Ο στρατηγός Τσολάκογλου βγαίνοντας από το γραφείο του στα Παλαιά Ανάκτορα αμέσως μετά την ορκωμοσία του (29 Απριλίου 1941). |
Φωτογραφία από εφημερίδα της εποχής που ενθρονίστηκε ο Δαμασκηνός (Ιούλιος 1941). |
Η αλήθεια για τον στρατηγό Τσολάκογλου
Η αλήθεια για τον στρατηγό Τσολάκογλου
Η εφημερίδα "Ακρόπολις" την επομένη του σχηματισμού της κυβέρνησης Τσολάκογλου. |
Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση
του στρατηγού Τσολάκογλου (3)
Του Δημοσθένη Κούκουνα
5. Η κρατική εξουσία και οι Αρχές Κατοχής.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην ελληνική
κατοχική κυβέρνηση και τους κατακτητές είχαν περάσει από διάφορες φάσεις. Τη
γερμανική μονοκαθεδρία των πρώτων εβδομάδων διαδέχεται η ιταλική πρωτοκαθεδρία,
χωρίς ποτέ να πάψει να υπάρχει γερμανική επιρροή. Οι πρακτικές ανάγκες
επιβάλλουν την επικοινωνία με τον ξένο κατακτητή, ο οποίος είναι ολοένα και πιο
απαιτητικός.
Τα κύρια σημεία τριβής στις
σχέσεις της ελληνικής πολιτικής διοίκησης με τις κατοχικές αρχές αναφέρονταν
στα εθνικά θέματα, το επισιτιστικό και την οικονομική αφαίμαξη εκ μέρους των
κατακτητών, καθώς και το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, το οποίο οξυνόταν στην
πρώτη περίοδο από μεμονωμένες εκδηλώσεις εχθρότητας απέναντι στους κατακτητές.
Αυτό το τελευταίο ήταν ζήτημα που αφορούσε ευθέως την κατοχική κυβέρνηση, ως
εντολοδόχο των κατακτητών, υποχρεωμένη να εκδώσει αυστηρές νομοθετικές πράξεις
ήδη από το πρώτο δεκαπενθήμερο της ύπαρξής της[1], αφού
είχαν προηγηθεί οι πρώτες αυθόρμητες εκδηλώσεις πολιτών υπέρ Συμμάχων
αιχμαλώτων, όταν τους έβλεπαν στους αθηναϊκούς δρόμους να μετάγονται. Αφού είχε
συμπληρωθεί ήδη ένας μήνας ξενικής κατοχής, σημειώθηκαν δύο γεγονότα που
επέτειναν την ατμόσφαιρα και προκάλεσαν την οργή του Γερμανού κατακτητή. Το
πρώτο ήταν η ανατίναξη βουλγαρικών πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά[2] και
με διαφορά 24 ωρών η κλοπή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη.
Χάριν πάντως αυτής της
απαραίτητης επικοινωνίας κυβέρνησης και κατοχικών αρχών αποφασίσθηκε η σύσταση
ειδικών υπηρεσιών. Σχηματίσθηκαν δύο επιτροπές, η Επιτροπή Συνδέσμου μετά της
Ιταλικής Διοικήσεως και η Επιτροπή Συνδέσμου μετά των Γερμανικών Αρχών Κατοχής,
στελεχωμένες αντίστοιχα με ιταλομαθείς και γερμανομαθείς Έλληνες αξιωματικούς[3].
Επικεφαλής της πρώτης ορίσθηκε ο συνταγματάρχης Νικόλαος Μπαλής και της
δεύτερης ο υποστράτηγος Ιωάννης Τέτσης, ο οποίος λίγο αργότερα αντικαταστάθηκε
από τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κανελλόπουλο (μεταπολεμικά δραστήριο
διευθυντή της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ). Επρόκειτο για δημόσιες
υπηρεσίες, που εντάχθηκαν οργανικά στο Γραφείο Πρωθυπουργού και είχαν, από τη
φύση τους, προσωρινό χαρακτήρα. Οι επιτροπές αυτές στελεχώθηκαν με την απόσπαση
αξιωματικών, δημοσίων υπαλλήλων και τον διορισμό εκτάκτων υπαλλήλων, ενώ
επιδιώχθηκε η συνεργασία διπλωματικών και ειδικών.
Η παρουσία διπλωματών στις
υπηρεσίες αυτές ήταν εκ των πραγμάτων αναγκαία, καθώς τα συντασσόμενα απ’ αυτές
έγγραφα αφορούσαν κυρίως εθνικά θέματα ή εν πάση περιπτώσει έπρεπε να έχουν τον
τύπο διπλωματικών εγγράφων. Ωστόσο οι διπλωματικοί (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων)
του πρώην υπουργείου Εξωτερικών, αφότου αυτό τελικά δεν ανασυστάθηκε, δεν
έστερξαν να καλύψουν τις θέσεις αυτές, τελικά δε παραιτήθηκαν για να μην δώσουν
τον νέο όρκο προς την «Ελληνική Πολιτεία», που επιβλήθηκε σε όλους τους
δημοσίους υπαλλήλους τον Αύγουστο του 1941.
Ο γερμανομαθής υπάλληλος του
υπουργείου Εξωτερικών Πολύβιος Σαραντόπουλος[4]
ανέλαβε το Τμήμα Αλληλογραφίας με τις γερμανικές πολιτικές αρχές, βοηθούμενος
από άλλους συναδέλφους του και μεταφραστές. Με πρωθυπουργική απόφαση τον
Οκτώβριο 1941 η υπηρεσία αυτή μετονομάσθηκε ως Υπηρεσία Ανταποκρίσεων μετά των
Πολιτικών Γερμανικών Αρχών Κατοχής, αναλαμβάνοντας τη «διενέργεια ανταποκρίσεων
και διαπραγματεύσεων μετά της Υπηρεσίας του Πληρεξουσίου του Ράιχ διά την
Ελλάδα διά πάντα τα μεταξύ των Ελληνικών Αρχών και της υπηρεσίας ταύτης
ζητήματα». Η αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ανταποκρίσεων κάλυπτε όλες τις ελληνικές
δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες έπρεπε μέσω αυτής να απευθύνονται στους
κατακτητές, ακόμη και όσοι ιδιώτες είχαν θέματα για τα οποία έπρεπε να
επικοινωνήσουν μαζί τους. Υπήρξε όμως εξαίρεση για τα υπουργεία Συγκοινωνίας,
Εσωτερικών και Παιδείας, επειδή είχαν θέματα ειδικά σε σχέση με τις κατοχικές
αρχές.
Η βασική στελέχωση της Υπηρεσίας
Ανταποκρίσεων περιελάμβανε τους αξιωματικούς της Επιτροπής Συνδέσμου, καθώς και
τους ειδικούς νομικούς συμβούλους του υπουργείου Εξωτερικών Ιωάννη Γιούπη και
Κυριάκο Τενεκίδη, οι οποίοι παρέμειναν εν υπηρεσία, παρά τις πιέσεις που τους
ασκήθηκαν από τους άλλους συναδέλφους τους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους
και να παραιτηθούν[5]. Η δραστηριότητα αυτής της
Υπηρεσίας Ανταποκρίσεων εκτεινόταν κυρίως σε οικονομικά, πολιτικά και εθνικά
ζητήματα, με ιδιαίτερη σημασία – εκ των πραγμάτων – στα προβλήματα που
προέκυπταν από τη βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά
και μια σειρά άλλων ενεργειών για την αποτροπή συλλήψεων και εκτελέσεων ομήρων,
διώξεων και καταστροφών, απονομή χάριτος σε καταδικασθέντες κ.ά. Η διαχείριση
των ζητημάτων αυτών απαιτούσε ευελιξία και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, ενώ
ο φόρτος της εργασίας ήταν μεγάλος.
Η πραγματικότητα είναι ότι αρκετά
από τα διαβήματα γραπτά ή προφορικά, που πραγματοποιούσε η Υπηρεσία
Ανταποκρίσεων, έβρισκαν ικανοποιητική λύση, άλλα ήταν λιγότερο αποδοτικά και
άλλα καθόλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως προκειμένου περί υποβολής στους
κατακτητές αιτημάτων για απελευθέρωση κρατουμένων ή μετατροπή ποινών, οι
κατοχικές αρχές ασφαλείας (Ες-Ες και Ες-Ντε) είχαν απαγορεύσει να υποβάλλονται
καν.
Ωστόσο, το κύριο βάρος των
αυτοπροσώπων επαφών με τις κατοχικές αρχές είχε επωμισθεί ο πρωθυπουργός
Τσολάκογλου, δευτερευόντως ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Λογοθετόπουλος και σε
ειδικές περιπτώσεις οι αρμόδιοι υπουργοί, ενώ αρκετές φορές χρησίμευσε και ο
Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Εξαιρετικής σπουδαιότητας ήταν η ύπαρξη και
λειτουργία του Γραφείου Μελετών, κύριο αντικείμενο του οποίου ήταν η
συγκέντρωση στοιχείων για εθνικά θέματα και η σύνταξη αναλόγων εγγράφων.
Σε όλη τη διάρκεια της
πρωθυπουργίας του ο στρατηγός Τσολάκογλου είχε ως κύριους συνομιλητές τον
πρεσβευτή Γκύντερ Άλτενμπουργκ και τον Ιταλό Πελεγκρίνο Γκίτζι, με τους οποίους
είχαν αναπτυχθεί προσωπικές σχέσεις.
Η ελληνική εξουσία είχε
περιορισθεί στα εδάφη που κατείχαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί (πλην Επτανήσου
και Θεσπρωτίας) και μόνο σ’ αυτά υπήρχαν ελληνικές διοικητικές αρχές, καθώς και
σε μέρος του Νομού Έβρου. Η ελληνική κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα εντός αυτών
των ορίων να διορίζει νομάρχες ως αντιπροσώπους της, αλλά η λειτουργία του
κράτους σε κάθε περιοχή είχε συνάρτηση με τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές
των κατακτητών. Παρά τις αρχικές επίμονες και αγωνιώδεις προσπάθειές της μέσα
από διαβήματα προς τους Γερμανούς, δεν κατόρθωσε να στείλει διοικητικές αρχές
στα βουλγαροκρατούμενα εδάφη.
Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση είχε
σε σχεδόν καθημερινή βάση ανάγκη επικοινωνίας με τις κατοχικές αρχές, ιδιαίτερα
με τις γερμανικές, οι οποίες δέχονταν να ακούν τα αιτήματα και τις διαμαρτυρίες
της, ανεξάρτητα από τις τελικές ρυθμίσεις. Αυτό ήταν επωφελές ιδιαίτερα για τα
βουλγαροκρατούμενα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς η
κυβέρνηση δεν είχε και δεν ήθελε να έχει καμιά άμεση επικοινωνία με τις βουλγαρικές
κατοχικές αρχές ή με τη βουλγαρική πρεσβεία στην Αθήνα. Ο Τσολάκογλου είχε
τοποθετήσει στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών, με έδρα τη Θεσσαλονίκη,
τον έμπιστό του συνταγματάρχη Αθανάσιο Χρυσοχόου[6], η
κύρια αρμοδιότητα του οποίου ήταν να συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με την
ασκούμενη από τους Βουλγάρους προπαγάνδα στις περιοχές της Μακεδονίας, που δεν
ήλεγχαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής, καθώς και για τα όσα συνέβαιναν στις
βουλγαροκρατούμενες, όπου από την αρχή υπήρξε κύμα ανθελληνικών διώξεων και
γενικότερα αφελληνισμού. Τα στοιχεία αυτά διοχετεύονταν στην Αθήνα και επ’
αυτών στηρίζονταν τα διάφορα έγγραφα που συνέτασσε το Γραφείο Μελετών. Στον
τομέα ευθύνης του Χρυσοχόου αναγόταν και η άσκηση εθνικής προπαγάνδας σε μη
βουλγαροκρατούμενες ευαίσθητες περιοχές λόγω των βουλγαρικών ενδιαφερόντων,
καθώς και η άμεση παρέμβασή του για ζητήματα που θα μπορούσαν να λυθούν από
τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές του κατακτητή, Γερμανούς ή Ιταλούς.
Πέραν των δύο μεγάλων εθνικών
θεμάτων που είχαν προκύψει, δηλαδή του βουλγαρικού και του κουτσοβλαχικού, το
μέγα και ολοένα πιο ακανθώδες ήταν το οικονομικό, άμεσα συνυφασμένο με τον
επισιτισμό και το νομισματικό. Οι συνεχώς ογκούμενες απαιτήσεις των κατακτητών
για τα έξοδα κατοχής έφερε σε πολλές φάσεις τις σχέσεις της κυβέρνησης με τις
κατοχικές αρχές κοντά στο πλήρες αδιέξοδο.
ΤΑ ΕΠΙΛΗΨΙΜΑ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός,
ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους δύο επόμενους, απολάμβανε μια ανοχή από την
ελληνική κοινή γνώμη. Ωστόσο είναι εκείνος που υπήρξε πλησιέστερος προς τους
κατακτητές, ιδιαίτερα τον Γερμανό.
Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 6ης
Μαΐου 1941, δημοσιεύεται μια ημερησία διαταγή του «προς τον τέως στρατόν μας».
Σ’ αυτήν, αφού συνιστά να εκτιμηθεί κατάλληλα η συνθηκολόγηση, που ο ίδιος είχε
υπογράψει με τον εχθρό, πάει πολύ μακρύτερα. Προπαγανδίζει την ανεπιφύλακτη
συνεργασία με τη «νέα πολιτική θρησκεία του εθνικοσοσιαλισμού», που ίδρυσε ο
χαρακτηριζόμενος περίπου ως μεγαλοφυής και μεγαλόψυχος Χίτλερ. Γράφει:
«Τώρα, που χάρις εις την γενναιόψυχον
χειρονομίαν του Φύρερ, Αρχηγού του Γερμανικού Έθνους, απεδόθη η ελευθερία εις
πάντας τους αξιωματικούς και οπλίτας, έχω να απευθύνω προς πάντας τους
συμπολεμιστάς μου και συμπολεμιστάς των συνεργατών μου στρατηγών τα επόμενα:
α) Πρέπει να κρατήτε το μέτωπον
υψηλά διότι επετελέσατε με αυτοθυσίαν το προς την πατρίδα καθήκον σας, πράγμα,
όπερ εξετιμήθη και από τα στρατεύματα και επισήμως εδηλώθη παρά των στρατηγών
των.
β) Εφ’ όσον όλοι σας, ως τίμιοι
και γενναίοι στρατιώται, έσχετε σαφή επίγνωσιν ότι διεσώθητε διά της επικαίρου
συνθηκολογήσεως από βεβαίου αλλά και ασκόπου και αδίκου θανάτου χάρις εις την
πρωτόβουλον ενέργειαν των στρατηγών σας, των μεράρχων σας και διοικητών σας,
και μαζί με σας διεσώθησαν από βεβαίας καταστροφής η Ήπειρος και η Αιτωλοακαρνανία,
οφείλετε να διαφωτίσητε τους συγγενείς σας, τους φίλους σας, το περιβάλλον σας,
ώστε να εξέλθουν από την ατμόσφαιραν του ψεύδους και του σκότους, εις α η
προπαγάνδα της καταλυθείσης κυβερνήσεως και η τρομοκρατία τούς ετήρει.
Οφείλετε να καταβάλλητε πάσαν
προσπάθειαν ώστε να εκτιμηθή παρά πάντων τίνες ήσαν οι στοργικοί ηγήτορες και
τίνες ήσαν οι άστοργοι και ανοικτίρμονες.
γ) Οφείλετε ωσαύτως σεις, των
οποίων τα μεγαλουργήματα εδόξασαν τα όπλα μας, ν’ αποβάλητε την
αισθηματολογίαν, την οποίαν ενέπνευσαν τα ψευδή κηρύγματα της ραδιοφωνίας των
Αθηνών και του Τύπου, που έγραφεν υπό το κράτος της βίας. Οφείλετε να
προσγειωθήτε εις το πεδίον της πραγματικότητος. Οφείλετε να ακολουθήσητε την
λογικήν, ήτις θα δείξη την αλήθειαν. Όλοι σας κατανοείτε ότι ως στρατιώται της
πατρίδος οφείλετε να εξυπηρετήσητε το συμφέρον της πατρίδος και το συμφέρον του
ελληνικού λαού διά μίαν έτι φοράν.
Εάν με ακούσητε, εάν συμμορφωθήτε
προς τας συστάσεις μου θα παράσχητε μίαν και μεγίστην υπηρεσίαν εις την πατρίδα
και τον ελληνικόν λαόν.
Ο γερμανικός στρατός δεν ήλθεν ως
εχθρός, ως πολέμιος. Ήλθεν ως φίλος. Κατέλαβε τα εδάφη μας διά να εκδιώξη εκ
της ηπειρωτικής Ελλάδος τους Άγγλους, οίτινες κακή τη μοίρα προσεκλήθησαν παρά
της εγκληματικής κυβερνήσεως εις το εθνικόν μας έδαφος.
Εν τη περιπτώσει ταύτη έχομεν
υποχρέωσιν να δείξωμεν τα φιλικά μας αισθήματα, να συμμμορφωθώμεν προς την νέαν
τάξιν πραγμάτων και να ενστερνισθώμεν τα μεγάλα δόγματα και τας υψηλάς αρχάς
του εθνικοσοσιαλισμού και της νέας αυτής πολιτικής θρησκείας, την οποίαν η
φωτεινή διάνοια και η μεγάλη ψυχή του Φύρερ εδημιούργησε.
δ) Μεταβαίνοντες εις τας εστίας
σας διατηρήσατε αμείωτον την ευγνωμοσύνην προς τον Φύρερ και επιδοθήτε μετά
ζήλου εις τα ειρηνικά σας έργα, όπου εύχομαι να επιτύχητε πάσαν πρόοδον προς ευημερίαν
σας.
Μη λησμονήτε ποτέ το συμφέρον της
πατρίδος και το συμφέρον του ελληνικού λαού, όπερ είναι ατομικόν σας συμφέρον.
Ας προσβλέψωμεν με πίστιν εις το
μέλλον της Ελλάδος»[7].
Το ζήτημα πλέον παίρνει άλλη διάσταση, διότι ο
Τσολάκογλου πιστεύει ότι με τη διακήρυξη τέτοιων αντιλήψεων θα καταστεί εφικτή
η δημιουργία της Ελλάδος ως δορυφόρου κράτους, θα αγνοηθούν δε οι επιδιώξεις
των Ιταλών. Ενδιαφέρεται να εντάξει την Ελλάδα «υπό τη γερμανική προστασία» στο
πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων, μάλιστα δε με διακριτό ρόλο στη
νοτιοανατολική Ευρώπη και στη νέα ευρωπαϊκή οικονομία. Ακόμη πιο σαφείς ήταν οι
δηλώσεις του στην εκδιδόμενη τότε εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα «Κέρδος»,
τονίζοντας μεταξύ άλλων[8]:
«...Πρέπει να εισέλθωμεν εις την νέαν τάξιν πραγμάτων
της Ευρώπης με το μέτωπον υψηλά όχι μόνον διότι επολεμήσαμεν με ηρωισμόν. Αλλά
και διότι θα έχωμεν αποδείξη κατά το χρονικόν διάστημα, το οποίον πρόκειται να
μεσολαβήση μέχρι της ειρήνης, ότι είμεθα λαός με ζωτικότητα, με θέλησιν και με
εξαιρετικήν φιλοπονίαν, στοιχείον πολύτιμον, συνεπώς και παράγων ουχί
δευτερευούσης σημασίας διά την στήριξιν και την προοδευτικήν εξέλιξιν της νέας
τάξεως πραγμάτων εις την νοτιοανατολικήν Ευρώπην. Πρόκειται να δώσωμεν κατά το
διάστημα αυτό ένα είδος εξετάσεων, θα έλεγα. Και εις τα εξετάσεις αυτάς κάθε
Έλλην εννοεί, φαντάζομαι, ότι πρέπει να πρωτεύσωμεν.
Είναι ευτύχημα ότι οι Γερμανοί ήλθον εις την χώραν μας
όχι ως εχθροί, αλλ’ ως ειλικρινείς φίλοι και ότι ο Φύρερ εξεδήλωσεν
επανειλημμένως ήδη την συμπάθειαν και την εκτίμησίν του προς τους Έλληνας κατά
τρόπον, ο οποίος δικαιολογεί πολλάς ελπίδας διά το μέλλον μας. Είναι καθήκον
μας, νομίζω, να φανώμεν αντάξιοι της στοργής και της γενναιοφροσύνης αυτής. Και
είναι συμφέρον μας να την ενισχύσωμεν. Θα την ενισχύσωμεν δε όχι μόνον με την
ευγνωμοσύνην μας και την πολιτικήν αφοσίωσίν μας, η οποία θα είναι αμέριστος
εφεξής, αλλά κυρίως με την απόδειξιν της εργατικότητός μας και της ικανότητός
μας όπως αναλάβωμεν ρόλον προσήκοντα εις την οργάνωσιν και την εξέλιξιν της
νέας ευρωπαϊκής οικονομίας...».
Και όταν, λίγες μέρες αργότερα, θα έχει αρχίσει η Μάχη
της Κρήτης και η Γερμανία θα διατυπώσει κατηγορίες περί παραβιάσεων της
Συνθήκης της Χάγης εκ μέρους Κρητικών πολιτών, ο στρατηγός Τσολάκογλου –
δυστυχώς – δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Θα απευθύνει ένα διάγγελμα
προς τους Κρητικούς, όπως αναφέρει ο Άλτενμπουργκ σε τηλεγράφημά του προ το
Βερολίνο, στις 27 Μαΐου 1941:
«Με την πληροφορία ότι
κακοποιήθηκαν Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου από τον ελληνικό πληθυσμό της Κρήτης,
ο πρωθυπουργός απηύθυνε το ακόλουθο διάγγελμα προς τον κρητικό λαό:
“Αγαπητοί Κρήτες,
Επληροφορήθην, ότι η συμπεριφορά
σας προς αιχμαλώτους Γερμανούς, δεν είναι η αρμόζουσα προς τα διεθνή νόμιμα και
εις τον πολιτισμόν μας.
Οι ανδρείοι πολεμισταί, ως είσθε
σεις, συμπεριφέρονται με καλωσύνην και ευγένειαν προς τους αιχμαλώτους, ως όλοι
μας συμπεριεφέρθημεν άριστα προς άπαντας τους αιχμαλώτους.
Γνωρίζετε καλώς, ότι αι αιχμάλωτοι
τυγχάνουν ασυλίας και ιερού σεβασμού ως εκτελούντες το ύψιστον προς την πατρίδα
καθήκον των. Επειδή δε σεις έχετε και το αίσθημα της φιλοξενίας
υπεραναπτυγμένον, πρέπει να το επιδείξητε εις τους ανδρείους αντιπάλους, με
όλην σας την καρδιά.
Αναλογισθήτε τας βαρείας ευθύνας,
που αναλαμβάνετε έναντι της ωραίας Κρήτης, έναντι της ιστορίας και έναντι του
πολιτισμού μας.
Συμπεριφερθήτε ευγενώς.
Δεν πρέπει να ξεχωρίσητε σεις, ως
μη σεβόμενοι τους αιχμαλώτους.
Στρατηγός Τσολάκογλου
Πρόεδρος Κυβερνήσεως”
Το διάγγελμα, ύστερα από
συνεννόηση με τις στρατιωτικές υπηρεσίες, μεταδόθηκε σήμερα από τον ραδιοφωνικό
σταθμό Αθηνών. Επί πλέον, έχω την πρόθεση, αν συμφωνεί και η Λουφτβάφε, να ρίξω
στην Κρήτη 100.000 φέιγ-βολάν με το κείμενο του διαγγέλματος. Παρακαλώ να έχω
τηλεγραφική έγκριση».
Το κείμενο του διαγγέλματος
δημοσιεύθηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες της 27ης Μαΐου, αλλά δεν θα είναι η μόνη
φωνή που από την κατεχόμενη Ελλάδα θα απευθυνθεί προς τους μαχόμενους στην
Κρήτη. Πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες, κυρίως καταγόμενοι από τη
μεγαλόνησο, θα διαλαλήσουν παρόμοια φωνή. Και αυτές από ιταλοφοβία άραγε;
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Είναι επιτρεπτό ένα ιστορικό
ερώτημα: Με την παρουσία και τη δράση του αυτή ο Τσολάκογλου απέτρεψε το
ιταλικό προτεκτοράτο; Θα ήταν επιπόλαιο να απαντήσουμε απόλυτα, ναι ή όχι.
Οπωσδήποτε δεν απέτρεψε την ιταλική κάθοδο, η οποία άλλωστε ήταν αναμενόμενη από
τις αρχές της Κατοχής, αλλά το ιταλικό προτεκτοράτο δεν το είδαμε να
δημιουργείται.
Όσο περνούν τα χρόνια και
αμβλύνεται η ιστορική μνήμη, στην Ελλάδα όλο και γιγαντώνεται ο «ιταλικός
μύθος»[9]. Στο
πλαίσιο αυτό, η ελληνική αντίσταση στην ιταλική εισβολή, που είναι όντως μια
εποποιία με διεθνείς διαστάσεις (εξ ου και κέρδισε τον ανάλογο θαυμασμό),
κινδυνεύει να απαξιωθεί ηθικά. Την ίδια χαλάρωση γνωρίζει και η μνήμη της
ιταλικής παρουσίας επί Κατοχής, ιδίως μάλιστα στα υπό προσάρτηση εδάφη. Ένας
σύγχρονος δήμαρχος της Κέρκυρας (κατά σύμπτωση με ξενικό όνομα) είχε την ιδέα
και επιμένει να την υλοποιήσει, να στήσει μνημείο προς τιμήν της ...Μεραρχίας
Ακουί, οι άνδρες της οποίας αποβιβάσθηκαν αμαχητί στην Κέρκυρα και
διασκορπίσθηκαν στα υπόλοιπα έξι νησιά για να εξαφανίσουν την ελληνική σημαία[10] και
να επιβάλλουν τον εξελληνισμό στην ατυχή Επτάνησο! Αυτό, αφού έχει προηγηθεί η
λήθη των χιλιάδων θυμάτων από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του
πολέμου.
Με την ίδια λογική έχει διεθνώς
αγιοποιηθεί ο γαμπρός του Μουσολίνι Γκαλεάτσο Τσιάνο, απλώς επειδή εκτελέστηκε
από την κυβέρνηση του πεθερού του, κατηγορούμενος για προδοσία. Αυτή η
εισαγόμενη και στην Ελλάδα βελτιωμένη εικόνα του Τσιάνο είναι όμως αδικαίωτη
ιστορικά, αφού ο φιλόδοξος γαμπρός και υπουργός του Μουσολίνι ήταν εκείνος που
μεθόδευσε την όλη ιταλική επίθεση εις βάρος της Ελλάδος.
