Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΟΥΒΑΡΙ

Ο Δημοσθένης Κούκουνας γράφει για τον καθηγητή Λούβαρι και τα "Απομνημονεύματα από την περίοδο της Κατοχής 1941-44"

Στην πολιτιστική εκπομπή του Αλέξανδρου Κακαβά, προέδρου της Ἐνωσης Ελλήνων Σεναριογράφων, και τοῦ Παναγιώτη Τσολιά στο Attica TV (6 Νοεμβρίου 2020) ο Δημοσθένης Κούκουνας μίλησε μεταξύ άλλων για τα απομνημονεύματα του Ν. Λούβαρι.


Εξήντα σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, καθώς κυκλοφόρησε μόλις πριν μερικές μέρες το βιβλίο του καθηγητή Νικολάου Λούβαρι ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ 1941-44, ρίχνεται πρόσθετο φως στα δραματικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Στο βιβλίο αυτό (Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2020, σελ. 384, τιμή 24 ευρώ), ο ιστορικός συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας, ο οποίος έχει γράψει ο ίδιος δεκάδες έργα ιδίως για την κατοχική περίοδο, στην εισαγωγή του δίνει σε γενικές γραμμές το περίγραμμα της προσωπικότητας του Λούβαρι. Ολόκληρο το κείμενο της εισαγωγής δημοσιεύεται παρακάτω:


Τα απομνημονεύματα του καθηγητή Νικολάου Λούβαρι είναι μια μοναδική αυθεντική πηγή, που κανείς ιστορικός μελετητής της κατοχικής περιόδου δεν θα μπορούσε να την παραβλέψει. Ένας πνευματικός άνθρωπος με εξαιρετικό επίπεδο και διεθνή αναγνώριση βίωσε εκ των έσω τα απίστευτα εκείνα χρόνια, έλαβε μέρος σε κάποιες πτυχές της εποχής, γνώρισε κάποιες άλλες και ούτως ή άλλως για τους τελευταίους 18 μήνες της Κατοχής ήταν ο αρμόδιος υπουργός για τα θέματα παιδείας και πολιτισμού, εκκλησίας και πρόνοιας.

Εκ των πραγμάτων ο καθηγητής Λούβαρις υπήρξε τότε ένας εκ των πρωταγωνιστών, ιδίως σε ό,τι αφορά ορισμένες παρασκηνιακές ενέργειες, οπότε ασφαλώς είχε πολλά να πει. Τις αναμνήσεις του εκείνες επέλεξε να τις εντάξει σ’ ένα ενιαίο κείμενο, που άρχισε να τις καταγράφει ενώ ακόμη ήταν φυλακισμένος. Δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες το 1950 στην ημερήσια εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ (συνολικά 53 άρθρα από 2 Απριλίου μέχρι 11 Ιουνίου 1950) και η πρόθεσή του, που την αναφέρει άλλωστε συγκεκριμένα, ήταν να ακολουθούσε αργότερα η έκδοσή τους σε μορφή βιβλίου που προφανώς θα ήταν πιο εκτεταμένο. Αλλά αυτό δεν έγινε πράξη ενόσω ζούσε ο ίδιος, ούτε άλλοτε μέχρι σήμερα – εκτός από την ενιαία επαναδημοσίευση του κειμένου στην επιθεώρηση Λαβύρινθος σε έξι συνέχειες (αρ. τευχ. 41-46, Νοέ. 2006-Απρ. 2007)

Το όλο κείμενο περιέχει διάφορα αποκαλυπτικά στοιχεία που ενισχύουν την ιστορική γνώση, πρωτίστως δε ευνοεί μέσα από τις υποκειμενικές κρίσεις του μια πληρέστερη εικόνα για πρόσωπα που τότε είχαν διαδραματίσει κύριο ιστορικό ρόλο. Σε πολλές περιπτώσεις διαχέεται η εμφανέστατη πικρία του για τα δεινά που υπέστη λόγω της εμπλοκής του στα δρώμενα, μη οφειλόμενης σε προσωπική ματαιοδοξία, αλλά μάλλον σε συναίσθηση ευθύνης και κατ’ επέκταση σε αυτοθυσία – όπως με τα προβαλλόμενα επιχειρήματά του θα μπορούσε να πείσει τον αναγνώστη. Η πικρία του αυτή εξειδικεύεται ιδιαίτερα απέναντι στον τότε Αρχιεπίσκοπο και στη συνέχεια Αντιβασιλέα Δαμασκηνό, ο οποίος όχι μόνο δεν προσήλθε για να καταθέσει την πολλαπλώς χρήσιμη μαρτυρία του, αλλά και αδιαφόρησε για την τύχη του υιού του που συνελήφθη και κυριολεκτικά εξαφανίσθηκε από προσώπου γης κατά τα Δεκεμβριανά.

