Τρίτη 4 Μαΐου 2021

Η ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


ΔΙΚΕΣ ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Ο τάφος του Αγιορείτη μοναχού Δανιήλ Καραμανλή σε νεκροταφείο της Αδελαΐδας. Όταν μετά την αποφυλάκισή του στις αρχές δεκαετίας 1950 δεν μπόρεσε να επιστρέψει στη Μονή Παντοκράτορος, που τον είχε διαγράψει οριστικά πλέον από τα μητρώα της, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκε στην Αδελαΐδα, όπου είχε συγγενείς. Σε προάστιό της έχτισε την ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην οποία φυσικά εξακολουθούν να εκκλησιάζονται οι εκεί ενορίτες. Ωστόσο το 1960 ο Δανιήλ Καραμανλής, που είχε εμπλακεί στο εσωεκκλησιαστικό ζήτημα της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, καθαιρέθηκε, αλλά παρέμεινε στην ούτως ή άλλως ιδιωτική εκκλησία του που πλέον θεωρήθηκε αντικανονική. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, το 2013, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου επιχορηγήθηκε με πέντε εκατομμύρια δολάρια (!) από την τοπική κυβέρνηση προκειμένου να αποκτήσει σύστημα ηχομόνωσης...
 


                                                                                           Του Δημοσθένη Κούκουνα* 

Μετά την Απελευθέρωση στα δικαστήρια δοσιλόγων παραπέμφθηκαν διάφορες υποθέσεις μοναχών του Αγίου Όρους που είχαν καταγγελθεί ότι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, Γερμανούς ή Βουλγάρους. Οι κύριες κατηγορίες που τους αφορούσαν ήταν αφενός μεν διάφορες φιλοβουλγαρικές ενέργειες, αφετέρου δε θέματα καταδόσεωνΕιδικά η τελευταία κατηγορία δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει αν πάμπολλοι άλλοι μοναχοί δεν είχαν συνδράμει διαφεύγοντες Συμμάχους ή Έλληνες στρατιωτικούς να πάρουν τον δρόμο προς τη Μέση Ανατολή. Απόλες αυτές τις περιπτώσεις δικαστικής δίωξης, δύο ήταν οι κύριες ομαδικές δίκες.

Στην πρώτη από τις σημαντικότερες δίκες αγιορειτών μοναχών που έγιναν μεταπολεμικά, εκδικάσθηκε η υπόθεση μιας ομάδας μοναχών που αφορούσε καταδόσεις Άγγλων και Ελλήνων πολιτών κατά την Κατοχή, καθώς και άλλων μοναχών που διατηρούσαν κρυμμένα όπλα.

Η δίκη έγινε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης στις 27 Σεπτεμβρίου 1945 και κατηγορούμενοι ήταν οι μοναχοί Καισάριος (κατά κόσμον Χρήστος Γιάνεφ) της Μονής Ζωγράφου, Βασίλειος (κατά κόσμον Σπυρίδων Καλονιάτης) και Δανιήλ Καραμανλής της Μονής Παντοκράτορος και Ευθύμιος Σιμωνοπετρίτης (κατά κόσμον Ασπρόπουλος), ενώ μαζί τους δικαζόταν και ο ιδιώτης Παύλος Ντίνας.

Τους κατηγορούσαν ότι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, καταδίδοντας Συμμάχους αιχμαλώτους που είχαν δραπετεύσει από γερμανικά στρατόπεδα και κρύβονταν στο Άγιον Όρος, καθώς και Έλληνες πατριώτες που επεδίωκαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή.

Κύριοι μάρτυρες κατηγορίας ήταν ο μοίραρχος Αναστάσιος Πάλμος, διοικητής χωροφυλακής του Αγίου Όρους, ο ανθυπασπιστής χωροφυλακής Φίλιππος Ζάκκας και ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος της Μονής Παντοκράτορος. Καθοριστικής σημασίας ήταν η κατάθεση του πρώτου εξ αυτών, ο οποίος είπε για τους μοναχούς Βασίλειο και Δανιήλ ότι υπήρξαν όργανα των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας καταδίδοντας μοναχούς που είχαν κρυμμένα όπλα. Επίσης κατέθεσε ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί, όπως και ο μοναχός Γερόντιος, είχαν στείλει ένα τηλεγράφημα στη Γκεστάπο καλώντας την να ενεργήσει έρευνες στο Άγιον Όρος. Τέλος, απέδωσε σε ενέργειες των ιδίων τη σύλληψη πέντε Ελλήνων, που είχαν πάρει την απόφαση να διαφύγουν στην Τουρκία με μια βάρκα που είχε ο μοναχός Άνθιμος.

Ειδικά για τον βουλγαρικής καταγωγής μοναχό Καισάριο κατέθεσε ο μοίραρχος Πάλμος ότι εκείνος ήταν που κατέδωσε εγγράφως στους Γερμανούς ότι στη Μονή Βατοπεδίου οι μοναχοί της έκρυβαν όπλα και φυγάδευαν Άγγλους και Έλληνες, καθώς και άλλα περιστατικά εις βάρος του.

Τελικά οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και στους μεν Καισάριο Γιάνεφ και Δανιήλ Καραμανλή επιβλήθηκαν πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών, στον Βασίλειο Καλονιάτη ειρκτή 6 ετών, ενώ στους ερήμην δικαζόμενους Ευθύμιο Ασπρόπουλο και Παύλο Ντίνα ποινή ισοβίων δεσμών. Ο τελευταίος, που είχε διαφύγει στη Γερμανία λίγο πριν από την Απελευθέρωση, είχε και άλλες καταδίκες από τα δικαστήρια δοσιλόγων για άλλες υποθέσεις. Ο Δανιήλ Καραμανλής, αφού παρέμεινε για πέντε χρόνια στις νέες φυλακές Θεσσαλονίκης, αποφυλακίστηκε και μετανάστευσε στην Αυστραλία, όπου ίδρυσε στην Αδελαΐδα ιδιόκτητο ελληνορθόδοξο ναό.


* Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του "Οι Γερμανοί στο Άγιον Όρος (1941-44)"





Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΑΘΗΝΑ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941

ΟΓΔΟΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...

ΚΑΤΟΧΗ 1941

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ



Περιγραφή των γεγονότων της ιστορικής εκείνης ημέρας στα κείμενα του Δημοσθένη Κούκουνα:


και σε απόσπασμα από το βιβλίο του "Ιστορία της Κατοχής" με πάνω από 40 φωτογραφίες:


Πώς παρουσίασε ο "Λαϊκός Παρατηρητής" την κατάληψη της ελληνικής πρωτεύουσας:




H πρώτη φωτογραφία στην Ακρόπολη στις 27 Απριλίου 1941. Μόλις έχει καταληφθεί η Αθήνα και μια ομάδα Γερμανών πολεμικών ανταποκριτών επισκέπτεται την Ακρόπολη:



Παρακολουθήστε επίσης στο YouTube το βίντεο για την Κατοχή:


https://www.youtube.com/watch?v=maBIg3g9leg

Το δεύτερο μέρος:



Και το τρίτο μέρος:










Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

ΔΥΟ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ: ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΗΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ

 Οι εκδόσεις Historia αναγγέλλουν

δύο νέες εκδόσεις τους:


Σπύρου Λούη: Η ΝΙΚΗ ΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΤΟΥ 1896.
Η άγνωστη και μοναδική αυθεντική αυτοβιογραφική αφήγηση του θρυλικού Έλληνα Ολυμπιονίκη. Δύο μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του, το 1940, αφηγείται στον γνωστό τότε δημοσιογράφο Νίκο Καπιτσόγλου πώς έφτασε στη μεγάλη νίκη του λεπτό προς λεπτό. Εισαγωγή και επιμέλεια: Δημοσθένης Κούκουνας.
[ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ] https://www.youtube.com/watch?v=jultyNsw22A


Δημοσθένη Κούκουνα: ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ - Ο δικτάτορας της Σμύρνης σιωπών και απολογούμενος.
Ο γνωστός ιστορικός συγγραφέας φέρνει στο φως νέα αποκαλυπτικά ντοκουμέντα για τον πραγματικό ρόλο του πιο αινιγματικού προσώπου στη νεώτερη ιστορία μας, την προσωπικότητα και τη δράση του, καθώς και για τα τελευταία χρόνια του. Μια υπεύθυνη ιστορική έρευνα που ανατρέπει πολλά απ' όσα ξέραμε μέχρι σήμερα...
[ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ]

Εκδόσεις Historia


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1821


ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

Παναγιώτη Πιπινέλη:

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ



Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2021
Σελίδες 368, σχήμα 14Χ21, τιμή 24 ευρώ, ISBN 978-618-5227-19-7

Ο συγγραφέας του έργου αυτού, ο Παναγιώτης Πιπινέλης, άλλοτε γνωστός διπλωμάτης και πολιτικός (διάδοχος του Κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία το 1963), επιχειρεί στην έρευνά του αυτή να αναζητήσει το κοινωνικό και κυρίως το πολιτικό υπόβαθρο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πραγματοποιώντας μια ενδιαφέρουσα τομή στην προϊστορία και τις συνθήκες που την διαμόρφωσαν.
Ασχολείται με την αγροτική και τη φεουδαρχική ολιγαρχία που προϋπήρξαν, το αγροτικό προλεταριάτο, τη στάση των προεστών και του κλήρου, τα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα που κυριαρχούσαν, το ευρύτερο τοπικιστικό πνεύμα, τη συγκρότηση αστικής τάξης, τις εμφύλιες συγκρούσεις κ.ά. για να καταλήξει στα επίμαχα γεγονότα. Πώς τελικά προέκυψε ο εθνικός ξεσηκωμός και τα πρώτα πολιτικά μοντέλα κατά την Επανάσταση με τελευταίο στάδιο την εξουσία του Καποδίστρια και την πτώση του καθεστώτος του...

