον Μίλτο Σπυρομήλιο, αλλά και έναν φίλο του Bowman, τον Σορώτο, και πέντε-έξη Έλληνες που οι
Άγγλοι είχαν διαλέξει για να τους στείλουν μαζί με τον Τσιγάντε στην Ελλάδα,
και που, ενώ θάπρεπε την τελευταία μονάχα στιγμή να τον δουν μέσα στο
υποβρύχιο, τον γνώρισαν από δω ως αρχηγό της αποστολής, δηλαδή κάμποσες
εβδομάδες πριν φύγουν. Φεύγοντας από το Κάιρο πήγαν όλοι με τον Τσιγάντε στη
Χάιφα, όπου η στάση και η διαγωγή τους ήταν τέτοια, ώστε πριν μπουν στο
υποβρύχιο όλος ο κόσμος στη Μέση Ανατολή συζητούσε και σχολίαζε την αποστολή.
Μετά την παραπάνω συνάντηση και συζήτηση στο σπίτι του Bowman, είδα τον Τσιγάντε και ιδιαιτέρως, και αφού
θα πήγαινε που θα πήγαινε στην Ελλάδα, σκέφθηκα ότι ήταν χρήσιμο και αναγκαίο
να μην εκτελέσει μόνο την αποστολή που του ανέθεσαν οι Άγγλοι, αλλά να
χρησιμεύσει ως σύνδεσμος με τον Τσέλλο και μ’ άλλα πρόσωπα στην Αθήνα για τον
συντονισμό του αγώνα εκεί, συγκεκριμένα για την ίδρυση ενός υπερκομματικού
“Κέντρου Συντονισμού”, που ύστερα από μια δική μου εισήγηση είχαν υιοθετήσει οι
Άγγλοι. Και όχι μόνο το υιοθέτησαν, αλλά αποφάσισαν, σταματώντας βαθμιαία την
ασυνάρτητη και αλόγιστη αποστολή και σπατάλη χρημάτων, να εφοδιάσουν το “Κέντρο
Συντονισμού” με δέκα χιλιάδες χρυσές λίρες ως πρώτη δόση. Οι δέκα χιλιάδες
χρυσές παραδόθηκαν στον Τσιγάντε μαζί με άλλες δυο ή (δε θυμάμαι καλά) τέσσερες
χιλιάδες χρυσές που θα χρησίμευαν για την εκτέλεση του ειδικού σχεδίου του
Βρετανικού Ναυαρχείου. Ο πλοίαρχος Κορτέσης, ο σμήναρχος Αλεξανδρής και ο
ταγματάρχης Ιορδανίδης, που ήταν τότε οι άμεσοι συνεργάτες μου στην ελληνική
μυστική υπηρεσία, ξέρουν τις οδηγίες έδωσα στον Τσιγάντε για τη διαχείριση των
χρημάτων, δηλαδή γενικότερα σε ποια πρόσωπα στην Αθήνα τον παράπεμψα για τη
συγκρότηση του “Κέντρου Συντονισμού” και των διαφόρων τμημάτων του, και πόσο
υπερκομματικές, αντικειμενικές, ξένες προς το συμφέρον του κόμματός μου ή
οποιασδήποτε μερίδας ήταν οι διαταγές και οδηγίες που έδωσα. Επειδή στην
αποβίβαση και στην επαφή με ορισμένα πρόσωπα στην Ελλάδα μπορούσε να χρειασθεί
για τη ζωή και ασφάλεια του Τσιγάντε και των μελών της αποστολής η επίδειξη εκ
μέρους του ενός είδους εισιτηρίου ή ας πούμε διαβατηρίου, γι’ αυτό παράδωσα
στον Τσιγάντε - μου το ζήτησε άλλωστε επίμονα ο ίδιος - και μιαν έγγραφη
βεβαίωσή μου ότι είναι απεσταλμένος του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Τι
έγινε από κει και πέρα, το ξέρουν άλλοι και όχι εγώ. Ο Τσιγάντες, με μια
βαθύτατη συγκίνηση, μου είπε και μου έδωσε το λόγο του ότι θα εκτελέσει όσα του
αναθέσαμε οι Άγγλοι και εγώ. Έφυγε από δω με διάθεση θρησκευτικού πάθους. Όταν
μ’ αποχαιρέτησε, με κοίταξε πολλή ώρα στα μάτια κι ενώ μου έσφιγγε το χέρι είδα
τα δικά του μάτια να θολώνουν. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: “Σας παρακαλώ,
κύριε Αντιπρόεδρε, σταματήστε την αδικία που γίνεται στον αδελφό μου. Όλοι
μονιμοποιούνται, κι αυτός δε θέλει, αλλά μην τον ακούτε. Όλοι χρησιμοποιούνται,
κι αυτός, που είναι ο καλύτερος απ’ όλους, παραπεταμένος από την πατρίδα του,
πολεμάει με τους Γάλλους”... Είπα, ότι οι τελευταίες λέξεις του Γιάννη Τσιγάντε