Ο Δαμασκηνός χαρακτηρίζεται ως αχάριστος και αγνώμων έως και ανελέητος, ο κακός δαίμων στην κρίσιμη εκείνη κατοχική περίοδο. Η σκέψη του Λούβαρι είναι συχνά επηρεασμένη από την προσωπική τραγωδία του ως πατέρα, αλλά ακόμη περισσότερο που ενώ σε τέτοια εποχή κατέθεσε υπέρ του κοινού καλού το προσωπικό κύρος και την ακεραιότητά του ως καθιερωμένου πνευματικού ανθρώπου, δεν του αναγνωρίσθηκε η αγνή προαίρεση.

Nobel geht die Welt zugrunden. Αυτό ήταν ένα γερμανικό ρητό, που συνήθιζε συχνά να αναφέρει ο Λούβαρις στον στενό κύκλο του. «Όλα οδηγούνται στην άβυσσο με καθωσπρεπισμό»… Αυτό το απόφθεγμα το χρησιμοποιούσε συχνά στα προπολεμικά χρόνια, χωρίς να φαντάζεται ότι κάποτε θα έρθει στιγμή που θα ζήσει την επιβεβαίωσή του στον ίδιο τον εαυτό του, εντελώς προσωπικά. Ένα απόφθεγμα οφειλόμενο στη γερμανική παιδεία του, ακριβώς την παιδεία που τελικά θα τον οδηγήσει σε μια σειρά προσωπικών δεινών και τραγικών εμπειριών.

Στην πνευματική πορεία του διακρίθηκε ως θεολόγος, κυρίως όμως ως φιλόσοφος. Πολυγραφότατος και διεξοδικός χειριστής στην έκφραση των σκέψεων και των στοχασμών του, ο Νικόλαος Λούβαρις ήταν ένας σαγηνευτικός ομιλητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Αυτό ίσχυε και στην καθημερινότητά του, σ’ έναν ευρύ κοινωνικό κύκλο. Διέθετε μια ισχυρή και ελκυστική προσωπικότητα, η καλλιέργειά του ήταν ασυνήθιστη και κέρδιζε αμέσως σεβασμό και κύρος, ταυτόχρονα δε πολυάριθμους φίλους και θαυμαστές.

Γεννήθηκε το 1887 στην Τήνο, πρωτότοκος γιος πολυμελούς οικογένειας και σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λειψίας. Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, όπου έλαβε το διδακτορικό του με πολλαπλές διακρίσεις, δίδαξε ως καθηγητής στο Αρσάκειο Διδασκαλείο Αθηνών (1915-17) και στη συνέχεια υπηρέτησε ως διευθυντής του Διδασκαλείου Αρρένων Θεσσαλονίκης (1917-23). Η ευρύτερη κοινωνική παρουσία του στη Θεσσαλονίκη τότε ήταν αξιοσημείωτη, ενώ μεταξύ άλλων στα χρόνια αυτά διηύθυνε το περιοδικό Γρηγόριος Παλαμάς της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, που του πρόσθεσε επιστημονικό κύρος.

Αλλά, αν και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη πολιτική δραστηριότητα, το 1923 μετατέθηκε δυσμενώς για πολιτικούς λόγους στο Γυμνάσιο Πολυγύρου Χαλκιδικής ως απλός καθηγητής θρησκευτικών. Απόρροια αυτής της μετάθεσής του ήταν να παραιτηθεί και να προσληφθεί ως διευθυντής της Ιταλικής Σχολής Θεσσαλονίκης που μόλις είχε ιδρυθεί. Στη θέση αυτή παρέμεινε επί δύο χρόνια (1923-25), αφού το 1925 εξελέγη ως τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης. Στην έδρα του θα παραμείνει μέχρι το 1955, οπότε κατελήφθη από το όριο ηλικίας, εκτός από την περίοδο που ήταν φυλακισμένος.

Το 1926, μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου, ανέλαβε γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων επί οικουμενικής κυβέρνησης Ζαΐμη, θέση που διατήρησε μέχρι τις εκλογές του 1928. Το ίδιο αξίωμα του ανατέθηκε πάλι το 1935, ενώ τον Μάρτιο 1936 προωθήθηκε ως υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Δεμερτζή, παραμένοντας και μετά τον θάνατο του τελευταίου, ως μέλος της διάδοχης Κυβέρνησης Μεταξά. Με τον Μεταξά διατηρούσε από πολλών ετών προσωπική και οικογενειακή φιλία, αλλά στις 4 Αυγούστου 1936 αρνήθηκε να προσυπογράψει το διάταγμα για την κήρυξη της δικτατορίας και παραιτήθηκε.

