Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ



28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Η εμπλοκή της Ελλάδος στον παγκόσμιο πόλεμο

Του Δημοσθένη Κούκουνα*

Στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940 ήταν η ημέρα που είχε προσδιορίσει ο Μουσολίνι για την ιταλική επίθεση, ύστερα από μια διήμερη αναβολή (που εκ των υστέρων ο Μουσολίνι θεώρησε ως «μοιραίες» αυτές τις δύο ημέρες). Η επιλογή της ημερομηνίας συνδυάσθηκε με την επέτειο της ανόδου των φασιστών στην εξουσία το 1922 και ακριβώς αυτό είναι ενδεικτικό της βεβαιότητας με την οποία θεωρούσε ότι η εισβολή θα επετύγχανε κατά τις αισιόδοξες απόψεις που είχαν επικρατήσει στο πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου στο Παλάτσο Βενέτσια. Παρά ορισμένες επιφυλάξεις που ακούστηκαν, τελικά όλοι είχαν τη γνώμη ότι θα επρόκειτο για έναν απλό «περίπατο» προς την Αθήνα.
Η Ελλάδα δεν πιάστηκε εξ απήνης, αφού άλλωστε οι ιταλικές κινήσεις ήταν οφθαλμοφανείς. Συγκεντρώσεις στρατιωτικών δυνάμεων στο νότιο τμήμα της Αλβανίας, συνεχείς προκλήσεις, ακόμη και εγκατάσταση ελληνόφωνου ραδιοφωνικού σταθμού στο Αργυρόκαστρο για μετάδοση φθηνής ανθελληνικής προπαγάνδας. Το πρωθυπουργικό γραφείο είχε γίνει δέκτης πολλών και ποικίλων πληροφοριών που προσδιόριζαν μέχρι και την ημερομηνία που θα εκδηλωνόταν η ιταλική επίθεση. Η αλήθεια είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις και άλλες φορές είχαν συρρεύσει παρόμοιες πληροφορίες, που όμως δεν αποδείχθηκαν ορθές. Ωστόσο ο Μεταξάς δεν ήταν ανυποψίαστος.
Κατά τη μαρτυρία του Κ. Κοτζιά, στις 25 Οκτωβρίου τον είχε επισκεφθεί ο δημοσιογράφος Νικόλαος Αναστασόπουλος και τον είχε ενημερώσει ότι το ίδιο βράδυ θα εκδηλωνόταν η ιταλική επίθεση με ταυτόχρονη επίδοση τελεσιγράφου, αλλά δεν επαληθεύθηκε. Δύο ημέρες αργότερα ξανασυναντούσε τον Κοτζιά για να τον ενημερώσει ότι το τελεσίγραφο έχει ήδη φθάσει στην ιταλική πρεσβεία και ότι απλώς πλέον επίκειται η επίδοσή του. Όλες οι πληροφορίες, που συνέρρεαν από διάφορες κατευθύνσεις, είχαν αποσαφηνισθεί στο έπακρο και απλώς απέμενε η δραματική επιβεβαίωσή τους.
Η μαρτυρία του βασικού πρωταγωνιστή, του Έλληνα πρωθυπουργού, έχει συμβολικά αποτυπωθεί με τις ελάχιστες λέξεις που διασώθηκαν στο ημερολόγιό του, καθώς και με τις αφηγήσεις και ομιλίες του προς τους συνεργάτες του, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έγινε η επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου στις 3 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Ιταλός πρεσβευτής είχε φθάσει στην πρωθυπουργική κατοικία της Κηφισιάς, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό ακόλουθο και τον Ελληνοϊταλό διερμηνέα Demetrio De Santo. Το τελεσίγραφο, που το είχε συντάξει ο ίδιος ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ήταν ουσιαστικά κήρυξη πολέμου. Εκαλείτο η Ελλάδα να παραχωρήσει στους Ιταλούς μη κατονομαζόμενες στρατιωτικές βάσεις και μέσα σε τασσόμενο χρόνο που δεν άφηνε περιθώρια αποδοχής, και αν ακόμη υπήρχε τέτοια πρόθεση.
Το τι ακριβώς συνέβη αμέσως μετά την απρογραμμάτιστη επίσκεψη του Ιταλού πρεσβευτή στην κατοικία του Ιω. Μεταξά είναι γνωστό. Η Ελλάδα περιήλθε σε κατάσταση πολέμου υπό τη φυσική ηγεσία της, τον Γεώργιο Β΄ και τον Μεταξά, ενώ αρχιστράτηγος ανέλαβε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος. Ο τελευταίος, μέχρι τότε ως αρχηγός ΓΕΣ, είχε προετοιμάσει τη χώρα στρατιωτικώς χωρίς θόρυβο και με αποτελεσματικότητα. Διάφορες επικρίσεις που κατά καιρούς έχουν γραφεί, συχνά μάλλον από προκατάληψη ή σκοπιμότητα παρά ως στοιχειοθετημένη κριτική, αποδείχθηκαν εκ των πραγμάτων άτοπες.
Γεγονός όμως παραμένει ότι η επιτυχής ελληνική αντίδραση στην ιταλική εισβολή οφειλόταν όχι μόνο στην προετοιμασία, που οπωσδήποτε ήταν προϋπόθεση, αλλά και στις πρωτοβουλίες διοικητών του Μετώπου, όπως ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.
Ένας άλλος στρατηγός του Μετώπου είχε διηγηθεί προσωπικά στον συγγραφέα του παρόντος μια σκηνή που είχε διαδραματισθεί στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1946 ή 1947. Ο στρατηγός, που είχε διατελέσει μέλος των κατοχικών κυβερνήσεων, ήταν καταδικασμένος ως δοσίλογος και μαζί με άλλους συναδέλφους του κρατούνταν στο μέγαρο Ζελιώτη, στην αρχή της οδού Πατησίων, στο οποίο είχαν εγκλεισθεί οι επιφανείς δοσίλογοι. Σ’ έναν όροφο του κτιρίου βρίσκονταν οι δοσίλογοι υπουργοί, στους οποίους είχαν δοθεί διάφορα δωμάτια με έναν κεντρικό διάδρομο. Μπορούσαν να επικοινωνούν ελεύθερα μεταξύ τους, ενώ στον διάδρομο υπήρχαν χωροφύλακες και είχε τοποθετηθεί μια συσκευή ραδιοφώνου προς χρήση όλων. Το βράδυ της εθνικής επετείου άρχισε να μεταδίδεται ένα θεατρικό σκετς που αναφερόταν στο Καλπάκι. «Και ξάφνου, οι άνδρες του στρατηγού Κατσιμήτρου, με επικεφαλής τον ίδιο τον ήρωα διοικητή τους, εφορμούν και…». Την ίδια στιγμή ο Μουτούσης γυρνάει προς τον Κατσιμήτρο και τον βλέπει δακρυσμένο. Ο ήρωας στρατηγός, στον οποίον με τόσο θαυμασμό αναφερόταν ο ραδιοφωνικός αφηγητής, ήταν φυλακισμένος και αυτός στο μέγαρο Ζελιώτη ως δοσίλογος…
Αλλά χωρίς τον Κατσιμήτρο ίσως να μην είχε γραφεί το Έπος του ’40. Το ίδιο ισχύει και για άλλους στρατηγούς του Μετώπου που σε επόμενα στάδια ανέπτυξαν πρωτοβουλίες και αντέστρεψαν την πορεία του πολέμου. Οι Ιταλοί αιφνιδιάσθηκαν και αντί για την «ταχεία προέλαση» που είχαν επιζητήσει, βρέθηκαν σε τραγική θέση. Έτρεφαν πολλές αυταπάτες, όπως π.χ. ότι θα υπήρχαν μέλη της ελληνικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας που θα εκδηλώνονταν ως ιταλόφιλοι. Ούτε ένας στρατηγός δεν βρέθηκε που να αρνηθεί ή να ολιγωρήσει, η δε φημολογία που αναπτύχθηκε από την Ιταλία αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου περιοριζόταν μόνο στο όνομα του υπουργού διοικητή Πρωτευούσης Κώστα Κοτζιά.
Ο πληθωρικός εκείνος πολιτικός, που είχε αναπτύξει εξαιρετικές (λόγω ιδιοσυγκρασίας και επαγγελματικής προέλευσης ως διαφημιστής) δημόσιες σχέσεις με πολιτικούς παράγοντες της Ιταλίας και της Γερμανίας σε αλλεπάλληλα ταξίδια που είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν, είχε γίνει αντικείμενο για τις φρούδες ελπίδες που έτρεφαν στη Ρώμη. Ακόμη και λόγω της εμπλοκής του στην πρόσφατη ανεπιτυχή συνωμοσία των γερμανοφίλων, αυτές οι ελπίδες αντιπροσώπευαν για τους ενδιαφερόμενους ένα ειδικό βάρος. Δεν γνωρίζουμε σε τι συνίστατο ακριβώς η ούτως ή άλλως ύποπτη αποστολή του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που την πραγματοποίησε στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, ούτε πόσο αυτή αφορούσε ένα νέο συνωμοτικό σχέδιο, ενδεχομένως για την αντικατάσταση του Μεταξά από τον Κοτζιά και του Γεωργίου Β΄ από τον Διάδοχο Παύλο.
Για τον τελευταίο, ο οποίος μόλις προ διετίας είχε νυμφευθεί τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Φρειδερίκη, είχε γίνει λόγος στους γερμανοϊταλικούς κύκλους ότι επειδή εθεωρείτο γερμανόφιλος θα ήταν χρησιμότερο να διαδεχθεί την ώρα εκείνη τον αγγλόφιλο Βασιλέα Γεώργιο Β΄. Ο βασικός βιογράφος του Παύλου Στέλιος Χουρμούζιος αποκαλύπτει ότι την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1941 είχε διαβιβασθεί από τον Γερμανό απεσταλμένο του στρατάρχη Γκαίριγκ Ζεπ φον Άνγκερερ, που ήταν προσωπικός φίλος του και που επανειλημμένα στο παρελθόν είχε ξαναέλθει στην Αθήνα, πρόταση προς τον Διάδοχο να εξαναγκάσει τον αδελφό του σε παραίτηση, να τον διαδεχθεί στον θρόνο και στη συνέχεια, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να ορίσει άλλον πρωθυπουργό σε αντικατάσταση του Μεταξά, διατεθειμένο να εφαρμόσει νέα εξωτερική πολιτική και να υπογράψει «έντιμη» ανακωχή με την Ιταλία.
Ο αγγλόφιλος Γεώργιος Β΄ ήταν οπωσδήποτε ενοχλητικός και εθεωρείτο ότι ήταν εκείνος που αποτελούσε για το Λονδίνο εγγύηση της εξωτερικής πολιτικής. Η διαδοχή του από τον Παύλο θα έλυνε για τους ιθύνοντες του Βερολίνου το πρόβλημα, όσο και η διαδοχή του Μεταξά από τον Κοτζιά. Νωρίτερα, άλλωστε, σύμφωνα με την ενημέρωση που είχε το αρχηγείο των SD στο Βερολίνο (13 Νοεμβρίου 1940) και κατ’ επέκταση το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών από «αξιόπιστη πηγή»:
«Ο Ιταλός καθηγητής Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που αναχώρησε από την Αθήνα με το τελευταίο ιταλικό αεροπλάνο και που έστελνε τακτικές εκθέσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα στο ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών και σε άλλες ανώτερες ιταλικές υπηρεσίες (χρησιμοποιώντας σαν ταχυδρόμους τους Ιταλούς πιλότους), υπήρξε πολύ επιφυλαχτικός όταν ρωτήθηκε για τις εντυπώσεις του από την Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μαλαπάρτε βεβαίωσε ότι η Ιταλία προτίθεται να εξασφαλίσει “οριστική και παγία τάξη” στην Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει πως αποβλέπει να εγκαταστήσει επ’ άπειρον κατοχή της χώρας. Για την εξασφάλιση αυτού του στόχου η Ιταλία υπολογίζει στη συνεργασία του Έλληνα Διαδόχου, του διοικητή της Αθήνας Κοτζιά και του πρώην υπαρχηγού του Επιτελείου Πλατή».
Αυτές είναι οι εκτιμήσεις του Μαλαπάρτε, που είχε φθάσει στην Αθήνα ως «προσωπικός έκτακτος απεσταλμένος» του υπουργού Εξωτερικών Τσιάνο και όχι απλώς ως δημοσιογραφικός απεσταλμένος της εφημερίδας «Κοριέρε ντέλα Σέρα», όπως ήταν η επίσημη κάλυψή του. Μετέφερε προσωπικά μηνύματα τουλάχιστον στον επίσημο διπλωματικό εκπρόσωπο της Ιταλίας, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι δεν μετέφερε κάποια άλλα μηνύματα σε Έλληνες ανώτατους αξιωματούχους και παράγοντες, με τους οποίους συναντήθηκε. Το γεγονός ότι στην κρίσιμη αυτή φάση, αφού πλέον είχε αποφασισθεί η έναρξη του πολέμου με την Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε η αποστολή Μαλαπάρτε και ότι ο Τσιάνο ήθελε να προλάβει να συναντήσει τον Μαλαπάρτε πριν απ’ αυτήν, ώστε να γνωρίζει τα αποτελέσματα της αποστολής του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήθελε να γνωρίζει αν η εισβολή μπορούσε να στηριχθεί «πολιτικά», δηλ. αν δινόταν υπόσχεση εκ των έσω ανατροπής του πρωθυπουργού Μεταξά.
Είχαν πιστέψει οι Ιταλοί ότι ο δημοφιλέστερος όντως υπουργός μετά τον Μεταξά, ο Κοτζιάς, καθώς άφηνε ο ίδιος τα φιλοαξονικά του αισθήματα να αιωρούνται, θα μπορούσε να αντιταχθεί στην άρνηση του ιταλικού τελεσιγράφου και να επιχειρήσει ίσως τον παραμερισμό του πρωθυπουργού. Καμιά τέτοια εκδήλωση δεν υπήρξε, ενώ άλλωστε διαπιστώθηκε απόλυτη κυβερνητική και ευρύτερη εθνική συνοχή από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου. Παρ’ όλα αυτά, ελέχθη δημοσίως στην Ιταλία για προφανείς προπαγανδιστικούς σκοπούς ότι ο Κοτζιάς είχε διαφωνήσει, γεγονός που προκάλεσε τη σύνταξη μιας επίσημης διάψευσης:
«Εις Ιταλικάς εφημερίδας εδημοσιεύθη είδησις, μεταδοθείσα και υπό ξένων ραδιοφωνικών Σταθμών ότι ο υπουργός κ. Κοτζιάς από πολλού αντετίθετο εις τον πρωθυπουργόν κ. Μεταξάν επί της εξωτερικής πολιτικής και ότι κατά το ιστορικόν Υπουργικόν Συμβούλιον υπήρξαν διαφωνίαι ως προς την θέσιν ην θα έδει να λάβη η Ελλάς, έναντι των απαιτήσεων των Ιταλών των διαλαμβανομένων εις την γνωστήν ιταμήν Νόταν.
Προσετέθη εισέτι ότι ο Υπουργός Διοικητής της Πρωτευούσης κ. Κ. Κοτζιάς ήτο ο κυρίως διαφωνήσας ζωηρώς.
Ο Υπουργός Διοικητής Πρωτευούσης κ. Κ. Κοτζιάς προβαίνει άπαξ και κατά τρόπον σαφή και κατηγορηματικόν εις την κάτωθι δήλωσιν:
Δεν υπάρχει Έλλην – ουδείς – δυνάμενος να έχη οιονδήποτε άλλο αίσθημα, γνώμην ή αντίληψιν της καθαρώς εθνικής, πολύ περισσότερον είς Υπουργός, στενός συνεργάτης του Αρχηγού της Κυβερνήσεως κ. Ιωάν. Μεταξά, όπως εγώ. Θα έπρεπε να ρέη εις τας φλέβας μου νερό αντί αίματος διά να έχω και την παραμικράν έστω αντίρρησιν ως προς τον αναληφθέντα υπέρ όλων εθνικόν και φυλετικόν αγώνα.
Είναι δε απολύτως ψευδές ότι δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος προς την υπό του κ. Πρωθυπουργού ακολουθηθείσαν εξωτερικήν πολιτικήν.
Και τώρα το σύνθημα εν: “Νίκη”».
Το «ζήτημα Κοτζιά» το αναφέρει στις 31 Οκτωβρίου ο Μεταξάς και στο ολιγόλογο ημερολόγιό του, χωρίς άλλα σχόλια. Είναι προφανές ότι, πέραν της ευνόητης ενόχλησης που του προκαλεί, δεν αισθάνεται ανησυχία. Γενικότερα άλλωστε, στο ημερολόγιό του ο Μεταξάς δεν καταγράφει καμιά διαφωνία από τις 28 Οκτωβρίου, πλην της γνωστής αναφοράς του την ημέρα εκείνη «όλοι πλην Κύρου», για την οποία έχει δοθεί η εξής εξήγηση από τον τελευταίο:
«Περί την έκτην πρωινήν της πολυθρυλήτου 28ης Οκτωβρίου κατέφθασα και εγώ εις το Υπουργείον Εξωτερικών διά να συγχαρώ τον Πρωθυπουργόν του “Όχι!” και να ευχηθώ την νίκην της Πατρίδος. Εθεώρησα, όμως επιτακτικόν καθήκον όπως προσθέσω και μίαν σύστασιν: αυτό που δεν είχε γίνει προ 45, περίπου, ημερών με την προσφοράν του ναυάρχου Canaris, έπρεπε να γίνη, την ημέραν εκείνην, με τον πρεσβευτήν της Γερμανίας [Σημ. Τον κάθε άλλο παρά χιτλερικόν πρίγκιπα Erbach, του οποίου την όλην, τιμίαν και φιλελληνικήν, πολιτείαν, κατέδειξαν τα μεταπολεμικώς δημοσιευθέντα διπλωματικά έγγραφα της Γερμανίας]. Έπρεπε δηλαδή να τον καλέση αμέσως ο Μεταξάς, διά να διαμαρτυρηθή διά την απρόκλητον και τελείως αδικαιολόγητον επίθεσιν της συμμάχου τής Γερμανίας και να διατυπώση την ελπίδα, ότι θα διεμαρτύρετο και το Βερολίνον εις την Ρώμην. Μία τοιαύτη Ελληνική ενέργεια θα ημπορούσεν, ενδεχομένως, να συμβάλη εις την επιβράδυνσιν της μοιραίας, πλέον, γερμανικής συμμετοχής εις τον πόλεμον εναντίον μας. Εθύμωσε, τότε, ο αείμνηστος πολιτικός και μου είπεν ότι την ιστορικήν εκείνην ημέραν διά την Ελλάδα εδέχετο συγχαρητήρια, μόνον, και ευχάς και όχι συστάσεις…».
Η δυσαρέσκεια του Μεταξά έναντι του Κύρου δεν κράτησε πολύ, αφού άλλωστε δεν είχε βαθύτερα αίτια. Λίγες μέρες αργότερα και σε επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης που εξακολουθούσε να έχει, του ανέθεσε, μαζί με τους Β. Παπαδάκη και Ιω. Πολίτη, ο οποίος μόλις είχε φθάσει από τη Ρώμη, να επιμεληθούν τη σύνταξη της Λευκής Βίβλου.