Το βιβλίο αυτό του Παναγιώτη Πιπινέλη είναι ίσως το λιγότερο γνωστό από τα ιστορικά έργα του, καθώς μάλιστα είναι και το πρώτο μετά τη διδακτορική διατριβή του. Τυπώθηκε στο Παρίσι κατά την περίοδο 1927-28, ενώ ο ίδιος υπηρετούσε τότε ως β΄ γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι.

Ως προσωπικότητα ο Πιπινέλης, αν και πάντοτε ήταν πολύ δραστήριος και από νωρίς απέκτησε μια διακριτή θέση στη διπλωματική υπηρεσία, η φήμη του έχει αδικηθεί λόγω της συμμετοχής του στη δικτατορική κυβέρνηση Παπαδόπουλου. Δεν ενδιαφέρει στο παρόν σημείωμα να κριθεί η πολιτική παρουσία του είτε σ’ αυτή την τελευταία φάση, είτε στις προηγούμενες. Γεγονός είναι ότι από ηλικίας 23 ετών ανήλθε όλες τις βαθμίδες της διπλωματικής υπηρεσίας, ανεξάρτητα από τις διάφορες πολιτικές εξελίξεις που μεσολάβησαν, καταλαμβάνοντας τελικά την εποχή του Εμφυλίου θέση μονίμου υφυπουργού Εξωτερικών και έπειτα υπουργού στην κυβέρνηση Τζων Θεοτόκη (1950). Μερικά χρόνια αργότερα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με την πολιτική. Τον Ιούνιο 1963 διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ως υπουργός Συντονισμού συμμετείχε στην κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου που ανετράπη στις 21 Απριλίου 1967. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, όταν αναζωπυρώθηκε επικίνδυνα το Κυπριακό, δέχθηκε να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών, που το διατήρησε μέχρι τον θάνατό του.

Από τα νεανικά του χρόνια υπήρξε ιδεολογικά φανατικός οπαδός της μοναρχίας και έχει γράψει σχετικά βιβλία, ιδίως το Η Μοναρχία εν Ελλάδι (1932), που υπήρξε προέκταση της διδακτορικής διατριβής του. Ακόμη και το παρόν, που θεματικά εστιάζεται στην Επανάσταση του 1821, έχει πολλές γενικότερες αναφορές στο ζήτημα.

Η Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο, καθώς επισημαίνει άγνωστες πτυχές της, ενώ είναι ιδιαίτερης σημασίας ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα στην προσπάθειά του να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της Εξέγερσης του 1821.


Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ...



 