Η εκούσια αποχώρησή του από την κυβέρνηση ωστόσο είχε μάλλον προσωπικό χαρακτήρα παρά οφειλόταν σε θέματα στήριξης του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Άλλωστε, την εποχή εκείνη στην ελληνική πολιτική σκηνή ελάχιστοι ήταν οι ακραιφνείς θιασώτες του. Ο Λούβαρις, ο οποίος βεβαίως δεν ήταν πολιτικός παράγοντας, απλώς τότε εγκατέλειψε το υπουργικό αξίωμα και επέστρεψε στα επιστημονικά καθήκοντά του, ίσως περισσότερο λόγω μιας ήσσονος σημασίας προσωπικής διαφωνίας με τον Ιωάννη Μεταξά, παρά για λόγους αρχών ή σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι σε μια δεδομένη στιγμή τού ανατέθηκε η διεύθυνση της Παντείου Σχολής, καθώς και η διδασκαλία σ’ αυτήν.

Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν θα μπορούσε να τον εντάξει στον κύκλο των υμνητών ή θεραπόντων της δικτατορίας Μεταξά, ενώ σε μια περίοδο είναι βέβαιο ότι είχε πέσει και στο στόχαστρο του περίφημου υπουργού Ασφαλείας του καθεστώτος Κων. Μανιαδάκη, με αποκορύφωμα μάλιστα τη σύλληψή του.

Πάντως το 1936, τις προηγούμενες μέρες πριν από την παραίτησή του, βρισκόταν στη Γερμανία με την ευκαιρία των τελετών έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ως αρμόδιος υπουργός. Είναι γνωστό ότι διέθετε πολλές γνωριμίες ανάμεσα στο πνευματικό κατεστημένο της Γερμανίας, ενώ την εποχή εκείνη έδωσε διαλέξεις και έλαβε διάφορες τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και ονομάσθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης. Στα χρόνια εκείνα (1936-38) γενικότερα πραγματοποίησε συχνές επαφές στη Γερμανία και Αυστρία, καθώς και στην Ιταλία, ενώ το καλοκαίρι του 1937 εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πανευρωπαϊκές μορφωτικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο Αμβούργο. Είχαν συγκεντρωθεί περισσότερες από πενήντα αντιπροσωπείες από όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη, είναι δε χαρακτηριστικό ότι όλες αυτές τον είχαν ορίσει ως πρόεδρο κατά την παρουσίασή τους ενώπιον του καγκελαρίου Χίτλερ. Με την ιδιότητα αυτή ο Λούβαρις προσφώνησε τον Χίτλερ, από όπου υπάρχει και η αντίστοιχη φωτογραφία.

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια ουσιώδης διευκρίνιση, που άλλωστε τεκμηρώνεται πολλαπλώς. Δεν υπήρξε ποτέ χιτλερικός ή έστω φίλα προσκείμενος στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της εποχής, παρά τις τόσες διασυνδέσεις του με Γερμανούς διανοούμενους και καθηγητές. Δύο βασικά χαρακτηριστικά που ευθέως τον αποσυνέδεαν από μια παρόμοια τοποθέτηση, ήταν το γεγονός ότι ανήκε σε τεκτονική στοά και παράλληλα υπήρξε πάντοτε συμπαθώς διακείμενος προς το εβραϊκό στοιχείο στην Ελλάδα, ακόμη και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Επιπροσθέτως είναι γνωστές οι από την εποχή που έζησε στη Θεσσαλονίκη φιλικές σχέσεις του με κορυφαίους παράγοντες της Ισραηλιτικής Κοινότητας, καθώς και με τον αρχιραβίνο Κόρετς.

Πολλές αναφορές επ’ αυτών γίνονται στο κείμενο των απομνημονευμάτων του. Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα μπορέσει να παρακολουθήσει τη δεδομένη συμπάθειά του προς το γερμανικό πνεύμα σε αντιδιαστολή προς το χιτλερικό καθεστώς. Ακριβώς όμως αυτού του είδους οι δεσμοί του προς το γερμανικό πνεύμα και οι γενικότερες γνωριμίες του με παράγοντες της Γερμανίας θα αποτελέσουν την πρόκληση για συμμετοχή στα δρώμενα με την έναρξη της Κατοχής. Μάλιστα, κυριολεκτικά από τις πρώτες ώρες.

