Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΑΖΕΡΤΑ, 26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944

Στο τραπέζι που υπογράφηκε η Συμφωνία της Καζέρτας. Οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ Στέφανος Σαράφης και Ναπολέων Ζέρβας με τον στρατηγό Σκόμπι στο μέσον, ο οποίος πλέον μετά την υπογραφή είναι ο νέος διοικητής τους.

Με τη Συμφωνία της Καζέρτας
παραδίδεται πανηγυρικα και επίσημα
η διοίκηση όλων των εν Ελλάδι ενόπλων δυνάμεων στον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι


Του Δημοσθένη Κούκουνα


Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης φτάνει αεροπορικώς στην Καζέρτα για να συμμετάσχει στη διάσκεψη.
Ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, αρχηγός του ΕΔΕΣ , αποβιβάζεται από το βρετανικό αεροσκάφος που τον μετέφερε στην Καζέρτα, ενώ ακόμα φέρει εξάρτυση αλεξιπτωτιστή.
Καζέρτα, Σεπτέμβριος 1944. Μια μικτή περίπολος στους δρόμους της ιταλικής πόλης. Ένας Αμερικανός και ένας Βρετανός στρατονόμος, έχοντας στη μέση τον γραφικό Ιταλό καραμπινιέρο.
Το χειρόγραφο ανακοινωθέν για τη Συμφωνία της Καζέρτας, που συνυπογράφουν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και οι αρχηγοί των ανταρτικών ομάδων Στέφανος Σαράφης και Ναπολέων Ζέρβας. Από συμμαχικής πλευράς προσυπογράφεται (κάτω αριστερά) από τον Βρετανό υπουργό Χάρολντ Μακ Μίλαν και τον στρατηγό Ουίλσον.

Ουσιαστικά η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα ως ένοπλο κίνημα για την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές ολοκληρώνεται στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944, όταν στην ιταλική πόλη Καζέρτα υπογράφεται η ομώνυμη συμφωνία. Αυτομάτως όλες οι ένοπλες δυνάμεις που μέχρι τότε δρούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα, είτε ανήκαν στη μία είτε ανήκαν στην άλλη πλευρά, περιέρχονται υπό την άμεση διοίκηση του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι, χωρίς θεωρητικά να αγνοείται η πολιτική εξουσία της ελληνικής κυβέρνησης. Με τη συμφωνία αυτή, τερματίζεται το αυτοδιοίκητο των δύο βασικών αντιστασιακών ενόπλων οργανώσεων, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ, ενώ έτσι η υπό απελευθέρωση Ελλάδα αποκτά αγγλική στρατιωτική διοίκηση για το επόμενο διάστημα. Και το επόμενο διάστημα, ακόμη και αν δεν μεσολαβούσαν τα Δεκεμβριανά, δεν ήταν προσδιορισμένο και πάντως δεν θα τελείωνε πριν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος φθάσει στο τέλος του.
Η συμφωνία της Καζέρτας είναι ένα πρωτόκολλο, που αν και το επεξεργάσθηκαν πολιτικά πρόσωπα από τις δύο κύριες παρατάξεις, ενώ το είχε προετοιμάσει ο στρατηγός Ουίλσον, έχει ιδιαίτερη αξία γιατί το υπέγραψαν τρία φυσικά πρόσωπα: ο Βρετανός στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης και ο αντίστοιχος του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Μ’ αυτό το έγγραφο, στον πρώτο παραχωρείται η διοίκηση των δυνάμεων που ελέγχουν οι άλλοι δύο, οι οποίοι περιορίζονται πλέον σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια.
Στην πραγματικότητα όμως η συμφωνία αυτή, που είναι η στρατιωτική προέκταση της πολιτικής συμφωνίας του Λιβάνου τον προηγούμενο Μάιο, αποτελεί μια πρόχειρη ρύθμιση, με την οποία θα επιχειρηθεί να αποφευχθεί ο εμφύλιος που έρχεται, αν και εφόσον θα δεχθούν και στην πράξη όλες οι πλευρές τον βρετανικό στρατιωτικό έλεγχο. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι εκείνη την εποχή το συμμαχικό στρατηγείο δεν είχε επιδείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για να παρενοχλήσει στρατιωτικά τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ελλάδα. Φαίνεται πως είχε πλήρως διαγράψει από τα επιτελικά του σχέδια την Ελλάδα για τέτοιου είδους επιχειρήσεις και απλώς περίμενε πότε θα έφθανε το πλήρωμα του χρόνου μέχρι να αποφασίσουν μόνοι τους να αποχωρήσουν οι Γερμανοί. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που τελικά θα διατεθούν στην Ελλάδα, ως αποστολή θα έχουν όχι την απευθείας εμπλοκή τους με τους αποχωρούντες Γερμανούς, αλλά την εδραίωση της νέας κατάστασης.
Όταν στα τέλη Αυγούστου ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και άρχισαν να οργανώνουν τη σύμπτυξή τους, τότε μόνον οι βρετανικές αρχές ενδιαφέρθηκαν για το πώς η χώρα θα διοικείται στρατιωτικά μετά την απελευθέρωσή της. Δεν ήταν διατεθειμένοι να φέρουν σημαντικές δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις για να παρενοχλήσουν τη γερμανική αποχώρηση και θέλησαν με πολιτικές αποφάσεις μόνο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της κατάστασης στην Ελλάδα όταν πλέον οι Γερμανοί θα είχαν φύγει.
