Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΡΙΝΙ ΚΑΙ ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑ






Ο ΠΙΕΡΟ ΠΑΡΙΝΙ KAI H ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Με τη χρονική περίοδο της ιταλικής κατοχής στην Επτάνησο συνδέθηκαν κυρίως δύο πρόσωπα: Ο Ιταλός Πιέρο Παρίνι και ο Έλληνας Ιωάννης Καποδίστριας. Ο πρώτος διατήρησε τη θέση του επί 27 συναπτούς μήνες και ο δεύτερος επί 16 μήνες. Μεταξύ τους υπήρχε από την προπολεμική περίοδο προσωπική γνωριμία και σήμερα μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν είχαν κοινούς στόχους, ενώ στη διάρκεια της 16μηνης συνεργασίας τους, ο ένας ως αρχηγός του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων εν είδει πολιτικού διοικητή, ο δε άλλος ως νομάρχης Κέρκυρας, είχαν συχνές συγκρούσεις, ώστε σε μια δεδομένη στιγμή ο εκρηκτικός Παρίνι να τον αποπέμψει αιφνιδιαστικά.
Αγωνιζόταν να προετοιμάσει την προσάρτηση ο ενθουσιώδης φασίστας Παρίνι, ενώ ο συντηρητικός αριστοκράτης Καποδίστριας ενδιαφερόταν για να εξασφαλίζει την επιβίωση του τοπικού πληθυσμού.

Αλλά ποιος ήταν ο περιώνυμος Παρίνι, που κυριάρχησε επί ιταλοκρατίας στην Κέρκυρα και τα Επτάνησα; Οι απλοί Κερκυραίοι δεν τον είχαν ακούσει καν μέχρι την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε. Από ένα δημοσίευμα της επομένης έμαθαν την ύπαρξή του:
«Αφίχθη εις Κέρκυραν, ο εξοχώτατος Πιέρο Παρίνι, διά να αναλάβη την πολιτικήν διοίκησιν των Ιονίων Νήσων. Δεν είναι ανάγκη να γράψωμεν πολλά διά να παρουσιάσωμεν τον εξοχώτατον Πιέρο Παρίνι: Άνθρωπον του πολέμου και της επαναστάσεως μία των εξοχωτέρων προσωπικοτήτων του φασισμού, ο οποίος υπηρετεί από την πρώτην ημέραν της δράσεως των Μελανοχιτώνων. Εις τον Φασισμόν ο Παρίνι, έδωσε την ώθησιν της προσωπικής του αξίας ως ένας εκ των πρώτων αρχηγών αυτού. Έδρασε ως δημοσιογράφος εις το «Πόπολο Ντ’Ιτάλια», ως γενικός αρχηγός των Ιταλών του εξωτερικού, ως διοικητής της λεγεώνος ήτις έλαβε μέρος εις τον πόλεμον της Ανατολικής Αφρικής και ως επιθεωρητής και εμψυχωτής των φασιστικών οργανώσεων της Αλβανίας. Εις το φασιστικόν σύστημα δεν είναι τα λόγια που υπολογίζονται. Ημείς αγαπώμεν τα έργα και ο εξοχώτατος Παρίνι είναι υπέρ παντός άλλου άνθρωπος της δράσεως. Είναι ένας δημιουργός».
Ο Πιέρο Παρίνι (1894-1993) ήρθε τότε στην Κέρκυρα, έχοντας ανά χείρας τον διορισμό του ως πολιτικού διοικητή (τυπικά ως αρχηγού του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων) των Ιονίων Νήσων και εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, επιλέγοντας ως έδρα και κατοικία του το περιώνυμο βασιλικό ανάκτορο Mon Repos.
Η τοποθέτησή του στη θέση αυτή αντανακλούσε την προσωπική εκτίμηση που του έτρεφε ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι, με τον οποίο συνδεόταν από την εποχή που ο τελευταίος δεν είχε κυβερνητικά αξιώματα και ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας “Ιλ πόπολο ντ’ Ιτάλια”. Πριν έλθει στην Κέρκυρα, ο Μουσολίνι του είχε αναθέσει ένα από τα σημαντικότερα κομματικά αξιώματα, εκείνο του επικεφαλής των φασιστικών οργανώσεων για τους απόδημους Ιταλούς.