Είναι η φάση, όπως την αφηγείται ο ίδιος άλλωστε, που καλείται στα γραφεία της γερμανικής πρεσβείας για να συμμετάσχει στην κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου. Οι Έλληνες στρατηγοί επικαλούνται διάφορα επιχειρήματα για να πείσουν τον Λούβαρι προκειμένου να συμμετάσχει, αλλά ο μόνος που συμβουλευτικά και εμπιστευτικά τον αποτρέπει είναι ο πρώτος γραμματέας, ο Γερμανός διπλωμάτης Γκραίβενιτς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εφημερίδες της 29ης Απριλίου 1941, που κάνουν λόγο για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, εσφαλμένα αναφέρουν τη συμμετοχή του Λούβαρι ως υπουργού Παιδείας, ενώ τελικά εκείνος την τελευταία στιγμή μεταπείθεται και δεν ορκίζεται. Λίγο αργότερα, θα βρεθεί επικεφαλής του συγκροτήματος Λαμπράκη σε μια ανώνυμη εταιρία, που κατά 51% ελέγχεται πλέον από τους Γερμανούς, ενώ με τον Δημήτριο Λαμπράκη θα διατηρήσει τη φιλική του σχέση μέχρι τους πρώτους μήνες του 1944, όταν εκείνος θα διαφύγει μυστικά στη Μέση Ανατολή (όπου και θα συλληφθεί από τους Άγγλους).

Παραμένοντας στο παρασκήνιο των γεγονότων που εξελίσσονται σε βιαστικούς και δραματικούς τόνους, ο Λούβαρις θα διαδραματίσει εντελώς καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Συνδεόταν μαζί του από εικοσαετίας ήδη και, παρά το γεγονός ότι δεν είχε κανενός είδους αντίθεση με τον μέχρι τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, δέχθηκε να κινηθεί προς κάθε κατεύθυνση, ακόμη και προς το Βερολίνο, προκειμένου να αποκατασταθεί ο Δαμασκηνός. Και το επέτυχε.

Ομοίως δραστήριος εμφανίσθηκε, και πάλι στο παρασκήνιο, ως προς το επισιτιστικό ζήτημα, όπως επίσης το αφηγείται στα απομνημονεύματά του. Με ενδιάμεσο τον τότε νούντσιο στην Ελλάδα και μετέπειτα Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, κινητοποιήθηκε το Βατικανό προκειμένου να παραμερισθεί ο βρετανικός αποκλεισμός για την εισαγωγή τροφίμων στη λιμώττουσα Ελλάδα, αν και η πείσμων άρνηση του Τσώρτσιλ άργησε πολύ να κατασιγάσει, αφού ήδη ο ελληνικός λαός είχε βιώσει τόσο δραματικά τη μεγάλη πείνα του χειμώνα 1941-42. Και στο σημείο αυτό γίνεται επικριτική μνεία για τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος μάλιστα είχε φιλοδοξήσει η όποια επισιτιστική μέριμνα να γίνεται ανά τα νησιά με διαχειρίστρια την Ελλαδική Εκκλησία και όχι τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, με πλοιάρια που θα έφεραν κίτρινη σημαία με τον δικέφαλο αετό.

Η επόμενη δραστηριότητά του είναι επίσης σημαντική. Με τους καθηγητές Αντώνιο Κεραμόπουλο, Αλέξανδρο Σβώλο και άλλους παράγοντες, αξιωματικούς και πολιτικούς, θα συμβάλουν στη στήριξη των ευαίσθητων εθνικών θεμάτων, όσο παράδοξη ή ιδιότυπη και αν φαίνεται μια τέτοια πρωτοβουλία εκείνες τις ώρες (βλ. Αλεξάνδρου Σβώλου, Για τη Μακεδονία και τη Θράκη, Ariston Books, 2018).

Ευχαρίστως θα του αναγνωρίζονταν όλες αυτές οι κύριες και ποικίλες δράσεις του Λούβαρι, καθώς και πολλές άλλες δευτερότερες, αν τον Απρίλιο 1943 δεν πειθόταν να αναλάβει υπουργός στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Τελικά τον έπεισε ο ίδιος ο Δαμασκηνός.

Η ισχύς του Λούβαρι σ’ εκείνο το χρονικό πλαίσιο οφειλόταν στις ισχυρές γνωριμίες του με Γερμανούς ιθύνοντες, όπως κατ’ εξοχήν ο πρεσβευτής Άλτενμπουργκ, ο επιτετραμμένος Γκραίβενιτς ή ο στρατιωτικός ακόλουθος Κλεμ φον Χόχενμπεργκ ή ακόμη ο στρατηγός των Ες Ες Σιμάνα, με τους οποίους διατηρούσε ιδιαίτερη προσωπική σχέση. Αυτούς που αναφέρουμε ονομαστικά, τους θεωρούσε μάλιστα ως αντιχιτλερικούς και σε πολλές περιπτώσεις ζήτησε και έλαβε τη συνδρομή τους σε κρίσιμα θέματα. Υπάρχουν και σχετικά μεταπολεμικά δημοσιεύματά του, κάνοντας διάκριση μεταξύ κακών και καλών Γερμανών, υποστηρίζοντας ότι ειδικά δεν θα έπρεπε οι Άλτενμπουργκ, Γκραίβενιτς και Χόχενμπεργκ, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, να θεωρούνται εγκληματίες πολέμου, χαρακτηρίζοντάς τους ως φιλέλληνες. Σε άλλο δημοσίευμά του με το ίδιο πνεύμα αναφέρεται και στον συγγραφέα Έρχαρτ Κέστνερ, τον διακριτικό Γερμανό συνοδό της αδικοσκοτωμένης Ελένης Παπαδάκη. Μια αξιοσημείωτη άλλη επαφή του με Γερμανό είναι ο συνταγματάρχης Λόος, επιθεωρητής της Γκεστάπο για τα Βαλκάνια, ο οποίος είχε σε διάφορες φάσεις κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής επιχειρήσει αγγλογερμανικές διαπραγματεύσεις.

