Η συμμαχική νίκη
και η Ελλάδα
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Περίληψη της εισαγωγής που είχε κάνει ο ιστορικός συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας στο Διεθνές Ελληνορωσικό Επιστημονικό Συνέδριο "70 χρόνια από τη Μεγάλη Νίκη: εξαιρετική επικαιρότητα του θριάμβου του 1945" (Αθήνα, ξενοδοχείο Κάραβελ, 23 Απριλίου 2015):
Αναμφίβολα
είναι πολυσήμαντης αξίας η εμπλοκή της Ελλάδος στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Υποχρεώθηκε ακούσια να λάβει μέρος σ’ αυτόν εξαιτίας της ιταλικής
επιθετικότητας απέναντί της, αντιστάθηκε και αντιμετώπισε με επιτυχία τον πρώτο
εισβολέα, τον Ιταλό, με τρόπο που προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό τότε. Έχουν
γραφεί και λεχθεί πολλά για το περίφημο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η άρνηση
αυτή να αποδεχθεί την καταρράκωση της εθνικής κυριαρχίας δεν αποτελούσε έναν
απλό συμβολισμό, όπως αρχικά νομίστηκε από τη διεθνή κοινή γνώμη σε μια φάση
που οι αξονικές δυνάμεις κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Τα γεγονότα που ακολούθησαν
διατράνωσαν την πεποίθηση για την πολεμική ικανότητα του Έλληνα στρατιώτη, εις
πείσμα των υπερτέρων τεχνικών και ποσοτικών πλεονεκτημάτων του εισβολέα.
Αλλά το
συναισθηματικό στοιχείο δεν διαμορφώνει την ιστορική αλήθεια, παρά μόνο στο
μέτρο που αντιστοιχεί στα γεγονότα. Και εν προκειμένω, δηλαδή στην ελληνική
αντίσταση που προβλήθηκε κατά την ιταλική επίθεση, τα γεγονότα είναι
αυταπόδεικτα. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 με τη βούληση ενός ανθρώπου ελέχθη
αποφασιστικά το ΟΧΙ, που το είπε ένας δικτάτορας, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος
μάλιστα είχε εγκαθιδρύσει πολιτικά ένα ολοκληρωτικό καθεστώς με σαφή φασιστικά
χαρακτηριστικά. Το βέβαιο είναι ότι ο ελληνικός λαός εκθύμως ενστερνίστηκε και
ακολούθησε αυτή την απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να αναρωτηθούμε πώς θα είχε
αντιδράσει αν εκείνος ο δικτάτορας είχε απαντήσει στο ιταλικό τελεσίγραφο με
μια κατάφαση. Και επίσης το βέβαιο είναι ότι υπήρχε και επιτελικός σχεδιασμός
και πρόνοια για το ενδεχόμενο της ιταλικής απόπειρας εισβολής. Υπήρξε όμως,
αυτό πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, και η πρωτοβουλία ορισμένων στρατιωτικών
ηγητόρων που αγνόησαν τις πάγιες επιτελικές διαταγές για προνοητική σύμπτυξη
των δυνάμεων, σπεύδοντας να αντεπιτεθούν και να ανατρέψουν τα δεδομένα. Κάποιοι
απ’ αυτούς τους ηρωικούς ηγήτορες συνέπεσε να γίνουν κατοχικοί υπουργοί, αλλά
αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
Από την
έκρηξη της ιταλικής επίθεσης μέχρι την εκδήλωση και της γερμανικής, δηλαδή στις
6 Απριλίου 1941, η Ελλάδα πολεμά αταλάντευτα και ακούραστα, καταγράφοντας
αλλεπάλληλες στρατιωτικές νίκες που βεβαιωμένα προκαλούν τον διεθνή θαυμασμό.
Έχουν επανειλημμένα καταγραφεί όλα αυτά, ώστε δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Σημασία έχει να έχουμε υπόψη μας τι προηγήθηκε.
Η ιταλική
επίθεση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, τουλάχιστον για τον τότε πρωθυπουργό. Είχε
αρκούντως προετοιμασθεί από πολύ νωρίτερα, πριν καν εκραγεί ο δεύτερος
παγκόσμιος πόλεμος, και ειδικότερα από τον Απρίλιο 1939 όταν η Ιταλία κατέλαβε
στρατιωτικά την Αλβανία. Παρά την επιφανειακή ουδετερότητά της η Ελλάδα είχε
εξωτερική πολιτική που ήταν προσανατολισμένη προς τη βρετανική. Η απόφαση αυτή
είχε ληφθεί από χρόνια, όταν ο Μεταξάς αθόρυβα επέλεξε τη βρετανική επιρροή στη
Μεσόγειο από την ιταλική.