Εφοδιασμένος με την εξαιρετική εμπιστοσύνη και φιλία του αρχηγού του, όπως και του υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ανέλαβε την ειδική αποστολή να προετοιμάσει την ενσωμάτωση της Επτανήσου στην Ιταλία. Υπό το πνεύμα αυτό, ανέλαβε την εξουσία στο ιδιότυπο αυτόνομο καθεστώς που επιβλήθηκε, λειτουργώντας ανεξάρτητα από την υπόλοιπη κατεχόμενη Ελλάδα, είτε επρόκειτο για γερμανοκρατούμενες είτε για ιταλοκρατούμενες περιοχές. Η άσκηση της εξουσίας του είχε εξάρτηση μόνον από τον ίδιο τον Μουσολίνι απευθείας ως εντολοδότη και από τον Τσιάνο, καθώς οργανικά ανήκε στο υπουργείο Εξωτερικών.
Από τις πρώτες ημέρες που εγκαταστάθηκε στην έδρα του, ο Παρίνι θέλησε να επιδείξει διάθεση συνεργασίας με τον εντόπιο πληθυσμό των Ιονίων, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε έτσι να προσηλυτίσει τους κατοίκους αφενός μεν στον φασισμό, αφετέρου δε στα σχέδιά του για την ενσωμάτωση, καθώς είναι γνωστές οι ιταλοεπτανησιακές σχέσεις του παρελθόντος. Υπό το πνεύμα αυτό, θέλησε να κολακεύσει τον τοπικό πληθυσμό, εξασφαλίζοντας τον διορισμό του Ιωάννη Καποδίστρια, γόνου της γνωστής οικογένειας και συνονόματου του πρώτου Κυβερνήτη, ως νομάρχη Κέρκυρας.
Ο Παρίνι στη θέση αυτή παρέμεινε για περισσότερο από δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή την πτώση του Μουσολίνι ύστερα από τη γνωστή απόφαση του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου και τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο που ακολούθησε. Στην ενδιάμεση περίοδο από την αποκαθήλωση του Μουσολίνι μέχρι τη συνθηκολόγηση (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1943), ο Παρίνι διατήρησε και εντατικοποίησε τις επαφές του με τους Γερμανούς αξιωματούχους της Αθήνας, παρά την απο-φασιστικοποίηση της Ιταλίας που εγκαινίασαν οι διάδοχοι του Ντούτσε.
Στη δεδομένη στιγμή, όταν δηλαδή ανακοινώθηκε η συνθηκολόγηση, ο Παρίνι επέτυχε να μην παραδοθεί η εξουσία στις ελεύθερες ελληνικές αρχές (στην κυβέρνηση του Καΐρου), όπως ήταν η θέληση των προϊσταμένων του στη Ρώμη, αλλά τυπικά μεν στην κυβέρνηση των Αθηνών (με την έννοια ότι η Ιταλία πλέον εγκατέλειπε τον στόχο της ενσωμάτωσης) και ουσιαστικά στους Γερμανούς. Στα πλαίσια αυτά τίθεται και θέμα ευθύνης του για την τύχη των Ιταλών στρατιωτικών που σκοτώθηκαν στην Κεφαλληνία το 1943.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πιέρο Παρίνι λίγες ημέρες πριν από τη συνθηκολόγηση εγκατέλειψε τη θέση του, με προσωρινό αντικαταστάτη τον κόμη Λουίτζι Μπαρατιέρι, πρόξενο της Ιταλίας στην Κέρκυρα, χωρίς να γνωρίζει κανείς πού κατευθύνθηκε. Γεγονός είναι ότι στις 10 Σεπτεμβρίου 1943, δύο ημέρες δηλαδή μετά τη συνθηκολόγηση, ήρθε στην Κέρκυρα η ανάκληση του Παρίνι από τη θέση του ως αρχηγού των πολιτικών υποθέσεων στα Ιόνια Νησιά.