Αντίθετα, ο Λούβαρις δεν είχε καλή σχέση με τον Νοϊμπάχερ και τον διοικητή των Ες Ντε στην Αθήνα συνταγματάρχη Μπλούμε. Επίσης, καλή σχέση δεν είχε με τους Ιταλούς – για το διάστημα μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι προπολεμικά διατηρούσε επαφές με Ιταλούς παράγοντες, στην κατοχική περίοδο δεν προκύπτει κάποια ιδιαίτερη επαφή. Το βέβαιο είναι ότι διατηρούσε μια σταθερή προκατάληψη εναντίον τους, αλλά και εναντίον των ιταλόφιλων Ελλήνων που έδρασαν στην Ελλάδα κατά την Κατοχή. Μέσα από το δικό του οπτικό πρίσμα παρόμοια προκατάληψη δείχνει και απέναντι σε όσους εκμεταλλεύθηκαν τη δυστυχία εκείνης της εποχής για να θησαυρίσουν, τους μαυραγορίτες και τους οικονομικούς δοσιλόγους.

Τα απομνημονεύματα του Λούβαρι εντοπίζονται χρονολογικά στην περίοδο 1941-44 και, όπως είναι αυτονόητο, περιστρέφονται στα δρώμενα, στα οποία ο ίδιος είχε συμμετοχή ή γνώση. Η ούτως ή άλλως υπερχειλίζουσα δραστηριότητά του, παράλληλα φυσικά με την άσκηση των καθηκόντων του ως πανεπιστημιακού καθηγητή και σε συνδυασμό με τις πρακτικές συνθήκες που υπάρχουν, περιορίζει τον κοινωνικό του κύκλο. Εκτός από την οικογένεια του στρατηγού Κων. Μαζαράκη-Αινιάν, του καπετάν Ακρίτα του Μακεδονικού Αγώνα, με την οποία συγκατοικούν από ετών, μια άλλη οικογένεια που συνδέεται φιλικότατα μαζί τους είναι εκείνη του Πλάτωνα και της Αγγελικής Χατζημιχάλη.

Πρόκειται για τη γνωστή λαογράφο και τον σύζυγό της, τον Πλάτωνα Χατζημιχάλη, σημαντικό οικονομικό παράγοντα στα χρόνια του Μεσοπολέμου, προερχόμενο από τη Σμύρνη. Ανιτπρόσωπος μεγάλων γερμανικών εταιριών στην Ελλάδα, ανήκε στη βενιζελική παράταξη και ήταν δημοφιλής στην αθηναϊκή κοινωνία. Ανέλαβε υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, γεγονός που θα του στοιχίσει μια εικοσαετή ποινή κάθειρξης.

Οι δύο οικογένειες είχαν στενό σύνδεσμο, ενώ τα παιδιά τους, σχεδόν συνομήλικα, μεγάλωσαν μαζί. Η κόρη Χατζημιχάλη, η Έρση, που την γνώρισα στη δεκαετία 1980, μου αφηγήθηκε διάφορα περιστατικά για τη σχέση εκείνη και την παρέα που έκανε η ίδια με τον υιό Λούβαρι από τα παιδικά τους χρόνια. Ο Αλφρέδος, μογονενής υιός του καθηγητή Λούβαρι, γεννήθηκε το 1921, τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και φοιτητής ων στα χρόνια της Κατοχής ήταν ένας από εκείνους που είχε ασκήσει πίεση στον πατέρα του για να μην αναλάβει υπουργός, πλην ανεπιτυχώς.

Αν και ο ίδιος ο νεαρός δεν ήταν εκτεθειμένος σε πολιτικές δραστηριότητες τέτοιες ώστε να στοχοποιηθεί, ξαφνικά λίγο καιρό μετά την Απελευθέρωση και ενώ ο πατέρας του βρισκόταν φυλακισμένος, υπήρξε η «εύκολη λεία». Συνελήφθη από τους γνωστούς αγνώστους των ημερών εκείνων και προφανώς εσφάγη, χωρίς ποτέ να βρεθεί το πτώμα του. Υπήρξαν μαρτυρίες πως κάποιοι τον είδαν σκοτωμένο, προφανώς δε θάφτηκε σε ομαδικό τάφο μαζί με άλλους που εκτελέσθηκαν ταυτόχρονα.