Σε
ό,τι μας αφορά, τον Απρίλιο του 1941 ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, του
οποίου ο ανθελληνισμός ήταν δεδομένος, είχε δυσαρεστηθεί από τη «λύση
Τσολάκογλου». Αν και ο Έλληνας στρατηγός, όσο βρισκόταν στη ζωή, γνώρισε
κατηγορίες ότι ήταν προδότης κ.ο.κ., το πιο σαφές εύσημο το έχει πάρει από τον
Τσιάνο, ο οποίος στο ημερολόγιό του (29 Απριλίου 1941) έχει γράψει:
«Αυτή
η ιστορία του Τσολάκογλου δεν μου αρέσει καθόλου. Ο Ανφούζο πληροφορεί ότι
πρόκειται περί σχηματισμού κυβερνήσεως συμφώνως προς όλους τους τύπους.
Μολονότι υφίσταται η εδαφική κατοχή εκ μέρους των στρατών του Άξονος, είναι
φανερό ότι ο στρατηγός αυτός επιδιώκει να σώσει την εθνική ενότητα της Ελλάδος.
Μου φαίνεται ότι το λιγότερο που είναι δυνατόν να γίνει εκ μέρους μας, είναι να
απαιτήσουμε από τους Γερμανούς, να επιτρέψουν να εγκαθιδρύσουμε και εμείς
πολιτική κυβέρνηση στα εδάφη τα οποία διεκδικούμε. Ειδεμή, φοβάμαι ότι στο τέλος
του λογαριασμού το κέρδος που επιφυλάσσεται για εμάς, θα είναι πάλι μέτριο».
Κάπου-κάπως
γινόταν ενός αγώνας δρόμου για την «εθνική ενότητα της Ελλάδος». Από τη μια
μεριά οι Ιταλοί πάλευαν για να την διασπάσουν, από την άλλη ο κατοχικός
πρωθυπουργός νοιαζόταν για να την διασώσει[11].
Υπό
το πνεύμα αυτό μπορούν να ερμηνευθούν οι συνεχείς ενοχλήσεις των Ιταλών, ιδίως
στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, που επιζητούσαν να εκδικηθούν τον ηττημένο
αντίπαλό τους με διάφορες φθηνές μεθοδεύσεις. Ακριβώς μ’ αυτό το πνεύμα μπορεί
να ερμηνευθεί και η υποστήριξη που παρέσχαν στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, στον
Νικόλαο Ματούση και τους λοιπούς συνεργάτες τους, για να δημιουργήσουν το
ανιστόρητο κουτσοβλαχικό κρατίδιο – όπως θα δούμε αναλυτικότερα σε άλλο σημείο.
Ένα κρατίδιο, όμως, που διεκδικούσε κομβικής σημασίας γεωγραφικό χώρο
διαχωρίζοντας το ελληνικό κράτος σε νότιο και βόρειο.
Ωστόσο,
η Ιταλία δεν θα είναι σε θέση να αποπειραθεί την «εγκαθίδρυση δικής της
πολιτικής κυβέρνησης» στα υπό προσάρτηση εδάφη, παρά τον φόβο που έτρεφε ο
Τσιάνο ότι τα «κέρδη» του από την ελληνική λεία θα είναι απογοητευτικά. Παρ’
όλα αυτά, όταν από τα τέλη Ιουνίου 1941 θα έχει αποφασιστικό λόγο σχεδόν σε όλη
την Ελλάδα, πλην των περιορισμένων εδαφών που παρέμειναν υπό γερμανική κατοχή
και των βουλγαροκρατούμενων, θα αρκεσθεί στο να έχει καθημερινά μπροστά της την
υπό τον Τσολάκογλου κυβέρνηση των γερμανοφίλων Ελλήνων, χωρίς να μπορεί να την
ανατρέψει, καθώς αφενός δεν υπήρχε δεξαμενή σοβαρών ιταλοφίλων για να
στηριχθεί, αφετέρου δε η γερμανική βούληση δεν είχε μεταβληθεί. Η είσοδος ενός-
δύο υπουργών ευδιάθετων έναντι της Ιταλίας, όπως ο Γκοτζαμάνης και ο Καραμάνος,
δεν ανέτρεπε τη συμπαγή εικόνα του γερμανόφιλου προσανατολισμού της κατοχικής
κυβέρνησης.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ;
Στην αρχική σύνθεση της κυβέρνησης
Τσολάκογλου δεν περιλαμβάνεται το υπουργείο Εξωτερικών. Δεν ήταν ελληνική
επιλογή και το ζήτημα αυτό παρέμεινε για ένα διάστημα σε εκκρεμότητα, μέχρις
ότου υπήρξε ιταλική παρέμβαση. Οι Ιταλοί ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι στην
ύπαρξη ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών κατά την Κατοχή. Οι μόνοι «σύμμαχοί»
τους σ’ αυτό ήταν οι Έλληνες διπλωματικοί που, και όταν ακόμη είχαν παραιτηθεί
ομαδικά[12],
εκδηλώθηκαν κατά της επανασύστασης του υπουργείου Εξωτερικών[13].
Αντίθετα, ο Άλτενμπουργκ είχε
υποστηρίξει την άποψη να υπάρξει υπουργείο Εξωτερικών της κατοχικής κυβέρνησης
Τσολάκογλου, άποψη που δεν είχε αποκλεισθεί στο Βερολίνο. Στις 24 Μαΐου 1941 ο
Ρίμπεντροπ είχε εγκρίνει να αποδοθεί το κτίριο του ελληνικού υπουργείου
Εξωτερικών στην ελληνική κυβέρνηση, μόλις θα ολοκλήρωνε την εργασία της η
Ειδική Αποστολή Κύνσμπεργκ, που μελετούσε το ιστορικό αρχείο του υπουργείου. Το
μέγαρο τελικά στις 19 Ιουνίου θα παραδοθεί στους Έλληνες με πρωτόκολλο, στο
οποίο βεβαιώνεται ότι το κτίριο και η επίπλωση βρίσκονται σε άριστη κατάσταση.
Ωστόσο, έχοντας στη διάθεσή της και το κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών, όπου
κατά τα τελευταία χρόνια είχε το γραφείο του ο πρωθυπουργός και όπου συνεδρίαζε
το υπουργικό συμβούλιο, η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει, διότι
μετά λίγες ημέρες εισήλθαν επίσημα στην Αθήνα οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις
και αυτό έγινε η έδρα του στρατιωτικού διοικητή, του περίφημου στρατηγού Κάρλο
Τζελόζο.
Η ιδέα της επαναλειτουργίας του
ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται, ύστερα από
ιταλική άρνηση. Στις 10 Ιουνίου 1941 ο Γερμανός πρεσβευτής Άλτενμπουργκ έστειλε
αναφορά του στο Βερολίνο, με το αίτημα να μεταβιβασθεί στις ιταλικές αρχές η
ευθύνη της προστασίας του διπλωματικού σώματος στην ελληνική πρωτεύουσα, μόλις
θα γινόταν η επίσημη εγκατάσταση ιταλικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Μέχρι τότε
την ευθύνη είχε η γερμανική πρεσβεία. Η αίτηση αυτή του Άλτενμπουργκ έγινε
δεκτή, όπως προκύπτει από σχετικό υπηρεσιακό σημείωμα του διευθυντή του
γραφείου του υπουργείου Εξωτερικών Ρίμπεντροπ δύο μέρες αργότερα.
Στις 24 Ιουλίου 1941, ο
Άλτενμπουργκ ενημέρωσε τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο ότι ο Ιταλός
πρεσβευτής Γκίτζι ζητούσε την απέλαση όλων των ουδετέρων διπλωματικών
αντιπροσωπειών από την Αθήνα. Αυτό είχε βαθύτερη πολιτική σημασία, διότι
απέκλειε οριστικά κάθε πιθανή αναβάθμιση του πολιτικού ρόλου της κατοχικής
ελληνικής κυβέρνησης. Στο έγγραφό του, ο Άλτενμπουργκ σημείωνε χαρακτηριστικά:
«Εμείς, ως γνωστόν, ακολουθήσαμε αντίθετη γραμμή. Θεωρώ απαραίτητο να
αποσαφηνισθεί πλήρως το θέμα μεταξύ Ρώμης και Βερολίνου. Παρακαλώ να με
ενημερώσετε τηλεγραφικώς».
Οι διχογνωμίες ανάμεσα στις
ιταλικές και γερμανικές πολιτικές αρχές της Αθήνας πλήθαιναν, όπως προκύπτει
από άλλο έγγραφο του Άλτενμπουργκ. Στις 26 Ιουλίου ανέφερε στο Βερολίνο:
«Οι Ιταλοί επικαλούνται στις
συνομιλίες, που διεξάγονται τις τελευταίες ημέρες, για τη ρύθμιση ζητημάτων του
Τύπου, του ραδιοφώνου και των πολιτιστικών σχέσεων, την υποτιθέμενη συμφωνία
Γκαίμπελς-Παβολίνι, βάσει της οποίας αναγνωρίζεται αποκλειστική αρμοδιότητα
στους Ιταλούς στους τομείς αυτούς.
Όπως είναι αυτονόητο, το απέκρουσα
αυτό ευγενικά, αλλά έντονα, και δήλωσα ότι συμφωνία τέτοιου είδους μού είναι
άγνωστη και σε μένα χωρίς αξία, διότι ακριβώς σε μένα έχει ανατεθεί ρητώς η
προστασία των γερμανικών πολιτιστικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Παρακαλώ θερμά
να με ενημερώσετε τηλεγραφικώς για την υποτιθέμενη συμφωνία Γκαίμπελς-Παβολίνι
περί Ελλάδος».
Στις επόμενες μέρες
πολλαπλασιάστηκαν οι γερμανοϊταλικές τριβές μεταξύ των δύο πρεσβειών της
Αθήνας, με τον Άλτενμπουργκ να μην μπορεί να δεχθεί ότι το Βερολίνο άφηνε τους
Ιταλούς να πιστεύουν ότι έχουν αδιαμφισβήτητα το πρώτο χέρι για τα ελληνικά
πράγματα. Στις 15 Αυγούστου 1941 έστειλε μια νέα αναφορά με παρόμοιο
περιεχόμενο (το κείμενο της οποίας δεν διασώθηκε στα γερμανικά αρχεία), που
προκάλεσε την οργή του Ρίμπεντροπ, με αποτέλεσμα στις 18 Αυγούστου να του
στείλει ένα αυστηρό «απόρρητο και προσωπικό» τηλεγράφημα:
«Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα
συμπεράσματα της αναφοράς σας. Οι οικονομικοπολιτικές απόψεις που εκθέτετε
βρίσκονται σε αντίθεση προς τη βασική γραμμή μας, που συνίσταται στο ότι το Α
και το Ω της πολιτικής μας στην περιοχή της Μεσογείου, είναι ο σεβασμός των
συμμαχικών μας σχέσεων με την Ιταλία. Σας παρακαλώ να έχετε πάντοτε προ
οφθαλμών αυτή τη γραμμή κατά τον χειρισμό των προβλημάτων που αναφύονται εκεί.
Φυσικά, τα εκεί συμφέροντά μας πρέπει να διαφυλαχθούν και έναντι των ιταλικών
αξιώσεων, εφ’ όσον αυτό είναι δυνατόν στο πλαίσιο φιλικής ανταλλαγής απόψεων.
Ως εκ τούτου αποκλείεται να ακολουθήσουμε πολιτική που θα μας έφερνε
αναγκαστικά σε αντίθεση προς τις ιταλικές προσπάθειες στην Ελλάδα».
Την επομένη (19 Αυγούστου) σπεύδει
να απαντήσει ο Άλτενμπουργκ, δηλώνοντας απόλυτη προσαρμογή στις εκάστοτε
οδηγίες του Βερολίνου:
«Σας γνωρίζω με ευχαριστίες λήψη
των κατευθυντηρίων γραμμών ως προς την ακολουθητέα πολιτική έναντι της Ιταλίας
στην Ελλάδα. Οι υπηρεσιακές επαφές, όπως και οι προσωπικές σχέσεις με τους
Ιταλούς, όπως ανέφερα και στην υπ’ αριθ. 62/41 της 15ης τρ.μ. έκθεσή μου,
υπήρξαν μέχρι τώρα πολύ φιλικές. Οι καλές αυτές σχέσεις θα συνεχισθούν εκ
μέρους μου και στο μέλλον. Για τις σημειούμενες ιταλικές προσπάθειες προς
επικράτηση, όπως και για τις αντιθέσεις συμφερόντων που μπορεί να εκδηλωθούν,
θα επιφυλαχθώ, όπως μέχρι τώρα έπραξα, να αναφερθώ σε σας και να ζητήσω
οδηγίες, σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα μπορέσω να επιτύχω επί τόπου
συμβιβαστικές λύσεις».
Ωστόσο, ο Γερμανός διπλωμάτης
είναι ανήσυχος από τις παρατηρήσεις που του έγιναν εκ μέρους του Ρίμπεντροπ.
Και στις 20 Αυγούστου στέλνει μια επιστολή προς τον μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών
Βαϊτσαίκερ, ζητώντας να πληροφορηθεί το κλίμα που επικρατεί στο Βερολίνο ως
προς το πρόσωπό του. Στις 25 Αυγούστου, του απαντά καθησυχαστικά ο Γερμανός
υφυπουργός:
«Αγαπητέ Κύριε Άλτενμπουργκ,
Για την επιστολή σας της 20ής τρ.
μ., σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Μπορείτε να είσθε πεπεισμένος ότι στο Βερολίνο δεν
επικρατεί η εντύπωση ότι θέλατε, από δική σας πρωτοβουλία, να προκαλέσετε
προστριβές με τους Ιταλούς. Και αν τυχόν ακόμη αυτό αποτελούσε ενδόμυχη επιθυμία
σας, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν θα υποκύπτατε σε παρορμήσεις, αλλά θα είχατε
ως γνώμονα την πολιτική φρόνηση. Συνεπώς, καμιά στενοχώρια δεν υπάρχει απ’
αυτόν τον λόγο. Άλλωστε εμείς, όπως αντιλαμβάνεσθε, μόνον ευγνωμοσύνη απέναντί
σας αισθανόμαστε, διότι με τόση αντικειμενικότητα μας ενημερώσατε. Ως εκ
τούτου, μπορείτε να είσθε βέβαιος ότι εδώ δεν ακούστηκε η παραμικρότερη κακή
λέξη για τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεσθε τα ζητήματα και ούτε θα ακουσθεί.
Με πολλούς χαιρετισμούς εκ μέρους
όλων
Βαϊτσαίκερ».
ΟΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΕΣ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ
Με την έναρξη της Κατοχής, οι
ξένες διαπιστευμένες αρχές στην Αθήνα ακολούθησαν δύο βασικές επιλογές.
Ορισμένες πρεσβείες ακολούθησαν την ελληνική κυβέρνηση Τσουδερού κατά τη
μετακίνησή της στην Κρήτη, ενώ άλλες παρέμειναν στην ελληνική πρωτεύουσα. Χώρες
συνδεόμενες με τον Άξονα ή άλλες ουδέτερες συνέχισαν να εκπροσωπούνται στην
Αθήνα, χωρίς να χρειασθεί να γίνει νέα διαπίστευση στη ντε φάκτο κυβέρνηση
Τσολάκογλου. Ορισμένες υποβάθμισαν τον ρόλο τους σε επίπεδο προξενικό, ενώ άλλες
για να αποφύγουν εντάσεις με τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας
προτίμησαν να μην κάνουν αλλαγές. Αλλά και από πλευράς των κατακτητών ήταν
συγκεχυμένο τι ακριβώς ήθελαν.
Υπηρεσιακό σημείωμα του γερμανικού
υπουργείου Εξωτερικών με ημερομηνία 16 Μαΐου 1941 αναφέρει σχετικά με
προηγούμενη ανακοίνωση του Τούρκου πρεσβευτή ότι καταργείται η τουρκική
πρεσβεία Αθηνών:
«Η εδώ τουρκική πρεσβεία με την
από 7η τρ. μηνός ρηματική διακοίνωσή της μας ανακοίνωσε ότι η τουρκική
κυβέρνηση σκόπευε να καταργήσει την πρεσβεία της στην Αθήνα. Ταυτόχρονα
παρακαλούσε όπως δοθούν στο προσωπικό της πρεσβείας Αθηνών οι συνηθισμένες διευκολύνσεις
ταξιδίου.
Ο κ. υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ
είχε διατάξει να παρελκυσθεί η υπόθεση αυτή. Ο πληρεξούσιος του Ράιχ για την
Ελλάδα, ο οποίος ενημερώθηκε τηλεγραφικώς, αναφέρει ότι ο Τούρκος πρεσβευτής
τού δήλωσε ότι έλαβε διαταγή από την κυβέρνησή του να αναχωρήσει αμέσως, αλλά
ότι δεν προβλεπόταν η κατάργηση της πρεσβείας και ότι θα παρέμενε ο γενικός
πρόξενος ως επιτετραμμένος. Κατά τη γνώμη του πρεσβευτή Άλτενμπουργκ, ύστερα
από τη ρητή εντολή που έλαβε ο [Τούρκος] πρεσβευτής, δεν θα είναι δυνατόν για
πολύ να του απαγορευθεί η αναχώρηση. Ο Άλτενμπουργκ παρακαλεί να έχει οδηγίες
για τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει, καθώς προβλέπει ότι ασφαλώς ο Τούρκος
πρεσβευτής θα επαναλάβει το διάβημά του.
Κατά τη γνώμη του νομικού
τμήματος, στον Τούρκο πρεσβευτή που – όπως διευκρίνισε προφορικά στον πρεσβευτή
Άλτενμπουργκ – δεν είχε λόγο να επισπεύσει την αναχώρηση, θα ήταν αδύνατο να
του δοθεί αρνητική απάντηση σε νέα αίτησή του».
Πλην του ζητήματος της τουρκικής
πρεσβείας, υπήρχαν και άλλες πρεσβείες που ήθελαν να τερματίσουν τη λειτουργία
τους. Όπως ενημερωνόμαστε από υπηρεσιακό σημείωμα υπογραφόμενο από τον
διευθυντή του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών (4 Ιουνίου 1941), η πρεσβεία της
Σοβιετικής Ένωσης ήθελε να κλείσει πλήρως τα γραφεία της:
«Ο πρέσβης Άλτενμπουργκ ανέφερε
τηλεγραφικώς ότι η ρωσική πρεσβεία Αθηνών ζήτησε με ρηματική διακοίνωσή της να
τύχει διευκολύνσεων εκ μέρους των γερμανικών αρχών, για τη μεταφορά ολόκληρου
του προσωπικού της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Δεν κατέστη δυνατόν να
εξακριβωθεί αν η διακοίνωση επιδόθηκε ύστερα από εντολή της ρωσικής κυβέρνησης
ή με πρωτοβουλία της πρεσβείας. Ο πρέσβης Άλτενμπουργκ παρακαλεί να έχει
τηλεγραφικώς οδηγίες για την απάντηση που θα δώσει. Το αίτημα αυτό της ρωσικής
πρεσβείας βρίσκεται εντός του πλαισίου της τάσης, όπως την διαπίστωσε ο πρέσβης
Άλτενμπουργκ, του διπλωματικού σώματος στην Αθήνα να εγκαταλείψει την ελληνική
πρωτεύουσα. Κατά τη γνώμη του πρέσβη Άλτενμπουργκ, η τάση αυτή μπορεί να
ερμηνευθεί ότι προσεχώς θα ξεκαθαρισθεί η μελλοντική σύνθεση της ελληνικής
κυβέρνησης και θα αναμένεται μία επωφελής συνεργασία με τις ελληνικές
κυβερνητικές υπηρεσίες.
»Η προσπάθεια ώστε οι διπλωματικές
αποστολές των ουδετέρων κρατών να υποχρεωθούν να συνεχίσουν να παραμένουν στην
Αθήνα, προβάλλοντας δυσκολίες στην αναχώρησή τους, δεν φαίνεται ότι θα έχει
επιτυχία, όπως διδαχθήκαμε από το προηγούμενο της Τουρκίας. Κατά τη γνώμη του
Τμήματος Πρωτοκόλλου πρέπει συνεπώς να επιτραπεί η αναχώρηση της ρωσικής
πρεσβείας από την Αθήνα, χωρίς όμως να της δοθούν ειδικές διευκολύνσεις.
Προσθέτω ότι σύμφωνα με πληροφορία του DNB (Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων) της 4ης Ιουνίου 1941 η
κυβέρνηση των Σοβιέτ δήλωσε στον μέχρι τώρα Έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα, ότι η
σοβιετική κυβέρνηση δεν προτίθεται να διατηρήσει διπλωματικές σχέσεις με την
πρώην ελληνική κυβέρνηση».
Ούτως ή άλλως η σοβιετική πρεσβεία
στην Αθήνα θα έχει κλείσει μετά από μερικές μέρες λόγω της γερμανικής επίθεσης.
Τη θέση του θα εγκαταλείψει αμέσως ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Λίνκολν ΜακΒή, ενώ η
πρεσβεία θα διατηρείται για μερικούς ακόμη μήνες, καθώς θα εξελίσσεται η
σταδιακή αποχώρηση των λοιπών Αμερικανών διπλωματών.
Οι Αμερικανοί θέλουν να εγκαταλείψουν
την Ελλάδα, αλλά η αποχώρησή τους εμποδίζεται έντεχνα από τους Γερμανούς, οι
οποίοι άλλωστε ετοιμάζονται για την επίθεσή τους κατά της Κρήτης.
Χαρακτηριστικές είναι μερικές καταγραφές ενός Αμερικανού:
«Ο Λέσλι Ρηντ είπε χθες στην
συγκέντρωση της επιτροπής εκτάκτου ανάγκης στην πρεσβεία ότι οι Γερμανοί δεν θα
επιτρέψουν την αποχώρησή μας για δύο εβδομάδες – όσο τουλάχιστον συνεχίζονται
οι επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης – για να αποφύγουν έτσι την διαρροή
πληροφοριών. Μου φαίνεται απίστευτο πως μια τόσο ισχυρή πολεμική μηχανή είναι
δυνατόν να πάθει ζημιά από κάποια έμμεση πληροφορία που θα μετέφερε η μικρή μας
ομάδα των Αμερικανών που απομείναμε. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να τους βλάψει
όταν θα φτάναμε στην Λισαβώνα.
Ο Λέσλι μάς πληροφόρησε επίσης ότι
η ρωσική πρεσβεία είχε αρνηθεί την αίτησή του να μας χορηγήσουν άδειες
διέλευσης, όταν και αν καταφέρναμε να φύγουμε προς εκείνη την κατεύθυνση. Του
μετέφεραν ότι είχε σταματήσει κάθε ταξιδιωτική κίνηση στην χώρα, ακόμα και των
ίδιων των διπλωματών. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι η Ρωσία ετοιμάζεται να
αποκρούσει την επίθεση»[14].
«Στην διάρκεια μιας σύσκεψης των
Αμερικανών της παροικίας, ο Ραλφ Κεντ έδωσε πλήρη αναφορά αξιολογώντας τα μέλη
της, τις οικονομικές τους δυνατότητες για επιστροφή στην πατρίδα κλπ. Ο Λέσλι
Ρηντ μάς είπε ότι η γερμανική πρεσβεία επανέλαβε την απροθυμία της να δοθούν
άδειες αναχωρήσεως μέχρις ότου περατωθούν οι επιχειρήσεις στην Κρήτη. “Και τι
θα συμβεί τότε;” είχε ρωτήσει ο Λέσλι. Σταμάτησε λίγο πριν συνεχίσει, για να
απομακρυνθεί τελείως ο βόμβος των αεροπλάνων που περνούσαν πάνω μας, όπως
καθόμασταν για φαγητό στον κήπο της κατοικίας του ΜακΒή. Γύρω μας άστραφταν οι
πανσέδες σε μια ψεύτικη ειρηνική ατμόσφαιρα. Και ο Ρηντ κατέληξε λέγοντας ότι
οι Γερμανοί τού απάντησαν ότι ίσως η επιχείρηση της Κρήτης να οδηγήσει και σε
άλλες επιχειρήσεις στην Μεσόγειο με βάση την Ελλάδα. Και ότι έτσι θα
παρατείνονταν ίσως οι παρούσες δυσκολίες».
Ο ίδιος Αμερικανός καταχωρεί
επίσης στο ημερολόγιό του[15]:
«Ο πρέσβης ΜακΒή ανακλήθηκε για
“διαβουλεύσεις” στην πατρίδα. Οι Γερμανοί τού χορήγησαν άδεια εξόδου και φεύγει
με την οικογένειά του αεροπορικώς στις 5 Ιουνίου. Θα μεταβούν πρώτα στην
Βιέννη, όπου θα μεταφέρουν τις ανησυχίες της απομονωμένης αμερικανικής
παροικίας μας στον παλιό μας φίλο Λελάν Μόρρις – επιτετραμμένο στην πρεσβεία
του Βερολίνου και παλαιότερα στην Αθήνα – και θα επιστρέψουν στην πατρίδα μέσω
Λισαβώνας».
Και ακόμη[16]:
«Η αμερικανική πρεσβεία
καταστρέφει βιαστικά σπουδαία έγγραφα και κλείνει άλλα κουτιά για μια αρχική
μετακόμιση από το παρόν κτίριο, που δεν είναι ιδιοκτησία του Θείου Σαμ, στα
ιδιότητα κτίρια της Αμερικανικής Σχολής. Εν τω μεταξύ, ο Μπάρτον Μπέρρυ κάνει
εξαίρετη δουλειά προβαίνοντας σε πληρωμές από τα εναπομείναντα κονδύλια
πολεμικής πρόνοιας σε αρκετές εκατοντάδες Ελληνοαμερικανών που εξαρτώνται από
εμβάσματα συγγενών τους στην πατρίδα και που τώρα έχουν αποκοπεί. Τα χρήματα
που έχει στην διάθεσή του δεν του φτάνουν, και αντιμετωπίζει δυσκολίες
προσπαθώντας να τηρήσει την τάξη στις μακριές ουρές που σχηματίζονται στον
δρόμο και που προκαλούν δυσφορία στα γερμανικά γραφεία προπαγάνδας εκεί δίπλα.
Ο Λέσλι Ρηντ έστειλε στην ιταλική
πρεσβεία τα 27 πρώτα αμερικανικά ονόματα από τους 110 συμπατριώτες μας που
βρίσκονται σε αναμονή, αλλά δεν περιμένει ευνοϊκή απάντηση από την Ρώμη».
