Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941


Οι Γερμανοί στην Αθήνα

Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Του Δημοσθένη Κούκουνα




Εικόνες από αθηναϊκές εφημερίδες της πρώτης ημέρας της Κατοχής:




Πριν φύγει ο Μανιαδάκης είχε επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο και του είχε ζητήσει να πάει με τον δήμαρχο κ.ά. να παραδώσει την πόλη στους Γερμανούς. Ούτως ή άλλως υπήρχε σαφής απόφαση των αρχών η πόλη να παραδοθεί χωρίς αντίσταση, ώστε να αποφευχθούν καταστροφές και άσκοπη αιματοχυσία. Όλη την ευθύνη είχε επωμισθεί ο υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος με την ιδιότητα του στρατιωτικού διοικητή. Και στο μεσοδιάστημα, από την αποχώρηση της κυβέρνησης για την Κρήτη μέχρι την άφιξη των Γερμανών, υπήρξαν πολλά γεγονότα που σκίασαν την τάξη.
Χωρίς αμφιβολία υπήρχε ένα κυβερνητικό κενό, παρά το γεγονός ότι οι διοικητικές αρχές είχαν παραμείνει στη θέση τους. Όταν έγινε γνωστό ότι πλησίαζαν οι Γερμανοί στην πρωτεύουσα, ήταν πρωινό της Κυριακής του Θωμά, 27 Απριλίου 1941.
Όλη τη νύχτα ανατάραζαν την Αθήνα υπόκωφοι κρότοι από εκρήξεις αποθηκών πυρομαχικών, που – για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών – καίγονταν στα προάστια της Αθήνας και του Πειραιά. Από νωρίς το πρωί, γερμανικά αεροπορικά σμήνη πετούσαν επιδεικτικά σε χαμηλό ύψος πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα και τις γειτονικές περιοχές. Κλεισμένοι στα σπίτια τους οι Αθηναίοι περίμεναν με αγωνία και ανησυχία την είσοδο των κατακτητών. Άσχημα συναισθήματα τους έπνιγαν και τους γέμιζαν συγκίνηση. Μέσα από τα σπίτια τους, με κλειστά τα παράθυρα, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, που μετέδιδε το ελεύθερο ακόμη ραδιόφωνο.
Οι εφημερίδες που τυπώθηκαν εκείνο το πρωί, αλλά δεν πρόλαβαν να διανεμηθούν, ανέφεραν ότι αποστρατεύθηκε ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ότι χορηγήθηκε αμνηστία σε όλα τα πολιτικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μέχρι τότε στην Κρήτη και ότι ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός αναλάμβανε και το υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ το υπουργείο Αγορανομίας ο υπουργός Εσωτερικών και Δημ. Τάξεως Κων. Μανιαδάκης.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών κάθε πέντε λεπτά μετέδιδε διαταγή της μόνης κυβερνητικής αρχής που παρέμενε στην ελληνική πρωτεύουσα, του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αττικοβοιωτίας υποστράτηγου Χρ. Καβράκου. «Λόγω επιτακτικής ανάγκης», ζητούσε με τη διαταγή του ο στρατηγός, να σταματήσει κάθε κίνηση στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια, όλα τα καταστήματα να είναι κλειστά και οι κάτοικοι να βρίσκονται στα σπίτια τους, να σταματήσει η αντιαεροπορική άμυνα, οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις της περιοχής να παραμείνουν στις θέσεις τους και, πρόσθετε στη διαταγή: «δεδομένου ότι η πόλις είναι ανοχύρωτος και ουδεμία θα προβληθή αντίστασις, αξιώ όπως μη ακουσθή ουδέ εις πυροβολισμός».
Το πλήρες κείμενο της διαταγής Καβράκου είχε ως εξής:
«Αριθ. Πρωτ. 6978
ΔΙΑΤΑΓΗ
Λόγω επιτακτικής ανάγκης διατάσσω τα κάτωθι:
1. Να διακοπή πάσα κίνησις εν Αθήναις, Πειραιεί και τοις προαστείοις.