Όταν αργά τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου 1940 ο ειδικός σιδηροδρομικός συρμός του Χίτλερ, που είχε την παράδοξη ονομασία «Amerika», έφευγε για να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι 7.000 χιλιομέτρων, κανείς, ούτε ο ίδιος ο Χίτλερ, δεν ήξερε πού θα κατέληγε. Όταν ξεκινούσε, είχε την προοπτική ότι θα μπορούσε εύκολα να επιτύχει την ένταξη της Ισπανίας στον Άξονα, καθώς και την ενεργό συμμετοχή της Γαλλίας στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα είχε την εντύπωση ότι στα Βαλκάνια δεν υπήρχε κανένα ενδεχόμενο να δημιουργηθεί πολεμικό μέτωπο. Και όταν εκείνο το βράδυ ξεκινούσε το δρομολόγιό του το «Amerika», δεν είχε περάσει από το μυαλό του Χίτλερ ότι θα χρειαζόταν να επισκεφθεί καν την Ιταλία για να συναντήσει τον Μουσολίνι, με τον οποίο είχαν βρεθεί μόλις δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, στις 4 Οκτωβρίου στο Μπρένερ.
Αυτό το ταξίδι δεν είχε θετικά αποτελέσματα. Ο δικτάτορας της Ισπανίας Φράνκο δεν πείσθηκε να εντάξει τη χώρα του στον Άξονα και έτσι το Γιβραλτάρ δεν θα περιερχόταν στα χέρια των Γερμανών, όπως υπολόγιζε ο Χίτλερ. Η συνδυασμένη με τη συνάντηση Φράνκο επακόλουθη συνάντησή του με τον Γάλλο στρατάρχη Πεταίν δεν είχε πλέον το ζωτικό αντικείμενο με το οποίο την είχε σχεδιάσει, ύστερα από την άρνηση των Ισπανών. Πραγματοποιήθηκε απλώς γιατί ήταν προετοιμασμένη.
Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου το τρένο του Χίτλερ, αφού είχαν ολοκληρωθεί αυτές οι συναντήσεις, έμεινε όλη τη νύχτα στο Μοντουάρ και επρόκειτο τα ξημερώματα να ξεκινήσει με κατεύθυνση το Βερολίνο. Ξαφνικά όμως του επιδόθηκε μια πολυσέλιδη επιστολή του Μουσολίνι, που είχε φθάσει τηλετυπικά στο τρένο. Ένα μεγάλο μέρος της επιστολής, που είχε ημερομηνία πέντε μέρες νωρίτερα, αναφερόταν σε άλλα θέματα για τις σχέσεις με τη Γαλλία, αλλά στο τέλος μιλούσε για το σχέδιό του να αντιμετωπίσει τη βρετανική απειλή, που υποκρυπτόταν στην Ελλάδα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Χίτλερ στη Νορβηγία που την πρόλαβε. «Όσον αφορά την Ελλάδα, είμαι αποφασισμένος να δράσω χωρίς δισταγμό και πραγματικά να δράσω ταχύτατα».
Ο Χίτλερ εξεπλάγη. Η αντίδρασή του ήταν να ζητήσει από το υπουργείο Εξωτερικών να οργανώσει μια συνάντησή του με τον Μουσολίνι στη Βόρεια Ιταλία σε μερικές μέρες. Δεν φανταζόταν ότι το θέμα ήταν επείγον, διότι θεωρούσε παρακινδυνευμένο ότι αυτή την εποχή, με βροχές και χιόνια, θα μπορούσαν οι Ιταλοί να έχουν σχεδιάσει μια επίθεση κατά της Ελλάδος. Άλλωστε, από πολιτικής πλευράς, θα είχε πολλές παρενέργειες μια τέτοια απόφαση, αφού το λιγότερο θα έδινε τη δυνατότητα στην Αγγλία να καταλάβει αμέσως την Κρήτη και άλλα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα το βεληνεκές των βρετανικών αεροσκαφών να εγγίζει πλέον την κρίσιμη ζώνη με τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι!
Η αλήθεια είναι ότι τρεις εβδομάδες νωρίτερα, κατά τη συνάντηση της 4ης Οκτωβρίου στο Μπρένερ, ο Μουσολίνι είχε κάνει μνεία ότι στην υποθετική περίπτωση που οι Βρετανοί θα εισέβαλαν στην Ελλάδα, θα προχωρούσε στην κατάληψή της. Ο Χίτλερ πίστευε τότε ότι επρόκειτο περί θεωρητικής συζήτησης και με την έννοια αυτή είχε συναινέσει. Δεν φανταζόταν ότι η ιταλική ενέργεια θα εκδηλωνόταν χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε βρετανική ανάμιξη.
Αποφάσισε πάντως να σπεύσει να συναντήσει τον Μουσολίνι για να διευκρινήσει τις προθέσεις του και φυσικά να τον αποτρέψει από μια τέτοια βιαστική ενέργεια. Η συνάντηση προγραμματίστηκε για τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου στις 11 το πρωί και έτσι ο Χίτλερ έδωσε διαταγή το τρένο του να κατευθυνθεί αντί για το Βερολίνο στο Μόναχο, όπου έφτασε το Σάββατο, και από εκεί να κατευθυνθεί στη Φλωρεντία, όπου θα έβλεπε τον Μουσολίνι. Εκείνες τις τελευταίες ημέρες πριν από τη Δευτέρα είχαν πυκνώσει οι πληροφορίες για επικείμενη ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, που συγκεντρώνονταν στο Βερολίνο, αλλά δεν είχαν διαβιβασθεί στο τρένο του Χίτλερ μέχρι το πρωί της Δευτέρας.
Το «Amerika» έφυγε από το Μόναχο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, στις 6. Ήδη είχαν αρχίσει οι πρώτες αψιμαχίες, αφού ως γνωστόν στις 3 π.μ. είχε επιδοθεί από τον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι το ιταλικό τελεσίγραφο στον Μεταξά, που τον είχε ξυπνήσει στο σπίτι του στην Κηφισιά. Οι πρώτες σαφείς πληροφορίες για την πραγματοποίηση της ιταλικής επίθεσης δόθηκαν στον Χίτλερ μιάμιση ώρα πριν φθάσει στη Φλωρεντία. Και ενώ μέχρι τότε είχε κατά νου ότι μόλις τον έβλεπε θα μπορούσε να πείσει τον Μουσολίνι να μην επιτεθεί στην Ελλάδα και να αναβάλει τα σχέδιά του για αργότερα και σε περιορισμένη κλίμακα, τώρα καταλάβαινε ότι αυτή η συνάντηση θα ήταν μάταιη.
Όταν μετά από λίγο, στις 11 π.μ., συναντήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλωρεντίας, η πρώτη κουβέντα που του είπε ο Μουσολίνι, και μάλιστα στα γερμανικά, ήταν: «Φύρερ, προελαύνουμε!».
Ο Χίτλερ ήταν δύσπιστος και μετά λίγες μέρες θα επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά. Μπορούσε να προδικάσει τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και χωρίς απορία πληροφορήθηκε στα επόμενα 24ωρα ότι η Κρήτη είχε καταληφθεί από βρετανικές δυνάμεις ή ότι η ιταλική επίθεση αποτύγχανε.
Μέχρι τότε ο Άξονας ήταν πράγματι αήττητος. Καμιά στρατιωτική επιχείρηση, που είχε πραγματοποιήσει, δεν είχε αποτύχει και πάντα γινόταν με αιφνιδιαστικό τρόπο και ταχύτατα. Τώρα τα δεδομένα άλλαζαν και ο Χίτλερ διαπίστωνε ότι ο «αέρας της νίκης», που μέχρι τότε συνόδευε κάθε κίνηση, χανόταν μαζί με όλα τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα.
Η Γερμανία υποχρεώθηκε να επανεξετάσει όλα τα δεδομένα που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ενώ λίγο αργότερα θα δώσει διαταγή στο επιτελείο του να συντάξει για παν ενδεχόμενο ένα επιτελικό σχέδιο για την κατάληψη της Ελλάδος. Πρόκειται για το σχέδιο «Μαρίτα», που τελικά θα εφαρμοσθεί τον Απρίλιο 1941 προσαρμοσμένο στις εξελίξεις που θα έχουν μεσολαβήσει.
Βεβαίως δεν ήταν μόνον ο Χίτλερ που είχε ανησυχήσει με την ιταλική περιπέτεια στην Ελλάδα, που φυσικά ανέτρεπε τις ισορροπίες σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Και οι στρατηγοί του γερμανικού επιτελείου είχαν παρόμοιες ανησυχίες, όπως αποκάλυψε μετά τον πόλεμο ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ενώ επισημαινόταν ένα σημαντικό γεγονός: μέχρι τότε η Γερμανία προμηθευόταν ορισμένα κρίσιμα είδη από την Ελλάδα μέσω του ελληνογερμανικού κλήριγκ και τώρα κάποια στιγμή θα έπρεπε να της λείψουν.
Ο Μπαντόλιο ανέφερε συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Η Ιταλία κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο»: «Τον Νοέμβριο (1940) πήγα στο Ίνσμπρουκ για να συναντήσω τον αρχηγό του γερμανικού γενικού επιτελείου στρατηγό Κάιτελ. Εκείνος αμέσως μου έκανε την παρατήρηση επειδή πήραμε την πρωτοβουλία να επιτεθούμε κατά της Ελλάδος, χωρίς προηγουμένως να έχουμε ειδοποιήσει τον Φύρερ, που επιθυμούσε να μην διαταραχθεί η κατάσταση στα Βαλκάνια. Από την Ελλάδα η Γερμανία έπαιρνε όχι λίγες προμήθειες, οι οποίες θα της έλειπαν αργότερα. Αν, είπε ο Κάιτελ, είχα ειδοποιηθεί, θα πήγαινα αεροπορικώς στη Ρώμη για να εμποδίσω την εκστρατεία αυτή. Έπρεπε να του πω την αλήθεια, ότι δηλαδή είχαμε πάρει εντολή από τον Ντούτσε να μην ανακοινώσουμε τίποτε σχετικό στους Γερμανούς. Πράγματι, τέτοια διαταγή είχε δοθεί και όταν ανέφερα ότι από υποχρέωση προς τον σύμμαχό μας είχαμε χρέος μας να του ανακοινώσουμε την απόφασή μας, ο Μουσολίνι ενοχλήθηκε και μου απάντησε: “Μας ειδοποίησαν μήπως οι Γερμανοί όταν επιτέθηκαν εναντίον της Νορβηγίας ή και για άλλες επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν; Μας αγνόησαν τελείως. Τώρα και εγώ τους πληρώνω με το ίδιο νόμισμα”».
Η επίθεση της Ιταλίας σύντομα φάνηκε ότι ήταν μια καθαρή αποτυχία. Ο Μουσολίνι αναγκαζόταν να στέλνει όλο και νέα στρατεύματα, για να παίρνει την ίδια σταθερή ελληνική έμπρακτη απάντηση.
Στο τέλος του πολέμου, μερικές εβδομάδες πριν από την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, ο Χίτλερ υπαγορεύει στον Μάρτιν Μπόρμαν ένα είδος ανασκόπησης των πολεμικών γεγονότων. Αν και αποφεύγει μέχρι τέλους να κάνει επικρίσεις για τον Μουσολίνι, που τον θεωρούσε εμπνευσμένο ηγέτη για τη χώρα του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτία για τον πόλεμο που χάνεται οφείλεται στην «ηλίθια εκστρατεία» εναντίον της Ελλάδος. «Θα είχα επιτεθεί στη Ρωσία μερικές εβδομάδες νωρίτερα», λέει. Χαρακτηριστικά υπαγορεύει στον Μπόρμαν:
«Ενώ ήμουν απασχολημένος πρώτα στο Μοντουάρ, δημιουργώντας μια μάταιη πολιτική συνεργασίας με τη Γαλλία, κι έπειτα στο Χεντάγιε, όπου έπρεπε να υποβληθώ στο να δεχθώ αηδείς τιμές από τα χέρια ενός ψεύτικου φίλου, ένας τρίτος Λατίνος - κι ένας, αυτή τη φορά, που ήταν πραγματικός φίλος - επωφελήθηκε από την απασχόλησή μου για να βάλει μπροστά την καταστρεπτική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος».
Σε άλλη περίπτωση, αναφέρεται και πάλι στη βεβιασμένη ιταλική επίθεση:
«Οι Ιταλοί είχαν το θάρρος να ριχτούν, χωρίς να ζητήσουν τη συμβουλή μας και χωρίς να μας δώσουν προηγούμενη προειδοποίηση για τους σκοπούς τους σε μια άσκοπη εκστρατεία στην Ελλάδα. Οι ντροπιασμένες ήττες που έπαθαν έκαναν μερικά βαλκανικά κράτη να μας βλέπουν με οργή και περιφρόνηση. Εδώ, και πουθενά αλλού, βρίσκονται οι αιτίες της σκλήρυνσης της στάσης της Γιουγκοσλαβίας και της μεταστροφής της την άνοιξη του 1941. Αυτό μας υποχρέωσε, αντίθετα με όλα τα σχέδιά μας, να επεμβούμε στα Βαλκάνια κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια καταστρεπτική καθυστέρηση στην εξαπόλυση της επίθεσής μας εναντίον της Ρωσίας. Υποχρεωθήκαμε εκεί να στείλουμε μερικές από τις καλύτερες μεραρχίες μας. Και σαν ξεκάθαρο αποτέλεσμα, υποχρεωθήκαμε τότε να καταλάβουμε μεγάλες περιοχές όπου, αν δεν ήταν η ανόητη αυτή επίδειξη, η παρουσία των στρατευμάτων μας θα ήταν απολύτως περιττή. Τα βαλκανικά κράτη θα ήταν πλήρως ικανοποιημένα, αν τους επιτρεπόταν να διατηρήσουν στάση ευμενούς ουδετερότητας απέναντί μας. Όσο για τους αλεξιπτωτιστές μας, θα προτιμούσα να τους είχα εξαπολύσει εναντίον του Γιβραλτάρ παρά εναντίον της Κορίνθου ή της Κρήτης!
»Αχ! Αν μονάχα οι Ιταλοί έμεναν μακριά απ’ αυτόν τον πόλεμο! Αν εξακολουθούσαν να παραμένουν στην κατάσταση του μη εμπόλεμου! Ενόψει της φιλίας και των κοινών συμφερόντων που μας δένουν, τι ανεκτίμητη αξία θα είχε για μας μια τέτοια στάση! Οι ίδιοι οι σύμμαχοι θα ήταν ενθουσιασμένοι, αφού αν και δεν είχαν ποτέ πολύ καλή γνώμη για τις πολεμικές αρετές της Ιταλίας, ούτε αυτοί ονειρεύονταν πως θα αποδεικνύονταν τόσο αδύναμη όσο ήταν. Θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους τυχερούς να βλέπουν να παραμένει ουδέτερη μια τέτοια δύναμη σαν αυτή που απέδιδαν στους Ιταλούς. Ακόμη κι έτσι, δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν και θα υποχρεώνονταν να ακινητοποιήσουν μεγάλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο μιας παρέμβασης που ήταν πάντα απειλητική και που ήταν πάντα δυνατή, αν δεν ήταν πιθανή. Από την άποψή μας, αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να υπάρξει ένας σημαντικός αριθμός βρετανικών στρατευμάτων, ακινητοποιημένος και χωρίς να αποκτήσει την πείρα της μάχης ούτε τον αέρα που απορρέει από τη νίκη - με λίγα λόγια, ένα είδος “περίεργου πολέμου” και όσο περισσότερο αυτός συνεχιζόταν, τόσο μεγαλύτερα θα ήταν τα πλεονεκτήματα που κερδίζαμε απ’ αυτόν...
»Αν ο πόλεμος είχε παραμείνει πόλεμος, που τον έκαναν οι Γερμανοί και όχι ο Άξονας, θα είμαστε σε θέση να επιτεθούμε εναντίον της Ρωσίας στις 15 Μαΐου 1941. Διπλά ενισχυμένοι από το γεγονός ότι οι δυνάμεις μας δεν είχαν γνωρίσει τίποτε άλλο από αποφασιστικές και αδιαμφισβήτητες νίκες, θα είχαμε παραμείνει ικανοί να ολοκληρώσουμε την εκστρατεία πριν έρθει ο πόλεμος. Πόσο διαφορετικά θα κατέληγαν όλα!».
Αυτά έλεγε ο Χίτλερ τον Φεβρουάριο 1945, εν είδει απολογισμού, όταν πλέον οι ελπίδες του είχαν χαθεί. Θα ήθελε πολύ να είχε αποφευχθεί η εμπλοκή της Γερμανίας με τον πόλεμο στην Ελλάδα, κάτι που όμως προϋπέθετε ότι η Ιταλία δεν θα το είχε αποτολμήσει.
Στη βάση μιας ψυχρής λογικής η άποψη του Χίτλερ ήταν αρνητική στην ιδέα πολέμου με την Ελλάδα, ενώ – αντιθέτως – ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο στηρίζονταν σε μια εμπάθεια όταν αποφάσιζαν τον πόλεμο κατά της Ελλάδος. Ήταν ένας πόλεμος που εξελίχθηκε εντελώς απρόσμενα και που δικαιολογούσε κάθε διεθνή συμπάθεια για τη μικρή Ελλάδα και την πάνοπλη Ιταλία.
Ο ναύαρχος Περικλής Ιακ. Αργυρόπουλος, παλαιός αντιβενιζελικός άλλοτε βουλευτής και υπουργός, που ο Μεταξάς τον είχε επιστρατεύσει και τον είχε στείλει ως πρεσβευτή εκ προσωπικοτήτων στην Ισπανία του Φράνκο, δίνει χαρακτηριστικά το κλίμα συμπάθειας που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην ουδέτερη Ισπανία, όπως συνέβαινε και στην Ελβετία ή άλλες ουδέτερες χώρες. Σε τέτοιες μαρτυρίες είναι τουλάχιστον ασυνήθιστο, αν όχι παράδοξο, να διαπιστώνει κανείς τη θετική στάση που κρατούσαν απέναντι στην Ελλάδα οι Γερμανοί διπλωμάτες.
Κάτι ανάλογο αντιπροσώπευε και η στάση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα πρίγκιπα Έρμπαχ. Όχι μόνο στις ιδιωτικές συνομιλίες του, αλλά και στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του. «Χάσαμε στην Ελλάδα έναν μικρό, αλλά καθόλου κακό φίλο», έγραφε σε έκθεσή του προς το Βερολίνο ο πρίγκιπας Βίκτωρ Έρμπαχ-Σαίνμπεργκ, στις 15 Νοεμβρίου 1940. Μεταξύ άλλων ανέφερε:
«[...] Στην περίπτωση της Ελλάδας η Ιταλία δεν διδάχθηκε τίποτε από τα γερμανικά πρότυπα και, ακόμα χειρότερο, δεν διδάχθηκε τίποτε από την ιστορία της Ελλάδας και ιδιαίτερα από την τραγική ιστορία των ετών 1915-1917, όταν η γαλλική υπηρεσία πληροφοριών και προπαγάνδας εργάστηκε με εξαιρετικά άστοχο τρόπο. Η ιταλική προπαγάνδα αντικατέστησε έναν έξυπνο Ιταλό φασίστα, τον δόκτορα Μάριο Γκουασταμάχια, αντιπρόσωπο της Ηλεκτρικής Ιταλικής Εταιρίας Αθηνών του κόμη Βόλπι, περί τα μέσα του Οκτωβρίου, με τη δικαιολογία ότι «ήταν ο πιο κουτός από τους πράκτορές μας». Πιο ξεκάθαρα προδιέγραψε τα αποτελέσματα της ιταλικής προπαγάνδας ο εδώ Βούλγαρος πρεσβευτής, λίγες ώρες πριν από την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου: “Η Ιταλία, με την προπαγάνδα της, πέτυχε στην Ελλάδα σε διάστημα δύο μηνών, ό,τι δεν θα τολμούσε να ονειρευθεί καν η Αγγλία. Η Ιταλία εργάστηκε στην Ελλάδα για λογαριασμό των Άγγλων”.
[...] Ενώ ο πληθυσμός της πρωτεύουσας, γνωρίζοντας τη γρήγορη και αποτελεσματική τακτική των Γερμανών, φοβόταν ότι ίσως θα έβλεπε τη Δευτέρα το πρωί ιταλικές δυνάμεις να αποβιβάζονται από τον αέρα στο αεροδρόμιο της Αθήνας, η ιταλική αεροπορία πραγματοποίησε από πολύ μεγάλο ύψος και με σχεδόν ανύπαρκτη αντιαεροπορική άμυνα την πρώτη επίθεσή της εναντίον του αεροδρομίου αυτού. Το “καταστραφέν” αεροδρόμιο, σύμφωνα με το ιταλικό ανακοινωθέν που ακολούθησε, δεν έπαθε τίποτε. Μία μόνο βόμβα έφθασε σε μια γωνία του αεροδρομίου και χτύπησε μερικές πέτρες ενός παραπήγματος. Οι υπόλοιπες βόμβες έπεσαν δυόμισι χιλιόμετρα μακρύτερα από το αεροδρόμιο, σ’ ένα χέρσο μέρος, με μόνη επιτυχία να σκοτωθεί ένας γέρος χωρικός και να τραυματισθούν δύο γυναίκες. Την πρώτη επίθεση ακολούθησαν ακόμη μερικοί αεροπορικοί συναγερμοί. Στην περιοχή της Αθήνας, εν τούτοις, με εξαίρεση το Φάληρο και τον Πειραιά, δεν έπεσαν άλλες βόμβες. Τις τελευταίες οκτώ ημέρες άλλωστε, αφότου δηλαδή έφθασαν τα αγγλικά αντιαεροπορικά, δεν φαίνεται κανένα ιταλικό αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα, ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αν και η ορατότητα των σεληνοφώτιστων αττικών νυχτών είναι συνήθως εξαιρετική.
[...] Αληθινά εκπληκτική ήταν η οργάνωση και η εφαρμογή της συσκότισης στην Αθήνα, ήδη από την πρώτη ημέρα, αν και δεν είχαν προηγηθεί σχετικές ασκήσεις. Η επιστράτευση πραγματοποιήθηκε, όσο μπορούσε κανείς να αντιληφθεί από την Αθήνα, ομαλά και χωρίς το παραμικρό επεισόδιο. Οι Ιταλοί με τον παράλογο τορπιλισμό του καταδρομικού “Έλλη” άφησαν στους Έλληνες δύο μήνες για να προετοιμαστούν. Οι άνδρες που κλήθηκαν υπό τα όπλα έφθαναν το πρώτο πρωί της επιστράτευσης στα κέντρα που είχαν ορισθεί σε πυκνές ομάδες. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει απερίγραπτες σκηνές ενθουσιασμού στα κέντρα αυτά, και μάλιστα ενθουσιασμού χωρίς κανένα ίχνος νότιου θεατρινισμού ή συναισθηματικής επιπολαιότητας. Ανάμεσα στους εκατοντάδες που είχαν ντυθεί με το χακί, και που τους είδα με τα μάτια μου, μόνον ένα είδα δακρυσμένο. Αποχαιρετούσε τους γονείς του που είχαν έρθει στο στρατόπεδο και έφευγε για το μέτωπο. Ο πατέρας, ένας χωρικός, του έδωσε το χέρι και τον άκουσα να λέει: “Μην κλαις. Αποφάσισε ήσυχα ότι θα σκοτωθείς. Αν πεθάνεις, επειδή δεν έχω άλλο παιδί, θα πάρω εγώ τη θέση σου στο μέτωπο”.
Παρόμοιες ιστορίες ακούγονται παντού στους δρόμους, όλες αυθόρμητες. Αν οι Ιταλοί είχαν στηρίξει τις πληροφορίες τους σε ανάλογες μικρές ιστορίες του λαού, και δεν βασίζονταν στις “βόμβες” των πρακτόρων τους, δεν θα είχαν υποστεί τόσες εκπλήξεις από τη στάση των Ελλήνων.
[...] Δέκα τέσσερις μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, η ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού στην Αθήνα εξακολουθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία, ότι ο λαός χαρακτηρίζει αυτόν τον πόλεμο ως δικό του πόλεμο και κυριαρχείται από το αίσθημα ότι με τον αγώνα του υπηρετεί το δίκαιο. Για έναν πτωχό λαό, που μόλις πριν από εκατό χρόνια θυσιάστηκε σύσσωμος και προτίμησε την πλήρη αθλιότητα για να ζήσει ελεύθερος, η εθνική του ανεξαρτησία, όσο και αν φαίνεται άποψη εκτός εποχής, δεν είναι έννοια χωρίς περιεχόμενο, ιδιαίτερα απέναντι σ’ ένα εχθρό όπως οι Ιταλοί.
[...] Ότι η Γερμανία, αργά ή γρήγορα, θα εισέλθει στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, κανένας πλέον δεν το αμφισβητεί εδώ, αν και τις πρώτες ημέρες εκδηλωνόταν η γνώμη ότι δεν θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες μια ουδετερότητα. Με το πρίσμα αυτό θα έπρεπε να ερμηνευθεί η εξαιρετικά άψογη στάση του αθηναϊκού πληθυσμού απέναντι στους Γερμανούς υπηκόους. Στους υπαλλήλους δόθηκαν αυστηρές εντολές να συμπεριφέρονται προς τους Γερμανούς, ακριβώς όπως και πριν. Και πράγματι δεν θίχτηκε ούτε τρίχα Γερμανού υπηκόου. Γι’ αυτό προξένησε πολύ κακή εντύπωση εδώ εκείνο που μεταδόθηκε από γερμανικό ραδιοσταθμό ότι οι υπήκοοι του Ράιχ στην Αθήνα υπέστησαν “κακή μεταχείριση”. Ένας μικρός αριθμός Γερμανών συνελήφθη, διότι δεν σεβόταν τις διατάξεις περί συσκότισης της πόλης, ή λόγω καταγγελιών. Ήδη όμως όλοι είναι πάλι ελεύθεροι, εκτός από τη Γερμανίδα γραμματέα ενός Ούγγρου “εμπόρου”, εναντίον του οποίου υπάρχουν σοβαρά στοιχεία. Όλες αυτές τις υποθέσεις διεκπεραίωσε με τόση ευσυνειδησία και αντικειμενικότητα ο διευθυντής του Τμήματος Αλλοδαπών Σπυρίδων Παξινός, ώστε η βρετανική πρεσβεία ζήτησε την αντικατάστασή του με άλλο πρόσωπο.
[...] Αν, πράγμα τελείως απίθανο, βρισκόταν τώρα μία ομάδα ανθρώπων αποφασισμένη να δημιουργήσει εσωτερικά ζητήματα στην κυβέρνηση, το εγχείρημα θα αντιμετωπιζόταν έγκαιρα χωρίς δυσκολία και θα αποτύγχανε εντελώς. Η θέση της κυβέρνησης είναι τώρα τόσο ισχυρή, ώστε θεώρησε ακίνδυνο για την ίδια, με την έναρξη του πολέμου, να απελευθερώσει ένα μεγάλο μέρος από τους πολιτικούς αντιπάλους της που ήταν εξόριστοι σε νησιά. Ανάμεσά τους απελευθερώθηκαν όχι μόνο πρώην κομμουνιστές, αλλά και πρόσωπα με δύναμη πολιτική που ανήκουν στην αντιπολίτευση, όπως για παράδειγμα ο καθηγητής Π. Κανελλόπουλος, που άλλοτε ήταν ένας από τους φανατικότερους εχθρούς του στρατηγού Μεταξά.
[...] Εν τω μεταξύ, η Αγγλία όλο και περισσότερο κατακτά πνευματικά και ψυχολογικά την Ελλάδα. Όχι μόνο οι ιταλικές, αλλά και οι ειδήσεις που προέρχονται από τη Γερμανία, δεν δημοσιεύονται στον ελληνικό Τύπο. Τα πρώτα βρετανικά πολεμικά φιλμ προβάλλονται ήδη στους αθηναϊκούς κινηματογράφους. Τους αξιωματικούς της βρετανικής αεροπορίας που εισέρχονται σε καφενεία δεν τους “σφυρίζουν” οι Έλληνες, όπως ισχυρίζεται το ιταλικό ραδιόφωνο, αλλά τους αγκαλιάζουν. Εναντίον του Έλληνα “προδότη” διεξάγεται επιτυχής προπαγάνδα. Τόσο η κυβέρνηση, όσο και ο πνευματικός κόσμος επιστρατεύουν τον απόδημο Ελληνισμό και τους οπουδήποτε φιλέλληνες.
Χάσαμε στην Ελλάδα ένα μικρό, αλλά καθόλου κακό φίλο.
[...] Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τελικά στη Γερμανία γι’ αυτόν τον λαό, θα πρέπει να βασίζονται οπωσδήποτε σε δύο βασικές προϋποθέσεις: στη γνώση της εν γένει ψυχικής διάρθρωσης της Ελλάδας και των ψυχολογικών αντιδράσεων των Ελλήνων. Αντίθετα, επιβάλλεται δυσπιστία απέναντι σ’ εκείνους που προβάλλουν τα προσωπικά τους συμφέροντα αντί για τα πραγματικά γεγονότα που δεν τους αρέσουν».
Χαμογελούσαν ειρωνικά οι Γερμανοί για τα όσα οι σύμμαχοί τους αντιμετώπιζαν στο Αλβανικό Μέτωπο. Αλλά και ο ίδιος ο Χίτλερ, όταν κατάλαβε ότι η Ιταλία δεν είχε καμιά ελπίδα για να καταβάλει την Ελλάδα, πήρε την απόφαση να βοηθήσει τη σύμμαχό του. Γράφει στον Μουσολίνι, ανάμεσα σε πολλές αιχμές:
«Βιέννη, 20 Νοεμβρίου 1940
Ντούτσε,
Επιτρέψτε μου να αρχίσω την παρούσα μου με τη διαβεβαίωση ότι η καρδιά και τα αισθήματά μου ήταν πάντα μαζί σας, περισσότερο παρά ποτέ, κατά το δεκαπενθήμερο που πέρασε. Θα ήθελα επίσης να σας πληροφορήσω για την απόφασή μου να πράξω κάθε τι που θα μπορούσε να σας ανακουφίσει κατά τις παρούσες περιστάσεις.
Όταν σας παρακάλεσα να με δεχθείτε στη Φλωρεντία, άρχισα το ταξίδι μου με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να σας ενημερώσω για τις απόψεις μου πριν από την έκρηξη της απειλητικής διενέξεως με την Ελλάδα, για την οποία είχα αόριστες μόνο πληροφορίες.
Επιθυμούσα, προπαντός, να σας πείσω να αναβάλετε τη δράση για λίγο, μάλλον σε καταλληλότερη εποχή, πάντως μέχρι να τελειώσουν οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδίως ήθελα να σας τονίσω την ανάγκη να μην αναληφθεί δράση πριν από την αστραπιαία κατάληψη της Κρήτης. Για την επιχείρηση αυτή ήθελα να σας κάνω πρακτικές προτάσεις για τη χρησιμοποίηση μιας μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και άλλης μιας αεροκίνητης μεραρχίας πεζικού επιθέσεως.
Η σειρά των γεγονότων, όπως εξελίχθηκαν εν τω μεταξύ μέχρι σήμερα, έχουν ψυχολογικές συνέπειες και στρατιωτικούς αντίκτυπους υψίστης σημασίας. Ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη να ριφθεί πλήρες φως σ’ αυτά.