Το ιδανικό
θα ήταν να αποφύγει τη στρατιωτική εμπλοκή μας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
επιτυγχάνοντας ρόλο «επιτηδείου ουδετέρου», κάπως ανάλογο με εκείνον της
Τουρκίας, αλλά δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι ο
Μεταξάς κινήθηκε προς κάθε κατεύθυνση, όχι μόνο προς τη Γερμανία (η οποία είχε
εκχωρήσει τη σφαίρα επιρροής των Βαλκανίων στην Ιταλία), αλλά ακόμη και προς τη
Σοβιετική Ένωση. Επιχείρησε το καλοκαίρι του 1940, λίγο πριν από τη
διαφαινόμενη ιταλική επίθεση, να χρησιμοποιήσει ακόμη και τον φυλακισμένο
αρχηγό του ΚΚΕ, τον Νίκο Ζαχαριάδη, ώστε να επικοινωνήσει με τη Μόσχα, σε μια
εποχή που εκείνη διατηρούσε συμβατικές φιλικές σχέσεις με τον Άξονα, αλλά
συνάντησε παγερό τείχος αδιαφορίας.
Τον έφερε ο
Μανιαδάκης από την Κέρκυρα στην Αθήνα και του υποδείχθηκε επίμονα να καλέσει τη
γυναίκα του που εργαζόταν στα γραφεία της Κομινφόρμ στη Μόσχα για να έρθει κι
αυτή στην Αθήνα. Αλλά προφανώς το σοβιετικό καθεστώς δεν θέλησε με κανένα τρόπο
να εκτεθεί σε κάτι τέτοιο. Μάταια η ελληνική πρεσβεία Μόσχας ανέμενε να της
δώσει βίζα για να φτάσει στην Αθήνα, ώστε να ζητηθεί η έμμεση άσκηση πίεσης
προς τον Άξονα. Όσο επίσης μάταια η ελληνική κυβέρνηση, μετά τις 28 Οκτωβρίου,
περίμενε να διευκολυνθεί η μέσω του σοβιετικού εδάφους άφιξη των αμερικανικών
αεροπλάνων στην Ελλάδα.
Όπως είναι
γνωστό η Σοβιετική Ένωση ήδη από τις παραμονές της έκρηξης του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941, οπότε υπέστη τη γερμανική
επίθεση, ακολουθούσε μια σταθερή εξωτερική πολιτική που κάθε άλλο παρά φιλική
ήταν προς τη συμμαχική υπόθεση. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα έχουμε και την πικρή
μνήμη της εκδίωξης του Έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα Διαμαντόπουλου στα τέλη Μαΐου
1941, όταν χάθηκε η Μάχη της Κρήτης, με το αιτιολογικό ότι εκπροσωπούσε μια
κυβέρνηση, την κυβέρνηση Τσουδερού, που ήταν ντε γιούρε πλέον.
Ωστόσο η
ίδια η Μάχη της Κρήτης και γενικότερα ο ελληνογερμανικός πόλεμος την άνοιξη του
1941, θεωρείται ότι υπήρξε η αιτία της αναβολής της γερμανικής επίθεσης κατά
της Σοβιετικής Ένωσης που ανέτρεψε τα δεδομένα. Με την ίδια λογική ερμηνεύεται και
η επιτυχής ελληνική αντίσταση κατά του Μουσολίνι επί έξι ολόκληρους μήνες, η
οποία προκάλεσε τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
Πέρα από
τους διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς, η ελληνική αντίσταση κατά της ιταλικής εισβολής
απέκτησε ιδιαίτερο συμβολισμό καθώς η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην ηπειρωτική
Ευρώπη που εκείνη την εποχή πολεμούσε κατά των δυνάμεων του Άξονα. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν είχαν εισέλθει στον πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση τηρούσε με
επιμέλεια τη φιλική συμβατική της σχέση και η Βρετανία ήταν η μόνη συμμαχική
δύναμη που στήριζε τη χώρα μας, χωρίς βεβαίως να αγνοεί τα δικά της ιδιαίτερα
συμφέροντα.