2. Άπαντα τα καταστήματα θα ώσι κλειστά.
3. Οι κάτοικοι εις τας οικίας των.
4. Οι στρατιωτικοί θα παραμείνουν εις τους στρατώνας και τα καταστήματα εν αυστηρά επιφυλακή.
5. Αι φρουραί εις τας θέσεις των.
6. Εν τη πόλει θα κινούνται μόνον αι περίπολοι ασφαλείας και τάξεως, επιβλεπόμεναι παρ’ ανωτέρων βαθμοφόρων και ασχολούμενοι αποκλειστικώς με το έργον των.
7. Η ενεργός αντιαεροπορική άμυνα θα σταματήση, των αξιωματικών και οπλιτών παραμενόντων εις τας θέσεις των.
8. Τα κατά τόπους τμήματα Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής θα παραμείνωσιν εις τας θέσεις των, τηρούντα την τάξιν.
9. Δεδομένου ότι η πόλις είναι ανοχύρωτος και ουδεμία θα προβληθή αντίστασις, αξιώ όπως μη ακουσθή ουδέ εις πυροβολισμός.
10. Οι παραβάται θα συλληφθώσιν αμέσως και θα εγκλεισθώσιν εις τας φυλακάς φρουρούμενοι ασφαλώς.
Διά πάσαν παράβασιν θα είναι υπεύθυνοι απέναντί μου οι παραλήπται της παρούσης.
Αναπληρωτήν μου, κατά την απουσίαν μου, ορίζω τον επιτελάρχην μου συνταγματάρχην Πετζόπουλον.
Από της λήψεως των ανωτέρω μέτρων, απαγορεύω την έκτακτον έκδοσιν εφημερίδων και εντύπων.
Της παρούσης μου θα γίνεται διαρκής ανακοίνωσις διά του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, μέχρις εκδόσεως διαταγής παύσεως.
Αθήναι, τη 25η Απριλίου 1941
Ο Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής
Χ. Καβράκος»

Επιχειρώντας να δώσει κουράγιο στους θλιμμένους Αθηναίους, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών Κων. Σταυρόπουλος μετέδιδε με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή του τις τελευταίες ελεύθερες φράσεις που μπορούσαν να ακουσθούν:
«Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι...
Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών.
Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Το πνεύμα των συνεχιζόντων παντού ακόμα ηρώων της Στρατιάς του 40-41...
Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών.
Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.
Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!»

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Την ίδια ώρα που ακούγονταν τα λόγια αυτά, στις 8 το πρωί, τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα εισέρχονται στην πρωτεύουσα. Φάλαγγες μοτοσυκλετιστών, από τις οποίες προηγούντο ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα, προχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης από τρεις κατευθύνσεις: τέρμα Πατησίων, Ιερά Οδός (από την Ελευσίνα) και Κηφισιά.
Οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες ήταν ένα τάγμα μοτοσυκλετιστών της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, οι οποίοι ακολουθούσαν προσεκτικά την πορεία δύο τεθωρακισμένων αυτοκινήτων (η ιστορική λεπτομέρεια διέσωσε τους αριθμούς τους: WH 296994 και WH 219984). Το καθένα απ’ αυτά ήταν εξοπλισμένο με ένα πυροβόλο και τέσσερα πολυβόλα. Οι μοτοσυκλετιστές διέσχισαν βιαστικά τη λεωφόρο Κηφισίας, συνέχισαν τη Βασ. Σοφίας και περνώντας από το Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτου ακολούθησαν τη λεωφόρο Αμαλίας και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να φθάσουν στην Ακρόπολη. Ένα απόσπασμα, με επικεφαλής κάποιον ίλαρχο Γιακόμπυ, τον ίδιο που επικεφαλής δύναμης είχε καταλάβει τη Χαλκίδα, ανέβηκε στον Ιερό Βράχο, όπου αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, ύψωσε τη γερμανική με τον αγκυλωτό σταυρό.