Με τη συμφωνία της Καζέρτας θέτουν υπό την άμεση διοίκησή τους όλες τις αντάρτικες δυνάμεις στην Ελλάδα και παρά τις αναφορές περί «παρενοχλήσεων» της γερμανικής υποχώρησης, καμιά ουσιαστική δεν σημειώθηκε. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι σε διάφορες περιπτώσεις αποφεύχθηκε συστηματικά κάθε στρατιωτική «επαφή», ενώ έχουμε και την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, για την ανεμπόδιστη απελευθέρωση της οποίας προϋπήρξε η μοναδική κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ειδική συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Άγγλων σε υψηλό επίπεδο (βλ. απομνημονεύματα Σπέερ). Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, για την απελευθέρωση της Αθήνας, μερικές μέρες νωρίτερα πριν από τη Θεσσαλονίκη, είχαν γίνει ποικίλες επαφές και διαπραγματεύσεις, χωρίς να καταλήξουν μεν σε συμφωνία συγκεκριμένη, αλλά εκατέρωθεν όροι έγιναν αποδεκτοί υπό τη μορφή συστάσεων ή ακόμη και παρακλήσεων για την αποφυγή καταστροφών κ.ο.κ.
Όλες οι πλευρές, αλλά κυρίως εκείνη των Βρετανών, στον ζωτικό χώρο των οποίων «ανήκει» η Ελλάδα, αισθάνεται ικανοποίηση από τη συμφωνία της Καζέρτας, αφού εξασφαλίζει το τυπικό μέρος για τη στρατιωτική διοίκηση της Ελλάδος μόλις ελευθερωθεί. Στα πέριξ της Καζέρτας έχει ήδη μεταφερθεί από την Αίγυπτο μια πολυπληθής ελληνική «παροικία» και έχει προσωρινά εγκατασταθεί στην Κάβα ντέι Τίρενι, περιμένοντας με αδημονία και προφανώς με νοσταλγία την επόμενη φάση, δηλαδή τη μεταφορά της στο ελληνικό έδαφος. Η «παροικία» αυτή, που έχει μεταφερθεί με συμμαχικά αεροσκάφη ή πολεμικά πλοία, δεν είναι παρά η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση με τις υπηρεσίες της, οι οποίες συνθέτουν μια μικρογραφία της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Πρωθυπουργός είναι ο Γ. Παπανδρέου και μόλις πριν λίγες ημέρες έχει κατορθώσει η κυβέρνησή του να πάρει και ουσιαστικά τον χαρακτηρισμό της «εθνικής ενότητας», ύστερα από την ένταξη σ’ αυτήν των υπουργών που προέρχονται από το ΕΑΜ, το οποίο είχε καθυστερήσει υπερβολικά να τους ορίσει. Η βρετανική πολιτική, προσωπικά διά του πρωθυπουργού της, του Ουίνστον Τσώρτσιλ, στη διάρκεια μιας πολύωρης συνομιλίας του τελευταίου με τον Γ. Παπανδρέου, επιχειρεί για μια τελευταία φορά να προωθήσει τον βασιλιά Γεώργιο Β’, εξασφαλίζοντάς του μια ταυτόχρονη με την κυβέρνηση Παπανδρέου άφιξή του στην Ελλάδα μόλις θα έχει απελευθερωθεί. Η κυβέρνηση απορρίπτει την ιδέα, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό, εμμένοντας στα προαποφασισμένα.
Ένα νέο σενάριο προβάλλει. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο διάδοχος Παύλος, ο οποίος ήδη από το Κάιρο έχει ονομασθεί αντιβασιλιάς, θα μπορούσε να είναι εκείνος που θα ακολουθούσε την κυβέρνηση στην επιστροφή της στην πατρίδα. Ο Παύλος κατόρθωσε να βρεθεί στην Ιταλία τις μέρες εκείνες, αλλά τελικά, ύστερα από ποικίλες επαφές και διακυμάνσεις, αλλά και πολλαχόθεν προβαλλόμενα «βέτο», αντί για την Αθήνα θα πάρει τον δρόμο για το Λονδίνο, όπου μαζί με τον βασιλιά αδελφό του θα περιμένουν την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος πριν επιστρέψουν, κάτι που θα απαιτήσει διάστημα δύο ετών για να γίνει πράξη.
Σεπτέμβριος 1944. Αν και λογικά η ατμόσφαιρα θα έπρεπε να είναι χαρμόσυνη, ενόψει της πλήρους απελευθέρωσης της χώρας, αντίθετα οι πρόσφατες εμφύλιες χαοτικές συγκρούσεις στην Πελοπόννησο την δραματοποιούν. Σε τοπικό επίπεδο μεν, αλλά με απροσδιόριστες ενδεχόμενες διαστάσεις.
Η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στις δύο επικρατούσες πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα βρισκόταν σε έξαρση. Το άγχος της αριστεράς ήταν ότι οι αντίπαλοί της θα επιχειρούσαν να πάρουν την εξουσία και να την αγνοήσουν, ενώ αντίστροφα εκείνοι ζούσαν με τον φόβο ότι ο εξοπλισμένος ΕΛΑΣ δεν είχε άλλον στόχο παρά να κάνει κομμουνιστική την απελευθερωμένη Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι στους τελευταίους 15 μήνες ο ανταγωνισμός των δύο κυριότερων αντιστασιακών παρατάξεων είχε συχνά τη μορφή αιματηράς διαμάχης. Αυτά τα έβλεπε κανείς στην ύπαιθρο χώρα, αλλά στην Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα, ο ανταγωνισμός ήταν ίσως λιγότερο αιματηρός, αλλά πολιτικά εντονότερος.
Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει ότι η Ελλάδα ήταν τότε στην πραγματικότητα χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, είτε οι πολίτες βρίσκονταν στα βουνά ως αντάρτες, είτε στις πόλεις ως αντιστασιακοί συνωμότες. Στις πόλεις όμως δεν ήταν όλοι οργανωμένοι, όχι όμως ότι δεν ήταν πολιτικοποιημένοι. Πώς θα ξημέρωνε η μέρα της Απελευθέρωσης; Αυτό ήταν το μεγάλο ερώτημα.
Όταν στη Μόσχα στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, ενημερώθηκε από τον Άγγλο πρεσβευτή Κλαρκ Κερ ότι πρόκειται να σταλούν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ο Στάλιν απάντησε με μια απλή φράση: «Ωραία, είναι πια καιρός». Και βεβαίως δεν διανοήθηκε να εκφράσει ενστάσεις ή επιφυλάξεις, αφού οι σφαίρες επιρροής ήταν ήδη ξεκαθαρισμένες.
Την ίδια μέρα θα αρχίσουν στην Καζέρτα οι πρώτες διαπραγματεύσεις και για πρώτη φορά θα συναντηθούν ως αρχηγοί αντιστασιακών στρατών οι Σαράφης και Ζέρβας με τον Άγγλο στρατηγό Σκόμπι. Σύμφωνα με την αφήγηση του στρατηγού Σαράφη, ο οποίος ήδη από τις 20 του μηνός είχε φθάσει στην Ιταλία, μαζί τον πολιτικό σύμβουλο του ΕΑΜ Κώστα Δεσποτόπουλο, ύστερα από ένα περιπετειώδες αεροπορικό ταξίδι, ενώ είχε προηγηθεί κατά δύο μέρες ο στρατηγός Ζέρβας με τον συνταγματάρχη Πέτρο Νικολόπουλο:
«Το πρωί στις 24 του Σεπτέμβρη 1944 πήγαμε με τον Κ. Δεσποτόπουλο στα ανάκτορα της Γκαζέρτας, όπου ήταν εγκατεστημένο το Συμμαχικό στρατηγείο. Εκεί ήρθε και η αντιπροσωπεία του ΕΔΕΣ. Ύστερα έφτασε ο στρατηγός Σκόμπυ με τον επιτελάρχη του και τον ταξίαρχο Μπένφιλ. Το διερμηνέα θα έκανε ο ταγματάρχης Μάθιους. Έγινε η παρουσίαση στο στρατηγό Σκόμπυ και κατόπι καθήσαμε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι όπου ήταν καθορισμένες οι θέσεις που θα έπαιρνε ο καθένας. Ο στρατηγός διάβασε τις διαταγές που είχε έτοιμες για μας και το σχέδιο που ετοίμασε για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στο τέλος μας είπε: «αυτές είναι οι διαταγές μου, με το επιτελείο μου μπορείτε να κανονίσετε τις λεπτομέρειες για να κανονιστούν τελικά τα ζητήματα». Ύστερα απ’ αυτό απεχώρησε. Ο επιτελάρχης του στρατηγού μάς ρώτησε αν θέλουμε να συζητήσουμε μπροστά στους άγγλους ή θέλουμε να μείνουμε μόνοι. Εμείς δηλώσαμε πως πριν από οποιαδήποτε άλλη συζήτηση θέλουμε να επικοινωνήσουμε με την ελληνική κυβέρνηση και τους υπουργούς της ΠΕΕΑ
Ύστερα από κάμποση ώρα μας παρουσίασαν στο στρατηγό Ουίλσων στο γραφείο του. Μας ρώτησε για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα. Τόσο εγώ όσο και ο Ζέρβας κάναμε ανάπτυξη της στρατιωτικής κατάστασης στην περιοχή μας και ο στρατηγός Ουίλσων ζήτησε ορισμένες πληροφορίες και μας είπε μερικά λόγια για τις μέλλουσες επιχειρήσεις. Φύγαμε και ξαναγυρίσαμε στη Νεάπολη».
Το πλαίσιο, στο οποίο θα κινηθεί η συμφωνία της Καζέρτας, είναι πλήρως προκαθορισμένο. Ο Σαράφης συνεχίζει:
«Το απόγευμα ασχοληθήκαμε με το διάβασμα των διαταγών του στρατηγού Σκόμπυ, που είχαν διάφορα περίεργα πράγματα, ήτοι: 1) Ο στρατηγός Σκόμπυ διορίζονταν αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα και εκτός από τ’ άλλα, σκοπός του θα ήταν και η επιβολή του νόμου και της τάξης. 2) Η Ελλάδα χωρίζονταν σε διάφορες περιοχές: α) Αττικής (περιλαμβάνονταν Αθήνα, Πειραιάς) όπου θα διορίζονταν στρατιωτικός διοικητής από την κυβέρνηση και θα ήταν στις άμεσες διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ. β) Πελοποννήσου υπό τις άμεσες διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ. Στην περιοχή αυτή που ανήκε όλη στον ΕΛΑΣ θα διορίζονταν στρατιωτικός διοικητής από το Γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ με την έγκριση της κυβέρνησης. Δηλώθηκε προφορικά πως ο Άρης δεν ήταν ανεκτός. γ) Περιοχή Ζέρβα (περιλάμβανε και τις πόλεις Άρτα, Πρέβεζα, Γιάννενα καθώς και το Μέτσοβο και την Κέρκυρα). δ) Όλη η Στερεά, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη και το κομμάτι της Ηπείρου του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του στρατηγού Σαράφη. Βόρεια της περιοχής Δράμας μια μικρή περιοχή καθορίζονταν σαν περιοχή του Τσαούς Αντών. Στην Ήπειρο στους Φιλιάτες ορίζονταν σαν περιοχή τσάμηδων. Αργότερα και με την πρόοδο της απελευθέρωσης θα διόριζε ένα στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης που η δικαιοδοσία θα ήταν ανατολικά του Αξιού και έως τον Έβρο. ε) Τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλληνία, Ζάκυνθο στην περιοχή του ΕΛΑΣ. Για τ’ άλλα νησιά θα έβγαιναν νεότερες διαταγές. στ) Αφοπλισμός των ταγμάτων και σωμάτων ασφαλείας κανονίζονταν όπως και στη διαταγή που είχε σταλεί στο Γενικό στρατηγείο. ζ) Απαγορεύονταν κάθε σύλληψη και αυτοδικία. Το ζήτημα αυτό θα το κανόνιζε η κυβέρνηση. η) Τα λάφυρα κάθε είδους θα καταγράφονταν, θα παραδίνονταν κατάσταση και δε θα χρησιμοποιούνταν παρά ύστερα από έγκριση του στρατηγού Σκόμπυ και εφ’ όσον ήταν ανάγκη.