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Μια μεγάλη ιστορική ανατροπή έχει καταγραφεί στις 29 Ιανουαρίου 1941. Είναι τρεις μήνες μετά από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και ταυτόχρονα τρεις μήνες πριν από την έναρξη της Κατοχής. Πρόκειται για την ημέρα που πέθανε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.
Οπωσδήποτε πρόκειται για μια κομβική ημερομηνία, όχι απλώς επειδή αφορά τον θάνατο ενός ηγέτη, ο οποίος μάλιστα διαδραμάτιζε εκείνη την εποχή τόσο σημαντικό ρόλο. Έχει λεχθεί, επανειλημμένα μάλιστα, ότι ο θάνατος βρήκε τον Μεταξά στην τελειότερη δυνατή στιγμή για την υστεροφημία του. Ήταν η εποχή που ο πόλεμος στα βορειοηπειρωτικά βουνά βρισκόταν στο απόγειό του και ο Μεταξάς, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, είχε αποκτήσει μια απαράμιλλη αίγλη. Διότι δεν είναι μόνο αυτό καθεαυτό το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940, που τον ανύψωσε προσωπικά, αλλά και η επιτυχής διεξαγωγή του πολεμικού αγώνα στη συνέχεια. Άλλωστε μαζί με το «Όχι» θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει υπό θετικότερο πρίσμα τα προηγούμενα χρόνια της κυβέρνησης Μεταξά, στη διάρκεια της οποίας συντελέσθηκε μια σταθερή προετοιμασία εν όψει του πολέμου. Μπροστά στο ενδεχόμενο ενός επερχόμενου πολέμου, μοιραία μεταβάλλεται και η εικόνα ενός καθεστώτος που αντιτίθεται στις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Αλλά δεν είναι εδώ η ώρα για να κριθεί ο Ιωάννης Μεταξάς ως δικτάτορας σε σχέση με τις αντιδημοκρατικές πεποιθήσεις του. Στην πενταετή διακυβέρνησή του, επέδειξε στοιχεία που θα πρέπει να εκτιμηθούν όσο γίνεται πιο ανεπηρέαστα. Ενώ ήταν αναγνωρισμένη έκπαλαι η στρατιωτική ιδιοφυία του, στη διάρκεια αυτών των πέντε ετών επέδειξε πολιτικά και διοικητικά προσόντα. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει πλήρως ερευνηθεί ως προς την προσωπικότητά του είναι οι ικανότητές του και στον διπλωματικό τομέα, που τον χειριζόταν αποκλειστικά ο ίδιος με ομολογουμένως θαυμαστή επάρκεια λες και ήταν έμπειρος διπλωμάτης.
Διατηρώντας σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών, κατηύθυνε τη διπλωματική υπηρεσία μέχρι λεπτομερείας, καθώς μάλιστα είχε μεταφέρει το όλο πρωθυπουργικό γραφείο στην έδρα του υπουργείου. Κάπως έτσι προσανατόλισε την όλη εξωτερική πολιτική και τελικώς επέτυχε τον συγκερασμό ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στο πλευρό των δυτικών δημοκρατιών. Γεγονός αντιφατικό εκ πρώτης όψεως, τελικώς όμως προσαρμοσμένο σε μια πραγματικότητα που ο ίδιος είχε προδιαγράψει.
Μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 1940, το καθεστώς Μεταξά ασκούσε κατ’ επίφαση ουδέτερη εξωτερική πολιτική, αλλά αμέσως μετά – δεν είχε και άλλη επιλογή – βρέθηκε ανοικτότερα στο συμμαχικό στρατόπεδο. Παρ’ όλα αυτά, ο Μεταξάς έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να δώσει μέχρι τέλους τη μάχη της με τη φασιστική Ιταλία, παράλληλα όμως να αποφύγει την αντιπαράθεσή της με το άλλο σκέλος του Άξονα, τη χιτλερική Γερμανία. Και στο πλαίσιο αυτό, επεδίωκε να αποφύγει να προκαλέσει την τελευταία.
Τον Ιανουάριο 1941, όμως, αντίθετη πολιτική ήθελε να εφαρμόσει η Αγγλία σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια και δη την Ελλάδα. Ήθελε να εμπλέξει τη Γερμανία σ’ ένα νέο μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη και το ελληνικό ήταν ιδανικό γι’ αυτό, η μόνη ανοιχτή εστία φωτιάς στην ηπειρωτική Ευρώπη. Με το σκεπτικό αυτό επεδίωξε να προβοκάρει τη γερμανική ανάμιξη στην περιοχή, πιέζοντας την ελληνική ηγεσία να δεχθεί την εγκατάσταση βρετανικής αεροπορικής δύναμης στη Θεσσαλονίκη. Ήδη η Γερμανία είχε εκφράσει την απειλή ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «αιτία πολέμου» με όλα τα συνεπακόλουθα.
Σ’ αυτή τη βρετανική πίεση αντιδρούσε τόσο ο πρωθυπουργός Μεταξάς, όσο και ο αρχιστράτηγος Παπάγος. Και είναι γεγονός ότι ο πρώτος πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις αποδοχής ή μη του βρετανικού αιτήματος, συνθλιβόμενος υπό το βάρος του εθνικού συμφέροντος. Ο αναγνώστης του ημερολογίου του, που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά, μπορεί να τις κατανοήσει σαφέστατα. Ώσπου κατέληξε στην απόλυτη άρνηση, την οποία διατύπωσε με μία ξεκάθαρη ρηματική διακοίνωση που έστειλε στην αγγλική πρεσβεία.
Σε ό,τι αφορά την υγεία του Ιω. Μεταξά τα γεγονότα χρονικά θα έχουν πλέον μια ραγδαία και καταλυτική εξέλιξη, αμέσως μετά τη διακοίνωση εκείνη, που επιδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1941, ημέρα Σάββατο.
Χωρίς την παραμικρή διάθεση συνωμοσιολογίας, η άρνηση αυτή έναντι των Άγγλων ταυτίζεται με μια αποφασιστική μεταβολή των συνθηκών στη δεδομένη στιγμή και κάπως έτσι προκύπτει το «κίνητρο» στην περίπτωση που θα ήταν βάσιμες όσες κατά καιρούς φήμες έχουν κυκλοφορήσει περί δολοφονίας και όχι φυσικού θανάτου του Μεταξά. Ασφαλώς δεν θα χρειαζόταν ποτέ κανείς να συζητεί τη βασιμότητα τέτοιων ενδεχομένων, άπαξ και δεν έχουν παρουσιασθεί στοιχεία επαρκή που να δικαιολογούν την εκδοχή μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας.
Τα γεγονότα έχουν την ακόλουθη σειρά: Την ίδια ημέρα που επιδόθηκε η διακοίνωση επρόκειτο στις 3 μ.μ. να συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο. Προσήλθαν οι υπουργοί στο γραφείο του Μεταξά, όπου θα γινόταν η συνεδρίαση, αλλά τελικώς δεν έγινε ποτέ λόγω αδιαθεσίας του ίδιου, ο οποίος πήγε στο σπίτι του στην Κηφισιά. Η αρχική γνωμάτευση ήταν ότι επρόκειτο για πυώδη ερεθισμό των αμυγδαλών, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι είχε κρυολογήσει. Τη Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου, εμφανίσθηκε και πυρετός, ενώ στη συνέχεια υπήρξε ραγδαία επιδείνωση της υγείας του.
Εν τω μεταξύ, για να μην προκληθεί ανησυχία στην κοινή γνώμη, η ασθένεια κρατήθηκε μυστική και το σπίτι της Κηφισιάς μεταμορφώθηκε σ’ ένα μικρό νοσοκομείο με συνεχή παρουσία ιατρών και νοσοκόμων. Το απόγευμα της Τρίτης 28 Ιανουαρίου εμφανίσθηκε εκεί ο Άγγλος υποπτέραρχος Ντ’ Αλμπιάκ, επικεφαλής των βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο οποίος συνοδευόταν από έναν Άγγλο ιατρό, αρχίατρο του βρετανικού ναυτικού που μόλις είχε φθάσει αεροπορικώς από την Κρήτη.
Εισήλθαν στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο Μεταξάς και ζήτησαν να το αδειάσουν οι Έλληνες γιατροί και νοσοκόμοι που βρίσκονταν εκεί. Τότε ο Άγγλος αρχίατρος, παρουσία του Ντ’ Αλμπιάκ, έκανε ιδιοχείρως μια ένεση στον Έλληνα πρωθυπουργό, ταυτόχρονα δε χρησιμοποίησε μια «ειδική συσκευή νέου τύπου» που είναι απροσδιόριστο σε τι αποσκοπούσε. Γεγονός είναι ότι μετά από την ενέργεια αυτή, ο Μεταξάς περιέπεσε σε κώμα, από το οποίο στην πραγματικότητα δεν συνήλθε ποτέ.
Σημειωτέον ότι την ημέρα εκείνη είχε απογειωθεί από το Τατόι ελληνικό στρατιωτικό αεροπλάνο, που οδηγούσε ο ίδιος ο σμηναγός Χαράλαμπος Ποταμιάνος, με προορισμό το Βελιγράδι. Σκοπός του ήταν να παραλάβει από εκεί ένα διαπρεπή Βιεννέζο γιατρό, ο οποίος είχε κληθεί με πρωτοβουλία της οικογένειας Μεταξά. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για την υγεία του πρωθυπουργού, περιέργως δεν δινόταν άδεια πτήσης από το FIR που το ήλεγχαν οι Άγγλοι. Χρειάστηκε η οικογένεια να απευθυνθεί στον ίδιο τον Διάδοχο Παύλο, ο οποίος αμέσως προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει προς λήψη της άδειας, ενώ μάλιστα έσπευσε να αναθέσει την αποστολή στον Ποταμιάνο, μέχρι τότε υπασπιστή του.
Πράγματι λοιπόν το στρατιωτικό αεροπλάνο έφυγε από το Τατόι και πήγε κατευθείαν στο Βελιγράδι, όπου έφθασε γύρω στα μεσάνυχτα της Τρίτης. Αλλά ο Χαράλαμπος Ποταμιάνος, έπειτα από μια τόσο κοπιαστική και επικίνδυνη πτήση, διαπίστωσε ότι ήταν μάταιος ο κόπος. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν εκπρόσωποι της πρεσβείας για να τον ενημερώσουν ότι καλό θα ήταν να επιστρέψει στην Αθήνα, διότι η αποστολή του ακυρωνόταν. «Ο πρόεδρος δεν είναι καθόλου καλά πια και περιττεύει η άφιξη του διάσημου Βιεννέζου γιατρού», αν και ο Μεταξάς άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της άλλης ημέρας. Ο Ποταμιάνος επέμενε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, αλλά τίποτε δεν άλλαξε και προ της επιμονής των υπαλλήλων της πρεσβείας πήρε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς τον γιατρό.
Όσο για τον Γερμανό καθηγητή, που ήδη βρισκόταν στο Βελιγράδι, δεν είχε καμιά άλλη επιλογή παρά να επιστρέψει άπρακτος στη Βιέννη. Αυτό και έκανε, φυσικά με την απορία για ποιο λόγο ματαιώθηκε η επίσκεψή του στην Αθήνα όπως είχε προγραμματισθεί. Πράγματι, γιατί άραγε; Ποιος είχε να ενοχληθεί από την εξέταση του Μεταξά, έστω και ετοιμοθάνατου, από ένα τόσο διάσημο γιατρό; Και γιατί άραγε;
Γεγονός είναι ότι στις 6.20 το πρωί της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1941 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς εξέπνευσε. Βρισκόταν σε κώμα από την προηγούμενη ημέρα και αναφέρεται ότι σε τέτοια κατάσταση προσήλθε και τον μετέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Αναφέρεται ότι λίγο πριν πεθάνει, ανέλαβε προς στιγμήν όταν πλησίασε στο προσκέφαλό του η μητέρα του Μανιαδάκη, που κρατούσε μια θαυματουργή εικόνα, ενώ δίπλα της βρισκόταν ο παντοδύναμος υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος. Τα τελευταία λόγια του Μεταξά, λίγο πριν πεθάνει, προς τον στενό συνεργάτη του ήταν:
«Ώστε δεν υπάρχει πλέον καμμία ελπίς; Καταλαβαίνεις, Κώστα, δεν με μέλλει για μένα. Αλλά, εγώ έχω την ελπίδα μου στους Έλληνας!»
Και σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, που είδε το φως στις εφημερίδες της επομένης ημέρας, αμέσως μετά παρέδωσε το πνεύμα. Ωστόσο, από το προηγούμενο απόγευμα, που ο Μεταξάς βρισκόταν σε κώμα, είχαν γίνει κάποιες άλλες διεργασίες. Σύμφωνα με την «Εστία» της επομένης: «Δεδομένου ότι, από της εσπέρας της χθες, είχεν εκλείψει πάσα ελπίς, συνεκλήθη εκτάκτως την 7.15΄ εσπερινήν το Υπουργικόν Συμβούλιον, υπό την προεδρίαν της Α.Μ. του Βασιλέως, ο οποίος, ανακοινών εν βαθυτάτη συγκινήσει τα της επικινδύνου καταστάσεως της υγείας του Πρωθυπουργού, εζήτησεν από τους υπουργούς αφοσίωσιν εις το καθήκον και απαρασάλευτον προσήλωσιν προς τον διεξαγόμενον ιερόν αγώνα».
Ασφαλώς θα αναρωτηθεί κανείς σε τι θα ωφελούσε πράγματι η άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού καθηγητή για να εξετάσει τον Μεταξά, αφού ήδη βρισκόταν σε κώμα ή πόσο βέβαιο ήταν ότι θα τον έβρισκε νεκρό; Αλλά και σ’ αυτή ακόμα την περίπτωση, τι θα ζητούσε ένας διαπρεπής καθηγητής πέρα από μια τοξικολογική εξέταση για να εκφέρει μια γνωμάτευση;
Το γεγονός είναι ότι ούτε κανείς άλλος από τους θεράποντες ιατρούς σκέφθηκε να ζητήσει μια τέτοια εξέταση, ενώ το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι γενικότερα δεν θεωρήθηκε αναγκαίο να υπάρξει μια στοιχειώδης νεκροψία για τον θάνατο ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού…
Αλλά, πέραν όλων αυτών των πραγματικών περιστατικών, υπάρχει και μια πολιτικοστρατιωτική εξέλιξη πέραν πάσης αμφιβολίας, που ακολούθησε τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά. Όπως ελέχθη προηγουμένως, η τελευταία δραστηριότητά του πριν καταπέσει ήταν η ρηματική διακοίνωση, με την οποία είχε αρνηθεί την άφιξη βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, όπως ήθελαν οι Άγγλοι. Το αγγλικό αυτό αίτημα, αμέσως μετά τον θάνατό του, έγινε δεκτό από τη νέα πολιτική ηγεσία. Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε η γερμανική αντίδραση: η προετοιμασία της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα και η επακόλουθη κατοχική περίοδος…
 
ΔΥΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
 
Το ιατρικό ανακοινωθέν, που αναγγέλλει τον θάνατο του Έλληνα πρωθυπουργού:
«Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, βαρείαν φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παρααμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετ’ εγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία διάφορα τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς ως γαστρορραγίαν και ουραιμίαν και απέθανε σήμερον, ώραν 6.20 π.μ.
Οι θεράποντες ιατροί: Μ. Γερουλάνος, Β. Μπένσης, Ν. Γεωργόπουλος, Μ. Μακκάς, Ε. Φωκάς, Δ. Δημητριάδης, Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, Δ. Κομνηνός, Ν. Λοράνδος, Γ. Οικονομίδης, Ν. Γεωργόπουλος».
 
Το δεύτερο ντοκουμέντο που δόθηκε στη δημοσιότητα δέκα ημέρες μετά τον θάνατο του Μεταξά, στις 8 Φεβρουαρίου 1941:
 
ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΡΑΠΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Ι. ΜΕΤΑΞΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ  ΝΟΣΟΥ ΤΟΥ
 
«Ως γνωστόν ο Ιωάννης Μεταξάς άγων ηλικίαν άνω των 65 ετών από της εποχής της αναλήψεως της αρχής υπεβάλλετο εις υπέρμετρον κόπωσιν σωματικήν και διανοητικήν άνευ ουδεμιάς αναπαύσεως ή διακοπής, ελάχιστα κοιμώμενος και λαμβάνων τα γεύματα αυτού τελείως ακανονίστως. Παρ’ όλα ταύτα η κατάστασις της υγείας αυτού διετηρήθη αρίστη μέχρι του παρελθόντος Μαρτίου οπότε και δη μετά περίοδον εξαιρετικής κοπώσεως και συγκινήσεως παρουσίασε μέλαιναν ελαφράν δι’ ην και παρέμεινε κλινήρης επί τινας ημέρας. Της μελαίνης αυτής είχον προηγηθή άλγη τινά εδραζόμενα κατά την χώραν του τυφλού και του ανιόντος κόλου κυρίως, αποδιδόμενα εις την προ ετών γενομένην εγχείρησιν πυώδους σκωληκοειδίτιδος μετά μεγάλου αποστήματος οπισθοτυφλικού, ένεκεν της οποίας είχον παραμείνει εκτεταμέναι συμφύσεις και έμμονος δυσκοιλιότης.
Μετά την αιμορραγίαν ταύτην τα ως άνω άλγη παρήλθον τελείως μέχρι προ τινος. Εν τούτοις επειδή η ως άνω αιμορραγία παρέσχεν υπονοίας υπάρξεως έλκους γαστρικού ή δωδεκαδακτυλικού, τω εγένοντο επίμονοι συστάσεις όπως υποβληθή εις ακτινολογικόν έλεγχον, ον όμως εκάστοτε ηρνείτο σταθερώς. Παρά ταύτα έκτοτε είχεν υποβληθή εις την ενδεδειγμένην θεραπείαν. Εσχάτως εγένετο κοπρολογική εξέτασις, ήτις και απεκάλυψε την παρουσίαν αφθόνων λαμβλιών και κατά των οποίων επίσης εφηρμόσθη φαρμακευτική θεραπεία.
Πλην των ανωτέρω ουδέν άλλο σύμπτωμα ή νόσον παρουσίαζεν. Η αρτηριακή πίεσις, η λειτουργία της καρδίας, των νεφρών και του ήπατος ήσαν φυσιολογικά.
 