Η ΦΑΡΣΑ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Σύμφωνα με μια εκδοχή, που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, ο Έλληνας φρουρός της γαλανόλευκης αυτοκτόνησε εκείνη την ώρα, όταν δηλαδή υψωνόταν η σβάστικα. Αργότερα, στις 9 Ιουνίου 1941, οι βρετανικές εφημερίδες δημοσιεύουν την ακόλουθη πληροφορία για το περιστατικό αυτό:
«Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης, φύλαγε τη γαλανόλευκη ελληνική σημαία στην Ακρόπολη, στην Αθήνα, όταν μια ομάδα από ναζί τον πλησίασε. Κρατούσαν τη σβάστικα στα χέρια τους. “Κατέβασε τη σημαία”, του είπαν, “και ανέβασε τη δική μας”. Ο Κώστας δεν ήξερε τη γλώσσα τους μα κατάλαβε. Έσφιξε τα δόντια του, έλυσε το σκοινί και αργά άρχισε να κατεβάζει τη γαλανόλευκη. Αμίλητος... Ύστερα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κάρφωσε τα μάτια στον Γερμανό επικεφαλής και απότομα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στον διπλανό βράχο, τυλίχτηκε με τη σημαία και ρίχτηκε στο κενό. Διακόσια μέτρα βάθος».
Από την Απελευθέρωση μέχρι και πρόσφατα, πολλές φορές ερευνήθηκε το θέμα αυτό, αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε. Ούτε στρατιώτης βρέθηκε με το όνομα αυτό, ούτε ποτέ δηλώθηκε η εξαφάνιση προσώπου με τέτοιο όνομα, ούτε βέβαια κάποια στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία επιβεβαίωσε το γεγονός. Σύμφωνα με μια αξιόπιστη εκδοχή, επρόκειτο αρχικά περί φάρσας και χρησιμοποιήθηκε το όνομα ενός γνωστού τότε δημοσιογράφου, του Κωνσταντίνου Κουκκίδη (1891-1974), ο οποίος σημειωτέον στη διάρκεια της Κατοχής κάλυπτε το δικαστικό ρεπορτάζ και ιδιαιτέρως το ρεπορτάζ των ιταλικών και γερμανικών στρατοδικείων, όπου εκδικάζονταν οι υποθέσεις των Ελλήνων αντιστασιακών. Από το σημείο που κάποιοι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι επινόησαν να κυκλοφορήσουν μεταξύ τους τη φήμη ότι ο υπαρκτός συνάδελφός τους Κουκκίδης δεν άντεξε τη σκλαβιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Ακρόπολη, μέχρι να γίνει είδηση και αργότερα να δημοσιευθεί στις βρετανικές εφημερίδες, η «πληροφορία» αλλοιώθηκε από στόμα σε στόμα. Έτσι η ιδιότητα του Κουκκίδη μετατράπηκε από δημοσιογράφο στον στρατιώτη φρουρό της σημαίας, ο οποίος – εξαιρετικά υπερευαίσθητος προφανώς – δεν μπόρεσε να αντικρύσει τη σβάστικα και έθεσε τέλος στη ζωή του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι την εποχή εκείνη η σημαία δεν φυλασσόταν από στρατιώτες, όταν και ο τελευταίος άνδρας είχε επιστρατευθεί για να σταλεί στο Μέτωπο. Τα καθήκοντα αυτά είχαν ανατεθεί σε ένστολους νεολαίους, μέλη της ΕΟΝ, οι οποίοι σε παρόμοιες περιπτώσεις είχαν αντικαταστήσει τους κληρωτούς. Πάντως η αβάσιμη αυτή και πλήρως ατεκμηρίωτη υπόθεση περί του φρουρού που αυτοκτόνησε, αργότερα επαναφέρθηκε κατά καιρούς και, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, ο Δήμος Αθηναίων, 25 περίπου χρόνια ύστερα από τον θάνατο του αληθινού Κωνσταντίνου Κουκκίδη, τον τίμησε με ειδικό μνημείο! Όχι βέβαια ως δημοσιογράφο, αλλά ως στρατιώτη-φρουρό της σημαίας. Ιδού λοιπόν πώς δημιουργήθηκε ο θρύλος...
