Κυριακή 29 Απριλίου 2012

ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΕΝΣ


Ιωάννης Βουλπιώτης (1902-99)


ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ,

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ


Του Δημοσθένη Κούκουνα

Ι
σχυρός παράγοντας, ίσως ο ισχυρότερος σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, απέβη ο επιχειρηματίας Ιωάννης Βουλπιώτης. Με τη βασική ιδιότητα του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της εταιρίας «Σήμενς»[1] και της θυγατρικής «Τελεφούνκεν» και ως «ο Έλληνας γαμπρός του Σήμενς», ο Βουλπιώτης είχε επανέλθει από ετών για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα, εκπροσωπώντας το γνωστό γερμανικό συγκρότημα. Διέθετε ισχυρές διασυνδέσεις, ακόμη και με τον περίεργο ιερωμένο της εκκλησίας του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», τον πατέρα Δημήτριο Μπάλφουρ, αλλά ο πρωθυπουργός Μεταξάς ήταν συχνά επιφυλακτικός μαζί του. Ανάμεσα στους στενούς φίλους του περιλαμβανόταν ο Γερμανός ναύαρχος Βίλελμ Κανάρις, γεγονός που αυτόματα τον καθιστούσε ύποπτο για κατασκοπευτική δράση στην Ελλάδα.
Στη δεκαετία 1930 ο Ιωάννης Βουλπιώτης χειρίστηκε μεταξύ άλλων, ως αντιπρόσωπος του οίκου Σήμενς στην Ελλάδα, τις προμήθειες των νέων τηλεφωνικών κέντρων και των νέων ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων. Θεωρούσε ότι είχε επιτύχει να πείσει τον πρώην πεθερό του, τον Γερμανό μεγαλοβιομήχανο Σήμενς, να κάνει πολλές παραχωρήσεις στο ελληνικό κράτος, αλλά ότι τελικά ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αδικήσει την εταιρία του με το να καρπωθεί όλες τις θετικές παραχωρήσεις μέχρι την τελευταία στιγμή χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις συμφωνίες. Η ελληνική υπαναχώρηση υπήρξε αιφνιδιαστική ιδίως ως προς τη νεοσύστατη ραδιοφωνία. Ο Ιω. Μεταξάς ήρε τις υποσχέσεις του προς τον Βουλπιώτη και αντί να συσταθεί μια μικτή εταιρία, αγνοήθηκε το γερμανικό συγκρότημα και ιδρύθηκε μια αμιγώς κρατική υπηρεσία. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με την ελληνική τηλεφωνία και τηλεγραφία.
Ο Βουλπιώτης βρέθηκε στο επίκεντρο των παρασκηνίων λίγες εβδομάδες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν του ζητήθηκε να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του στο Βερολίνο για να αποτραπεί η ιταλική επίθεση. Η προσπάθεια αυτή, στην οποία πλην Βουλπιώτη είχαν αναμιχθεί επίσης ο διπλωμάτης Αλέξης Κύρου και ο προσωπικός γλύπτης του Χίτλερ Άρνο Μπρέκερ με την Ελληνίδα γυναίκα του, δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Βουλπιώτης παρέμεινε στην Αθήνα, με κάπως διακριτική παρουσία και κύρια επαγγελματική απασχόληση την Α.Ε. «Τελεπόλ» (αποκλειστική εισαγωγέα των ραδιοφωνικών συσκευών «Τελεφούνκεν» και άλλων προϊόντων του συγκροτήματος) μέχρι τη γερμανική εισβολή και από την επομένη κινήθηκε δραστήρια για να επιβάλει τα «εκκρεμούντα» κατά την άποψή του δικαιώματα του οίκου Σήμενς.
Έτσι ο Βουλπιώτης χωρίς δυσκολία επέβαλε τις τυπικές διαδικασίες για να ανατρέψει την κατάσταση εις όφελός του. Αρχικά κυρώθηκε και επαναφέρθηκε σε ισχύ η σύμβαση του ελληνικού δημοσίου με την «Τελεφούνκεν», που είχε υπογραφεί τον Ιανουάριο 1938 από τον τότε υφυπουργό Συγκοινωνίας Κων. Νικολόπουλο και τον Ιω. Βουλπιώτη[2]. Η επαναφορά της σύμβασης συνοδεύθηκε από προσθήκη νέων όρων, που την προσάρμοζαν στη νέα πραγματικότητα και μεταξύ άλλων αναστελλόταν η υποχρέωση λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών στη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα, ενώ η μέχρι τότε κρατική υπηρεσία ραδιοφωνίας μετατρεπόταν σε ανώνυμη εταιρία[3]. Λίγες μόλις μέρες αργότερα παραχωρήθηκε στην «Τελεφούνκεν» και η ασύρματη τηλεγραφία, το προνόμιο της οποίας εκμεταλλευόταν μέχρι τότε η βρετανική «Cable and Wireless Limited». Εδώ χρειάστηκε η σύναψη νέας σύμβασης, την οποία υπέγραψαν στις 5 Ιουνίου 1941 οι υπουργοί Οικονομικών και Συγκοινωνίας Σωτ. Γκοτζαμάνης και Σωτ. Μουτούσης με τον Ιω. Βουλπιώτη ως πληρεξούσιο εκπρόσωπο της «Τελεφούνκεν»[4].