ΠΑΡΟΥΣΑ ΝΟΣΟΣ
 
Την 18ην Ιανουαρίου ημέραν Σάββατον, ησθάνθη πόνον κατά τον φάρυγγα, δεξιά, ειργάσθη εν τούτοις κατελθών εις Αθήνας καθ’ όλην την πρωίαν μέχρι της δευτέρας απογευματινής ώρας. Προσεκλήθη ο ωτορρινολαρυγγολόγος ιατρός κ. Ν. Γεωργόπουλος, όστις διεπίστωσε φλεγμονώδη εξοίδησιν της οπισθίας δεξιάς αμυγδαλικής καμάρας παρά την βάσιν της σταφυλής. Τα αυτά δε ανευρέθησαν κάπως εκδηλώτερα και με επέκτασιν προς την σταφυλήν, ήτις ήτο λίαν εξωδοικυία κατά την εσπερινήν εξέτασιν, οπότε εφηρμόσθη η δέουσα θεραπεία και χορήγησις σουλφαμιδών. Την επομένην, Κυριακήν, κατά την πρωινήν εξέτασιν παρετηρήθη επέκτασις της φλεγμονής προς την σύστοιχον δεξιάν αμυγδαλικήν χώραν, ως και πυρετός, 37ο,8. Τα αυτά δε φαινόμενα με μεγαλειτέραν έντασιν την εσπέραν της ιδίας ημέρας εμφανισθέντος και ρίγους, με μικράν σχετικώς ύψωσιν της θερμοκρασίας μετά το ρίγος (38ο).
Την πρωίαν της Δευτέρας 20ής τρέχοντος η φλεγμονή ευρέθη εντονωτέρα και με επέκτασιν προς την σκληράν υπερώαν, η δε θερμοκρασία παρέμεινε κυμαινομένη μεταξύ 37ο,5 και 37ο,9. Την εσπέραν εγένετο συμβούλιον κληθέντος και του Καθηγητού κ. Θ. Δημητριάδου, όστις διεπίστωσε τα ανωτέρω.
Την νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτην κατά το μεσονύκτιον ενεφανίσθη εκ νέου έντονον ρίγος διαρκείας τετάρτου περίπου και η θερμοκρασία ανήλθε και πάλιν μέχρι 38ο. Το αυτό ρίγος επανελήφθη την 6ην πρωινήν της Τρίτης, τρίτην δε φοράν εντονώτατον την 11 π.μ. Εγένετο εκ νέου συμβούλιον και ανευρέθη ότι εις τ’ ανωτέρω τοπικά φαινόμενα προσετέθη εντονώτερον οίδημα διάχυτον του βλεννογόνου του φάρυγγος και της υπερώας, μετά ξηρότητος και αρχομένης προπετείας της υπεραμυγδαλικής χώρας.
Η εξέτασις του αίματος απέδειξεν υπερλευκοκυττάρωσιν (11.700) μετά πολυμορφοπυρηνώσεως (85%).
Συνεστήθη το έγκαιρον της επεμβάσεως, ήτις και εγένετο αμέσως παρισταμένων των ανωτέρω ως και των Καθηγητών κ.κ. Μ. Γερουλάνου και Μελ. Γεωργοπούλου. Η τομή εγένετο κατά την τυπικήν θέσιν της άνω αμυγδαλικής χώρας υπό του ωτορρινολαρυγγολόγου κ. Ν. Γεωργοπούλου και ανεζητήθη εις ικανόν βάθος η πυώδης εστία, ήτις και ανευρέθη αναβλύσαντος αφθόνου κακόσμου πύου.
Ευθύς μετά την διάνοιξιν ο ασθενής ανεκουφίσθη, η δυσκαταποσία ηλαττώθη και η θερμοκρασία κατήλθεν εις 37ο,5.
Κατά την απογευματινήν εξέτασιν τα τοπικά φαινόμενα είχον βελτιωθή σημαντικώς ως και η γενική κατάστασις του ασθενούς. Ρίγη έκτοτε ουδόλως ενεφανίσθησαν. Ο ασθενής διήλθε την νύκτα ήσυχος και την επομένην Τετάρτην ως και την Πέμπτην και Παρασκευήν πρωίαν η κατάστασις εσυνεχίσθη βραδέως βελτιουμένη, το απόστημα παρωχετεύετο καλώς και η θερμοκρασία εκυμαίνετο μεταξύ 37ο,2 και 37ο,5.
Εν τούτοις η γενική κατάστασις δεν παρουσιάζετο τελείως ικανοποιητική. Ο ασθενής παρεπονείτο διά γενικήν κακουχίαν, ελαφράν αϋπνίαν, νυκτερινούς εφιάλτας και έντονον δυσκοιλιότητα δι’ ην και τω εχορηγήθη ελαφρόν υπακτικόν (θειικόν νάτριον και θειική μαγνησία ανά 8 γραμ.) όπερ συχνάκις ελάμβανε. Εδίδοντο επίσης τονωτικά αντισηπτικά γενικά και εγένοντο συστηματικαί πλύσεις αντισηπτικαί του τραύματος ως και διά αντιγαγγραινώδους ορού.
Παρ’ όλα όμως τα ανωτέρω ενοχλήματα, την πρωίαν της Παρασκευής ηθέλησε να εγερθή της κλίνης και παρέμεινε παρά το παράθυρον πέραν της μιας ώρας. Γενομένων εξετάσεων την ημέραν εκείνην, ευρέθησαν τα κάτωθι:
Λευκά αιμοσφαίρια 24.200.
Πολυμορφοπύρινα 73%.
Ουρία αίματος 0,69 0)00.
Σάκχαρον αίματος 1,64 0)00.
Λόγω της μικράς αυτής αυξήσεως του σακχάρου εν τω αίματι απεφασίσθη η χορήγησις μικράς ποσότητος Ινσουλίνης.
Η γενομένη αιματοκαλλιέργεια απέβη αρνητική. Την εσπέραν η θερμοκρασία ανήλθεν αποτόμως εις 38ο,5. Την νύκτα ο ασθενής αφυπνίσθη υπό νέου άλγους κατά τον φάρυγγα, δυσκαταποσίας και δυσχερείας κατά την αναπνοήν. Γενομένης αμέσως εξετάσεως διεπιστώθη ύπαρξις αφθόνων πηγμάτων αίματος εντός του στόματος και της φαρυγγικής κοιλότητος, άτινα εδικαιολόγουν τα ανωτέρω ενοχλήματα. Τα πήγματα ταύτα ωφείλοντο εις μικράν αιμορραγίαν δημιουργηθείσαν εντός της κοιλότητος του τραύματος, ως συνήθως συμβαίνει κατά την απόπτωσιν των νεκρωμάτων.
Μετά την αφαίρεσίν των επήλθεν άμεσος ανακούφισις.
Την πρωίαν του Σαββάτου η αποστηματική κοιλότης παρωχετεύετο καλώς, έρρεε δε από του τραύματος πύον μεμιγμένον μεθ’ αίματος. Την μεσημβρίαν του Σαββάτου εγένετο εκ νέου συμβούλιον παρισταμένου και του Καθηγητού κ. Ι. Χρυσικού. Το τραύμα ενεφανίζετο άτονον, η γενική εν τούτοις κατάστασις ουδέν παρουσίαζε το ανησυχητικόν. Το απόγευμα (2 μ.μ.) η θερμοκρασία κατήλθεν εις το φυσιολογικόν (36,4), η γενική κατάστασις εβελτιώθη και τα τοπικά φαινόμενα υπεχώρησαν.
Την 5ην απογευματινήν, διαρκούσης ουρήσεως, παρετηρήθη λιποθυμική κατάστασις και μετά ημίσειαν ώραν, ωχρότης των χειλέων, πτώσις της θερμοκρασία (35,8), αύξησις του ρυθμού των σφύξεων (110), μετά ημίσειαν δε ώραν άφθονος μέλαινα, εμφανισθέντων εκ παραλλήλου συμπτωμάτων βαρείας εσωτερικής αιμορραγίας.
Αμέσως εγένετο μετάγγισις 300 γραμμ. προσφάτου αίματος, ήτις και επέφερεν, ως ανεμένετο, άμεσον βελτίωσιν της καταστάσεως. Εγένετο επίσης φυσιολογικός ορρός υποδορίως ως και χορήγησις αιματοστατικών και αναληπτικών της κυκλοφορίας.
Την πρωίαν της Κυριακής η κατάστασις παρουσίασε σχετικήν βελτίωσιν. Η θερμοκρασία ήτο φυσιολογική 36,2, ο σφυγμός καλός (85), αρτηριακή πίεσις 10½ και ο αριθμός των ερ. Αιμοσφαιρίων 3.300.000. Τα εκ του φάρυγγος τοπικά φαινόμενα είχον τελείως υποχωρήσει σχεδόν και μόνον ο αριθμός των λ. αιμοσφαιρίων παρέμενεν υψηλός (27.000).
Κατά το εσπερινόν συμβούλιον διεπιστώθη η βελτίωσις και συνεβουλεύθη η επανάληψις της μεταγγίσεως προληπτικώς. Προ ταύτης όμως γενομένου προσδιορισμού της εν τω αίματι ουρίας ευρέθη αύτη αποτόμως ανελθούσα εις 2 γραμμάρια.
Κατά την νύκτα της Κυριακής προς την Δευτέραν ο ασθενής παρουσίαζεν αϋπνίαν και ελαφρόν παραλήρημα. Την πρωίαν εν τούτοις της Δευτέρας η κατάστασις ήτο λίαν ικανοποιητική (απυρεξία, σφυγμός καλός, ούρησις άφθονος άνευ λευκώματος και κυλίνδρων).
Το ποσόν της εν τω αίματι ουρίας έδειξεν ελαφράν υποχώρησιν (1,70 0/00) και ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων ανήλθεν εις 3.600.000.
Τας απογευματινάς ώρας της Δευτέρας, παρετηρήθη εκ νέου επιδείνωσις της γενικής καταστάσεως, βραδύτης αντιλήψεως, παραλήρημα, υπνηλία, αριθμός σφύξεων 96-105 και αρτηριακή πίεσις 10 Μκ.-5 Μκ. Ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων υπεχώρησεν από 3.600 εις 2.500.000, η δε αιμοσφαιρίνη εις 45%. Εγένετο δεκτόν ότι επρόκειτο προφανώς περί νέας μικράς αιμορραγίας.
Εγένετο εκ νέου συμβούλιον κληθέντων και των κ.κ. Μπένση και Μακκά και συνεζητήθη η επανάληψις μεταγγίσεως αίματος. Επειδή όμως αφ’ ενός μεν τα γενικά φαινόμενα εβελτιώθησαν αμέσως και πάλιν προς την εσπέραν, όπερ εκρίθη ως δείγμα μικράς αιμορραγίας κατασταλείσης και επειδή αφ’ ετέρου παρετηρήθη αύξησις της ουρίας εν τω αίματι και έντονος μύσις (στένωσις των κορών των οφθαλμών) απεφασίσθη εν ομοφωνία όλων των θεραπόντων η αναβολή της μεταγγίσεως και η εκτέλεσις αυτής εις περίπτωσιν καθ’ ην θα ενεφανίζοντο εκ νέου σημεία επαναλήψεως της αιμορραγίας.
Κατά την νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτην η θόλωσις της διανοίας επετάθη, το παραλήρημα εξηκολούθησε με απυρεξίαν, σφυγμόν καλόν και άφθονον διούρησιν.
Την πρωίαν της Τρίτης η κατάστασις είχε περισσότερον επιδεινωθή. Η μύσις εσυνεχίζετο, η θόλωσις της διανοίας επετάθη με μικρά διαλείμματα, έστιν ότε δε παρουσιάζετο και αναπνευστικός ρυθμός (Sheyn-Stokes). Η θερμοκρασία ανήλθεν εις 37,8 και βραδύτερον εις 38,3, κατ’ αμφότερα δε τα ημιθωράκια ενεφανίσθησαν υγροί ρόγχοι. Δεδομένου ότι από τριημέρου δεν έσχε κένωσιν, εκρίθη σκόπιμον να γίνη προσεκτικώς μικρός υποκλεισμός.
Μολονότι το ποσόν της ουρίας έβαινε συνεχώς αυξανόμενον εν τω αίματι, η δ’ εν τοις ούροις απέκκρισις μειουμένη, απεφασίσθη η μετάγγισις μικράς ποσότητος (100 γραμ.) αίματος, ήτις και εγένετο χωρίς όμως να μεταβάλη ποσώς την κατάστασιν.
Προς την μεσημβρίαν εζητήθη η γνώμη του ιατρού Καθηγητού Eppinger της Βιέννης, όστις συνεφώνησε προς την τηρηθείσαν αγωγήν, συνεβούλευσε δε την επανάληψιν της μεταγγίσεως διά την επομένην.
Η κατάστασις όμως επεδεινούτο ραγδαίως. Κατά τας εσπερινάς ώρας ενεφανίσθη έντονος ρόγχος, κωματώδης κατάστασις και ο σφυγμός ήρχισε γινόμενος συνεχώς μικρότερος και επιπόλαιος.
Προς τας εσπερινάς ώρας χάρις εις την ευγενή πρωτοβουλίαν του Άγγλου αρχιάτρου εσυνεχίσθη η χορήγησις οξυγόνου δι’ ειδικού μηχανήματος, όπερ εκόμισεν ο ιατρός Harveg και δι’ ού ανεκουφίσθησαν αι τελευταίαι ώραι του πάσχοντος.
Την 6.20 πρωινήν ώραν της Τετάρτης απεβίωσε.
Διάγνωσις: Βαρεία φλεγμονή του φάρυγγος μετά τοξιναινιμικών φαινομένων, αφθόνου αιμορραγίας εκ του πεπτικού σωλήνος και εντόνου αζωθαιμίας.
Οι θεράποντες ιατροί: Καθ. Μ. Γερουλάνος, καθ. Βλ. Μπένσης, καθ. Μ. Γεωργόπουλος, Ματθ. Μακκάς, καθ. Ευγ. Φωκάς, καθ. Θ. Δημητριάδης, καθ. Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, επ. καθ. Δ. Κομνηνός, επ. καθ. Ν. Λοράνδος, επ. καθ. Κ. Καβαζαράκης, Ν. Γεωργόπουλος, Γ. Οικονομίδης».
 