Δηλαδή με τις διαταγές αυτές ο στρατηγός Σκόμπυ είχε δικαίωμα να κανονίζει όλα τα ζητήματα και τα εσωτερικά μας ακόμα που είχαν σχέση με την τάξη και το νόμο και λαμβάνονταν ιδιαίτερη πρόνοια να μην πάθουν τίποτα οι προδότες και συνεργάτες των γερμανών. Επίσης στο Ζέρβα δίνονταν οριστικά όχι μονάχα η περιοχή του 24 συντάγματος αλλά και η Άρτα, Γιάννενα και Μέτσοβο, ήτοι σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου με επιθετική αιχμή προς Θεσσαλία και Μακεδονία, αφού του δίνονταν ο κόμβος Μέτσοβο».
Το άλλο πρωί, στις 25 Σεπτεμβρίου, συνεχίστηκαν οι συζητήσεις. Ο Σαράφης καταγράφει με την αφήγησή του:
«...Στο ίδιο γραφείο συναντηθήκαμε μόνοι οι Έλληνες. Εκεί ήρθε ο πρωθυπουργός Παπανδρέου με τους υπουργούς Σβώλο, Ζέβγο, Τσάτσο και Σγουρίτσα. Ο πρωθυπουργός πρότεινε να μιλήσουν πρώτα οι αντιπροσωπείες με τους υπουργούς της παράταξής τους κ’ ύστερα να γίνει κοινή συνεδρίαση. Πραγματικά έτσι κ’ έγινε. Ενημερώσαμε τους υπουργούς Σβώλο και Ζέβγο πάνω στις διαταγές του Σκόμπυ και επιστήσαμε την προσοχή τους πάνω στα δικαιώματα του Σκόμπυ σαν αρχιστράτηγου που έχει και αρμοδιότητα πολιτική στα εσωτερικά. Άλλο αρχιστράτηγος και άλλο στρατιωτικός αρχηγός για τις επιχειρήσεις. Επίσης για το ζήτημα της περιοχής Ζέρβας που δεν ήταν δυνατό να δεχτούμε όλες τις πόλεις της Ηπείρου να δοθούν στο Ζέρβα και επί πλέον το Μέτσοβο, που είχε στρατηγική σημασία για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Επίσης για το ζήτημα των συλλήψεων και δίκης των δοσιλόγων κλπ. Ο συναγωνιστής Σβώλος είπε πως πρέπει να είμαστε υποχωρητικοί μια που μπήκαμε στην κυβέρνηση και πρέπει να μη συζητάμε για μικρά πράγματα. Ότι πρέπει να ξαίρουμε ότι αν δε μπαίναμε στην κυβέρνηση οι άγγλοι ετοίμαζαν να κάνουν κατοχή στην Ελλάδα και κατά συνέπεια να πάρουν τα μέτρα τους για ν’ αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ. Με τη συμμετοχή μας διαρκώς κερδίζουμε έδαφος και θα έρθει στιγμή που θα μας κατανοήσουν καλύτερα και θα μας έχουν εμπιστοσύνη ώστε να καταλήξουν σε κυβέρνηση Σβώλου. Υπό το ίδιο πνεύμα μίλησε και ο συναγωνιστής Ζέβγος. Πάντως επιμείναμε για τη δικαιοδοσία του Σκόμπυ που πρέπει να ξεκαθαριστούν τα δικαιώματά του, να κανονιστεί το ζήτημα των δοσιλόγων και τέλος καμμία υποχώρηση δεν επιτρέπεται για το Μέτσοβο. Από τη συζήτηση που κάναμε φάνηκε πως ο πρωθυπουργός δεν τους είχε ενημερώσει στην κατάσταση και σαν υπουργός των στρατιωτικών έκανε ενέργειες που μελλοντικά θ’ απέβαιναν κατά του ΕΛΑΣ. Δηλαδή, δεν είχε ειλικρίνεια, αλλά αντικειμενικός του σκοπός ήταν η εξουδετέρωση του ΕΛΑΣ και η επιβολή των απόψεών του».