Ακολούθησαν δημόσιες διθυραμβικές ανακοινώσεις για τη μεταβολή, προβάλλοντας το αναπτυξιακό πρόγραμμα που επρόκειτο να εκτελεσθεί για την επέκταση της ραδιοφωνίας.
Ο Βουλπιώτης ανέλαβε αμέσως και τυπικά τη γενική διεύθυνση της ελληνικής ραδιοφωνίας που την κράτησε μέχρι το τέλος της Κατοχής. Θεσμικά ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο 1941 η νέα εταιρία, γνωστή ως ΑΕΡΕ. Στο διοικητικό συμβούλιο της Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρίας έλαβαν μέρος, πλην του Βουλπιώτη, ο αφιχθείς εκπρόσωπος του συγκροτήματος Σήμενς Βίλελμ Λάντσμπεργκ ως πρόεδρος, ο διάδοχος του Μποδοσάκη (και θεματοφύλακάς του στην Αθήνα) Βάλτερ Ντέτερ, οι δικηγόροι Νικ. Ταζεδάκης και Κωνστ. Παπακυριακού, καθώς και ο Γεώργ. Καλούτσης[5]. Οι δικαιοδοσίες του Βουλπιώτη στη ραδιοφωνία ήταν απεριόριστες, ακόμη και για την άσκηση της ραδιοφωνικής προπαγάνδας. Ούτε και οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να διανοηθούν να τον ελέγξουν, γνωρίζοντας τις ισχυρές γνωριμίες του στο Βερολίνο σε ανώτατο επίπεδο. Αναδιοργάνωσε πλήρως τη λειτουργία και τη στελέχωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, χρησιμοποιώντας πολλούς γνωστούς δημοσιογράφους και καλλιτέχνες[6], ενώ από οικονομικής πλευράς χρησιμοποίησε εντελώς επιχειρηματικά κριτήρια, μακριά από τη νοοτροπία που επικρατούσε στις κρατικές επιχειρήσεις. Άλλωστε είχε ιδιαίτερο συμφέρον για την οικονομική ευρωστία της ΑΕΡΕ.
Παλιοί εργαζόμενοι στην κατοχική ΑΕΡΕ, που μετά την Απελευθέρωση παρέμειναν στο ΕΙΡ, θυμούνταν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε σαν μοντέρνος για τα δεδομένα της εποχής επιχειρηματίας και κάθε άλλο παρά απρόσιτος ήταν. Ήταν επινοητικός και ευέλικτος στα διοικητικά θέματα, ώστε οι υπάλληλοί του να τυγχάνουν ειδικής μεταχειρίσεως στις κατοχικές δυσκολίες. Προνοούσε και φορτικά (έως σκανδαλωδώς[7]) ζητούσε από τις κατοχικές κυβερνήσεις να εκδίδουν αποφάσεις για την ιδιαίτερα ευνοϊκή αντιμετώπιση των υπαλλήλων, τόσο της ΑΕΡΕ όσο και της ΑΕΤΕ, με συνεχείς αυξήσεις μισθών και παροχών σε τρόφιμα.
Η Ανώνυμος Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία (ΑΕΤΕ), πρόδρομος του σημερινού ΟΤΕ, μέχρι την έναρξη της Κατοχής βρισκόταν υπό τον πλήρη κρατικό έλεγχο, ενώ διατηρούσε συμμετοχή η γερμανική Τελεφούνκεν. Στα προπολεμικά χρόνια αποτελούσε άντρο Γερμανών κατασκόπων και μόνο κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου είχαν απομονωθεί τα διευθυντικά στελέχη της ΑΕΤΕ που ήταν Γερμανοί. Φυσικά αμέσως επανήλθαν στις θέσεις τους. Ο πρόεδρος της εταιρίας Αλέξανδρος Διομήδης, άλλοτε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και παλαιότερα υπουργός Εξωτερικών επί Ελευθ. Βενιζέλου, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στη θέση του, εκπροσωπώντας βασικά την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, τον κυριότερο δανειστή της ΑΕΤΕ. Ο Αλ. Διομήδης δεν δίστασε να διαθέσει το ευρύτατο κύρος του στην εταιρία, ενώ από τον Σεπτέμβριο 1941 μέχρι τον Ιούλιο 1943, εκπροσωπώντας την, υπέγραψε συμβάσεις με τον εκάστοτε κατοχικό υπουργό Συγκοινωνίας, με κύριο αντικείμενο την ανανέωση του τηλεφωνικού τιμολογίου[8]. Αργότερα όμως θα αποστασιοποιηθεί από την ΑΕΤΕ, ενώ στο σύνολό του το διοικητικό συμβούλιο θα υποκατασταθεί από τη δυάδα των τεχνικών εκπροσώπων της Τελεφούνκεν Ούγκο Φρομ και Έρνεστ Τζιόμπεκ, για τους οποίους υπήρχε η εικόνα ότι επιδίδονταν προπολεμικά σε κατασκοπεία σε βάρος της Ελλάδος. Ο Ελληνογερμανός Έγκον Κοντουμάς επανήλθε με την έναρξη της Κατοχής στην ΑΕΤΕ, όχι όμως για πολύ, αφού αργότερα θα περιπέσει σε δυσμένεια. Εξέχουσα πάντα ήταν η θέση του Ιω. Βουλπιώτη στην εταιρία (για ένα διάστημα ως γενικός διευθυντής, αλλά αργότερα χωρίς θεσμικό ρόλο), λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του με τη μητρική εταιρία στο Βερολίνο. Οι δύο Γερμανοί τεχνικοί διευθυντές, στα χέρια των οποίων είχε περιέλθει η διοίκηση της εταιρίας, παρέμειναν στις θέσεις τους μέχρι την παραμονή της γερμανικής αποχώρησης τον Οκτώβριο 1944[9].