Η Έρση Χατζημιχάλη έχει καταγράψει επί λέξει: «Είχα συναντήσει την Ειρήνη Λούβαρι με το κορίτσι του σπιτιού της στη λεωφόρο Αμαλίας. Ήταν αναμαλλιασμένη, αλαφιασμένη, έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της, χτύπαγε με το χέρι το κεφάλι της. ‘‘Πάω στο Νεκροταφείο, μου είπαν πως σκοτώσαν τον Αλφρέντο’’. Έφυγε κλαίγοντας. Δεν βρήκε τον άτυχο γιο της, είχαν θάψει τους νεκρούς, όμως πολλοί τον είχαν δει σκοτωμένο». Η Ειρήνη Λούβαρι αγωνίστηκε, κινήθηκε προς κάθε κατεύθυνση, έμεινε με την ελπίδα πως ο μοναχογιός της, αφού δεν τον αντίκρυσε νεκρό, θα μπορούσε να είναι ζωντανός. Έτρεξε με αγωνία να συναντήσει τον πανίσχυρο σ’ εκείνες τις περιστάσεις Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, μέχρι πρόσφατα οικείο πρόσωπο. Περίμενε ότι θα ενεργούσε ανθρωπιστικά και θα χρησιμοποιούσε το κύρος και τις γνωριμίες του ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς, ώστε να βρεθεί το παιδί. Απογοητεύθηκε όμως από την αδιαφορία του μπροστά σε μια τέτοια τραγική συγκυρία. Αδιαφορία ισοδύναμη με προδοσία.

Η συνέχεια της ιστορίας αυτής κράτησε απίστευτα πολύ, όσο διαχρονική είναι η ανθρώπινη σκληρότητα. Όχι πλέον του τότε ασυγκίνητου Δαμασκηνού, αλλά της κακοήθειας κάποιων επιτηδείων που εκμεταλλεύθηκαν την ασίγαστη αγωνία μιας μάνας. Αποτυπώνεται από την Έρση Χατζημιχάλη (Περίπατος με την Αγγελική, Κάκτος, Αθήνα 1999, σελ. 150): «Ξαφνικά η Ειρήνη έγινε μια χαρά. Κάποιος της είπε τότε ένα παραμύθι, πως ο Αλφρέντο έγινε κομμουνιστής και έφυγε με τους άλλους στη Γιουγκοσλαβία, πως ήτανε ευτυχισμένος, πως παντρεύτηκε, πως έκανε παιδιά, αλλά δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα μα τίποτα ούτε για την Ελλάδα ούτε για τους γονείς του, πως είχε ανάγκη από λίρες χρυσές. Η Ειρήνη άλλο που δεν ήθελε να το πιστέψει. Και όλο έστελνε λίρες στον Αλφρέντο. Ώς το τέλος της ζωής της…».

Η Ειρήνη Λούβαρι ήταν μια σεβάσμια καλλιεργημένη γυναίκα, αφιερωμένη στη μνήμη του συζύγου και του μονάκριβου παιδιού τους. Κόρη του γιατρού Δημητρίου Μεσσηνέζη από την Τήνο. Την γνώρισα στα τελευταία χρόνια της ζωής της, στο δικό μου ξεκίνημα μιας μακρόχρονης ιστορικής έρευνας που ακόμη συνεχίζεται. Ήταν γνώριμη οικογενειακώς και συνεπώς διέθετα ισχυρή σύσταση ώστε να μου δώσει την άδεια πρόσβασης στο πολύτιμο προσωπικό αρχείο του συζύγου της, πλην όμως την εποχή εκείνη γινόταν μια αναταξινόμησή του. Στον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού της οδού Πατησίων όπου έμενε, κάπου στην πλατεία Αμερικής, κείτονταν ατέλειωτες στίβες χαρτιών, εγγράφων, χειρογράφων, αποκομμάτων. Σε καθημερινή βάση έρχονταν εθελοντικά οι αφοσιωμένοι μαθητές και θαυμαστές του καθηγητή Λούβαρι για την εργασία αυτή – ανάμεσά τους και καθηγητές πανεπιστημίου οι ίδιοι πλέον. Κάτι ανάλογο γινόταν, εκτός του προσωπικού αρχείου, και με τη μεγάλη βιβλιοθήκη του εκλιπόντος σοφού, ο οποίος προ του θανάτου του είχε ζητήσει τα βιβλία του να δωρηθούν στη βιβλιοθήκη της γενέτειράς του, της Τήνου.