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944

 

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ:

Η ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Του Δημοσθένη Κούκουνα*

Η μνήμη της Ελένης Παπαδάκη κατά καιρούς αναμοχλεύεται, άλλοτε με καλή προαίρεση και άλλοτε με σκοπιμότητα. Το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα ανούσιο και ανόσιο έγκλημα δεν ανατρέπεται φυσικά, ούτε με οποιαδήποτε μεθόδευση μπορεί να διαψευσθεί η κοινή λογική.

Η δολοφονία είχε βεβαίως διαπραχθεί από άτομα που ανήκαν στην αριστερή παράταξη κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, οπότε εκδηλώθηκε η πρώτη ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στην εαμική αντίσταση και τον ελληνικό αστικό κόσμο, συσπειρωμένο πλέον και υπό την προστασία της Βρετανίας. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκεμβρίου 1944, τα τραύματα και τα μίση που είχαν σωρευτεί κατά την κατοχική περίοδο ξέσπασαν σε ένα κύμα βίας εναντίον ενόχων και αθώων. Αυτό το κύμα βίας δεν αποτέλεσε ελληνική πρωτοτυπία, αλλά εκδηλώθηκε με καθυστέρηση στην ελληνική πρωτεύουσα, που σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές είχε βιώσει μια αναίμακτη απελευθέρωση μερικές εβδομάδες νωρίτερα.

Αρκετά νωρίς, η ηγεσία αυτής της παράταξης θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τη συγκεκριμένη δολοφονία και είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη στην εισήγησή του στη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ: «…Το κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη, είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά».

Ένας τότε οπαδός του, που παράλληλα ήταν άμεσα εμπλεκόμενος με την υπόθεση της δολοφονίας, ο ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ, θα γράψει σχετικά: «Όταν γύρισε από τη Γερμανία, όπου ήταν αιχμάλωτος, μετά τη λήξη του πολέμου, ο τότε γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης μίλησε στον κατάμεστο κινηματογράφο Τιτάνια της οδού Πανεπιστημίου, κάνοντας αυτοκριτική του κόμματος στη διάρκεια της δικτατορίας και της Κατοχής. Και μιλώντας για το περίεργο, ύποπτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, κίνημα του Δεκεμβρίου, μοιραία έφτασε στη δολοφονία της Παπαδάκη και χρησιμοποίησε τη φράση του Φουσέ: Ήταν περισσότερο από έγκλημα, ήταν σφάλμα. Ήμουν παρών σε εκείνη τη συγκέντρωση και το άκουσα».

Η εν είδει συγγνώμης γενναιόψυχη στάση του Ζαχαριάδη δεν επανέφερε την Παπαδάκη στη ζωή, ούτε θα έκλεινε το θέμα οριστικά. Διάφοροι βασιλικότεροι του βασιλέως επιχειρούν κατά καιρούς να …δικαιολογήσουν τη δολοφονία, επικαλούμενοι ξανά και ξανά το ότι ήταν «φιλενάδα του Ράλλη» ή ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς αξιωματικούς. Τελικά μάλιστα, εφευρέθηκε και μια άλλη εκδοχή, ότι την Παπαδάκη την σκότωσαν πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις για να εκθέσουν το ΚΚΕ! Χρειάζεται όντως πολλή ψυχραιμία για να μπορεί κανείς να δει τα πραγματικά γεγονότα, απαλλαγμένα από τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και τα «στοιχεία» της εικονικής φαντασίας.

Ουσιαστικά όμως το έγκλημα συγκαλύφθηκε αμέσως μετά την τέλεσή του. Και η συγκάλυψη έγινε με το να εκτελεσθεί εκείνος που είχε διατάξει την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ένας 23χρονος ονόματι Ορέστης (που δεν είχε καμιά σχέση με τον συνονόματό του καπετάν Ορέστη, διοικητή της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, τον Ανδρέα Μούντριχα). Ωστόσο και το περιστατικό αυτό, όπως και τόσα άλλα, δεν είναι ξεκάθαρο. Άλλωστε κατά κανόνα έχουν γίνει μεταγενέστερα πολλές στρεβλώσεις των πραγματικών γεγονότων προκειμένου να υποστηριχθούν διάφορες εκδοχές, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους.

Ο φυσικός αυτουργός, ο Βλάσης Μακαρώνας, ο οποίος ενώπιον του δικαστηρίου είχε ομολογήσει τη δολοφονία της Παπαδάκη, καταδικάσθηκε σε θάνατο και αργότερα εκτελέσθηκε. Αλλά αυτός ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, καθώς τη διαταγή για την εκτέλεσή της την είχε λάβει από τον διοικητή της Πολιτοφυλακής, τον νεαρό Ορέστη. Η διαταγή είχε δοθεί το βράδυ της ημέρας που συνελήφθη η Παπαδάκη στο σπίτι των Μυράτ, 21 Δεκεμβρίου 1944, και τις επόμενες ώρες ο Μακαρώνας εκτέλεσε πειθήνια την εντολή που είχε.

Ήδη όμως από τριημέρου, δηλαδή από τις 18 Δεκεμβρίου, στο κτίριο της Πολιτοφυλακής είχε εγκατασταθεί ένα κομματικό στέλεχος που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εν λόγω Ορέστη, επειδή υπήρχαν καταγγελίες εις βάρος του. Αυτός λεγόταν Νικόλαος Ανδρικίδης και επί λέξει είχε καταθέσει ενόρκως αργότερα (28.4.1945): «…Εγώ μετά ταύτα μετέβην εις την 7ην Αχτίδαν. Ο Γραμματεύς αυτής με ετοποθέτησεν εις την Πολιτοφυλακήν του 16ου τμήματος διά να παρακολουθήσω το τμήμα επειδή ο Διοικητής αυτού με άλλους πολιτοφύλακας δεν ειργάζοντο κανονικά. Κατά την παρακολούθησιν που έκαμνα επί 4 ημέρας, παρετήρησα ότι ο Διοικητής, Υποδιοικητής και δύο άλλοι πολιτοφύλακες, μαζί με τρεις γυναίκες είχαν δημιουργήσει γκαρσονιέραν και επεδίδοντο εις ακολάστους πράξεις, διά να προσπορισθούν διάφορα έξοδα ελήστευον ανθρώπους και άλλους άφηναν ελευθέρους επί καταβολή λιρών. Τούτους συνέλαβον και παρέδωσα εις κομματικόν Δικαστήριον παρά το Περιστέρι και εξετελέσθησαν μαζί με τις γυναίκες…».