Ο Παρίνι ήδη είχε εγκαταλείψει από τα τέλη Αυγούστου 1943 τη θέση του (το βράδυ της τελευταίας ημέρας που βρισκόταν στην Κέρκυρα έφαγε σε επίσημο γεύμα με τον Γερμανό πρόξενο Hugo Spengelin και άλλους Γερμανούς αξιωματούχους) και πραγματοποίησε ταξίδια στην Αθήνα. Η επιστροφή του στην Ιταλία (μέσω των παραλίων της Αλβανίας και της Δαλματίας), έγινε με το γιωτ «Ασπασία», που είχε αγοράσει από τον επιφανή Κερκυραίο Ασπιώτη και το μετονόμασε σε «Αλαλά», συνοδευόμενο από δεύτερο βενζινόπλοιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε όχι για λόγους ασφαλείας, αλλά για τη μεταφορά των σαράντα μπαούλων που αποτελούσαν την “οικοσκευή” του Παρίνι, κυρίως έργα τέχνης και άλλα αντικείμενα αξίας που είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ήταν ιδιαίτερα φιλότεχνος και ήταν εξαιρετικά καλοδεχούμενος στους καλλιτέχνες της περιοχής, καθώς ήταν τακτικός πελάτης τους. Ο Παρίνι είχε επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες στην Κέρκυρα, ιδρύοντας Σχολή Καλών Τεχνών στην πόλη και διορίζοντας πρώτο διευθυντή της τον γνωστό Κερκυραίο ζωγράφο Τεν Φλωριά, ο οποίος παλαιότερα ζούσε στο Παρίσι, μαθητεύοντας στον Δ. Γαλάνη.
Τις επόμενες εβδομάδες ακολούθησε η απελευθέρωση του Μουσολίνι και η ίδρυση της Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό, όπου συγκεντρώθηκαν οι φανατικοί οπαδοί του φασισμού για τη συνέχιση του πολέμου στο πλευρό των Γερμανών. Ο Παρίνι ανέλαβε τότε την ιδιαίτερα σημαντική θέση (αν αναλογισθεί κανείς μάλιστα τα γεωγραφικά όρια του νέου καθεστώτος) του νομάρχη Μιλάνου, γεγονός που επιβεβαιώνει την εύνοια που έτρεφε προς αυτόν ο Μουσολίνι. Λίγο αργότερα η εξουσία του επεκτάθηκε περαιτέρω, περιλαμβάνοντας όλη την επαρχία Μιλάνου.
Παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι την τελική πτώση του φασισμού τον Απρίλιο του 1945, οπότε επεχείρησε με ισπανικά έγγραφα να εγκατασταθεί στην Ελβετία, πράγμα που επέτυχε προς στιγμήν.

Ο Παρίνι είχε γεννηθεί στις 13 Νοεμβρίου 1893 στο Μιλάνο, γιος επιθεωρητή των ιταλικών σιδηροδρόμων, και πήρε μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ως ιπτάμενος αξιωματικός της Αεροπορίας, μαζί με τον γνωστό ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο.