Θα αναλύσω την κατάσταση στα μέρη που την συνθέτουν, καθώς έχω τη γνώμη ότι έτσι θα προκύψουν τα ενδεικνυόμενα συμπεράσματα για τα αναγκαία αντίμετρα.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Είναι δυσάρεστες, καθώς η ελληνική κατάσταση βαραίνει πολύ και δυσμενώς στις διπλωματικές προπαρασκευές που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Μιλώντας γενικά, αισθανόμαστε τις συνέπειες με την ενίσχυση της τάσεως να μην εκδηλωθούν πρόωρα εις όφελός μας, αλλά να περιμένουμε περαιτέρω εξελίξεις εκ μέρους διαφόρων εθνών.
Η Βουλγαρία, η οποία και πριν είχε δείξει ελάχιστη διάθεση να προσχωρήσει στο Τριμερές, τώρα είναι εντελώς αδιάφορη ακόμη και για τη σκέψη μιας τέτοιας αποφάσεως. Ακόμη και σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, είναι τώρα δυσκολότερο να διαπραγματευόμαστε μαζί της και να στρέψουμε τις σοβιετικές φιλοδοξίες προς Ανατολάς. Ο κ. Μολότωφ, αντιθέτως, άφησε να εννοηθεί ότι ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τα Βαλκάνια.
Επί του παρόντος, δεν μπορούμε απ’ αυτό να καθορίσουμε την εντύπωση που προξενήθηκε στη Γιουγκοσλαβία.
Αλλά και σ’ αυτήν ακόμη τη Γαλλία, αναμφισβητήτως υπάρχει αισθητή ενίσχυση της θέσεως εκείνων που κηρύσσουν την αναμονή και βεβαιώνουν ότι η τελευταία λέξη για τον παρόντα πόλεμο δεν έχει ακόμη λεχθεί.
Οι ψυχολογικές συνέπειες, αυτές καθεαυτές, δεν έχουν σημασία. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι το να μην γεννήσουν εμπόδια στις μελλοντικές μας επιχειρήσεις, κυρίως δε να μην αποτελέσουν αφορμή για έθνη, όπως η Γιουγκοσλαβία, να υιοθετήσουν στάση καθόλου φιλική, δεδομένου ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει, αν όχι καταστροφή, τουλάχιστον όμως ανεπιθύμητη εξάπλωση της συρράξεως.
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η συμπεριφορά της Τουρκίας, καθώς η στάση της θα επηρεάσει αποφασιστικά εκείνη της Βουλγαρίας.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Αυτές είναι, Ντούτσε, πολύ σοβαρές.
Η Αγγλία θα αποκτήσει κάποιον αριθμό αεροπορικών βάσεων, που όχι μόνο θα την φέρουν κοντά στις πετρελαιοπηγές του Πλοεστίου, αλλά επίσης σε άμεση γειτνίαση με ολόκληρη τη Νότιο Ιταλία, ιδίως δε με τα λιμάνια επιβιβάσεως, τη μητροπολιτική Ιταλία και την Αλβανία.
Ενώ μέχρι τώρα οι ρουμανικές πετρελαιοπηγές δεν ήταν καν μέσα στην ακτίνα δράσεως των βρετανικών βομβαρδιστικών, αυτά πλησίασαν τώρα σε απόσταση πτήσεως μικρότερη των 500 χιλιομέτρων.
Τώρα, Ντούτσε, ένα πράγμα είναι σαφές: δεν υπάρχει τρόπος αποτελεσματικής προστασίας των πετρελαιοπηγών. Και αυτό ακόμη το αντιαεροπορικό μας πυροβολικό μπορεί με τα πυρά του να θέσει εξίσου σε κίνδυνο τέτοια ζώνη, όσο και ο επιτιθέμενος.
Αν καταστραφούν τα διυλιστήρια του πετρελαίου, η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη.
Η Νότιος Ιταλία και τα λιμάνια της, όσο και ολόκληρη η Αλβανία βρίσκονται τώρα μέσα στην ακτίνα δράσεως των βρετανικών βομβαρδιστικών. Είναι προφανές ότι η Αγγλία καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τις από αέρος ιταλικές επιθέσεις αντιποίνων που καταστρέφουν ελληνικές πόλεις. Από την άποψη αυτή, αποφασιστική σημασία παρουσιάζει η εναντίον των ιταλικών πόλεων επίθεση.
Θεωρώ δε ως εντελώς μάταιη την από ξηράς, από το αλβανικό έδαφος, επίθεση κατά των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αν τέτοια επίθεση επιχειρηθεί πριν από τον Μάρτιο.
Η καταστροφή των βρετανικών αεροπορικών βάσεων από αέρος πρέπει επίσης να αποκλείεται, με βάση τη μέχρι τώρα πείρα του πολέμου. Είναι ευκολότερο κανείς να καταστρέψει ο,τιδήποτε παρά μια αεροπορική βάση. Το γεγονός είναι ότι, όπως φοβόμουν, η Αγγλία κατέλαβε την Κρήτη. Πρόκειται να βάλει πόδι και σε κάποια άλλα νησιά και να εγκαταστήσει αεροπορικές βάσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ αυτών δε δύο κοντά στη Θεσσαλονίκη, και ίσως δύο στη Θράκη. Και αυτή η Ρόδος μπορεί τώρα να προσβληθεί από τα βαρέα βρετανικά καταδιωκτικά και αν, όπως φαίνεται, οι Άγγλοι εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις στη Δυτική Ελλάδα, όλες οι νότιες παραθαλάσσιες ιταλικές πόλεις και τοποθεσίες θα απειληθούν σοβαρά.
Από στρατιωτικής απόψεως, η κατάσταση αυτή αποτελεί απειλή. Από οικονομικής απόψεως τα όσα αφορούν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές πραγματικά προκαλούν τρόμο.
Προς αντιμετώπιση, προτείνω τα εξής μέτρα:
1. ΜΕΤΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
α. Πρέπει να πεισθεί η Ισπανία ώστε ΑΜΕΣΩΣ να εισέλθει στη σύρραξη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το νωρίτερο η ισπανική επέμβαση μπορεί να γίνει μέσα σε έξι εβδομάδες. Η ισπανική επέμβαση πρέπει να χρησιμεύσει για να εξουδετερώσουμε το Γιβραλτάρ και να αποκλείσουμε τα Στενά, για να μεταφέρουμε τουλάχιστον μία ή δύο γερμανικές μεραρχίες στο ισπανικό Μαρόκο ως ασφάλεια απέναντι σε κάθε πιθανή γαλλική αποσκίρτηση στο γαλλικό Μαρόκο ή στη Βόρειο Αφρική.
Δεδομένου ότι μια τέτοια αποσκίρτηση θα εξασφάλιζε, Ντούτσε, πεδία απογειώσεως στην αγγλογαλλική αεροπορία, πράγμα που θα ήταν καταστρεπτικό για ολόκληρη την Ιταλία, πρέπει να αποσοβηθεί αυτή με οποιαδήποτε θυσία, και όχι να αφεθεί στην ελπίδα ή την τύχη. Η πτώση του Γιβραλτάρ θα ισοδυναμούσε με την τοποθέτηση κλειδαριάς στο δυτικό άκρο της Μεσογείου. Έτσι η Αγγλία θα βρισκόταν στην ανάγκη να κατευθύνει τις μεταφορές της μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος, αυτό δε αρχικά θα προκαλούσε ελάττωση της πιέσεως και τελικά την εξάλειψη του Ανατολικού Μεσογειακού τομέα της μάχης – και την εξασφάλιση της Βορείου Αφρικής στην κυβέρνηση του Πεταίν.
β. Πρέπει να καταβάλουμε τώρα κάθε προσπάθεια για να αποτρέψουμε τη Ρωσία από την περιοχή των Βαλκανίων και να την κατευθύνουμε προς την Ανατολή.
γ. Πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε κάποιο είδος συνεννοήσεως με την Τουρκία, για να εξαλείψουμε την τουρκική πίεση στη Βουλγαρία.
δ. Η Γιουγκοσλαβία πρέπει να πεισθεί να παύσει να ενδιαφέρεται για τις παρούσες τάσεις της, και όταν αυτό θα είναι εφικτό, να ενδιαφερθεί για θετική συνεργασία μαζί μας προς εκκαθάριση της ελληνικής υποθέσεως.
Χωρίς εξασφαλίσεις εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας δεν υπάρχει περίπτωση να διακινδυνεύσουν επιχειρήσεις στη Βαλκανική, δεδομένου ότι αυτές θα είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
ε. Η Ουγγαρία πρέπει να επιτρέψει την άμεση διέλευση προς τη Ρουμανία μεγάλων γερμανικών σχηματισμών.
στ. Η Ρουμανία πρέπει να δεχθεί αυτή την αύξηση της γερμανικής ένοπλης δυνάμεως, με την έννοια ότι αυτή αντιπροσωπεύει τη δική της ασφάλεια.
Είμαι αποφασισμένος, Ντούτσε, να αντιδράσω με αποφασιστικές δυνάμεις απέναντι σε μια ενδεχόμενη απόπειρα των Βρετανών για να εγκαταστήσουν στη Θράκη οποιαδήποτε ουσιαστική βάση. Αυτό θα το πράξω με οποιονδήποτε κίνδυνο.
Δυστυχώς, εντούτοις, είμαι υποχρεωμένος να παραδεχθώ ότι βαλκανική εκστρατεία πριν από τον Μάρτιο είναι αδύνατη. Συνεπώς, οποιαδήποτε πίεση ή απειλή εναντίον της Γιουγκοσλαβίας θα ήταν ματαιοπονία, διότι το σερβικό Γενικό Επιτελείο γνωρίζει πολύ καλά ότι πρακτικά η πραγματοποίηση πριν από τον Μάρτιο μιας τέτοιας απειλής είναι αδύνατη. Πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να προσεταιρισθούμε τη Γιουγκοσλαβία με άλλα μέσα και μεθόδους.
2. ΜΕΤΡΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Το σπουδαιότερο, μου φαίνεται, είναι το κλείσιμο της Μεσογείου. Γι’ αυτόν τον σκοπό, θα ήθελα και θα επιχειρήσω να πείσω την Ισπανία, όπως ανέφερα προηγουμένως, να επέμβει τάχιστα στη σύρραξη, ώστε αρχικά να κλεισθεί η δυτική είσοδος.
Τώρα, Ντούτσε, νομίζω απαραίτητο να επιχειρήσετε να φθάσετε, όταν οι προπαρασκευές σας το επιτρέψουν, στη Μάρσα Ματρούχ, ώστε να εγκατασταθεί εκεί αεροπορική βάση. Αυτό θα επιτρέψει προπαντός και οριστικά την εκδίωξη, με ομαδικές επιθέσεις από Στούκας, του βρετανικού στόλου από την Αλεξάνδρεια και, σε δεύτερο στάδιο, την πλήρωση της διώρυγας του Σουέζ με νάρκες, με τη χρησιμοποίηση βομβαρδιστικών μεγάλης ακτίνας δράσεως, έτσι ώστε να καταστεί αχρησιμοποίητη για μεταφορές.
Θεωρώ επίσης απαραίτητο να προβούμε σε συστηματική συνένωση των αεροπορικών μας στόλων εναντίον των κρισίμων στόχων. Ο παρών πόλεμος απέδειξε αναμφισβήτητα ότι οι επιθέσεις εναντίον του αμάχου πληθυσμού δεν έχουν καμιά σημασία. Αντίθετα, με πολλές ελπίδες επιτυχίας είναι οι ομαδικοί βομβαρδισμοί σημαντικών στρατιωτικών ή οικονομικών στόχων. Στη Μεσόγειο θα εξακολουθήσει να είναι ο υπ’ αριθμόν 1 κατά σειρά προτεραιότητος, η εκδίωξη του βρετανικού στόλου από τα κρησφύγετά του. Κατά τον δικό μου τρόπο σκέπτεσθαι, πρέπει εναντίον του βρετανικού στόλου να συγκλίνει η σφοδρότητα της ενωμένης επιθέσεώς μας, χωρίς όμως αυτό να αποτρέπει τη στενή προστασία των στρατευμάτων που μάχονται στην Αλβανία. Πρέπει να αρχίσουμε αδιάκοπη επαγρύπνηση και συνεχή επίθεση εναντίον κάθε εμπορικού πλοίου που πλέει στα ύδατα της Μεσογείου και φέρει την εχθρική σημαία. Και το ότι αυτό είναι δυνατόν, Ντούτσε, αποδεικνύεται από τον εναέριο πόλεμο στη Βόρειο Θάλασσα, όπου η βρετανική ναυτιλία τολμά να πλέει μόνο με την προστασία των αντιτορπιλικών και κοντά στις ακτές.
Γι’ αυτόν τον σκοπό, Ντούτσε, σας προτείνω να αποσύρετε τις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις που συνεργάζονται μαζί μας στη Δύση, εκτός των υποβρυχίων, των οποίων η αποτελεσματικότητα αυξάνει συνεχώς. Οι δυνάμεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν τώρα σε σημαντικότερο θέατρο πολέμου. Οι εν λόγω δυνάμεις βρίσκονται τώρα στον τομέα της Μάγχης σε εποχή πολύ δυσμενή και υποφέρουν από τις κλιματολογικές συνθήκες, που είναι γι’ αυτές τόσο επίπονες, όπως θα ήταν για μας σε καλοκαιρινό καιρό το μεσημβρινό κλίμα. Οπωσδήποτε, έχω τη γνώμη ότι το ζήτημα της Μεσογείου πρέπει να ξεκαθαρισθεί αυτόν τον χειμώνα, καθώς ακριβώς αυτή την εποχή είναι σκόπιμη η χρησιμοποίηση των γερμανικών δυνάμεων, ενώ εξάλλου η χρησιμοποίηση ιταλικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη, κατά την εποχή αυτή του χρόνου, είναι ακατάλληλη για λόγους κλιματολογικούς.
Θα ήθελα την άνοιξη, και το αργότερο την πρώτη Μαΐου, να έχουν επιστρέψει οι ένοπλες γερμανικές μου δυνάμεις. Απ’ αυτό επομένως καθορίζεται και ο χρόνος της ενέργειάς μας.
Για τη συνεργασία των εναερίων όπλων μας στη Μεσόγειο, θα ήθελα αρχικά να σας στείλω σχηματισμό Ju88 (Στούκας), με τα απαραίτητα σκάφη αναγνωρίσεως, μεγάλα μαχητικά κλπ.
Δεν συζήτησα ακόμη τις λεπτομέρειες του ζητήματος αυτού με τον Στρατάρχη Γκαίριγκ και θα αφήσω σ’ αυτόν να καθορίσει οριστικά τις αναλογίες σύμφωνα με την κρίση του. Θα έχουμε έτσι, Ντούτσε, στον τομέα της Μεσογείου δύο μεγάλες ζώνες επιχειρήσεων. Την ιταλική, η οποία ουσιαστικά κυριαρχεί στον ιταλοαλβανικό ουρανό καθώς και την αιγυπτιακή ζώνη, και γερμανική έκταση επιχειρήσεων, η οποία, λόγω των βομβαρδιστικών μας μεγάλης ακτίνας, θα περιλαμβάνει προπαντός την Ανατολική Μεσόγειο. Με συνετή χρησιμοποίηση των εναερίων μας δυνάμεων μέσα σε τρεις ή τέσσερις μήνες, η Μεσόγειος θα γίνει ο τάφος του αγγλικού στόλου.
Αυτό θα είναι το αποφασιστικό προοίμιο της στρατιωτικής επιχειρήσεως, η οποία αισθάνομαι ότι μπορεί να αναληφθεί πριν από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου, και εναντίον αυτής ακόμη της Ελλάδος. Θεωρώ το χρονικό αυτό διάστημα απαραίτητο, για τον απλό λόγο ότι θα είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν, πριν από την εποχή αυτή, στη Ρουμανία δυνάμεις τέτοιες, ώστε σε οποιαδήποτε περίπτωση να εξασφαλισθεί η επιτυχία.
Μόνο σ’ αυτήν την εποχή μπορούμε να περιμένουμε επιτυχία μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Επί του παρόντος, η υπόθεση της Αιγύπτου μπορεί να τεθεί εντελώς κατά μέρος. Μετά από πολλή σκέψη πείσθηκα ότι επίθεση κατά του Δέλτα του Νείλου θα είναι εντελώς αδύνατη πριν από το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου. Το σημαντικότερο όμως μου φαίνεται ότι θα είναι η κατάληψη θέσεως κοντά στη Μάρσα Ματρούχ, από την οποία να μπορούμε να σφυροκοπήσουμε τον αγγλικό στόλο με Στούκας υπό την προστασία καταδιωκτικών.
Αλλά και από ψυχολογικής ακόμη απόψεως, τα μέτρα αυτά θα διευκολύνουν την κατάσταση και θα δημιουργήσουν και πάλι ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τον Άξονα.
Σας κοινοποιώ τις σκέψεις αυτές, Ντούτσε, με τη θερμότερη εγκαρδιότητα φίλου που είναι έτοιμος να σας βοηθήσει με τον μεγαλύτερο φανατισμό για να μπορέσετε να υπερνικήσετε την κρίση, μέσα στον μικρότερο δυνατό χρόνο, και να μετατρέψετε μια φαινομενική αποτυχία σε κατάσταση που θα επιβάλει οριστική ήττα στον εχθρό.
Με τις καλύτερες εγκάρδιες ευχές και την έκφραση πιστής συναδελφοσύνης.
ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ»
Στην πραγματικότητα, η επιστολή αυτή του Χίτλερ είναι ένα προσεκτικά και διπλωματικά διατυπωμένο κατηγορητήριο εναντίον του φίλου και συμμάχου του. Ο Μουσολίνι αισθάνεται έντονη την ανάγκη να δικαιολογηθεί και, φυσικά, είναι πλέον πρόθυμος να αποδεχθεί όλες τις υποδείξεις που του υποβάλλονται.
«22 Νοεμβρίου 1940-ΧΙΧ
Φύρερ,
Λυπάμαι που η επιστολή μου της 19ης Οκτωβρίου δεν έφθασε εγκαίρως, ώστε να σας δοθεί η ευκαιρία να εκφράσετε την άποψή σας σχετικά με τη ενέργεια που είχε σχεδιασθεί κατά της Ελλάδος – άποψη, την οποία θα είχα ακολουθήσει πιστά, όπως και σε άλλες περιστάσεις.
Η πορεία των ιταλικών δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα, ύστερα από γρήγορη και ευοίωνη έναρξη, ανακόπηκε, πράγμα που επέτρεψε στις ελληνικές δυνάμεις να αναλάβουν την πρωτοβουλία.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους:
α. Την κακοκαιρία, που λόγω ραγδαίων βροχών σταμάτησε την προέλαση των μηχανοκινήτων φαλάγγων. Μια τεθωρακισμένη μεραρχία, για παράδειγμα, κυριολεκτικά βυθίστηκε στη λάσπη.
β. Τη στάση της Βουλγαρίας, που επέτρεψε στους Έλληνες να αποσύρουν οκτώ μεραρχίες που είχαν στη Θράκη και που ήλθαν σε ενίσχυση εκείνων που ήδη μας αντιμετώπιζαν.
γ. Την ολοκληρωτική σχεδόν λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων, οι οποίες στασίασαν εναντίον των μονάδων μας. Μία μόνη από τις μεραρχίες μας αναγκάσθηκε να αφοπλίσει 6.000 Αλβανούς και να τους στείλει στα μετόπισθεν.
Αυτά ανήκουν στο παρελθόν και δεν πρέπει να αποτελέσουν λόγους ανησυχίας, αν και πλήρως αντιλαμβάνομαι ότι αυτές οι εξελίξεις πιθανόν να προκάλεσαν δυσμενείς αντικτύπους.
Ήδη η Ιταλία ετοιμάζει τριάντα μεραρχίες, με τις οποίες κυριολεκτικά θα κατακλύσει την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους βομβαρδισμούς των νοτίων ιταλικών πόλεων, οι οποίοι προκαλούν μικρές ζημιές.
Θα ήθελα να φέρω την προσοχή σας σε δύο θέματα:
ΙΣΠΑΝΙΑ. Το ισπανικό «ατού» μπορεί να παιχθεί. Είμαι διατεθειμένος να συναντήσω τον Φράνκο, ώστε να εξασκήσω την απαραίτητη πίεση για να πετύχω την είσοδό του στη σύρραξη.
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Το «ατού» αυτό σήμερα είναι ακόμη σπουδαιότερο. Είμαι πρόθυμος να εγγυηθώ τα σημερινά σύνορα και να παραχωρήσω τη Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία, με τους εξής όρους: α) ότι η Γιουγκοσλαβία θέλει να προσχωρήσει στο Τριμερές Σύμφωνο, β) ότι θα παροπλίσει την Αδριατική, και γ) ότι η επέμβασή της θα κανονισθεί έτσι ώστε οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να συμμετάσχουν στον αγώνα μόνον αφού η Ελλάδα πάρει το πρώτο μαστίγωμα αποκλειστικά από τους Ιταλούς.
Είμαι σύμφωνος από τώρα στις ανωτέρω κατευθύνσεις και σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα θεωρείτε απαραίτητη για πραγματοποίησή τους.
Θεωρώ αναγκαίο, υπό τις παρούσες συνθήκες, την ένταση της συνεργασίας των εναερίων όπλων μας.
Και εγώ πέρασα τη μαύρη μου εβδομάδα, αλλά το χειρότερο πέρασε.
Η εσωτερική κατάσταση της Αγγλίας, όπως προκύπτει από πληροφορίες που πήραμε, φαίνεται πράγματι σοβαρή, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα της καταρρεύσεως.
Δεχθείτε, Φύρερ, τους χαιρετισμούς μου.
ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ»
Η ελληνική αντίδραση στην επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν άφησε περιθώρια χειρισμών. Η μόνη ελπίδα που διαφαίνεται για τον Μουσολίνι είναι η οργάνωση μιας εξαιρετικά εκτεταμένης αντεπίθεσης, της «εαρινής», αλλά ο Χίτλερ δεν της αποδίδει καμιά σημασία. Προτιμά να κάνει τις δικές του κινήσεις που κατά τη γνώμη του θα εξασφαλίσουν τις εξελίξεις. Εκτός από τις στρατιωτικές προετοιμασίες, που τις αναθέτει στο επιτελείο του, κάνει και μια σειρά κρίσιμων διπλωματικών κινήσεων, όπως αναφέρει στην επιστολή του, με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1940:
«Ντούτσε,
Ο Στρατάρχης Μιλχ, που θα έχει την τιμή να γίνει δεκτός από σας, και ο οποίος είναι ο κομιστής αυτής της επιστολής, επιφορτίσθηκε από τον Στρατάρχη του Ράιχ Γκαίριγκ να θέσει εκ νέου ενώπιόν σας, Ντούτσε, καθώς και ενώπιον των επιλεγέντων και υποδειχθέντων από σας αρχηγών των ιταλικών δυνάμεων, προτάσεις σύμφωνα με τις υποδείξεις που αναφέρονται στην τελευταία μου επιστολή. Ο Στρατάρχης Μιλχ είναι ένας από τους διαπρεπέστερους αξιωματικούς της γερμανικής Αεροπορίας. Είναι αρμόδιος και εξουσιοδοτημένος να μιλήσει για όλα τα ζητήματα, και συνεπώς να προβεί σε όλες τις συμφωνίες που εμπίπτουν στον σκοπό της αποστολής του.
Οι μονάδες της γερμανικής Αεροπορίας που θα διατεθούν γι’ αυτούς τους σκοπούς θα υπαχθούν σε ειδική διοίκηση, ενώ θα ήθελα αυτές να αποσυρθούν αμέσως μόλις εκπληρώσουν την αποστολή τους. Εφόσον θα ήταν εφικτό, θα ήθελα να μου επιστραφούν αυτές οι δυνάμεις στις αρχές Φεβρουαρίου, ώστε να χρησιμοποιηθούν για άλλη αποστολή. Ελπίζω ότι, παρά το περιορισμένο του χρόνου, Ντούτσε, θα συμβάλουν σημαντικά στην καταστροφή της βρετανικής θέσεως στη Μεσόγειο.
Με χαρά σημειώνω ότι η κατάσταση στην Αλβανία παγιώνεται και ότι έτσι δημιουργείται η αναγκαία προϋπόθεση για την αντεπίθεση που έχει προετοιμασθεί. Εν τω μεταξύ μετέφερα στον Στρατηγό Αντονέσκου τη γνώμη μου για τη σκοπιμότητα μιας επιθέσεως με γερμανικές δυνάμεις κατά της Θεσσαλονίκης.
Φθάσαμε σχετικά σε συμφωνία, που εν πάση περιπτώσει θα καταστήσει δυνατή:
α. Την εξασφάλιση της Ρουμανίας από κάθε απειλή.
β. Την έναρξη προετοιμασιών για ενδεχόμενη επίθεση γερμανικών δυνάμεων, μέσω Βουλγαρίας, προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης. Οι σχετικές διαταγές εκτελέσεως ήδη ετοιμάζονται.
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Συνομίλησα με τον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Μάρκοβιτς. Προσπάθησα να τον πείσω για τη μοναδική γι’ αυτούς ευκαιρία που τους παρουσιάζεται να προσχωρήσουν στον Άξονα – που ούτως ή άλλως θα νικήσει – και να αποκαταστήσουν φιλικές σχέσεις που θα τους επιτρέψουν να ικανοποιήσουν τις γιουγκοσλαβικές βλέψεις. Τις βλέψεις αυτές, αν συνεχίσουν τη σημερινή πολιτική τους, δεν μπορούν να τις δουν να πραγματοποιούνται ούτε στο όνειρό τους.
Επί του παρόντος, Ντούτσε, δεν ανέφερα για γερμανικές και ιταλικές εγγυήσεις, αλλά περιορίσθηκα στην αναγκαιότητα να συναφθεί Σύμφωνο μη επιθέσεως.
Αν αυτό θα είναι αρκετό, νομίζω ότι από ψυχολογικής απόψεως θα είναι ευκολότερο να υποστηρίξουμε τις απόψεις μας ενώπιον της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας.
Επίσης, δεν κατόρθωσα καν να θίξω το ζήτημα του παροπλισμού της Γιουγκοσλαβίας στην Αδριατική. Η ανακοίνωση, συνεπώς, ότι αυτό δεν αποτελεί για την Ιταλία όρο απαράβατο, υπήρξε απολύτως ικανοποιητική. Δεν μπορώ να πω, αν με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε τη Γιουγκοσλαβία με το μέρος μας. Μόλις πάρω απάντηση από το Βελιγράδι ή μόλις καθορισθεί άλλη σύσκεψη, Ντούτσε, αμέσως θα σας ειδοποιήσω.
ΡΩΣΙΑ. Όπως πιθανόν να γνωρίζετε, η Ρωσία αύξησε τις προσπάθειές της για να αποκτήσει επιρροή στη Βουλγαρία. Αν η βουλγαρική κυβέρνηση είχε από την αρχή προσχωρήσει στο Τριμερές, τώρα δεν θα ήταν αντικείμενο τόσης πιέσεως. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι θα ξεπεράσουμε την κρίση αυτή, καθώς μόνο με μια τέτοια περίπτωση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτύχουμε και με τη Μόσχα συμφωνία λογική και χρήσιμη σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
ΙΣΠΑΝΙΑ. Λόγω των περιστατικών που προαναφέρθηκαν, θεωρώ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να καταλήξουν σε οριστική απόφαση η ισπανική κυβέρνηση και ο Καουντίλιο, για την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο.
ΓΑΛΛΙΑ. Το πρόβλημα σήμερα παρουσιάζεται ως εξής: Δεν έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για τη στάση της κυβερνήσεως του Βισύ. Τώρα, όπως και άλλοτε, έχω τη γνώμη ότι δεν υπάρχει κάτι το κοινό ανάμεσα στη γαλλική κυβέρνηση και τον Ντε Γκωλ. Πλην όμως οι περιστάσεις επιβάλλουν φρόνηση. Και το παραμικρότερο σφάλμα μπορεί να προκαλέσει την απόσπαση της Βορείου και Δυτικής Αφρικής από το Βισύ, και να δούμε τις Κτήσεις αυτές να προσφέρουν στην Αγγλία βάση επιχειρήσεων, πράγμα που θα ήταν επικίνδυνο για μας.
Η εκλογή του στρατηγού Βεϋγκάν, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να αποκαταστήσει την τάξη, δεν με ικανοποιεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατοχή των Στενών του Γιβραλτάρ είναι υψίστης σημασίας. Μόνον η κατοχή τους θα μπορέσει να κάνει την κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ευνοϊκή για μας. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε απόπειρα αποβάσεως. Επομένως, σήμερα θα απευθύνω πάλι επίμονη παράκληση στον Φράνκο για να καθορίσει οριστικά ημερομηνία για την είσοδό του στον πόλεμο, για να μπορέσουμε να αρχίσουμε τις στρατιωτικές μας προετοιμασίες. Όσο το γρηγορότερο, τόσο το καλύτερο. Επειδή δε δεν μου είναι δυνατόν να απλώσω τις γερμανικές δυνάμεις σε μακρινά μέτωπα, θα ήθελα να έχουν επιστρέψει αυτές τον Απρίλιο, έτσι ώστε να μπορώ να περιμένω με φοβερή προπαρασκευή στο κέντρο, την προσεχή φάση του αγώνα με την Αγγλία.
Αμέσως μόλις τα γεγονότα το επιβάλουν, θα πάρουμε οριστικές αποφάσεις, Ντούτσε, και νομίζω ότι θα πρέπει να συναντηθούμε πάλι.
Στην περίπτωση αυτή θα είμαι διατεθειμένος να μεταβώ οπουδήποτε – ίσως στο Μπρένερ – για να συζητήσουμε προφορικά τα προβλήματα, καθώς είναι ανιαρό και δύσκολο να τα χειρίζεται κανείς εγγράφως.
Τελειώνω την παρούσα μου, Ντούτσε, με την ατράνταχτη πεποίθηση ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες, ή σε λίγους μήνες, χάρις στα ενωμένα πλήγματά μας και παρά τις αναπόφευκτες ταλαντεύσεις, θα έχουμε προωθήσει την κατάσταση υπέρ μας, και ότι, ο,τιδήποτε και αν συμβεί, αργά ή γρήγορα, ο κυριότερος αντίπαλός μας, η Αγγλία, θα καταρρεύσει – και αυτό έχει σημασία.
Με τη σταθερή αυτή ελπίδα, σας χαιρετώ με παλιά και εγκάρδια συναδελφοσύνη.
ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ»
Παρά την προσεγμένη διατύπωση των επιστολών, ο Φύρερ έχει χάσει την εμπιστοσύνη του προς τον Ντούτσε και παίρνει αποφασιστικά την πρωτοβουλία. Οι επιχειρήσεις στα Βαλκάνια πρέπει να τελειώσουν όσο γίνεται γρηγορότερα. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο κύριοι εταίροι του Άξονα πρέπει να ανασκουμπωθούν για τα καλά...

