Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ο ΣΒΩΛΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ (1)


Αλέξανδρος Σβώλος:
Η ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΗ ΣΥΡΡΑΞΗ (1)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 

Α΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


Θα ηύχετο κανείς να είχε υπερνικηθεί απ’ όλες τις μερίδες του λαού η υπόθεση των δεκεμβριανών, για να μην αποτελεί μια πρόφαση που χρησιμοποιείται εναντίον κάθε ενωτικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι στα βάθη της ψυχής των πλατιών, των ταλαιπωρημένων λαϊκών στρωμάτων, αυτό το σύνθετο αίσθημα διαπιστώνεται: κόρος απ’ την άγονη έριδα του παρελθόντος, λαχτάρα γαλήνης και ανοικοδομητικής δουλειάς, εξορκισμός παρόμοιας σαν την περσινή σύρραξη.
Ωστόσο είναι ευεξήγητη η ανακίνηση ολόκληρης της ιστορίας των αιματηρών γεγονότων. Και μολονότι στη μεγίστη του έκταση το φαινόμενο είναι μία ακόμα μορφή των πολιτικών εκμεταλλεύσεων που αποτελούν το οπλοστάσιο της Δεξιάς, είναι βέβαιο, εν τούτοις, ότι πάρα πολύς κόσμος θα ήθελε να διαφωτισθεί πληρέστερα, να σχηματίσει ακριβέστερη γνώμη για τα περσινά γεγονότα.
Και είναι φυσικό. Τα θύματα στάθηκαν πολλά μεταξύ των αθώων και των αμάχων. Οι καταστροφές και οι ζημιές επίσης. Αδικαιολόγητες και ανεξήγητες αιματηρές υπερβασίες σημειώθηκαν σε σοβαρή έκταση κι αποδοκιμάσθηκαν απ’ όλους. Ο συγκλονισμός ήταν ζωηρός κι άφησε εντυπώσεις. Η «ομηρία» εξήγειρε την κοινή συνείδηση. Αλλ’ εξάλλου ο λαϊκός ηρωισμός, ένας άφθαστος ηρωισμός πέντε περίπου εβδομάδων άνισης πάλης, δημιούργησε κατάπληξη και στους πιο φανατικούς εχθρούς των λαϊκών οργανώσεων που πήραν μέρος στη σύρραξη κι είναι ένα γεγονός που συγκινεί καθ’ εαυτό και προκαλεί τον θαυμασμό.
Ακόμα και γενικότερα: Η πολιτική πείρα και η ψυχραιμία της αριστεράς ηγεσίας που καθοδήγησε ως το τέλος τον μαχόμενο λαό αμφισβητήθηκε με πολλά ερωτηματικά και με την ύστερη αυτοκριτική του ΚΚΕ. Στην αντίθετη όμως πλευρά, ολόκληρη η μεταδεκεμβριανή ιστορία ενός χρόνου απέδειξε χειροπιαστά και μ’ έναν αιματηρότατο τρόπο τι προθέσεις αντιλαϊκές υπήρχαν από τότε. Και για να είμαστε όσο μπορεί πιο αντικειμενικοί, έκανε πάρα πολύ πιθανή την εκδοχή ότι και χωρίς την επίκληση των γεγονότων του περσινού Δεκέμβρη, πάλι η Δεξιά, εφ’ όσον θα μπορούσε, με δικές της και με ξένες δυνάμεις θα σχημάτιζε ένα μηχανισμό εξουσίας με επιδιώξεις αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές – γιατί αυτό απαιτεί το ολιγαρχικό της συμφέρον και ο «φόβος του λαού» που την συνέχει σ’ όλες τις χώρες της γης.
Φυσικά, όσο είναι βέβαιο, για την αντίληψή μας, ότι η αριστερή ηγεσία έπεσε στην ψυχολογική και πολιτική παγίδα όλων εκείνων των πολλαπλών δυνάμεων που είχαν συμφέρον να χτυπήσουν το λαϊκό κίνημα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις κινήσεις του και τα λάθη του – σχεδόν όπως έγινε και με το «κίνημα» της Μέσης Ανατολής – άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι η Δεξιά γελάστηκε πιστεύοντας ότι πολιτικές εξελίξεις που βασίζονται μόνιμα σε μια λαϊκή δύναμη που φυσιολογικά αυξάνει, μπορούν να ανατραπούν ή να ανασταλούν για πολύν καιρό με μια στρατιωτική ή και με μια πολιτική ήττα οποιασδήποτε μορφής.
Αλλ’ οπωσδήποτε, όλες αυτές και ένα σωρό άλλες απόψεις υπογραμμίζουν το ενδιαφέρον της ιστορίας της δεκεμβριανής σύρραξης. Το κακό είναι ότι δεν είναι δυνατό να εξιστορηθεί με πληρότητα η περίοδος αυτή με το σεισμικό χαρακτήρα και τα σοβαρά παρασκηνιακά γεγονότα. Ό,τι διαθέτει σήμερα όποιος θέλει να μάθει και να κρίνει, είναι σχεδόν μόνο οι προσωπικές θέσεις και η πείρα των παραγόντων που αναμίχθηκαν στην προϊστορία ή την ιστορία των γεγονότων.