Ασχολήθηκε ύστερα με τη δημοσιογραφία και ειδικότερα με αποστολές στο εξωτερικό για λογαριασμό της εφημερίδας “Ιλ Πόπολο ντ’Ιτάλια” (υπό τη διεύθυνση του Μουσολίνι), γεγονός στο οποίο οφειλόταν και ο στενός σύνδεσμός του με τον Ντούτσε. Ως ανταποκριτής της παρακολούθησε τις εργασίες της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία και το 1928 ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα των φασιστικών κομματικών οργανώσεων στο εξωτερικό, ενώ ήδη είχε εισέλθει στη διπλωματική υπηρεσία (επί υπουργίας Ντίνο Γκράντι). Υπηρέτησε ως πρόξενος στο Χαλέπι (Συρία) και το 1937 στάλθηκε στην Κίνα και την Ιαπωνία. Μεταξύ άλλων στην Ελλάδα είχε βρεθεί το 1932 και το 1935, οπότε εγκαινίασε ιταλικό σχολικό συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη, προκαλώντας αναστάτωση τότε. Το 1936 ίδρυσε και ανέλαβε τη διοίκηση της Λεγεώνας των Αποδήμων Ιταλών που κατέλαβε την αιθιοπική πόλη Ντιρεντάουα, ένα θέμα που είχε συγκινήσει την τότε ελληνική κοινή γνώμη, η οποία ήταν ταγμένη στο πλευρό των πολιορκουμένων Αιθιόπων. Από τον Απρίλιο 1939, με την ιταλική απόβαση στην Αλβανία, ανέλαβε ως σύμβουλος-καθοδηγητής του Αλβανού πρωθυπουργού Βερλάτσι, θέση που διατήρησε μέχρι την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, ύστερα από την κατάληψή της από τους Γερμανούς, οπότε διορίστηκε αρχηγός των πολιτικών υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Στο πρώτο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, που προαναφέρθηκε (και το οποίο είχε πραγματοποιήσει με την ιδιότητα του επικεφαλής των αποδήμων Ιταλών), γνωρίστηκε με τη 15χρονη τότε κόρη ενός εμπόρου της Θεσσαλονίκης, που είχε γεννηθεί στη Χίο και ανήκε στη γνωστή εφοπλιστική οικογένεια Φαφαλιού. Η κοπέλα αυτή, η Μέλπω Φαφαλιού, ενθαρρύνθηκε από τον Παρίνι να πάει με τον πατέρα της στη Ρώμη για σπουδές, που τις ανέλαβε οικονομικά ο ίδιος.
Μετά την πτώση του Μουσολίνι κατέφυγε από την Κέρκυρα μέσω Δαλματίας στο Μιλάνο και τοποθετήθηκε νομάρχης Μιλάνου, παραμένοντας μέχρι τον Απρίλιο 1945, οπότε κατόρθωσε να εισέλθει στην Ελβετία μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του (την Ελληνίδα Μέλπω Φαφαλιού, που την παντρεύτηκε το 1944, αμέσως μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του Rosetta Colombi ύστερα από μακρά επώδυνη ασθένεια). Χρησιμοποίησαν πλαστά ισπανικά διαβατήρια, γεγονός που γρήγορα διαπιστώθηκε από τις ελβετικές αρχές, με αποτέλεσμα να συλληφθεί το ζεύγος και να απελαθεί στην Ιταλία. Πιστεύεται ότι καθοριστική για τη σύλληψη και την απέλαση του ζευγαριού ήταν η ανάμιξη συγγενών της πρώτης γυναίκας του Παρίνι Rosetta Colombi, που καταγόταν από την ιταλόφωνη Ελβετία.
Στις αρχές του 1944 ο Παρίνι ειδοποίησε από το Μιλάνο, όπου βρισκόταν, τον Ιωάννη Καποδίστρια να οργανώσει μνημόσυνο στην Κέρκυρα για να αναγγείλει στην τοπική κοινωνία τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Ροζέτας.
Μετά την υποχρεωτική επιστροφή του στην Ιταλία (ύστερα από την απέλασή του από την Ελβετία), ο Παρίνι δικάστηκε από ιταλικό δικαστήριο σε ειρκτή 12 ετών για αδικήματα σχετικά με τη θητεία του ως νομάρχη Μιλάνου, αλλά τον επόμενο χρόνο (1946) αμνηστεύθηκε. Μία δίκη του, που έγινε στο Μπάρι αναφορικά με αδικήματα που διέπραξε στην Επτάνησο, κατέληξε σε αθώωσή του. Στη συνέχεια μαζί με τη νεαρή σύζυγό του κατέφυγε στη Νότιο Αμερική, στην οποία ο ίδιος διέθετε ισχυρές γνωριμίες ανάμεσα στην πολυπληθή προπολεμική ιταλική παροικία, που την είχε επισκεφθεί για επιθεώρηση στις αρχές της δεκαετίας ως ο ανώτερος κομματικός παράγοντας.