Περιγράφει τον «Ορέστη», αλλά καμία λέξη για την Παπαδάκη σ’ αυτή την κατάθεσή του. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο 1945, γίνεται η δίκη του Ανδρικίδη. Ο Ριζοσπάστης έχει αναλυτικό ρεπορτάζ (1.12.1945): «Στο πενταμελές εφετείο δικάσθηκε χθες ο πολιτοφύλακας Ν. Ανδρικίδης με την κατηγορία ότι το Δεκέμβρη του 44 συνέλαβε τον καπετάν Ορέστη, διοικητή της πολιτοφυλακής Πατησίων, τρεις πολιτοφύλακες και τις γυναίκες Ευσταθίου, Καλλαντζή και Κωνσταντοπούλου. Ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ, για ορισμένες υπερβασίες που διέπραξαν κατά τη λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και συγκεκριμένα για την εκτέλεση της ηθοποιού Παπαδάκη, λεηλασίες και άλλες εγκληματικές ενέργειες. Οι τρεις γυναίκες καταδικάσθηκαν επίσης από το στρατοδικείο του ΕΛΑΣ σε θάνατο γιατί μετέδιδαν πληροφορίες στρατιωτικής φύσης στον εχθρό. Χθες εκδικάσθηκε μόνο η υπόθεση της σύλληψης των τριών γυναικών. Ο μάρτυρας κατηγορίας Μαρινόπουλος παραδέχθηκε ότι ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν από τον ΕΛΑΣ σε θάνατο για υπερβασίες. Επίσης κατέθεσε ότι οι τρεις γυναίκες πιάσθηκαν σε μια γκαρσονιέρα με τον Ορέστη και τους 3 πολιτοφύλακες και ότι εκτελέσθηκαν γιατί μετέδιδαν πληροφορίες σε «εθνικιστικές οργανώσεις». Ο ηθοποιός Δ. Μυράτ, μάρτυρας της υπεράσπισης, κατάθεσε ότι όπως πληροφορήθηκε, την ηθοποιό Παπαδάκη και τους αστυνομικούς εξετέλεσε ο καπετάν Ορέστης. Για την υπερβασία του αυτή καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στην απολογία του ο Ανδρικίδης δήλωσε θαρραλέα ότι από το 1934 είναι μέλος του τιμημένου ΚΚΕ και ότι είναι περήφανος γι’ αυτό. (Ο πρόεδρος όμως του δικαστηρίου κ. Ευθυμίου ενοχλούμενος απαγόρευσε στον Ανδρικίδη να εξιστορήσει τη δράση του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Σε συνέχεια ο Ανδρικίδης είπε ότι το Δεκέμβρη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή Παγκρατίου, διατάχθηκε να ενεργήσει ανακρίσεις στην Πολιτοφυλακή Πατησίων, όπου σύμφωνα με πληροφορίες γίνονταν υπερβασίες. Πράγματι διαπίστωσε ότι ο καπετάν Ορέστης και τρεις πολιτοφύλακες ευθύνονταν για την εκτέλεση στην Ούλεν της ηθοποιού Παπαδάκη, των αστυνομικών καθώς και για ληστείες σε διάφορα σπίτια. Έπειτα από την εξακρίβωση των γεγονότων αυτών διατάχθηκε η σύλληψή τους η οποία και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια γκαρσονιέρα. Από τις ανακρίσεις προέκυψε ότι οι 3 γυναίκες που συνελήφθησαν μαζί με τον Ορέστη στη γκαρσονιέρα έκαναν κατασκοπεία σε βάρος του μαχομένου ΕΛΑΣ. Το έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ τις καταδίκασε σε θάνατο για υπερβασίες, εγκατάλειψη θέσης, καταχρήσεις και εκμαυλισμό. Η εκτέλεση επρόκειτο να γίνει δημοσία στην πλατεία Κολιάτσου, είχε μάλιστα προαγγελθεί στο λαό με τα χωνιά. Επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να πολυβοληθεί ο κόσμος που θα μαζευόταν, από τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, ο καπετάν Ορέστης εκτελέσθηκε στο Γαλάτσι. «Οι τρεις γυναίκες, κατέληξε ο Ανδρικίδης, έμειναν στο Περιστέρι και δεν ξέρω ποια είναι η τύχη τους. Πάντως για την υπόθεση αυτή εμείς υπερηφανευόμαστε». Ο γνωστός εισαγγελέας κ. Βασιλόπουλος ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γιατί… ομολόγησε την πράξη του. Το δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο. Συνήγοροι οι κ.κ. Μιράσγεζης, Σταθόπουλος και Κοντογιαννάκης».

Ανάμεσα όμως στους έντεκα μήνες που έχουν περάσει από τη δολοφονία της Παπαδάκη μέχρι την πρώτη αυτή δίκη του Ανδρικίδη, έχει μεσολαβήσει η ξεκάθαρη τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι του συγκεκριμένου εγκλήματος, οπότε ο κατηγορούμενος Ανδρικίδης υποστηρίζει ότι πήγε στην Πολιτοφυλακή Πατησίων για να τιμωρήσει τους υπαίτιους της εκτέλεσης, ενώ στην πραγματικότητα είχε πάει τέσσερις ημέρες νωρίτερα και συνεπώς ήταν εκεί όταν έγινε!

Το επόμενο περίεργο γεγονός που προκύπτει, είναι ότι είχε προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισής του ο Δημήτρης Μυράτ. Και εδώ εμφανίζεται μια απορία: ποια ιδιότυπη σχέση συνέδεε τους δύο τους; Πολλά χρόνια αργότερα, ο Μάνος Ελευθερίου θα φέρει στη δημοσιότητα μια επιστολή του Μυράτ (με ημερομηνία 31.12.1978), μια από τις πολλές που είχε στείλει προς τον Ανδρικίδη: «Αγαπητέ Νίκο, Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος. Σʼ ευχαριστώ για τη φωτοτυπία. Μόλις ησυχάσω θα σου γράψω περισσότερες λεπτομέρειες για την περιβόητη σύλληψη [της Ελένης Παπαδάκη, φυσικά]. Εσωκλείω δύο διπλές προσκλήσεις, που ισχύουν για οποιαδήποτε μέρα, ελεύθερες από κάθε επιβάρυνση. Θα ήταν άδικο να πληρώσης το θέατρο του φίλου σου. Χαίρω που ξέμπλεξες με τα συνταξιοδοτικά. Γιατί να πάνε τόσοι ωραίοι αγώνες, όπως ο δικός σου και των άλλων παληκαριών, χαμένα; Ακόμα κι ο δικός μου απειροελάχιστος και μηδαμινός σαν Γραμματέα ΕΑΜ θεάτρου; Τι έφταιξε και βρισκόμαστε πάλι στην ίδια κοινωνική κατάσταση της προμεταξικής περιόδου; Κρίμα! Με φιλία κι εκτίμηση, Δ. Μυράτ».

Ο περίεργος και εν πάση περιπτώσει ο ακριβής ρόλος του Δημήτρη Μυράτ στην υπόθεση Παπαδάκη δεν διευκρινίστηκε ποτέ πλήρως. Ούτε και το τι τον συνέδεε με τον Ανδρικίδη ώστε ισοβίως να διατηρούν φιλία.

Στα τέλη της δεκαετίας 1970 επιχειρείται μια νέα αναμόχλευση της υπόθεσης ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος μύθος: Στο προσκήνιο μπαίνει τώρα η Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης παίρνει τη σκυτάλη για την επικοινωνιακή αναθεώρηση. Με τη συμπλήρωση 35 χρόνων από την τραγωδία της Παπαδάκη και με την εφαρμογή του δόγματος «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», επιχειρεί να περάσει τη νέα εκδοχή. Χαρακτηριστικός ο τίτλος του δημοσιεύματός του στα Νέα (24.12.1979): «Οι πλαστογράφοι της ιστορίας». Ποιοι όμως;

Γράφει σ’ αυτό μεταξύ άλλων ο Κάτρης: «…Η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος της ευθύνης για τη διατήρηση του μύθου πέφτει στους ώμους της Αριστεράς, που – ηττημένη, κατατρεγμένη και ανασκολοπισμένη – δεν μπόρεσε να διαφωτίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, ώστε ν’ αποκατασταθεί η αλήθεια και να καταδειχτεί πόσο καταχθόνιος και σατανικός ήταν ο ρόλος, όχι τόσο του ελληνικού δοσιλογισμού, όσο των ξένων προστατών του. Σήμερα, ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε τα γεγονότα, όπως πραγματικά συνέβησαν και ν’ αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια, ώστε να σταματήσει κάποτε η δηλητηρίαση της νέας και των επερχομένων γενεών με «μύθους» που εξακολουθούν να διδάσκονται. Ο άνθρωπος που αποκαλύπτει το γνήσιο ιστορικό της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη, ονομάζεται Νικόλαος Ανδρικίδης και ζει τώρα στις εργατικές πολυκατοικίες της Κηφισιάς αριθμός 40. Πρόκειται για ένα σεμνό αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγική «υπόθεση» της Ελένης Παπαδάκη. Πολέμησε με το βαθμό του λοχαγού τον ξένο κατακτητή στην κατοχή, τιμώρησε τους φονιάδες της αξέχαστης ηθοποιού, όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στο λαϊκό καθήκον και στην εθνική τιμή. Γι’ αυτή του τη δράση, που θα ’πρεπε να είναι δίδαγμα και υπόδειγμα για κάθε Έλληνα, έμεινε στη φυλακή είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια».