Κοινή ιταλογερμανική στρατιωτική δράση δεν θα υπάρξει στην Ελλάδα για να επιτευχθεί η καθυπόταξή της μέχρι να αρχίσει η Κατοχή τον Απρίλιο του 1941. Για κάποιο μεγάλο διάστημα η Γερμανία προσπαθεί να αποφύγει τη δική της άμεση εμπλοκή, εξαντλώντας τα περιθώρια πολιτικών «λύσεων» μέσα από σχεδιασμούς ανατροπής του Μεταξά ή επιβολής ανακωχής στο ελληνοϊταλικό Μέτωπο.

* Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Ιστορία της Κατοχής", σελ. 77-98, α΄ τόμ., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013.







Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ


Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι Έλληνες είπανε τέσσερα μεγάλα «όχι» στη μακραίωνα ιστορία τους: Το πρώτο κατά των Περσών. Το δεύτερο κατά του Μωάμεθ του Πορθητή. Το τρίτο κατά της Ιερής Συμμαχίας, που στο Συνέδριο της Βιέννης απεφάσισε την παράταση της σκλαβιάς τους στον Τούρκο. Το τέταρτο στην ιταμή πρόσκληση της Ρώμης να παραδώσουν τη χώρα τους.
Το τελευταίο αυτό, είναι το ανώτερο. Όχι μόνο για τις κοσμοϊστορικές του συνέπειες. Αλλά γιατί, προ πάντων, για πρώτη φορά μέσα στη ροή των τόσων αιώνων της Ιστορίας τους παρουσιάζονται απόλυτα ενωμένοι – ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια σκέψη, ένα αίσθημα. Στους Μηδικούς πολέμους υπήρχαν κι Έλληνες που «εμήδιζαν» και Αθηναίοι, που επεισιστρατίδιζαν. Στο Βυζάντιο είδε ο Κωνσταντίνος ανθρώπους, που λιγοψύχησαν και καρτερούσαν από τη Δύση βοήθεια. Το Εικοσιένα είχε τους διστακτικούς του. Αλλά στο «όχι» του Ιωάννη Μεταξά το Ελληνικό Έθνος στάθηκε σύσσωμο στην απόφαση της Νίκης ή του Θανάτου, για να σκεπασθεί με δάφνες αμάραντες.
Αυτό είναι το κολοσσιαίο του κατόρθωμα. Κι όποιος το φαντάζεται σαν έργο τυχαίο κι αυτόματο (ακούστηκαν, κατά καιρούς και τέτοιες φλυαρίες) βρίσκεται μακριά πολύ από το νόημα της Ιστορίας. Τέτοιες υψηλές στιγμές στη ζωή των Εθνών δεν αυτοδημιουργούνται. Παρασκευάζονται από συγκροτημένες, εξαιρετικές προσωπικότητες, που βλέπουν μακριά και ξέρουν ν’ αποκρίνονται στις περιστάσεις, να κρατούν τα νήματα των μεγάλων ομάδων, κατέχοντας βαθιά το μυστικό να μεταχειρίζονται τα πάθη τους, για να τις κινούν προς σκοπούς ανώτερους. Αν ήτανε διαφορετικά δεν θ’ άξιζε να διαβάζει κανείς ούτε μισή σελίδα ιστορίας – πολύ λιγότερο να γράψει. Δεν θα ’χε να αποκομίσει κανένα δίδαγμα.
Μα πριν ν’ αρχίσω αυτή τη βιογραφία πρέπει να βγάλω από τη μέση αυτή την πελώρια βλακεία, που καλλιέργησε πολύ επιτήδεια ο κομμουνισμός και που λέγεται και ξαναλέγεται και γράφεται και ξαναγράφεται, ότι τάχα με τον ηρωικό του αγώνα, στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, το Ελληνικό Έθνος ετσάκισε τον «φασισμό». Τι έχει να πει αυτό; Αν ο εισβολέας ερχότανε, δηλαδή, μ’ άλλη σημαία και όχι του «φασισμού», τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, θα του ανοίγαμε τις πόρτες, «ορίστε, περάστε!»... Αυτές είναι ύπουλες κουβέντες της ψευτοδημοκρατίας και της κομμουνιστικής πανουργίας. Η Ελλάς δεν πολέμησε για ν’ αποκρούσει ένα πολιτικό σύστημα – αυτό το ίδιο σύστημα που τότε την κυβερνούσε – αλλά έναν εχθρό που ήθελε να καταλύσει την εθνική της ανεξαρτησία, να σφετερισθεί τα εδάφη της και να την κατακτήσει.
Αυτό το φοβερό κίνδυνο είδε να διαγράφεται ξάστερα στον ορίζοντα – πολύ πριν τον αντικρύσει οποιοσδήποτε άλλος από τους σύγχρονούς του – ο Ιωάννης Μεταξάς. Κι αυτός στάθηκε ο μοναδικός λόγος, που προσδιόρισε την πολιτική του ενέργεια και τη μορφή που της έδωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από την ιστορία της δημιουργικής και μεγάλης περιόδου, που περιλαμβάνεται μεταξύ του 1912 και του 1940, τίποτα δεν θα ’χει καταλάβει κανείς, αν δεν ξεχωρίσει, ότι δύο εξαιρετικές – αλλά και πόσο διαφορετικές! – προσωπικότητες πολιτικές κατέχουν τη δεσπόζουσα θέση στο δράμα της: Ο Βενιζέλος και ο Μεταξάς. Αυτοί στάθηκαν οι μοναδικοί πρωταγωνιστές. Ο πρώτος στη σκηνή, ώς την ώρα του θλιβερού κινήματος, που τον έστειλε να πεθάνει μακριά από την πατρίδα, σ’ ένα διαμέρισμα της Παρισινής οδού Μπωζώμ· ο άλλος στα παρασκήνια, ώς την ώρα, που γυρίζοντας από την εξορία της Κορσικής και της Σιέννας, πέταξε οριστικά τα αμφιμασχάλια του επιτελικού αξιωματικού.
Οι συμφωνίες τους, οι διαφωνίες τους, κυριαρχούν και χρωματίζουν (αν όχι και προσδιορίζουν) όλες τις φάσεις των εθνικών μας αγώνων, σ’ αυτή τη μεγάλη περίοδο, που καταυγάζεται από τόσο φως, αλλά και βυθίζεται σε τόσες σκιές και τόσα σκότη. Νησιώτες και οι δυο (είναι αξιοσημείωτος ο ρόλος των νησιών στην προμήθεια πολιτικής ηγεσίας: Καποδίστριας, Βούλγαρης, Θεοτόκης, Βενιζέλος, Μεταξάς) κι από τις πιο γερές μας ράτσες: Και ποιος δεν αναγνωρίζει σήμερα, που τους είδαμε από πιο κοντά, την ορμή των Κρητικών, τη δύναμη, την κατακτητική τάση, που μόλις πέρασε το πρώτο δείλιασμα μετά την ένωση, όταν βρέθηκαν μπροστά στο πιο ραφιναρισμένο παλαιοελλαδίτικο περιβάλλον, ανέβηκαν ραγδαία στο πρώτο επίπεδο της ζωής μας· και ποιος δεν ξέρει το δαιμόνιο του Κεφαλλωνίτη, που θα τον βρεις παντού να θριαμβεύει στις επιστήμες και στις τέχνες, στις τολμηρές επιχειρήσεις, στα πιο παράτολμα φανερώματα της ενεργείας;