Τα διπλωματικά μέλη της
αμερικανικής πρεσβείας Αθηνών αποχωρούν σταδιακά, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει
συμφωνία με την Ιταλία. Οι κατακτητές όμως έχουν να αντιμετωπίσουν νέο ζήτημα.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ο
Άλτενμπουργκ στέλνει τηλεγράφημα στο Βερολίνο, αναφορικά με την αποχώρηση του
Γάλλου επιτετραμμένου από την Αθήνα. Σημειώνει ότι βάσει των γενικών οδηγιών
που του έχουν δοθεί, συναίνεσε στην αξίωση των Ιταλών να απομακρυνθεί ο Γάλλος
διπλωμάτης, η οποία στηριζόταν στο επιχείρημα ότι αφού στη Ρώμη δεν υπήρχε
γαλλική διπλωματική αντιπροσωπεία δεν μπορούσε να υπάρχει στην Αθήνα. Θα πρέπει
να έχουμε υπ’ όψη ότι η Ιταλία συνέχιζε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με
τη Γαλλία (του Πεταίν), ενώ το ίδιο δεν συνέβαινε με την Ελλάδα. Η απορία του
Άλτενμπουργκ, για την οποία ήθελε διευκρινίσεις, ήταν αν η ίδια άποψη ίσχυε και
για το Βερολίνο, με το οποίο το καθεστώς Βισύ συνέχιζε να έχει διπλωματικές
σχέσεις. Αλλά η κυρίαρχη άποψη που επικρατούσε στο γερμανικό υπουργείο
Εξωτερικών ήταν να μην διαταράσσονται πρωτευόντως οι ιταλογερμανικές σχέσεις,
δηλαδή να μην θίγεται η ιταλική πλευρά.
Ο Κουρτ-Φριτς φον Γκραίβενιτς
τηλεγραφεί προς το Βερολίνο, στις 3 Ιουλίου 1941:
«Συζήτησα και πάλι την υπόθεση της
αμερικανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας με τον Ιταλό συνάδελφό μου, ο οποίος μου
ανακοίνωσε ότι η αναχώρησή της έχει ήδη αρχίσει και ότι το θέμα είναι πρακτικά
λυμένο.
Η παραμονή της αμερικανικής
πρεσβείας, υπό τον όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 της τηλεγραφικής
διαταγής σας, δεν είναι δυνατή, διότι η αμερικανική πρεσβεία – όπως είναι
γνωστό εδώ – δεν θέλει να συνεργασθεί με τη νέα ελληνική κυβέρνηση, ενώ
εξάλλου, όπως μου είπε ο Ιταλός συνάδελφός μου, η ιταλική κυβέρνηση δεν
αποβλέπει σε μια τέτοια απευθείας επαφή. Με την προβλεπόμενη απαγόρευση, από
την 15η Ιουλίου, της άμεσης επαφής του προξενικού τμήματος της αμερικανικής
πρεσβείας με τις εδώ τοπικές αρχές, καμιά πρακτική δυνατότητα εργασίας στην
Αθήνα θα υπήρχε για τους Αμερικανούς. Και γι’ αυτόν επίσης τον λόγο, ο Ιταλός
συνάδελφός μου θα προτιμούσε την άμεση εκκαθάριση της υπόθεσης με την αναχώρηση
ολόκληρου του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας».
Στις 8 Ιουλίου, το Βερολίνο απαντά
στον Γκραίβενιτς με τηλεγράφημα που υπογράφει ο Βέρμαν:
«Ο πρεσβευτής Κοσμέλι μου είπε
σήμερα ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα θα αναχωρήσει. Η αμερικανική
πρεσβεία Ρώμης εξέφρασε την επιθυμία, αντίθετα προς την ιταλική πρόταση, η
αναχώρηση να πραγματοποιηθεί όχι μέσω Ιταλίας, αλλά μέσω Κωνσταντινούπολης.
Ερώτησα αν εμείς έχουμε αντίθετη γνώμη σ’ αυτό, και απάντησα αρνητικά».
Μέσα στην ένταση αυτών των ημερών,
υπάρχει και μια νότα διαφορετική, που επιβεβαιώνει τον αδιάψευστο κανόνα ότι
πέρα από την κυνικότητα της πολιτικής υπάρχει και ο ανθρώπινος παράγων. Το
ειδύλλιο μιας νεαρής Ελληνίδας μ’ έναν Αμερικανό δημοσιογράφο θριαμβεύει[17]:
«Ο Σάυρους Σούλτζμπεργκερ μάς
διασκέδασε την νύχτα με την τακτική του ραδιοφωνική εκπομπή απ’ την Άγκυρα
λέγοντας: “Μ όπως λέμε Μαρίνα”, όποτε το γράμμα αυτό παρουσιαζόταν στα ονόματα
που μετέδιδε συλλαβιστά στην Νέα Υόρκη. Η ίδια η Μαρίνα το έσκασε απ’ την Ελλάδα
πριν λίγες μέρες για να τον βρει στην Τουρκία, αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει ακόμα.
Η ριψοκίνδυνη αυτή νεαρή κοπέλα κέρδισε από τους Γερμανούς την άδεια εξόδου της
με τον πιο θαρραλέο τρόπο. Ενώ ο βαρόνος Σρέντερ απέρριπτε τις αιτήσεις όλων
μας, αυτή τον μπέρδεψε κατορθώνοντας να τον ξεμοναχιάσει κάποιο πρωί. Όταν την
ρώτησε με αυταρχικό ύφος γιατί χρειαζόταν την άδεια εξόδου, του απάντησε απλά:
“Είμαι ερωτευμένη μ’ έναν νεαρό Αμερικανό που βρίσκεται στην Τουρκία, και θέλω
να πάω να τον παντρευτώ”. Ο γερο-βαρόνος ύψωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία
έκπληξης και της έδωσε την άδεια παρατηρώντας: “Ο έρωτας είναι υπέροχο
πράγμα!”».
Σημαντικότερες θα είναι οι περιπέτειες της νεαρής
Ελληνίδας κατά τα Δεκεμβριανά.
6. Υπηρεσιακή ή προσωποπαγής δικτατορική κυβέρνηση;
Την πρώτη Κυριακή αφότου οι
Γερμανοί είχαν εισέλθει στην Αθήνα, έγινε μια ασυνήθιστη συγκέντρωση στην
αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Μια συγκέντρωση που θα μπορούσε
να ανατρέψει την κυβέρνηση Τσολάκογλου ή να προκαλέσει καθοριστικές μεταβολές
στη χώρα. Έτσι λοιπόν, μια μικρή είδηση, που δημοσιεύθηκε στο «Ελεύθερον Βήμα»,
μας εισαγάγει στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε μια ορισμένη ολιγάριθμη ομάδα
πολιτών:
«Οι συλληφθέντες και οπωσδήποτε
δεινοπαθήσαντες υπό του πρώην καθεστώτος ως γερμανόφιλοι, καλούνται την προσεχή
Κυριακήν 4ην τρέχοντος και ώραν 10 π.μ. εις την αίθουσαν του φιλολογικού
συλλόγου “Παρνασσός” (πλατεία Αγίου Γεωργίου Καρύτση) προκειμένου να συζητηθούν
επειγούσης φύσεως ζητήματα»[18].
Είναι προφανές ότι η μικρή αυτή
είδηση διέφυγε από τους λογοκριτές, γι’ αυτό και δεν βρίσκεται καμιά δημόσια
συνέχεια στο θέμα αυτό. Έγινε ή δεν έγινε τελικά αυτή η συγκέντρωση; Ποιοι και
πόσοι πήραν μέρος σ’ αυτήν; Τι ελέχθη και τι ακολούθησε;
Εντοπίσαμε έναν επιζώντα, ίσως τον
μοναδικό, από εκείνους που πριν από 67 και πλέον χρόνια είχαν συγκεντρωθεί στον
«Παρνασσό». Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε μεγάλη ηλικία και επιμένει να
διατηρήσει την ανωνυμία του, αρκετά πράγματα μπορεί να θυμηθεί από τη συνεύρεσή
του εκείνη με τους ομοϊδεάτες του. Εξακολουθεί να κάνει χρήση του όρου
«γερμανόφιλος» με σοβαρότητα, να τον θεωρεί ως συνώνυμο με τον πατριωτισμό
«κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο» και δίνει εξήγηση πώς προέκυψε αυτός ο
συνδικαλισμός των ομοϊδεατών του, που τελικά πήρε μορφή με την ίδρυση της
γνωστής οργάνωσης ΕΣΠΟ.
Επρόκειτο για πρόσωπα που δεν
δίσταζαν να εκδηλώνουν ανοιχτά τον φιλογερμανισμό τους, ακόμη και μετά την 28η
Οκτωβρίου 1940, με αποτέλεσμα να συλλαμβάνονται από τις υπεύθυνες αρχές
ασφαλείας, να περιορίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή να κρατούνται προσωρινά
σε αστυνομικά τμήματα, σε άλλες περιπτώσεις δε να εκτοπίζονται και σε
ελαφρύτερες να απομονώνονται με πλέγμα καχυποψίας. Θεωρώντας πως άλλος λιγότερο
και άλλος περισσότερο είχαν διωχθεί παράνομα, είχαν επιδιώξει να αποζημιωθούν
για τις διώξεις που υπέστησαν. Υπήρχε όμως και ιδεολογικό υπόβαθρο στην κίνηση
αυτή, διότι στο σύνολό τους οι γερμανόφιλοι ήταν οπαδοί του εθνικοσοσιαλισμού,
παρά το γεγονός ότι διαπιστώθηκε σ’ εκείνη τη συγκέντρωση η ύπαρξη πολλών
μερικοτέρων τάσεων.
Θέλησαν να πολιτικοποιήσουν εκείνη
την κίνησή τους, διαγράφοντας τις όποιες διαφορές είχαν μέχρι τότε μεταξύ τους,
προκειμένου ενωμένοι να επιζητήσουν τη συμμετοχή τους στην (κατοχική) κυβέρνηση
ως πολιτικά μέλη, δηλαδή ως σταθεροί γερμανόφιλοι και όχι ως συγκυριακοί και
καιροσκόποι, όπως οι ίδιοι θεωρούσαν τους στρατηγούς του Τσολάκογλου. Ο καθένας
απ’ αυτούς είχε μια προσωπική προϊστορία κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ μερικοί
είχαν υπάρξει στελέχη των φιλοφασιστικών κινήσεων της περασμένης δεκαετίας.
Εν τούτοις ο σημερινός
πληροφοριοδότης μας, ηλικίας τότε 24 ετών, ο οποίος είχε έλθει από τη Γερμανία
όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, διακόπτοντας τις μεταπτυχιακές σπουδές
του, προκειμένου να στρατευθεί, δεν είχε καμιά πολιτική προϋπηρεσία. Αν και στρατεύθηκε,
δεν στάλθηκε σε μάχιμη μονάδα και του ανατέθηκαν καθήκοντα ήσσονος σημασίας,
παρά την προθυμία του. Η εικασία ότι θα μπορούσε να είναι γερμανόφιλος λόγω των
σπουδών του δεν ήταν εκείνη που λίγο πριν ξεσπάσει ο ελληνογερμανικός πόλεμος
υπήρξε η αιτία για να απομονωθεί και να του απαγορεύεται η έξοδος από το
στρατόπεδο στο οποίο είχε τοποθετηθεί. Είχε όμως εμπιστευθεί τον θαυμασμό του
για τον Χίτλερ σε συναδέλφους του, γεγονός που τον κατέστησε ύποπτο.
Πέρα από την προσωπική του
περιπέτεια, η συγκέντρωση των «οπωσδήποτε δεινοπαθησάντων υπό του πρώην
καθεστώτος» υπήρξε η αφορμή για να γνωρίσει άλλα πρόσωπα, με τα οποία από
κοινού πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να σώσουν την Ελλάδα. Προβάλλοντας τη
γερμανοφιλία τους και διεκδικώντας πολιτικά αξιώματα, νόμισαν ότι θα εμπόδιζαν
τη «φασιστικοποίηση» της Ελλάδος με την πρόταξη των ούτως ή άλλως
ριζοσπαστικότερων εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών, τονίζοντας έναντι των Γερμανών την
ειλικρινή τοποθέτησή τους στο πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων. Αυτό ήταν το
βασικό πρίσμα, με το οποίο ερμήνευαν την κίνησή τους ως πατριωτική και όχι
προδοτική. Πίστευαν ότι είχαν τα αυθεντικά εχέγγυα για να μεταλαμπαδεύσουν στην
Ελλάδα το πνεύμα του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού, σε αντίθεση με την πρώτη
κατοχική κυβέρνηση, που την έβλεπαν αρνητικά και ίσως απαξιωτικά.
Αλλά η κίνηση εκείνη των
γερμανοφίλων των πρώτων κατοχικών ημερών, που θέλησαν να συνδικαλισθούν για να
ικανοποιήσουν αξιώσεις και φιλοδοξίες, θα αναλυθεί σε άλλο σημείο όταν θα γίνει
λόγος για το τι αντιπροσώπευε και τι επεδίωξε η ΕΣΠΟ με την ίδρυσή της. Εδώ,
επισημαίνεται η ανταγωνιστική τους διάθεση έναντι της κυβέρνησης του
Τσολάκογλου, ο οποίος δεν θέλησε να τους χρησιμοποιήσει ή σε χαμηλότερο τόνο να
συνεργασθεί μαζί τους. Την ίδια αντίληψη, για άλλους λόγους, είχε και η
γερμανική πρεσβεία, ιδιαίτερα ο Άλτενμπουργκ, που επίμονα προσπάθησε να
προσδώσει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου σοβαρότητα και κύρος, πεισματικά
απομακρύνοντας και υπονομεύοντας όσους γερμανόφιλους πλησίαζαν την πρεσβεία.
Η γραμμή, την οποία ο διπλωμάτης
εκείνος με κόπο εξασφάλιζε από τους ανώτερους Γερμανούς στρατιωτικούς στην
Ελλάδα και ακόμα περισσότερο από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο, ήταν να
χαρακτηρισθεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπηρεσιακή εθνικής ανάγκης. Ακόμη, για
τους Γερμανούς, η κυβέρνηση θα είχε αξία να υπάρχει αν εξασφάλιζε πραγματικό
κύρος, γεγονός που αρχικά φάνηκε να εξασφαλίζει. Υπό την έννοια αυτή, την
απέτρεπαν να παίρνει πρωτοβουλίες που θα την κομματικοποιούσαν και θα
περιόριζαν το πιθανό εύρος της απήχησής της.
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
Το δέλεαρ της πρωθυπουργίας, έστω
και υπό Κατοχή, είχε συγκινήσει αρκετούς, είτε ως καλοπροαίρετη διάθεση
προσφοράς υπηρεσιών, είτε ως μια κατάλληλη ευκαιρία για την άνοδο στο ύπατο
πολιτικό αξίωμα – έστω και υπό ξενική κατοχή. Προσωπικότητες του μεγέθους του
Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, του στρατηγού Θ. Πάγκαλου ή του Ιω. Σοφιανόπουλου
είχαν αυτοβούλως ενδιαφερθεί για την ανάληψη πρωθυπουργικών καθηκόντων επί
Κατοχής, στη μία ή στην άλλη περίπτωση.
Αντίστοιχα – και οπωσδήποτε
συχνότερα – έχει καταγραφεί η επιθυμία κάποιων άλλων να αρκεσθούν στο υπουργικό
αξίωμα επί Κατοχής. Τουλάχιστον δύο στρατηγοί, ο Β. Βραχνός και ο Π. Δέδες, αν
και ήθελαν να αναλάβουν, δεν τους δέχθηκε ο Τσολάκογλου. Προφανώς για λόγους
προσωπικούς, που δεν είναι γνωστοί. Για τον Βραχνό (μεταπολεμικά, το 1954,
υφυπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Παπάγου), ο Τσολάκογλου ισχυρίζεται ότι τον
απέρριψε επειδή διαπίστωσε «ότι ήτο αδιάλλακτος εναντίον τέως υπουργών και
άλλων πολιτικών προσώπων». Για τον Δέδε, υπήρχε η σύσταση από τον Κ.
Λογοθετόπουλο και τη γερμανική πρεσβεία να αναλάβει κάποιο υπουργείο ή να γίνει
δήμαρχος Αθηναίων, αλλά ο Τσολάκογλου δεν τον δέχθηκε. Παρά την επίμονη σύσταση
της γερμανικής πρεσβείας, δεν δέχθηκε για υπουργό ούτε τον Κωνσταντίνο Γούλα,
αρχηγό των ΕΕΕ.
Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε σ’
εκείνους που έγιναν υπουργοί ή εν πάση περιπτώσει σ’ εκείνους, των οποίων η
υπουργοποίηση αντιμετωπίσθηκε σοβαρά. Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά και σ’
εκείνους που δεν κατάφεραν να γίνουν υπουργοί, παρά το ενδιαφέρον που έτρεφαν,
ίσως και για την πρωθυπουργία, στις περιστάσεις εκείνες:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΟΣ. Το όνομα του
άλλοτε εκδότη της «Εσπερινής» και αρχηγού μιας από τις σημαντικότερες
φασιστικές οργανώσεις της μεσοπολεμικής Ελλάδος συζητήθηκε εντονότερα κατά τις
πρώτες μέρες της Κατοχής. Ο Γιάνναρος ενδιαφερόταν για να σχηματίσει δική του
«εθνικοσοσιαλιστική» κυβέρνηση, όπως και ο Γ. Μερκούρης για τον εαυτό του.
Τελικά, από το Βερολίνο δόθηκε εντολή να αγνοηθούν αυτές οι υποψηφιότητες, οι
οποίες δεν αντιπροσώπευαν λαϊκό έρεισμα.
Αρχικά, μόλις άρχισε η Κατοχή, ο
Γιάνναρος είχε έλθει σε επαφή με τον τότε πρεσβευτή της Ρουμανίας Γκάνε,
«εξουσιοδοτημένον προς τούτο» από τους Γερμανούς, με τον οποίο συζήτησε την
υποψηφιότητά του. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιήσει ως υπουργούς τους:
αντιστράτηγο Ιω. Παπαφλέσσα, αντιναύαρχο Φρ. Πορτάρο, αρχίατρο Π.Ν. Κ. Ρόκο,
συνταγματάρχη Περ. Κάβδα, υποστράτηγο Μ. Πάσσαρη, Σπ. Μπότσαρη, Δημ. Πετρακάκο,
Δ. Θεοφιλάτο, Γ. Παμπούκα, Ν. Καλύβα, Γ. Στράτο κ.ά[19].
Περί των συζητήσεων του Γιάνναρου με
τον Ρουμάνο πρεσβευτή, του οποίου η διαπραγματευτική ιδιότητα δεν πρέπει να
είχε ιδιαίτερη αξία, όπως είναι ευνόητο, έχουν γραφεί από τον Πέτρο Στεριώτη[20] τα
εξής:
«Ο Γκάνε είπεν ότι ελπίζει τα
πρόσωπα [που προαναφέρθηκαν] να είναι αρεστά εις τας εν Αθήναις Γερμανικάς
αρχάς και ότι ο σχηματισμός της Κυβερνήσεως είναι ζήτημα ελαχίστου χρόνου. Ο κ.
Γιάνναρος εζήτησε ωρισμένας εγγυήσεις πριν ή αναλάβη τας ευθύνας της εξουσίας.
Και πρώτον εζήτησε να του διευκρινισθή εάν ο Γερμανικός στρατός ήλθεν εις τας
Αθήνας ως φίλος ή κατακτητής. Και εάν μεν ήλθεν ως φίλος πρέπει αφ’ ενός να μην
ζητήση την καταβολήν εκ μέρους της κατεστραμμένης Ελλάδος των εξόδων κατοχής,
και αφ’ ετέρου να εξασφαλίση τα σύνορα της Ελλάδος και να απαγορεύση την
είσοδον των εκ μέρους των Ελλήνων ηττηθέντων Ιταλών. Εάν δε η Γερμανία είχεν
ανάγκην διά την συντήρησιν του στρατού κατοχής ωρισμένων πραγμάτων, ταύτα θα
έπρεπε να ληφθώσιν επ’ ανταλλαγή με είδη πρώτης ανάγκης. Εάν όμως ο Γερμανικός
στρατός ήρχετο ως κατακτητής, τότε οι Έλληνες θα αντέδρων δι’ όλων των των
δυνάμεων, καταφεύγοντες εκεί που και άλλοτε, εις παρομοίαν περίπτωσιν,
κατέφυγον, δηλ. εις τα όρη.
Ο Γκάνε ετόνισεν ότι η χειρονομία
του Χίτλερ διά την απελευθέρωσιν των αιχμαλώτων καθώς και το διάγγελμα το
οποίον απηύθυνε μετά την κατάληψιν της Ελλάδος, όπως και το διάγγελμα του Λιστ,
παρέχουν την εγγύησιν ότι οι Γερμανοί ήλθον ως φίλοι. Προκειμένου όμως περί των
συνόρων της Ελλάδος, είπεν ο Γκάνε, πρέπει να λεχθή ότι η διέξοδος των
Βουλγάρων προς το Αιγαίον είναι ζήτημα το οποίον το ταχύτερον θα ετίθετο επί
τάπητος.
Εις το τελευταίον αυτό ζήτημα ο κ.
Γιάνναρος απήντησεν ότι τόσον αυτός όσον και οι συνεργάτες του, θεωρούν μίαν
τοιαύτην χειρονομίαν των Γερμανών ως θανάσιμον πολιτικόν πλήγμα διά την
Γερμανίαν...».
Αναφέρεται ότι οι όροι του
Γιάνναρου θεωρήθηκαν απαράδεκτοι από τους Γερμανούς, αν και ακολούθησε νέα
συνάντηση Γιάνναρου και Γκάνε, παρόντος και ενός μη κατονομαζόμενου εκπροσώπου
του γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας (που δεν αποκλείεται παρά να ήταν ένας
απλός Γερμανός δημοσιογράφος, που στάλθηκε για να διαπιστώσει τι επιτέλους
αντιπροσώπευε το κόμμα του Γιάνναρου). Η απόρριψη του Γιάνναρου έγινε, όπως
αναφέρεται στα γερμανικά αρχεία, επειδή ήταν επιχειρηματίας και όχι πολιτικός,
αν και πιστευόταν ότι στο παρελθόν είχε φθάσει η οργάνωσή του να έχει 100.000
μέλη. Στη συνέχεια, όμως, το όνομα του Αλ. Γιάνναρου αναφέρθηκε σε διάφορες
φάσεις για την ανάληψη υπουργείου σε κατοχική κυβέρνηση. Οπωσδήποτε, γύρω από
το πρόσωπό του είχαν συγκεντρωθεί στις πρώτες μέρες της Κατοχής διάφοροι
φιλόδοξοι και καιροσκόποι, που ήθελαν να καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις,
ανάμεσα στους οποίους και ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Μιχάλης Τυρίμος.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ. Το όνομα του
ιδρυτή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος (1933) συζητήθηκε πολλές φορές
επί Κατοχής για υπουργοποίηση (είχε διατελέσει υπουργός Επισιτισμού το 1922
μέχρι τις παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής, καθώς και Εθνικής Οικονομίας
το 1926 στην οικουμενική κυβέρνηση Αλεξ. Ζαΐμη), ακόμη και για τη θέση
πρωθυπουργού το 1943, υποστηριζόμενος από την ιταλική πρεσβεία. Στις αρχές της
Κατοχής ανασύστησε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, που είχε ιδρύσει το
1933, και κατέβαλε προσπάθειες για να γίνει πρωθυπουργός, υπολογίζοντας ότι θα
διαδεχθεί τον Τσολάκογλου, συγκεντρώνοντας γύρω του πολλές προσωπικότητες
διαθέσιμες να αναλάβουν υπουργεία. Τελικά, τον Ιανουάριο 1943 έγινε απλώς
διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΔΑΚΗΣ. Επρόκειτο για
αξιωματικό σε π.δ., ο οποίος ήταν πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Παλαιών
Πολεμιστών. Εθεωρείτο μάλλον ιταλόφιλος, παρά γερμανόφιλος, και επιζήτησε
πολλές φορές κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με τη θερμή σύσταση της ιταλικής
πρεσβείας, να γίνει υπουργός Εργασίας. Για να το επιτύχει αρθρογραφούσε συχνά
επί εργατικών και παλαιοπολεμικών θεμάτων, κυρίως στην εφημερίδα «Ακρόπολις»,
με τον διευθυντή της οποίας Θεόφ. Βουτσινά είχε στενό προσωπικό σύνδεσμο, καθώς
και στο «Κουαδρίβιο». Γύρω του είχε δημιουργήσει έναν κύκλο συνδικαλιστών (Ν.
Καλύβας, Ε. Ευαγγέλου, Κ. Σπέρας), δημοσιογράφων (Θ. Μεταξάς, Σ. Κωνσταντόπουλος,
Π. Δημητρακαρέας)[21] κ.ά.
Ο Κονδάκης, που στις πρώτες μέρες της Κατοχής είχε εμφανισθεί με το
Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Γιάνναρου, δεν θα κατορθώσει να πάρει το
υπουργικό χαρτοφυλάκιο, που τόσο επίμονα είχε επιδιώξει. Μεταπολεμικά, υπόδικος
ων ως δοσίλογος, θα βρει τραγικό θάνατο την παραμονή της δίκης του, πιθανόν
δολοφονημένος στις φυλακές – μια υπόθεση που τότε προκάλεσε πολλά ερωτηματικά.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο νεαρός
γιατρός που υπήρξε υπαρχηγός του Γιάνναρου και είχε ιδρύσει την
εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση «Τρίαινα» στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1930 (θα
διατελέσει βουλευτής και υπουργός πριν από τη δικτατορία του 1967, καθώς και
αντιπρόεδρος της Βουλής) είχε προταθεί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση
Τσολάκογλου, με υπόδειξη του καθηγητή Κων. Μέρμηγκα, ο οποίος για μικρό
διάστημα έγινε δήμαρχος Αθηναίων, και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου[22].