Στη συνέχεια της εκδοχής του, ο Κάτρης υποστηρίζει: «Και τώρα, η αλήθεια για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη: Η μεγάλη ηθοποιός, που η ακτινοβολία της ξεπερνούσε τα όρια της Ελλάδα, στα Δεκεμβριανά έμενε στο σπίτι του ηθοποιού Δημήτριου Μυράτ, κάπου στα Πατήσια. Ένα βράδυ πήγε η πολιτοφυλακή της περιοχής και την πήρε. Την άλλη μέρα τη σκότωσαν. Το ΕΑΜ και το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, κυριολεκτικά αναστατώθηκαν. Η δολοφονία της Παπαδάκη έδειχνε ότι κάτι το πολύ σάπιο υπήρχε στα Πατήσια. Και έδρασαν με κεραυνοβόλα ταχύτητα. Στον τότε λοχαγό Νίκο Ανδρικίδη ανατέθηκαν καθήκοντα διαμερισματάρχη της περιοχής, με τη ρητή εντολή να ερευνήσει την υπόθεση, ν’ ανακαλύψει τους ενόχους και να ξεκαθαρίσει την ανώμαλη και επικίνδυνη κατάσταση. Από τις ανακρίσεις που έκανε ο Ανδρικίδης εντοπίστηκαν οι δολοφόνοι. Ήσαν ο διοικητής της πολιτοφυλακής Ορέστης, ο υποδιοικητής και ο βοηθός του. Πιάστηκαν και οι τρεις σε διαφορετικά σπίτια (μαζί με τις ερωμένες τους) και δικάστηκαν από ανταρτοδικείο. Μπροστά σε ακροατήριο παραδέχτηκαν ότι είχαν στρατολογηθεί από ξένη μυστική υπηρεσία (Ιντέλιτζενς Σέρβις) και με εντολή της σκότωσαν την Ελένη Παπαδάκη, για να δυσφημιστεί το λαϊκό κίνημα και δικαιωθεί η βρεταννική επέμβαση. Καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου και εκτελέστηκαν παρουσία κόσμου στην πλατεία Κολιάτσου».

Στην περικοπή αυτή του άρθρου του Κάτρη, που ξεκινάει με την επίκληση «και τώρα, η αλήθεια», υπάρχει σωρεία αναληθειών. Η σημαντικότερη είναι ότι ο Ανδρικίδης εστάλη εκεί με εντολή της ηγεσίας του ΕΛΑΣ μόλις έγινε γνωστή η δολοφονία της Παπαδάκη. Αντίθετη όμως είναι η πραγματικότητα: εστάλη τρεις μέρες πριν από τη σύλληψή της, ο δε Ανδρικίδης ενεργούσε ως επόπτης (ως «διαμερισματάρχης») και κατά τη σύλληψη και κατά την εν συνεχεία εκτέλεσή της. Η σύλληψη του περιώνυμου Ορέστη έγινε αργότερα, χωρίς να προσδιορίζεται η ημέρα, σε μία γκαρσονιέρα, όπου βρισκόταν με τους βοηθούς του και τις τρεις γυναίκες και όχι σε τρία διαφορετικά σπίτια. Απροσδιόριστη επίσης ήταν η ημερομηνία της «δίκης» τους στο Περιστέρι, καθώς επίσης και της εκτέλεσής τους, που δεν έγινε στην πλατεία Κολιάτσου δημοσίως, αλλά στο Γαλάτσι άνευ κόσμου.

Αλλά ο Κάτρης χρησιμοποιεί και ένα νέο μυθοπλαστικό στοιχείο, αυτό της ομολογίας του Ορέστη και των λοιπών ενώπιον ακροατηρίου ότι είχαν στρατολογηθεί ως πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις και ότι με εντολή της σκότωσαν την Παπαδάκη! Αφού δεν βρέθηκαν πρακτικά της «δίκης» εκείνης του ανταρτοδικείου, ούτε ποτέ εμφανίστηκε κάποιος από τους παράγοντες ή τους «ακροατές» της δίκης, πώς προκύπτει η ομολογία τους; Και αφού τελικά δεν έγινε δημόσια η εκτέλεση της θανατικής ποινής τους στην πλατεία Κολιάτσου, ούτε είναι γνωστό το πραγματικό όνομα του Ορέστη και των συνεργατών του που καταδικάσθηκαν μαζί του, σύμφωνα με ποιο πειστικό στοιχείο τεκμηριώνεται ότι πράγματι εκτελέσθηκαν οι εν λόγω και ότι ενδεχομένως δεν διέφυγαν;

Η φαιδρή αυτή θεωρία του Κάτρη, που μπάζει από πολλά σημεία, ξέχωρα από τις σημαντικές και ουσιαστικές ανακρίβειες, ήταν ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα για να περάσει στους ώμους της …Ιντέλιτζενς Σέρβις η ευθύνη της δολοφονίας της Παπαδάκη, αν και ήταν περιττό αφού η Αριστερά ηθικά την είχε αποποιηθεί από πολύ νωρίς, με τη σαφή αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη. Αλλά το ζητούμενο εδώ ήταν να δημιουργηθεί ένας μύθος για χάρη των αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενων. Άλλωστε το όλο σκεπτικό στηριζόταν στην εκ των πραγμάτων υποκειμενική πληροφόρηση που είχε ο Κάτρης από τον Ανδρικίδη.

Εκτός από τον Κάτρη, τον τόσο ανόητο αλλά βολικό μύθο της ανάμιξης της Ιντέλιτζενς Σέρβις είχαν υιοθετήσει ο Βασίλης Μπαρτζιώτας και άλλα πρόσωπα, κάποια μάλιστα από εκείνα που είχαν θεωρηθεί ως ηθικοί αυτουργοί της αρχικής συκοφαντικής εκστρατείας κατά της Παπαδάκη. Η Ολυμπία Παπαδούκα, μία από τα μέλη του χορού στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας όπου θριάμβευε η Παπαδάκη, θέλησε να επωφεληθεί, ανασύροντας το 2003 στις Επτά Ημέρες της Καθημερινής και πάλι το ίδιο προπαγανδιστικό σχήμα του Κάτρη, ένα σχήμα πολύ φθηνό και αδύναμο για να σταθεί στην κοινή λογική. «Πιστεύω ότι η Ιντέλιτζενς Σέρβις θυσίασε την Παπαδάκη για να κάνει τη δουλειά της… Τότε, όλο σχεδόν το ελληνικό θέατρο ήταν στο ΕΑΜ και νομίζω ότι έπρεπε να στιγματιστεί με μια δολοφονία. Για να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Πιστεύω ότι δόθηκε εντολή να σπιλωθεί το ΕΑΜ Θεάτρου…».

Αυτό δεν ήταν παρά ένα φαντασιακό μύθευμα. Μακράν από την πραγματικότητα η θεωρία ότι «όλο σχεδόν το ελληνικό θέατρο» ανήκε στην Αριστερά. Στα τέλη Νοεμβρίου 1944, λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν τα Δεκεμβριανά, έγιναν για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση αρχαιρεσίες στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και πλειοψήφησε η αντίθετη παράταξη. Πρόεδρός του εξελέγη ο Νίκος Δενδραμής, αφού ο Σπύρος Πατρίκιος, που κατείχε την προεδρία από την εποχή Μεταξά, έχασε τις εκλογές.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από το τι έλεγε η Παπαδούκα, τα σοβαρά στελέχη της Αριστεράς στάθηκαν διαχρονικά στην αρχική θέση που είχε διατυπώσει ο Νίκος Ζαχαριάδης περί εγκληματικού λάθους, χωρίς να προχωρήσουν σε αναζήτηση μεθυστέρων δικαιολογιών προκειμένου να αποποιηθούν την όντως φρικτή δολοφονία της μεγάλης ηθοποιού.

Από την άλλη πλευρά της όχθης, είναι αλήθεια πως το τόσο επώνυμο αυτό θύμα των Δεκεμβριανών χρησιμοποιόταν συχνά στα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια για να θυμίζει τα εγκλήματα της εποχής. Και όπως μου έχει αναφέρει ένας παλαιός φίλος και γνωστός δημοσιογράφος, που στη δεκαετία 1960 υπηρετούσε τη θητεία του στο 7ο Γραφείο του ΓΕΣ, δέχθηκε στο γραφείο του την επίσκεψη του Μιχάλη Παπαδάκη, του αδελφού της αδικοχαμένης ηθοποιού, για να τους παρακαλέσει να σταματήσει η χρησιμοποίηση της φωτογραφίας της νεκρής αδελφής του, καθώς κάθε χρόνο στην επέτειο των Δεκεμβριανών τυπώνονταν χιλιάδες αφίσες που τοιχοκολλούνταν στους δρόμους.

Και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά της στωικά και αθόρυβα πέρασε όλες τις μεταδεκεμβριανές δεκαετίες, ξαναζώντας ξανά και ξανά τον ίδιο βαθύ πόνο. Μέσα σε μια βαθιά σιωπή πένθησαν τα μέλη της την Ελένη Παπαδάκη, αρκούμενα αξιοπρεπώς στις αναμνήσεις της θύμησής της. Και όταν ο αδελφός της σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της έβγαλε ένα βιβλίο για να τιμήσει τη μνήμη της, συστηματικά απέφυγε κάθε εμπάθεια και αρκέστηκε στο να διαιωνίσει μέσα απ’ αυτό τη μνήμη της ως προσωπικότητας και κυρίως ως μεγάλης ηθοποιού μέσα από ανάλεκτα γνωστών καλλιτεχνών, κριτικών και συγγραφέων.



* Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΤΡΑΓΩΔΙΑ & ΜΥΘΟΣ" (Εκδόσεις Ariston Books) που κυκλοφόρησε το 2019.









ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: