Παλιά καρτ-ποστάλ με θέμα τη Μονή Βατοπεδίου. |
Πάσχα 1944. Γερμανοί με στολές και πολιτικά και μέλη της διοίκησης του Πρωτάτου. |
Η ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΚΑΤΟΧΗ
Τις μέρες που ο Τσολάκογλου
υπέγραφε τη συνθηκολόγηση, οι Βούλγαροι – βάσει της συμφωνίας που είχαν συνάψει
με τη Γερμανία για να επιτρέψουν τη δίοδο των στρατευμάτων της και να φθάσουν
στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα – υποκαθιστούσαν τον γερμανικό στρατό κατοχής και
καταλάμβαναν τη Δυτική Μακεδονία και τη Θράκη. Έτσι επέτυχαν το πολυπόθητο
όνειρό τους: να φθάσουν στο Αιγαίο.
Ανεξάρτητα από τις τραγικές
μεταβολές που εν γένει επέφερε στην Ελλάδα η παραχώρηση της κατοχής στους
Βουλγάρους, η Μονή Βατοπεδίου είχε πρόσθετους λόγους ανησυχίας. Ενώ στις δύο
προηγούμενες δεκαετίες είχε διεξαγάγει σκληρό δικαστικό και παρασκηνιακό αγώνα
για να επιτύχει την πρακτική αναγνώριση της ιδιοκτησίας της στη Βιστωνίδα λίμνη
(Μπουρού, όπως ήταν η παλαιά ονομασία της), μόλις τον Αύγουστο 1940 κατόρθωσε
να επιτύχει την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας προς ίδιον όφελος.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου κύριος μοχλός για τις διεκδικήσεις της Μονής Βατοπεδίου
έναντι του ελληνικού κράτους ήταν ο δικηγόρος Ιωάννης Ηλιάκης[1], προσωπικός φίλος του
Ελευθερίου Βενιζέλου, ο μόνος που την εποχή της παντοδυναμίας του τον
προσφωνούσε «Λευτεράκη». Ακόμη και τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη, τον
μετέπειτα αρχηγό του ΕΛΑΣ, κάλεσε και φιλοξένησε στη Μονή Βατοπεδίου ο Ηλιάκης[2], στο πλαίσιο δημοσίων
σχέσεων.
Μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία
ο Τσολάκογλου, ο Ιω. Ηλιάκης του ζήτησε να λάβει μέριμνα για τη Μονή
Βατοπεδίου, της οποίας – λόγω της βουλγαρικής κατοχής της Βιστωνίδος –τα εισοδήματα,
που μετά από πολλούς αγώνες μόλις τον περασμένο Αύγουστο είχε κατορθώσει να της
αναγνωρισθούν, αναμένονταν περιορισμένα. Τον Ιούλιο 1941 η κατοχική κυβέρνηση
δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το υπ’ αριθ. 271 νομοθετικό διάταγμα[3] «περί αυθεντικής ερμηνείας
του από 8/10 Απριλίου 1924 Ν.Δ. περί εξουσιοδοτήσεως του Υπουργού της Γεωργίας
να υπογράψη δύο συμβάσεις μετά της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους και Ιεράς Μονής
Βατοπεδίου περί παραχωρήσεως κλπ.», βάσει του οποίου ρυθμιζόταν η
χρηματοδότηση, οργάνωση και διοίκηση της Αθωνιάδος Σχολής. Αργότερα η Αθωνιάς
αναγνωρίστηκε (και μάλιστα αναδρομικά από το 1935) ως ισότιμη με τα ελληνικά δημόσια
γυμνάσια.
Η παραχώρηση της ιχθυοτροφικής
εκμετάλλευσης της λίμνης Μπουρού είχε συνδυασθεί με τη μεταβίβαση στο ελληνικό
δημόσιο δύο αγροκτημάτων στη Χαλκιδική, που επίσης ανήκαν στη Μονή Βατοπεδίου,
υπό τον όρο να χρηματοδοτεί (από τα έσοδα της εκμετάλλευσης) με ποσόν 1.100.000
δρχ. ετησίως τη λειτουργία της Αθωνιάδος Σχολής στο Άγιον Όρος. Η κυβέρνηση
Τσολάκογλου, αναγνωρίζοντας ότι λόγω της βουλγαρικής κατοχής που μεσολάβησε η
Μονή Βατοπεδίου δεν είχε επαρκή εισοδήματα για να καταβάλλει αυτό το ποσόν,
εξέδωσε το Ν.Δ. 271, μειώνοντας το ποσόν στις 700.000 δρχ., αλλά πρόσθεσε τον
όρο ότι εφεξής η οργάνωση και διοίκηση της Αθωνιάδος θα ασκείται από κοινού με
την Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους και τη Μονή Βατοπεδίου.
Εν τω μεταξύ η Μονή, ελέω
Χίτλερ, είχε διασώσει την ιδιοκτησία και τα εισοδήματά της από τη λιμνοθάλασσα
Μπουρού ή Βιστωνίδα. Με ένα ειδικό διάταγμά του, το οποίο οι αγιορείτες το
είχαν ονομάσει «χρυσόβουλο», το Ράιχ εγγυόταν το διεθνές καθεστώς του Αγίου Όρους
και με την έννοια αυτή η Μονή Βατοπεδίου διατηρούσε την περιουσία και τα
δικαιώματά της από τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή, στην οποία βρισκόταν η λίμνη.
Το διάταγμα αυτό (για χάρη του οποίου είχε αναρτηθεί και ένα ευμεγέθες πορτρέτο
του Χίτλερ στη μεγάλη αίθουσα της Μονής Παντελεήμονος) διασφάλιζε το Άγιον Όρος
κυρίως έναντι της Βουλγαρίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Ιωάννης Ηλιάκης, ο οποίος είχε
διατελέσει την εποχή του Εθνικού Διχασμού κυβερνητικός εκπρόσωπος στη Δυτική
Μακεδονία και αργότερα γενικός διοικητής Ηπείρου, κατά το τέλος της Κατοχής
αναμίχθηκε στις διαπραγματεύσεις των Γερμανών (βλ. Roland Hampe, Η διάσωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του
1944, Εκδ. Πορεία, Αθήνα 1994, σελ. 32, 88). Ο Ηλιάκης βρήκε οικτρό θάνατο κατά
τα Δεκεμβριανά.
[2] Βλ. Στ. Σαράφη, Ιστορικές Αναμνήσεις,
Εκδ. Ιστορικό Βιβλίο, Αθήνα 1964, σελ. 435-437 και 460.
[3] ΦΕΚ Α 234 (14-7-1941).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.