Τ’ οξύτατο μάτι του Βενιζέλου ξεχώρισε, μέσα στη μάζα των αξιωματικών, εκείνον, που θα γινότανε, σε λίγα χρόνια, ο πιο αδυσώπητος αντίπαλός του: Τον πρώτο, που σκέφθηκε, όταν μπήκε στο υπουργείο των Στρατιωτικών, ήταν ο Μεταξάς. Τον πήρε υπασπιστή του. Τον υπηρέτησε πιστά. Μα και τον μελέτησε, όσο λίγοι. Έτσι μπόρεσε να τον πολεμήσει, αργότερα, τόσο αποτελεσματικά. Ο Βενιζέλος τον ανέβασε όχι μόνο στις ανώτερες εκείνες επιτελικές θέσεις, όπου μπόρεσε να δείξει όλες του τις σπάνιες ικανότητες, αλλά και τον εχρησιμοποίησε ή τον πήρε και μαζί του σε λεπτές διπλωματικές αποστολές. Στη Σχολή του Βενιζέλου μαθήτευσε ο Μεταξάς, πριν αναλάβει, με τη σειρά του, να του δώσει, αργότερα, πικρά μαθήματα.
Ήτανε δυο φύσεις τόσο διαφορετικές, που η σύγκρουσή τους στάθηκε αναπόφευκτη. Ο Βενιζέλος είχε εμπνεύσεις, αστραπές, εκλάμψεις. Ο Μεταξάς την ήρεμη και προσεκτική μελέτη των στοιχείων κάθε προβλήματος. Ο Βενιζέλος διέθετε φαντασία, είχε πτήσεις. Ο άλλος ήτανε κεφάλι τετραγωνισμένο, πρώτος στα μαθηματικά από τα θρανία του γυμνασίου ώς τις ανώτερες σχολές του πολέμου. Ο Βενιζέλος έβλεπε διά της τεθλασμένης. Ο Μεταξάς «απλούς την σκέψιν», όπως μας λέει, στο χαρτί του, ένας από τους καθηγητές του της Σχολής των Ευελπίδων, έβλεπε κατ’ ευθείαν. Ο Βενιζέλος είχε τη σύλληψη της γενικής γραμμής, χωρίς να προσέχει λεπτομέρειες, ακόμα κι εκείνες, που, αν παραμεληθούν, μπορούν ν’ ανατρέψουν και να εκμηδενίσουν το γενικό σχέδιο. Ο Μεταξάς μελετούσε τις λεπτομέρειες μ’ ακρίβεια κι υπομονή. Ο Βενιζέλος ήτανε παρορμητικός, ραγδαίος στις αποφάσεις. Ο άλλος, χωρίς να του λείπουν τόλμη και αποφασιστικότητα, εζύγιζε στοχαστικά το κάθε τι. Έτσι ο Βενιζέλος διεψεύσθη, πολλές φορές, στις προβλέψεις του. Ο Μεταξάς βγήκε πάντα δικαιωμένος.
Πρόβλεψε την τραγική αποτυχία της εκστρατείας των Δαρδανελλίων (η πρώτη μεγάλη σύγκρουσή του με το Βενιζέλο, που την ήθελε) και τα πράγματα τον εδικαίωσαν.
Προέβλεψε την αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας (η δεύτερη μεγάλη διαφωνία του με το Βενιζέλο) και τα πράγματα τον εδικαίωσαν.
Η τρίτη μεγάλη πρόβλεψή του ήταν, ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ερχόταν, έφθανε, αναπόφευκτος, άμεσος. Κι αυτή τη φορά δε δικαιώθηκε μονάχα: Έσωσε και δόξασε την Ελλάδα.

Το 1935 στάθηκε μια χρονιά σκληρά διδακτική για την πολιτισμένην ανθρωπότητα. Η διπλωματία της «πακτολατρείας», που φλυαρούσε στη Γενεύη, στο κρηπίδωμα του Λευκού Όρους, αφιονισμένη από το παιδικής αφελείας σύστημα των Συμφώνων διαιτησίας και μη επιθέσεως, δέχτηκε φοβερό χαστούκι από τον πιο ιταμό καραγκιόζη, που είδε ποτέ η γηραιά Ευρώπη: Ένα πρωί περνούσε από το Σουέζ, πληρώνοντας κανονικά τα διόδιά της στην κραταιά κλειδούχο των Θαλασσών – τη Μεγάλη Βρεταννία – μια επιβλητική νηοπομπή από μεγάλα και νεότευκτα ιταλικά καράβια, κατάφορτα μ’ αεροπλάνα, κανόνια, θωρακισμένα οχήματα, στρατό και προ πάντων (αυτό το σημείο έχει μεγάλη σημασία) υπερίτη...
Πού κατευθυνόταν η νηοπομπή αυτή; Και τι επήγαινε να κάμει; Να κάψει, απλούστατα, έναν αθώο και ήμερο χριστιανικό λαό, που δε διέφερε από κείνους, που συνεδρίαζαν στη Γενεύη, παρά μονάχα κατά το χρώμα του δέρματος: Ήταν οι δύστυχοι μελαψοί Αιθίοπες! Τ’ αεροπλάνα του κομποτίνου της «πολίτικα ντυνάμικα» υψώνοντο στον έκπληκτο αέρα του «Λευκού Άνθους» κι εφλιτάριζαν τους μαρτυρικούς υπηκόους του Χαϊλέ Σελασιέ σαν ασήμαντα κι ενοχλητικά έντομα. Οι λεγεώνες του μαυροχιτωνισμού, μετά τη φοβερή αυτή σπορά του τρόμου, εθέριζαν τους άοπλους υπερασπιστές της χώρας, υποδούλωναν τους άμαχους πληθυσμούς κι εθριάμβευαν. Η Αυτοκρατορία του καραγκιόζη καμάρωνε τους αετούς της, στους γνώριμους χώρους των παλιών της κτήσεων.
Και η Γενεύη;... Οι χριστιανικοί λαοί της και το νεοπαγές σύστημα της «ασφάλειάς» τους; Η οσμή των καιομένων ανθρωπίνων σαρκών δεν έφθανεν ώς τα γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών. Για τα μάτια του Κόσμου εκίνησε την θεωρητικήν μηχανήν των περιφήμων «κυρώσεων», που δεν εμπόδισαν καθόλου την Ιταλία να τερματίσει, ανενόχλητα κι ευτυχισμένα, την κατάκτηση της Αιθιοπίας και να πανηγυρίσει, σε λιγότερο από ένα χρόνο, την άρση κι αυτών των αβλαβών «κυρώσεων» σαν πράξη συνετή της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας!
Όλοι τα ζήσαμε αυτά. Ο προσεκτικός όμως και προβλεπτικός νους του Μετξά, τα ζύγιασε, τα ερμήνευσε κι ένιωσε τις επικείμενες συνέπειές τους. Αυτό τον καιρό – λένε οι δικοί του – είχε χάσει τον ύπνο του. Τρέχοντας μπροστά πολύ από τα γεγονότα, έβλεπε τα μαύρα σύγνεφα να πυκνώνουν, τη θύελλα να ’ρχεται και να ξεσπάζει. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ. Και πώς και με τι θα τον αντικρύζαμε;...
Ταξίδευα, στην ακολουθία του Βενιζέλου, για την Πόλη και τη Γιάλοβα, για τη γνωστή, προκαθορισμένη συνάντηση, με τον Ατατούρκ. Ο Μιχαλακόπουλος, απηχών την ανησυχία των στρατιωτικών μας κύκλων, είχε δημοσιεύσει άρθρο σ’ αθηναϊκή εφημερίδα, που ξεσκέπαζε ωμά τη φρικτή γυμνότητά μας από την άποψη της πολεμικής παρασκευής. Το δώσαμε στο Βενιζέλο να το δει. Το διάβασε, με τους γνωστούς εκείνους και τόσο γνώριμους σ’ εμάς, μικρούς και πνιγμένους στεναγμούς.
–Αυτή, δυστυχώς, – είπε – είναι η κατάσταση.
–Και τι θα γίνει – ρώτησα – αν κανείς μάς επιτεθεί;
Εσήκωσε το κεφάλι, για να πει περήφανα:
–Αν εγώ βρεθώ στα πράγματα, θα έχω τρόπο να τα βολέψω!
Πίστευε στο δαιμόνιό του και στο άστρο του. Και δεν είχε άδικο. Τα είχε «βολέψει» τόσες φορές! Όμως ένιωσα μια ψιλή ανατριχίλα: Κι αν τύχαινε να μη βρίσκεται αυτός στα πράματα! Τι θα γινότανε ο τόπος;...

Το ερώτημα, για το Μεταξά, ήτανε πολύ τραγικότερο. Γιατί αυτός δεν πίστευε ούτε σε δαιμόνια, ούτε σ’ άστρα. Είχε ζήσει στην πίκρα της μονώσεως, της συκοφαντίας και της αντιδημοτικότητος. Επί πλέον, όταν άνοιγε μπροστά του το χάρτη της Μεσογείου, δεν τον διάβαζε σαν διπλωμάτης, αλλά σαν έμπειρος στρατηγός, που μπορεί να ξέρει τον ρόλο της Τύχης, αλλά δεν εμπιστεύεται ποτέ σ’ αυτήν. Δεν πίστευε, παρά στη δύναμη, την υλική και την ηθική. Και, μπροστά στη φοβερή απειλή, που την έβλεπε να ’ρχεται, να ζυγώνει με ραγδαίο ρυθμό, αντίκρυζε γύρω του την αδυναμία και την ηθική αποσύνθεση.
Αυτός ήξερε, καλύτερα από κάθε άλλον, εκείνο, που ξεσκεπάστηκε, αργότερα, στα μάτια όλων, όταν το κράτος χρειάστηκε να κινητοποιήσει μια μεγάλη μονάδα, για να πατάξει το Βενιζελικό κίνημα και οι αξιωματικοί της Επιμελητείας μας τρέχανε στα μαγαζιά να ψωνίσουν κουβέρτες και ο πρεσβευτής μας στο Βελιγράδι ζητιάνευε δυο-τρία αεροπλάνα, για να διαλύσει το κράτος τη δύναμη των στασιαστών! Κι όσο για την άλλη δύναμη, του ηθικού, τα συμπτώματα της αποσυνθέσεως, από κάθε άλλη φορά βαρύτερα, έδειχναν και στον πιο ανίδεο πόσο βαθιά είχε υποσκάψει αυτά τα θεμέλια του Έθνους ο πολυχρόνιος διχασμός. Το αίτημα της υλικής και ηθικής προετοιμασίας της Ελλάδος, υψώνετο στη συνείδηση του Μεταξά – συνείδηση πατριώτη και πολεμιστή – κάθετο, επιτακτικό, επείγον. Του είχε γίνει αληθινή αγωνία. Κι ενώ ήταν άνθρωπος κουμπωμένος μέχρι λαιμού και σπάνια φανέρωνε το στοχασμό του, ακόμα και στους πιο δικούς του, μια μέρα τού ξέφυγε, πάνω σε κουβέντα, μ’ άνθρωπο από το πιο στενό του περιβάλλον η φρασούλα:
–Πρέπει να πάρω σύντομα την εξουσία στα χέρια μου!...
Βλέποντας τη ζωηρή έκπληξη του συνομιλητή του, έσπευσε να ξανακουμπώσει το κουμπί, που η εσωτερική πίεσή του είχε ξεκουμπώσει για μια στιγμή:
–Όνειρα – το γύρισε, γελώντας – τι εξουσία να πάρει κανείς με δυόμιση φίλους!...
Μέσα του είχε αποφασίσει από το 1935 τη δικτατορία. Και χωρίς να ’χει καμιά σχετική πληροφορία κανείς, φθάνει να παρακολουθήσει την πορεία του μετά την ιταλική επιδρομή κατά της Αιθιοπίας για να ξεχωρίσει καθαρά την κατεύθυνση προς αυτή τη λύση. Δεν τον έσυραν τα γεγονότα. Αυτός τα οδήγησε προς τα εκεί, με σταθερή θέληση, με καρτερία, με απόφαση και μ’ επιτήδεια εκμετάλλευση των περιστάσεων.
Είναι πλάνη χοντρή, που σ’ αυτήν έπεσαν πολλοί, απ’ όσους έγραψαν για το Μεταξά, ότι θέλησε τη δικτατορία γιατί δεν είχε δημαγωγικά προσόντα, τ’ απαραίτητα σ’ έναν κοινοβουλευτικό ηγέτη, για να φθάσει στην εξουσία με τον ομαλό και συνηθισμένο τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να σταθεί, αν, στην προσπάθεια να πάρει την Αρχή, το κίνητρό του ήταν η φιλαρχία. Ο Μεταξάς, όμως, όπως θα ιδούμε, στην εξέλιξη αυτής της βιογραφίας, δεν είχε το πάθος της Αρχής. Δεν εδίστασε, κατ’ επανάληψιν να πετάξει αξιώματα ή να μη τα δεχθεί, όταν επρόκειτο να θυσιάσει σ’ αυτά τις πεποιθήσεις του.
Αλλά πρέπει να διαλύσω και την άλλη πλάνη, ότι τον έφερε, στην ανάγκη να καθιδρύσει δικτατορία, η εσωτερική κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 1936. Δεν τον έπεισαν γι’ αυτό ούτε οι 490 γενικές και μερικές απεργίες, που ’γιναν από τα 1935 ώς τα 1936, αν και είχαν εξαρθρώσει τέλεια το μηχανισμό της εθνικής παραγωγής· ούτε οι αιματηρές συγκρούσεις και η αναρχία της Θεσσαλονίκης· ούτε η κακότυχη σύνθεση μιας Βουλής που το παιγνίδι των κομμάτων στεκότανε στη διαφορά δύο ψήφων (139 με 141) και στην αδυναμία της να δώσει κυβέρνηση.
Αυτά όλα ήταν όσο παίρνει ανησυχαστικά και τρομερά που θα ’βαζαν σε βαριά συλλογή οποιονδήποτε άλλον – ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ, ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΑΝ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ και που τα εχειρίζετο, μ’ άκρα ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ. Κι ο σκοπός αυτός ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ, ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Ο Μεταξάς τέλος – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο κτυπητό απ’ όλα – δεν είχε καμιά εξαιρετική κλίση προς τον αυταρχισμό, ούτε θαυμασμό στ’ ολοκληρωτικό σύστημα και στους ενσαρκωτές του. Όχι μόνο δεν ξεστόμισε ποτέ λόγια συμπαθείας για τους δικτάτορες, αλλά και δε δίστασε να συμπολεμήσει με τους εχθρούς τους, στ’ όνομα του Έθνους, της ανεξαρτησίας του, και της τιμής του. Η δικτατορία που επέβαλε – μια δικτατορία sui generic – αντιπροσώπευε γι’ αυτόν τρία πράγματα: Οικονομία χρόνου για την επιτάχυνση της εθνικής προπαρασκευής, με συγκέντρωση και αμεσότητα ενεργείας· επιβολή αυστηράς πειθαρχίας στις Εθνικές Δυνάμεις· εξάλειψη του διχασμού κι επίτευξη της εθνικής ενότητος.
Έργο απόλυτα Ελληνικό κι αληθινά σωτήριο που σήμερα κι οι πιο αμετανόητοι ψευτοδημοκρατικοί, δε μπορούν ν’ αρνηθούν την τεράστια σημασία του. Να βιογραφήσω τον εργάτη του, που πρόσφερε σ’ αυτό μέρες αγωνίας και νύχτες αγρύπνιας, που τον έφεραν στον τάφο, να ιστορήσω τα χρόνια της μακράς ετοιμασίας, τους αγώνες και τις περιπέτειας, που πλούτισαν με πολύτιμη πείρα, εσφυρηλάτησαν το χαρακτήρα κι εμόρφωσαν την προσωπικότητά του, δεν είναι μονάχα φόρος οφειλόμενης τιμής στη μνήμη του. Είναι, πιστεύω, κι ένα εθνικό καθήκον.

Α΄
ΣΤΕΡΗΜΕΝΑ ΝΙΑΤΑ

Όταν ο Μεταξάς ανέβηκε στην εξουσία και πρόβαινε, με μεγάλα βήματα, στο σκοπό του, οι επιτήδειοι κι οι κόλακες, η μοιραία και συνηθισμένη ακολουθία των ισχυρών, δεν έλειψαν από κοντά του. Κι όπως ακριβώς κάποιος από το θίασο των «ανιδιοτελών θαυμαστών», του Βενιζέλου, κατάφερε ν’ ανακαλύψει, ότι το γενεαλογικό δέντρο του μεγάλου Κρήτικού, είχε τις ρίζες του στους ...Ιταλούς δούκες Ατσαγιόλους (αυτά τα ντροπιασμένα πράγματα γράφτηκαν και στον Ευρωπαϊκό Τύπο) βρέθηκαν «φίλοι» να κάμουν το ίδιο και για το Μεταξά: Ανακάλυψαν, ότι η γενιά του κατεβαίνει από τους Μεταξάδες του ...Βυζαντίου (1081) και από το Μάρκο Αντώνιο, ιδιαίτερα, το συμπολεμιστή του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου! Κι όχι μόνον αυτό, αλλά, παρά λίγο να φορέσουν και στους μεταβυζαντινούς προγόνους του τη σιδερένια πανοπλία των φεουδαρχών.
Ο Μεταξάς, που σαν γνήσιος Κεφαλλωνίτης, είχε ζωηρότατο το αίσθημα του γελοίου, κορόιδευε αυτές τις ανακαλύψεις. Και δεν έπαυσε, όταν ακόμα βρισκότανε στην ακμή της επιτυχίας, να λέει και να ξαναλέει σ’ όλους:
–Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη φτώχεια!
Κι αλήθεια είναι, πώς βγήκε από σπίτι χωριατονοικοκυραίων, που ζούσαν στα Κοντογουράτα, ένα χωριό του Δήμου Θηναίας, καλλιεργώντας το αμπελάκι, τις ελίτσες και το χωραφάκι τους, με ποτάμι τον ιδρώτα, γιατί μόλις μπορούσαν να τους ζήσουν. Φύτρα γερή, κύτταρο στερεό αγρότη στάθηκε ο Μεταξάς, πλουτισμένο από γερά επίσης κληρονομικά στοιχεία διασταυρώσεων. Αίμα Μακεδονικό (από τη γιαγιά του, Γρεβενιώτισσα) κι αίμα Ρουμελιώτικο (από τη μάνα του, Αγρινιώτισσα) είχε ανακατωθεί στις φλέβες του με το Κεφαλλωνίτικο.
Περιστατικά δυσάρεστα, προ πάντων αρρώστιες των αμπελιών, απανωτές άσχημες σοδιές, ξερίζωσαν τον Παναγή Μεταξά, τον πατέρα του, από τα Κοντογουράτα. Ο δημόσιος προϋπολογισμός ήτανε και την εποχή εκείνη (1865) όπως, αλλοίμονο, σχεδόν και σήμερα, το σωσίβιο των μοιραίων ναυαγών της αγροτικής προσπάθειας, αληθινά δραματικής σε τόπους άγονους, όπως η κατάξερη Κεφαλλωνιά. Εκεί κατάφυγε κι ο Παναγής. Ήξερε τόσα γράμματα, όσα φτάνανε, για να παραστήσει κανείς το δημόσιο υπάλληλο, την εποχή εκείνη, που απόφοιτοι του Σχολαρχείου ανέβαιναν στην έδρα του πταισματοδίκη και προ πάντων το επιβλητικό ήθος, που μπορούσε να τον επιβάλει σαν διοικητικό υπάλληλο μικρής επαρχιακής περιφερείας. Η κυβέρνηση Κουμουντούρου είχε ανάγκη από κατώτερα στελέχη! Τον έστειλε στην Ιθάκη έπαρχο.