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕΛΙΒΑΝΗΣ. Ο γνωστός
οικονομολόγος, που σε νεαρή ηλικία επί Μεταξά είχε γίνει γενικός γραμματέας του
υπουργείου Προνοίας (μετέπειτα καθηγητής του Α.Π.Θ.), είχε βολιδοσκοπηθεί για
να γίνει υπουργός Οικονομικών στην κατοχική κυβέρνηση Μερκούρη, αλλά τελικά θα
αναλάβει τη διεύθυνση της Γερμανοελληνικής Οικονομικής Εταιρίας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΪΚΟΣ. Επρόκειτο περί
του αρχηγού της «Εθνικοσοσιαλιστικής Φρουράς Ελλάδος», μιας οργάνωσης που
αναφάνηκε στις αρχές της Κατοχής και έκανε μια πρώτη εμφάνιση στα ψιλά των
εφημερίδων όταν δημοσιοποιήθηκε η κλοπή της γερμανικής σημαίας από τους Γλέζο
και Σάντα, προκηρύσσοντας αμοιβή για την ανακάλυψη και τη σύλληψή τους. Στις
αρχές Ιουλίου 1941, αφού έχει αρχίσει ο γερμανοσοβιετικός πόλεμος, θεωρώντας
ότι η οργάνωσή του έχει βαρύνουσα γνώμη στέλνει έγγραφο προς τον στρατηγό
Τσολάκογλου με το οποίο ζητάει ανασχηματισμό της κατοχικής κυβέρνησης ώστε να
κληθούν να συμμετάσχουν οι ακόλουθοι «ιδεολόγοι και ικανοί άνδρες οίτινες
πιστεύουν μετ’ αυταπαρνήσεως εις τα υψηλά Πεπρωμένα του Μείζονος Ράιχ». Το
έγγραφο απευθύνεται στον «Κύριον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως», χωρίς να αναφέρεται
ονομαστικά, είναι δε αξιοσημείωτο ότι ζητείται από τον ίδιο η ...άμεση
αντικατάστασή του από τον Θ. Τουρκοβασίλη. Κατά τη γνώμη του αρχηγού της
οργάνωσης, η νέα κυβέρνηση «επί σκοπώ όπως αναγεννηθή η Πατρίς» θα πρέπει να
απαρτισθεί από τους κάτωθι[23]:
«1) Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (πρώην
Υπουργός). Είνε ο εξέχων πολιτικός ανήρ της εποχής μας, δυνάμενος να δράση ως
άμεσος αντικαταστάτης Υμών. 2) Αθανάσιος Σκλαβούνος διά το Υπουργείον Γεωργίας.
3) Ιωάννης Πασσαδάκης διά το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας. 4) Ανδρέας
Κονδάκης (Αξιωματικός) διά το Υπουργείον Εργασίας. 5) Νικόλαος Αναστασόπουλος
(Δημοσιογράφος) διά το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. 6)
Γεώργιος Κυριακού (Δικηγόρος) διά το Υπουργείον Δικαιοσύνης. 7) Δημοσθένης
Παλμιώτης (Δικηγόρος) διά το Υπουργείον Οικονομικών. 8) Νικόλαος Ζωγράφος
(Δικηγόρος) διά το Υπουργείον Επισιτισμού. 9) Νικόλαος Πάικος (Δημοσιολόγος)
διά το Υπουργείον Δημοσίας Ασφαλείας».
Η οργάνωση δεν είχε καμιά αξιόλογη
δραστηριότητα επί Κατοχής, προφανώς λόγω λειψανδρείας, ενώ τα ίχνη του Πάικου
χάνονται στα Δεκεμβριανά, όταν το νεοκλασικό σπίτι του στη γωνία
Πατησίων-Ιθάκης ανατινάχτηκε από τον ΕΛΑΣ.
Τέλος, ανάμεσα σ’ εκείνους που δεν
έγιναν υπουργοί θα έπρεπε να περιληφθεί και ο δικηγόρος Νικόλαος Θεολόγος που,
εκπροσωπώντας τα διάφορα προσφυγικά σωματεία, πρότεινε στον Τσολάκογλου να
συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Φυσικά, η περίπτωσή του είναι εντελώς διαφορετική
από τις προηγούμενες[24].
ΤΟ
ΝΕΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Η
κυβέρνηση Τσολάκογλου αγνόησε συστηματικά και μέχρι παρεξηγήσεως (έναντι
ορισμένων παραγόντων των κατοχικών αρχών) τη συνεργασία με τις διάφορες
πολιτικές ομάδες γερμανοφίλων, καθώς ομάδες ιταλοφίλων δεν είχαν παρουσιαστεί.
Στερούμενη λαϊκού ερείσματος, αφού είχε απροσδόκητα αναφανεί σε τραγικές ώρες,
στόχευσε αρχικά στην ανοχή της κοινής γνώμης. Άντλησε τη δύναμή της αποκλειστικά
από τη συγκατάθεση των Γερμανών, οι οποίοι στο θέμα αυτό ενήργησαν πρωτοβούλως
σε σχέση με τους Ιταλούς συμμάχους τους, όχι όμως χωρίς τη συναίνεσή τους.
Έχουμε ήδη κάνει λόγο για την ύπαρξη απορρήτου πρωτοκόλλου που υπέγραψαν οι
πρώτοι κατοχικοί υπουργοί ως εντολοδόχοι των κατακτητών, παρά το γεγονός ότι
αυτό δεν έχει ανευρεθεί μέχρι σήμερα.
Δεν
ήταν όμως αυτή η νομική υπόστασή της. Προσχηματικά εμφανιζόταν ως πλήρως
κυρίαρχη, σύμφωνα με το πρώτο νομοθετικό διάταγμά της, που καθόριζε την ύπαρξή
της, με την επισήμανση ότι αντλούσε την ισχύ της από τον ελληνικό λαό και
ειδικότερα από τη «θέληση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας». Επρόκειτο για
κυβέρνηση επαναστατική, την οποία εμφανιζόταν να έχει εγκαταστήσει ο ελληνικός
στρατός και όχι ο στρατός του κατακτητή, ενώ επιφυλασσόταν να παρουσιάσει
μελλοντικά τη μορφή του πολιτεύματος και ανάλογο καταστατικό χάρτη. Σύμφωνα με
το πρώτο διάταγμα εκείνο, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
«Η
Κυβέρνησις ως κυρίαρχος, αντλούσα την δύναμιν αυτής εκ του ελληνικού λαού και
της θελήσεως των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, αποφασίζει:
Άρθρον
1ον. Παρέχει εις εαυτήν το δικαίωμα της εκδόσεως διαταγμάτων, συντακτικού και
νομοθετικού χαρακτήρος και περιεχομένου.
Άρθρον
2ον. Η μορφή του πολιτεύματος κανονισθήσεται διά προσεχώς εκδοθησομένου, μετά
γνώμην ειδικής επιτροπής, καταστατικού χάρτου της Πολιτείας.
Άρθρον
3ον. Εξουσιοδοτεί όπως έκαστος των υπουργών ασκήση απάσας τας αρμοδιότητας
συμβατικού ή διοικητικού περιεχομένου βάσει των κειμένων νόμων και του
παρόντος.
Άρθρον
4ον. Εξουσιοδοτεί όπως έκαστος των υπουργών εκδώση κανονιστικά διατάγματα,
καταργουμένης πάσης άλλης αντιθέτου διατάξεως.
Άρθρον
5ον. Εξουσιοδοτεί όπως έκαστος των υπουργών εκδίδη διατάγματα [περί διορισμών,
μεταθέσεων, τοποθετήσεων, απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων κ.ο.κ. ...] άνευ
τηρήσεως των κειμένων διατάξεων του Συντάγματος και των Νόμων. Η αυτή διάταξις
ισχύει και διά τους εκπαιδευτικούς και εκκλησιαστικούς λειτουργούς πάσης
ιεραρχίας και κατηγορίας. Η ανωτέρω διάταξις ισχύει επί εξάμηνον.
Άρθρον
6ον. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος αι δικαστικαί αποφάσεις και άλλα
εκτελεστά έγγραφα εκτελούνται εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους. Τα μέχρι τούδε
εν ονόματι του Βασιλέως εκδοθέντα απόγραφα εκτελεστών εγγράφων είναι ισχυρά.
Άρθρον
7ον. Ο όρκος, τον οποίον υποχρεούνται κατά τας κειμένας διατάξεις να ομνύουν
εφεξής οι αναλαμβάνοντες οιαδήποτε αξιώματα ή καθήκοντα δημοσίου δικαίου έχει
ως εξής: “Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού και της Πατρίδος να εκτελώ τα καθήκοντά
μου εντίμως και ευσυνειδήτως και να καταβάλλω απάσας τας δυνάμεις μου όπως
εξυπηρετώ τα συμφέροντα του Έθνους και του λαού”.
Άρθρον
8ον. Η σφραγίς του Ελληνικού Κράτους και των δημοσίου δικαίου αρχών, υπηρεσιών
και καταστημάτων φέρει άνευ ουδενός εμβλήματος τας λέξεις: “Ελληνική Πολιτεία”
μετά των χαρακτηριστικών εκάστης αρχής, υπηρεσίας ή καταστήματος, επωνυμιών. Ο
τύπος, το έμβλημα και αι διαστάσεις της μεγάλης του Κράτους σφραγίδος
καθορισθήσονται διά κανονιστικού διατάγματος.
Άρθρον
9ον. Εις ισοβίους δικαστάς, έχοντας βαθμόν τουλάχιστον εφέτου, αντεισαγγελείς
Αρείου Πάγου και εισαγγελείς Εφετών, εις συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου
και ανωτάτους διοικητικούς υπαλλήλους δύνανται να ανατίθενται καθήκοντα και
αρμοδιότητες γενικού γραμματέως, μετ’ απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου και
προτάσει του αρμοδίου υπουργού, παρ’ εκάστω εκ των πολιτικών υπουργείων πλην
του υπουργείου της Εθνικής Αμύνης.
Άρθρον
10ον. Διά κανονιστικών διαταγμάτων ρυθμισθήσονται αι λεπτομέρειαι του παρόντος
συντακτικού χαρακτήρος και περιεχομένου νόμου, ούτινος η ισχύς άρχεται από της
εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως αυτού».
Η τόσο
περιληπτική διατύπωση προγραμματικού πλαισίου άφηνε περιθώρια
προσαρμοστικότητας στις εμφανιζόμενες συγκυρίες, αλλά θα πρέπει να εντυπωσιάσει
τον ερευνητή το γεγονός ότι η ολιγομελής κυβερνητική ομάδα μέσα σε ελάχιστες
ώρες ή έστω ημέρες πήρε με ταχύτητα καθοριστικές αποφάσεις, που αφορούσαν το
σύνολο της δημόσιας δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική διάσταση
προς αποτροπή δυσαρέστων ανισορροπιών. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σύντομη αλλά
εμπεριστατωμένη διατύπωση των πρώτων υπό μορφή νομοθετημάτων αποφάσεων, οι
οποίες από πλευράς ουσίας εγκαινιάζουν βαθιές ρήξεις με το προηγούμενο
καθεστώς, εκπλήσσεται κανείς από την ταχύτητα αυτή, σε σημείο που μπορεί να
λεχθεί ότι υπήρξε προετοιμασία.
Σημειωτέον
ότι μόνον ένας από τους υπουργούς ήταν νομικός, ο Αντώνιος Λιβιεράτος, ο οποίος
και είχε αναλάβει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν συσχετισθεί με το γεγονός ότι ο
τελευταίος υπήρξε μία από τις σοβαρότερες προσωπικότητες που επεδίωξαν
προγενέστερα να ανατρέψουν τη δικτατορία Μεταξά, μάλιστα δε σε επαφή μεταξύ
άλλων με τον στρατηγό Γ. Μπάκο, καταλήγει κανείς στο λογικό συμπέρασμα ότι
πράγματι είχε γίνει ανάλογη προετοιμασία[25],
αφού πρακτικά δεν θα ήταν δυνατόν μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες – και αν ακόμη
είχε επιστρατευθεί ένας πολυάριθμος μηχανισμός ειδημόνων – να επιτευχθεί τέτοιο
αποτέλεσμα. Πλην του νομικού μέρους, αντίστοιχη είναι η εντύπωση που προκύπτει
και για τις πολυποίκιλες στρατιωτικές αποφάσεις που ελήφθησαν τις πρώτες
ημέρες, με υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Μπάκο, επιλύοντας σωρεία εκκρεμούντων
προβλημάτων και λαμβάνοντας μέριμνα για πολλά άλλα.
Δεν
υπάρχει τέτοια πληροφόρηση, όμως, ούτε ο Αντ. Λιβιεράτος στα απομνημονεύματά
του αναφέρει ότι υπήρξε οποιαδήποτε προετοιμασία, ούτε δέχεται ότι είχε νεώτερη
επαφή από την προπολεμική περίοδο με τον στρατηγό Μπάκο. Το νέο καθεστώς
συστάθηκε εκ των ενόντων και απλώς ο καθένας από τους συμμετέχοντες κατέβαλε
εργώδη προσπάθεια για να ανταποκριθεί στον τομέα του. Ως προς δε τις
κατευθυντήριες γραμμές της νέας κυβέρνησης, προς τις οποίες δεν είναι γνωστό να
διατυπώθηκε καμιά αντίρρηση εκ των έσω, φαίνεται να ήταν καταστάλαγμα του
Τσολάκογλου και του περιβάλλοντός του σε προσωπικό επίπεδο.
Ο
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
Ακριβώς
την πρώτη ημέρα της νέας κυβέρνησης διοχετευόταν και δημοσιευόταν στις
εφημερίδες η είδηση ότι «εντός των ημερών» θα καταρτιζόταν επιτροπή για τη
σύνταξη του νέου συντάγματος. Τελικά θα περάσει όλη η Κατοχή χωρίς να γίνει
καμιά σοβαρή ενέργεια γι’ αυτό, ενώ θα συνεχισθεί η έκδοση συντακτικών πράξεων
και νομοθετημάτων συντακτικού περιεχομένου.
Η φιλοδοξία του στρατηγού
Τσολάκογλου, ανάλογη με εκείνη του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, ο οποίος όμως την
υλοποίησε και μάλιστα ικανοποιητικά κατά την κρίση των συνταγματολόγων, ήταν
όντως να υπάρξει ένα νέο σύνταγμα. Το έβλεπε όχι ως νομική αναγκαιότητα, αλλά
μάλλον ως πολιτική κατοχύρωση του καθεστώτος του, αφού το φανταζόταν να
περιέχει διατάξεις που θα καθόριζαν την πολιτική δομή του νέου κράτους. Είναι
ομιχλώδες τι απόψεις επικρατούσαν, αλλά το γεγονός ότι κλήθηκε ο καθηγητής Κων.
Πολυχρονιάδης να συνεχίσει τη μελέτη περί νέου συντάγματος, που είχε αρχίσει
επί των ημερών της τελευταίας πρωθυπουργίας του Ελευθ. Βενιζέλου, είναι ένδειξη
της βούλησης να υπάρξει υπέρβαση των ήδη καθιερωμένων προτύπων του Συντάγματος
1911 και εκείνου του 1927. Και ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ενδιαφερθεί στην
πενταετία 1936-41 να καταρτίσει νέο σύνταγμα που θα καθιστούσε το καθεστώς του
πιο κατοχυρωμένο τυπικά, αλλά οι σκέψεις του διατυπωμένες σε χειρόγραφά του δεν
προωθήθηκαν ενόσω ζούσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
Τσολάκογλου, καθώς διατηρούσε την πρόθεση να οργανώσει τους πολιτειακούς
θεσμούς του καθεστώτος, οπωσδήποτε προσαρμοσμένου στη νέα τάξη πραγμάτων,
έφευγε από τον χαρακτήρα του αρχηγού μιας κυβέρνησης εκτάκτων αναγκών και
προσανατολιζόταν στη μονιμότερη άσκηση της εξουσίας, ανεξάρτητα αν θα
προβλέπονταν κατ’ επίφαση δημοκρατικές διαδικασίες ή όχι. Δεν μπορεί να λεχθεί
με βεβαιότητα αν εννοούσε ότι θα ακολουθούσε το παράδειγμα των αρχηγών της
Επανάστασης του 1922 Πλαστήρα-Γονατά για να παραδώσει την εξουσία σε εύθετο
χρόνο, έχοντας πραξικοπηματικά και φυσικά ανεξέλεγκτα βελτιώσει τις
προβλεπόμενες διαδικασίες ανάδειξης πολιτικών ηγετών. Συνεπώς, θα πρέπει να
απορρίψουμε την ιδέα ότι η κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν υπηρεσιακή, αφού ούτε
ορισμένου χρόνου ήταν ούτε συγκεκριμένα καθήκοντα είχε.
Μάλλον θα πρέπει να την δούμε ως
προσωποπαγή δικτατορική κυβέρνηση, αφού στο πρόσωπο του επικεφαλής της
συγκεντρωνόταν όλη η διοικητική εξουσία και δεν υπήρχε κανένα, έστω και
γνωμοδοτικό, θεσμικό όργανο που να υποκαθιστά το κοινοβούλιο, όπως π.χ. έγινε στην
αντίστοιχη δοσιλογική της Σερβίας υπό τον στρατηγό Νέντιτς όπου λειτούργησε
υποτυπώδης εθνοσυνέλευση. Σύμφωνα με τον Κ. Λούλο[26]:
«Το πρώτο κατοχικό καθεστώς, στην
επιδίωξή του να νομιμοποιηθεί απέναντι στην κοινή γνώμη, προσπάθησε να
διαμορφώσει μια δική του ταυτότητα. Γι’ αυτό το λόγο τονιζόταν σε κάθε ευκαιρία
από τον Τσολάκογλου και τους συνεργάτες του ότι η ανάληψη της εξουσίας
αποτελούσε επιθυμία του στρατού και αποσκοπούσε στο καλό του λαού, ενώ
παράλληλα ο ίδιος ισχυρισμός αποτελούσε και “επιχείρημα” για τη “συνεργασία” με
τους κατακτητές. Όπως συμβαίνει στις στρατιωτικές δικτατορίες, ο Τσολάκογλου
θεωρούσε το στρατό ως το μόνο σχετικά απαλλαγμένο από τη διαφθορά κομμάτι του
κρατικού μηχανισμού. Ενδεικτικό αυτής της αντίληψης είναι ότι ακόμα και τα
δικαστήρια κατά της μαύρης αγοράς ήταν αρχικά στρατοδικεία».
Είναι δεδομένο το στρατοκρατικό
πνεύμα που διέπει αρχικά την πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Πέρα από το ιδεολογικό
υπόβαθρο, επισημαίνονται δύο συνιστώσες που ευνοούν την ανάληψη καιρίων τομέων
από αξιωματικούς εν ενεργεία και ελάχιστους απόστρατους. Η πρώτη συνδέεται με
την όλη εικόνα που έχει η κυβέρνηση ότι θα ασχοληθεί με την αντιμετώπιση των
«εκτάκτων αναγκών» – υπό την έννοια της επιστράτευσης των πιο ζωτικών
στοιχείων, τα οποία έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα να λειτουργούν αγόγγυστα υπό
απόλυτη πειθαρχία. Η δεύτερη συνιστώσα έχει πιο πρακτικό χαρακτήρα και έχει να
κάνει με την εξεύρεση απασχόλησης στους επαγγελματίες στρατιωτικούς ηγέτες, οι
οποίοι έχουν στερηθεί εκ των πραγμάτων της συνήθους εργασίας τους.
ΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η κύρια κριτική που έχει ασκηθεί
έναντι των κατοχικών κυβερνήσεων στηρίζεται στο αν ήταν επιβλαβείς ή όχι. Η
Ιστορία όμως τις κρίνει αν ήταν επωφελείς ή όχι. Οι δοσίλογοι υπουργοί
μεταπολεμικά δικάσθηκαν για αδικήματα που οριοθετήθηκαν με αναδρομική ισχύ και
μέσα σε κλίμα έντασης, με αποτέλεσμα να μην εκτιμηθούν ορισμένες παράμετροι.
Στη δίκη τους, που κράτησε εκατό ημέρες, σημειώθηκαν δύο συγκυριακές επιρροές,
εκ των οποίων η μία είχε θετικό αντίκτυπο για τους κατηγορούμενους και η άλλη
αρνητικό. Από τη μία πλευρά, η κοινή γνώμη είχε νωπά τα γεγονότα των
Δεκεμβριανών και έτσι μπόρεσε να διαμορφωθεί επιεικέστερη αντιμετώπιση των
δικαζομένων υπουργών, ενώ από την άλλη υπήρχε ευρύτερη εθνική σκοπιμότητα εν
όψει του πολέμου που έληγε στην Ευρώπη και του συνεδρίου ειρήνης που θα
ακολουθούσε.
Στο σκεπτικό της απόφασης του
Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων, που τους δίκασε το 1945, αναφέρεται:
«...Ο σχηματισμός εν τω εσωτερικώ
Κυβερνήσεων παρ’ Ελλήνων συνεργαζομένων μετά του καταλαβόντος την χώραν εχθρού,
ενεφάνιζε την Ελλάδα αποσπασθείσαν των συμμάχων και παρά την σύσσωμον αντίθετον
θέλησιν του Ελληνικού λαού ως ενταχθείσαν εις την προπαγανδιζομένην υπό του
εχθρού νέαν τάξιν πραγμάτων και εις τον δήθεν υπέρ όλης της Ευρώπης αγώνα του
άξονος. Και δεν προέκυψε μεν εκ της αποδεικτικής διαδικασίας ότι εν τη
εκτελέσει της πράξεως ταύτης οι ως άνω τρεις κατηγορούμενοι [οι κατοχικοί
πρωθυπουργοί] είχον πρόθεσιν προδοσίας της πατρίδος δι’ υποβοηθήσεως του εχθρού
προς προσβολήν της αυτονομίας ή της ακεραιότητος της χώρας, απεδείχθη όμως ότι
ήχθησαν ούτοι εις αποδοχήν της εντολής διακυβερνήσεως της χώρας εκ της
αντιλήψεως ότι ο αγών είχε λήξει διά την Ελλάδα και ότι ο πόλεμος είχε κριθή
ήδη υπέρ του άξονος, μεθ’ ου έδει του λοιπού να συνεργάζεται φιλίως η Ελλάς, εν
γνώσει τελούντες της εν τούτω αντιθέσεώς των προς την θέλησιν του Ελληνικού
λαού και του ηθικώς επιμέμπτου της εκ τοιούτων σκέψεων ενεργείας των εφ’ όσων
υπό των νομίμων εκπροσώπων του Ελληνικού Κράτους δεν είχε συνομολογηθή ειρήνη».
Στις φράσεις αυτές του δικαστικού
σκεπτικού διατυπώνεται πολύ περιληπτικά, αφού απορρίπτεται η κατηγορία της
προδοσίας, πώς οδηγήθηκε ο Τσολάκογλου στην απόφαση να συνεργασθεί «φιλίως» με
τους κατακτητές, πιστεύοντας πως «ο πόλεμος είχε κριθή ήδη υπέρ του άξονος». Θα
μπορούσε να γίνει πολλή συζήτηση γύρω απ’ αυτό, αλλά το βέβαιο είναι ότι ο
στρατηγός Τσολάκογλου, αν και εντολοδόχος των κατακτητών, επεδίωξε να επιβάλει
νέα πολιτικοκοινωνική κατάσταση καταγγέλλοντας το προκάτοχο καθεστώς, επί των
ημερών του οποίου όμως είχε προβληθεί η ένδοξη και ηρωική αντίσταση απέναντι
στους Ιταλογερμανούς εισβολείς.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ «ΣΙΝΙΑΛ»
Στο κατ’ εξοχήν όργανο της
γερμανικής πολεμικής προπαγάνδας, το «Σινιάλ», που εκδιδόταν σε πολλές
ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και στην ελληνική, ο Τσολάκογλου έδωσε μια συνέντευξη
την εποχή που ακόμη πίστευε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να τον απαλλάξει από την
αναμενόμενη ιταλική κατοχή. Το κείμενό της αναδημοσιεύθηκε στις αθηναϊκές
εφημερίδες της 12ης Ιουνίου 1941:
«Εις τα
Βασιλικά Ανάκτορα της Πλατείας του Συντάγματος, τα οικοδομηθέντα ακριβώς προ
100 ετών υπό του Βαυαρού αρχιτέκτονος Γκαίρτνερ, εγενόμην δεκτός υπό του
Έλληνος Πρωθυπουργού, στρατηγού κ. Τσολάκογλου. Η πτέρυξ, εις την οποίαν έχει
εγκατασταθή η νέα Κυβέρνησις πολιορκείται από πολυπληθείς επισκέπτας. Δεν
επρόφθασαν ακόμη να εγκατασταθούν αι υπηρεσίαι της Κυβερνήσεως και ήδη ο ρυθμός
της εργασίας διά το ανορθωτικόν έργον σφύζει εις τα δωμάτια και τους διαδρόμους.
"Ο
Στρατηγός είναι όλη μας η ελπίς". Ενεθυμήθην τας λέξεις αυτάς, τας οποίας
τας τελευταίας ημέρας τόσον συχνά επαναλαμβανομένας εις τας Αθήνας, όταν είδον
τον Πρωθυπουργόν κ. Τσολάκογλου, του οποίου η προσωπικότης εμποιεί τόσην
εντύπωσιν.
"Η Ελληνική
Κυβέρνησις, είπε, στηρίζει το έργον της ανοικοδομήσεως επί της κραταιάς
προστασίας του Γερμανικού Ράιχ και όλως ιδιαιτέρως εις την ευμένειαν του Φύρερ.
Η Ελληνική Κυβέρνησις προσπαθεί να φέρη τάξιν και ν’ ανεγείρη τα ερείπια, τα
οποία αφήκε ο πόλεμος, να δημιουργήση δυνατότητας εργασίας ίνα καταπολεμήση την
δυστυχίαν της ανεργίας και να επιτύχη την αύξησιν της παραγωγής. Όλως
εξαιρετική θα είναι η πρόνοια αυτής διά τους απολυθέντας στρατιώτας, τους
αναπήρους πολέμου και όλους τους πολεμοπαθείς".
Ο στρατηγός
δηλοί, ότι η Ελληνική Κυβέρνησις θα πράξη το παν ίνα η Ελλάς εισέλθη εις την
νέαν τάξιν της Ευρώπης και επωφελείται της ευκαιρίας, δεδομένου ότι ομιλεί προς
τον αντιπρόσωπον της "Σινιάλ" ίνα εκφράση τον θαυμασμόν του διά τα
μεγαλειώδη κατορθώματα του Γερμανικού στρατού και την μεγαλοφυά ηγεσίαν του
Φύρερ.