Πάντως, αργότερα ο Γερμανός στρατηγός φον Στούμε έδωσε διαταγή και στις 3 το μεσημέρι της ίδιας μέρας, της πρώτης μέρας της Κατοχής, υψώθηκε στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο και η ελληνική σημαία, δίπλα από τη γερμανική. Η σβάστικα, ως αδιαμφισβήτητο σύμβολο της γερμανικής κατοχής, υψώθηκε και στον κεντρικό ιστό των Παλαιών Ανακτόρων, όπου ήταν η έδρα της Ελληνικής Κυβερνήσεως μέχρι τότε. Λίγες μέρες αργότερα, όταν θα έχει σχηματισθεί η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, θα αντικατασταθεί στο κτίριο αυτό από τη γαλανόλευκη.
Την ίδια ώρα που ο αγκυλωτός σταυρός άρχισε να κυματίζει στην Ακρόπολη, ένα άλλο γερμανικό απόσπασμα υπό τον υπολοχαγό Έλσνιτς καταλάμβανε το δημαρχιακό μέγαρο της ελληνικής πρωτεύουσας, ενώ ταυτόχρονα άλλες εντεταλμένες ομάδες – σε εφαρμογή ενός χαρακτηριστικά μεθοδικού επιτελικού σχεδίου – κατευθύνονταν και καταλάμβαναν το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, τα υπουργεία και άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια. Η σβάστικα υψώθηκε αμέσως στη γερμανική πρεσβεία, που στεγαζόταν τότε στην πολυκατοικία Πεσμαζόγλου (Βασ. Σοφίας και Ηρώδου Αττικού), στη Γερμανική Ακαδημία, στα ξενοδοχεία «Μεγάλη Βρετανία» και «Κινγκ Τζωρτζ» κ.α.
Ήρθε και η ώρα να καταληφθούν οι ραδιοθάλαμοι του Ζαππείου από τους Γερμανούς. Ύστερα από ημίωρη διακοπή, το ραδιόφωνο ξανάρχισε τη λειτουργία του, ελεγχόμενο πλέον από τους κατακτητές, για να μεταδώσει ως πρώτη κατοχική είδηση την τηλεγραφική αναφορά προς τον Χίτλερ:
«Προς τον Φύρερ και Καγκελλάριον του Ράιχ, Βερολίνον.
Φύρερ μου, την 27ην Απριλίου 1941 και ώραν 8.10 πρωινήν εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 υψώσαμεν την γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου. Χάιλ μάιν Φύρερ.
Ίλαρχος Γιακόμπυ, του 10ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου και υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης Ορεινής Μεραρχίας».

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ

Οι Γερμανοί στρατιώτες, που σε ατέλειωτες φάλαγγες συνέχιζαν να εισέρχονται στην ελληνική πρωτεύουσα, έβρισκαν έρημη την πόλη και τα σπίτια κατάκλειστα. Είχε προηγηθεί η διαταγή του Καβράκου, που περιόριζε την κυκλοφορία. Πυκνές περίπολοι και ομάδες ενόπλων αστυφυλάκων τηρούσαν την τάξη σε όλη την Αθήνα, ενώ από την αυγή είχε παύσει η ενεργός αντιαεροπορική άμυνα. Όλη την προηγούμενη νύχτα, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες, που είχαν αποκοπεί από τα τμήματά τους ή είχαν εμποδισθεί από τις εχθρικές κινήσεις να φθάσουν στα σημεία επιβίβασης, γύριζαν μέσα στην Αθήνα και φυγαδεύονταν με κάθε μέσο.
