Ο πρόλογος του νέου βιβλίου του Δημοσθένη Κούκουνα
"Ελένη Παπαδάκη - Τραγωδία και Μύθος"
(Εκδόσεις Ariston Books, 2019)
Η ζωή της Ελένης Παπαδάκη, ειδικότερα όμως το τέλος της, συνυφάνθηκε με την τραγωδία και τον μύθο. Υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένα φαινόμενο που κυριάρχησε στην ελληνική σκηνή, ένα πολυσύνθετο μοναδικό ταλέντο που το θαύμασαν οι απλοί θεατές, οι ειδήμονες, αλλά και οι αντίζηλοι.
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται να παρουσιασθεί το φαινόμενο Παπαδάκη μέσα από την ιστορική διαδρομή του, να φωτισθούν όλες οι πτυχές που αποτελούν την προσωπική τραγωδία της στον συγκεκριμένο χρόνο. Παράλληλα να ξαναδούμε τα πραγματικά στοιχεία που συνθέτουν τον μύθο και τη μνήμη που άφησε το πέρασμά της από το ούτως ή άλλως νεφελώδες ελληνικό στερέωμα.
Το κυρίαρχο στίγμα της στην ελληνική τέχνη, που την υπηρέτησε με πάθος και αυτοθυσία μέχρι τέλους, έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένα. Λιγότερο έχει αναλυθεί ο χαρακτήρας και η ανθρώπινη υπόστασή της, ενώ η όλη καλλιτεχνική πορεία της έχει αναγνωρισθεί θριαμβευτικά. Στο απόγειο της σταδιοδρομίας της βρέθηκε εντελώς άδικα στο μάτι του κυκλώνα και της αφαιρέθηκε η ζωή υπό τις γνωστές συνθήκες.
Δικαίως θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Άραγε πώς θα ήταν η τέχνη στη μεταπολεμική Ελλάδα αν δεν είχε μεσολαβήσει η βάρβαρη δολοφονία της μεγάλης ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη στα Δεκεμβριανά του 1944; Τι διεθνείς δάφνες θα είχε επιτύχει η πολυτάλαντη καλλιτέχνιδα που τόσο πρόωρα και τόσο βάναυσα χάθηκε; Και πόσες τύψεις θα βάραιναν τη συνείδηση όσων βρέθηκαν πίσω από την άγρια σφαγή της, είτε ως άμεσα εκτελεστικά όργανα είτε ως υποκινητές και ηθικοί αυτουργοί;
Κάποια στιγμή τότε ελέχθη και αυτό: «Φθάνει πια η Παπαδάκη! Τώρα θα παίξουμε εμείς τραγωδία!» Ώστε αυτό ήταν; Και τι τελικά απέγιναν οι νεαρές υποψήφιες ντίβες που το εκστόμισαν;
Σήμερα, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τον χαμό της, όλα βεβαίως έχουν καταλαγιάσει και μπορεί να γίνει η αποτίμηση. Χωρίς φόβο και πάθος, χωρίς εμμονές και προκαταλήψεις.
Με γνώμονα ότι βασικό χρέος του ιστορικού ερευνητή είναι να μην αποσιωπά τα κρίσιμα στοιχεία που έρχονται στην αντίληψή του, αλλά και να εξαντλεί ταυτόχρονα την προσπάθειά του, σ’ αυτό το βιβλίο δίνουμε όλη τη διάσταση του θέματος. Αν και ποτέ και από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε το υπερμέγεθες ταλέντο της Ελένης Παπαδάκη, κάποιες πτυχές της προσωπικής τραγωδίας της έμειναν απροσπέλαστες. Επιχειρούμε εδώ να τις φωτίσουμε και να τις αναλύσουμε, αναζητώντας την ιστορική αλήθεια. Μελετήσαμε όλες τις διαθέσιμες πηγές, γραπτές ή προφορικές, ενώ ανατρέξαμε σε αρχεία δημοσιευμένα ή μη, ώστε η έρευνα να έχει το μέγιστο δυνατό εύρος.