Τα ιστορικά γεγονότα απαιτούν μια γενικότερη κατανόηση. Δεν έχει ίσως γίνει αρκετά αντιληπτό στον τόπο μας ότι σ’ όλους τους λαούς της Ευρώπης που οργάνωσαν απελευθερωτικόν αγώνα εναντίων των κατακτητών των, συμπλέχθηκε με το καθαρά εθνικό και ένα κοινωνικό και πολιτικό κίνημα, που φυσικό ήταν να τείνει στην εξουσία για τους λαϊκούς σκοπούς της μεταβατικής περιόδου. Το πολιτικό αυτό κίνημα πήρε μια βαθύτατη καθιέρωση απ’ την ορμητική πρωτοβουλία νέων δυνάμεων, κατά κανόνα αριστερών, (αντίθετο παράδειγμα είναι το κίνημα του Ντε Γκωλ στη Γαλλία) και στερεώθηκε με τον όγκο των θυσιών, που αν τις συγκρίνει κανείς με την αδράνεια των πλείστων υπευθύνων ηγετικών στοιχείων του αστικού κόσμου και με τη συνεργασία μερικών με τον εχθρό, καταλαβαίνει τι έντονη αυτοπεποίθηση δημιουργήθηκε στις μαζικές δυνάμεις που πήραν τα όπλα, και τι δικαιώματα ήταν ευεξήγητο να διεκδικεί ο ένοπλος αυτός λαός. Αν δει κανείς έτσι τα πράγματα καταλαβαίνει και τι δυσκολίες θα παρουσίαζε κάθε αφοπλισμός, τι λεπτό που ήταν το πρόβλημα της δημοκρατικής εξουσίας στις απελευθερούμενες χώρες, πόσο θα το περιέπλεκαν, θα το νόθευαν εξωτερικές επεμβάσεις και μάλιστα στρατιωτικές.
Η οριστική καθιέρωση αυτών των πολιτικών κινημάτων με τα δημοκρατικά μέσα της επικράτησης δεν ήταν και δεν έπρεπε να είναι αδύνατη, ακριβώς στις χώρες εκείνες, σαν την Ελλάδα, όπου είχαν μια ευρύτατη λαϊκή βάση κι ένα λαϊκό ενθουσιασμό χωρίς προηγούμενο. Αρκεί να μπορούσε να υπερνικηθεί η φυσική αντίδραση της ολιγαρχίας. Και εδώ ακριβώς ήταν το καίριο σημείο, το φράγμα του ρεύματος και ο κίνδυνος της ομαλής περαιτέρω πορείας του.
Δεν έκρυβε τις προθέσεις της η Δεξιά.
Κι αν ισχυρίζετο ότι προκαλούσε δυσπιστία η Αριστερά με τη λαϊκή δύναμή της, με τα όπλα της, που οπωσδήποτε θα τα κατέθετε, και πολλές φορές με την αψυχολόγητη επίδειξή της, είναι αναμφισβήτητο ότι η ίδια δημιουργούσε φόβο στην αριστερά για τις επιδιώξεις της ύστερα από τον αφοπλισμό – φόβο που τα σύγχρονα γεγονότα τόν έκαναν να αποδειχθεί τόσο βάσιμος.
Έτσι ολόκληρο σχεδόν τον Οχτώβρη και το Νοέμβρη του 1944 η ατμόσφαιρα στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα ήταν ατμόσφαιρα γενικής, αμοιβαίας δυσπιστίας. Δεν έχει ουσιαστική σημασία ποιός ήταν τότε δικαιολογημένος να δυσπιστεί στον άλλο και ποιός όχι. Σημασία έχει ότι η γενική δυσπιστία που βάραινε θανάσιμα κάθε προοπτική του άμεσου μέλλοντος, ματαίωνε τις προσπάθειες για την πρόληψη της σύρραξης.
Βέβαια προσπαθώντας να προλάβουμε τη σύρραξη δεν ξεκινούσαμε ατοποθέτητοι πολιτικά και κοινωνικά. Ήμαστε και τότε όπως και τώρα στο στρατόπεδο της Αριστεράς και ήταν φυσικό να βλέπουμε την όλη κρίση με το πρίσμα των λαϊκών συμφερόντων και του δημοκρατικού μέλλοντος που μας συγκινούσαν. Πιστεύαμε όμως ότι ο «εμφύλιος πόλεμος» μπορούσε να μη γίνει και έχοντας την πεποίθηση αυτή και την έμμονη θέληση να τον αποφύγουμε όσο τουλάχιστο εξηρτάτο από εμάς, κάναμε ένα χρέος προς τον λαό αγωνιζόμενοι για τις ειρηνικές λύσεις.
Θα μου δοθεί ευκαιρία να τοποθετήσω και λεπτομερειακά μερικά γεγονότα για να καταμερισθούν και μερικές συγκεκριμένες ευθύνες και να γνωσθούν μερικές αλήθειες. Θα ’θελα μόνο να τονίσω ότι οι προσπάθειές μας εξαντλήθηκαν προς όλες τις πλευρές που μπορούσαν να διευθύνουν τα γεγονότα και ότι με όσην επιμονή επιδιώξαμε απ’ τις αρχές του 1944 την εθνική ενότητα – και της δώσαμε μια συνεισφορά όσο κανείς άλλος – με ίσον φανατισμό καταναλωθήκαμε στην έμμονη ιδέα ν’ αποφευχθεί η αιματοχυσία – η αιματοχυσία που είχαμε επιτύχει ν’ αποφευχθεί την ώρα της απελευθερώσεως.
Είναι φυσικό, να μας ενδιαφέρει εντελώς ιδιαίτερα η ενατένιση της δεκεμβριανής σύρραξης απ’ την άποψη της κριτικής των γεγονότων που καλά ή κακά σχετίσθηκαν με το αριστερό κίνημα – απ’ την άποψη της πείρας που χρειάζεται να συγκομίσει για τον εαυτό του ο λαός, για να του χρησιμεύσει παραπέρα στη διαδικασία της πολιτικής αξιοποίησης των ιδανικών του, στη διαδικασία της συσχέτισης μέσων και σκοπών.