(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια", σελ. 181-186, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ερωδιός)



[1]. Η ελληνική εταιρία χρησιμοποιούσε την απόδοση Σήμενς και όχι Ζήμενς, όπως είναι καθιερωμένη στα ελληνικά (Siemens).
[2]. Βλ. ΦΕΚ Α 184/4-6-1941. Το κείμενο της αρχικής σύμβασης του Ιαν. 1938 και του κυρωτικού Ν.Δ. 126/41 αναδημοσιεύθηκε, συνοδευόμενο και από γερμανική μετάφραση στο ΦΕΚ Α 153/17-6-1942. Στη συνέχεια με νεώτερο Ν.Δ. κυρώθηκε νέα σύμβαση του Ιω. Βουλπιώτη με την ελληνική κατοχική κυβέρνηση, που συνήφθη τον Ιαν. 1942 και αναφερόταν σε οικονομικά και διαδικαστικά θέματα (ΦΕΚ Α 154/18-6-1942).
[3]. Εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος 17.6.1941. Δημοσιεύεται εκτενής περίληψη, εν είδει εξαγγελιών, για τις προθέσεις της νέας διοίκησης της ραδιοφωνίας να εκτελέσει αναπτυξιακό πρόγραμμα. Ωστόσο, ελάχιστα απ’ όσα αναγγέλθηκαν έγιναν πράξη.
[4]. ΦΕΚ Α 187/6-4-1941.
[5]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 27.9.1941.
[6]. Πολλές λεπτομέρειες για τη δράση του Βουλπιώτη ως επικεφαλής της κατοχικής ραδιοφωνίας αναφέρονται στο βιβλίο του Δ. Κούκουνα, Η γερμανική και η ιταλική προπαγάνδα πριν και κατά την Κατοχή 1941-1944, Πάτρα 1981. Περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και τα ονόματα των στελεχών που χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την εποχή.
[7]. Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς στα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της κατοχικής περιόδου, θα διαπιστώσει πόσο συχνά εκδίδονταν κυβερνητικά διατάγματα ευνοϊκής μεταχείρισης των εργαζομένων στις δύο εταιρίες του συγκροτήματος Σήμενς στην Ελλάδα, με συνεχείς παροχές σε είδος και σε χρήμα.
[8]. ΦΕΚ Α 323/30-9-1941.
[9]. Οι δύο αυτοί Γερμανοί δεν επανήλθαν στις θέσεις τους στην ελληνική τηλεφωνία μετά το τέλος του πολέμου, ούτε άλλωστε θα ήταν δυνατόν. Ωστόσο ο Ούγκο Φρομ επανήλθε στη μητρική Τελεφούνκεν μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας του (προφορική πληροφόρηση από τον Ιω. Βουλπιώτη προς τον γράφοντα). Αντίθετα, ο Έρνεστ Τζιόμπεκ, για τον οποίο υπήρχαν πολλές μαρτυρίες ως προς τον κατασκοπευτικό ρόλο του, εξαφανίστηκε από την Ελλάδα οριστικά.

Το διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 1944. Μία από τις ελάχιστες γνωστές φωτογραφίες, όπου εικονίζεται ο Ιωάννης Βουλπιώτης επί Κατοχής (τέταρτος από αριστερά, ανάμεσα στον Μανώλη Καλομοίρη και τον Ιωάννη Αθανασιάδη, πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων τότε). Ανάμεσα στους άλλους εικονιζόμενους, στο κέντρο ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, πρώτος αριστερά ο Οδυσσεύς Λάππας, από δεξιά ο Τίμος Μωραϊτίνης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Νικόλαος Λάσκαρης και ο Θεόδωρος Συναδινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.