-"Εκφράζω
την ικανοποίησίν μου διά την άμεμπτον στάσιν των Γερμανικών στρατευμάτων
Κατοχής, η οποία θα συμβάλη τα μέγιστα εις την ταχείαν εξέλιξιν φιλικών
σχέσεων. Ο Ελληνικός λαός, κατά την μεγάλην αυτού πλειονότητα εκτιμά και
θαυμάζει τον Γερμανικόν λαόν. Ο Έλλην στρατιώτης, μολονότι εξετέλεσεν, το εις
αυτώ ανατεθέν έργον με την συνήθη εις αυτόν ανδρείαν, δεν τρέφει εχθρικά
αισθήματα έναντι του Γερμανού στρατιώτου και απεδοκίμασεν με την απλήν λογικήν
του την αφροσύνην του αγώνος, ο οποίος του επεβλήθη χάρις εις μίαν κακήν
πολιτικήν ηγεσίαν".
Υψηλός και
ευθυτενής, με την μορφήν του στρατιώτου, ίσταται ο στρατηγός, ο οποίος ανέλαβε
να ηγηθή των πεπρωμένων του λαού του εις σοβαράς στιγμάς προ των Δωρικών κιόνων
των βασιλικών ανακτόρων. Εις τους λόγους του εύρον εκείνο, το οποίον εύρον και
εις τους λόγους όλων των ειλικρινών Ελλήνων, με τους οποίους ωμίλησα τας ημέρας
αυτάς: την εμπιστοσύνην προς την Γερμανίαν και την προθυμίαν διά το έργον της
ανορθώσεως».
Η ατμόσφαιρα, που αποδίδει ο
Γερμανός δημοσιογράφος του «Σινιάλ», δεν απέχει από εκείνη που υπήρχε μέχρι να
έλθουν οι Ιταλοί στην Αθήνα. Η διεθνής προβολή του στρατηγού Τσολάκογλου ως του
υπ’ αριθ. 1 γερμανόφιλου στην Αθήνα έχει φυσικά την προπαγανδιστική αξία της,
καθώς το περιοδικό κυκλοφορεί όχι μόνο στις χώρες του Άξονα και όλες τις
κατεχόμενες απ’ αυτόν, αλλά και σε ουδέτερες. Υπό την έννοια αυτή, εκείνη η
συνέντευξή του εκτιμήθηκε ότι αποτελούσε ένα είδος διαβατηρίου του στη «λέσχη»
των δορυφόρων κρατών του Άξονα, γεγονός που απείχε πολύ από την πραγματικότητα,
αφού ποτέ η Ελλάδα δεν περιήλθε σε τέτοια κατάσταση.
7. Η αναζήτηση
πολιτικού στίγματος και η εκστρατεία εναντίον του «εκπεσόντος καθεστώτος».
Πρωταρχικής σημασίας για τη νέα
κυβέρνηση, η οποία προέκυψε όταν άρχισε η Κατοχή στην Ελλάδα, ήταν να
διατυπώσει πολιτικό λόγο και να εκπέμψει το πολιτικό στίγμα της. Ήδη από τα
πρώτα διαγγέλματα, τις διακηρύξεις και τις δηλώσεις της διαφαινόταν ότι υπήρχε
πολιτικό υπόβαθρο.
Οι στρατηγοί του Μετώπου που
υπουργοποιήθηκαν δεν διέθεταν ασφαλώς πολιτικό αισθητήριο, διότι αν το είχαν θα
απέφευγαν να καταλάβουν τέτοια αξιώματα.
Κατ’ αρχήν εκφράζονται σαφείς
αιχμές εναντίον των αγγλοφίλων της προκάτοχης κυβέρνησης, καθώς και του
«φυγάδος» βασιλέως, συνοδευόμενες από απαξιωτικές αναφορές περί υπευθύνων της
εθνικής συμφοράς, διεφθαρμένων προσώπων, καθώς και αφορισμοί εναντίον της
διεθνούς πλουτοκρατίας. Με κεντρική σημαία την καταδίκη του «εκπεσόντος
καθεστώτος», η κυβέρνηση αναζήτησε το πολιτικό στίγμα της στην απομεταξοποίηση,
επιλέγοντας να συγκεντρώσει όλους τους αντιδικτατορικούς του παρελθόντος. Ήδη
αυτή ήταν μια λανθασμένη επιλογή, διότι απομακρυνόταν από τη φυσική δεξαμενή,
στην οποία ανήκαν οι συντηρητικοί πολίτες της χώρας.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου, ως προς
την προϊστορία του, δεν ήταν αντίπαλος του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Όχι
μόνο δεν είχε εκδηλώσει παρόμοιες απόψεις, αλλά ήταν φιλικός προς αυτό,
θεωρούμενος μάλιστα ως στυλοβάτης του. Το αντιδικτατορικό κίνημα της Κρήτης το
1938 είχε αντιμετωπισθεί από τον ίδιο επιτυχώς με την αποστολή του στη
μεγαλόνησο ως στρατιωτικού διοικητή με αυξημένες αρμοδιότητες. Καθ’ όλη τη
διάρκεια της δικτατορίας εθεωρείτο ως συμπορευόμενος προς αυτήν, δεν είχαν
γίνει διακρίσεις εις βάρος του, αντίθετα δε κατά την πολεμική περίοδο ευνοήθηκε
σε σύγκριση με άλλους συναδέλφους του.
Θα ήταν δύσκολο σήμερα να αναλυθεί
πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταστροφή του. Ίσως να επέδρασε καταλυτικά το
ολιγοήμερο διάστημα της κατάρρευσης του Μετώπου, κατά τη διάρκεια του οποίου οι
αγωνιώδεις εκκλήσεις του για να εγκριθεί η σύναψη συνθηκολόγησης δεν έβρισκαν
απήχηση στην Αθήνα. Πάντως ο πειθαρχικός στρατηγός του Μαρτίου 1941 τον επόμενο
μήνα βρέθηκε να εξαπολύει μύδρους εναντίον του καθεστώτος που είχε υπηρετήσει
με πίστη, αν όχι με φανατισμό.
Μόλις έγινε πρωθυπουργός, η πρώτη
δουλειά του Τσολάκογλου ήταν να αφαιρέσει από το προηγούμενο καθεστώς τους δύο
κύριους μηχανισμούς του, στους οποίους και στηριζόταν για να ασκεί την
πανελλήνια προπαγάνδα του: το υφυπουργείο Τύπου-Τουρισμού και την ΕΟΝ.
Πράγματι, στο πρώτο νομοθετικό διάταγμα που εξέδωσε η κυβέρνησή του, το
πρώτο-πρώτο εδάφιο αναφέρεται στην κατάργηση του υφυπουργείου, ενώ η διάλυση
της πολυθρύλητης ΕΟΝ θα πραγματοποιηθεί ύστερα από λίγες εβδομάδες
αμφιταλαντεύσεων.
Ο τρίτος καίριος μηχανισμός της
δικτατορίας, το υφυπουργείο Ασφαλείας, δεν διαλύθηκε, διότι οι υπηρεσίες του
κρίθηκαν απαραίτητες. Ωστόσο έγιναν σταδιακά και κάπως αθόρυβα μεγάλες
ανακατατάξεις στην ιεραρχία των σωμάτων ασφαλείας, ιδιαίτερα στην Αστυνομία
Πόλεων.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
στηριζόταν και σε μια άλλη μεγάλη δύναμη, που το στήριξε σταθερά: στον ανώνυμο
Έλληνα αγρότη. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αναπτύξει ένα αγνοημένο μεν, αλλά
πολυσήμαντο δόγμα για την αγροτική Ελλάδα, συνδυασμένο με τη γεωργική παραγωγή
και την επισιτιστική αυτάρκεια.
Ο Τσολάκογλου δεν αγνόησε αυτόν
τον παράγοντα και αρχικά επιδίωξε να τον προσεγγίσει και να τον προσεταιρισθεί,
με σαφή στόχο να διασφαλίσει έτσι την αναγκαία γεωργική παραγωγή. Αλλά ο
Μεταξάς είχε μια επικράτεια, που την ήλεγχε απόλυτα, ενώ ο Τσολάκογλου
προΐστατο μιας «κυβέρνησης Αθηνών και περιχώρων», κατά τον ευφυολόγο
χαρακτηρισμό συγχρόνου του. Το τμήμα της ελληνικής επαρχίας, που βρισκόταν στην
εξουσία της κατοχικής κυβέρνησης, ήταν μόνο στα χαρτιά, διότι οι κατά τόπους
στρατιωτικοί διοικητές του κατακτητή σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούσαν
αυτόνομα.
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΤΥΠΟΥ
Η πρώτη νομοθετική πράξη της
κατοχικής κυβέρνησης δεν ήταν άλλη παρά η κατάργηση του υφυπουργείου Τύπου και
Τουρισμού, το οποίο υποκαταστάθηκε με τη σύσταση Διεύθυνσης Τύπου και
Ραδιοφωνίας, η οποία τελικά αναβαθμίσθηκε σε γενική διεύθυνση. Τη νέα διεύθυνση
ανέλαβε ένας γνωστός Αθηναίος δημοσιογράφος, που στο παρελθόν είχε διακριθεί ως
οργανωτής καλλιστείων και ως συγγραφέας θεατρικών έργων. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο
σκιώδης αντικαταστάτης του άλλοτε δημοσιογράφου Θεολόγου Νικολούδη υπήρξε ο
Νικόλαος Γιοκαρίνης, ο οποίος εκτός από την επαγγελματική απασχόλησή του ως
δημοσιογράφος στο Συγκρότημα Λαμπράκη, ταυτόχρονα ήταν διευθυντής Γενικών
Αρχείων και Δημοσιευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Καθώς ήταν, παράλληλα με τη
δημοσιογραφική ιδιότητά του, μόνιμο στέλεχος του Πανεπιστημίου Αθηνών,
αποσπάσθηκε με πρωθυπουργική απόφαση.
Οπωσδήποτε η νέα κυβέρνηση θα
μπορούσε να έχει καταλήξει σε μια καλύτερη επιλογή προσώπου, αλλά φαίνεται ότι
υπήρχε μια διαπροσωπική σχέση που τον καθιστούσε ισχυρό. Πράγματι, η εξήγηση
είναι ότι ο Ν. Γιοκαρίνης[27] ως
πολεμικός απεσταλμένος των «Αθηναϊκών Νέων» είχε μεταβεί στο Μέτωπο και εκεί
απέκτησε φιλικούς δεσμούς με τους διοικητές μονάδων, που του χρησίμευσαν στη
συνέχεια. Για την ιδιόρρυθμη πορεία του θα επανέλθουμε σε άλλο σημείο, αλλά
στην πρώτη φάση της Κατοχής ο Γιοκαρίνης έγινε ο παντοδύναμος άρχων του Τύπου
ως διάδοχος του Νικολούδη. Η πολυάριθμη στελέχωση του πρώην υφυπουργείου Τύπου
και Τουρισμού μειώθηκε σημαντικά, καθώς μάλιστα η δεύτερη αρμοδιότητά του για
τον τουρισμό λόγω των συνθηκών είχε καταστεί σχεδόν ανύπαρκτη[28]. Το
κύριο αντικείμενο της νέας διεύθυνσης περιοριζόταν στην παρακολούθηση του Τύπου
και στην άσκηση της ελληνικής λογοκρισίας, ενώ η ξενόγλωσση λογοκρισία (μέχρι
τότε με διευθυντή τον γνωστό ποιητή Γιώργο Σεφέρη) περιορίσθηκε σχεδόν
ολοσχερώς.
Όσο και αν αποψιλώθηκε από
προσωπικό το υφυπουργείο Τύπου, η ραδιοφωνική υπηρεσία έμεινε ανέγγιχτη, όπως
άλλωστε προβλεπόταν από την πρώτη νομοθετική πράξη, και όλοι οι εργαζόμενοι σ’
αυτήν παρέμειναν στη θέση τους, ενώ ευθύς μετά παραχωρήθηκε αύτανδρη στην
Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρία (ΑΕΡΕ), που ανήκε κατά πλειοψηφία στη
γερμανική «Τελεφούνκεν» και στον περίφημο Ιωάννη Βουλπιώτη.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1
Νομοθετική Πράξη:
«Άρθρον μόνον. 1. Το υφυπουργείον
Τύπου και Τουρισμού καταργείται. 2. Ιδρύεται παρά τω Πρωθυπουργώ Διεύθυνσις
Τύπου και Ραδιοφωνίας ενασκούσα απάσας τας αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του καταργουμένου
υφυπουργείου. Εις ταύτην παραδοθήσονται διά τακτικού πρωτοκόλλου αμέσως άπαντα
τα αρχεία του καταργουμένου υφυπουργείου, εργαλεία, μηχανήματα, παν
περιουσιακόν στοιχείον και λογαριασμοί. 3. Της ανωτέρω διευθύνσεως προΐσταται
αποφάσει του Πρωθυπουργού ανώτερος δημόσιος υπάλληλος ή ανώτερος υπάλληλος
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατ’ απόσπασιν. Τα της αναλώσεως των εξόδων
της ιδρυομένης υπηρεσίας διενεργούνται παρά της ιδίας διευθύνσεως με μόνον
διατάκτην τον διευθυντήν επί τη βάσει των εγγεγραμμένων πιστώσεων εις τον
προϋπολογισμόν της ραδιοφωνικής υπηρεσίας. 4. Εκ του προσωπικού του
καταργουμένου υφυπουργείου διατηρούνται εις τας θέσεις των οι υπηρετούντες εις
την ραδιοφωνικήν υπηρεσίαν τεχνικοί υπάλληλοι και υπηρέται, πάντων των λοιπών
απολυομένων δι’ αποφάσεως του πρωθυπουργού. 5. Οι υπάλληλοι και οι υπηρέται των
υπολοίπων υπηρεσιών του υφυπουργείου υφ’ οιανδήποτε υπηρετούντες σχέσιν
διατηρούνται εν τη υπηρεσία εφόσον υπηρέτησαν κατά τον τελευταίον πόλεμον ως
κληρωτοί ή ως έφεδροι εις την ζώνην των επιχειρήσεων, καθώς και εάν τυγχάνουν
σύζυγοι, χήραι, τέκνα, γονείς ή αδελφοί, ή αδελφαί φονευθέντων ή θανόντων κατά
τον τελευταίον πόλεμον. 6. Κατά την, κατά την παράγραφον 2 της παρούσης,
παράδοσιν του αρχείου και λοιπών του καταργουμένου υφυπουργείου συμπράττουσιν
εις ανώτερος τεχνικός υπάλληλος του υπουργείου Συγκοινωνίας οριζόμενος παρά του
αρμοδίου υπουργού και εις ανώτερος υπάλληλος της γενικής διευθύνσεως δημοσίου
λογιστικού οριζόμενος παρά του υπουργού Οικονομικών. 7. Η ισχύς της παρούσης νομοθετικής
πράξεως άρχεται από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Το δημοσιογραφικό προσωπικό της
Γενικής Διεύθυνσης Τύπου δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά απομακρύνθηκαν εκείνοι που
υπήρξαν ευνοούμενοι του προηγούμενου καθεστώτος. Προστέθηκαν νέα πρόσωπα, καθώς
μάλιστα ήταν γνωστό ότι στα γραφεία των κατοχικών πρωθυπουργών εδράζονταν με
σχέση εργασίας πολλοί δημοσιογράφοι, άλλοι γνωστοί και άλλοι όχι τόσο.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΑΞΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η ολιγομελής κατοχική κυβέρνηση
επιχειρεί να σταθεροποιηθεί, χωρίς να αποστασιοποιείται από τον βασικό στόχο
της να αποτρέψει την έλευση των Ιταλών. Η σταθεροποίησή της όμως προϋποθέτει
λαϊκό έρεισμα. Για να το επιτύχει αυτό διεξάγει τη γνωστή αντιμεταξική
εκστρατεία, που τελικά θα αποδειχθεί μάλλον ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα,
προσπαθώντας να προσελκύσει την αντιδικτατορική κοινή γνώμη.
Στόχος αυτής της εκστρατείας δεν
είναι μόνον η προσέγγιση των αντιμεταξικών Ελλήνων, αλλά και η ταυτόχρονη
επίδειξη φιλικών αισθημάτων προς τους Γερμανούς. Παρά τις τυμπανοκρουσίες και
την κινητοποίηση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας η εκστρατεία θα
εγκαταλειφθεί, χωρίς εν τω μεταξύ να βρεθούν επιλήψιμα στοιχεία. Και έτσι
σταδιακά θα αφήνονται ελεύθεροι οι υπουργοί της κυβέρνησης Μεταξά και όσοι
άλλοι συνεργάτες της είχαν συλληφθεί. Είναι αξιοσημείωτο ότι για κανένα
σκάνδαλο της δικτατορίας δεν βρέθηκαν κολάσιμα στοιχεία, ούτε από την έρευνα
των περιουσιών τους διαπιστώθηκαν παρανομίες.
Οπωσδήποτε οι χθεσινοί υπουργοί
απομονώθηκαν από τον κύκλο τους και με αυτόν τον τρόπο εξέλιπε κάθε κίνδυνος
τυχόν ανατροπής του νέου καθεστώτος από τους παράγοντες του προηγουμένου. Αυτό
είχε ιδιαίτερη σημασία με τη σύλληψη του αρχιστρατήγου Αλεξ. Παπάγου, ο οποίος
μετά την αποστράτευσή του εξακολουθούσε να είναι για την κοινή γνώμη ο πιο
σεβαστός παράγων – παρά τα όσα είχαν να του προσάψουν σε επίπεδο φημών οι
αντίπαλοί του.
Η αντιβασιλική φόρτιση, που
εκφράζεται με συχνές προσωπικές αναφορές εναντίον του Γεωργίου Β΄, αλλά και με
τη δημοσίευση άρθρων ή δηλώσεων των βασικών στελεχών της κατοχικής κυβέρνησης[29],
συγκινεί οπωσδήποτε μια ευρεία μερίδα της κοινής γνώμης, παράλληλα όμως με το
όλο απαξιωτικό πνεύμα της απωθεί μια άλλη μεγαλύτερη μερίδα, στην οποία ανήκουν
βασιλικοί και αντιβασιλικοί πολίτες.
Ο Κων. Λούλος γράφει
χαρακτηριστικά για την απομεταξοποίηση που επιχείρησε η κυβέρνηση Τσολάκογλου[30]:
«Η πολιτική που εφαρμόστηκε
στηριζόταν σε τρεις βασικούς άξονες: Πρώτα απ’ όλα περιελάμβανε εκτεταμένες
εκκαθαρίσεις στο δημόσιο τομέα, που, δεύτερον, συνοδεύονταν από μια τακτική
αποκατάστασης των διωχθέντων από τον Μεταξά και, τρίτον, επεδίωκε μια μορφή
“στρατιωτικοποίησης” του κρατικού μηχανισμού. Καταρχάς οτιδήποτε θύμιζε την 4η
Αυγούστου εξοβελίστηκε από τη δημόσια ζωή: Σειρές γραμματοσήμων, χαρτοσήμων,
ταχυδρομικών καρτών κτλ. απαγορεύτηκαν. Οι φορολογικές απαλλαγές του βασιλικού
οίκου, η μισθοδοσία των εργαζομένων στο παλάτι[31] και
η τιμητική σύνταξη της χήρας Μεταξά καταργήθηκαν».
Ως προς το τελευταίο, η κίνηση
αυτή εναντίον της χήρας του πρωθυπουργού Μεταξά θα ανακληθεί όταν θα
θεσμοθετηθεί με ευρύτερη διάταξη η συνταξιοδότηση πρώην προέδρων της
Δημοκρατίας και πρωθυπουργών.
Ταυτόχρονα με την έναρξη των
διώξεων εκείνων, πραγματοποιήθηκε – χωρίς να είναι ασύνδετος απ’ αυτή την
εκστρατεία – ένας κύκλος επαφών με πολιτικούς αρχηγούς και άλλες
προσωπικότητες, όπως έχουμε αναφέρει, όταν βρισκόταν σε έξαρση η απόπειρα
δημιουργίας δορυφόρου κράτους. Αλλά από τις κινήσεις του αυτές, ο Τσολάκογλου
ήδη γνωρίζει τις πρώτες αντιδράσεις εκ των έσω. Δεν έχει συμπληρωθεί ένα
δεκαπενθήμερο από την ανάληψη της πρωθυπουργίας, όταν στις 13 Μαΐου ο Γερμανός
πληρεξούσιος διαβιβάζει στο Βερολίνο ακόμη και τον προβληματισμό του για
προσεχή αντικατάσταση του στρατηγού Τσολάκογλου:
«Τις τελευταίες ημέρες ακούσθηκαν
συγκεκριμένες επικρίσεις εκ μέρους μελών του υπουργικού συμβουλίου εναντίον του
πρωθυπουργού, του οποίου οι ηγετικές ικανότητες αμφισβητούνται και
καταγγέλλονται οι δεσμοί του με ορισμένη οικονομική ομάδα. Επειδή οι επικρίσεις
διατυπώθηκαν από προσωπικότητες, στην κρίση των οποίων τρέφω εκτίμηση, δεν
μπορούσα να αποφύγω να τις φέρω σε γνώση σας. Υπέδειξα φυσικά την τήρηση της
πειθαρχίας και την αποφυγή λήψεως αποφάσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη μας και τις
οδηγίες του Βερολίνου επ’ αυτών. Μου υποσχέθηκαν ότι θα συμμορφωθούν. Σε κάθε
περίπτωση, πρέπει να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον το ενδεχόμενο να
αντικατασταθούν ορισμένα μέλη της κυβερνήσεως και σε μεταγενέστερο στάδιο ίσως
και του ίδιου του πρωθυπουργού. Σ’ αυτές τις μεταβολές δεν αποδίδω μεγάλη
σημασία, καθώς η κυβερνητική πολιτική καθορίζεται από τον Άξονα».
Την επομένη κιόλας, αγνοώντας τα
μόλις προ 24ώρου αναφερθέντα από τον ίδιο, ο πληρεξούσιος του Ράιχ στέλνει μια
νέα εκτενή αναφορά του στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών (14 Μαΐου), στην
οποία ζητεί από την κυβέρνησή του να υποστηρίξει τον Έλληνα κατοχικό πρωθυπουργό
αποτελεσματικότερα:
«Εξ αιτίας της εξαρτήσεως της
ελληνικής κυβερνήσεως από μας και της εμπιστοσύνης που μας δείχνει ο λαός και η
κυβέρνηση, η μέχρι τώρα συνεργασία μας με τις ελληνικές υπηρεσίες δεν
αντιμετώπισε κανένα αξιόλογο εμπόδιο. Στο μέτρο που θα αρχίσουν να εμφανίζονται
εμπόδια, αυτό θα οφείλεται στην ασάφεια που υφίσταται λόγω ελλείψεως
συγκεκριμένων αποφάσεων στα εξής ζητήματα:
α) ΚΑΤΟΧΗ. Είναι επείγον να
διευκρινισθεί ποια τμήματα της χώρας θα κατέχονται από γερμανικά και ποια από
ιταλικά στρατεύματα. Για να κατευνασθούν οι λαϊκές ανησυχίες πρέπει να
περιορισθεί το υπό ιταλική κατοχή έδαφος στο ελάχιστο δυνατό. Μόνο μία από τις
κατοχές θα δεχόταν ο ελληνικός λαός, χωρίς αντιρρήσεις και σε οποιαδήποτε
έκταση. Θα ήταν ευχής έργο, αν η γερμανική δύναμη κατοχής, λόγω του
επισιτιστικού ζητήματος, περιοριζόταν στο απαραίτητο, στρατιωτικά, ελάχιστο
όριο.
β) ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Αν και
στο θέμα της συστάσεως Στρατιωτικής Διοικήσεως δεν ελήφθη ακόμη απόφαση, εν
τούτοις κάτω από την πίεση των πραγμάτων άρχισε να λειτουργεί η στρατιωτική
υπηρεσία που προετοιμάσθηκε για τον σκοπό αυτόν.
Φυσικά, αυτό δημιουργεί άπειρες
δυσκολίες στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία από τη μια μεριά αγωνίζεται για την
επιβολή της πάνω στον ελληνικό λαό και από την άλλη για την εξομάλυνση των
διαφορών που αναφύονται ανάμεσα στις στρατιωτικές αρχές.
Θεωρώ ως αποτελεσματική λύση την
εγκατάλειψη της γερμανικής και ιταλικής στρατιωτικής διοικήσεως και την
υποστήριξη της ελληνικής κυβερνήσεως από ένα επιτελείο ειδικών στους διάφορους
τομείς της διοικήσεως που θα ανήκουν στη δική μας υπηρεσία.
γ) ΖΗΤΗΜΑ ΕΠΙΣΙΤΙΣΜΟΥ. Το ζήτημα
αυτό παρουσιάζει δύο όψεις: την οργανωτική και την υλική. Συνεπώς η λύση του
εξαρτάται από την απόφαση στο θέμα της Κατοχής, της στρατιωτικής διοικήσεως. Οι
γερμανικές αρχές Κατοχής προχώρησαν μέχρι τώρα σε αξιόλογη προεργασία. Ωστόσο η
χώρα, εκτός από τη δική μας οργανωτική πείρα χρειάζεται και συγκεκριμένη υλική
βοήθεια, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις μέχρι τη νέα εσοδεία ανάγκες της.
Γι’ αυτό, παρακαλώ εκ νέου να
ληφθεί το ταχύτερο απόφαση στο θέμα Κατοχής και Στρατιωτικής Διοικήσεως, με την
επιφύλαξη όπως μόλις την λάβω να σας υποβάλω και άλλες προτάσεις».
Οι Γερμανοί θέλουν να βοηθήσουν
τον Τσολάκογλου, αλλά – παρά τα ανοίγματά του – είναι έναντι των Ιταλών
δεσμευμένοι να μην τον δεχθούν στον Άξονα. Η πολιτική, που ο ίδιος θέλει να
εκφράσει, είναι ελλειμματική από πλευράς στόχων και δεν έχει παρά κυρίως
αρνητικές τοποθετήσεις.
ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Όπως έχει αναφερθεί αναλυτικότερα,
η πρώτη κατοχική κυβέρνηση πρόθυμα ήρθε σε επαφή με τους γνωστότερους
πολιτικούς παράγοντες της χώρας, καθώς και με μια σειρά προσωπικοτήτων
(πανεπιστημιακών καθηγητών, οικονομολόγων, στρατηγών, διπλωματών κ.ά.), επιχειρώντας
να διαμορφώσει κλίμα πολιτικοποίησης και μέσω αυτού τον προσεταιρισμό της
κοινής γνώμης. Σχεδόν όλοι οι «συνομιλητές» της, φάνηκαν θετικοί σ’ αυτή την
κίνηση, η οποία προβλήθηκε προπαγανδιστικά, σε σημείο που να νομίζει κανείς ότι
πράγματι ο ελληνικός λαός είχε ξαναβρεί τις ελευθερίες του!
Η επιδίωξή της ήταν να διεκδικήσει
γενικό κύρος, ει δυνατόν από ολόκληρο τον ελληνικό λαό, και όχι μόνον από τους
ελάχιστους γερμανόφιλους.