Εκεί γεννήθηκε ο Ιωάννης Ματαξάς, στις 12 του Απρίλη του 1871, κάτω από το άστρο του Ομηρικού Οδυσσέα, που ’μελλε να ’χει, σαν κι εκείνον, όχι λίγες περιπέτειες. Άρχισαν από την πρώτη στιγμή, την ίδια στιγμή, που γεννήθηκε: Βγήκε στον κόσμο τόσο δύσκολα, που παρά λίγο να φύγει πριν προλάβει καλά-καλά, να γνωρίσει τον κόσμο. Οι γιατροί, που τον άφησαν για να φροντίσουν τη μάνα του – βρισκότανε πολύ άσχημα, μετά τον τοκετό – τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο, όπως αργότερα θα το κάμει το στρατοδικείο. Όμως επέζησε κι από τις δυο καταδίκες.
Στις μεγάλες κάμαρες του επαρχείου (πρώην Αγγλικό διοικητήριο) κάνει τα πρώτα βήματα στη ζωή. Το περιβάλλον είναι βαθύτατα γαλήνιο κι εξαιρετικά γραφικό: Μπροστά το λιμάνι, με τα ολόστρωτα νερά, που καθρεφτίζει τις χιονάτες και καλλιγραφικές κτήσεις των γλάρων, τα είδωλα των σπιτιών, που κρέμονταν ανάποδα προς το βυθό, το Βενετσιάνικο κάστρο, που φυλάει σαν σκουντουφλός και σκοτεινός μολοσσός, στην είσοδο και πέρα, δεξιά, οι γελαστές πρασινάδες της Φαρδομάντρας κι ο φάρος. Και πίσω το αμφιθέατρο των χαριτωμένων σπιτιών, που οι νοικοκυραίοι τους λείπουν, καπετάνιοι, λοστρόμοι, ναύτες, οργώνοντας τις μακρινές θάλασσες με τα καράβια τους. Ακόμα πιο πάνω το άλσος του «αφεντικού λόγγου» με τις αιωνόβιες βελανιδιές, που στα κλαριά τους σκαρφαλώνουν και μπλέκονται τα λουλουδισμένα «ρούσκλα». Μα και το επαρχείο είναι ζωσμένο με γραφικότητες: Συστάδες ευκαλύπτων και κισσούς, που σφιχταγκαλιάζουν κάποια μεγάλη, παλιά αποθήκη και μια λιμνούλα, στο προαύλιο πίσω, από νερά του λιμανιού, που εισχωρούν υπόγεια, ώς εκεί και όπου ο μικρός Μεταξάς βάζει να ταξιδεύουν τα καραβάκια και τα παιδιάστικα όνειρά του.
Υπάρχει μια περίεργη κι εύγλωττη φωτογραφία της εποχής εκείνης: Δεξιά ο πατέρας του, καθιστός, έχει όρθιον, ανάμεσα στα γόνατά του, το μικρό Γιάννη, όχι παραπάνω από τεσσάρων ή πέντε χρονών. Κι αριστερά η μάνα του, η Ελένη (γένος Τριγώνη) με το αριστερό της χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του συζύγου. Κάνει ζωηρή εντύπωση το ευγενικό κι επιβλητικό παρουσιαστικό του Παναγή Μεταξά: Ένα κεφάλι ωραίου άντρα, περήφανα υψωμένο, με πλατύ μέτωπο κορνιζαρισμένο με πυκνά μαλλιά, δασά φρύδια, βλέμμα σχεδόν ηρωικό, στόμα μεγάλο, τονισμένο από παχύ μουστάκι, που πέφτει προς τα κάτω και σαγόνι δυνατό, πλαισιωμένο από τις φαβορίτες της εποχής θυμίζει αόριστα τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, πάντως μοιάζει καλλιτέχνης, μουσικός, ζωγράφος και όχι έπαρχος μικρής πολιτείας. Και συνάμα, με τη μαύρη ρεντιγκότα του, το άψογο κολλάρο, την καλοδεμένη, μαύρη γραβάτα, το σταχτί γελέκο και το πανταλόνι, έχει το αξιοπρεπέστατο εξωτερικό «κυρίου», που έχει αφήσει οριστικά τον αγρότη στ’ αχάριστα χωράφια των Κοντογουράτων.
Η Ελένη Μεταξά, που έχει τοποθετηθεί πλάι του, ορθή, γιατί πρέπει να ισορροπηθούν τ’ αναστήματα (είναι κοντή, ο σύζυγος ψηλός και πλατύστερνος) με σκούρα φούστα, που καθαρά φαίνεται στη φωτογραφία πως είναι από βαρύ μεταξωτό, «μουαρέ», και μια λευκή μακριά μπλούζα που της φθάνει σχεδόν ώς τα γόνατα, γαρνιρισμένη με τις νταντέλες και τα κορδελάκια της εποχής, σφιχτά ζωσμένη, με πλατύ πρόσωπο, που αγωνίζεται μάταια να το μακρύνει το κτένισμα της εποχής, που σηκώνει τα μαλλιά προς τα επάνω, είναι η ζωντανή αντίθεση του αντρός της.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο είναι ο μικρός Μεταξάς. Περίεργα ντυμένος, με μια μπλούζα, που κουμπώνει στο στήθος πλάγια, σαν κοζάκου, πανταλονάκι με φαλμπαλάδες και μποτίνια ψηλά, μαζεμένος στον εαυτό του, με σφιγμένες γροθιές, σκουντουφλός, τα χείλη κλεισμένα και φουσκωτά, σαν από πείσμα, δεν έχει παιδική έκφραση. Μοιάζει με θυμωμένο αντράκι, αν κι έχει τα χαρακτηριστικά της μάνας του. Όλη η εικόνα μαρτυρεί, ότι έχει έλθει τώρα, κάποια σχετική ανακωχή στο σκληρό αγώνα με τις άμεσες ανάγκες της ζωής, ότι υπάρχει κάποια μικρή άνεση.

Όποιος όμως έχει μελετήσει την εποχή εκείνη, που το κράτος, από την καπετανοκρατία της κλεφτουριάς, έπεφτε στη βουλευτοκρατία, ξέρει, ότι η ευτυχία των δημοσίων υπαλλήλων δεν διέφερε από των ...ηρώων της αρχαίας τραγωδίας. Κανένας νόμος δεν τους ασφάλιζε από τα καπρίτσια των επαρχιακών κομματαρχών. Η μονιμότητα ήταν όνειρο ανέφικτο, η μεταβολή της τύχης τους επικείμενη κάθε στιγμή και οι παύσεις και οι μεταθέσεις πλημμύριζαν, σε κάθε υπουργική μεταβολή, ατελείωτες σελίδες της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Κι έχει μείνει παροιμιώδης ο λόγος ενός ειρηνοδίκη του καιρού, που μόλις έφθασε στην καινούργια έδρα, που τον είχανε μεταθέσει, για τρίτη φορά μέσα στην ίδια χρονιά, είπε στη γυναίκα του:
–Μη λύσεις τα πράματά μας· δεν ξέρω αν θα μείνουμε κι εδώ... Αρνήθηκα να παρανομήσω υπέρ του κυβερνητικού...
Ένα πρωί ο πατέρας του Μεταξά βρέθηκε, από έπαρχος, ταμίας. Έπρεπε ν’ αδειάσει το παλιό διοικητήριο με τις απλόχωρες κάμαρες και να περιοριστεί σε μικρότερο σπίτι, στη συνοικία Βαρκού-Καραβάτα, που ’μοιαζε με χωριό. Το μοναχό της πλεονέκτημα ήταν, ότι το δημοτικό σχολείο, που άρχισε τώρα να πηγαίνει ο Μεταξάς βρισκότανε κοντά στο σπίτι του. Μα σε λίγο ήλθαν απανωτές οι μεταθέσεις: Από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι, από το Μεσολόγγι στη Ζάκυθο και τέλος η απόλυση κι ο γυρισμός στ’ Αργοστόλι. Ο Μεταξάς ήτανε τότε οκτώ ετών. Και ποιος μπορεί να ξέρει, αν, μέσα στην παιδιάστικη ψυχή του, δεν τυπώθηκε βαθιά μια κρυφή αποστροφή γι’ αυτούς τους επαρχιακούς μικροτυράννους, που ’καναν τους γονείς του να υποφέρουν!
Γιατί υπόφεραν στο Αργοστόλι. Η οικογένεια είχε μεγαλώσει, τα έξοδα πολλά, το εισόδημά τους ελάχιστο. Και τα παιδιά τους, με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε ν’ αφήσουν τα γράμματα και προ πάντων «ο Γιαννάκης», που είχε αρχίσει να δείχνει εξαιρετικό ζήλο. Αναγκάστηκαν να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να συντηρηθούν. Πάνε τ’ αμπέλια στα Κοντογουράτα! Μα κι αυτά φαγώθηκαν. Ο αγώνας είναι σκληρός, καθημερινός. Στο μεγάλο σχολείο της ανάγκης ακονίστηκε το μυαλό και σφυρηλατήθηκε ο χαρακτήρας του Μεταξά. Παιδαγωγός του είναι η στέρηση. Να τα κλαίτε τα παιδιά, που ό,τι επιθυμήσουν το ’χουν αμέσως. Η ενεργητικότητά τους και η προσπάθεια ν’ αποκτήσουν μόνα τους κάτι, δεν θα ξυπνήσει ποτέ.
Αυτή την εποχή ο μικρός Μεταξάς ζούσε με την περίφημη κεφαλλωνίτικη «μπιστέκα». Έτσι ονόμαζαν ειρωνικά – «μπιστέκα» θα πει μπιφτέκι – μια φέτα ψωμί καψαλισμένη, με λάδι, με ξύδι και με ρήγανη: Την άρπαζε από το χέρι της μάνας του και δρόμο για το θρανίο. Είναι ένα παιδί λεπτόκορμο, σιωπηλό, ήσυχο, προσεχτικό, με συγκεντρωμένη έκφραση και γαλανά, φωτεινά μάτια. Το Αργοστόλι όπου περνάει τα κρίσιμα χρόνια, που μορφώνεται ο χαρακτήρας είναι μια στυγνή πολιτεία, που οι άνθρωποι ασκούν αμείλιχτη κριτική ο ένας τον άλλον, ένα σχολείο αυστηρό. Ο μικρός Μεταξάς της ειδυλλιακής Ιθάκης νιώθει εδώ τα μάτια όλων απάνω του. Η οδός Ιακωβάτου, που βρίσκεται το Γυμνάσιο, τον βλέπει, κάθε πρωί, να περνάει, αξιοπρεπής και σοβαρός, σαν μεγάλος.
Τις τάξεις τις περνάει πρώτος. Οι καθηγητές του τον φέρνουν για παράδειγμα. Η επιμέλειά του είναι αξιοσημείωτη. Τα φυσικά του χαρίσματα δείχνονται γρήγορα: Αντίληψη οξύτατη, κρίση σίγουρη, ξαστεριά μυαλού, εργατικότητα, θέληση. Σε μια έκθεση με το ερώτημα «Υπάρχει τύχη;» απαντάει αρνητικά. Από τη θέληση και την εργασία του καθενός κρέμεται η τύχη του. Η επίδοσή του στα μαθηματικά τον ξεχωρίζει απ’ όλους. Σ’ αυτόν τρέχουν οι συμμαθητές του για να τους βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων.

Αυτό τον καιρό φανερώνεται και μια άλλη χαρακτηριστική τάση του: Ν’ απομονώνεται. Δεν του πολυαρέσουν οι συντροφιές, ο θόρυβος, οι αταξίες, τα «κανόνια», το κάπνισμα, οι συνηθισμένες μπερμπαντιές. Ζει με τον εαυτό του, τα βιβλία του και τους μακρινούς μονήρεις περιπάτους του. Ένας παλιός παιδαγωγός έλεγε:
–Να τρέμετε τα ήσυχα παιδιά. Εγκυμονούν επαναστάσεις.
Δεν ξέρω αν είχε δίκιο. Αλλά μέσα σ’ αυτό το ήσυχο γυμνασιόπαιδο κουφόβραζε μια περίσσεια ζωής, που γύρευε κάποιο ξέσπασμα. Στους μακρινούς και μοναχικούς περιπάτους του, το πρόβλημα της σταδιοδρομίας τον βασάνιζε. Να φύγει από το φοβερό αγκίστρι της ανάγκης· να φύγει από το στενό περιβάλλον, που τον πίεζε· να διοχετεύσει κάπου αυτό το κύμα της ενεργείας που τον πλημμυρούσε, ανοίγοντας ένα δρόμο. Η φιλομάθειά του, δυνατά βοηθημένη από μια μνήμη αληθινά εκπληκτική, θα μπορούσε να τον αναδείξει εύκολα σ’ οποιαδήποτε θεωρητική σταδιοδρομία. Είχε σκεφθεί για μια στιγμή, τα μαθηματικά. Ο καθηγητής του, ο Μαζαράκης, για να τον ενθαρρύνει σ’ αυτή την κατεύθυνση, τον ανέβαζε συχνά στην έδρα, να κάνει το δάσκαλο στ’ άλλα παιδιά. Η καθηγεσία όμως δεν του ’λεγε τίποτα. Ο Μεταξάς δεν ήτανε διόλου θεωρητική φύση. Ο νους του ήταν όλος γυρισμένος στην πράξη. Και όμως!... Μέσα στις νεανικές του ονειροπολήσεις δεν είχε σκεφθεί ποτέ την πολιτική...
Όσο και να φαίνεται παράξενο, είναι ωστόσο αληθέστατο, που αυτός ο άνθρωπος, που οδήγησε το έθνος σε πράξεις κολοσσιαίας ιστορικής σημασίας και μεγίστων πολιτικών συνεπειών, δεν είχε το πάθος της πολιτικής. Όταν το 1928, μετά την τραγική εκλογική αποτυχία του, έγραψε ότι χαίρει που απέτυχε γιατί στο εξής θα μπορούσε «να ζήσει σαν άνθρωπος» – κι επροκάλεσε ειρωνικότατα σχόλια και σαρκασμούς – δεν είχε εκφράσει παρά το πραγματικό του αίσθημα. Τον είχα επισκεφθεί, αργότερα, και μιλήσαμε γι’ αυτό. Κάποια στιγμή, ξέσπασε:
–Ε, λοιπόν, φίλε μου, αν μου ’λεγε κανένας, στα νιάτα μου, ότι μια μέρα θα καταντούσα πολιτευόμενος, θα τον περνούσα για τρελό!...
–Δεν είχατε σκεφθεί ποτέ να πολιτευθείτε;
–Ουδέποτε!... Η εξέλιξις της αντιθέσεώς μου, ως αρχηγού του Επιτελείου μ’ έφερε στην πολιτική... Απόδειξις, ότι, ώς το 1915, δεν είχα γράψει ούτες δέκα γραμμές για πολιτική... ώς εκείνη την εποχή δεν ασχολήθηκα παρά με αποκλειστικώς στρατιωτικά ζητήματα... Έγραψα για την «υπηρεσία του μηχανικού εν εκστρατεία» – αυτή τη μελέτη που εβραβεύθη από το Υπουργείο των Στρατιωτικών... Και από το 1909 ώς το 1913 διάφορες άλλες μελέτες για διάφορα στρατιωτικά προβλήματα... Η πολιτική δε μ’ ενδιέφερε παρά μονάχα στα σημεία που εφάπτεται με τα επιτελικά προβλήματα...
Ο τόνος της ειλικρίνειας που ανάδιναν τα λόγια του δεν μου άφησαν τότε και δεν μου αφήνουν ούτε τώρα την παραμικρή αμφιβολία.

Από το άλλο μέρος στα νεανικά του όνειρα του Αργοστολιού δεν υπήρχε η συνηθισμένη και τόσο τριμμένη οπτασία του πλουτισμού. Ήθελε, σαν κάθε νέος, την αποκατάστασή του, ένα στάδιο, μια δουλειά. Αλλά δεν ονειρευότανε πακτωλούς. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπως το Κεφαλλωνίτικο, που απ’ αυτό ξεκίνησαν τόσες παράτολμες ιδέες επιχειρήσεων, που έγιναν πραγματικότητες και τόσες τυχοδιωκτικές ακόμα τάσεις, που ’φθασαν σ’ επιτυχία, ο Μεταξάς, που ’νιωθε άπειρες ικανότητες μέσα του, είχε μετριοπαθέστατες και υγιείς φιλοδοξίες. Δεν ονειροπολούσε ούτε καν την ευμάρεια, που εσχεδίαζε να επιδιώξει ο Βενιζέλος, κατεβαίνοντας να δικηγορήσει στην Αίγυπτο, στα μικτά δικαστήρια, όπου οι δικηγορικές παραστάσεις επληρώνοντο αδρά. Η νοικοκυρίστικη νοοτροπία του, η αυστηρότητα και η πάστρα της οικογενειακής του αγωγής, απέκλειαν κάθε τυχοδιωκτική και αρριβιστική σκέψη. Αναζητούσε ομαλό στάδιο, που να μπορεί κανείς, με την επιμέλεια, την εργασία και την ικανότητά του, να πάρει μια θέση ανεκτή στην κοινωνική ζωή. Τόσο απλό πρόβλημα και όμως τόσο δύσκολο για ένα φτωχό νέο της εποχής του!... Η πικρία γέμιζε την ψυχή του. Γι’ αυτό αργότερα, θ’ ατενίσει με τόση συμπάθεια, τη νεότητα, θα την καλέσει κοντά του και θα προσπαθήσει να τη διευκολύνει όσο μπορεί περισσότερο στο δρόμο της ζωής... Τα στερημένα νιάτα του τον έχουν κάμει να νιώσει βαθιά την πίκρα του νέου, όταν βλέπει πόση απόσταση χωρίζει τις δυνατότητές του από τα μέσα για αξιοποίησή τους και πόση κοινωνική αδικία υπάρχει στην απόσταση αυτή. Και είχε νιώσει ακόμα ότι το αίσθημα της αδικίας αυτής είχε σπρώξει τους νέους προς τα επαναστατικά κηρύγματα και τις ανατρεπτικές οργανώσεις. Δεν τους έλεγε «έχετε το δικαίωμα να γίνετε καλύτεροι από μας» – αλλά «έχετε καθήκον να μας υπερβάλετε!».
Όταν ο Μεταξάς, πάντοτε αριστεύων, πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου, είχε λύσει το πρόβλημα της σταδιοδρομίας του: Είχε διαλέξει το σπαθί. Και θα ιδούμε τι ακριβώς εσήμαινε γι’ αυτόν μια τέτοια λύση.