Αλλά παρά την καλή της διάθεση, δεν είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω σε βάθος στο αρχείο του Λούβαρι, παρά επιφανειακά και τυχαία. Άλλωστε η σεβάσμια δέσποινα μού είχε υποσχεθεί ότι θα είχα αυτή τη δυνατότητα μετά την αναταξινόμησή του, πλην όμως λίγο αργότερα η ζωή της έσβησε – ήδη είχε αντέξει αρκετά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διατηρώντας απαρασάλευτα μέχρι τέλους παροιμιώδη αξιοπρέπεια και διαύγεια.

Η σκυτάλη για το αρχείο του Λούβαρι πέρασε στα χέρια του καθηγητή Μάρκου Σιώτη, που κατ’ αρχήν τον είχα γνωρίσει στο σαλόνι της οικίας Λούβαρι. Ουσιαστικά ήταν ο μόνος που είχε ολοκληρωμένη γνώση των περιεχομένων του αρχείου, καθώς είχε εντρυφήσει σ’ αυτό αμέσως μετά τον θάνατο του μέντορά του τον Μάρτιο του 1961. Απόρροια της εργασίας του εκείνης ήταν η ολοκλήρωση της βιογραφίας του Λούβαρι που κυκλοφόρησε το 1965.

Με τον καθηγητή Σιώτη διατηρήσαμε μια τακτική, αλλά πολύ αραιή επικοινωνία, ώσπου κάποια στιγμή θυμάμαι που με δική του πρωτοβουλία μού τηλεφώνησε για να ορίσουμε μια συνάντηση προκειμένου να μου δώσει χειρόγραφα του Λούβαρι, που αποτελούσαν τμήματα των ημιτελών απομνημονευμάτων του. Αυτά ήταν εντελώς ανεξάρτητα από τα δημοσιευόμενα στο παρόν βιβλίο, που αφορούν αποκλειστικά την περίοδο της Κατοχής.

Ούτως ή άλλως με τον καθηγητή Σιώτη οι κατά καιρούς επαφές μας συνδέονταν με το θέμα αυτό, καθώς και με τις δικές του αναμνήσεις από την περίοδο που ήταν ο στενός συνεργάτης του Γερμανού βυζαντινολόγου καθηγητή Φραντς Νταίλγκερ και με την έναρξη της Κατοχής όργωσαν το Άγιον Όρος για έρευνα και καταγραφή των κειμηλίων του, μήπως και εντοπισθεί το Άγιο Δισκοπότηρο.

Επέπρωτο όμως η συνάντησή μου εκείνη με τον ηλικίας ενενήντα ετών πλέον καθηγητή, αλλά μέχρι τέλους σε άριστη διαύγεια, να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η μαρτυρία του Νικολάου Λούβαρι περιορίζεται μόνο σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο, που όμως την φωτίζει ως πρωτογενής μαρτυρία. Ασφαλώς με δεδομένο τον υποκειμενισμό της και την παράθεση εντόνων βιωματικών και συναισθηματικών στοιχείων. Άλλωστε δεν είναι παρά μία απολογία του ενώπιον της κοινής γνώμης, γραμμένη ανεξάρτητα από την απολογία του ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων.

Η περίπτωση Λούβαρι παρουσιάζει μια μοναδικότητα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ειδικά στα χρόνια της Κατοχής. Ήταν ένας σοφός διανοούμενος με καθολική αποδοχή, χωρίς εχθρούς και αντιπάλους, που όπως επιγραμματικά τον είχε χαρακτηρίσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, καταθέτοντας στη δίκη των δοσιλόγων υπουργών, ήταν ένας από τους ηθικά ωραιότερους Έλληνες. Ματαιοδοξίες δεν είχε, η πολιτική δεν τον ενδιέφερε.

Έρχεται όμως η δουλεία, συνοδευόμενη από αλλεπάλληλες δραματικές εξάρσεις. Δεν είναι μόνο τα ευρύτερα εθνικά προβλήματα που ανακύπτουν, είναι και τα μικρότερα της καθημερινότητας, αυτά που πλήττουν τους πολίτες της διπλανής πόρτας, και όχι μόνο. Διαρκώς νέα ζητήματα, που οι νόμοι της πολιτείας δεν επαρκούν για να τα επιλύσουν έστω και στοιχειωδώς. Ένας κατακτητής λειτουργεί αυτοτελώς και αυθαιρέτως, περιφρονεί τους κανόνες που διέπουν την κοινωνία, είναι αλαζόνας απέναντι στους πολίτες που εξουσιάζει με τη δύναμή του – διαφορετικά δεν θα ήταν κατακτητής. Επομένως έμβλημά του είναι η βία σε όλες τις διαβαθμίσεις της.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες μικρές διέξοδοι, κάποια παράθυρα, έστω κάποιες αφύλακτες πτυχές. Υπάρχουν άλλωστε οι καλοί και οι κακοί σε κάθε ιστορία. Και εδώ ακριβώς προβάλλει το ερώτημα, αν πρέπει ή όχι να αναζητηθούν τρόποι επικοινωνίας με τον κατακτητή ή όλα να αφεθούν πεισματικά σ’ ένα απόλυτο και αδιαπέραστο φράγμα ανάμεσα στον ξένο εξουσιαστή και στους γηγενείς που ξαφνικά έγιναν σκλάβοι.