Ο Παρίνι ήταν δυναμικός και φανατικός φασίστας, ακόμη και όταν ο φασισμός κατέρρευσε το 1943, ακόμη και όταν τελείωσε ο πόλεμος. Με την άφιξή του στις αρχές Ιουνίου 1941 στην Κέρκυρα, όπου ήδη είχαν αρχίσει να καταφθάνουν ιταλικές οικογένειες για να εγκατασταθούν μόνιμα, δεν παρέβλεψε τα κομματικά του καθήκοντα, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται να «κατηχήσει» γηγενείς κατοίκους ελληνικής ιθαγένειας.
Η τυπική νομιμοποίησή του ως αρχηγού του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων πραγματοποιήθηκε με εξάμηνη καθυστέρηση. Φαίνεται πως εκτιμήθηκε ότι το διάστημα αυτό, χωρίς να επέλθουν πιθανές εκρηκτικές αντιδράσεις από μέρους του τοπικού πληθυσμού, ήταν απαραίτητο για να εξαρθρωθούν στην πράξη οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες και να επιβληθεί εκ των πραγμάτων η αποξένωσή τους από την Αθήνα. Στην ημιεπίσημη ιταλοελληνική Εφημερίδα των Ιονίων δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1941 το διοριστήριο διάταγμα, που υπέγραφε ο ίδιος ο Μουσολίνι:
«Ο Ντούτσε, πρώτος στρατάρχης της Αυτοκρατορίας, αρχηγός των στρατευμάτων των ενεργούντων εφ’ όλων των μετώπων,
Ιδόντες τ’ άρθρον 6 του Β. Διατάγματος της 8 Ιουλίου 1938 XVI υπ’ αριθμόν 1415, το οποίον εγκρίνει το κείμενον του στρατιωτικού Νόμου.
Ιδόντες τ’ άρθρα 15, 16, 17 και 18 του κειμένου του Στρατιωτικού Νόμου, εγκριθέντος διά του Β. Διατάγματος, άνω διαληφθέντος.
Ιδόντες το Β. Διάταγμα της 10 Ιουνίου 1940 XVIII, υπ’ αριθ. 586, το οποίον διακελεύει την εφαρμογήν του Στρατιωτικού Νόμου επί της περιοχής της Επικρατείας.
ΔΙΑΤΑΣΣΟΜΕΝ
Άρθρον 1. Ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων, αίτινες έχουσι καταληφθή υπό των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων, εξαρτάται εκ της Ανωτάτης Στρατιωτικής Δυνάμεως κατοχής, και ασκεί τας πολιτικάς εξουσίας, κατά την έννοιαν των άρθρων 16 και 54-56 του Στρατιωτικού Νόμου.
Καθ’ όσον αφορά την άσκησιν των τοιούτων εξουσιών, ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων, επικοινωνεί απ’ ευθείας μετά του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Άρθρον 2. Ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων, δύναται να εκδίδη Διατάγματα αστυνομικά, υγιεινής, οικοδομής, επισιτισμού και καταναλώσεως αφορώντα τον πληθυσμόν, επιτάξεων και κατασχέσεων, οικονομίας τοπικής, μισθώσεως πραγμάτων και υπηρεσιών, οργανώσεως δημοσίων υπηρεσιών και σχετικού αντικειμένου, δι’ επειγούσας αιτίας, αίτινες αφορώσι το Δημόσιον συμφέρον, κατά το όλον ή εν μέρει, της περιοχής των προειρημένων νήσων, εκτός της αρμοδιότητος της Στρατιωτικής αρχής διά την εξασφάλισιν των Στρατιωτικών Δυνάμεων ή την Στρατιωτικήν Άμυναν.