αφορούσαν τον αδελφό του. Όχι, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Αφού μου μίλησε
για τον αδελφό του, πρόσθεσε: “Ή θα πραγματοποιήσω το σκοπό της αποστολής ή θα
σκοτωθώ”. Μ’ αυτή την απόφαση έφυγε ο Τσιγάντες, αλλά και με την απόφαση να
συνεννοηθεί στην Αθήνα με όλους όσους του υπέδειξα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή
του στην Αθήνα και μετά την έναρξη λειτουργίας των ασυρμάτων, που πήρε μαζί
του, παίρνω ένα ραδιοτηλεγράφημα, όπου μου έλεγε ότι η συνεννόηση με τον Τσέλλο
ήταν δύσκολη. Ετηλεγράφησα εξορκίζοντας αυτόν και τον Τσέλλο να βρουν
οπωσδήποτε βάση συνεργασίας. Δυστυχώς βάση συνεργασίας δε βρέθηκε μεταξύ
Τσέλλου και Τσιγάντε, ούτε μεταξύ Τσιγάντε και πολλών άλλων που του υπέδειξα ή
και άλλων προσώπων που αυτός ο ίδιος με δική του πρωτοβουλία αναζήτησε. Ο
Τσέλλος είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένος, γιατί τη συνεργασία με τον Τσιγάντε
την απέκλεισαν οι συνταγματάρχες που είχαν ήδη καταρτίσει την επιτροπή του
αγώνα πριν πάει η εντολή μου για το “Κέντρο Συντονισμού”. Δεν έπρεπε τάχα οι
συνταγματάρχες να υπακούσουν στην έγγραφη διαταγή μου, που είχε στα χέρια του ο
Τσιγάντες; Δεν έπρεπε από την άλλη μεριά κι ο Τσιγάντες να αποφύγει κάθε θόρυβο
και κάθε επίδειξη στην Αθήνα και να μην κάμει τους σοβαρούς αυτούς αξιωματικούς
να φοβηθούν, ότι αν έρχονταν σ’ επαφή μαζί του θα πήγαιναν τζάμπα στη φυλακή ή
σε στρατόπεδο προτού επιχειρήσουν οτιδήποτε; Μερικοί από τους νέους, που
αλόγιστα και επιπόλαια έδωσαν οι Άγγλοι συνοδούς στον Τσιγάντε, άρχισαν - όπως
τουλάχιστον μαθαίνω - μ’ έναν τέτοιο τρόπο να επιδεικνύουν τις χρυσές λίρες τους,
που κατάντησε νάναι κανείς εκτεθειμένος, μπαίνοντας σ’ επαφή με τον Τσιγάντε,
όχι μόνο να καταδιωχθεί από τους Γερμανοϊταλούς, αλλά να υποστεί και την
κατακραυγή της κοινής γνώμης. Χίλια δυο περιστατικά συμβάλανε στο να γίνει η
αποστολή Τσιγάντε στην Αθήνα πηγή τραγικών ανωμαλιών, που είχαν τον αντίκτυπό
τους κι εδώ στη Μέση Ανατολή. Ο Τσιγάντες πείσμωσε στην Αθήνα, οι Άγγλοι, που
τον έστειλαν υποστηρίζοντάς τον με πείσμα, ένιωσαν αντίθεση με όσους στην Αθήνα
δεν ήθελαν να ρθουν σ’ επαφή μαζί του, ο Τσέλλος (χωρίς ατομικά να φταίει σε
τίποτα) έπεσε στη δυσμένεια των Άγγλων, εγώ του κάκου προσπάθησα να βολέψω τα
πράγματα, και το αποτέλεσμα ήταν μια βαθύτατη ασυναρτησία, που όμως κατάφερε ο
Τσιγάντες, όσο κι αν είχε φταίξει κι ο ίδιος στη δημιουργία της, να της δώσει
ένα τέρμα ηρωικό. Η μνήμη του είναι και θα μείνει η μνήμη ενός ήρωα. Ποιος όμως
τον πρόδωσε; Ελπίζω να μπορέσουμε μια μέρα να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα
αυτό. Ώς τα σήμερα ξέρω τούτο: ότι μόνον άνθρωποι που ο ίδιος είχε διαλέξει ή
που διάλεξαν οι Άγγλοι και τούδωσαν από δω ήξεραν το μυστικό καταφύγιο όπου τον
βρήκαν. Επίσης ξέρω κάτι ακόμα: ότι μόνο τρεις ή τέσσερες άνθρωποι - κι αυτοί
όλοι ανήκουν φυσικά στην κατηγορία των παραπάνω - ήξεραν ότι το μοιραίο εκείνο
μεσημέρι θα πήγαινε ο Τσιγάντες στο καταφύγιο, όπου τον βρήκαν οι Ιταλοί. Μ’
άλλα λόγια: δεν είναι δύσκολο ν’ ανακαλυφθεί η αλήθεια».