Β΄
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

Τον Μεταξά στο στρατιωτικό στάδιο τον έσπρωξε η ευγενική πρόθεση να συνδυάσει την κοινωνική του προαγωγή με το ιδανικό της υπηρεσίας στην Πατρίδα. Αυτό, σήμερα, μπορεί να μη το νιώθουμε καλά ή και διόλου. Οι κοινωνικοί μας «ήρωες» είναι άλλοι. Ο Στένταλ βάζει τον ήρωά του, στο «Κόκκινο και Μαύρο», ένα νέο φιλόδοξο που αμφιταλαντεύεται ποιο δρόμο θα πάρει στη ζωή, στο δίλημμα των δύο αυτών χρωμάτων: Το «κόκκινο» είναι το φλογάτο πανταλόνι του Γάλλου αξιωματικού· το «μαύρο» είναι το ράσο του κληρικού. Αυτά ήτανε τα χρώματα των δύο στίβων, που οδηγούσαν στη λάμψη και στη δύναμη, συνδυασμένη με το φωτοστέφανο του ιδανικού: Στην υπηρεσία του έθνους το πρώτο, στην υπηρεσία του θείου το δεύτερο. Τρίτο χρώμα δεν υπήρχε για τη νεότητα.
Για να καταλάβουμε καλά την εκλογή που ’καμε ο Μεταξάς πρέπει να μεταφερθούμε στην ελληνική κοινωνία του 1885. Τα σπαθιά και τα σπιρούνια χτυπούσαν ρυθμικά στο πεζοδρόμιο· οι επωμίδες ήτανε το έμβλημα της νιότης και της λεβεντιάς, αλλά συνάμα και το διαχωριστικόν ορόσημο των δύο μεγάλων τάξεων, που αποτελούσαν την τότε κοινωνία. Γιατί, κατά βάθος, δεν υπήρχαν, παρά δυο τάξεις μονάχα: Οι αξιωματικοί αποτελούσαν τη μία και ήταν η πρώτη – η κοινωνική αριστοκρατία. Αυτή έλαμπε παντού: Στις παρατάξεις, στις κοσμικές συγκεντρώσεις, στις δεξιώσεις, στους ανακτορικούς χορούς. Ο Γεννήσαρλης, ο κομψός καβαλάρης με τις αρειμάνιες μουστάκες, τις κοκαλωμένες από τη μαντέκα, ήταν ο τελευταίος, κτυπητός αντιπρόσωπος αυτής της αριστοκρατίας. Είχε το γενικό πρόσταγμα στις παρελάσεις και στις ανακτορικές καντρίλιες.
Αλλά δε μπορούσε να μπει κανείς σε καμιά χοντρονοικοκυρίστικη τραπεζαρία της εποχής εκείνης, χωρίς ν’ αντικρύσει, πάνω από το βαρύ, καρυδένιο «μπουφέ» την απαραίτητη «μεγέθυνση» ενός μουστακαλή με στριφτές επωμίδες και πούπουλα λοφίου: Πάππος ή πατέρας, αφέντης του σπιτιού, γαμπρός ή θείος, αποτελούσε το «σήμα κατατεθέν» της οικογενειακής ευγενείας. Οι γυναικείες καρδιές λαχταρούσαν για το σπαθί: Αντιπροσώπευε την κοινωνική άνοδο, τη λάμψη, τα πρωτεία και συνάμα την ασφάλεια ενός τακτικού μισθού και μιας συντάξεως, που ’παιζε κάποιο ρόλο στην τότε φτωχή κοινωνία. Από το άλλο μέρος οι στρατιωτικοί αποτελούσαν τη μόνη οργανωμένη τάξη μέσα σ’ αυτή την ασχημάτιστη και ασύντακτη κοινωνία και τη μόνη επομένως υπολογίσιμη δύναμη. Οι μεγάλες πολιτικές και πολιτειακές μεταβολές (εκθρονίσεις, προκηρύξεις συνταγματικών ελευθεριών κτλ.) είχαν όλες επιβληθεί απ’ αυτή την οργανωμένη τάξη. Κι ο κάθε στοχαστικός πολιτικός ήξερε πολύ καλά, ότι δε μπορούσε να κυβερνήσει ούτε εικοσιτέσσερις ώρες, χωρίς να ’χει πίσω του, συντεταγμένη κι ενιαία τη δύναμη αυτή.
Όλο το άλλο έθνος αποτελούσε τη δεύτερη τάξη. Ήταν η εποχή, που η «θεωρία» των υπαξιωματικών στους στρατώνες άρχιζε μ’ αυτή τη βεβαίωση, που εγώ ο ίδιος έχω ακούσει πολλές φορές με τ’ αυτιά μου:
–Ο στρατιώτης είναι δυο δάχτυλα ψηλότερος από τον πολίτη.
Το συγκινητικό σημείο στη νοοτροπία της εποχής εκείνης είναι, ότι όλη αυτή η αίγλη δε βασιζότανε σε περασμένες υπηρεσίες – ώς την εποχή εκείνη όλες τις διαδοχικές, μικρές, αλλά σημαντικές για την Ελλάδα εδαφικές προσαυξήσεις, το έθνος δεν τις είχε πετύχει με στρατιωτικούς αγώνες, αλλά με μια δραστήρια κι άγρυπνη κι αληθινά ικανή διπλωματική ενέργεια: Η αίγλη και το καμάρι που περίβαλλε ο ελληνικός λαός τους στρατιωτικούς ήτανε μια έκφραση θερμών πόθων και μεγάλων ελπίδων, ότι αυτοί, μια μέρα, θα ’λυναν με το σπαθί τους, το δράμα του αλύτρωτου Ελληνισμού, οδηγώντας τον ένοπλο λαό σε θριαμβευτικές νίκες. Και στους πόθους και στις ελπίδες αυτές το λαϊκό ένστικτο αποδείχτηκε αλάνθαστο. Το Σώμα των Ελλήνων αξιωματικών δικαίωσε πέρα για πέρα, και τις πιο τολμηρές εθνικές προσδοκίες. Στους δυναμικούς αγώνες της φυλής αποδείχτηκε ηγεσία μ’ απόλυτη συναίσθηση της εθνικής αποστολής της.

Ο Μεταξάς βγήκε από τη σχολή των Ευελπίδων, ανθυπολοχαγός του Μηχανικού, σ’ ηλικία δεκαενιά ετών, τον Αύγουστο του 1890. Στο μητρώο του, αντίκρυ στ’ όνομά του και την ημερομηνία της εξόδου, στη στήλη των παρατηρήσεων, υπάρχει αυτή η σημείωση: «Προαγόμενος πάντοτε πρώτος μεταξύ των συμμαθητών του». Από την πρώτη χρονιά έγινε «αρχηγός τάξεως». Και κανείς δε μπόρεσε να του πάρει την αρχηγία ώς την ημέρα που αποφοίτησε: Συγκρατημένος, σχεδόν ασκητικός, προσηλωμένος στη μελέτη, αφοσιωμένος στη σπουδή, ενεργητικός, αλλά και υπομονητικός, ενήμερος, μέχρι σχολαστικότητος ευσυνείδητος στην εκπλήρωση των καθηκόντων του, αποσπά κάτι παραπάνω από την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των καθηγητών και των ανωτέρων του: Το θαυμασμό τους.
Παράλληλη με το ζήλο του για την πνευματική του ανάπτυξη, είναι και η φροντίδα του για τη σωματική άσκηση. Παρ’ όλη τη μειονεκτικότηα του σώματός του γίνεται ο καλύτερος καβαλάρης της τάξεως, οργώνοντας το στίβο του μεγάλου ιπποδρομίου της ιππευτικής σχολής, με καλπασμούς και πηδήματα εμποδίων, κάτω από τη διδαχή του πρίγκιπος Μουρούζη, που ήτανε μεν ταραξίας και μέθυσος, αλλά κι ο μεγαλύτερος καβαλάρης της εποχής του.
Έτσι, όταν ο Μεταξάς τον Αύγουστο του 1890 πήγε να παραλάβει, σχεδόν αμούστακος ανθυπολοχαγός, τη διοίκηση διμοιρίας σ’ ένα λόχο Μηχανικού, τον παρακολουθούσε ήδη μια κάποια φήμη εξαιρετικής αξίας. Και τη φήμη αυτή τη δικαίωσε στην πράξη από τα βήματα της σταδιοδρομίας του με το στρατιωτικό ήθος, τη διοικητική του ικανότητα και την απόλυτη προσήλωση στις απαιτήσεις της υπηρεσίας. Από την άποψη της δημόσιας ζωής ήτανε τότε μια περίοδος από τις πιο ταραγμένες της νεώτερης ιστορίας μας. Η οικονομική κατάστασή μας είχε φθάσει σε τέτοιο αδιέξοδο που ο Τρικούπης αναγκάστηκε να κηρύξει το κράτος σε χρεοκοπία. Η δε κομματική βακχεία είχε φθάσει σ’ οξύτητες θυελλώδεις. Ο Τρικούπης έπεσε και το κόμμα του και αυτός ο ίδιος απέτυχαν με παταγώδη τρόπο, που εστοίχισε τόσο πολύ σ’ αυτόν το φιλόδοξο και δυνατό πολιτικό, που έφυγε από την Ελλάδα, για να πεθάνει στις Κάννες της Γαλλίας.
Αλλά η νέα κυβέρνηση του Δεληγιάννη δε μπόρσε να επιδοθεί στην περίφημη περισυλλογή, γιατί στο μεταξύ μια καταπληκτική μυστική οργάνωση παράσυρε την πολιτική του τόπου σε μεγάλες και τραγικές περιπέτειες. Η συνωμοτική αυτή οργάνωση, που στη μύηση των μελών, τον οργανισμό και τη λειτουργία ήταν ένα επιτυχημένο ανακάτωμα της μασονίας και της παλιάς, προ του 21 Φιλικής Εταιρίας, είχε ιδρυθεί το Μάη του 1894 με τον τίτλο «Εθνική Εταιρία». Αυστηρά στρατιωτική στην αρχή κατάφερε, μέσα σε δύο χρόνια, να περιλάβει στους κόλπους της τα πάντα: Ανώτερα στελέχη του στρατού και του ναυτικού, όλη σχεδόν την ανώτερη υπαλληλία του κράτους, πλήθος διαλεχτών πολιτών, πολιτευομένους τολμηρούς, πλουσίους ανθρώπους, ό,τι το έθνος είχε καλύτερο. Χάρις στο μυστήριο της αόρατης «υπερτάτης αρχής» είχε αποκτήσει αφθόνους πόρους και ηθική επιβολή και είχε τα πλοκάμια της ακόμα και μέσα σ’ αυτό το Παλάτι.
Οι προθέσεις κι οι σκοποί των ανθρώπων της «Εθνικής Εταιρίας» ήτανε, βέβαια, πατριωτικοί. Ο φλογερός ενθουσιασμός τους όμως, τους παράσυρε σε τέλεια παραγνώριση της πραγματικότητος και λάθη θανάσιμα. Ενώ η κυβέρνηση Δεληγιάννη καταγινόταν να ενώσει τις δύο άκρες, στο οικονομικό πεδίο, με τις περίφημες αιματηρές της οικονομίες η «Εθνική Εταιρία» οργάνωνε στην Κρήτη επανάσταση (1896) και συνάμα, στη Μακεδονία, δημιουργούσε ανταρτικόν αγώνα. Και, φοβερίζοντας την κυβέρνηση μ’ ανατροπή και το Βασιλέα μ’ εκθρόνιση, αναγκάζει το κράτος να στείλει στρατό στην Κρήτη και ν’ αρχίσει εκεί εχθροπραξίες ακηρύκτου πολέμου.
Οι Δυνάμεις, τρομαγμένες για τις ενδεχόμενες συνέπειες, προτείνουν να γίνει η Κρήτη ηγεμονία – πολιτικό κέρδος σημαντικό για την Ελλάδα, σταθμός σπουδαίος προς την ένωση. Στέμμα και κυβέρνηση κλίνουν να δεχτούν τη λύση. Οι έξαλλοι όμως ηγέτες της «Εθνικής Εταιρίας» ξεσηκώνουν την αντιπολίτευση, που καταγγέλλει την κυβέρνηση για προδοσία και κάνουν την ατμόσφαιρα πνιγηρή κι ανυπόφορη. Ένα πρωί ξυπνά η πρωτεύουσα, με γραμμένο στις μάντρες, στους τοίχους, στα πεζοδρόμια το σύνθημα: «Κηρύξατε τον πόλεμον – Ιωάννης Ζηρός». Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν αυτός ο Ιωάννης Ζηρός. Αλλά συμμορφώθηκαν όλοι μ’ αυτή την προσταγή των τριόδων: Τρεις χιλιάδες άτακτοι μπαίναν από τη Μελούνα στο Τουρκικό έδαφος. Έτσι άρχιζε ο πόλεμος του 1897...

Βγαίνει από τα πλαίσια του έργου αυτού να τον ιστορήσω. Ο Μεταξάς υπόφερε απ’ αυτή την οχλοκρατική ενέργεια. Ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά σοβαρή προετοιμασία. Και ήταν ανήσυχος. Κρύβοντας όμως τους στοχασμούς του βάδισε με τη μονάδα του στα σύνορα. Ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος, θέλοντας να συμμερισθεί τις δεινοπάθειες, τους κινδύνους και τις περιπέτειες του λαού πήρε τη Γενική Αρχηγία. Γύρεψε να συγκεντρώσει γύρω του ικανούς αξιωματικούς. Του μιλούν, ανάμεσα σ’ άλλους και για τον Μεταξά. Τον καλούν τηλεγραφικώς να παρουσιασθεί στο Αρχηγείο. Είναι μόλις εικοσιέξ ετών. Και η φήμη του έχει φθάσει ώς την Ανώτατη Διοίκηση. Είναι από τα σπάνια παραδείγματα νεαρού αξιωματικού, που δεν έχει προλάβει, καλά-καλά να κλείσει τα έξι χρόνια υπηρεσίας και καλείται, σαν επιτελικός, σ’ ώρα πολέμου, στο Γενικό Αρχηγείο μιας στρατιάς. Το περιστατικό αυτό έμελλε να παίξει ρόλο αποφασιστικό σ’ όλη τη σταδιοδρομία του και την κατοπινή ζωή του.
Στον Κωνσταντίνο δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσει άμεσα τα μεγάλα προσόντα του Μεταξά. Και όταν ήλθε, τόσο ραγδαία (μετά τις πέντε μέρες των πρώτων αψιμαχιών) η περίοδος της τραγικής δοκιμασίας να εκτιμήσει και τον χαρακτήρα του. Ο Ετέμ πασάς, νικητής των πρώτων αντιστάσεων, εισβάλλει τέλος από την ορεινή διάβαση της Μελούνας στους Θεσσαλικούς κάμπους κι αναγκάζει τη στρατιά του Διαδόχου να συμπτύξει τις δυνάμεις της. Αλλά γι’ απειροπόλεμα τμήματα οι νυχτερινές υποχωρήσεις δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξελιχθούν σε φυγή. Τη νύχτα της 11 του Απρίλη πανικός φρενιασμένος διαλύει τα περισσότερα τμήματα μας και ο αρματωμένος ένοπλος συρφετός ασυγκράτητος φεύγει κατά το Νοτιά. Αδειάζουν τη Λάρισα, ένα μεγάλο μέρος ωστόσο συγκεντρώνεται στα Φάρσαλα, η ταξιαρχία του Σμολένσκη κρατεί το Βελεστίνο κι αποκρούει τα νέα κύματα του εχθρού, αλλά γενική επίθεση των Τούρκων σαρώνει και πάλι την ελληνική άμυνα. Νέα υποχώρηση και νέα συγκέντρωση στη γραμμή Δομοκού-Αλμυρού. Και πάλι όπως η υποχώρηση: Ο δρόμος προς τη Λαμία είναι ανοιχτός. Στην πρωτεύουσα οχλοκρατικές διαδηλώσεις, η κυβέρνηση ανατρέπεται! Είναι η απόγνωση και το χάος...
Δεν υπάρχουν δεσμοί πιο ισχυροί απ’ αυτούς που σφυρηλατούνται στην κοινή ατυχία. Το θάρρος, η ψυχραιμία, η σταθερότητα και η ενεργητικότητα του Μεταξά, μέσα σ’ αυτή τη θύελλα, θα μείνουν στη μνήμη του Κωνσταντίνου. Όταν η σχετική γαλήνη ξανάρχεται στη χώρα και γυρίσει στο Παλάτι θα τον ξαναθυμηθεί από ένα εκφραστικό περιστατικό: Ο Μεταξάς είχε ξαναγυρίσει στο στρατώνα, με βαριά συλλογή. Είχε ζήσει, μέσα στις λίγες βδομάδες της Εθνικής περιπέτειας, όλα τα προβλήματα. Η Ελλάδα ήθελε το ξαναφτιάξιμο από την αρχή. Αλλά η πολιτική αναμόρφωση του τόπου δεν ήτανε δουλειά ενός ανθυπολοχαγού. Αυτός ένιωσε την ανάγκη να δουλέψει για το στρατό και ειδικά για το Σώμα του. Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Και πριν κλείσει χρόνος τελείωνε αυτή τη μελέτη – «η υπηρεσία του Μηχανικού εν πολέμω» – που είναι απόσταγμα των διδαγμάτων της πρώτης του πολεμικής πείρας και της προσεκτικής σπουδής του ζητήματος. Ο νεαρός ανθυπολοχαγός πρόσφερε, μ’ αυτό τον τρόπο, το λιθαράκι του στο οικοδόμημα της στρατιωτικής μας αναγεννήσεως. Το υπουργείον, που τον εβράβευσε, πλήρωσε και τα έξοδα να τυπωθεί το βιβλίο. Ένα αντίτυπο έστειλε και στον Κωνσταντίνο.

Ο Διάδοχος του θρόνου βρισκότανε τότε στην ίδια κατηγορία ιδεών. Η εθνική συφορά, που την είχε πληρώσει, πρώτος αυτός, με δημόσιες κατηγορίες, με σαρκασμούς – ο «Ρωμηός» του Σουρή οργίαζε – κι αντιδημοτικότατα, είχε ανάψει στην ψυχή του, όπως και στην ψυχή όλου του Έθνους, τον πόθο να ξεπλυθεί το αίσχος, να υπάρξει ανταπόδοση. Όλη του η μέριμνα ήτανε φυσικό να ’χει στραφεί στο στράτευμα. Έπρεπε να συγκροτηθεί ένα γερά συγκροτημένο επιτελικό σώμα, να μελετηθεί και να καταρτισθεί ένας καινούργιος οργανισμός, να συγχρονισθεί ο οπλισμός, να συγκεντρωθούν επαρκή εφόδια και να ενταθεί και να προσαρμοσθεί άμεσα η εκπαίδευση στους σκοπούς του πολέμου. Όταν έλαβε και διάβασε το βιβλίο του Μεταξά, σκέφτηκε ότι έπρεπε, απαραίτητα, να τον χρησιμοποιήσει για επιτελικό στέλεχος. Τον κάλεσε στο Παλάτι. Κουβέντιασε μαζί του. Και του ’κανε γνωστή την απόφασή του να τον στείλει για πλατύτερες σπουδές στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου.
Ο Μεταξάς τον ευχαρίστησε και ρίχτηκε στη μελέτη της Γερμανικής. Είναι ανάγκη, αφού σ’ αυτά όλα η παρεξήγηση πάτησε τη σφραγίδα της «γερμανοφιλίας» (Σοφία - Κάιζερ κτλ.) να πούμε δυο λόγια γι’ αυτή την αποστολή. Στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου είχε φοιτήσει κι ο ίδιος ο Διάδοχος. Και ήτανε τόσο φυσικό! Μετά τις λαμπρές νίκες του 1870 το στρατιωτικό άστρο της Γερμανίας μεσουρανούσε. Η πείρα του πολέμου εκείνου, διατυπωμένη από τον πρίγκιπα Χοενλόε, σε σειρά τόμων («Επιστολές περί του πεζικού» - «Επιστολές περί του πυροβολικού» κτλ.) που είχανε μεταφρασθεί σ’ όλες σχεδόν τις γλώσσες, αποτελούσε δίδαγμα πολύτιμο για τους στρατιωτικούς των άλλων εθνών. Σ’ αυτά τα βιβλία μιας στρατιωτικής αυθεντίας, που διαβάστηκαν άπληστα – και στην Ελλάδα, μεταφρασμένα στη γλώσσα μας και από τον Μεταξά, πρώτον και καλύτερον – είχαν συνοψισθεί όλα τα στρατηγικά και τακτικά συμπεράσματα του πολέμου.
Επί πλέον στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου δίδασκαν με το κύρος της αποκτημένης πείρας και της νίκης όλες οι κορυφές της στρατιωτικής επιστήμης. Είχαν δε συγκεντρωθεί εκεί και μαθητές απ’ όλα τα κράτη. Πού έπρεπε, λοιπόν, να σπουδάσει την τέχνη του πολέμου ο Διάδοχος της Ελλάδος; Και πού να στείλει τους αξιωματικούς του να καταρτισθούν; Μήπως στις στρατιωτικές σχολές των ...ηττημένων; Δε μπορεί να υποτιμήσει, χωρίς να είναι άδικος, τη στρατιωτική παράδοση και την αξία των Γάλλων, των Άγγλων και άλλων εθνών. Αλλά κάθε ιστορική περίοδος έχει τους διαλεχτούς της. Και ήτανε τότε η στιγμή των Γερμανών.
Ο Μεταξάς ήτανε σ’ όλη του τη ζωή ευγνώμων για τα μαθήματα που πήρε στο Βερολίνο. Αλλά κι οι καθηγητές του ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του. Εκτός από τη θεωρητική στρατιωτική παιδεία μπήκε γερά στο μηχανισμό του Γερμανικού στρατού, υπηρετώντας, διαδοχικά σ’ όλα τα σώματα, ώς και στα συντάγματα της φρουράς του Βερολίνου. Στην καβάλα βγήκε διπλωματούχος ιπποκένταυρος. Δεν ξέρει διασκέδαση, αυτό τον καιρό, ούτε ανάπαυση. Τους σωματικούς κόπους διαδέχονται οι πνευματικοί. Η κατάρτιση ενός επιτελικού αξιωματικού δεν είναι υπόθεση μικρή. Χρειάζεται πλατύτατος κύκλος γνώσεων. Πίσω από τις ένοπλες δυνάμεις, που συμπλέκονται υπάρχουν οι χώρες, από τις οποίες προέρχονται και οι διάφορες δυνατότητές τους. Ο πραγματικός επιτελής πρέπει να κατέχει βαθιά τις σχέσεις αυτών των δυνατοτήτων με τις μαχόμενες δυνάμεις. Πρέπει να είναι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια: Ιστορία, ψυχολογία ομάδων, κοινωνιολογία, εφηρμοσμένες επιστήμες, φυσική, μηχανική, χημεία δεν πρέπει να του είναι ξένες. Ο Μεταξάς απλώθηκε, στο Βερολίνο, σ’ όλα αυτά τα θέματα. Και συχνά του άρεσε ν’ αναφέρεται και σε Γερμανούς ποιητές. Και δεν ξέρω γιατί μου είχε πολλές φορές θυμίσει, στην κουβέντα, το λόγο αυτό του Γκαίτε: «Προτιμώ την αδικία από την αταξία»!
Έτσι, όταν ο Μεταξάς γυρίζει στην Ελλάδα, μπορεί να φορέσει άξια τα χρυσά αμφιμασχάλια του Σώματος των Επιτελών.