Άρθρον 3. Πας όστις, δεν τηρεί τας διατάξεις των Διαταγμάτων, περί ων το προηγούμενον άρθρον, τιμωρείται αν η πράξις δεν αποτελεί βαρύτερον αδίκημα, διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους, η διά χρηματικής ποινής μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.
Η εκδίκασις του προβλεπομένου αδικήματος υπό της προηγουμένης παραγράφου ανήκει εις τα Στρατοδικεία.
Άρθρον 4. Εις τας Ιονίους Νήσους, αίτινες κατέχονται υπό των στρατιωτικών Ιταλικών δυνάμεων, εξακολουθεί να εφαρμόζηται η εις ταύτας ισχύουσα Νομοθεσία, κατά την στιγμήν της καταλήψεως, εφ’ όσον δεν ορίζει άλλως ο στρατιωτικός Ιταλικός ποινικός Νόμος, και επιφυλαττομένων των εκδοθεισών διατάξεων υπό της αρμοδίας Ιταλικής Αρχής.
Άρθρον 5. Η Διακήρυξις αύτη δημοσιεύεται διά της καταχωρίσεως εις το επίσημον Δελτίον των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Εκ του Γενικού Στρατηγείου των Στρατιωτικών Δυνάμεων, τη 12 Νοεμβρίου 1941 ΧΧ
Μουσολίνι».

Ο Παρίνι είχε ένα πλούσιο επικοινωνιακό χάρισμα, που ακούραστα επιχειρούσε να το αξιοποιήσει εις όφελος της πολιτικής του και προς όλες τις κοινωνικές τάξεις της Κέρκυρας. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η επιμονή του να θέσει υπό την προστασία του την εργατική τάξη, ευελπιστώντας ότι έτσι θα την απομάκρυνε από τις αριστερές ρίζες της. Στο πρόσωπο του υπέρμετρα φιλόδοξου προέδρου του Εργατικού Κέντρου Ιουλίου Σκούρα, που προερχόταν από το σωματείο των φορτοεκφορτωτών, βρήκε έναν χρήσιμο συνεργάτη. Στις 8 Φεβρουαρίου 1942 ο Ιούλιος Σκούρας είχε κληθεί από τον Παρίνι για να του παρουσιάσει τους προέδρους των επιμέρους συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η συνάντηση ξεκίνησε με αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, ανάμεσα σε κηρύγματα πίστης προς τον φασισμό και τον Μουσολίνι και καταγγελίες των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων ότι σκόπιμα είχαν καταδικάσει τους Κερκυραίους εργάτες στη φτώχεια, ενώ ο Παρίνι έδωσε αφειδείς υποσχέσεις για την ικανοποίηση εργατικών αιτημάτων.
Στις 21 Απριλίου 1942 στην Ιταλία γιορταζόταν από το φασιστικό καθεστώς η ίδρυση της Ρώμης και ταυτόχρονα ήταν η εργατική επέτειος. Ο Ι. Σκούρας συγκάλεσε τη διοίκηση του Εργατικού Κέντρου και μίλησε για την αξία της ιταλικής αυτής επετείου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της επομένης:
«...Ο κ. Σκούρας τέλος επρότεινεν όπως εκφράση προς την Αυτού Εξοχότητα Πιέρο Παρίνι, Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων την αφοσίωσίν των και την παράκλησιν όπως γίνη διερμηνεύς παρά τοις συντρόφοις Ιταλοίς εργάταις των εγκαρδίων αισθημάτων των εργατών, της Κερκύρας. Η πρότασις έγινε παμψηφεί δεκτή ψηφισθείσης της κάτωθι αποφάσεως.