Προσωπικά γνώρισα στο παρελθόν ανθρώπους που με θαυμασμό μιλούσαν για την προσωπικότητα και γενικά για την τέχνη της, απλούς και επώνυμους. Πρόλαβα ακόμη να έλθω σε επαφή με άλλους που την είχαν ζήσει από κοντά ή είχαν με πάθος ασχοληθεί με τη ζωή της. Επί ώρες συζητούσα για τη μεγάλη ηθοποιό με τη Μπούμπα Κοριζή-Παπαληγούρα, ιδιαίτερα στα χρόνια της δικτατορίας που βρισκόμουν με το ζεύγος Παπαληγούρα συχνά τις Κυριακές. Μου περιέγραφε την υπεροχή της ως προικισμένης προσωπικότητας.
Γνώρισα επίσης και τον Πολύβιο Μαρσάν, που σε σημείο εμμονικό είχε αφιερώσει τη ζωή του στην έρευνα του φαινομένου Παπαδάκη. Ήταν η εποχή που μόλις είχε πεθάνει ο αδελφός της Μιχάλης Παπαδάκης και πλέον είχε πάρει την απόφαση να ολοκληρώσει το έργο ζωής όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε, τη βιογραφία της – πράγματι μοναδικό και ανυπέρβλητο σημείο αναφοράς. Τον είχα γνωρίσει, έπειτα από σύσταση του περίφημου διευθυντή της κατοχικής ραδιοφωνίας Ιωάννη Βουλπιώτη, μαζί με τον Νίκο Πετσάλη-Διομήδη, όταν οι δύο φίλοι έγραφαν ταυτόχρονα ο ένας για την Παπαδάκη και ο άλλος για τη Μαρία Κάλλας (η αλήθεια είναι πως ο Μαρσάν είχε προηγηθεί του Πετσάλη ως προς την Κάλλας, έχοντας ήδη το 1983 εκδώσει το πρώτο του βιβλίο για την ελληνική σταδιοδρομία της). Στα επόμενα χρόνια, οπότε κυκλοφόρησαν οι δύο αυτές βιογραφίες, δικαιώθηκαν με καθολική αναγνώριση.
Ομολογώ ότι τότε δεν μπορούσα να διανοηθώ σε πόσο βάθος θα έφτανε η έρευνα του Μαρσάν για την Ελένη Παπαδάκη. Έργο μιας ολόκληρης ζωής ήταν, που πραγματοποιήθηκε με σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια και με υπευθυνότητα. Και φαίνεται μάλιστα πως έκρυβε τόση ένταση και αγωνία η έρευνα αυτή για τον εκλεκτό συγγραφέα της, ώστε λίγο μετά από τη δημοσίευσή της σ’ έναν επιμελημένο τόμο, εκείνος απήλθε του ματαίου τούτου κόσμου, έχοντας όμως προλάβει να δημοσιοποιήσει τη συμβολή του, μάλιστα στο έπακρο ολοκληρωμένη. Αλλά αν και με τον Μαρσάν νέα στοιχεία ήρθαν σε φως, αν και εξαντλητικά αντιμετωπίστηκαν διάφορες άγνωστες πτυχές, η απορία έμεινε ανικανοποίητη για όλους: ΓΙΑΤΙ και ποιος έδωσε την εντολή της δολοφονίας της;
Φαίνεται πως τα ερωτηματικά αυτά θα μείνουν διαχρονικώς αναπάντητα. Καθώς δεν ήταν ένα απλό έγκλημα η δολοφονία της Παπαδάκη, όσες ανύπαρκτες και συκοφαντικές δικαιολογίες και αν αρχικά προβλήθηκαν, επιχειρήθηκε απαρχής να αποκρυβούν τα πραγματικά περιστατικά. Η υπόθεση αμέσως συσκοτίσθηκε, οι δε ηθικοί αυτουργοί δείλιασαν να βγουν μπροστά για να αιτιολογήσουν τις πράξεις τους ή τις εντολές που έδωσαν. Δεν υπήρχε κανένα χειροπιαστό στοιχείο εις βάρος του θύματος και θα ήταν αδιανόητη οποιαδήποτε δικαιολόγηση του εγκλήματος αυτού από την ελληνική κοινωνία που είχε παγώσει με φρίκη.