Δέκα λεπτά πριν από την είσοδο των Γερμανών στο κέντρο της Αθήνας, στις 8 ακριβώς το πρωί, δύο ελληνικά κρατικά αυτοκίνητα έφθασαν στους Αμπελοκήπους, στη βόρεια είσοδο της Αθήνας. Μετέφεραν την επιτροπή για την παράδοση της πόλης, που την αποτελούσαν ο Φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κων. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων Αμβρ. Πλυτάς και Πειραιώς Μιχ. Μανούσκος, καθώς και ο γερμανομαθής συνταγματάρχης Κων. Κανελλόπουλος. Αρχικά, στη σύνθεση της επιτροπής περιλαμβανόταν ως πρόεδρος και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας.
Μόλις έφθασαν στο ίδιο σημείο τα πρώτα δύο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, για τα οποία έγινε προηγουμένως λόγος, η επιτροπή ζήτησε από τον επικεφαλής τους ανθυπολοχαγό Ντίρφλιγκ να μάθει πότε θα έφθανε ο ίδιος ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που θα κατελάμβαναν την Αθήνα. Εκείνος έστειλε αμέσως αγγελιαφόρο στον διοικητή του, τον αντισυνταγματάρχη φον Σέιμπεν, που βρισκόταν στο Μπογιάτι, για να ορισθεί ο τόπος συνάντησής του με την επιτροπή. Η απάντηση όριζε τη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Βασ. Σοφίας.
Πράγματι στις 10.45 π.μ. έφθασε από το Μπογιάτι μια μηχανοκίνητη φάλαγγα, από την οποία προπορευόταν ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο. Σταμάτησε στη διασταύρωση και από το αυτοκίνητο κατέβηκε ένας ψηλός αξιωματικός, ο αναμενόμενος Γερμανός αντισυνταγματάρχης. Κατευθύνθηκε στους σκυθρωπούς Έλληνες της επιτροπής, τους χαιρέτησε στρατιωτικά και συστήθηκε με ευγένεια. Στη συνέχεια, ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος παρουσίασε τα μέλη της επιτροπής.
Οι Έλληνες και ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης εισήλθαν σ’ ένα καφενείο, απέναντι ακριβώς από την έπαυλη Θων, και ο Κ. Κανελλόπουλος διάβασε στα γερμανικά μια δήλωση της επιτροπής για το ανοχύρωτο της Αθήνας και του Πειραιά:
«Αι τοπικαί πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί, αποτελούμεναι από τον στρατηγόν Καβράκον, ανώτερον στρατιωτικόν διοικητήν Αττικοβοιωτίας, τον κ. Κ. Πεζόπουλον, νομάρχην Αττικοβοιωτίας, τον κ. Αμβρ. Πλυτάν, δήμαρχον Αθηναίων και τον κ. Μιχ. Μανούσκον, δήμαρχον Πειραιώς, δηλούν προς τον διοικητήν των γερμανικών στρατευμάτων ότι:
Αι πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθενται να αντιτάξουν στρατιωτικήν αντίστασιν εις την κατοχήν.
Ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας μέχρι της εισόδου των Γερμανών».
Στη συνάντηση αυτή παραβρέθηκε και ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα πρίγκιπας Έρμπαχ, που παρέμενε σε όλο το διάστημα του ελληνογερμανικού πολέμου ελεύθερος και ο οποίος μόλις πριν από λίγο είχε μάθει τον διορισμό του από τον Χίτλερ σαν προσωρινού διοικητή της Ελλάδος, καθώς και ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος Κλεμ φον Χόχενμπεργκ. Οι δύο αυτοί Γερμανοί ακολούθησαν τη φάλαγγα του φον Σέιμπεν από το ύψος του Ψυχικού, όπου βρίσκονταν οι κατοικίες τους.