Σήμερον 21ην Απριλίου 1942 ημέραν Τρίτην και ώραν 9ην, επ’ ευκαιρία της επετείου της εργατικής εορτής των συναδέλφων της Ιταλίας συνεκεντρώθησαν εις έκτακτον συνέλευσιν τα Διοικητικά Συμβούλια όλων των εργατικών και υπαλληλικών Σωματείων Κερκύρας εν τη αιθούση του Εργατικού Κέντρου και παμψηφεί απεφάσισαν:
1ον) Να εκφρασθή η ευγνωμοσύνη ολοκλήρου της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως της Κερκύρας, προς την Αυτού Εξοχότητα Πιέρο Παρίνι Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων διά το στοργικόν ενδιαφέρον το οποίον ποικιλοτρόπως επιδεικνύει προς την εργατικήν και υπαλληλικήν τάξιν της Νήσου μας.
2ον) Να υποβάλη παράκλησιν όπως ο Εξοχώτατος Παρίνι ευαρεστηθή να διαβιβάση τηλεγραφικώς τον θερμότερον χαιρετισμόν της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως Κερκύρας προς τους συναδέλφους εργάτας της Ιταλίας.
3ον) Να εκλεγή μία οκταμελής επιτροπή επιφορτισμένη να παραδώση την παρούσαν απόφασιν προς τον Εξοχώτατον Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Η Επιτροπή: Ιούλιος Σκούρας, Ιωάννης Κωστελέτος, Στέφανος Μπάκας, Ιωάννης Σπόζιτος, Πέτρος Ρωής, Αρμάνδος Βουτσινάς, Γεώργιος Μανωλάτος, Αμαλία Μουζακίτη».
Το ζήτημα δεν ήταν απλό. Ο Ιούλιος Σκούρας ενέγραφε μια σημαντική υποθήκη στις σχέσεις του με τον Παρίνι, ο οποίος εντυπωσιαζόταν από την ιταλοφιλία των «συντρόφων» συνδικαλιστών και εκτιμούσε ότι με την κίνηση αυτή αποκτούσε λαϊκό έρεισμα ανάμεσα στην εργατική τάξη. Παράλληλα το ίδιο το νόημα του εργατικού ψηφίσματος ήταν η ιδανικότερη διαφήμιση για τη δράση του στην Κέρκυρα, μόλις αυτό θα γινόταν γνωστή στη μητροπολιτική Ιταλία, ενώ γινόταν μια σαφώς αποτελεσματική προεργασία για τη σύνδεση του τοπικού συνδικαλισμού με τον φασιστικό συνδικαλισμό της Ιταλίας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα εκείνο, ο Παρίνι σε συντροφικό τόνο απάντησε ενθουσιασμένος μεταξύ άλλων:
«Σας ευχαριστώ, Σύντροφε Σκούρα και σύντροφοι της Εργατικής Επιτροπής, διά τον χαιρετισμόν σας και διά τα ωραία λόγια σας τα οποία θα διαβιβάσω προς τους εργάτας της Ιταλίας.
Η ενέργειά σας είναι ιδιαιτέρως αποδεκτή την ημέραν ταύτην της 21ης Απριλίου, εορτήν της εργασίας και επέτειον της κοινοποιήσεως του εργατικού βιβλιαρίου διά του οποίου επεκυρώθησαν τα δικαιώματα των εργατών της Φασιστικής Ιταλίας. Είμαι βέβαιος ότι ο χαιρετισμός σας θα γίνη δεκτός με ειλικρινή χαράν εκ μέρους των ιταλών Συντρόφων σας και ότι η συμμετοχή σας εις την εορτήν της 21ης Απριλίου θα σημειώση ένα νέον και στενότερον δεσμόν με την εργαζομένην Ιταλίαν. Εκ του σκληρού αυτού πολέμου θα ανατείλη είς νέος πολιτισμός όστις θα είναι ο πολιτισμός της εργασίας και διά τούτο ακριβώς υφίστανται τόσας θυσίας οι εργάται των Χωρών του Τριμερούς. Ο πλουτοκρατικός πολιτισμός θα ταφή υπό τα ερείπια του πολέμου αυτού και μία ανωτέρα και ευγενεστέρα δικαιοσύνη θα κανονίση τας σχέσεις μεταξύ των λαών και των τάξεων.