Οι προσωπικότητες αυτές ήταν: Θ. Πάγκαλος, Στ.
Γονατάς, Α. Οθωναίος, Δ. Μάξιμος, Κ. Τσαλδάρης, Γ. Παπανδρέου, Π.
Κανελλόπουλος, Β. Δεληγιάννης, Γ. Πεσμαζόγλου, Γ. Μερκούρης, Ν. Βελέντζας, Περ.
Ράλλης, Ι. Σοφιανόπουλος, Τ. Ροδόπουλος, Στ. Στεφανόπουλος, στρατηγός Δ.
Καθενιώτης, Σ. Γκοτζαμάνης, Π. Μαυρομιχάλης, Στ. Κωστόπουλος, Κ. Ζαβιτσιάνος,
Μ. Νεγρεπόντης, Κρ. Δηλαβέρης, Πέτ. Ράλλης, Ανδρ. Λαμπρόπουλος, ναύαρχος Δ.
Οικονόμου, Ε. Τσιρονίκος, Λ. Κανακάρης-Ρούφος, Γ. Μόδης, Αλ. Σβώλος, Γ. Δ.
Ράλλης, Σπ. Τρικούπης, Ν. Τζερμιάς, Γ. Καρτάλης, Ι. Κούνδουρος, Δ.
Χατζηγιάννης, Γ. Τσόντος-Βάρδας, Αρ. Χασαπίδης, Δ. Πετρίτης, Αχ.
Πρωτοσύγκελλος, Μοσχονάς, Λαπαθιώτης, Θ. Τουρκοβασίλης, οι καθηγητές Ν.
Εξαρχόπουλος, Σακελλαρίου, Ν. Λούβαρις, Ιερ. Πίντος, Μιχ. Δένδιας Ξ. Ζολώτας,
Άγγ. Αγγελόπουλος, Αντ. Κεραμόπουλος, Σ. Βλάχος κ.ά., οι πρεσβευτές Δελμούζος,
Μελάς, Γάφος και Ιω. Πολίτης, καθώς και ως εκπρόσωποι του προσφυγικού κόσμου οι
πρώην υπουργοί και βουλευτές: Αντ. Αθηνογένης, Μιχ. Αργυρόπουλος, Εμμ.
Εμμανουηλίδης, Αν. Μπακάλμπασης, Αχ. Παπαδάτος, Απ. Ορφανίδης, Δημοσθ.
Ελευθεριάδης, Μιχ. Τσιγδέμογλου, Κων. Γιαβάσογλου, Στ. Χούρσογλου, Νικ.
Μανούσης, Λ. Λαμπριανίδης, Στ. Χατζήμπεης, όπως και οι Κων. Λαμέρας, Σωκρ.
Σινανίδης και Δ. Παρθένης-Μιλάνος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συμπεριφορά των
προαναφερθέντων απέναντι στη νέα κυβέρνηση δεν ήταν ομόθυμη. Άλλοι ήταν πιο
επιφυλακτικοί και άλλοι πιο ευμενείς. Αν και το αντικείμενο των επαφών εκείνων
δεν ήταν η άντληση προσώπων για να χρησιμοποιηθούν σε κυβερνητικές θέσεις, αλλά
όπως έχουμε ήδη δει είχε ευρύτερο αντικείμενο, κάποιοι απ’ αυτούς θα
συνεργασθούν ευθέως με την κατοχική κυβέρνηση. Άλλοι αναλαμβάνοντας πολιτικά
αξιώματα, όπως ο Σ. Γκοτζαμάνης, άλλοι ως άτυποι σύμβουλοί της σε πολιτικά και
οικονομικά θέματα, ενώ άλλοι θα αναλάβουν διοικήσεις τραπεζών. Από τις ίδιες
επαφές προέκυψε και η επιλογή των Αλ. Σβώλου και των άλλων καθηγητών, καθώς και
των επιφανών Μακεδόνων και Θράκων, που συνέπραξαν για τα εθνικά θέματα με την
ίδρυση της περίφημης επιτροπής και του Γραφείου Μελετών.
Από το «άνοιγμα» του Τσολάκογλου προέκυψαν στη
συνέχεια και άλλα πρόσωπα, που χρησιμοποιήθηκαν σε πολιτικές θέσεις,
στελεχώνοντας γενικές γραμματείες υπουργείων και νομαρχίες, ή για εμπιστευτικές
αποστολές.
ΟΙ ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Από το 1936, όταν ο Κώστας Κοτζιάς
αναβαθμίσθηκε και έγινε υπουργός διοικητής Πρωτευούσης, δήμαρχος Αθηναίων είχε
αναλάβει ο Αμβρόσιος Πλυτάς[32]. Το
αξίωμα είχε καταλάβει δικαιωματικά, διότι ήταν ο πρώτος σε αριθμό ψήφων
δημοτικός σύμβουλος μετά τον Κοτζιά. Συνεργάσθηκε στενά και χωρίς να υπάρξουν
προβλήματα με τις κυβερνήσεις Μεταξά και Κοριζή, ενώ ως δήμαρχος Αθηναίων
παρέδωσε την ανοχύρωτη πρωτεύουσα στους Γερμανούς, όπως έχουμε δει
αναλυτικότερα. Από την άφιξη των Γερμανών μέχρι να ορκισθεί η κατοχική
κυβέρνηση, ο Α. Πλυτάς ασκούσε κατ’ εντολήν τους ευρύτερα καθήκοντα από εκείνα
της αρμοδιότητάς του.
Δεν είναι απολύτως διευκρινισμένο
αν οι Γερμανοί ή οι υπουργοί της κατοχικής κυβέρνησης είναι εκείνοι που
δυσαρεστήθηκαν και αποφάσισαν την παύση του δημάρχου Πλυτά. Από τις πρώτες
κατοχικές ημέρες, πάντως, ο δήμαρχος βρέθηκε στο στόχαστρο, με κύρια κατηγορία
από γερμανικής πλευράς ότι μία μόλις εβδομάδα πριν εκδηλωθεί η γερμανική
επίθεση, είχε πάρει την πρωτοβουλία να μετονομάσει με κάθε επισημότητα την
κεντρική αρτηρία Ακαδημίας σε λεωφόρο Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Αντιλαμβανόμενος
ίσως ο Αμβρόσιος Πλυτάς τις γερμανικές καχυποψίες, είχε σπεύσει να στείλει ένα
ευχαριστήριο τηλεγράφημα προς τον Χίτλερ:
«Προς την αυτού Εξοχότητα τον
Καγκελλάριον του Γερμανικού Ράιχ κ. Αδόλφον Χίτλερ, Βερολίνον.
Οι γενναίοι και ιπποτικοί λόγοι,
τους οποίους εξεφωνήσατε ενώπιον των εκλεκτών του Γερμανικού Λαού διά τον
Ελληνικόν Λαόν και Στρατόν, έσχον βαθυτάτην απήχησιν εις την ψυχήν του
Αθηναϊκού Λαού, απηχούντος τα αισθήματα ολοκλήρου της Χώρας. Ως Δήμαρχος
Αθηναίων διερμηνεύων τα αισθήματα ταύτα, λαμβάνω την υψηλήν τιμήν να σας
εκφράσω την ευγνωμοσύνην της πόλεως των Αθηνών, τόσον διά την συγκινητικήν
διακριτικότητα και τον σεβασμόν, τον οποίον επέδειξαν τα γενναία στρατεύματά
σας απέναντι της ιστορικής Πρωτευούσης της Ελλάδος, όσον και διά την στοργήν
και συμπάθειαν μεθ’ ων υμείς ο ένδοξος Φύρερ του Γερμανικού Λαού περιβάλλετε
την Ελλάδα, κοιτίδα των πνευματικών φώτων της τέχνης και του πολιτισμού, του
οποίου είσθε ενθουσιώδης μύστης.
Ο Δήμαρχος Αθηναίων
Αμβρόσιος Πλυτάς».
Τελικά στις 6 Ιουνίου 1941 με Ν.Δ.
ο Πλυτάς παύθηκε επίσημα, ενώ ήδη από τις 11 Μαΐου είχε αντικατασταθεί
ανεπίσημα από τον διάδοχό του Κ. Μέρμηγκα, όπως και όλο το Δημοτικό Συμβούλιο.
Με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών Π. Δεμέστιχα, νέος δήμαρχος ορίσθηκε στις 13
Ιουνίου ο γνωστός καθηγητής Ιατρικής Κωνσταντίνος Μέρμηγκας, του οποίου η
θητεία θα είναι πολύ σύντομη. Στη σύνθεση του νέου Δημοτικού Συμβουλίου
περιλαμβάνονταν ως επί το πλείστον επιφανείς κατά γενική ομολογία Αθηναίοι, των
οποίων η επιλογή βασικά είχε θεσμικά κριτήρια: Π. Πουλίτσας, Ιω. Αντωνιάδης,
Αλ. Αργυρόπουλος, Ανδρ. Γεωργαλάς, Άγγ. Γεωργάτος, Ευ. Ευαγγέλου, Μιχ.
Ευλάμπιος, Ιω. Καλομοίρης, Ιω. Κανελλόπουλος, Κων. Κατσανάκος, Περ. Μαζαράκης,
Παν. Μπρατσιώτης, Στ. Οικονομάκης, Δ. Ορφανός, Κων. Σκαρλάτος, Στ. Χαλκιαδάκης
και Σπ. Χατζηκυριάκος. Πρόεδρος ανέλαβε ο Παναγιώτης Πουλίτσας και γραμματέας ο
Άγγελος Γεωργάτος.
Ο Κ. Μέρμηγκας, άσχετος από την
πολιτική πρακτική και πιστεύοντας αρχικά ότι το έργο του δεν θα ήταν άπελπι,
σύντομα απογοητεύθηκε και τον Αύγουστο 1941 παραιτήθηκε, ενώ μετά από μερικούς
μήνες απεβίωσε[33]. Ως αιτία, που τον
οδήγησε να εγκαταλείψει τη δημαρχία, θεωρείται η επιμονή των κατακτητών προς
εκείνον, ύστερα από μια επιχείρηση δολιοφθοράς που διέπραξαν άγνωστοι, να
παρουσιάσει έναν κατάλογο ομήρων για την περίπτωση επανάληψης δολιοφθορών.
Τον διαδέχθηκε ο νεαρός και
φιλόδοξος Άγγελος Γεωργάτος[34], ο
οποίος υπήρξε δραστήριος και κινούμενος με πολιτικότητα και φιλική διάθεση προς
όλες τις πλευρές – πλην του ΕΑΜ. Στο θετικό ενεργητικό του πιστώνεται η ίδρυση
των δημοτικών συσσιτίων, καθώς και των παιδικών. Γενικός διευθυντής του Δήμου
ήταν ο Πάνος Χαλδέζος, στον οποίο είχε δώσει εντολή να διευκολύνει την έκδοση
ταυτοτήτων των διωκομένων Εβραίων, αφού προηγουμένως είχε δημιουργήσει ένα
δεύτερο μητρώο δημοτολογίου με πλαστές εγγραφές. Στο Κέντρο Νεότητος του Δήμου
Αθηναίων είχε τοποθετηθεί ως διευθυντής ο Γεώργιος Ζομπανάκις, ο οποίος το
οργάνωσε με νέα πιο ευέλικτη διάρθρωση. Στενός συνεργάτης του Γεωργάτου στον
Δήμο ήταν, μεταξύ άλλων, ο γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας
Δημήτρης Μπόγρης[35].
Ο Γεωργάτος, που αρχικά είχε
εμφανισθεί ως ιταλόφιλος[36],
προσαρμόστηκε και στη γερμανική κατοχή που ακολούθησε, ενώ – πολυπράγμων καθώς
ήταν – διατήρησε καλές σχέσεις με τους σημαντικότερους πολιτικούς και
κοινωνικούς παράγοντες της εποχής εκείνης.
Μετά την αποχώρηση του καθηγητή
Μέρμηγκα, είχε παραιτηθεί και ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Παναγιώτης
Πουλίτσας (πρωθυπουργός τον Απρίλιο 1946), στη θέση του οποίου διορίσθηκε ο
Ιωάννης Γρ. Αθανασιάδης, άλλοτε βενιζελικός βουλευτής (1928-32) και ο μόνος
αιρετός δημοτικός σύμβουλος που είχε εκλεγεί κατά τις τελευταίες δημοτικές
εκλογές του 1934. Ως γραμματέας, στη θέση του Α. Γεωργάτου, διορίσθηκε ο Ανδρ.
Γεωργαλάς, θέση που αργότερα θα έχουν διαδοχικά ο Σπύρος Χατζηκυριάκος (νεαρός
οικονομολόγος, ο οποίος θα γίνει ο τελευταίος κατοχικός διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος) και ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, άλλοτε γενικός γραμματέας της
Αρμοστείας Σμύρνης κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.
Κατά το το τελευταίο έτος της
Κατοχής, σε αναπλήρωση άλλων που είχαν αποχωρήσει ή αντικατασταθεί, ως μέλη του
Δημοτικού Συμβουλίου συμμετείχαν επίσης οι Παν. Γυφτόπουλος, Ευ. Ευαγγέλου, Γ.
Μπλέτης, Άγγ. Σταυρόπουλος, Μιχ. Τόμπρος, Στ. Χαλκιαδάκης, Δημ. Χαλούλος, Σπ.
Χατζηκυριάκος και Ι. Χατζηλουκάς[37].
Ο Α. Γεωργάτος είχε αναπτύξει
ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα στις τελευταίες ημέρες πριν φύγουν οι
κατακτητές, προσπαθώντας να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις μεταξύ
Γερμανών και εκπροσώπων του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, προκειμένου
να αποφευχθούν οι μάχες μέσα στην πόλη και να μην γίνουν οι προγραμματισμένες
καταστροφές.
ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Στον Πειραιά, δήμαρχος ήταν ο
βιομήχανος και άλλοτε βουλευτής Μιχαήλ Μανούσκος[38].
Είχε διορισθεί επί Μεταξά τον Οκτώβριο 1938, διαδεχθείς τον αιρετό δήμαρχο
ιατρό Σωτήριο Στρατήγη (1860-1945), και παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 19
Σεπτεμβρίου 1941. Τον Μανούσκο αντικατέστησε για διάστημα ενός μήνα περίπου ο
προσωρινός Εμμαν. Σαουνάτσος και στη συνέχεια επανήλθε ο Σ. Στρατήγης, ασκώντας
τα δημαρχιακά του καθήκοντα για σχεδόν δύο χρόνια, από τις 27 Οκτωβρίου 1941
μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 1943, οπότε παραιτήθηκε. Νέος δήμαρχος έγινε ο
βιομήχανος τροφίμων Κωνσταντίνος Τσιάκος[39], που
παραιτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1944, λίγες μέρες μετά τον φοβερό συμμαχικό
βομβαρδισμό του Πειραιά. Τον αντικατέστησε ο Χαρίλαος Αντωνάτος, ηγετικό
στέλεχος του ΕΔΕΣ Αθηνών. Αλλά και εκείνος δεν μπόρεσε να ελέγξει τις νέες
μεγάλες ανάγκες που αντιμετώπιζε ο Πειραιάς μετά τον βομβαρδισμό και
επιστρατεύθηκε και πάλι ο ικανός Σ. Στρατήγης, που ανέλαβε και πάλι στις 5 Φεβρουαρίου
1944 για να αντιμετωπίσει τις πληγές και να αποκαταστήσει τη γαλήνη. Στη θέση
αυτή παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1945.
Στη Θεσσαλονίκη, η είσοδος των
Γερμανών τον Απρίλιο 1941 βρήκε δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Μερκουρίου, φιλόλογο
και λυκειάρχη (1864-1951). Είχε διορισθεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης επί δικτατορίας
Μεταξά το 1937. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον Μάρτιο 1943. Υπήρξε πρώτος
πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Τον Μάρτιο 1943, ύστερα από επιλογή
του από το Εθνικό Συμβούλιο υπό τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, τον Κ. Μερκουρίου
διαδέχθηκε ο δικηγόρος Γεώργιος Σερεμέτης (1879-1950) και παρέμεινε ως δήμαρχος
μέχρι το τέλος της Κατοχής. Από το 1926 εκλεγόταν συνεχώς πρόεδρος του
Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Σημαντική θεωρείται η συμβολή του στο να μην
υπάρξουν καταστροφές στη Θεσσαλονίκη και κυρίως η ανατίναξη του λιμανιού της
κατά την αποχώρηση των Γερμανών.
Στην Πάτρα, από το 1934 ήταν
αιρετός δήμαρχος ο Βασίλειος (Λαλάκης) Ρούφος, γόνος παλαιάς πατρινής
οικογένειας. Ο ίδιος είχε εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα και
υπήρξε νομάρχης Αττικοβοιωτίας στην περίοδο 1920-22. Τον Ιούνιο 1941 παραιτήθηκε
από τη θέση του, ύστερα από αξίωση των Ιταλών. Αργότερα διέφυγε στα βουνά και
επανήλθε με την Απελευθέρωση, χαρακτηριζόμενος ως «ο βασιλόφρων του ΕΑΜ».
Επανεξελέγη δήμαρχος από το 1951 μέχρι το 1959 που παραιτήθηκε.
Διάδοχός του ήταν ο σιδηρέμπορος
Ανδρέας Γαλανάκης (1891-1967), ο οποίος παρέμεινε ως δήμαρχος Πατρέων από τον
Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο 1941, οπότε τον αντικατέστησε ο γιατρός Ιωάννης
Βλάχος, παραμένοντας μέχρι τον Οκτώβριο 1942. Ο Ιω. Βλάχος (;-1954) ήταν πρώτος
εξάδελφος του Δ. Γούναρη και είχε διατελέσει αιρετός δήμαρχος στην περίοδο
1925-34, ενώ αργότερα εξελέγη βουλευτής στις εκλογές 1935 και 1936. Τον
αντικατέστησε τον Οκτώβριο 1942 ο Ανδρέας Ζωιόπουλος (1896-1968), ένας από τους
γνωστούς ναυτικούς πράκτορες της πόλης, ο οποίος παραιτήθηκε τον Μάρτιο 1943.
Νέος δήμαρχος ανέλαβε ο έμπορος Γεώργιος Πανταζής, ο οποίος παρέμεινε στη θέση
αυτή μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ο Γ. Πανταζής είχε διατελέσει γερουσιαστής
στην περίοδο 1929-33, ως εκπρόσωπος των βιοτεχνών και των μικρεμπόρων.
Στον Πύργο Ηλείας, επί Κατοχής,
υπηρέτησαν ως δήμαρχοι οι Τάκης Βακαλόπουλος και Τάσης Καζάζης (από τον
Δεκέμβριο 1943 μέχρι τέλους), ως δημοτικοί σύμβουλοι δε οι Δημήτριος
Φωτόπουλος, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Πέτρος Πετρόπουλος, Γεώργιος Γιαννάτος,
Χαράλαμπος Θεοχάρης κ.ά.
Στον Βόλο, δήμαρχος ήταν από το
1938 ο Νικόλαος Σαράτσης (1877-1949), ο οποίος τον Μάιο 1944 αντικαταστάθηκε
από τον δικηγόρο Θρασύβουλο Παπασακελλαρίου (ύστερα από υπόδειξη του ΕΔΕΣ, όπως
υποστήριξε ο ίδιος, ο οποίος στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 εγκατέλειψε την έδρα του
και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα από δολοφονική απόπειρα που έγινε εναντίον
του). Αναπληρωτές τους ήταν οι Στάμος Αξελός και Δημήτριος Χρήστου, ενώ
δημοτικοί σύμβουλοι στην περίοδο 1941-44 διετέλεσαν οι: Κ. Λιάντζουρας, Αλκ.
Ζυγαλάκης, Ευ. Παλαμηδάς, Κων. Κατσαρός, Π. Χατζηκωνσταντίνου, Γ. Καπουρνιώτης,
Γ. Βαφειάδης, Δημ. Κασσιόπουλος, Ιω. Συνοδινός, Κ. Δέρβος, Ιω. Πρεμέτης, Ρ.
Παπακωνσταντίνου, Μ. Παπακώστας, Δ. Φραγκόπουλος κ.ά.
Στη Λάρισα, δήμαρχος επί Κατοχής
ήταν ο Στυλιανός Αστεριάδης, γιατρός. Είχε εκλεγεί στις δημοτικές εκλογές 1934.
Κατά την Απελευθέρωση παύθηκε από το ΕΑΜ, αλλά επανήλθε τον Μάιο 1945.
Στη Χαλκίδα, αρχικά δήμαρχος ήταν
ο Σαραφιανός Σαραφιανός, ο οποίος είχε εκλεγεί στις εκλογές 1934 και παρέμεινε
μέχρι τον Μάιο 1942 (επανήλθε τον Απρίλιο 1945). Τον αντικατέστησε ο
Κωνσταντίνος Ρεντίφης μέχρι την Απελευθέρωση, αλλά και αυτός επανήλθε τον
Απρίλιο 1945.
Στο Ηράκλειο Κρήτης, από τον
Ιούλιο 1941 μέχρι τον Οκτώβριο 1944 δήμαρχος ήταν ο Μάνθος Πλεύρης.
Προηγουμένως, για δύο εβδομάδες ο καθένας, δήμαρχοι διετέλεσαν οι Χριστόφορος
Ζουράρης και Διομήδης Τσακίρης. Στα Χανιά, αρχικά, δήμαρχος επί Κατοχής ήταν ο
Νικόλαος Σκουλάς και από το 1942 μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί ο Απόστολος
Φυτράκης.
Η ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Η νέα κυβέρνηση, αφότου
εμφανίσθηκε, έσπευσε να πραγματοποιήσει ανακατατάξεις στα σώματα ασφαλείας,
απομακρύνοντας ή αφαιρώντας δύναμη από τα στελέχη εκείνα που είχαν δράσει εντός
του περιβάλλοντος του Κων. Μανιαδάκη, του ισχυρού άνδρα που εξασφάλισε τον
τομέα της ασφάλειας στο προηγούμενο καθεστώς. Το γεγονός ότι ήταν αποφασισμένη,
σε αντίθεση με το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, να στηριχθεί στα σώματα
ασφαλείας είναι ότι αναβάθμισε το αντίστοιχο υφυπουργείο σε υπουργείο. Έγιναν
ευρείες ανακατατάξεις στη διοικητική διάρθρωση των υπηρεσιών, της Αστυνομίας
Πόλεων και της Ελληνικής Χωροφυλακής[40].
Διορίζονται νέοι αρχηγοί στα δύο
σώματα, ενώ γίνονται και άλλες μεταβολές. Στη θέση του αρχηγού της Αστυνομίας
Πόλεων Ι. Σπύρου, που είχε θεωρηθεί ως άνθρωπος της 4ης Αυγούστου, τοποθετείται
ο αστυνομικός διευθυντής Δ. Τρύφωνας, ο οποίος δεν θα συμπληρώσει πλήρη μήνα,
διότι θα αντικατασταθεί από τον συνταγματάρχη Σ. Δημάρατο, μέραρχο του Μετώπου.
Η νέα ηγεσία της Αστυνομίας, εκτός από τον Τρύφωνα, περιελάμβανε τον Ιω.
Βασιλόπουλο ως αστυνομικό διευθυντή Αθηνών (στη θέση του Ι. Βαβούρη) και τον Δ.
Λεονταρίτη ως αστυνομικό διευθυντή Πειραιώς. Οι αντικαθιστάμενοι δεν
απομακρύνονται από το σώμα, αλλά παραμένουν σε διαθεσιμότητα. Ο νέος
αστυνομικός διευθυντής Αθηνών τοποθετεί αξιωματικούς εμπιστοσύνης του ως
διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της δικαιοδοσίας του[41].
Ωστόσο το νέο πρόσωπο που
αναδεικνύεται είναι ο αστυνομικός διευθυντής Άγγελος Έβερτ. Θα διαδραματίσει
πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πανίσχυρος και μέχρι
παρεξηγήσεως συνεργάσιμος με όλες τις πλευρές. Ο τελευταίος, αν και είχε
παραιτηθεί για προσωπικούς λόγους προ του πολέμου, αλλά παρέμενε στην εφεδρεία,
μετά την έναρξη της ιταλικής επίθεσης επανέρχεται στην ενεργό υπηρεσία.
Είναι πανταχού παρών σε διάφορα
παρασκήνια που συντελούνται επί Κατοχής και κατά την κρίση του διαχειρίζεται
όλα τα μυστικά που κυκλοφορούν. Συνεργάζεται με τους πράκτορες των συμμαχικών
υπηρεσιών, συλλέγει πληροφορίες, υπογράφει πλαστές αστυνομικές ταυτότητες για
να διευκολύνει τους διωκόμενους
Ο Έβερτ είχε κατηγορηθεί ως
ενεχόμενος στην κατάδοση του απεσταλμένου της Μ. Ανατολής Ιωάννη Τσιγάντε, αλλά
με πόρισμα του τότε ταγματάρχη Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ιω. Κοκορέτσα, που
μεταπολεμικά διενήργησε σχετική ένορκη εξέταση, κρίθηκε ότι τέτοιο ενδεχόμενο
«δεν αντέχει ούτε εις την πλέον επιπολαίαν κριτικήν». Αντίθετη εντύπωση είχε η
χήρα του Τσιγάντε, ο αστυνόμος Γ. Γεωργακόπουλος, η χήρα του αντιστασιακού
υπαστυνόμου Τσενόγλου και άλλοι, ενώ ο συνταγματάρχης Ευάγγ. Αποκορίτης, που
είχε διατελέσει μέχρι τέλους του πολέμου στρατιωτικός ακόλουθος στην Άγκυρα,
είχε μεταφέρει στην κυρία Τσιγάντε πληροφορία ότι για την κατάδοση του συζύγου
της ευθυνόταν ο Α. Έβερτ.
Οι σχέσεις του με τους Γερμανούς
ήταν τέτοια, ώστε εκείνοι ήταν πεπεισμένοι ότι δεν θα μπορούσαν να βρουν πιο
ευνοϊκό τοπικό αστυνομικό διευθυντή για να συνεργασθούν. Ωστόσο εκείνος
διευκόλυνε πολλούς να διαφεύγουν τη σύλληψη από τους κατακτητές, μεταξύ των
οποίων αποκομμένους στρατιώτες του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος ή Εβραίους
όταν άρχισε η δίωξη των τελευταίων. Κατόρθωνε να ξεφεύγει, αλλά σε μια
περίπτωση τιμωρήθηκε επειδή δεν επεδείκνυε ενδιαφέρον για τη σύλληψη των Άγγλων
στρατιωτών που κρύβονταν. Τότε έγινε γνωστό ότι οι Γερμανοί έπαιρναν
πληροφορίες από έναν Κύπριο κληρικό, που υπηρετούσε σε εκκλησία της Αθήνας[42].