Αμέσως μετά, οι δύο πλευρές ξαναβρέθηκαν μαζί και άρχισε η συνεδρίαση. Στη νέα συνάντηση, τέθηκε από τον πολιτικό σύμβουλο του Σαράφη Κώστα Δεσποτόπουλο το γενικότερο θέμα ότι «δεν χρειάζεται η παρουσία των βρετανικών δυνάμεων εν Ελλάδι και επομένως δεν υπάρχει λόγος να τας προσκαλέσωμεν και να θέσωμεν τας ανταρτικάς δυνάμεις υπό τας αμέσους διαταγάς Βρετανού Αρχηγού». Από χρόνια και μέχρι και τον πρώτο καιρό της Κατοχής, ο Κ. Δεσποτόπουλος ήταν φανατικός οπαδός και προσωπικός φίλος του Γ. Παπανδρέου, από τον οποίο αποστασιοποιήθηκε μόλις εισήλθε στο ΕΑΜ, όπου κατέλαβε σημαντική θέση. Στα όσα είπε ο Δεσποτόπουλος, ο Παπανδρέου θα γράψει αργότερα ότι «εξέφρασε την κατάπληξίν του διά την εκφρασθείσαν γνώμην και εδήλωσεν ότι υφίσταται πλέον θεμελιώδης διαφωνία, κατόπιν της οποίας δεν υπάρχει στάδιον συνεργασίας».
Με την παρέμβαση του Γιάννη Ζεύγου, ο Δεσποτόπουλος απέσυρε την πρότασή του, που ήταν η μόνη φωνή που ακούστηκε τότε εναντίον του πνεύματος της Καζέρτας, με τη συμφωνία της οποίας δεσμεύονταν οι δύο αντάρτικοι στρατοί να υπακούουν απολύτως και να εκτελούν με αδιάσειστη στρατιωτική πειθαρχία τις διαταγές του Βρετανού αρχιστρατήγου. Ο Ζέρβας δεν είχε καμιά ανάλογη αντίρρηση, αφού άλλωστε ο σύμβουλός του συνταγματάρχης Π. Νικολόπουλος, «ομόλογος» του Δεσποτόπουλου για τον ΕΔΕΣ στις συζητήσεις της Καζέρτας είναι εκείνος που προ επταμήνου (κατά τη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας) είχε προτείνει την τοποθέτηση κοινού Βρετανού αρχιστρατήγου όλων των ενόπλων ανταρτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1964, ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος θα εξηγήσει στο «Βήμα» τους λόγους της αντίθεσής του και πώς ο Ζεύγος τον μετέπεισε: «...Μου εδόθη η δυνατότης να έχω μίαν κατ’ ιδίαν συζήτησιν μετά του μετέχοντος της συσκέψεως Υπουργού αειμνήστου Γιάννη Ζεύγου, εις τον οποίον εξέθεσα τους λόγους, διά τους οποίους επέμενα απολύτως εις την άποψίν μου. Μου απήντησεν, ότι τούτο θα ωδήγει αφεύκτως εις κυβερνητικήν κρίσιν, πράγμα διά το οποίον δεν ημπορούσε ν’ αναλάβη την ευθύνην, δοθέντος ότι εξήρχετο των γενικών οδηγιών που είχε λάβει, αναχωρών, διά να μετάσχη της λεγομένης Κυβερνήσεως «εθνικής ενώσεως». Ως εκ τούτου, μου εδήλωσεν, ότι ανελάμβανεν αυτός την ευθύνην, προσωπικώς, της μη εμμονής, εις την υπ’ εμού υποβληθείσαν και υποστηριχθείσαν πρότασιν».
Στο ίδιο εκείνο κείμενο, διατυπωμένο με τη νηφαλιότητα των δύο δεκαετιών που έχουν μεσολαβήσει από τα γεγονότα, ο Δεσποτόπουλος αναφέρει ακόμη χαρακτηριστικά:
«Εν τη πραγματικότητι, τόσον η αποβίβασις των Άγγλων εις την Ελλάδα, όσον και η επέμβασίς των εις τα εσωτερικά της χώρας, επιτρέψατέ μοι να φρονώ, ότι ούτε αφετηριάζονται, ούτε νομιμοποιούνται από την Καζέρταν. Ας μη είμεθα τόσον αφελείς και απλοϊκοί να το υποστηρίζωμεν, είτε εντεύθεν είτε εκείθεν. Αλλού και από άλλους, πολύ υψηλότερον των Ελληνικών παραγόντων ισταμένους, έγιναν συμφωνίαι, αφορώσαι και την Ελλάδα και εκείθεν, συντρεχόντων και των ιδικών μας βασικών σφαλμάτων, τα όσα επηκολούθησαν την αποχώρησιν των Γερμανών».