Γεγονότα τέτοιας μαζικής σημασίας σαν τη δεκεμβριαή σύρραξη, μπαίνουν στην ιστορία όχι με το χρώμα των ειδικών στιγμών – των παρεκτροπών, των υπερβασιών, των καταχρήσεων, αλλά με τη γενική όψη που αποτελεί τη σύνθεσή τους στη συνείδηση του λαού. Κι εκείνο που θα μείνει πέραν της θλίψης για τα πένθη και τις ζημιές, είναι αυτή η λαϊκή συνείδηση. Απ’ την άποψη αυτή πρέπει να τονισθεί ότι παρεκτροπές και εγκλήματα έκανε και κάνει, και μάλιστα «εν ψυχρώ» και το μεταδεκεμβριανό καθεστώς. Και κάτι άλλο ακόμα: τα συνθήματα της Δεξιάς με το τόσο βεβαρημένο απ’ το παρελθόν πλαίσιο της υπάρξεώς της ενίσχυσαν, οσοδήποτε και αν δεν το είχαν σα σκοπό, μια συνείδηση θρύλου γύρω απ’ τον περσινό Δεκέμβρη που σχηματίσθηκε κιόλας σε πλατιές λαϊκές μάζες.

Β΄ ΤΑ ΟΠΛΑ

Νοέμβρης 1944. – Πόση προσοχή, πόσο κύρος, πόση υπομονή, πόση ειλικρίνεια και αυταπάρνηση χρειάζονταν η διαχείριση του λεπτότατου ζητήματος της οργάνωσης του νέου ελληνικού κράτους, ύστερα απ’ την παλιά Δικτατορία, ύστερα απ’ την αποχή και μέσα στην έκδηλη λαϊκή απαίτηση μιας παμμέγιστης οργανωμένης δημοκρατικής δύναμης, που διέθετε όπλα, ενθουσιασμό, πίστη στον αγώνα της και το γόητρο της αντίστασης κατά του εχθρού – αποδείχθηκεν από αρκετά ζητήματα που παρουσίασεν η περίοδος πριν απ’ τη δεκεμβριανή σύρραξη.
Το πιο ακανθώδικο ήταν η αποστράτευση των ανταρτικών δυνάμεων και η δημιουργία τακτικού στρατού που να παρέχει εγγύηση, ασφάλεια και εμπιστοσύνη σ’ όλους και επομένως και στους δημοκρατικούς και στην αριστερά.
Ο κ. Παπανδρέου είχε κάμει τις συνεννοήσεις για την εφαρμογή της αρχής της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων, μόνο προς τους εκπροσώπους του ΚΚΕ. Είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία χωρίς λεπτομέρειες. Απασχολημένος με το υπουργείο των Οικονομικών δεν παρακολούθησα αυτές τις συνεννοήσεις και δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να επιστήσω εγκαιρότερα την προσοχή όλων στη λεπτότητα, την πολιτικότηα και προ πάντων την ελαστικότητα με την οποία θα έπρεπε ν’ αντιμετωπισθεί το ζήτημα – ένα ζήτημα που και στη Γαλλία και στο Βέλγιο παρουσίασε (μικρότερες είναι η αλήθεια) δυσκολίες και που ήταν τόσο πιθανό ότι θα παρουσίαζε κι εδώ, όπως και παρουσίασε, μεγάλες και κρίσιμες δυσχέρειες και δε θα μπορούσε ίσως να λυθεί ομαλά.
Η πέτρα του σκανδάλου στάθηκε η Ορεινή Ταξιαρχία, σώμα που άξιζε καλύτερη τύχη παρά να γίνει τουλάχιστο η μοιραία αφορμή μιας αιματηρής σύγκρουσης.
Ο προγραμματικός λόγος του πρωθυπουργού στις 18 Οκτωβρίου όριζεν ότι «βάσις του εθνικού στρατού για το μέλλον θα είναι η τακτική στρατολογία». Είχε αποφασισθεί η διάλυση των ανταρτικών ομάδων που ήσαν εθελοντικές. Η Ορεινή Ταξιαρχία είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή. Όλοι ξέρουν ότι άσχετα με τη λαμπρή πολεμική της δράση στην Ιταλία, η Ταξιαρχία αυτή δεν ήταν σχηματισμός σαν κι εκείνους που προκύπτουν πάντοτε απ’ την κανονική γενική στρατολογία. Ήταν, όπως και ο Ιερός Λόχος, στρατιωτικός σχηματισμός κατ’ ουσίαν και κατά τύπους εθελοντικός. Η Ταξιαρχία είχε σχηματισθεί μάλλον με προσωπική επιλογή. Και ήταν ευεξήγητο όσο κι αν ήταν κακό. Ήταν η εποχή (καλοκαίρι του 1944) που παρά τις επίμονες προσπάθειές μου απ’ το Κάιρο, η Αριστερά δεν είχε δεχθεί ακόμα να μπει, μετά το Λίβανο, στην κυβέρνηση της Ενότητος. Λάθος ομολογημένο σήμερα – για το οποίο θα μιλήσουμε άλλοτε. Αλλά το λάθος αυτό έδωσε στην κυβέρνηση του Καΐρου το επιχείρημα να φοβάται ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας θα σήμαινε εμφύλιο πόλεμο και την έσπρωξε μαζί με την πολεμική προσπάθεια να ετοιμάζεται και για την αντιμετώπιση της εσωτερικής κατάστασης με καινούργιες, πιστές ένοπλες δυνάμεις, αφού οι προηγούμενες της Μέσης Ανατολής ουσιαστικά δεν υπήρχαν μετά τα γεγονότα του Απρίλη 1944 και είχαν άλλωστε αποδειχθεί δημοκρατικές και συμπαθείς προς τις δυνάμεις της Εθνικής Αντιστάσεως.