Στο σημείο
αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η επιμονή της να διευρύνει το βαλκανικό μέτωπο,
φέρνοντας στην Ελλάδα στρατιωτικές ενισχύσεις που δεν μπορούσαν να είναι
αποτελεσματικές σε περίπτωση γερμανικής ανάμιξης τοπικά. Ειδικότερα μάλιστα το
επίμονο αίτημα άφιξης βρετανικής αεροπορικής δύναμης στη Θεσσαλονίκη, που
μοιραία θα προκαλούσε την άμεση γερμανική επέμβαση, στο οποίο αντιδρούσε ο
Ιωάννης Μεταξάς, συνδέεται τουλάχιστον χρονικά με τον μυστηριώδη θάνατό του
μερικές μέρες αργότερα τον Ιανουάριο 1941.
Αλλά,
ανεξάρτητα από όλα αυτά, η ελληνική νίκη στο Αλβανικό Μέτωπο αποτελεί έναν
ακρογωνιαίο λίθο στην τελική συμμαχική νίκη, αν και πολύ φοβάμαι ότι τελικά
έχει υποεκτιμηθεί διεθνώς, όταν από ορισμένους ιστορικούς αμφισβητείται και
αυτή η αξία της ως προς την κρισιμότητα του χρόνου με την κατά πέντε εβδομάδες
καθυστέρηση έναρξης του γερμανορωσικού πολέμου. Εκείνο όμως που δεν μπορεί ποτέ
να αμφισβητηθεί είναι η πνοή που έδωσε η επιτυχής ελληνική στρατιωτική
αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα και η αναπτέρωση του ηθικού της διεθνούς
κοινής γνώμης.
Σ’ αυτή τη
φάση, το σθένος και ο ηρωισμός του Έλληνα στρατιώτη εκτιμήθηκε αρκούντως όχι
μόνο από τα συμμαχικά έθνη και τα ουδέτερα, αλλά ακόμα και από τον ίδιο τον
εχθρό με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Χίτλερ που δημοσίως έπλεξε το εγκώμιό του.
Οπωσδήποτε η
αλληλουχία των πολεμικών γεγονότων στα τόσο κρίσιμα εκείνα χρόνια δεν μπορεί να
εκτιμηθεί με τοπικά περιορισμένα κριτήρια, παρά μόνο ως ένα σύνολο. Και το
βέβαιο είναι ότι η ελληνική συμμετοχή υπήρξε όχι μόνο καθοριστικής σημασίας στη
συγκεκριμένη περίοδο, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τον Μάιο του 1941,
αλλά και σε μεταγενέστερες φάσεις. Η έξαρση της Εθνικής Αντίστασης στο επόμενο
διάστημα της Κατοχής είναι πολυθρύλητη, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες ή αδυναμίες
της.
Το γεγονός
ότι έχουν ήδη περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε βοήθησε στο να δούμε πιο
νηφάλια τα ιστορικά γεγονότα που μας αφορούν, προφανώς όχι σε απόλυτο βαθμό. Εδώ
και μερικά χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται σε νέο Γολγοθά, είναι εγκλωβισμένη σε μια
νέα περίοδο οξύτατης κρίσης, αυτή τη φορά οικονομικοκοινωνικής κρίσης με έντονα
καταστροφικά χαρακτηριστικά. Τώρα έχουμε το φαινόμενο οι ηττημένοι του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου στα εβδομήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει να δημιουργήσουν
ένα νέο μοντέλο οικονομικού ηγεμονισμού που μας πλήττει ευθέως. Δικαίως
αναρωτιούνται πολλοί πόσο ωμή μπορεί να είναι η συμπεριφορά του γερμανικού
κράτους απέναντί μας ακόμα και σήμερα, καθώς πεισματικά αρνούνται να καταβάλουν
το γερμανικό χρέος που έρχεται από τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου
και κατά τις δικές μου εκτιμήσεις, όπως τις έχω δημοσιοποιήσει κάθε άλλο παρά
άκοπα και επιπόλαια, υπερβαίνουν το σύνολο του εξωτερικού μας χρέους. Ομιλώ για
το κατοχικό δάνειο, όχι για τις πολεμικές αποζημιώσεις ή επανορθώσεις.
Τελικά,
το μεγάλο ηθικό ερώτημα είναι πιο απλοϊκό: Ο όλος αγώνας μας στα χρόνια του
πολέμου τόσο μάταιος ήταν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.