Το επόμενο θέμα τριβής που υπήρξε ανάμεσα στις δύο πλευρές, αφορούσε τα πρόσωπα δύο Ελλήνων που θα αναλάμβαναν αντίστοιχα τις στρατιωτικές διοικήσεις Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ο Στέφανος Σαράφης, ο μόνος εκ των συμμετασχόντων στις συζητήσεις εκείνες που έχει δώσει αναλυτικότερες πληροφορίες για τα διαμειφθέντα, συνεχίζει την αφήγησή του:
«Ύστερα ανακοίνωσε (ο Γ. Παπανδρέου) ότι στρατιωτικός διοικητής Αθηνών διορίστηκε ο συνταγματάρχης Π. Σπηλιωτόπουλος και Θεσσαλονίκης θα διορίζονταν ο συνταγματάρχης πυροβολικού Παπαγεωργίου. Διαμαρτυρήθηκα για τους διορισμούς αυτούς και πρόσθεσα: ο συνταγματάρχης Σπηλιωτόπουλος είναι δοσίλογος, ήταν ο πρώτος αρχηγός χωροφυλακής επί Τσολάκογλου και επί πλέον δεν έχει το κύρος και την επιβολή που χρειάζονταν. Ο πρωθυπουργός επέμενε πως είναι καλός, θα πάει καλά και έχει λάβει ήδη όλες τις διαταγές και κατά συνέπεια δε μπορεί ν’ αλλάξει. Άλλωστε θα πήγαιναν και οι υπουργοί στην Αθήνα υπό τις διαταγές των οποίων θα ενεργούσε. Οι υπουργοί αναγκάστηκαν να τον δεχτούν. Για το συνταγματάρχη Παπαγεωργίου αντέταξα απόλυτη άρνηση καθόσον ανήκε στην ΠΑΟ που συνεργάζονταν με το Χρυσοχόου και τους γερμανούς και κατά συνέπεια ήταν δοσίλογος. Ήταν δύνατο για τον ΕΛΑΣ να δεχτεί το διορισμό του στη Θεσσαλονίκη. Δικαιολογήθηκε ότι δεν τον ήξαιρε και ότι τον υπέδειξαν οι άγγλοι σαν πολύ καλό. Ύστερα από την επιμονή μου αποκλείστηκε και προτάθηκαν οι Κατσώτας και Μπουρδάρας. Παρατήρησα ότι φυσικότερο ήταν να διοριστεί ο στρατηγός Μπακιρτζής, που ήταν διοικητής της ομάδας μεραρχιών Μακεδονίας μια που όλα τα τμήματα ήταν του ΕΛΑΣ. Δικαιολογήθηκε πως δεν πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας γιατί και οι άλλοι είχαν αξιώσεις. Ύστερα από συζήτηση δεχθήκαμε τον Κατσώτα ή Μπουρδάρα. Για το ζήτημα των δοσιλόγων δέχτηκε να τροποποιηθεί η σχετική διάταξη. Για το στρατιωτικό ζήτημα δεν είχε γνώμη και έπρεπε να τα κανονίσουμε με τους άγγλους. Στη 1 μ.μ. τέλειωσε η συζήτηση και φύγαμε. Οι στρατιωτικές αποστολές ήταν καλεσμένες σε τραπέζι από το στρατηγό Ουίλσων. Οι υπουργοί από τον υπουργό της Μέσης Ανατολής. Το τραπέζι έγινε στο ανακτορικό δάσος της Γκαζέρτας, στο κυνηγετικό περίπτερο. Ήταν καλεσμένοι εκτός από το στρατηγό Σκόμπυ και τον επιτελάρχη του, ένας αμερικανός στρατηγός και αρκετοί άλλοι άγγλοι και αμερικανοί ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί. Οι δυο έλληνες στρατηγοί καθήσαμε δεξιά και αριστερά του Ουίλσων. Απέναντί του κάθησαν ο επιτελάρχης του Ζέρβα αντισυνταγματάρχης Νικολόπουλος και ο Κ. Δεσποτόπουλος. Το τραπέζι έγινε μέσα σε μια πολύ φιλική ατμόσφαιρα. Ήταν πολύ καλό και του έδινε ένα ιδιαίτερο τόνο το περιβάλλον του δάσους. Ύστερα από το τραπέζι ξαναγυρίσαμε στα γραφεία μαζί με τον επιτελάρχη του στρατηγού Σκόμπυ και τον ταξίαρχο Μπένφιλ».
Η αντιπροσωπεία του ΕΛΑΣ επέμεινε σε ένα άλλο σημείο στρατιωτικής φύσης και τελικά πέτυχε να τεθεί υπό τον έλεγχό του το Μέτσοβο, θεωρώντας το ως κρίσιμο στρατηγικό σημείο. Ο Σαράφης δίνει και μια ακόμα χαρακτηριστική εικόνα από τις συζητήσεις:
«...Σε μια στιγμή ο Ζέρβας μίλησε εναντίον του ΕΛΑΣ. Απάντησα πως οι δικοί του έφταιγαν γιατί η περιοχή εκείνη ανήκε στον ΕΛΑΣ. Καθόμαστε ο ένας κοντά στον άλλο. Γύρισε και μου είπε, κουνώντας το κεφάλι: «Τι δικοί μου και δικοί σου; Δεν πήρες ακόμα χαμπέρι πού βρίσκεσαι;» Αυτό έδειχνε πως ήξαιρε αρκετά για τις απώτερες σκέψεις των άγγλων και της κυβέρνησης».
Στην τελευταία συζήτηση, που προηγήθηκε της υπογραφής της συμφωνίας, προέκυψε και το θέμα της διατύπωσης αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Σκόμπι για την επιβολή του «νόμου και της τάξης». Ο Σαράφης αφηγείται για την τελευταία συνεδρίαση:
«Καθήσαμε όλοι στο τραπέζι. Μπροστά σε κάθε θέση ήταν η συμφωνία που θα υπογράφονταν καθώς και το ανακοινωθέν που θα δίνονταν μετά την υπογραφή στο ραδιόφωνο και τον τύπο. Διαβάστηκε η συμφωνία όπως ήταν διατυπωμένη. Μετά το διάβασμα ο υπουργός Σβώλος, ερμηνεύοντας τις σκέψεις που του τονίσαμε ιδιαιτέρως, ζήτησε να απαλειφθεί η φράση σύμφωνα με την οποία ο στρατηγός Σκόμπυ θα μπορούσε να επιβάλει στην Ελλάδα το νόμο και την τάξη καθ’ όσον αυτό ήταν έργο της ελληνικής κυβέρνησης και ζήτημα εσωτερικό. Ο στρατηγός Ουίλσων δέχτηκε τελικά να διαγραφεί η σχετική διάταξη. Οι κ.κ. Παπανδρέου, Μακ Μίλαν και Τσάτσος έψαχναν να βρουν διατύπωση για να μην αλλάξουν στο βάθος την ουσία, αλλά ο στρατηγός Ουίλσων δέχτηκε να διαγραφεί όλο το άρθρο όπως και έγινε. Επίσης ο υπουργός Σβώλος παρατήρησε ότι δεν ήταν σωστό ν’ απαγορεύεται η σύλληψη των δοσιλόγων, γιατί αυτό ήταν αδύνατο και λόγοι ασφάλειας ακόμα επέβαλαν να συλληφθούν και να κρατηθούν οι δοσίλογοι στη διάθεση της κυβέρνησης. Έγινε δεκτό να τροποποιηθεί κι αυτή η διάταξη».