Μόλις υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης είπε στην αθηναϊκή αντιπροσωπεία:
«Κύριοι, εξ ονόματος του Φύρερ σας δηλώ ότι ερχόμεθα ως φίλοι, οι δε κάτοικοι των Αθηνών ουδέν έχουν να φοβηθούν. Επιθυμώ όπως συνεχισθή ομαλώς ο ρυθμός της ζωής της πόλεως, κατ’ εξουσιοδότησιν δε του Ανωτάτου Διοικητού στρατάρχου Λιστ αναθέτω την άσκησιν όλων των εξουσιών διά την πόλιν των Αθηνών εις τον δήμαρχον κ. Πλυτάν, διά δε την πόλιν του Πειραιώς εις τον δήμαρχον κ. Μανούσκον».
Έπειτα, γυρνώντας προς το μέρος του στρατηγού Καβράκου, του είπε: «Στρατηγέ μου, σεις από την στιγμήν αυτήν ακολουθείτε την τύχην όλων των άλλων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, δηλαδή θεωρείσθε προσωρινώς αιχμάλωτος πολέμου, αλλά δύνασθε να κυκλοφορήτε ελευθέρως και να φέρετε το ξίφος σας».
Ο Α. Πλυτάς, ο οποίος για ελάχιστα μόνο 24ωρα θα είναι ο πολιτικός διοικητής της Αθήνας, γύρισε στο γραφείο του και έγραψε το διάγγελμά του, που άρχισε να μεταδίδεται από τις 11.30 το πρωί από τον ραδιοφωνικό σταθμό, σε ελληνική και γερμανική γλώσσα:
«Ο Δήμαρχος Αθηναίων, επιφορτισθείς υπό της Γερμανικής Κατοχής με όλας τας εξουσίας εν τη πόλει των Αθηνών, ανακοινοί ότι σήμερον Κυριακήν, 27ην Απριλίου και ώραν 8ην π.μ. τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθον εις την πόλιν των Αθηνών και έλαβον κατοχήν αυτής.
Υπό των επί κεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων παρεσχέθησαν κατηγορηματικαί διαβεβαιώσεις ότι ο πληθυσμός των Αθηνών δεν έχει να φοβήται απολύτως τίποτε. Καλούμεν πάντας όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν. Ο Δήμαρχος Αθηναίων εντέλλεται όπως, από της ώρας ταύτης, επαναληφθή ομαλώς η κανονική ζωή της πόλεως. Προς τούτο:
1. Τα καταστήματα τα κανονικώς κατά Κυριακήν ανοικτά, ν’ ανοίξουν αμέσως.
2. Να αρχίση αμέσως η κυκλοφορία του λαού ανά την πόλιν, επιτρεπομένης ταύτης μέχρι της 11ης νυκτερινής. Από της 11ης νυκτερινής (ώρα Ελλάδος) μέχρι της 6ης πρωινής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς. Αι αστυνομικαί αρχαί δύνανται υπ’ ευθύνην των να εκδώσουν αδείας κυκλοφορίας και κατά τας υπολοίπους ώρας, όταν υπάρχη ανάγκη.
3. Η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων να διατηρήσουν τα όπλα των προς τήρησιν της τάξεως.
4. Οι κατέχοντες όπλον οιονδήποτε πολεμικόν, κυνηγετικόν, πιστόλιον ή άλλο, να το παραδώσουν αμέσως εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα επί αποδείξει.
5. Όπου υψούται ελληνική σημαία, πρέπει δεξιά της να υψούται και η γερμανική.
6. Εφημερίδες δύνανται να εκδοθούν και κυκλοφορήσουν κατά τας κανονικάς των ώρας και εκδόσεις.
7. Υποχρεούνται πάντες όπως δέχονται κατά τας συναλλαγάς τα γερμανικά τραπεζογραμμάτια με τιμήν 50 δρχ. κατά μάρκον.
8. Αύριον Δευτέραν πάντες οι υπάλληλοι δημόσιοι, δημοτικοί κλπ. να είναι εις τας θέσεις των και πάντες οι άλλοι εις τας εργασίας των.
9. Το Φρουραρχείον των στρατευμάτων Γερμανικής Κατοχής εγκατεστάθη εις το επί της πλατείας Συντάγματος ξενοδοχείον “Κινγκ Τζωρτζ”. Το Στρατηγείον εις το ξενοδοχείον “Μεγάλης Βρετανίας”.
Ο Δήμαρχος Αθηναίων
Αμβρόσιος Πλυτάς»
Ήδη οι πρώτοι περιορισμοί άρχισαν να εμφανίζονται, αλλά το μέγεθος των δεινών που περιμένουν τους πολίτες δεν μπορεί ακόμη να το φαντασθεί κανείς.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ

Από νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου στο Ψυχικό, όπου βρισκόταν η κατοικία του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, άρχισε να παρατηρείται ζωηρή κίνηση, ασυνήθιστη για την πάντα ήσυχη αυτή αθηναϊκή περιοχή. Στις 8 το πρωί, όταν ελαφρές μηχανοκίνητες φάλαγγες διέσχιζαν τη λεωφόρο Κηφισίας προς το κέντρο της πόλης, στις κατοικίες του πρεσβευτή της Γερμανίας πρίγκιπα Έρμπαχ και του στρατιωτικού ακολούθου Κλεμ φον Χόχενμπεργκ υψώθηκε η γερμανική σημαία με τη σβάστικα.
Ο Κλεμ, που μέχρι τότε βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών, βγήκε ευδιάθετος στον κήπο του και σε άπταιστα ελληνικά (μέχρι την καταστροφή του 1922 ζούσε στη Σμύρνη, όπου άλλωστε είχε γεννηθεί) έδωσε διαταγή στον σωφέρ του (ένα ξεπεσμένο Ρώσο πρίγκιπα) να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, ενώ ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς υπαστυνόμο Αντ. Βολταιράκη να ετοιμασθεί για να τον συνοδεύσει. Μετά λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο του ιδιόρρυθμου Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, του οποίου η πολυετής παραμονή στην πρωτεύουσα άφησε εποχή στους αθηναϊκούς κύκλους, καθώς και οι ποικίλες κοινωνικές σχέσεις του, ξεκινούσε. Ο ίδιος καθόταν αγέρωχος στο πίσω κάθισμα, φορώντας την επίσημη στολή του, ενώ ο Έλληνας υπαστυνόμος ήταν δίπλα στον οδηγό, δίκην ιδιωτικού σωματοφύλακα. Σε λίγο βρισκόταν στην κοντινή οικία του Έρμπαχ, στον περίβολο της οποίας είχαν συγκεντρωθεί το προσωπικό της πρεσβείας και άλλοι Γερμανοί, που στο αντίκρυσμα του Κλεμ ανέκραξαν εν χορώ το «Χάιλ Χίτλερ». Λίγο αργότερα, έφθασαν και οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσυκλετιστές, στους οποίους οι Γερμανίδες της πρεσβείας πρόσφεραν πρόχειρες ανθοδέσμες. Ταυτόχρονα, από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Βέρμαχτ κατέβαινε ένας αξιωματικός που ζήτησε να δει τον πρίγκιπα Έρμπαχ. Μαζί του έφερνε ένα κλειστό φάκελο. Ήταν το μήνυμα του Χίτλερ, που όριζε τον μέχρι τότε πρεσβευτή της Γερμανίας ως προσωρινό διοικητή της Ελλάδος.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι Έλληνες αστυνομικοί, που από μέρες αποτελούσαν τη φρουρά του Γερμανού πρεσβευτή, αντίκρυζαν έκπληκτοι τον γνωστό Αθηναίο γιατρό και καθηγητή Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (που αργότερα έγινε κατοχικός πρωθυπουργός) να προσέρχεται περιχαρής στην έπαυλη Έρμπαχ και να συγχαίρει τους Γερμανούς διπλωμάτες για την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Αθήνα!
Στις 10.15 π.μ. τα αυτοκίνητα του Έρμπαχ και του Κλεμ έφευγαν από την πρεσβευτική κατοικία, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν πανηγυρίζοντας οι Γερμανοί της Αθήνας με τις οικογένειές τους, και κατευθύνθηκαν στους Αμπελοκήπους για να παραστούν στην παράδοση της πόλης.

«ΦΕΡΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ...»

Και ενώ στους δρόμους της άτυχης ελληνικής πρωτεύουσας γερμανικές μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα πήγαιναν και έρχονταν, οι Αθηναίοι με ανησυχία και συντριβή παρακολουθούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους το δράμα που μόλις άρχιζε.
Στο δημαρχιακό μέγαρο κλήθηκαν στις 12 το μεσημέρι οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, στους οποίους δήλωσε ο Γερμανός Φρούραρχος της πόλης αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν: «Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθή εντός ολίγων ημερών».
Το μεσημέρι έφθασε στην Αθήνα και ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα στρατηγός του ιππικού Γκέοργκ Στούμε, διοικητής του 40ού Σώματος Στρατού (ο ίδιος που πολύ αργότερα θα διαδεχθεί τον στρατάρχη Ρόμελ στην ηγεσία του Άφρικα Κορπς και που θα έχει τραγική κατάληξη στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν). Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών ανέλαβε ο διοικητής της 6ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Φερδινάνδος Σαίρνερ (αργότερα θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά στην απέλπιδα άμυνα του Βερολίνου, ενώ μετά το τέλος του πολέμου θα περάσει μια δραματική δεκαετία ως αιχμάλωτος στη Ρωσία), που εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στη «Μεγάλη Βρετανία». Μετά την άφιξη του Σαίρνερ, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εγκατέλειψαν τα γραφεία της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης, ενώ ο νέος Γερμανός Φρούραρχος πήγε στο υπουργείο Στρατιωτικών και συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου υποστράτηγο Κων. Πλατή. Αφού έφυγαν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, όπως και στο υπουργείο Ναυτικών.
Αμέσως μετά την είσοδο στην Αθήνα των πρώτων γερμανικών τμημάτων, οι μηχανοκίνητες φάλαγγες προωθήθηκαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κρίσιμα σημεία του λιμανιού και της πόλης, ενώ στο δημαρχείο, στη Σχολή Δοκίμων και σε άλλα δημόσια κτίρια υψώθηκε η γερμανική σημαία, ως σύμβολο της νέας κυριαρχίας.
Καθώς κυλούσαν όλα αυτά τα γεγονότα, γερμανικά τμήματα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας και των προαστίων της, ενισχύονταν δε σταδιακά οι γερμανικές φρουρές.
Οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ είχαν πάρει διαταγή από τους ανωτέρους τους να επιδεικνύουν απόλυτη ευγένεια στους πολίτες και ιδιαίτερο σεβασμό στους Έλληνες στρατιωτικούς. Διακριτικοί, σοβαροί μέσα στις αψεγάδιαστες στολές τους, κυκλοφορούσαν την πρώτη μέρα της Κατοχής. Φωτογραφίζονταν μεταξύ τους εμπρός από τα Παλαιά Ανάκτορα, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, στην Ακρόπολη, σαν να επρόκειτο για τουρίστες και μόνο. Μια εφημερίδα της εποχής διέσωσε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: δύο Γερμανοί στρατιώτες θεάθηκαν να στέκονται σε στάση προσοχής και να χαιρετούν έναν Έλληνα λοχία, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.