Γ΄
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΙΑ

Τέσσερα χρόνια μόλις εντατικής σπουδής στο Βερολίνο έφθασαν, χάρις στην εργατικότητά του και την εξαιρετική του αντίληψη, να οπλισθεί με ό,τι χρειαζότανε για να προσφέρει όσο λίγοι, όσο ίσως άλλος κανείς στο έργο της στρατιωτικής μας ανασυντάξεως. Τοποθετείται το 1904, με το βαθμό του υπολοχαγού, που έχει προαχθεί στο μεταξύ, στο νεοσύστατο Σώμα των Γενικών Επιτελών. Δουλεύει, από το πρωί ώς το βράδυ, κι από το βράδυ ώς το πρωί, για να συμβάλει κι αυτός στον καινούργιον οργανισμό του στρατού, που καταστρώνει, ακολουθώντας, στις γενικές γραμμές, τις εμπνεύσεις του Κωνσταντίνου ο τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Σαπουντζάκης. Ο οργανισμός αυτός, που σωστά ονομάστηκε «οργανισμός του Διαδόχου» και που αποτέλεσε την πρώτη από καταβολής ελληνικού βασιλείου σοβαρή προσπάθεια στρατιωτικής συγκροτήσεως της Ελλάδος επρόβλεπε μια γερά οργανωμένη εμπόλεμη δύναμη από 120.000 άνδρες.
Και όμως ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης θεωρούσε και το σχετικά περιορισμένο αυτό σχέδιο οικονομικώς ανεφάρμοστο! Είναι όμως προς τιμήν του, ότι, παρ’ όλο τον σκεπτικισμό του, ίδρυσε, τουλάχιστον, το Ταμείο Εθνικής Αμύνης και το επροικοδότησε με τεσσαράμιση εκατομμύρια χρυσές δραχμές το χρόνο. Αλλά σε δυο χρόνια, το 1906, ο Θεοτόκης ανέστειλε την εφαρμογή του «οργανισμού του Διαδόχου». Απεμάκρυνε την επιρροή του Σαπουντζάκη, για να πάρει το Δούσμανη Επιτελάρχη και τον απαραίτητο Μεταξά, που μελέτησαν και κατάστρωσαν σειρά μέτρων – το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς έπεσε πάλι στους ώμους του Μεταξά – που είναι γνωστό στην ιστορία της αναδιοργανώσεως του στρατού μας με τ’ όνομα «Σχέδιο Θεοτόκη». Οι εξήντα χιλιάδες Μάνλιχερ, που είχαν παραγγελθεί επί κυβερνήσεως Ράλλη, γίνονται τώρα εκατό, αγοράζονται 36 πεδινές και 8 ορειβατικές πυροβολαρχίες και όπως ομολογεί αυτός ο αδυσώπητος επικριτής του «αντιδραστικού» Μεταξά Γ. Βεντήρης στον πρώτο τόμο του έργου του «Η Ελλάς του 1920-1920» (σελ. 78) «εδόθη αξιέπαινος προσοχή εις την εκπαίδευσιν των στελεχών». Ο ίδιος συγγραφεύς αναγκάζεται ν’ αναγνωρίσει στην αμέσως επόμενη σελίδα: «Ο Θεοτόκης και οι συνεργάτου αυτού (Δούσμανης, Μεταξάς) κατήρτισαν μίαν ένοπλον δύναμιν, η οποία θα ημπορούσε να ονομασθή «επαγγελματικός στρατός». Ως τοιαύτη ήτο αξιόλογος». Και πάρα κάτω: «Όταν ο Βενιζέλος ανέλαβε το υπουργείον των Στρατιωτικών ευρήκε μίαν στενήν βάσιν προς δημιουργίαν στρατεύματος».
Αλλά πώς, αφού η δύναμις που κατηρτίσθη – χάρις στους μόχθους κυρίως του Μεταξά – ήτο αξιόλογος, η βάσις ήτο «στενή»; Γιατί, μας λέει, «δεν εστράτευσαν τον λαόν». Και εις το κεφάλαιον τούτο η ολιγαρχία ευρίσκετο μακράν της καθιερωμένης αρχής, καθ’ ην «οι στρατιώται είναι πολίται ησκημένοι εις τα έργα της αμύνης». Η αρχή είναι ορθή, αλλά η επίκριση και άδικη και άστοχη. Για να στρατεύσουν σε πλατύτερη κλίμακα το λαό, έπρεπε να διαθέσουν πιστώσεις. Κι αυτές ο Θεοτόκης δεν τις παραχωρούσε. Κι αποτελεί αδικία βαριά να φορτώνουμε στις πλάτες των στρατιωτικών – και προ πάντων του Μεταξά, που εμόχθησε υπεράνθρωπα, για να καταρτίσει μια πολεμική δύναμη, που οι ίδιοι αναγνωρίζουμε αξιόλογη – τα σφάλματα των πολιτικών ή την αδυναμία του δημοσίου ταμείου. Η πραγματική ιστορία πρέπει ν’ απονέμει δικαιοσύνη.
Οφείλει ν’ αναγνωρίσει στο Μεταξά, ότι δούλεψε μ’ όλη τη θέρμη της ψυχής του, όλη του την ενεργητικότητα για να οργανώσει την επιστράτευση, τον εφοδιασμό, τα μέσα της συγκοινωνίας, την εκπαίδευση στελεχών και να καταρτίσει μια στερεή βάση για την προοδευτική αύξηση του στρατεύματος. Επετέλεσε έργο αληθινού και σοφού επιτελικού. Δεν ήταν υπουργός των Οικονομικών, για ν’ ανοίξει το ταμείο του κράτους και να διοχετεύσει το περιεχόμενο στα πολεμικά εργοστάσια, στις αγορές προμηθειών και τις διαχειρίσεις των μονάδων! Εδούλεψε στον τομέα που είχε ταχθεί με πίστη, αφοσίωση και ακατάβλητη ενέργεια. Οι στρατοί δεν δημιουργούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Και αφού αναγνωρίζεται κι από αυτούς τους επικριτές του, ότι έβαλε στερεά τα θεμέλια του έργου, του ανήκει μεγάλη τιμή κι ευγνωμοσύνη.

Η μόνη ανακούφιση, που είχε αυτή την εποχή της σκληρής εργασίας, είναι ότι αγαθή Μοίρα του ’στειλε τρυφερή κι αφοσιωμένη σύντροφο της ζωής του, τη Λέλα Χατζηιωάννου. Όταν την παντρεύτηκε είχε την ίδια περιουσία με το Μεγάλο Ναπολέοντα στον πρώτον γάμο: Το σπαθί του. Είχε όμως εκείνη τα μέσα να κάμουν το μικρό τους νοικοκυριό και να δημιουργήσουν οικογένεια ευτυχισμένη. Αν μοιράστηκε μαζί του τιμές και δόξες, συμμερίστηκε όμως κι άλλες τόσες πίκρες και λαχτάρες. Η πρώτη έφθασε σύντομα: Η 15η Αυγούστου, το Γουδί. Δεν είναι η θέση εδώ κατάλληλη ν’ αναλυθεί αυτό το στρατιωτικό κίνημα. Τέτοια δουλειά θα μας τραβούσε μακριά πολύ από το θέμα μας. Η πράξη όμως να διαλύσει το Σώμα των Επιτελών και να ξαναστείλει στο λόχο του – είναι τώρα λοχαγός ο Μεταξάς – έναν άνθρωπο που είχε δουλέψει, με τόση αγάπη, για την αναγέννηση του στρατεύματος και να τον πετάξει με την κατηγορία του «αντιδραστικού», φωτίζει, νομίζω, από μια πλευρά πολύ δυσάρεστη το κίνημα. Μια στρατιωτική επανάσταση, που λέει πως έχει πρόγραμμα τη συγκρότηση εθνικού στρατού κι η πρώτη πράξη της είναι να καταργήσει μια επιτελική υπηρεσία που άλλο δεν έκανε παρά να δουλεύει ακριβώς γι’ αυτή τη συγκρότηση, δείχνει πως δεν ξέρει ούτε η ίδια τι θέλει.
Ποια συγκεκριμένη πράξη μπορούσαν να κατηγορούσαν στο Μεταξά; Ώς εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακουσθεί τίποτα. Η ετικέτα του «αντιδραστικού» μπορούσε να του επικολληθεί αργότερα, όταν ήρθε σ’ αντίθεση με το Βενιζέλο. Αλλά τότε που ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος τον έστειλε στο λόχο του ο Μεταξάς ούτε «αντιδραστικός», ούτε «προοδευτικός» μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Ήταν ένας ευσυνείδητος και πιστός στον όρκο του αξιωματικός, που δεν πολιτικολογούσε, παρά ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του. Και το κίνημα, που έλεγε, ότι ήθελε τη συγκρότηση «εθνικού στρατού», ερχόταν, ίσα-ίσα, να διακόψει αυτή την εργασία, να την καθυστερήσει. Στο βιβλίο του Γ. Βεντήρη, που ανέφερα παραπάνω, υπάρχει μια φρασούλα, που αποτελεί μια έμμεση ομολογία: «Στρατόν, εν τούτοις δεν κατώρθωσαν ή ΔΕΝ ΕΠΡΟΛΑΒΑΝ να κάμουν». (Ο Δούσμανης κι ο Μεταξάς). Αλλά πώς να προλάβουν, όταν τους παύουν, σαν γραμματικούς ειρηνοδικείου, τα κινήματα;
Έπρεπε να ’ρθει ο Βενιζέλος και να πάρει στα χέρια του, την εξουσία, για να επανορθώσει  την αδικία – όχι κατά του Μεταξά και του Δούσμανη, αλλά κατά του στρατού και της τόσο επείγουσας ανάγκης να συμπληρώσει την πολεμική του ετοιμασία. Είχαν όμως χαθεί, χάρις σ’ αυτό το κίνημα που ...βιαζότανε να συντάξει στρατό αξιόμαχο, δυο σχεδόν πολύτιμα χρόνια! Αλλά πριν έρθω στο σημείο αυτό της επαναφοράς του Μεταξά από το Βενιζέλο, πρέπει να πω δυο λόγια για τους πιθανότατα πραγματικούς λόγους, που το κίνημα κατάργησε το Επιτελικό Σώμα: Το κίνημα, στο σύνολό του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε κατά βάθος, πατριωτικά ελατήρια. Ο κύριος πυρήνας του, η ψυχή του, ήταν οι λεγόμενοι «Μακεδονομάχοι», αξιωματικοί που είχανε πολεμήσει σκληρά, για να μην φθάσουν οι Βούλγαροι ώς τον Αλιάκμονα. Γυρίζοντας στην Αθήνα, μετά την Τουρκική μεταπολίτευση, ανάπνεαν με δυσκολία το μολυσμένον αέρα της μικροπολιτικής και της αποσυνθέσεως. Αυτός όμως, ο αγνός και πονεμένος κόσμος, έγινε, χωρίς να το καταλάβει, όργανο επιτήδειων κι ανίκανων, ιδιοτελών κι απείθαρχων «παραγόντων» που τον μεταχειρίστηκαν για να χορτάσουν τα πάθη τους, τις μνησικακίες και τους φθόνους τους. Τα χρυσά αμφιμασχάλια των επιτελών τούς ενοχλούσε. Η αξία τους κι η δίκαιη εκτίμηση του Αρχηγού του στρατού σ’ αυτούς, τους ερέθιζε. Κάτω, λοιπόν! – Να διαλυθούν, να φύγουν!... Υπάρχει πάντα μια ψυχολογική αντίδραση των αξιωματικών της φωτιάς εναντίον των επιτελείων. Και την εκμεταλλεύτηκαν. Τα χρυσά αμφιμασχάλια ξηλώθηκαν.

Αλλά κατήργησαν – για την ταχύτερη, φαίνεται, ανασυγκρότηση του στρατού! – κι αυτόν τον Αρχηγό. Τα δύο μονάκριβα αιτήματα της περίεργης αυτής επαναστάσεως ήτανε: Να φύγει ο Κωνσταντίνος από την αρχηγία του στρατού, όπως κι οι πρίγκιπες και να δοθεί αμνηστία. Και τα δύο τα ’σβησε ο Βενιζέλος. Ο Γ. Βεντήρης εξηγεί στο βιβλίο, που ανάφερα παραπάνω, την πράξη αυτή με τ’ ακόλουθα (α΄ τόμος, σελ. 79): «Ο Βενιζέλος ήρχισε με την αποκατάστασιν της ενότητος εις το στράτευμα. Ο Δούσμανης, ο Μεταξάς, οι άλλοι αντιδραστικοί αξιωματικοί ανεκλήθησαν εις την ενέργειαν και κατέλαβον θέσεις αναλόγους της ειδικότητός των». Αυτό, στην απλοελληνική, σημαίνει: Ο Βενιζέλος αναγνώρισε την αξία τους και τους ξανάβαλε στις θέσεις, για τις οποίες δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι.
Και ο Αρχηγός του στρατού ξαναμπήκε κι αυτός στην αρχηγία: «Εικοσαετίαν όλην έπειτα (μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου) – γράφει ο ίδιος ο Βεντήρης στο βιβλίο του (σελ. 84) – ο Βενιζέλος έλεγε: «Ο Κωνσταντίνος είχε αναμφισβήτητα προσόντα αρχηγού στρατού. Ήτο θεληματικός και επεβάλλετο, παρουσίαζε δε καταφανή υπεροχήν από όλους τους στρατηγούς. Εάν σήμερον παρουσιάζοντο αι ίδιαι περιστάσεις του 1911 τον Κωνσταντίνον θα έθετα επί κεφαλής του στρατού»! Ώστε το κίνημα – όπως βγαίνει από τα γραφόμενα των ιδίων των υμνητών του – είχε γίνει για ν’ απομακρύνει από το στράτευμα τον καλύτερο στρατηγό, που είχε η Ελλάς και τους καλυτέρους επιτελείς; Ήτανε, λοιπόν, επανάσταση της μετριότητος εναντίον των αξιών; Και μ’ αυτό τον τρόπο ζητούσε τη συγκρότηση «εθνικού στρατού;»...
Αλλά, προκειμένου για τον Μεταξά – για να γυρίσω σ’ αυτόν – δεν επρόκειτο γι’ απλή επαναφορά σε μια θέση. Ο Βενιζέλος, μόλις ανάλαβε το υπουργείο των Στρατιωτικών, τον πήρε πρώτο υπασπιστή του. Τι απότομη άρνηση των ιδεών του κινήματος, αν μη και χαστούκι κατά πρόσωπον! Δεν είναι μονάχα που ξανάβαζε στη θέση του αυτόν, που είχαν αποδοκιμάσει: Τον αγκάλιαζε, τον έκανε πρώτο σύμβουλό του στα στρατιωτικά ζητήματα! Αυτό του υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον, αλλά και το προσωπικόν το δικό του. Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα τόσα προβλήματα, που τον περίμεναν για την επιβολή πειθαρχίας, την οργάνωση και την πολεμική παρασκευή ενός στρατού, που ’βγαινε από επαναστατικό κίνημα, χωρίς τη συμπαράσταση και τα φώτα μιας προσωπικότητος, που είχε ειδική μόρφωση και είχε μελετήσει βαθιά όλα αυτά τα προβλήματα; Έτσι πήρε πλάι του αυτόν που είχαν διώξει εκείνοι, που τον ανέβασαν στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Τι μεγαλύτερη αναγνώριση των υπηρεσιών του και της αξίας του μπορούσε να περιμένει ο Μεταξάς; Σε μια στιγμή, που με την οξύτατη διαίσθησή του ένιωθε όλη την ιστορική σημασία της, για τις άμεσα μελλοντικές εξελίξεις των εθνικών μας πραγμάτων, αυτός βρισκότανε διευθυντής του στρατιωτικού γραφείου και σύμβουλος στα στρατιωτικά ενός μεγάλου και πανίσχυρου πρωθυπουργού, που επρόκειτο να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις τύχες της ελληνικής φυλής. Ξανάραψε τη στολή του λοχαγού του Μηχανικού, που η αφροσύνη του κινήματος του είχε ξηλώσει τ’ αμφιμασχάλια και στρώθηκε στη δουλειά.
Ήτανε Σεπτέμβρης του 1910 όταν μπήκε στο υπουργείον των Στρατιωτικών. Όποιος φυλλομετρήσει τα στρατιωτικά ντοκουμέντα της διετίας, που μεσολάβησε ώς τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, μπορεί να ιδεί και με την πιο βιαστική ματιά, την τεράστια εργασία που ’γινε. Οι γνώμες και τα μέτρα του Μεταξά, που συναντούσαν πριν το σκεπτικισμό και τη νωχέλεια του Θεοτόκη, τώρα βρίσκανε στην ενεργητική και ζωντανή φύση του Βενιζέλου την άμεση ανταπόκριση. Αυξάνεται η δύναμη του στρατού ειρήνης, οι τρεις μεραρχίες του γίνονται τέσσερις. Τα 20 εκατομμύρια χρυσών δραχμών, που διέθετε ο Θεοτόκης για το στρατό έγιναν τώρα 110 (συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού) μέσα σ’ ένα χρόνο μονάχα (1910-1911) ξοδεύτηκαν για το στρατό της ξηράς 47 εκατομμύρια χρυσές δραχμές και 17 για το ναυτικό. Η πολεμική προετοιμασία προχωρούσε ραγδαία. Η κυβέρνηση τέλος πλήρωσε και τις δόσεις του «Αβέρωφ» και το ωραίο και σήμερα δοξασμένο κι απόμαχο καταδρομικό φούνταρε στον όρμο του Ναυστάθμου.
Παράλληλα συμπληρωνότανε κι η εκπαίδευση των στελεχών. Και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσθέσω κάτι, που ίσως είναι άγνωστο. Ο Βενιζέλος είχε λόγους πολιτικούς, προκειμένου να μετακαλέσει ξένη στρατιωτική αποστολή, ν’ απευθυνθεί γι’ αυτό στη Γαλλία. Ζήτησε, πάνω σ’ αυτό τη γνώμη του Μεταξά. Κι αυτός ο γερμανοσπουδαγμένος, ο απόφοιτος της Γερμανικής Ακαδημίας, νιώθοντας την πολιτική άποψη του Βενιζέλου, συμφώνησα μαζί του. Έτσι μπήκε στην εκπαίδευση το απαραίτητο επιστέγασμα. Ο Μεταξάς μού είπε κάποτε πάνω σ’ αυτό:
–Τι λόγο είχα να μη συμφωνήσω; Από τη γερμανική στρατιωτική πείρα είχαμε επωφεληθεί. Σε τι θα μας έβλαπτε να επωφεληθούμε κι από τη Γαλλική;
Ο στρατηγός Εντού και το επιτελείο των εκπαιδευτών κατέβηκε στην Ελλάδα κι άρχιζε, μ’ εντατικό ρυθμό τη δουλειά του. Αέρας αναμορφωτικός έπνεε παντού. Ένας οργασμός δημιουργικής εργασίας εσημειώνετο παντού. Η ημέρα του καθενός ήτανε γεμάτη από γόνιμη καταβολή. Η πανίσχυρη κυβέρνηση Βενιζέλου, η σχεδόν δικτατορική εξουσία που του είχε δώσει η πάνδημη ψήφος του λαού, η εκμηδένιση της άλλοτε ποτέ τυραννικής βουλευτοκρατίας, ικανοποιούσαν απόλυτα το ιδανικό του Μεταξά. Υπηρετούσε τον Πρωθυπουργό με πίστη, μ’ αφοσίωση και μ’ όλες του τις δυνάμεις:
–Πειθαρχία – μου ’λεγε συχνά – δε μπορούν να επιβάλλουν, παρά ισχυρές κυβερνήσεις.
Ο Βενιζέλος είχε τότε την ευχέρεια να μη σκέπτεται σαν κομματάρχης, αλλά σαν εθνικός αρχηγός. Και αυτό ήτανε το μυστικό της υποδειγματικής διοικήσεώς του τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του.
Ο Βενιζέλος, από το άλλο μέρος, είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον υπασπιστή και σύμβουλό του. Είχε εκτιμήσει την αντίληψή του, την κρίση του, το πλάτος των γνώσεών του, την ακαταπόνητη εργατικότητά του. Η συνεργασία τους ήταν αρμονική:
–Ο Βενιζέλος – μου είπε κάποτε ο Μεταξάς – έμενε συχνά στο υπουργείο, αργά τη νύχτα. Όταν τελείωναν, επί τέλους, οι δουλειές της υπηρεσιακής ρουτίνας, με καλούσε κοντά του, να μιλήσουμε για τα γενικότερα θέματα ή μάλλον για το ένα, αιώνιο θέμα, που απασχολούσε τη σκέψη όλων των κορυφών της ιεραρχίας: Την ένωση της Κρήτης και γενικότερο, τους εθνικούς μας πόθους. Μ’ όλη την πολεμική ετοιμασία, που είχαμε κάμει, δεν είχα τη γνώμη πως θα μπορούσαμε ποτέ να επιτύχουμε τίποτα σε μονομαχία με την Τουρκία. Και τον εύρισκα σύμφωνον απόλυτα σ’ αυτό. Η ανάγκη μιας διαβαλκανικής συμμαχίας ήταν αισθητή. Ανέπτυσσε τότε τις ιδέες του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα κι εγώ τις δικές μου, τονίζοντας προ πάντων τη στρατιωτική άποψη. Μ’ άκουγε προσεκτικά. Και μια νύχτα μού είπε, χαμογελώντας:
–Ίσως χρειασθεί να κάμεις ένα ταξιδάκι στη Σόφια.
Επρόκειτο για τη συζήτηση των στρατιωτικών λεπτομερειών της συνθήκης με τη Βουλγαρία. Ήταν οι παραμονές της δοξασμένης εξορμήσεως του Δώδεκα.