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση του έναντι του ΕΑΜ, το οποίο απαίτησε
από την κατοχική κυβέρνηση Ιω. Ράλλη να τον επαναφέρει στη θέση του όταν για
ένα ολιγόμηνο διάστημα είχε απομακρυνθεί από την αστυνομική διεύθυνση Αθηνών[43].
Παρά τη γενική θετική εικόνα, που άφησε – σύμφωνα με την ελληνική δικαιοσύνη –
η πολιτεία του Έβερτ κατά την Κατοχή, του έγινε σκληρή κριτική από συναδέλφους
του και ιδίως από τον άλλοτε προϊστάμενό του στη διεύθυνση της Γενικής
Ασφάλειας Ιω. Πολυχρονόπουλο, γενικό διευθυντή του υπουργείου Ασφαλείας επί
Κατοχής, γνωστό από την ανάμιξή του στην απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου
το 1933.
ΠΡΟΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΓΚΕΣΤΑΠΟ
Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί, ο
Έβερτ συνδέθηκε προσωπικά με έναν συνταγματάρχη της αστυνομίας ονόματι Καρλ
Γκάισλερ, ο οποίος αργότερα θα μετατεθεί στο Άγκραμ (Ζάγκρεμπ), όπου ανέλαβε
τεχνικά καθήκοντα «καθοδηγητή» στην κροατική αστυνομία.
Η πρώτη του κίνηση στην Αθήνα
είναι να συγκεντρώσει 300 πρόσωπα, προφανώς προγραμμένα ήδη πριν από την έκρηξη
του ελληνογερμανικού πολέμου, ανάμεσα στους οποίους και τον Νίκο Ζαχαριάδη. Για
τη δραστηριότητα αυτή, στην οποία συμβάλλει ο Έβερτ, ο Γκάισερ θα συναντήσει
εμπόδια από τον πληρεξούσιο του Ράιχ Άλτενμπουργκ, ο οποίος δεν θέλει να
δημιουργήσει ρήξεις και εντάσεις στην Ελλάδα. Ο τελευταίος τηλεγραφεί την 1η
Μαΐου 1941 προς το Βερολίνο (πρόκειται για την πρώτη επικοινωνία του αφότου
ανέλαβε τα καθήκοντά του στην Αθήνα):
«Ο αστυνομικός διευθυντής
Γκάισλερ, ο οποίος, ύστερα από εντολή των Διοικήσεων των Ες-Ες και Ες-Ντε,
βρίσκεται από τις 27 Απριλίου στην Αθήνα, παρουσιάστηκε σήμερα ενώπιόν μου. Ο
κ. Γκάισλερ έχει την εντολή, βάσει εμπιστευτικού καταλόγου, που του δόθηκε, να
προβεί στη σύλληψη 300 Ελλήνων, Γερμανών και διαφόρων άλλων ξένων. Για τις
συλλήψεις αυτές οφείλει να αναφέρει στο υπουργείο Ασφαλείας του Ράιχ, το οποίο
και θα αποφασίσει για την τύχη των συλληφθέντων. Ανάμεσα στις υπό σύλληψη
προσωπικότητες περιλαμβάνονται διακεκριμένοι Έλληνες και Γάλλοι, γεγονός που
για καθαρά υπηρεσιακούς λόγους δεν πρέπει να συμβεί. Συμφωνούντος του κ.
Γκάισλερ, παρακαλώ να προκαλέσετε αμέσως διαταγή του υπουργείου Ασφαλείας, με
την οποία να ορίζεται ότι στο μέλλον συλλήψεις διακεκριμένων Ελλήνων και
αλλοδαπών θα γίνονται μόνον ύστερα από σύμφωνη γνώμη της υπηρεσίας [της υπ’
αυτόν] και ότι οι μέχρι τούδε συλληφθέντες διακεκριμένοι Έλληνες, για τη
σύλληψη των οποίων η υπηρεσία έχει επιφυλάξεις, πρέπει να απελευθερωθούν
αμέσως. Θα σας ήμουν ευγνώμων να έχω το ταχύτερο την εντολή για την
απελευθέρωσή τους».
Ποιοι ήταν αυτοί οι τριακόσιοι,
για τους οποίους οι γερμανικές κεντρικές υπηρεσίες ασφαλείας είχαν από το
Βερολίνο προετοιμάσει τη σύλληψή τους; Επρόκειτο όχι μόνο για Έλληνες, αλλά και
για άλλους σχετικώς διάσημους αλλοδαπούς, που είχαν καταφύγει και εγκατασταθεί
στην Ελλάδα από την ειρηνική περίοδο. Ανάμεσά τους ήταν Γερμανοί και Αυστριακοί
αντικαθεστωτικοί, καταζητούμενοι στο Ράιχ, για τους οποίους υπήρχε πληροφόρηση
ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα, όπως ο αρχικός συνεργάτης του Χίτλερ Όττο Στράσσερ[44], ο
οποίος για ένα διάστημα πράγματι είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά τελικά
διέφυγε εγκαίρως με τελικό προορισμό τον Καναδά. Για τη χιτλερική Γερμανία, ο
Στράσσερ ήταν ο υπ’ αριθ. 1 καταζητούμενος αντικαθεστωτικός.
Από ελληνικής πλευράς, το
σημαντικότερο πρόσωπο που αναζητήθηκε και που εύκολα εντοπίσθηκε, διότι ήταν
κρατούμενος στο Κέντρο Αλλοδαπών, ήταν ο αρχηγός του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Ο
νέος διοικητής της Γεν. Ασφάλειας Α. Έβερτ ανέφερε αρμοδίως στον αστυνομικό
διευθυντή Αθηνών Ιω. Βασιλόπουλο στις 21 Μαΐου 1941 για τη μεταφορά του
Ζαχαριάδη στη Γερμανία[45]:
«Λαμβάνομεν την τιμήν ν’
αναφέρωμεν ότι, ως ανέφερεν ημίν το καθ’ ημάς Κέντρον Αλλοδαπών την 9.40 ώραν
της 20-5-1941, ο εκεί εγκατεστημένος Διευθυντής της Γερμανικής Αστυνομίας –
Γκεσταμπό – κ. Γκάισλερ παρέλαβε τον εκεί κρατούμενον αρχηγόν του ΚΚΕ Νικόλαον
Ζαχαριάδην του Παναγιώτου και της Ερατούς, όστις κατά τας πληροφορίας του ιδίου
Αστυνομικού, μετεφέρθη αεροπορικώς εις Βερολίνον».
Στην πραγματικότητα ο Ζαχαριάδης
μεταφέρθηκε μέσω Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου στη Βιέννη, απ’ όπου τον Νοέμβριο
1941 τον έστειλαν τελικά στο Νταχάου.
ΤΟ ΝΕΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Ένα μήνα μετά την εγκατάσταση της
κυβέρνησης Τσολάκογλου και τις αλλαγές στην ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας, το
υπουργείο Ασφαλείας υποχρεώθηκε να κάνει νέες αλλαγές λόγω της κλοπής της
γερμανικής σημαίας στην Ακρόπολη και των διαμαρτυριών των Γερμανών για τις φιλοσυμμαχικές
εκδηλώσεις ανωνύμων Αθηναίων. Νέοι αρχηγοί της Αστυνομίας Πόλεων και της
Χωροφυλακής ανέλαβαν οι συνταγματάρχες Σωκράτης Δημάρατος και Παναγιώτης
Σπηλιωτόπουλος αντίστοιχα.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου για να
τονώσει το πνεύμα των υπηρετούντων στα Σώματα Ασφαλείας, έστειλε την ακόλουθη
διαταγή:
«ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Αριθ. Ε.Π. 217
Εν Αθήναις τη 19 Ιουνίου 1941
Προς τα Αρχηγεία Αστυνομίας Πόλεων
και Χωροφυλακής
Ουδενός την
αντίληψιν διαφεύγει ότι η ζωή και η υπόστασις του Λαού εξαρτάται από τα Σώματα
Ασφαλείας, προς τα οποία είναι εστραμμένα τα βλέμματα όλων και η ελπίς της
Πατρίδος. Εν τη ενασκήσει των υψηλών καθηκόντων όλων σας, δεν δύνανται
εμφιλοχωρήσουν διαφοραί αντιλήψεων, ή ευχαί ή ευσεβείς πόθοι. Μία είναι η
κατευθυντηρία εις την ενάσκησιν της εξουσίας. Πώς θα σωθή από τον κίνδυνον του
υποσιτισμού η Φυλή μας και πώς θα διατηρηθούν η τάξις και η ασφάλεια.
Αγωνιζόμεθα αγώνα άνευ προηγουμένου και πρέπει να το κατανοήσωμεν διά να
απολαύσωμεν την Νίκην.
Νίκη θα είναι
αν σωθή από τον θάνατον η Φυλή μας.
Νίκη θα είναι
αν επαγρυπνή η εθνική ψυχή όλων προς εξασφάλισιν της εννοίας του Κράτους. Νίκη
θα είναι αν δεν εξαχρειωθή ο κόσμος.
Νίκη θα είναι
αν δεν ανατραπή η Κοινωνία.
Νίκη των
Σωμάτων θα είναι αν διασωθούν η ζωή, η τιμή και η περιουσία του Λαού και αν
εξασφαλισθή η επί τα έργα επίδοσίς του.
Νίκη θα είναι
αν ανιδιοτελώς εξυγιανθή το Πανελλήνιον υπό των Σωμάτων Ασφαλείας.
Και η Νίκη αύτη
και η Τιμή θα οφείλωνται εις τα Σώματα Ασφαλείας.
Με στέφανον
δόξης θα περιβάλλωνται ταύτα εις το διηνεκές.
Ουδέποτε και
εις ουδεμίαν Χώραν ενεφανίσθη τόσον ιστορικός και τόσον τιμητικός ο ρόλος διά
τα όργανα Ασφαλείας.
Ας αρθώσιν εις
το ύψος των περιστάσεων και ας επιτελεσθή με ευσυνειδησίαν το υψηλόν καθήκον
των με την βεβαιότητα ότι θα επισύρητε την ευγνωμοσύνην του Ελληνισμού.
Παρακαλώ όπως
τα όργανα ασφαλείας μη ενδίδουν εις τυχόν επεμβάσεις των ξένων, αλλά να
αντιτάσσουν άπασαν την επιβαλλομένην τιμίαν στάσιν, ζητούντα το όνομα του
επεμβαίνοντος, την Μονάδα, εις ην ανήκει ούτος και τον τόπον της έδρας της
ξένης Μονάδος. Εις πάσαν περίπτωσιν πρέπει να καταγγέλλωνται οι αναρμοδίως
επεμβαίνοντες εις τα οικεία φρουραρχεία.
Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ
Πρόεδρος Κυβερνήσεως».
ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΩΝ
Οι γνωστότερες αυτοκτονίες στις
αρχές της Κατοχής είχαν διασπαρεί ως φήμες, χωρίς κανείς να μπορεί να τις
επιβεβαιώσει, πολύ δε περισσότερο να τις ερμηνεύσει. Είχε προηγηθεί η
πρωθυπουργική αυτοκτονία του Αλ. Κοριζή με τον «διπλό πυροβολισμό», για την
οποία έχουν δοθεί ποικίλες ερμηνείες, αλλά και ποικίλες εκδοχές.
Στην Αθήνα της εποχής εκείνης,
δηλαδή των πρώτων κατοχικών ημερών, είχε θέσει τέρμα στη ζωή της και μια
κοσμική πλούσια Αθηναία, ονόματι Κυριακίδου, που περιέργως είχε προβεί σ’ αυτή
την πράξη «γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί να είναι υπόδουλη»[46].
Άλλη αυτοκτονία, που γνώρισε ακόμη
περισσότερη διάδοση ως φήμη, ήταν εκείνη της Πηνελόπης Δέλτα.
Αυτοδηλητηριάσθηκε και πέρασαν αρκετές οδυνηρές μέρες πριν παραδώσει το πνεύμα,
ενώ μέχρι να πάρει την απόφασή της έπασχε από ανίατη και επώδυνη ασθένεια.
Εκτός από την αυτοκτονία των δύο
αυτών κυριών, έθεσαν τέλος στη ζωή τους τρεις αξιωματικοί του στρατού και δύο
του ναυτικού.
Στην Αθήνα σύντομα θα γίνει γνωστή
μια αυτοκτονία, που συνέβη πέρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα: του στρατηγού Ιω.
Ζήση, διοικητή της μεραρχίας που κατέφυγε από τον Έβρο στην Τουρκία, όπου και
διαλύθηκε. Τη μεραρχία αποτελούσαν κυρίως Έλληνες μουσουλμάνοι, οι οποίοι μετά
από πολλές περιπέτειες επέστρεψαν σε ελληνικό έδαφος μέσω Βουλγαρίας, ενώ ήδη
αμέσως ο διοικητής της είχε αυτοκτονήσει.
Στην Αθήνα αυτοκτόνησε ο αρχίατρος
Ζορμπάς, γιος του συνταγματάρχη που υπήρξε αρχηγός της Επανάστασης του Γουδί.
Κάποιος, που γνώριζε τον ίδιο και την οικογένειά του, εξεπλάγη για το γεγονός
και τον χαρακτήρισε ως εξής: «Ένας άνθρωπος που καθόλου δε θα έβαζε κανείς στο
νου του ότι θα ήταν από τους αδιάλλακτους πατριώτες. Συζητούσε πολύ, και η
μοναδική του διασκέδαση ήταν να κάθεται στου Γιαννάκη και να βλέπει την
παρέλαση των ωραίων κυριών».
Στον έντονο πατριωτισμό που τον
διακατείχε οφειλόταν η αυτοκτονία του γηραιού στρατηγού Διομήδη
Κομνηνού-Μηλιώτη (ο συνώνυμος εγγονός του οποίου βρήκε διαφορετικό θάνατο κατά
την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1974). Από τα παράθυρα του μεγάρου της
Αθηναϊκής Λέσχης στην οδό Αμερικής παρακολουθούσε τη διέλευση Βρετανών
αιχμαλώτων που συνόδευαν Γερμανοί στρατιώτες, κάποιος εκ των οποίων χτύπησε
βάναυσα έναν μικρό που χειροκρότησε τους πρώτους. Ο στρατηγός θύμωσε, κατέβηκε
στο πεζοδρόμιο και παρατήρησε με σκαιότητα τον Γερμανό, ο οποίος όμως αντέδρασε
χαστουκίζοντάς τον. Αυτό υπήρξε αφορμή για να θιγεί ο γηραιός στρατηγός και,
όταν γύρισε σπίτι του, να οδηγηθεί στην αυτοκτονία.
Ο πλοίαρχος του Β.Ν. Ξηρός ήταν
νεοδιορισμένος αρχηγός του υποβρυχίου στόλου, όταν ήλθαν οι Γερμανοί. Έκανε ένα
άλμα από τον τέταρτο όροφο του σπιτιού του, στην οδό Πατησίων, και αυτοκτόνησε
εντυπωσιακά. Τα κριτήρια, που τον οδήγησαν στον θάνατο ήταν διαφορετικά από
εκείνα των προηγουμένων. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία ενός φίλου του: «Ήταν
ένας υγιέστατος άνθρωπος, ξανθοκόκκινος και κάθε άλλο παρά νευρικός, ώστε να κάνει
κανείς τη σκέψη ότι ήταν νευρασθενικός». Κατά τη γνώμη κάποιου άλλου:
«Αυτοκτόνησε γιατί τα υποβρύχια έφυγαν με την Κυβέρνηση του Βασιλέως και αυτός
δίστασε, και τώρα ντρεπόταν να βγει στο δρόμο».
Αντίθετα, σε νευρασθενικά αίτια
αποδιδόταν η αυτοκτονία ενός άλλου ιστορικού προσώπου, του ναυάρχου Θεοχάρη, ο
οποίος πήρε ένα μπουκάλι «βερονάλ» για να οδηγηθεί στο μοιραίο.
[1] Πράγματι, στις 15 Μαΐου 1941
εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 13 Ν.Δ., με το οποίο απαγορευόταν «η επίκρισις των
πράξεων των στρατευμάτων Κατοχής και αι εκδηλώσεις των πολιτών εν σχέσει προς
τον διεξαγόμενον πόλεμον, επί ποινή φυλακίσεως και εκτοπίσεως, απαγγελλομένων
ποινών και κατά των επιδεικνυόντων ολιγωρίαν διά την εκτέλεσιν τούτου
Αστυνομικών οργάνων». Αυστηρότερες κυρώσεις επιβάλλονταν με νεώτερο Ν.Δ., που
εκδόθηκε στις 7 Ιουνίου 1941, ενώ λίγο αργότερα επιβαρύνθηκε το νομοθετικό
πλαίσιο με ακόμη σκληρότερες κυρώσεις, προβλέποντας εκτοπίσεις, οριστικές
αποβολές από σχολές και σχολεία, καθώς και το κλείσιμο γραφείων και
επιχειρήσεων που ανήκαν σε παραβάτες. Ωστόσο οι κατοχικοί υπουργοί, όταν
μεταπολεμικά κατηγορήθηκαν ότι με τα κατασταλτικά νομοθετήματά τους αυτά
διευκόλυναν το έργο του κατακτητή, υποστήριξαν ότι το έπραξαν προκειμένου η
αρμοδιότητα αυτή να ανήκει στα ελληνικά δικαστήρια και όχι στους κατακτητές,
ώστε να είναι επιεικέστερη η αντιμετώπισή τους.
[2] Για το θέμα της ανατίναξης
των βουλγαρικών πλοίων δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Πάντως ο Λαιρντ Άρτσερ
(ό.π., σελ. 289) είχε γράψει στο ημερολόγιό του στις 30 Μαΐου 1941:
«Έτριξαν άσχημα τα παράθυρά μας και στο στομάχι μας
δημιουργήθηκε εκείνη η αίσθηση που έχεις πέφτοντας, όταν σήμερα το πρωί δυο
βουλγαρικά φορτηγά πλοία γεμάτα άρματα και πυρομαχικά ανατινάχτηκαν στο λιμάνι
του Πειραιά. Βυθίστηκε επίσης ένα ακόμα ιταλικό αντιτορπιλικό. Η Αθήνα γιορτάζει
ένα – άσπρο στα άκρα του – σάβανο καπνού που προχωρά από το λιμάνι προς την
πόλη. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι τα βουλγαρικά πλοία έπεσαν θύματα δολιοφθοράς.
Θυμήθηκα όμως ότι ακούσαμε βρετανικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από τον κόλπο
στις 4 το πρωί και νομίζω ότι έριξαν μαγνητικές νάρκες. Πάντως, σε όποιον κι αν
ανήκει η τιμή, έκανε καλά την δουλειά του, και πολύ πιθανόν να συνεργάστηκαν
Έλληνες και Βρετανοί, όπως συνηθίζουν. Ήμασταν σ’ έναν συνεχή συναγερμό από το
πρωί, ακούγοντας κατά διαστήματα τον πνιχτό κραδασμό από τις συνεχιζόμενες
εκρήξεις στα πλοία που καίγονταν.
Οι προσπάθειες που έκανα να τηλεφωνήσω στον Βούλγαρο
πρέσβη και να τον ευχαριστήσω για το γράμμα του Φέλντμαν, που μου έφερε από την
Σόφια, σταμάτησαν στην γραμματέα του, που ευγενικά με πληροφόρησε ότι η
καταστροφή των βουλγαρικών πλοίων είχε απορροφήσει πλήρως την προσοχή του.
Έπρεπε να το περιμένω, κι ελπίζω ότι από δω και μπρος η προσοχή του θα
απορροφάται από τέτοια συμβάντα».
[3] Πληροφορίες για τις
επιτροπές αυτές, καθώς και μια εκτενής ανασκόπηση του έργου τους,
περιλαμβάνεται εις Γ. Α. Φαρμακίδη, Πεπραγμένα της παρά τω Πρωθυπουργώ
Υπηρεσίας Ανταποκρίσεων μετά των Γερμανικών Αρχών κατά την Κατοχήν, Αθήναι
1957. Ο Γεώργιος Φαρμακίδης, που υπηρετούσε ως στέλεχος του ΙΚΑ, αποσπάσθηκε
στην υπηρεσία εκείνη ως υποδιευθυντής και στη συνέχεια ως διευθυντής.
[4] Ο Πολ. Σαραντόπουλος
απομακρύνθηκε τελικά από την υπηρεσία του, διότι έκανε θεωρήσεις διαβατηρίων σε
Εβραίους, σύμφωνα με την κατάθεση του Αντ. Δελμούζου στο Ειδικό Δικαστήριο
Δοσιλόγων.
[5] Γ. Φαρμακίδη, ό.π., σελ. 5.
[6] Η όλη δράση του
συνταγματάρχη Χρυσοχόου υπήρξε αποδοτική στο μέτρο που μπορούσε να είναι, παρά
τις αντιξοότητες, αλλά και την αντιπαλότητα που αντιμετώπισε αργότερα από τις
δυνάμεις του ΕΑΜ. Τα στοιχεία που μεθοδικά είχε συγκεντρώσει ως γενικός
επιθεωρητής νομαρχιών έχουν περιληφθεί στο πολύτομο έργο που συνέταξε και που
εκδόθηκε μεταπολεμικά από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (Αθαν. Ι. Χρυσοχόου,
Η Κατοχή εν Μακεδονία).
[7] Αθηναϊκές εφημερίδες 6 Μαΐου
1941 (βλ. και Χρ. Χρηστίδης, ό.π., σελ. 16-17).
[8] Η συνέντευξη εκείνη του
Τσολάκογλου προς το «Κέρδος» δημοσιεύθηκε και στις αθηναϊκές εφημερίδες της
17ης Μαΐου 1941.
[9] Μία χαρακτηριστική πτυχή των
αλλοιώσεων, που επιχειρούνται με την προώθηση του «ιταλικού μύθου», είναι η
ηρωοποίηση των πραγματικών δοσιλόγων, που υπηρέτησαν σε πολιτικές θέσεις κατά
την περίοδο που βρισκόταν σε εξέλιξη η προσάρτηση εδαφών στην Ιταλία. Επί
παραδείγματι, ο επί ιταλοκρατίας Έλληνας δήμαρχος Ζακύνθου Καρρέρ ηρωοποιείται
διότι διέσωσε Εβραίους «Ιταλούς» υπηκόους, ενώ χάριν της «λήθης» και του
«ιταλικού μύθου» αποσιωπώνται οι μείζονος σημασίας πράξεις του υπέρ της
ιταλικής προσάρτησης.
[10] Χάριν της ιστορίας
αναφέρεται ότι οι Επτανήσιοι ξαναείδαν τη γαλανόλευκη μόνο μετά τη
συνθηκολόγηση Μπαντόλιο και την άφιξη των ...Γερμανών. Μέχρι τότε γινόταν
συστηματική καταπίεση της εθνικής συνείδησης των κατοίκων, ανεξάρτητα από τα
καταγραμμένα αλλεπάλληλα κρούσματα αλαζονείας των Ιταλών.
[11] Γράφει για την εθνική
ενότητα κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής ο Γεώργιος Τσολάκογλου
(Απομνημονεύματα, έκδ. «Ακροπόλεως», Αθήναι 1959, σελ. 159): «Η σκέψις όλων μας
εφέρετο προς την προφανώς απειλουμένην Εθνικήν Ενότητα λόγω του ότι ο
Ελληνισμός ήτο εγκαταλελειμμένος εις την τύχην του ακαθοδήγητος και
ανυπεράσπιστος. Ουδενός την αντίληψιν διέφυγε το γεγονός ότι ο Ελληνισμός θα
υπέφερε τα πάνδεινα μέσα εις σκληρούς κατακτητάς και εις την προπαγανδιστικήν
κίνησιν δύο προαιωνίων εχθρών που επιβουλεύονται τα Εθνικά μας εδάφη και την
ελευθερίαν μας».
[12] Την εποχή που ακόμη δεν είχε
αποφασισθεί οριστικά η τύχη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, η κυβέρνηση
Τσολάκογλου έθεσε σε διαθεσιμότητα ένα μεγάλο μέρος των διπλωματικών που
παρέμεναν στην Ελλάδα, πριν αργότερα ακολουθήσει η ομαδική παραίτηση: «Διά
διατάγματος του κ. προέδρου της Κυβερνήσεως τίθενται εις διαθεσιμότητα επί
εξάμηνον οι κάτωθι υπάλληλοι του υπουργείου των Εξωτερικών κ.κ.: Κ. Τενεκίδης,
ειδικός νομικός σύμβουλος, Ι. Γιαννές, Α. Διαλέτος, Λεων. Γάφος, Γ.
Τριανταφυλλίδης, Α. Τσορμπατζής διευθυνταί α΄ τάξεως, Ι. Κοκοτάκης, Π.
Αλμανάχος, Κ. Ματθόπουλος, Ν. Ανισάς, Ε. Πανάς, Κλ. Συνδίκας, Δ. Παπαλέξης, Ι.
Στεφάνου, Π. Ανδρουλής, Ι. Μπέττος διευθυνταί β΄ τάξεως, Ι. Κάνδης, Π.
Τριγγέτας, Γ. Αργυρόπουλος, Γ. Σούρλας, Κ. Βατικιώτης, Οικονόμου-Γκούρας, Χ.
Ζαμαρίας, Α. Κύρου, Γ. Καψαμπέλης τμηματάρχαι α΄ τάξεως, Ι. Σταυρόπουλος, Κ.
Παπαδόπουλος, Κ. Ανδρεάδης, Κ. Χατζηθωμάς, Κ. Παπάς, Ευ. Κουλουμπής, Α. Μάνος,
Ο. Κοντόσταυλος, Γ. Χριστοδούλου τμηματάρχαι β΄ τάξεως. Εκ των διευθυντών του
υπουργείου των Εξωτερικών παραμένουν εν ενεργεία οι κ.κ. Δ. Τζιρακόπουλος και
Δ. Αργυρόπουλος προκειμένου να χρησιμοποιηθούν εις εμπιστευτικάς υπηρεσίας»
(αθηναϊκές εφημερίδες, 21 Ιουνίου 1941). Πλην των δύο τελευταίων διπλωματών,
που από την αρχή έδειξαν διάθεση πλήρους συνεργασίας με την κατοχική κυβέρνηση
(εξ αυτών ο Τζιρακόπουλος ήταν εξ αγχιστείας συγγενής του Τσολάκογλου), και
άλλοι εκ των τιμωρηθέντων υπαλλήλων του υπουργείου Εξωτερικών τελικά επέλεξαν
να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, γεγονός που οπωσδήποτε βοήθησε τον χειρισμό
των εθνικών θεμάτων κατά την κρισιμότατη εκείνη εποχή.