Σας παρακαλώ να διαβεβαιώσετε τους συντρόφους σας ότι θα καταβληθή εκ μέρους μας κάθε δυνατή προσπάθεια διά να επισπευσθή η αναγέννησις και η αξιοπρέπεια του εργάτου των Ιονίων Νήσων».
Η ιταλική εργατική εορτή της 21ης Απριλίου, δημιούργημα καθαρά φασιστικό, επί Κατοχής υιοθετήθηκε ανεπιφύλακτα από το Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας, πανηγυρίστηκε δε αναλόγως. Στη μεγάλη γιορτή που έγινε με μεγάλη επισημότητα στις 21 Απριλίου 1943 στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, παρουσία του Παρίνι, των ιταλικών και των ελληνικών αρχών, ακόμη και του Μητροπολίτη Μεθοδίου, στάλθηκε μήνυμα των εργατών της Κεφαλονιάς.
Ο Σκούρας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας δικαστικής δίωξης τον Ιούνιο 1942, κατηγορούμενος ότι υπεξαίρεσε ένα χρηματικό ποσόν που κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο είχε σταλεί από το υπουργείο Εργασίας για να διανεμηθεί στους άνεργους εργάτες. Με την κατηγορία αυτή δικάστηκε ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας στις 11 Ιουνίου 1942 και του επιβλήθηκε ποινή 6 μηνών. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εισαγγελέας υπαινίχθηκε ότι ο Σκούρας αναρριχήθηκε στο αξίωμα του προέδρου του Εργατικού Κέντρου όχι με την ψήφο των συναδέλφων του, αλλά λόγω της ιταλοφιλίας του. Εναντίον της καταδίκης του αυτής, ο Σκούρας προσπάθησε να εξεγείρει τους συνδικαλιστές και τους εργάτες, συγκαλώντας συνέλευση για την έκδοση ψηφίσματος διαμαρτυρίας. Στη συνέλευση σημειώθηκαν αντιδράσεις και αντεγκλήσεις εκ μέρους συνδικαλιστών που διαφωνούσαν με τον πρόεδρό τους και δεν δέχονταν να συνυπογράψουν τη διαμαρτυρία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δώσει προς δημοσίευση «ομόφωνο» ψήφισμα, που στην πραγματικότητα δεν είχε εγκριθεί. Το ψήφισμα δημοσιεύθηκε στο δημοσιογραφικό όργανο των Ιταλών (Εφημερίς των Ιονίων, 28 Ιουνίου 1942), αλλά ύστερα από διαμαρτυρίες των εργατών που δεν το είχαν υπογράψει, ο εισαγγελέας άρχισε προανάκριση για πλαστογραφία και πήγε στο Εργατικό Κέντρο για να κατασχέσει τα βιβλία πρακτικών συνελεύσεων.
Τότε παρενέβη ο Παρίνι προσωπικώς και διέταξε τη σύλληψη του εισαγγελέα Χρήστου Μουστάκη και τη μεταγωγή του στην Αθήνα, όπου αργότερα κλείστηκε για σαράντα μέρες στις φυλακές Αβέρωφ και έπειτα για αρκετούς μήνες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας.
Η προστασία του προλεταριάτου από τον φασισμό ήταν αντικείμενο ιδιαίτερης προπαγάνδας κατά την ιταλική κατοχή στην Επτάνησο. Με ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες προβλήθηκε η επαναλειτουργία του εργοστασίου Δεσύλλα, που θα αντιμετώπιζε τοπικώς την αυξημένη κατοχική ανεργία και θα είχε το προνόμιο να προμηθεύεται πρώτες ύλες από την ιταλική αγορά, η ίδρυση συνδικαλιστικού σωματείου στο εν λόγω εργοστάσιο, αλλά και η πανηγυρική σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους εργαζόμενους σ’ αυτό, όπως και στους εργάτες σαπωνοποιίας και ελαιουργίας. Οι όροι των συλλογικών συμβάσεων προβλήθηκαν ως «προσανατολισμένοι προς το συντεχνιακόν σύστημα» και συνεπώς ως «φασιστική νίκη».