Η τότε ηγεσία της Αριστεράς έσπευσε να καταδικάσει ξεκάθαρα το γεγονός, συνειδητοποιώντας πόσο επιβλαβής θα κατέληγε η υπόθεση. Όμως ούτως ή άλλως είχε χρεωθεί τη δολοφονία της Παπαδάκη.
Πολύ νωρίτερα ωστόσο είχε προηγηθεί μία δολοφονία του χαρακτήρα της και αυτήν δεν την είχε προκαλέσει η Αριστερά. Προήλθε από την άλλη πλευρά, από τους κύκλους μιας αντιστασιακής εφημερίδας με σαφή αντικομμουνιστική τοποθέτηση, όπως αναλύεται σε επόμενες σελίδες. Μέσα από μια σειρά τέτοιων δημοσιευμάτων έγινε η συστηματική ηθική εξόντωση της μεγάλης ηθοποιού με ανύπαρκτες συκοφαντικές κατηγορίες και κυρίως με εμφανή και προέχοντα στόχο τον ηθικό διασυρμό της.
Συνεπώς, θα έλεγε κάποιος ότι η πραγματική δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη διαπράχθηκε σε δύο χρονικές φάσεις και μάλιστα από δύο διαφορετικές (και μεταξύ τους αντιμαχόμενες) πολιτικές πλευρές. Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ νηφάλιος για να διακρίνει τα ουσιαστικά περιστατικά, χωρίς να παρασυρθεί από προκαταλήψεις και ιδεοληψίες.
Η πρώτη φάση της δολοφονίας της, η δολοφονία χαρακτήρα, γρήγορα αγνοήθηκε και ποτέ δεν διερευνήθηκε δικαστικά ή άλλως πως. Αν δεν υπήρχε το δόγμα scripta manent, ούτε και τώρα θα συζητούσαμε το θέμα. Θα μπορούσε μάλιστα κατ’ επέκταση να υποστηριχθεί ότι εις βάρος της Ελένης Παπαδάκη στήθηκε μια αόρατη πλεκτάνη, ένα είδος συμπαιγνίας: Συκοφάντησαν οι μεν και στη συνέχεια εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι δε, στηριζόμενοι στα όσα ψευδή είχαν προηγουμένως καταγγείλει οι πρώτοι. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα στις δύο φάσεις, της ψυχικής και της σωματικής δολοφονίας, υπήρχε και μια αδιόρατη ενδιάμεση – η συστηματική προσπάθεια υπόσκαψης των παραστάσεων όπου κατά γενική ομολογία θριάμβευε η Παπαδάκη. Με τεχνητές λιποθυμίες, δόλια σαμποτάζ κ.ο.κ.
Στη συνέχεια, στο πέρασμα των χρόνων, διαπιστώνεται ότι στήθηκε και ένα σκηνικό σκόπιμης υποκρισίας, επίσης και από τις δύο πολιτικές όχθες. Αφού πλέον είχε εκλείψει βιολογικά η μεγάλη ηθοποιός, γινόταν μια ξεδιάντροπη σκύλευση...
Αν ωστόσο κάποιος θα επέμενε να εντρυφήσει στα πιθανά κίνητρα όσων με τέτοια απάνθρωπα μέσα ενήργησαν, η κοινή λογική δεν θα τον βοηθούσε να φθάσει σ’ αυτά. Υπεράνω της κοινής λογικής, μακράν κάθε επίπλαστης ιδεολογικής κάλυψης. Τίποτα δεν ήταν εύλογο.