[13] Επ’ αυτού κατέθεσε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σχετικά ο πρέσβης Αντώνιος Δελμούζος, μετέπειτα γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «Οι Γερμανοί μας διέταξαν να φύγουμε και να πάμε μετά δέκα ημέρας στο υπουργείον, το οποίον όμως διέλυσαν. Όταν μας εκάλεσαν να ορκισθούμε τον όρκον προς την Ελληνικήν Πολιτείαν, οι περισσότεροι παρητήθημεν. Ο κ. Τσολάκογλου εκάλεσε εμέ και τους κ.κ. Πολίτην και Μελάν. Μας έδωσε μίαν διακοίνωσιν προς τους Γερμανούς. Την εμελετήσαμεν και του είπομεν ότι ήτο πολύ καλή, ως ήτο. Εις αυτήν η κυβέρνησις έλεγεν ότι αν δεν ικανοποιούντο τα αιτήματα, θα απεσύρετο"». Είπε επίσης ότι όταν έγινε ενέργεια για να ανασυσταθεί το υπουργείο, αντιτάχθηκαν οι υπάλληλοι με το επιχείρημα ότι ήταν δυνατόν οι Γερμανοί να ζητήσουν την προσχώρηση της Ελλάδος στον Άξονα.
[13] Επ’ αυτού κατέθεσε στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων σχετικά ο πρέσβης Αντώνιος Δελμούζος, μετέπειτα γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «Οι Γερμανοί μας διέταξαν να φύγουμε και να πάμε μετά δέκα ημέρας στο υπουργείον, το οποίον όμως διέλυσαν. Όταν μας εκάλεσαν να ορκισθούμε τον όρκον προς την Ελληνικήν Πολιτείαν, οι περισσότεροι παρητήθημεν. Ο κ. Τσολάκογλου εκάλεσε εμέ και τους κ.κ. Πολίτην και Μελάν. Μας έδωσε μίαν διακοίνωσιν προς τους Γερμανούς. Την εμελετήσαμεν και του είπομεν ότι ήτο πολύ καλή, ως ήτο. Εις αυτήν η κυβέρνησις έλεγεν ότι αν δεν ικανοποιούντο τα αιτήματα, θα απεσύρετο"». Είπε επίσης ότι όταν έγινε ενέργεια για να ανασυσταθεί το υπουργείο, αντιτάχθηκαν οι υπάλληλοι με το επιχείρημα ότι ήταν δυνατόν οι Γερμανοί να ζητήσουν την προσχώρηση της Ελλάδος στον Άξονα.
[14] Λ. Άρτσερ, ό.π., σελ. 281
(εγγραφή 18 Μαΐου 1941).
[15] Λ. Άρτσερ, ό.π., σελ. 290
(εγγραφή 30 Μαΐου 1941).
[16] Λ. Άρτσερ, ό.π., σελ. 303
(εγγραφή 29 Ιουνίου 1941).
[17] Λ. Άρτσερ, ό.π., σελ.
315-316 (εγγραφή 23 Ιουλίου 1941).
[18] Ελεύθερον Βήμα, 2 Μαΐου
1941.
[19] Για το κλίμα, που υπήρχε σ’
αυτή την πρώτη περίοδο της Κατοχής, ως προς την κινητικότητα των γερμανοφίλων,
έχει γράψει και ο Αμερικανός Λ. Άρτσερ στο ημερολόγιό του (ό.π., σελ. 276-277,
εγγραφή 11 Μαΐου 1941):
«...Μια τέτοια κίνηση δημιουργήθηκε από τον
ταγματάρχη Μπότσαρη, γόνο άριστης οικογένειας, αλλά και μαύρο πρόβατο μεταξύ
των συναδέλφων του αξιωματικών που τον απέταξαν για διάφορα παραπτώματά του
κατά την διάρκεια του πολέμου. Στρατολόγησε για συναρχηγούς του τον
Πολυχρονόπουλο, τον πρώην αστυνομικό διευθυντή, που απαλλάχτηκε από ένα
πουλημένο δικαστήριο ενόρκων κατά την δίκη του για την απόπειρα δολοφονίας
εναντίον του Βενιζέλου, τον Θεοφυλάτη [= Θεοφιλάτο], έναν Ελληνοαμερικανό που
παραπέμφθηκε για τους ίδιους λόγους, και τον Γιαννίνο [= Γιάνναρο], έναν
δημοσιογράφο που είχε κατηγορηθεί για εκβιασμό και δυσφήμιση [;]. Είναι γνωστό
ότι έκαναν προτάσεις στον νέο Γερμανό πρέσβη φον Άλτενμπουργκ, που είναι όμως
αρκετά διορατικός και αντιλήφθηκε ότι δεν θα έχουν καμιά λαϊκή υποστήριξη από
τους φιλελευθέρους για την διατήρηση της τάξης στην χώρα, η Γερμανία θα
αγνοήσει τις προσπάθειες ναζιστικού κόμματος στην Ελλάδα. Έχει παύσει, όμως, να
υπάρχει η αρχική προθυμία για κάποια ανοχή στην κυβέρνηση που διόρισε ο Άξονας
ώστε να μπορέσει να αναδιοργανώσει την δημόσια διοίκηση, και άρχισε σκληρή
κριτική εναντίον της».
[20] Βλ. Π. Στεριώτη, ό.π., σελ.
94-96. Η αξιοπιστία των όσων αναφέρονται για την υποψηφιότητα Γιάνναρου θα
πρέπει να αντιμετωπισθεί με επιφυλακτικότητα.
[21] Βλ. Θάνου Μεταξά, Ανδρέας
Κονδάκης, Αθήναι 1943, σελ. 19-20.
[22] Βλ. Πέτρου Στεριώτη,
Προσπάθειαι άξιαι τιμής, Αθήναι 1945, σελ. 4.
[23] Βλ. Δημοσθένη Κούκουνα, Η
γερμανική και η ιταλική προπαγάνδα πριν και κατά την Κατοχή, γ΄έκδοση, Εκδ.
Μέτρον, Αθήνα 1984.
[24] Το πλήρες κείμενο της
επιστολής του Ν. Θεολόγου, ως προέδρου της Μόνιμης Εκτελεστικής Επιτροπής του
Παμπροσφυγικού Συνεδρίου, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1941, περιλαμβάνεται στα
απομνημονεύματα του Τσολάκογλου (ό.π., σελ. 164).
[25] Την άποψη αυτή εκφράζει
σύγχρονος ερευνητής (βλ. Κωνσταντίνου Λούλου «Διαρθρωτικές τομές και συνέχειες
σε βασικούς μηχανισμούς εξουσίας διά μέσου των “εκκαθαρίσεων”, 1936-1946», εις
Η Ελλάδα ’36-’49 – Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, επιμ. Χάγκεν Φλάισερ, Εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ. 296).
[26] Κωνσταντίνου Λούλου, ό.π.,
σελ. 294.
[27] Ο Νικόλαος Γιοκαρίνης, που
εμφανιζόταν ως προσωπικός φίλος του Μουσολίνι, πέρασε σύντομα στη διοίκηση του
Εθνικού Θεάτρου και από αντικαταστάτης του Θ. Νικολούδη έγινε πλέον
αντικαταστάτης του Κ. Μπαστιά. Στο διάστημα που ασκούσε τα καθήκοντα του διευθυντή
Τύπου και Ραδιοφωνίας με πολύ ενδιαφέρον διακινούσε στον Τύπο την πολεμική
εναντίον της 4ης Αυγούστου, πνέοντας μένεα για την αντιμετώπιση που του είχε
επιφυλάξει ο Κ. Μανιαδάκης λίγο πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου,
διαπομπεύοντάς τον ως μαυραγορίτη.
[28] Όπως ήταν αναμενόμενο,
αφότου η Ελλάδα εισήλθε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εκμηδενίσθηκε η
τουριστική κίνηση, ήδη υποτονική σε σχέση με τα προ του Σεπτεμβρίου 1939
χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της Κατοχής σημειώνονταν αφίξεις ξένων
τουριστών για να επισκεφθούν τα αρχαία μνημεία της χώρας, κυρίως Σουηδών,
Ελβετών ή Ούγγρων.
[29] Μια πολύ χαρακτηριστική
περίπτωση εκδήλωσης αντιβασιλικών αισθημάτων είναι το πρώτο από τα
δημοσιευθέντα άρθρα του υπουργού Εσωτερικών Π. Δεμέστιχα («Και τώρα;»,
αθηναϊκές εφημερίδες 7 Μαΐου 1941), καθώς και αργότερα τα ακόμη πιο αιχμηρά
άρθρα του υπουργού Οικονομικών Σ. Γκοτζαμάνη (ένα εκ των οποίων με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Σιώπα Γεώργιε!»). Είναι χαρακτηριστικό ότι το κείμενο,
που υπέγραφε ο Δεμέστιχας, περιείχε βαρύτατες εκφράσεις που απαξίωναν τον
Γεώργιο Β΄, ευρισκόμενο τότε επικεφαλής του συνεχιζόμενου αγώνα στην Κρήτη,
καθώς επίσης αντισυμμαχικές και αντιεβραϊκές αναφορές:
«...Ο
Ελληνικός λαός φιμωμένος και σιδηροδέσμιος από την κλίκα που τον εκυβέρνα,
παρεπλανήθη, εμορφινίσθη και κατήντησε να ζη μέσα εις μίαν παραίσθησιν,
συγχρόνως δε η ωμή του Μανιαδάκη τυραννία, έπνιγε κάθε φωνή που θα υπεδείκνυε
τον δρόμον της εθνικής σωτηρίας... Η Αγγλία ως δύναμις δυναμένη όπως μέχρι
τούδε, διά του “διαίρει και βασίλευε” και διά του εβραϊκού κεφαλαίου να ελέγχη
και κατευθύνη την πολιτικήν, οικονομικήν και κοινωνικήν ζωήν της Ευρώπης, έχει
πεθάνει. Και ήτο καιρός...».
Στις
14 Ιουνίου 1941 δημοσιεύεται δεύτερο άρθρο του Π. Δεμέστιχα, αυτή τη φορά με
ιταλόφιλες θέσεις. Από το περιεχόμενο των άρθρων του ο αναγνώστης
αντιλαμβάνεται ότι ακύρωνε τον αγώνα του Μετώπου. Αργότερα, κατά τη δίκη των
δοσιλόγων υπουργών, ο στρατηγός Π. Δεμέστιχας αποκήρυξε το περιεχόμενο εκείνων
των άρθρων. Ελέχθη ότι, ύστερα από δεύτερη γνώμη, έγινε προσπάθεια να
αποσυρθούν τα άρθρα πριν από τη δημοσίευσή τους, αλλά ήδη είχαν ενταχθεί στην
ύλη των εφημερίδων.
Το
συγκεκριμένο άρθρο του Δεμέστιχα είχε συνταχθεί από έναν γνωστό δημοσιογράφο
της εποχής αριστερών φρονημάτων, τον Πότη Δημητρακαρέα, ο οποίος το 1954 θα
αποδειχθεί ότι ήταν ο συγγραφέας ενός άλλου θορυβώδους κειμένου, που καταδίκαζε
τον αγώνα των Κυπρίων και που θεωρήθηκε ότι είχε διοχετευθεί από την
Ιντέλιτζενς Σέρβις (με αποτέλεσμα να αποπεμφθεί με εντολή του πρωθυπουργού
Παπάγου ο τότε αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, ο οποίος θεωρήθηκε
υπεύθυνος για το υπονομευτικό εκείνο κείμενο). Ο Π. Δημητρακαρέας,
επαγγελματίας κειμενογράφος επί πληρωμή, ασφαλώς δεν θα ενεργούσε για
λογαριασμό της Ιντέλιτζενς Σέρβις γράφοντας το 1941 τα άρθρα του Δεμέστιχα...
[30] Κ. Λούλου, ό.π., σελ. 205.
[31] Ενδιαφέρουσα μικρή ιστορία
είναι η ακόλουθη, αναφορικά με την επίταξη των ανακτορικών αυτοκινήτων από τους
Γερμανούς, που την αναφέρει ο Λ. Άρτσερ (σελ. 269, 1 Μαΐου 1941):
«Η Αλεξάνδρα [Μελά] μπήκε στο γραφείο σήμερα το πρωί
όλο ενθουσιασμό και έπαρση για ένα περιστατικό που αφορούσε τον άνδρα της,
ακόλουθο στα ανάκτορα. Οι Γερμανοί είχαν απαιτήσει χθες την παράδοση όλων των
ανακτορικών αυτοκινήτων. Ο σύζυγος της Αλεξάνδρας [Μίκης Μελάς, γιος του Παύλου
Μελά] είχε δώσει αποβραδίς την εντολή να μεταφερθούν τα αυτοκίνητα στον
στρατώνα της ευζωνικής φρουράς, στην απέναντι μεριά του δρόμου, για να τα
παραδώσουν το πρωί χωρίς να χρειαστεί να πάνε ξανά στους χώρους των ανακτόρων.
Το πρωί όμως κλήθηκε στον στρατώνα για να βρει δεκαέξι ατρόμητους εύζωνες
φρουρούς στημένους στον τοίχο απέναντι σ’ ένα πολυβόλο που κρατούσαν οργισμένοι
Γερμανοί, οι οποίοι, σε μια έκρηξη θυμού, ανέφεραν ότι τα αυτοκίνητα είχαν
καταστεί άχρηστα από δολιοφθορά. Μοναδική δυνατή τιμωρία ήταν η εκτέλεση. Ο
συνταγματάρχης, που προσπαθούσε αλλόφρων να σκεφτεί κάποιον τρόπο να σώσει τους
άνδρες του, έβαλε τις φωνές στα ελληνικά αποκαλώντας τους ευζώνους κλέφτες και
άλλες προσβλητικές λέξεις, παρεμβάλλοντας όμως στις βρισιές που εκστόμισε δήθεν
οργισμένος προειδοποιητικά μηνύματα ότι έπαιζε θέατρο για να κερδίσει χρόνο.
Σχεδόν έπαθε συγκοπή όταν ανακάλυψε ότι δύο από τους ανθρώπους που είχαν έρθει
με τους Γερμανούς ήταν Έλληνες, που κατάλαβαν τι συνέβαινε, αλλά πρόλαβε να
τους σταματήσει πριν τον προδώσουν κατηγορώντας και αυτούς για συνέργεια με
τους “κλεφταράδες φρουρούς”. Τελικά οι εύζωνοι μπήκαν στο νόημα και
παραδέχτηκαν ότι είχαν πραγματικά κλέψει τα ανταλλακτικά. Πέτυχε έτσι ν’
αφήσουν σ’ αυτόν οι Γερμανοί την τιμωρία των ανδρών του, για κλοπή και όχι για
δολιοφθορά. Την γλίτωσαν όμως παρά τρίχα, όπως μου το επιβεβαίωσε και ο Φόυ
Κόχλερ που παρακολουθούσε το όλο επεισόδιο από ένα παράθυρο της αμερικανικής
πρεσβείας. Ο συνταγματάρχης κατάφερε να επιδιορθώσει τέσσερα αυτοκίνητα και
υποσχέθηκε να παραδώσει και τα άλλα αργότερα».
[32] Ο Κώστας Κοτζιάς είχε
εκλεγεί δήμαρχος Αθηναίων στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1934. Μερικές εβδομάδες
νωρίτερα η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη, φοβούμενη μήπως, επειδή είχαν κατέλθει πλην
Κοτζιά ως υποψήφιοι οι Σπ. Μερκούρης και Σπ. Πάτσης, διασπασθεί η δύναμή της
και εκλεγεί ο τελευταίος (που υποστηριζόταν από τους βενιζελικούς), εξέδωσε ένα
νέο νόμο, με τον οποίον περιόριζε τα όρια του ούτως ή άλλως υδροκεφαλικού Δήμου
Αθηναίων και ιδρύονταν άλλοι μικρότεροι δήμοι (Βύρωνα, Καισαριανής, Νέας
Ιωνίας, Περιστερίου κ.ά., ενώ αποσπάσθηκαν η Κηφισιά, το Μαρούσι και το
Χαλάνδρι και έγιναν ανεξάρτητες κοινότητες άλλες περιοχές, όπως Ν. Φιλαδέλφεια,
Ν. Σμύρνη, Καματερό, Αιγάλεω, Πεντέλη, Ν. Φιλοθέη κ.ά.). Η ρύθμιση αυτή δεν
ήταν και τόσο μικροκομματικής έμπνευσης, όπως αρχικά γίνεται αντιληπτό, διότι
το λεκανοπέδιο Αττικής είχε εποικισθεί υπέρμετρα κατά τα τελευταία χρόνια, λόγω
της αθρόας εγκατάστασης προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Τελικά, όμως, στις εκλογές
εξελέγη ο Κοτζιάς, που έφερε βαρέως ότι κυβέρνηση, στην οποία ανήκε πολιτικά,
του αφαίρεσε κατ’ αυτόν τον τρόπο τέτοιες μεγάλες περιοχές. Όταν ο Μεταξάς, με
τον οποίον βεβαίως συνδεόταν στενά, κήρυξε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου,
δρομολογήθηκε αμέσως η αναβάθμισή του σε υπουργικό επίπεδο, ουσιαστικά όμως
επανερχόταν στα διοικητικά όρια που είχε ο Δήμος Αθηναίων ένα μόλις μήνα πριν
εκλεγεί ο ίδιος.
[33] Έχει γίνει λόγος ότι μάλλον
αυτοκτόνησε.
[34] Ο Άγγελος Γεωργάτος
(1907-1973), υιός γνωστού υποδηματοποιού της οδού Σταδίου, σπούδασε νομικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό
για να καταλήξει πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Βιοτεχνών Ελλάδος και του
Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Με τον Κων. Βοβολίνη, εκδότη του
αντιστασιακού «Ελληνικού Αίματος», ήταν γνωστή η προσωπική αντιπαράθεση που
είχαν και εξ αιτίας της οποίας δυσφημίσθηκε ο πρώτος. Στο τέλος της Κατοχής
είχε πάρει μέρος σε διαπραγματεύσεις των Γερμανών με εκπροσώπους του Συμμαχικού
Στρατηγείου Μέσης Ανατολής για να γίνει σεβαστό το ανοχύρωτο της Αθήνας κατά
την Απελευθέρωση. Μετά τον πόλεμο παρασημοφορήθηκε από τον στρατάρχη Αλεξάντερ.
Πέθανε ξαφνικά ένα μεσημέρι του 1973 σε μια ταβέρνα της οδού Λυκαβηττού, ενώ
έτρωγε.
[35] Βλ. τον απολογισμό που
δημοσίευσε ο Δήμος Αθηναίων επί δημαρχίας Α. Γεωργάτου, με τίτλο «Αύγουστος
1941-Αύγουστος 1942, εν έτος δράσεως του Δήμου Αθηναίων», Αθήναι 1942.
Περιέχονται διάφορα στατιστικά στοιχεία και σύντομα σημειώματα ανά τομέα, καθώς
και μια σκιαγραφία του Γεωργάτου, γραμμένη από τον Δ. Μπόγρη και
αναδημοσιευμένη από την τουρκική εφημερίδα «Βατάν».
[36] Ο Α. Γεωργάτος διατηρούσε
άριστες σχέσεις με τις ιταλικές κατοχικές αρχές και ιδιαίτερα τον Ιταλό
πληρεξούσιο Πελεγκρίνο Γκίτζι, ενώ τον Ιούλιο 1942, όταν ο Μουσολίνι
επισκέφθηκε την Αθήνα, τον υποδέχθηκε με τιμές, δημοσίευσε δε άρθρα του στην
προπαγανδιστική έκδοση «Κουαδρίβιο».
[37] Βλ. Δημητρίου Αλ. Γέροντα,
Ιστορία του Δήμου Αθηναίων (1835-1971), Αθήναι 1972, σελ. 169.
[38] Πρόκειται για τον
ονοματοδότη – μαζί με τον αεροπόρο Καμπέρο, της ποδοσφαιρικής ομάδας
«Ολυμπιακός» το 1925, οπότε είχε εκλεγεί πρώτος πρόεδρος του ΟΣΦΠ.
[39] Ο Κωνσταντίνος Τσιάκος
υπήρξε το 1951 συνιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Αττικής.
[40] Ανάμεσα στις πρώτες
μεταβολές που αποφασίσθηκαν στις ηγετικές θέσεις της Χωροφυλακής: Ο αστυνομικός
διευθυντής Θεσσαλονίκης αντισυντ. Παπαργύρης μετατέθηκε στην Πάτρα ως ανώτερος
διοικητής Δυτ. Πελοποννήσου, ενώ στη θέση του τοποθετήθηκε ο αντισυντ.
Μαντούβαλος. Ο ανώτερος διοικητής Στερ. Ελλάδος αντισυντ. Πάντσας ανέλαβε με
έδρα την Κοζάνη διοικητής της Ανωτ. Διοίκησης Δυτ. Μακεδονίας και με
υποδιοικητή τον αντισυντ. Παπαδημητρίου (μέχρι τότε διευθυντή Χωροφυλακής του
υφυπουργείου), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον αντισυντ. Δρακόπουλο.
[41] Στις 6 Μαΐου 1941 ο
αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Ι. Βασιλόπουλος υπέγραψε τις μεταβολές στα
διάφορα τμήματα και υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του, με την τοποθέτηση των
ακολούθων αστυνόμων: Γερ. Λιαρομάτης διοικητής Τροχαίας Κινήσεως, Γ. Λίναρης
υποδιοικητής της ίδιας, Αναστ. Κατσούλης διοικητής Α΄ Αστυνομικού Τμήματος,
Νικ. Τσαούσης διοικητής Β΄ Α.Τ., Κων. Μαρουλάκος διοικητής Γ΄ Α.Τ., Ηλ.
Σακελλαρόπουλος διοικητής Δ΄ Α.Τ., Ιω. Μπερσής διοικητής Ε΄ Α.Τ., Θ. Ρακιντζής
διοικητής ΙΓ΄ Α.Τ., Δημ. Κόλλιας διοικητής ΙΑ΄ Α.Τ., Στ. Δρακόπουλος διοικητής
Ζ΄ Α.Τ., Σ. Πολιτόπουλος διοικητής Η΄ Α.Τ., Σ. Πίτσος διοικητής Θ΄ Α.Τ., Κ.
Παπασταματίου διοικητής ΙΒ΄ Α.Τ., Ιω. Τζαμαλούκας διοικητής ΣΤ΄ Α.Τ., Περ.
Γιαλαμάς διοικητής Ι΄ Α.Τ., Ιω. Πανταζόπουλος διοικητής ΙΣΤ΄ Α.Τ., Χαρ.
Λεκατσάς διοικητής ΙΔ΄ Α.Τ., Ιω. Κουβαράκης διοικητής ΙΕ΄ Α.Τ., Σωτ.
Σταματιάδης διοικητής ΙΖ΄ Α.Τ., Δημ. Λασκαρίδης διοικητής ΙΗ΄ Α.Τ., Ιω.
Τσαγγάρης διοικητής ΚΒ΄ Α.Τ., Νικ. Παπαδημητρίου διοικητής ΙΘ΄ Α.Τ., Παν.
Μουτογιάννης διοικητής ΚΑ΄ Α.Τ., Θωμάς Καρυώτης διοικητής Τμήματος Αγορανομίας,
Ν. Σπηλιωτακάρας υποδιοικητής του ίδιου, Γεώργ. Γεωργακόπουλος στο ίδιο, Διον.
Μπαϊλάκης στο γραφείο δημοσίων κατηγόρων. Επίσης τοποθετήθηκαν οι αστυνόμοι Α. Χρυσικός,
Κων. Μπάρλας, Μ. Μανωλόπουλος, Π. Χριστοδούλου και Αρ. Δημάκης στο υπουργείο
Δημοσίας Ασφαλείας, οι Χ. Οικονομάκης, Ευάγ. Καραμπέτσος και Ιω. Τσουλούφος στη
Γενική Ασφάλεια Αθηνών, οι Βασ. Βασιλείου, Κων. Κόντος και Σπ. Κουτσουρούμπος
στο επιτελείο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, οι Κ. Τσιρώνης και Γ. Παρπαρίας στο
επιτελείο του αρχηγείου της Αστυνομίας Πόλεων. Ευρείας κλίμακας μεταβολές
έγιναν και ως προς τους υπηρετούντεςε αστυνομίας.
[42] Αντ. Βολταιράκη, ό.π., σελ.
85.
[43] Βλ. Δ. Κούκουνα, Οι μυστικές
διαπραγματεύσεις του ΕΑΜ με την κυβέρνηση Ιω. Ράλλη, Εκδ. Μέτρον, Αθήνα 1985.
Πρβλ. Μιλτιάδη Έβερτ, Άγγελος Μ. Έβερτ – Η Δράση του στην Κατοχή μέσα από
Μαρτυρίες, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007, σελ. 155.
[44] Ο Όττο Στράσσερ (1897-1974)
υπήρξε στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος πριν προσχωρήσει το 1925
στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ, όπου εξέφραζε την αριστερή τάση. Το
1930 εκδιώχθηκε και ίδρυσε στη Γερμανία το Μαύρο Μέτωπο. Το 1933, όταν ανήλθε ο
Χίτλερ στην εξουσία, εγκατέλειψε τη Γερμανία και ύστερα από μακρά περιπλάνηση
σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, το 1941 εγκαταστάθηκε
στον Καναδά. Με βιβλία και δημοσιεύματά του αντιτάχθηκε στην εθνικοσοσιαλιστική
Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1955 επέστρεψε στη Γερμανία και
προσπάθησε να δημιουργήσει νεοναζιστικό κίνημα, το οποίο όμως δεν προσέλκυσε
λαϊκή στήριξη. Ο αδελφός του Γκρέγκορ Στράσσερ παρέμεινε στις τάξεις του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος για μεγαλύτερο διάστημα και το 1934 εκτελέσθηκε
λόγω συμμετοχής του σε αντιχιτλερική συνωμοσία.
[45] Βλ. Δημοσθένη Κούκουνα,
Νίκος Ζαχαριάδης – Η άγνωστη ζωή του κομμουνιστή ηγέτη, Εκδ. Μέτρον, Αθήνα
2007, σελ. 71.
[46] Βλ. Περικλής Βυζάντιος, Η
ζωή ενός ζωγράφου – Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994, επιμ.
Λίνας Κάσδαγλη, σελ. 181-182. Εκεί γίνεται αναφορά, εκτός από την Κυριακίδου,
και στους Ξηρό, Ζορμπά και Θεοχάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.