Οι εκατέρωθεν πλευρές κατέληξαν στη συμφωνία, βάσει της οποίας ξεκαθαριζόταν το στρατιωτικό καθεστώς που θα ίσχυε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος. Για τη συμφωνία έγραψε ο Ρέτζιναλντ Λήπερ χαρακτηριστικά και εξαιρετικά συμπυκνωμένα: «Αυτό ήταν το κείμενο που έδωσε στον στρατηγό Σκόμπι την εξουσία να εκδώσει τις διαταγές που έπρεπε να εκδώσει τον Δεκέμβριο του 1944 στην Αθήνα». Σε άλλο σημείο ο Λήπερ, που μαζί με τον Μακμίλαν είχαν επεξεργασθεί το κείμενο της συμφωνίας που είχε συντάξει ο στρατηγός Ουίλσον, χαρακτηρίζει ως πρωταρχικής σημασίας τη συμφωνία που επιτεύχθηκε.
Το επίσημο κείμενο, που υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, έχει ως εξής:
 «Πρακτικά αποφάσεων ληφθεισών κατά σύσκεψιν λαβούσαν χώραν εις AFHQ κατά την 26 Σεπτεμβρίου 1944.
Κατά σύσκεψιν υπό την προεδρίαν παρά του ανωτάτου συμμαχικού αρχιστρατήγου του Μεσογείου εις το Σ. Στρατηγείον, καθ’ ην παρευρέθησαν ο Έλλην πρωθυπουργός μετ’ άλλων μελών της κυβερνήσεως, καθώς και οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών στρατηγοί Σαράφης και Ζέρβας, αι κάτωθι αποφάσεις κατεχωρήθησαν εις τα πρακτικά ως γενόμεναι παρά πάντων αποδεκταί.
1) Όλαι αι ανταρτικαί ομάδες αι δρώσαι εν Ελλάδι τίθενται υπό τας διαταγάς της ελληνικής κυβερνήσεως εθνικής ενότητος.
2) Η ελληνική κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις ταύτας υπό τας διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ, όστις ωνομάσθη υπό του ανωτάτου συμμαχικού αρχιστρατήγου ως στρατηγός διοικών τας δυνάμεις εν Ελλάδι.
3) Συμφώνως προς την προκήρυξιν την εκδοθείσαν παρά της ελληνικής κυβερνήσεως, οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών υπόσχονται ότι θα απαγορεύσουν πάσαν απόπειραν των υπ’ αυτούς μονάδων να αναλάβουν την αρχήν ανά χείρας. Τοιαύτη πράξις θα θεωρηθή ως έγκλημα και θα τιμωρηθή αναλόγως.
4) Όσον αφορά τας Αθήνας, ουδεμία ενέργεια θα αναληφθή, εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ, στρατηγού διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις.
5) Τα τάγματα ασφαλείας θεωρούνται ως όργανα του εχθρού. Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός αν παραδοθούν συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του στρατηγού διοικητού των εν Ελλάδι δυνάμεων.
6) Όλαι αι ανταρτικαί ελληνικαί δυνάμεις, προς τον σκοπόν όπως τεθή τέρμα εις τας διαμάχας του παρελθόντος, δηλούν ότι θα σχηματίσουν εθνικήν ένωσιν ίνα συντονίσουν την δράσιν των διά το καλύτερον συμφέρον του κοινού αγώνος.
7) Κατόπιν της εξουσίας της παραχωρηθείσης εις αυτόν υπό του ανωτάτου συμμαχικού αρχιστρατήγου και από συμφώνου μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ο στρατηγός Σκόμπυ εξέδωκε τας κάτωθι διαταγάς επιχειρήσεων:
Α. Όσον αφορά τας εν Ελλάδι δρώσας σήμερον δυνάμεις, η στρατιωτική των οργάνωσις θέλει είναι η κάτωθι:
α. Ο στρατηγός Ζέρβας θα συνεχίση να δρα εντός των εδαφικών ορίων της συμφωνίας της Πλάκας και θα συνεργάζεται μετά του στρατηγού Σαράφη διά την παρενόχλησιν της γερμανικής υποχωρήσεως εντός της περιοχής μεταξύ των βορείων ορίων της συμφωνίας της Πλάκας και της Αλβανίας.
β. Ο στρατηγός Σαράφης θα εξακολουθήση να δρα εις την υπόλοιπον Ελλάδα εξαιρέσει:
Ι) Περιφερείας Αττικής. Όλα τα στρατεύματα εις την περιφέρειαν ταύτην θα διοικούνται υπό του στρατηγού Σπηλιωτοπούλου, δρώντος εν στενή συνεργασία μετά των εν Αθήναις αντιπροσώπων της κυβερνήσεως και βοηθουμένου υπό αξιωματικού συνδέσμου, ονομασθησομένου παρά του στρατηγού Σαράφη. Θα είναι υπό τας διαταγάς της δυνάμεως 140.