Η εγγραφή στο ημερολόγιο
είναι αρκετά αποκαλυπτική γύρω από τις συνθήκες της αποστολής του, τις αρετές
και τα μειονεκτήματα του Τσιγάντε. Στις τελευταίες φράσεις του, ο Κανελλόπουλος
αισιοδοξεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί ο καταδότης, αφού «μόνο τρεις ή τέσσερες
άνθρωποι» ήξεραν πού θα βρισκόταν εκείνο το μεσημέρι ο Τσιγάντες. Η επισήμανση
ότι επρόκειτο περί ατόμων που τα είχε διαλέξει ο ίδιος ή οι Άγγλοι, δεν είναι
χωρίς σημασία. Έχει υποστηριχθεί ότι ακόμη και η Ιντέλιτζενς Σέρβις ήταν
δυνατόν να τον είχε καταδώσει στους Ιταλούς, για «να τελειώνει μαζί του»,
επειδή είχε προκαλέσει πολλά προβλήματα με τις αυθαιρεσίες και τους
τυχοδιωκτισμούς του.
Θα είναι λάθος, όμως, να
νομίσει κανείς ότι η εκδοχή αυτή ανατρέπει την άλλη, ότι δηλ. είχε προγραφεί
από το ΕΑΜ και ότι εκείνο ήταν που τον πρόδωσε. Κάλλιστα και οι δύο αυτές
εκδοχές θα μπορούσαν να είναι ενοποιημένες. Υπήρχαν πράκτορες των Άγγλων που
ταυτόχρονα ανήκαν στο ΕΑΜ...
Στο ημερολόγιό του ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος έχει μία επιπλέον, όχι όμως και την τελευταία, εγγραφή
για το θέμα της δολοφονίας Τσιγάντε, ακριβώς την επόμενη ημέρα, στις 9 Μαΐου
1943. Εδώ πλέον είναι πολύ αποκαλυπτικός και περισσότερο συγκεκριμένος, αν και
δεν αναφέρει το όνομα του υπόπτου:
«...Ας ξαναγυρίσω στην
υπόθεση του Γιάννη Τσιγάντε. Όπως είπαμε, η απόφαση για την αποστολή του στην
Ελλάδα ήταν αγγλική, κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω, ούτε έπρεπε. Γιατί τάχα
η τόση αντίδραση στην Αθήνα εναντίον του; Πρέπει η αντίδραση ν’ αποδοθεί μόνο
και μόνο στο θόρυβο που έκανε φτάνοντας εκεί, στο σούσουρο που έγινε γύρω από
τις οκάδες λίρες που πήρε μαζί του, στις αναμφίβολα πολλές επιπολαιότητες που
έκανε ο ίδιος και το άμεσο περιβάλλον του; Όλα αυτά δικαιολογούσαν χωρίς άλλο
δισταγμούς επαφής και συνεργασίας μαζί του, δεν αρκούν όμως, μου φαίνεται, για
να δικαιολογήσουν και την απόλυτη επίμονη άρνηση που πρόβαλαν πολλοί. Ο
Τσιγάντες, αν δεν βρισκόταν μπροστά στη σχεδόν γενική αντίδραση στρατηγών και
ανωτέρων αξιωματικών, θάμπαινε ίσως, κάτω από την επίδραση ιεραρχικώς ανωτέρων
του, σε πειθαρχία και τάξη, δε θ’ αναλάβαινε ίσως μόνος του τις συνεννοήσεις με
πολιτικά πρόσωπα, που τις έκανε όμως (όπως μου λένε) μέσα στο πνεύμα των
οδηγιών μου, αλλά που δεν έπρεπε μόνος του να τις διεξαγάγει, γιατί δεν ήταν
αυτό δουλειά δική του, θα είχε περισσότερο καιρό και ψυχική ηρεμία για ν’
αφιερωθεί στο κύριο έργο του, δηλαδή στη σπουδαία επικίνδυνη αποστολή, που του
είχαν οι Άγγλοι αναθέσει, και... ποιος ξέρει, ίσως και το έργο αυτό θα το
εκτελούσε, και ο ίδιος δε θα σκοτωνόταν. Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο άρχισα
να μαθαίνω όσα γίνονταν στην Αθήνα, έκαμα ό,τι περισσότερο μπορούσα για να
πείσω τους Άγγλους - στην Αγγλοελληνική επιτροπή - να του τηλεγραφήσουν
διαβιβάζοντάς του εκ μέρους των και εκ μέρους μου την εντολή να περιορισθεί
στην ειδική αποστολή του, δηλαδή να παρατήσει - αφού βρήκε αντίδραση γύρω του,
δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη - κάθε άλλη πολιτική συνεννόηση ή ενέργεια για
την ίδρυση οργανώσεων. Ποτέ δεν του είχα δώσει εντολή να τα κάνει αυτά μόνος
του. Αυτά όλα, που ήταν συνυφασμένα με τη δευτερεύουσα αποστολή του, έπρεπε να
τ’ αναθέσει στην Αθήνα σ’ άλλους, που του είχα υποδείξει, και αφού αυτοί οι
άλλοι δεν ήθελαν να έρθουν σ’ επαφή μαζί του έπρεπε να μην πάρει πρωτοβουλίες
μόνος του, αλλά να ζητήσει νέες οδηγίες από μένα. Δεν ξέρω τι έκαναν οι Άγγλοι,
αν δηλαδή έστειλαν τα τηλεγραφήματα που ζητούσα. Ενώ τους ασυρμάτους στην
Ελλάδα τους χειρίζονται Έλληνες, τους ασυρμάτους εδώ τους χειρίζονται Άγγλοι.
Αν έμενα στην Κυβέρνηση, θ’ άλλαζε κι αυτό λίγο-λίγο. Όταν, γυρίζοντας από το
πρώτο μου ταξίδι στο Λονδίνο, άκουσα όχι μόνο από τα χείλη του Τσέλλου, αλλά
και από τα χείλη του στρατηγού Ζυγούρη, και άλλων αξιωματικών, το κακό που
γινόταν στην Αθήνα, τα μπλεξίματα του Γιάννη Τσιγάντε, προσπάθησα να πείσω τους
αρμόδιους Άγγλους να μετακαλέσουμε τον Τσιγάντε για να τον σώσουμε κι αυτόν από
το μοιραίο δρόμο που είχε πάρει, και για να κάνουμε και την Αθήνα ν’ ανασάνει
από το βάρος που είχε ρίξει εκεί στα στήθη όλων των αξιωματικών η παρουσία του
Τσιγάντε. Στις 16 Νοεμβρίου το βράδυ, στο σπίτι του Λόρδου Glenconner, είχα πείσει τον Λόρδο
και αρκετά κάμψει τον συνταγματάρχη Keeble και τον συνταγματάρχη Tamplin. Στις 18 Νοεμβρίου
είχαμε κανονική συνεδρίαση πάνω στο θέμα. O Glenconner είχε
αλλάξει. Υπεύθυνος για την αλλαγή αυτή προπάντων ο συνταγματάρχης Tamplin. Όταν μ’ έθεσαν μπροστά
στο δίλημμα, λέγοντάς μου ότι όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεση της ειδικής
μεγάλης αποστολής που είχε αναλάβει ο Τσιγάντες και ότι αν μετακληθεί θα είμαι
υπεύθυνος για την μη πραγματοποίηση ενός σχεδίου, που θα διευκολύνει πολύ τον
συμμαχικό αγώνα, όταν μου είπαν, ότι ακριβώς εκείνες τις μέρες είχαν στείλει
στην Ελλάδα το συμπληρωματικό υλικό που είχε φτάσει επίτηδες με δυο Liberators από την Αγγλία, όταν
είδα ότι η επιμονή μου δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, αναγκάσθηκα να σιωπήσω
και ν’ αφήσω την υπόθεση να τραβήξει τον μοιραίο της δρόμο. Εγώ ήμουν βέβαιος -
και τους το είπα - ότι με τα πρόσωπα που τούδωσαν του Τσιγάντε οι Άγγλοι, και
με την αποχή των βοηθών που του είχα υποδείξει εγώ στην Αθήνα, και η ειδική
μεγάλη αποστολή που του είχε ανατεθεί από το Ναυαρχείο δεν θα μπορούσε να
πραγματοποιηθεί, και ο ίδιος, μένοντας στην Αθήνα, εκτός από τις γενικότερες
ανωμαλίες που θα εξακολουθούσε προκαλώντας με την παρουσία του, θα εκινδύνευε
να χαθεί χωρίς λόγο. Οι Άγγλοι ανένδοτοι. Και δυστυχώς βγήκε αληθινός ο λόγος
μου. Πέρασαν δυο μήνες από τότε ώς τη μοιραία ημέρα, και το όνειρο του Tamplin δεν
επραγματοποιήθηκε. Επραγματοποιήθηκε μονάχα εκείνο που φοβόμουνα και το φοβόταν
- όπως μούλεγε κάθε φορά που τον συναντούσα - ο συνταγματάρχης Λάκης Τσιγάντες.
“Κάνετε ό,τι μπορείτε για να γυρίσει ο αδελφός μου, γιατί θα πάει άδικα
χαμένος”. Έτσι μου είπε κάμποσες φορές ο Λάκης Τσιγάντες. Κατάφερε βέβαια την
τελευταία στιγμή ο ίδιος - ο Μπάρμπα-Γιάννης, όπως άκουσα πρώτη φορά από το
στόμα της Σοφίας Βέμπο, και όπως τον ονόμαζαν οι συνεργάτες του στην Αθήνα - να
πεθάνει μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ο χαμός του δεν μπορεί να ονομασθεί άδικος.
Έγινε θρύλος, κι όποιος γίνεται θρύλος δεν πηγαίνει άδικα χαμένος. Ωστόσο,
ολόκληρη αυτή η ιστορία είναι βαθύτατα οδυνηρή. Το πρώτο ραδιοτηλεγράφημα για
το φόνο του Τσιγάντε που σημειώθηκε στις 14 Ιανουαρίου, στάλθηκε από τον Φώτη
Μανωλόπουλο - έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό που είχε πάει μαζί του - και μου
τόδειξαν οι Άγγλοι στο Λονδίνο. Στο τηλεγράφημα αυτό, πλάι σ’ άλλες φράσεις,
υπάρχουν και οι εξής: “Tzigandes
was killed. Certain person who wished to become leader of the mission wished to
exploit the situation but my action prevented this. All members of the mission
now gathered under my leadership... we have severed all contact with
non-members of the mission with the exception of the ... (εδώ
υπάρχει ένα όνομα που πρέπει προσωρινά να μη μπει πάνω σε χαρτί) and of those responsible for money. Have instructed the latter to submit a statement of their expenses to
date and deliver to me within 48 hours the balance held by them...”. Έμαθα
στο μεταξύ ότι τις χρυσές λίρες (δηλαδή τις υπολειπόμενες) τις φύλαγε ένας
αξιωματικός της αστυνομίας και τις μετέφερε από ένα σπίτι σ’ άλλο, την επομένη
του φόνου του Τσιγάντε, ένας άλλος νέος του περιβάλλοντός του, ο λεγόμενος
Μήκης. Όταν γύρισα από το Λονδίνο, έμπλεξα με το κίνημα του στρατού, πήγα στη
Βηρυτό, παραιτήθηκα, και από τότε οι Άγγλοι δε μου λεν πια τίποτα πάνω σ’ αυτό
το θέμα, γιατί δεν είμαι πια αρμόδιος. Αλλά κι αν ήμουν, ζήτημα είναι αν θα
μούλεγαν. Προσπαθούν να ξεμπλέξουν την υπόθεση μόνοι τους, και δεν κάνουν
άσχημα. Ξέρουν, ότι ευθύνονται, γιατί - χωρίς νάναι η πρόθεσή τους κακή - νόμιζαν
ότι είχαν το δικαίωμα και την ικανότητα ν’ ανακατεύονται, παίρνοντας
πρωτοβουλίες μόνοι τους, σε πράγματα που έπρεπε να τα εξαρτήσουν από την γνώμη
υπευθύνων Ελλήνων...».
Και, ύστερα από όλα αυτά,
ενάμισι μήνα αργότερα έρχεται η ώρα να «ανατριχιάσει» ο Κανελλόπουλος. Γράφει
στις 26 Ιουνίου: «...Ήρθε από την Ελλάδα ο Φώτης Μανωλόπουλος, ο έφεδρος
ανθυπολοχαγός, που είχε πάει πέρυσι εκεί με τον Γιάννη Τσιγάντε. Μόλις έφτασε,
ζήτησε αμέσως να με ιδεί. Είναι άλλωστε και συμπολίτης μου, Πατρινός, και
νιώθει κάποια σχέση μαζί μου. Γενικά, ο Μανωλόπουλος είναι από εκείνους που
έδειξαν, όπως πιστεύουν οι Άγγλοι, την πιο καλή διαγωγή. Τον είδα δυο φορές,
από τρεις ώρες την κάθε φορά. Εθεώρησε χρέος του - επειδή (έστω και κατά
τύπους) τον έστειλα εγώ - να μου κάμει μια λεπτομερή αναφορά για όλα. Έμαθα
πράγματα απίστευτα. Ανατρίχιασα. Μ’ έπιασε μια θλίψη βαθύτατη. Όσα μου είπε,
δεν τα είπε σε κανέναν, ούτε στους Άγγλους».
Ο Κανελλόπουλος πλέον
είχε πληροφορηθεί πρόσθετα στοιχεία για την υπόθεση Τσιγάντε, που τον εξέπληξαν
και προφανώς τον έκαναν να ντραπεί. Πρόκειται για πληροφορίες και λεπτομέρειες
που ανάγονται στους τελευταίους αθηναϊκούς μήνες της ζωής του Τσιγάντε, αλλά
και στα όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατο στους κόλπους της αποστολής, η οποία
στη συνέχεια υπέστη διασπάσεις και σκληρές δοκιμασίες.
Τα εσωτερικά της
οργάνωσης «Μίδας» είναι πολύ περίπλοκα και θα πρέπει κάποτε να ανακεφαλαιωθούν.
Ο Στέφανος Δούκας, συνεργάτης του Τσιγάντε, δεν θα φεισθεί (σε ένορκη μάλιστα
κατάθεσή του μεταπολεμικά) χαρακτηρισμών για τον αρχηγό της αποστολής. Θα μιλήσει
περί «παταγώδους αποτυχίας» και θα εστιάσει τα φαρμακερά βέλη του στο πράγματι
σημαντικό ζήτημα της διασπάθισης του χρυσού που είχε ο «Μίδας»:
«...Εκείνο όμως όπερ δέον
να εξετασθή μετά σχολαστικότητος είναι η διάθεσις του τεραστίου ποσού των
12.000 χρυσών λιρών. Υπάρχουν πλείσται διαδόσεις διά πολλούς
και διαφόρους. Δεν έχω δι’ ουδένα τι το συγκεκριμένον. Τους μόνους ους δύναμαι
μετά τινος βεβαιότητος να κατηγορήσω είναι το άμεσον περιβάλλον του Ταγματάρχου
Τσιγάντε, όπερ ζώντος έτι του Τσιγάντε εσπατάλει ποσά εις διασκεδάσεις και
εξωτερικάς εμφανίσεις και όπερ
ενεφανίζετο ζών κατά τρόπον όχι απλώς πολυτελή και σπάταλον αλλά εν γένει
σκανδαλώδη. Και αυτός ούτος ο Τσιγάντε διήγε παραπλησίαν ζωήν...».
Τελικά, όμως, ποιο ήταν
το πρόσωπο που έκανε την κατάδοση; Το αδιαμφισβήτητο στοιχείο ήταν ότι
επρόκειτο για γυναίκα. Αλλά μια ανώνυμη γυναικεία φωνή δεν αποκλείεται να
χρησιμοποιήθηκε για παραπλάνηση από εκείνους που ήθελαν νεκρό τον Τσιγάντε,
είτε ήταν η Ιντέλιτζενς Σέρβις, είτε το ΕΑΜ, είτε κάποια άλλη πολιτική ομάδα.
Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πικραμένες ερωμένες του δραστήριου Τσιγάντε και
μία απ’ αυτές θα είχε ένα καλό κίνητρο «ψυχικού βρασμού» για την αποτρόπαια
κατάδοση.
Πάντως, έχει καταγραφεί
μια γυναικεία παρουσία στη γκαρσονιέρα της Πατησίων αρ. 86, ελάχιστη μόλις ώρα
πριν από την προδοσία. Ο αστυνόμος Λ. Παρίσης αναφέρεται στην παρουσία της
«κυρίας Ψαρρού», η οποία συζητούσε με τον Τσιγάντε στις 10.30 π.μ. Προσθέτει
χαρακτηριστικά ότι του πρόσφεραν ...βερμούτ και ότι άφησε την «κυρία Ψαρρού»
εκεί ένα τέταρτο αργότερα όταν έφυγε. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, στο τασάκι
βρέθηκαν τρία αποτσίγαρα «με κοκκινάδι», χωρίς να βεβαιώνεται ότι επρόκειτο για
τσιγάρα που είχε καπνίσει η ίδια ή ίσως μια άλλη γυναίκα.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα
τι να ήθελε η κυρία Ψαρρού εκεί, στην υποτιθέμενη γιάφκα. Σημειωτέον ότι η
κυρία Ψαρρού δεν ήταν άλλη από τη σύζυγο του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού,
στρατιωτικού αρχηγού της ΕΚΚΑ, που το Πάσχα του 1944 θα βρει οικτρό θάνατο
ύστερα από τη διάλυση του 5/42 Συντάγματός του. Η κυρία Ψαρρού ταυτόχρονα όμως
ήταν αδελφή της κυρίας Τσιγάντε και δεν αποκλείεται η συζήτηση με τον γαμπρό
της να αναφερόταν σε κρίσιμα οικογενειακά θέματα του ζεύγους και να μετέφερε
τις απόψεις της τελευταίας αναφορικά με τον μόνιμο δεσμό του ταγματάρχη
Τσιγάντε με την Ελβετίδα Μαλού ή άλλες εξωσυζυγικές σχέσεις... Και μια
τελευταία λεπτομέρεια, που την επισημαίνει ο Σπυρ. Κώτσης, μέλος της αποστολής
Τσιγάντε: Κανείς οικείος ή συγγενής δεν ενδιαφέρθηκε να παραλάβει τη σορό του
νεκρού αξιωματικού, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να την παραδώσουν στην Αστυνομία
για ταφή.
Την εκδοχή της ζήλειας,
που οδήγησε την άγνωστη καταδότρια στην αποτρόπαια πράξη της, υιοθετεί και η
Ιωάννα Τσάτσου στο κατοχικό ημερολόγιό της («Φύλλα Κατοχής»), στο οποίο δίνει
με χαρακτηριστική συντομία το πλαίσιο της εμφάνισης του Τσιγάντε στην κατοχική
Αθήνα.
15 Σεπ. 1942: «Τηλεφώνησε
ο Αρχιεπίσκοπος πως έφθασε στην Ελλάδα ο Γιάννης Τσιγάντες, με μεγάλα σχέδια,
πολλά μέσα και πολλά χρήματα. Πρώτος σκοπός του Τσιγάντε είναι ο συντονισμός
της αντίστασης και η αποτελεσματική συμπαράστασή της από μέρους της ελεύθερης
Κυβέρνησης. Το γεγονός είναι αξιόλογο. Νοιώθομε πως η επίσημη ελεύθερη Ελλάδα
μάς στεγάζει. Δεν θα είμαστε πια σκόρπιοι αντιμαχόμενοι, ανοργάνωτοι».
15 Οκτ. 1942: «Ο λοχαγός
Στέφανος Δούκας κοντά στ’ άλλα είναι και σύνδεσμος του Γιάννη Τσιγάντε. Έρχεται
ταχτικά και βλέπει τον Κωστάκη. Ο Τσιγάντες θέλει να οργανώσει το Ανώτατο
Εθνικό Συμβούλιο με Πρόεδρο το Δεσπότη. Είναι δύσκολο. Χρειάζονται πρόσωπα εμπιστοσύνης
και γενικού κύρους. Ο Κωστάκης δίνει ονόματα και ιδέες στον Στέφανο Δούκα και ο
Δούκας τα μεταφέρει στον Τσιγάντε».
23 Νοε. 1942: «Οι
συνεννοήσεις του Τσιγάντε με τον Κωστάκη συνεχίζονται. Σ’ όλα τα κύρια σημεία
έχουν συμφωνήσει. Τώρα ήρθε η ώρα να συναντηθούν με τον Αρχιεπίσκοπο».
8 Ιαν. 1943:
«Αλλοιωμένος, κατάκοπος, ο Μακαριώτατος ήρθε χτες αργά στο σπίτι, όπου τον
περίμενε ο Γιάννης Τσιγάντες. Οι εικόνες που είχε ζήσει όλη μέρα τον
παρακολουθούσαν και τον βασάνιζαν. Σιγά σιγά άρχισε να μιλάει κι αυτόν ήταν μια
ανακούφιση, μια διέξοδος. Έπειτα με τον Γιάννη Τσιγάντε και τον Κωστάκη έβαλαν
τις βάσεις του Εθνικού Συμβουλίου».
12 Ιαν. 1943: «Ο Κωστάκης
πήγε να συναντήσει τον Τσιγάντε σ’ ένα σπίτι πίσω από το Θέατρο Περοκέ. Είχαν
ακόμη πολλά να συζητήσουν. Στη συζήτηση παρευρίσκονταν κι οι συνεργάτες του
Τσιγάντε Κ.17 και Κ.18 (Ιωαννίδης και Λιναράς)».
14 Ιαν. 1943: «Απίστευτο
σαν παραμύθι. Ο Στέφανος Δούκας αλλοιωμένος μάς έφερε την είδηση. Ο Γιάννης
Τσιγάντες είναι νεκρός. Μια γυναίκα, λένε από ζήλεια, τηλεφώνησε στους ιταλούς:
“Πηγαίνετε Πατησίων 86, θα συλλάβετε άγγλο”. Οι ιταλοί πολιόρκησαν την πολυκατοικία.
Έγινε σωστή μάχη».
15 Ιαν. 1943: «Σήμερα
έγινε η κηδεία του. Θάψαμε το παλληκάρι, θάψαμε και την ιδέα μιας πανεθνικής
αντίστασης. Το βραδάκι ήρθε ο Στέφανος και μας είπε περισσότερα νέα. Οι ιταλοί
μετά το τηλεφώνημα άρχισαν συστηματική έρευνα σ’ όλα τα πατώματα της
πολυκατοικίας. Στην γκαρσονιέρα του Τσιγάντε ήταν δυο δικοί μας αξιωματικοί.
Όταν δοκίμασαν να βγουν εμποδίστηκαν από τον ιταλό φρουρό. Τότε γύρισαν πίσω
και πληροφόρησαν τον Τσιγάντε πως είναι πολιορκημένοι. Εκείνος ψύχραιμος άρχισε
να καίει το αρχείο του. Ήταν μεγάλο, δεν πρόφταινε να τα κάψει όλα. Έσχιζε και
έρριχνε τα χαρτιά στη φωτιά. Έρριχνε και μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας. Οι ιταλοί
είδαν καπνό και μπήκαν στην γκαρσονιέρα. Ο Τσιγάντες έβγαλε το πιστόλι του,
πυροβόλησε τον ιταλό και δοκίμασε να φύγει. Στην εξώπορτα όμως τον εμπόδισε ο
σκοπός. Πυροβόλησε κι αυτόν και τον πλήγωσε. Μα ο λαβωμένος τού τράβηξε από
πίσω και το παλληκάρι έπεσε νεκρό».
24 Ιαν. 1943: «Πάρα
πολλοί αξιωματικοί και πολίτες είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση Τσιγάντε. Όλους
αυτούς τους μήνες που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε ατελείωτες επαφές. Όπως
συνήθιζε να κρατά σημειώσεις, κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή αν το όνομά
του δεν είναι στα χέρια των Ιταλών. Όλοι κρύβονται. Ο Στέφανος Δούκας είναι σ’
επαφή μ’ ένα δίχτυο αντικατασκοπείας. Περνά ταχτικά από το σπίτι και μου λέει
τα τελευταία νέα. Εγώ πάλι τα μεταδίδω στον Κωστάκη κι αυτός στον Αρχιεπίσκοπο.
Οι ιταλοί έχουν σπάσει τη λεκάνη και έχουν πολλά χαρτιά στα χέρια τους».
Παρά την προσπάθεια του
Τσιγάντε, λίγα λεπτά πριν από τον θάνατό του, να καταστρέψει όλα τα
ενοχοποιητικά στοιχεία, τελικά η ιταλική αντικατασκοπεία συνέλεξε πολλά
στοιχεία και κατάφερε να συνθέσει έναν κατάλογο εκατό ονομάτων, τα περισσότερα
των οποίων όμως ήταν κωδικοποιημένα, έτσι ώστε να μην αξιοποιηθούν από τους
Ιταλούς ανακριτές. Παρά τις πολλές έρευνες και ανακρίσεις, ελάχιστες συλλήψεις
έγιναν με βάση αυτό το υλικό, ενώ απόρροια του φόνου Τσιγάντε ήταν να
απομακρυνθεί, πρόσκαιρα μόνον, από τη θέση του ως αστυνομικού διευθυντή ο
Άγγελος Έβερτ, που είχε εμπλακεί επειδή ο Τσιγάντες εμφανιζόταν ως αξιωματικός
της Αστυνομίας και κατείχε αντίστοιχη ταυτότητα.
Μετά τον πόλεμο για
πολλούς μήνες διενεργήθηκαν από τις ελληνικές υπηρεσίες επίσημες έρευνες (από
τον αξιωματικό της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Κοκορέτσα και τον αξιωματικό του
Στρατού Π. Μπενηψάλτη) για να διαπιστωθεί ποιος ήταν ο καταδότης του Τσιγάντε,
αλλά χωρίς αποτέλεσμα...