Ταυτόχρονα υπάρχει και μια άλλη διάσταση προς συζήτηση. Ποιο είναι το χρέος του πνευματικού ανθρώπου εν προκειμένω; Μήπως είναι να αποστασιοποιείται, ιδίως σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, ώστε να αποφεύγει κάθε προσωπικό ρίσκο; Όταν η ελευθερία έκφρασης αυτομάτως περιορίζεται έτι περαιτέρω, αλλά και αυτή η στοιχειώδης απλή επικοινωνία μαντρώνεται;

Σε περιόδους δουλείας, ιδίως στους τελευταίους αιώνες, η ελληνική παράδοση έχει συγκεκριμενοποιηθεί στα πρακτικά όρια του αρχαιοελληνικού ρητού παν μη χείρον βέλτιστον. Άλλωστε σημασία έχει η επιβίωση και όχι βέβαια ο αυτοχειριασμός. Η επαύριον μιας στρατιωτικής ήττας σηματοδοτείται με την έναρξη μιας αυτονόητης κατοχής. Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλους τους συνεπαγόμενους περιορισμούς, οι ταγοί μιας κοινωνίας οφείλουν να την συνδράμουν υπό τα νέα δεδομένα, χωρίς ασφαλώς να ποδηγετήσουν τον λαό προς απεμπόληση δικαιωμάτων και ιδανικών.

Κάπως έτσι κατάλαβε ο Λούβαρις τον ρόλο του όταν άρχιζε η Κατοχή. Προέκυψαν τα μικρά και τα μεγάλα δράματα. Όπου μπορούσε να βοηθήσει, το έκανε πράξη. Δεν κρύφτηκε στην ανωνυμία ή πίσω από ιδεοληπτικές εμμονές, πίσω από οποιαδήποτε διεκδίκηση άλλοθι, πίσω από μια παρατεταμένη σιγή που θα σήμαινε άρνηση της υπαρκτής πραγματικότητας. Συναισθάνθηκε το δικό του χρέος, καθώς μάλιστα ήταν και συνειδητός θεολόγος, ως πάροχος κάθε δυνατής συνδρομής και προσφοράς, μέχρι που τελικά έφθασε στα όρια της αυτοθυσίας.

Κάτι ανάλογο μπορεί να έγινε και σε άλλες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης, αλλά ξέρουμε ότι σε κάποιες απ’ αυτές πνευματικά αναστήματα πρώτης γραμμής αντέδρασαν διαφορετικά. Αδιαφορώντας για την ίδια την τύχη των δούλων συμπολιτών τους πέρασαν στην ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές και στοιχήθηκαν σε αγκυλώσεις. Στην ίδια τη Γερμανία ή την Ιταλία, παρόμοια αναστήματα εύκολα επηρεάστηκαν ή ίσως υπέκυψαν. Η περίπτωση του Λούβαρι είναι ξεκάθαρα διαφορετική, καθώς ποτέ δεν προπαγάνδισε τη νέα τάξη πραγμάτων, που άλλωστε αποδεδειγμένα δεν την αποδέχθηκε.

Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής λειτούργησε κατά συνείδηση, εξ ου και γίνεται λόγος περί αυτοθυσίας του, υπό την έννοια ότι αποδέχθηκε τον προσωπικό στιγματισμό του αναλαμβάνοντας υπουργική θέση χάριν ενός ευρύτερου εθνικού οφέλους. Άλλωστε, η απόφασή του αυτή δεν ήταν προϊόν μιας ξεκάθαρης τοποθέτησης, αλλά είχαν προϋπάρξει πολλαπλοί και ποικίλοι ενδοιασμοί, ενώ από νομικής πλευράς η συμμετοχή σε μια κατοχική κυβέρνηση δεν ήταν εκ προοιμίου πράξη αντεθνική ή αντικοινωνική, ούτε καν παράνομη τότε. Ως γνωστόν με αναδρομική ισχύ νομοθετήθηκε το αδίκημα, βάσει του οποίου καταδικάσθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων.

Πάντως η αποκατάστασή του οριοθετείται από την ομόφωνη απόφαση των συναδέλφων του να επανέλθει στην καθηγετική έδρα του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και αργότερα, από την τιμητική εκλογή του ως τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, μια ύψιστη διάκριση για τα ελληνικά δεδομένα.
Δημοσθένης Κούκουνας







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.