ΙΙ) Πελοποννήσου. Τα στρατεύματα εις την περιφέρειαν ταύτην θα διοικούνται υπό αξιωματικού υποδειχθησομένου υπό του στρατηγού Σαράφη τη εγκρίσει της ελληνικής κυβερνήσεως και όστις θα βοηθήται υπό αγγλικής αποστολής συνδέσμου. Θα είναι υπό τας διαταγάς της δυνάμεως 140.
ΙΙΙ) Βραδύτερον η Θράκη, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, θα είναι υπό την διοίκησιν αξιωματικού υποδειχθησομένου υπό της ελληνικής κυβερνήσεως.
Β. Σκοποί:
α. Αμφότεροι οι διοικηταί θα παρενοχλούν την γερμανικήν υποχώρησιν και θα εξουδετερώνουν τας γερμανικάς φρουράς.
β. Καθ’ ον χρόνον θα απελευθερούται το έδαφος, αμφότεροι οι διοικηταί θα είναι υπεύθυνοι προσωπικώς εις τον διοικητήν της δυνάμεως 140 διά: Ι) Την τήρησιν του νόμου και της τάξεως εις τα εδάφη όπου δρουν αι δυνάμεις των. ΙΙ) Την αποφυγήν εμφυλίου πολέμου και τον φόνον Ελλήνων παρ’ Ελλήνων. ΙΙΙ) Την πρόληψιν επιβολής οιασδήποτε ποινής, καθώς και αδικαιολογήτων συλλήψεων και προχείρου διαδικασίας. IV) Tην συνδρομήν των εις την αποκατάστασιν της νομίμου πολιτικής εξουσίας και την διανομήν περιθάλψεως.
4) Χάρτης δεικνύων τα όρια των επιχειρήσεων εδόθη εις αμφοτέρους τους διοικητάς».
Συνημμένο ήταν το ακόλουθο ανακοινωθέν που δόθηκε αμέσως στη δημοσιότητα, επίσης υπογεγραμμένο από τους Μέιτλαντ Ουίλσον, Χάρολντ Μακμίλαν, Γ. Παπανδρέου, Ν. Ζέρβα και Στ. Σαράφη.
«Σύσκεψις έλαβε χώραν τελευταίως εις το Σ. Στρατηγείον, υπό την προεδρίαν του Ανωτάτου Συμμαχικού Αρχιστρατήγου, καθ’ ην παρέστησαν ο Στρατηγός Σκόμπυ, Στρατηγός Διοικών τας εν Ελλάδι Δυνάμεις, ο Έλλην Πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου, μετ’ άλλων μελών της Ελληνικής Κυβερνήσεως και οι δύο Έλληνες Αρχηγοί των Ανταρτών, Στρατηγοί Σαράφης και Ζέρβας.
Οι δύο Στρατηγοί διοικούντες τας δυνάμεις των Ελλήνων ανταρτών εδήλωσαν ότι αποδέχονται πλήρως  τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως και τας του Ανωτάτου Συμμαχικού Αρχιστρατήγου, υπό τας διαταγάς του οποίου η Ελληνική Κυβέρνησις έθεσε όλας τας εν Ελλάδι δρώσας Ελληνικάς Δυνάμεις.
Ελήφθησαν αποφάσεις, συμφωνούντων απάντων, διά τον συντονισμόν του αγώνος διά την ταχυτέραν δυνατήν απελευθέρωσιν της Ελλάδος».
Πράγματι, το κρίσιμο επίτευγμα της συμφωνίας της Καζέρτας είναι ακριβώς ότι νομιμοποιείται ως στρατιωτικός διοικητής ολόκληρης της χώρας, υπό την ονομασία του ως αρχιστρατήγου, ο στρατηγός Σκόμπι και καθίσταται παντοδύναμος, υπό τις διαταγές όμως της ελληνικής κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η συμφωνία πραγματοποιήθηκε σε ιταλικό έδαφος, όπου εντελώς προσωρινά βρισκόταν για λίγες μέρες η έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης πριν επαναπατρισθεί, αποτέλεσε για ένα μέλος της, τον υφυπουργό Εξωτερικών Φίλιππο Δραγούμη, αφορμή για να διατυπώσει μια ιδιότυπη θεωρία περί «ιταλικού δακτύλου».
Σύμφωνα μ’ αυτήν, που την έφερε στη δημοσιότητα (ομολογουμένως με ακραία αρνητική παρουσίαση, οφειλόμενη σε μια προσωπική έχθρα του προς τον Φ. Δραγούμη) πολλές δεκαετίες αργότερα ο Γ. Σεφεριάδης, ο γνωστός μας Σεφέρης, ένα ιταλικό κύκλωμα, υποκινούμενο από τη Μόσχα, χρηματοδότησε και προκάλεσε το κίνημα της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1944, ώστε να αφαιρέσει από την αξιόμαχη Ελληνική Ταξιαρχία τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί πρωταρχικά για την απελευθέρωση της Ελλάδος, πριν οι Γερμανοί αποφασίσουν να την εκκενώσουν. Το ίδιο αυτό κύκλωμα, προσέθετε, ενδεχομένως να βρισκόταν πίσω από την αιφνιδιαστική παραίτηση των Σ. Βενιζέλου, Ρέντη και Μυλωνά ένα μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.