Η τελευταία υπέρβαση
του τελευταίου
ευπατρίδη των
ελληνικών γραμμάτων
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Εξεμέτρησε το ζην και
ο τελευταίος Έλληνας ευπατρίδης διανοούμενος. Στις αρχές του μηνός που πέρασε
[Φεβρουάριος 2004], ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, μια σημαντική και κυριολεκτικά
διακριτή μορφή των ελληνικών γραμμάτων, διήλθε στο παρελθόν.
Και ενώ ο ίδιος δεν θα
δίσταζε προθύμως να αποδεχθεί την αναγκαιότητα των αριθμών και συνεπώς τα όρια
του χρόνου, ακόμη και όταν επρόκειτο για τη ζωή του, το βέβαιο είναι ότι έφυγε
προώρως. Ας φανεί οξύμωρο το σχήμα. Μπορεί κάποιος να φεύγει προώρως σε ηλικία
σχεδόν ενενήντα ετών; Όχι, δεν μπορεί, εκτός αν είναι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο
οποίος είχε πολλά ακόμη να δώσει στη σύγχρονη γραμματεία μας.
Δεν ήταν μεν
πολυγραφότατος, με τη στενή έννοια του όρου. Και η τελευταία φράση του όμως, η
έσχατη λέξη του είχε ένα μοναδικό ποιοτικό κριτήριο. Πίσω απ’ αυτήν, που
οπωσδήποτε είχε επιλεγεί με έμπνευση και γνώση, δεν υπήρχε μόνον η ακρίβεια της
διατύπωσης. Υπήρχε ένα νόημα γενναίων διαστάσεων.
Χωρίς αμφιβολία, αυτή
ήταν η αυθεντία του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Τα ελληνικά τα ήξερε άριστα, τα
χρησιμοποιούσε και τα καλλιεργούσε. Και βεβαίως τα αναδείκνυε.
Έτσι απλά προφανώς
είχε οριοθετήσει την αποστολή ενός διανοούμενου. Η έμπνευση δεν αρκούσε, αν δεν
είχε εξασφαλισθεί ως θεμελιώδης προϋπόθεση η γνώση της γλώσσας. Σήμερα, στην
εποχή της αυθαιρεσίας και της ισοπέδωσης, ο διανοούμενος εκφράζεται χωρίς να
επιτυγχάνει να γίνεται αντιληπτός. Αλλά συνήθως και που εκφράζεται, δεν έχει
κάτι να πει...
Στα δεκατρία μου, όταν
μόλις είχα εισαχθεί - με προτροπή του τόσο αγαπητού μου φιλόλογου καθηγητή Π.
Μώραλη, που έφυγε πολύ νέος - στον Έλιοτ και στον Πάουντ, αντάλλαξα την πρώτη
χειραψία με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Όπως τον πρωτοαντίκρυσα, μου φάνηκε ότι
έβλεπα τον Τόμας Έλιοτ. Οι περιγραφές, η ατμόσφαιρα, το στυλ, το ντύσιμο, η
ομιλία, όλα με καθοδήγησαν σε μια τέτοια παρομοίωση. Δεν θα μπορούσε να είναι
διαφορετικός ένας Αγγλοσάξονας ευπατρίδης διανοούμενος...
Ελάχιστα χρόνια
αργότερα από μια εφημερίδα μαθαίνω την απίστευτη είδηση: ο Πάουντ βρίσκεται
στην Ελλάδα! Πανικός. Κατόρθωσα να εντοπίσω το αθηναϊκό ξενοδοχείο στο οποίο
έμενε ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής. Το επόμενο βήμα είναι να περιμένω μπροστά
από την πόρτα πότε θα βγει για να πλησιάσω και να κατορθώσω να του σφίξω το
χέρι. Περίμενα. Περίμενα ώρες. Και τελικά έγινε πράξη το όνειρο. Ακούμπησα το
χέρι του ποιητή του αιώνα. Ποτέ δεν θυμήθηκα τι του είχα πει, θυμάμαι όμως
πάντα την απάντησή του: ένα συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού του.
Σαν μεθυσμένος έφυγα. Είχα
όντως αγγίξει το ιερό τέρας. Αλλά και την επόμενη μέρα ήθελα να επαναλάβω το
ίδιο, να αγγίξω πάλι το χέρι του Έζρα Πάουντ. Εγκαταστάθηκα λοιπόν το πρωί πάλι
στην είσοδο του ξενοδοχείου και περίμενα. Αντί όμως να βγει ο μεγάλος Πάουντ,
όπως περίμενα υπομονετικά, είδα μιαν άλλη γνώριμη φυσιογνωμία να έρχεται. Ήταν
ο Έλληνας Τόμας Έλιοτ, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ήμουν βέβαιος ότι ερχόταν να τον
επισκεφθεί.
Όντως. Βιαστικός και
κάπως συνεπαρμένος πλησίαζε στην είσοδο. Δεν έχασα την ευκαιρία να του μιλήσω,
να βεβαιωθώ ότι ερχόταν να δει το ιερό τέρας, να αντλήσω πληροφορίες. Δεν είχα
το δικαίωμα, αλλά τον ζήλευα εκείνη την ώρα τον Λορεντζάτο, που είχε το
προνόμιο να πηγαίνει να επισκεφθεί τον μεγάλο ποιητή και να μπορεί να
συνδιαλεχθεί μαζί του. Τον θαύμαζα και τον ζήλευα.
Τον είχα για πρότυπο
τον Λορεντζάτο. Σαράντα χρόνια μετά, δεν χωρεί αμφιβολία ότι δεν μπόρεσα να τον
αντιγράψω. Μου φαίνεται, και αν ακόμη παραβλέψουμε τα ατομικά χαρακτηριστικά, ότι
κανείς δεν θα μπορούσε να κοπιάρει ένα τέτοιο στυλ και αυθαίρετα να
οικειοποιηθεί στοιχεία που προσδιορίζουν ένα πνεύμα που συνεχώς αναδομείται και
ανανεώνεται ή μια έκφραση που είναι προϊόν δημιουργικής τελειομανίας.
Ο άνθρωπος αυτός,
χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, δεν νοιαζόταν για την προβολή του. Αυτό, όσον
αφορά τον Έλληνα αναγνώστη, δεν του στερεί μια θέση ανάμεσα σε μια παρέα
παρόμοιων μεγεθών, ύφους ή παιδείας: Πάουντ, Έλιοτ, Τζόις, Γητς, Σεφέρης, Λορεντζάτος.
Είναι ανάμεσά τους και
δυστυχώς δεν είναι και ανάμεσά μας. Πορεύεται για τη μεγάλη ανάπαυση τώρα που
εξασφάλισε την υπέρβαση. Την υπέρβαση από τον μάταιο κόσμο.
Στην κόρη του, την
αγαπητή Πιερέτα, την Πιερούλα όπως την θυμάμαι από προηγούμενα χρόνια, που τον
ξεπροβόδισε σε δίσεκτο μήνα, της εύχομαι να τον θυμάται όπως εκείνη μπορεί να
ξέρει. Γιατί όλοι εμείς οι υπόλοιποι θα τον θυμόμαστε μέσα από τα γραπτά του
που μας ξενύχτισαν, μας ενέπνευσαν, μας ζωντάνεψαν, μας καθοδήγησαν, μας
χάρισαν εξάρσεις και ανατάσεις, μας υπέδειξαν δρόμους και πορείες...
Αυτός είναι ο Ζήσιμος
Λορεντζάτος, που κανείς μας δεν έχει δικαίωμα να ξεχάσει.
[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Λαβύρινθος", τεύχος Μαρτίου 2004]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.