Έτσι η Ταξιαρχία του Ρίμινι, που με την παρουσία της στην Αθήνα δημιούργησε ένα πρόσθετο έναυσμα δυσπιστίας, δεν μπορούσε ούτε έπρεπε να εξαιρεθεί απ’ τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων που είχαν δημιουργηθεί κάτω από τις έκτακτες συνθήκες της στρατιωτικής οργανώσεως του έθνους. Δε μπορούσε και δεν έπρεπε να διατηρηθεί αφού στο εξής οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας θα βασίζονταν μόνο στη γενική τακτική στρατολογία.
Μέσα στην ατμόσφαιρα της δυσπιστίας, μέσα στην άπειρη ψυχολογική δυσκολία που δημιουργούσε αυτό καθ’ εαυτό το ζήτημα της αποστράτευσης των ανταρτικών μονάδων, ήταν αφροσύνη και επίκινδυνος χειρισμός η διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας. Το λιγότερο ήταν απόφαση αψυχολόγητη που πρόσθεσε τη σταγόνα του ξεχειλίσματος στο έτοιμο ποτήρι του εμφυλίου πολέμου. Ο κ. Παπανδρέου συμφωνούσε στη λογική ανάγκη να διαλυθούν όλοι χωρίς εξαίρεση οι στρατιωτικοί σχηματισμοί που είχαν δημιουργηθεί κατά τρόπο έκτακτο. Συμφωνούσε και το δήλωσε πολλές φορές. Και στο σχέδιο συμφωνίας με την Αριστερά που μονόγραψε στις 22 Νοεμβρίου, όρισε ο ίδιος ρητά ότι θα διελύετο ουσιαστικά και η Ορεινή Ταξιαρχία με τη χορήγηση αορίστου αδείας στους άνδρες της. Κι άλλα υπεύθυνα μέλη της κυβερνήσεως, φίλοι του κ. Παπανδρέου, δήλωναν επίσης τότε ότι θα διαλυθούν όλες οι ένοπλες δυνάμεις εσωτερικού και εξωτερικού, δια να δημιουργηθεί εθνικός δημοκρατικός στρατός.
Δυστυχώς, ο κ. Παπανδρέου μετέβαλε τη συμφωνία γιατί, όπως εξήγησε ο ίδιος πολλές φορές, η βρεταννική κυβέρνηση (ειδικότερα η «επιθυμία του κ. Τσώρτσιλ») και η απόφαση των εδώ βρεταννικών στρατιωτικών Αρχών δεν επέτρεψαν τη διάλυση της Ταξιαρχίας. Είναι αλήθεια ότι η συμφωνία αυτή, που περιείχε μία γενικότερη εκκαθάριση των ζητημάτων που χώριζαν τον κ. Παπανδρέου από την Αριστερά και που αν ρυθμίζονταν έγκαιρα θα ελάφρυναν ίσως την βαρύτατη ατμόσφαιρα της δυσπιστίας που μας έπνιγε, δεν πρόφτασε να υπογραφεί από την Αριστερά. Είναι γνωστό τι παρενεβλήθη, κάτι που έπληξε οριστικά τη συνεννόηση που με τρομερό κόπο προσπαθούσαμε να επιτύχουμε:
Είχε συμφωνηθεί με τον πρωθυπουργό, ότι οι πρώτοι διοικητές των ανωτέρων μονάδων της εθνοφυλακής, 14 ανώτεροι αξιωματικοί, θα ορίζοντο ύστερα από κοινή εκλογή του υπουργείου των Στρατιωτικών και της Αριστεράς και ότι οι αξιωματικοί της εθνοφυλακής που θ’ αποτελούσαν τα στελέχη της κλάσεως που είχε κληθεί για την 1 Δεκεμβρίου, θα εγκρίνονταν απ’ τους διοικητές αυτούς κι έτσι θα ήσαν της κοινής εμπιστοσύνης του δημοκρατικού κόσμου και της Αριστεράς. Αυτές οι προφυλάξεις είχαν συμφωνηθεί επειδή δεν είχε γίνει η εκκαθάριση του Στρατού που ήταν προγραμματικός σκοπός της κυβερνήσεως.
Αλλά ξαφνικά, ενώ δεν είχαν ορισθεί καν όλοι οι 14 διοικητές και δεν είχεν εγκριθεί κανένας κατάλογος των πρώτων στελεχών, κυκλοφόρησε έντυπος διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών που ονόμαζε και τοποθετούσε κιόλας πάνω από 250 αξιωματικούς για τους οποίους κανένας δεν είχε ερωτηθεί. Ρωτήθηκε ο υφυπουργός των Στρατιωτικών και αρνήθηκε την πατρότητα της διαταγής που ειχε την υπογραφή του. Ρωτήθηκε ο γενικός διευθυντής του υπουργείου, ρωτήθηκε ο προσωπάρχης, κανένας δεν ήξερε πώς βγήκε η διαταγή. Μας είπαν μάλιστα ότι και το Γενικό Επιτελείο που ρωτήθηκε, δήλωσε επίσης άγνοια. Τί λοιπόν είχε συμβεί; Υπήρχαν πίσω από την κυβέρνηση και το υπουργείο Στρατιωτικών δυνάμεις που έπαιρναν κι εκτελούσαν πρωτοβουλίες αντίθετες απ’ την κυβερνητική γραμμή;
Ο κ. Λαμπριανίδης παραιτήθηκε κατόπιν του σκανδάλου. Διορίσθηκε υφυπουργός των Στρατιωτικών ο κ. Σαρηγιάννης, στρατιωτικός της εμπιστοσύνης της Αριστεράς, άρχισε μια εργασία διορθώσεως του κακού που είχε γίνει, αλλ’ η καχυποψία είχε πια ριζώσει, η δυσπιστία φαινόταν δικαιολογημένη απ’ τα πράγματα, η ατμόσφαιρα χειροτέρευσε ακόμα πιο πολύ.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες εντάσεως κι ενώ οι Φιλελεύθεροι και οι Λαϊκοί δεν δέχονταν καν τον διορισμό του κ. Σαρηγιάννη ως υφυπουργού των Στρατιωτικών – υφυπουργού με περιορισμένα δικαιώματα, γιατί όλες οι ονομασίες που θα έκαμνε έπρεπε να υπογράφονται κι απ’ τον υπουργό των Στρατιωτικών και πρωθυπουργό – καταβάλαμε μια τελευταία προσπάθεια. Λαβαίνοντας υπ’ όψη την επιθυμία του πρωθυπουργού να ανταποκριθεί – όπως έλεγε, στην απαίτηση του κ. Τσώρτσιλ και του κ. Σκόμπυ για τη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας – μια απαίτηση που δε βρίσκαμε να έχει κανένα, μα απολύτως κανένα λογικό ή πολιτικό έρεισμα – σοφισθήκαμε μια λύση που μπορούσε να απομακρύνει τις υποψίες και να δώσει μια διέξοδο, μέχρις ότου αρχίσει να σχηματίζεται με τις απαραίτητες δημοκρατικές εγγυήσεις, ο τακτικός μας στρατός.
Υποβάλαμε, ο συναγωνιστής Ζέβγος, ο Τσιριμώκος κι εγώ στον κ. Παπανδρέου, συνεννοημένοι και με τον κ. Σαρηγιάννη, ένα σχέδιο δημιουργίας ενός μικτού στρατιωτικού τμήματος που θ’ απαρτίζετο από την υφισταμένη τότε Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο, ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, που συμφωνήθηκε να έχει δύναμη και οπλισμό ίσα με το σύνολο όλων των άλλων δυνάμεων που θα διατηρούνταν. Το τμήμα αυτό που θα ήταν κάτι σαν μεραρχία, θα είχε, όπως επίσης συμφωνήσαμε, ενιαία Διοίκηση. Αναφέρθηκαν μάλιστα και ονόματα υποψηφίων μεράρχων.
Τη μικτότητα του τμήματος, η οποία θα έπρεπε να νοηθεί κατ’ άνδρα, δεν τη δέχθηκε ο κ. Παπανδρέου, αλλά στην ενότητα του τμήματος και στην ενιαία Διοίκηση συμφωνήσαμε. Και ο λόγος που η αριστερή ηγεσία ζητούσε τότε την ενότητα αυτή ήταν για να διαλυθεί ο φόβος ότι και αν ακόμα διατηρηθεί μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, ήταν δυνατό, αν ήταν ανεξάρτητη αυτή να στελνόταν στα σύνορα, ενώ η Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, σχηματισμοί της εμπιστοσύνης της Δεξιάς, θα διατηρούνταν στην πρωτεύουσα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μια στιγμή, για σκοπούς εναντίον της Αριστεράς. Η ενότητα του τμήματος και η ενιαία Δίοικηση ήταν μια εγγύηση εναντίον τέτοιων φόβων.
Δυστυχώς ο κ. Παπανδρέου, ενώ συμφωνήσαμε στις βάσεις αυτές, δημοσίευσε την άλλη μέρα εντελώς αλλιώτικο το μέρος αυτό του σχεδίου μας, έτσι που εματαιώνετο ο σκοπός του. Εγκατέλειψε δηλαδή την ενότητα και την ιδέα καν του τμήματος εθνικού στρατού και προέβλεψε μόνο ότι «εκτός της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, θα σχηματισθούν επίσης εκ των δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως μία ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και ανάλογος μονάς του ΕΔΕΣ». Η διατύπωση αυτή ήταν εντελώς άλλο πράγμα, τόσο γιατί οι διατηρούμενες δυνάμεις θα ήσαν ασύνδετες μεταξύ τους όσο και διότι «ανάλογος μονάς» του ΕΔΕΣ μπορούσε να σημαίνει «Ταξιαρχία του ΕΔΕΣ», πράγμα που ποτέ δεν είχαμε δεχθεί.
Το ξέσπασμα της δυσπιστίας απ’ την πλευρά της αριστεράς ήταν δικαιολογημένο και ευεξήγητο. Εν τούτοις εμάς τουλάχιστο δεν μας παρέσυρε. Επιμείναμε ακόμα στη συνεννόηση. Ζητήσαμε απ’ τον κ. Παπανδρέου να επανέλθει στο αρχικό σχέδιό μας που είχε συμφωνηθεί, αλλ’ εν τω μεταξύ το ΚΚΕ ζητώντας μια ριζικότερη λύση, ξαναγύρισε σ’ εκείνο που και ο κ. Παπανδρέου θεωρούσε λογικό, αλλ’ αδύνατο επειδή δεν το επέτρεπαν οι Άγγλοι – στην ιδέα της αποστρατεύσεως της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, μαζί με την αποστράτευση των ανταρτικών ομάδων. Ο κ. Παπανδρέου, στο σχέδιο αυτό που του ανέπτυξε ο συναγωνιστής Σιάντος δεν αντέταξε παρά μόνο την άρνηση των Άγγλων και την αδυναμία του να μεταβάλει τις αντιλήψεις των.
Απ’ την ώρα εκείνη το αδιέξοδο ήταν συμπληρωμένο και η θύελλα είχε πλησιάσει. Η Δεξιά πίεζε τον κ. Παπανδρέου ν’ αρχίσει η σύγκρουση. Αδημονούσε που δεν άρχιζε. Κι ο κ. Παπανδρέου, αντί να δεχθεί και να επιβάλει σ’ όλους τις λύσεις που κι ο ίδιος θεωρούσε λογικές – αν μιλούσε με ειλικρίνεια – αντί να παραιτηθεί εν ανάγκη, έγινε όργανο της Δεξιάς κι έφθασε γρήγορα για το χατίρι της, στην αιματηρή σύρραξη.

Γ΄ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Απ’ τη στιγμή που το στρατιωτικό ζήτημα εξ αιτίας της Ορεινής Ταξιαρχίας δεν βρήκε τη λύση που θα επέτρεπε να διατηρηθεί η εθνική ενότητα, το πολιτικό συγκρότημα που είχε τις ρίζες του στη συμφωνία του Λιβάνου ήταν ουσιαστικά διαλυμένο.
Μαζί με τον κ. Παπανδρέου δεν είναι μικρή η ευθύνη και των κομμάτων της Δεξιάς που μετείχαν στην κυβέρνηση εκείνη. Όχι μόνο δεν έκαμαν καμιά προσπάθεια για να βρεθούν λύσεις, αλλά και έσπρωξαν και πίεσαν όσο μπορούσαν για τη σύρραξη, με την ελπίδα ότι θα τους ωφελούσε μια στρατιωτική ήττα του λαϊκού κινήματος που προεξοφλείτο, γιατί ήταν βέβαιο ότι θα υπήρχε επέμβαση των βρετανικών στρατευμάτων και ότι θα έδιδε μια νίκη στη Δεξιά.
Θα εκπλαγεί ίσως ο ιστορικός του μέλλοντος για το γεγονός ότι δεν αναζητήθηκαν πολιτικές λύσεις που να μπορέσουν ν’ απομακρύνουν τη σύρραξη – και βέβαια την πρωτοβουλία τέτοιων λύσεων δεν μπορούσε πλέον να την έχει η Αριστερά. Και στο σημείο αυτό φάνηκε πόσο έλειπε ένα όργανο ρυθμιστικό του πολιτεύματος που θ’ αναλάμβανε μια πρωτοβουλία κιαι θα έκαμε το καθήκον του για την περίσταση. Γιατί και πώς βρέθηκε η χώρα χωρίς ρυθμιστή του πολιτεύματος, είναι άλλο ζήτημα.
Αλλ’ η Δεξιά είναι φυσικό να μη θέλει λύσεις του αδιεξόδου, γιατί δεν της χρειάζονταν, απ’ τη στιγμή που είχε εξασφαλισμένη την ένοπλη βρετανική υποστήριξη. Το μόνο που της εχρειάζετο ήταν να μπορέσει να ρίξει όλη την ευθύνη της κρίσεως στην αριστερά, ενώ ήταν ολοφάνερο και θ’ αναγνωρισθεί ασφαλώς γενικότερα, ότι οι δικές της ευθύνες ήταν οι πρωταρχικές όπως και οι ευθύνες των Βρετανών συντηρητικών ήσαν μεγάλες και καίριες. Για τις ευθύνες της αριστερής ηγεσίας θα μιλήσουμε και παραπέρα.
Φθάσαμε έτσι στην 1 Δεκεμβρίου, ημερομηνία που πράγματι είχε συμφωνηθεί για την αποστράτευση της πολιτοφυλακής και η αποστράτευση δεν πραγματοποιήθηκε γιατί η πολιτοφυλακή αρνήθηκε να παραδώσει υπηρεσία στην εθνοφυλακή. Αλλά το ζήτημα δεν ήταν πια η αντικατάσταση της πολιτοφυλακής, αλλά η διατήρηση της εθνικής ενότητας που είχεν ουσιαστικά διαλυθεί και το γενικό πολιτικό πρόβλημα μιας συνεννόησης για την ομαλότητα.
Έκαμα μια τελευταία απόπειρα στον κ. Παπανδρέου. Του είπα και του ζωγράφισα έντονα όλους μου τους φόβους για την εξέλιξη που έπαιρνε η κρίση με γοργό, όσο και μοιραίο ρυθμό. Τόνισα τι έγκλημα θα ήταν να ριχθεί ο τόπος σε μια αιματοχυσία για την υπόθεση της Ταξιαρχίας. Και του εξήγησα την προσωπική μου θέση σαν ανθρώπου που δεν δέχεται να συμμερισθεί τις ευθύνες μιας εσωτερικής σύγκρουσης, αφού όλη μου η προσπάθεια, τότε, ήταν να αποφευχθεί και αφού η πεποίθησή μου ήταν και είναι ότι μπορούσε ν’ αποφευχθεί.
Ακόμα και την 1 Δεκεμβρίου ίσως υπήρχαν ελπίδες να προληφθεί η ρήξη αρκεί να πρυτάνευε ειλικρίνεια και να εδίνετο ευκαιρία για μια έσχατη προσπάθεια.
Δυο γεγονότα συνετέλεσαν στο κλείσιμο του δρόμου. Το πρώτο είναι η διαταγή του στρατηγού Σκόμπυ για την αποστράτευση των ανταρτικών δυνάμεων, μια διαταγή που φαίνονταν ν’ απορρέει από εξουσιοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά που ουσιαστικά στηριζόταν στην έγκριση της βρετανικής κυβέρνησης του κ. Τσώρτσιλ.
Η αποστράτευση των ανταρτικών δυνάμεων και για λόγους ψυχολογικούς, αλλά και για λόγους πολιτικούς, έπρεπε να ήταν έργο μόνο της ελληνικής κυβέρνησης. Δεν είχε κανένα νόημα και καμιά σκοπιμότητα – αντίθετα μάλιστα περιέπλεκε τα πράγματα – η ανάμιξη του αρχηγού των συμμαχικών και φίλων στρατιωτικών δυνάμεων μέσα στη χώρα. Ούτε είχεν έρεισμα, όπως κακώς έχει γραφεί πολλές φορές, στη συμφωνία της Καζέρτας, γιατί κάθε άλλο παρά αυτό είναι το γράμμα ή το πνεύμα και ο σκοπός της συμφωνίας εκείνης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι παράλληλα με τη διαταγή του κ. Σκόμπυ, η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ είχεν εκδώσει την ίδια αυτή μέρα της 1 Δεκεμβρίου μια προκήρυξη, που όσο κι αν ενέμενε στη λύση της αποστράτευσης και της Ορεινής Ταξιαρχίας, μπορούσε όμως και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί απ’ την κυβέρνηση σα μια αφορμή για νέα προσπάθεια συνεννόησης, ευρύτερα, με όλα τα κόμματα του ΕΑΜ, για να αναζητηθούν λύσεις. Δεν έγινε τίποτε.
Το δεύτερο γεγονός που έκλεισε το δρόμο, είναι η υπουργική σύσκεψη ή το υπουργικό συμβούλιο της ημέρας εκείνης, όπου δεν εκλήθησαν να λάβουν μέρος οι υπουργοί της αριστεράς. Κανένας δεν μπορεί να πει ότι εκ των προτέρων απεκλείετο να έβγαινε κάποια λύση απ’ τη σύσκεψη, τη σύγκρουση των απόψεων και τις προτάσεις που μπορούσαν να υποβληθούν από εμάς ή από τους άλλους.
Η πλειοψηφία της κυβέρνησης που συνεδρίασε μόνη της, έλαβε σοβαρότατες αποφάσεις – για τη διάλυση της πολιτοφυλακής – ενώ το ζήτημα δεν ήταν πια αυτό, αλλ’ η αντιμετώπιση ολόκληρης της κατάστασης – και τις έστειλε στους υπουργούς της Αριστεράς, να τις υπογράψουν με τη δήλωση ότι όποιος δεν τις υπογράψει θεωρείται παραιτημένος από την κυβέρνηση.
Μπορούσα να παραιτηθώ γι’ αυτό και μόνο, αφού ουσιαστικά είχαμε παυθεί, έτσι, απ’ την κυβέρνηση, αλλά προτίμησα να δικαιολογήσω την παραίτησή μου με το γενικότερο αίσθημα εκείνης της ώρας – την αδυναμία να συνεχίσω πλέον την προσπάθεια που είχα αναλάβει.
«Κατέβαλα – έγραφα – όπως είναι γνωστό, κάθε προσπάθεια για να βρεθούν λύσεις που θα έδιναν σ’ όλους την απαραίτητη ασφάλεια και θα στήριζαν και την κυβέρνηση της εθνικής ενότητας. Δεν το πέτυχα. Η αμοιβαία δυσπιστία εξακολουθεί και αυτό είναι το ουσιώδες. Δεν μου μένει σήμερα παρά να σας παρακαλέσω να δεχθείτε την παραίτησή μου. Πιστεύω πάντοτε στην ανάγκη της πλήρους εθνικής ενότητος και εύχομαι να ξαναγίνει κατορθωτή προς χάριν του λαού και της ομαλότητος της πολιτικής ζωής».
Την ίδια βραδιά παραιτήθηκαν και οι συνάδελφοί μου Τσιριμώκος, Ασκούτσης και Αγγελόπουλος. Την επόμενη ημέρα υποβλήθηκαν οι παραιτήσεις των συναγωνιστών Ζέβγου και Πορφυρογένη. Δεν υπήρχε πια κυβέρνηση ενότητος.
Με τις αποφάσεις που είχε πάρει, με την ουσιαστική μας απόλυση, και με τη διαταγή του κ. Σκόμπυ, η κυβέρνηση είχε τυπικά κατασταλάξει σε μια επιθετική πρωτοβουλία, χωρίς να έχει ούτε το ηθικό κύρος για τέτοια ενέργεια ούτε και τη συγκατάθεση όλων των άλλων κομμάτων. Το τελευταίο αυτό αποδεικνύεται απ’ τη στάση που το κόμμα των Φιλελευθέρων πήρε ύστερα από τρεις μέρες κι απ’ την αξίωση του αρχηγού των Φιλελευθέρων ν’ αναλάβει ο ίδιος την κυβέρνηση. Το λογικό, άλλωστε, και το πολιτικά σκόπιμο και ορθό, μετά την απουσία της αριστεράς, ήταν να παραχωρήσει την θέση της η κυβέρνηση της διαλυθείσης εθνικής ενότητος σε άλλη, που θα μπορούσε ίσως να βρει λύσεις για να προλάβει τη σύρραξη.
Κι απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου έπαιρνε τέτοια επιθετική πρωτοβουλία, πώς ήταν δυνατό να μείνει μαζί της οποιοσδήποτε από μας, χωρίς αυτόματα να ενταχθεί σε μια παράταξη εμφυλίου πολέμου;
Εκπρόσωποι της Αριστεράς, σαν κι εμάς – της Αριστεράς που δεν μπορεί παρά να είναι δίπλα και μέσα στο λαό – γιατί σε κάθε χώρα αυτός είναι ο λόγος που την καθιερώνει στην πολιτική ζωή – δεν μπορούσαν να κάνουν καμιά αντιλαϊκή πράξη, μια πράξη προδοσίας του λαού. Γιατί ο λαός, εφαινόταν κιόλας, θα ήταν το θύμα της σύρραξης που αναζητούσε η Δεξιά.
Την επιθετική αυτή θέση της η κυβέρνηση την χρωμάτισε ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που χειρίσθηκε το ζήτημα του συλλαλητηρίου της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου. Προκάλεσε την πρώτη και κρίσιμη αιματοχυσία, που θα ήταν ακόμα σοβαρότερη αν δεν την σταματούσαν οι βρετανικές περιπολίες. Ήταν φυσικό να παραιτηθεί μετά το τελευταίο αυτό γεγονός. Αλλ’ από δω και πέρα σημειώνεται η επέμβαση της βρετανικής κυβέρνησης που για να διατηρηθεί ο κ. Παπανδρέου, δεν άφησε να σχηματισθεί κυβέρνηση Σοφούλη. Μια τέτοια κυβέρνηση, που όπως δηλώσαμε αμέσως, θα είχε την υποστήριξη της Αριστεράς, θα ήταν επιτέλους μια βαλβίδα εξάτμισης και μια πολιτική ευκαιρία να δοκιμασθούν άλλες λύσεις πριν αρχίσει η σύγκρουση με τις βρετανικές δυνάμεις, η τραγική σύγκρουση του λαού με φίλους και συμμάχους στους κοινούς αγώνες, που έμαθε πάντοτε ν’ αγαπά και να θαυμάζει και που παρ’ όλη τη θλιβερή ανάμνηση του περσινού Δεκέμβρη, δεν έπαυσε να έχει γι’ αυτούς τα ίδια αισθήματα.
Δυστυχώς αποκλείσθηκε και η διέξοδος αυτή. Και είναι η μικρότερη απ’ τις ευθύνες του κ. Παπανδρέου και των συνεργατών του ότι δέχθηκαν έτσι να μείνουν στην κυβέρνηση και να πραγματοποιήσουν τον εμφύλιο πόλεμο, αφού είχαν ματαιώσει οποιαδήποτε ειρηνική λύση.
Έτσι το κακό που νομίζαμε ότι είχαμε εξορκίσει, όταν ο λαός της Αθήνας υποδεχόταν με άνθη την Κυβέρνηση της απελευθέρωσης, έγινε αναπόφευκτο και άρχισε.

Δ΄ Ο ΛΙΒΑΝΟΣ

Την ώρα που ξέσπαζε η δεκεμβριανή σύρραξη, δυο ερωτήματα ανέβαιναν αυτόματα στις συνειδήσεις που ήθελαν να κατατοπισθούν με ακρίβεια στο δράμα που άρχιζε. Ερωτήματα σχετικά με την προϊστορία της αιματηρής περιόδου.
Τι ήταν η «εθνική ενότης» που θρυμματίσθηκε την 1 Δεκεμβρίου – τί ήταν η συμφωνία του Λιβάνου με τον πομπώδη τίτλο του «εθνικού συμβολαίου» – και τι ήταν η συμφωνία της Καζέρτας που η επίκλησή της αποτέλεσεν έρεισμα της ένοπλης βρετανικής επέμβασης που θέλησεν η Δεξιά;
Η εθνική ενότητα για την πάλη κατά του εχθρού, για την απελευθέρωση της χώρας και για την ομαλή δημοκρατική μετάβαση στον ελεύθερο πολιτικό βίο, ήταν βέβαια πόθος γενικός, αλλ’ υπήρξε προ πάντων αίτημα και συστηματική προσπάθεια του ΕΑΜ. Ήταν και δική μου έμμονη ιδέα για την πραγματοποίηση της οποίας εργάσθηκα όσο μου ήταν δυνατό και ήταν ένας απώτερος λόγος που δέχθηκα την προεδρία της ΠΕΕΑ. Πίστευα ότι απ’ τη θέση αυτή, αφού θα είχα κάνει το καθήκον μου μετέχοντας στον απελευθερωτικό αγώνα του λαού, θα μπορούσα συγχρόνως να συμβάλω στην πραγματοποίηση της ενότητάς του τουλάχιστο με την ελληνική κυβέρνηση του εξωτερικού.
Η εαμική ηγεσία επεδίωξεν επίμονα τη συνεννόηση με το Κάιρο. Μια συνεννόηση, φυσικά, που δεν έπρεπε να σημαίνει απορρόφηση και στραγγαλισμό του λαϊκού κινήματος της χώρας με τις δημοκρατικές απαιτήσεις του και ότι τουναντίον θα έπρεπε να σημαίνει εγγύηση και εξασφάλιση της δημοκρατικής εξέλιξής του με την συνολική πρόοδο του έθνους.
Όποιος έχει υπ’ όψη του το αντίθετο παράδειγμα του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος των Γιουγκοσλάβων που επεδίωξε και επέτυχε την αποκλειστική του επικράτηση, θα ρωτήσει ίσως, γιατί το δικό μας εαμικό κίνημα αντί να μιλήσει το ίδιο, προσπάθησε να επιτύχει μιαν εθνική ενότητα με ξένα προς τους σκοπούς και τη δράση του στοιχεία, και μάλιστα με στοιχεία που το εχθρεύονταν θανάσιμα.
Επίστευα και πιστεύω ότι η προσπάθεια αυτή της ενότητος, οσαδήποτε μειονεκτήματα κι αν είχε, ήταν η καλύτερη πολιτική, σύμφωνα με τη στάθμιση όλων των αντικειμενικών συνθηκών, με την ρεαλιστική τους ενατένιση. Ήταν άρα σωστό που ακολουθήθηκε και το μόνο που δεν ήταν ορθό ήταν οι ταλαντεύσεις που παρουσιάσθηκαν στη γραμμή – ταλαντεύσεις που έβλαψαν την όλη υπόθεση γιατί ωφέλησαν μόνο την αντίδραση.
Κι απ’ τη στιγμή που προκρίθηκεν η γραμμή της ενότητος, το πρακτικό ζήτημα που έμπαινε ήταν να πραγματοποιηθεί με τους καλύτερους δυνατούς για το κίνημα όρους και ακόμη να βρεθεί η ηγεσία εκείνη της κυβερνήσεως που θα έδινε σ’ όλους την εγγύηση και των γενικών εθνικών σκοπών και των ειδικών του λαϊκού αγώνα.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

1 σχόλιο:

  1. Σ' αυτή την ΠΑΤΡΙΔΑ πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι για να βγάζουν την κοινωνία απο τον ''ύπνο του δικαίου''.
    ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
    Ελπίζω να συνεχίσεται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.