Με μεγάλη καθυστέρηση εφευρέθηκε ο γελοίος ισχυρισμός περί δόλιας προβοκάτσιας που προερχόταν από την ούτως ή άλλως αμαρτωλή Ιντέλιτζενς Σέρβις. Αλλά και εδώ πάλι η κοινή λογική παραμερίστηκε.
Είναι να τρομάζει κανείς με τέτοιες μεθοδεύσεις και αστειότητες. Ήδη είχαν τρομάξει οι προηγούμενες συμπεριφορές εναντίον της Παπαδάκη ενόσω ήταν εν ζωή. Ίσως τελικά ο φθόνος να έχει μεγαλύτερη ισχύ και απ’ αυτό ακόμη το μίσος, το θανάσιμο μίσος. Δεν μπορούσε να πληγεί η προσωπικότητα και το μοναδικό ταλέντο της διαφορετικά, παρά μόνο με τον οχετό των ύβρεων και των συκοφαντιών, τις σεξιστικές αναφορές ή τις μυθοπλασίες για δήθεν κρυφό ερωτικό δεσμό ή ακόμη και γάμο με τον κατοχικό πρωθυπουργό, για σχέσεις της με Γερμανούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Επιχειρήθηκε συστηματικά η εξουθένωσή της κατά το τελευταίο διάστημα της Κατοχής με την ανήθικη πολεμική που εξαπολύθηκε εναντίον της. Η ίδια την αντιμετώπισε με σταθερή αξιοπρέπεια και χωρίς να διστάσει να συνεχίζει την καλλιτεχνική προσφορά της, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν αθόρυβα για να μεσολαβεί στους ισχυρούς της εποχής προς διάσωση ανθρώπων που κινδύνευαν. Τόσων πολλών μάλιστα, ώστε μετά το τέλος της Κατοχής λογικά θα έπρεπε να τιμηθεί ιδιαίτερα γι’ αυτό.
Ακριβώς το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή είχε αποτελέσματα στις παρεμβάσεις της υπέρ διωκομένων συνανθρώπων, χρησιμοποιήθηκε μεταπελευθερωτικά ως βασική αιτιολόγηση των σχέσεών της με τους ισχυρούς της εποχής. Αλλά πόσο επιλήψιμο μπορεί να είναι να απευθύνεσαι λ.χ. σε κάποιον Γερμανό φιλότεχνο ή διανοούμενο που τυχαίνει να υπηρετεί στην Αθήνα ως έφεδρος στον κατοχικό στρατό και ταυτόχρονα να είναι θαυμαστής της τέχνης σου; Ίσως και να σε έχει ερωτευθεί ακόμη και να επιζητεί συχνά τη συντροφιά σου;
Κάπως έτσι ο συγγραφέας έφθασε στο επίμαχο πρόσωπο, που δεν ήταν παρά ένας νεαρός διανοούμενος, διορισμένος τότε ως έφεδρος σε μια υπηρεσία της γερμανικής προπαγάνδας στην Αθήνα. Προπολεμικά ήταν ο ιδιαίτερος γραμματέας ενός μεγάλου Γερμανού δραματουργού, του Χάουπτμαν, με την έναρξη του πολέμου επιστρατεύθηκε και τελικά μετατέθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα, όπου έμεινε όλα τα χρόνια. Για υπηρεσιακούς λόγους, αλλά και λόγω των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων του, παρακολουθούσε την εγχώρια θεατρική και καλλιτεχνική κίνηση και πραγματοποίησε ταξίδια σε διάφορα μέρη της χώρας μας, ώστε τελικά ο ίδιος να γίνει μεταπολεμικά ένας πολύ γνωστός συγγραφέας στη Γερμανία, κάθε άλλο παρά απολογητής του ναζισμού. Μερικά από τα βιβλία του αυτά αναφέρονται στα ταξίδια του ανά την Ελλάδα, ιδιαίτερα για την Κρήτη, το Άγιον Όρος κ.ά.
Αν και ο στρατιωτικός βαθμός του ήταν πολύ χαμηλός ιεραρχικά, εντούτοις λόγω της φύσης της υπηρεσίας του διέθετε ισχυρές διασυνδέσεις ώστε να επιτυγχάνει τις χάρες που του ζητούσε η μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός υπέρ διαφόρων διωκομένων Ελλήνων. Ο ίδιος έμεινε στη θέση του στην Αθήνα μέχρι τις τελευταίες μέρες πριν από την Απελευθέρωση και αργότερα συνελήφθη ως αιχμάλωτος πολέμου μένοντας έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Αίγυπτο επί δύο χρόνια.
Από την άλλη μεριά, η Ελένη Παπαδάκη χρησιμοποιούσε για τον ίδιο σκοπό έναν άλλο θαυμαστή της τέχνης και του ταλέντου της, που συνέπιπτε να είναι και παλαιός οικογενειακός γνώριμος, ως στενός φίλος του πατέρα της: τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη. Πολλές παρόμοιες χάρες σωτηρίας διωκομένων που του ζητούσε, ήταν εφικτό να τις εξασφαλίσει από τους Γερμανούς ιθύνοντες, άλλες όμως όχι.
Τώρα αυτό καθεαυτό το γεγονός αν είχε ή δεν είχε αισθηματική σχέση με τον έφεδρο Γερμανό ή ακόμη και με τον Ιωάννη Ράλλη είναι αδιάφορο. Αλλά επειδή στο παρελθόν έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί, ιδίως κατά τις αήθεις επιθέσεις της συγκεκριμένης αντιστασιακής εφημερίδας και στη συνέχεια ως κεντρικό επιχείρημα για να διαγραφεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, όσο άχαρι και να είναι θα έπρεπε να συζητηθεί.
Κανένα στοιχείο και καμιά εκατέρωθεν αξιόπιστη μαρτυρία δεν το επιβεβαιώνει. Οφείλω όμως να αναφέρω κάτι, σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σχέσης με τον Ιω. Ράλλη. Συνδεόμενος επί πολλές δεκαετίες με τον γιο του, τον αείμνηστο πολιτικό Γεώργιο Ράλλη, πολλές φορές συζητώντας μαζί του το θέμα Παπαδάκη, δεν μου έδωσε μια κατηγορηματική διάψευση επ’ αυτού. Αν και οι συζητήσεις μας για ιστορικά ζητήματα είχαν ούτως ή άλλως προσωπικό χαρακτήρα και όχι προς δημοσίευση (off the record), ποτέ δεν παραδέχθηκε – στο μέτρο που ο ίδιος ήξερε πραγματικά – ότι υπήρξε ερωτική σχέση μεταξύ του πατέρα του και της Παπαδάκη. Εδώ, για όσους γνώρισαν τον Γ. Ράλλη, έχει ιδιαίτερη αξία να υπογραμμισθεί η υπερβολική ειλικρίνειά του ως προσωπικότητα.
Συνεπώς τείνω και εγώ στην εκδοχή όχι μιας ερωτικής σχέσης, αλλά μιας αμοιβαίας αλληλοεκτίμησης με κοινά σημεία αναφοράς, καθώς – αυτό είναι ελάχιστα διαδεδομένο έως άγνωστο – ο εν λόγω κατοχικός πρωθυπουργός είχε ευρωπαϊκή κουλτούρα και κάθε άλλο παρά ένας άξεστος μέθυσος ήταν.
Σε αντίθεση με άλλες καλλιτέχνιδες της εποχής, η Ελένη Παπαδάκη δεν ήταν διαθέσιμη σε πολλαπλές αισθηματικές σχέσεις. Δύο υπήρξαν οι γνωστές σχέσεις της, μία με τον Παύλο Ευσταθιάδη στα προπολεμικά χρόνια και μία άλλη στη συνέχεια με τον Εβραιοαυστριακό μουσικό Σαμ Μπράντενμπουργκ, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Υπάρχουν βέβαια και τα φαιδρά περί δήθεν ομοφυλοφιλικής ιδιαιτερότητάς της. Στα συγκεκριμένα χρόνια και μάλιστα από τη συγκεκριμένη αντιστασιακή εφημερίδα γινόταν συστηματική χρήση της «καταγγελίας» αυτής για να θιγούν πρόσωπα που της απάρεσκαν. Σύμφωνα με τα γραφόμενά της, τα περισσότερα από τα μέλη της κατοχικής κυβέρνησης χαρακτηρίζονταν ως ομοφυλόφιλοι, κίναιδοι ή «αδελφές» και λοιπά παρόμοια. Ούτως ή άλλως ανυπόγραφα ήταν τα δημοσιεύματα, ανώνυμοι και οι συντάκτες ή οι διευθυντές της. Μετά από την Απελευθέρωση, η ίδια εφημερίδα συνέχισε για μερικά χρόνια την έκδοσή της ως νόμιμη πλέον, χωρίς να επαναλάβει παρόμοιους χαρακτηρισμούς, αφού πλέον θα είχε να αντιμετωπίσει αστικές και ποινικές ευθύνες. Αυτό δεν αφορούσε μόνο στην Παπαδάκη, αλλά και σε όσους άλλους είχε επιτεθεί με τέτοιους χαρακτηρισμούς.
Με την Ελένη Παπαδάκη στο στόχαστρο επιχειρήθηκε αρχικά η ηθική εξόντωσή της σ’ αυτή την πρώτη φάση. Στη δεύτερη φάση, οπότε τη σκυτάλη πήρε η άλλη πολιτική πλευρά, με τα ίδια επιχειρήματα τον πρώτο καιρό θα αιτιολογηθεί η φυσική εξόντωσή της. Και επιπρόσθετα δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι εκείνα τα χρόνια το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών είχε συχνή και πολλαπλή εφαρμογή όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, ιδίως στις κατεχόμενες που απελευθερώνονταν.
Ένα τέτοιο μεγάλο έως ανυπέρβλητο ταλέντο, μια τέτοια προικισμένη ιέρεια της τέχνης, η Ελένη Παπαδάκη, βίωσε τη δική της τραγωδία. Ένας αργός θάνατος με χυδαία πετροβολήματα, χτυπήματα κάτω από τη μέση, με αγκαθωτά στεφάνια στο μέτωπό της – μέχρι να σβήσει η ψυχή της. Ψελλίσματα οι έωλες κατηγορίες χωρίς καμιά πειστικότητα για όσους λειτουργούν με την κοινή λογική. Και εκείνη; Εκείνη έδειξε στο έπακρο τη στωικότητά της, την προσωπική αξιοπρέπειά της, την βαθιά πίστη στον εαυτό της. Δεν χρησιμοποίησε μεθοδεύσεις για να αλλάξει τη μοίρα της. Δεν συζήτησε καν να υπογράψει δηλώσεις μετανοίας ή να διαλαλήσει μεταστροφές και να απαξιώσει τον εγωισμό της. Δεν ακολούθησε τα βήματα των βασικών κατηγόρων της στο «λαϊκό δικαστήριο» των ηθοποιών, του Αιμίλιου Βεάκη και του Σπύρου Πατρίκιου που είχαν εγκαίρως μεταπηδήσει… Άφες αυτοίς…
Σ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας προσπάθησε με επιμονή και αφοσίωση να ερευνήσει κάθε διαθέσιμο στοιχείο για τη διπλή δολοφονία της Παπαδάκη, ηθική και φυσική, ενώ θέλησε με υπευθυνότητα να εξαγάγει τα ανάλογα συμπεράσματα, αποστασιοποιημένος από πολιτικές εξαρτήσεις ή σκοπιμότητες. Εναπόκειται στον αναγνώστη να κρίνει το αποτέλεσμα.