KATOXIKO ΔΑΝΕΙΟ
Μια "υπενθύμιση" στον Σόιμπλε
η παραδοχή του Γερμανού πρέσβη
και οι ευθύνες
της ελληνικής κυβέρνησης
Άρθρο του Δημοσθένη Κούκουνα στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (25.7.2013)
Αρκετοί ασφαλώς στην Ελλάδα θα
αιφνιδιάσθηκαν από την αναφορά του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε κατά
το πρόσφατο ταξίδι του, όταν ασχολήθηκε με το θέμα των κατοχικών δανείων.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήρθε να
πάρει από την ελληνική οικονομία, ούτε ό,τι ζήτησε πόσο πρόθυμα το πήρε από την
πρόσχαρη ελληνική κυβέρνηση. Ο άνθρωπος όμως είναι τόσο πολύ κλασικός εκφραστής
της γερμανικής realpolitik, ώστε όταν ρωτήθηκε περί γερμανικών οφειλών απάντησε
με πολύ άνεση. Αποζημιώσεις και επανορθώσεις όχι, κατοχικά δάνεια ναι.
Σαφέστατος στην άποψή του βέβαια.
Αλλά το ερώτημα είναι πώς
κινείται η ελληνική κυβέρνηση επ’ αυτού. Γιατί ακόμα δεν έχουμε καταλάβει τι
έχει κατά νου. Θα βιαστεί κανείς να πει ότι αυτό είναι θέμα εξωτερικής
πολιτικής. Πρωτίστως όμως δεν είναι αυτό, είναι θέμα ιστορικό. Και πολύ φοβάμαι
ότι δεν τείνει να ικανοποιηθεί, αλλά απλώς να «ρυθμιστεί», προφανώς μέσω
κάποιου συμβιβασμού.
Η γερμανική πλευρά γνωρίζει πολύ
καλά ότι το ζήτημα των κατοχικών δανείων είναι απαράγραπτο και κάποια στιγμή,
θέλει δεν θέλει, πρέπει να κλείσει. Μέχρι σήμερα με ψυχρή λογική παρέτεινε
αορίστως να ικανοποιήσει αυτή την αδιαμφισβήτητη ελληνική απαίτηση. Αλλά και
σκοπίμως.
Ακούγεται φυσιολογικό να
αποφεύγει κάποιος οφειλέτης να πληρώσει τα χρέη του. Καθόλου όμως φυσιολογικό
δεν είναι ο πιστωτής να αδιαφορεί. Και δυστυχώς αυτό ακριβώς έπραξε η
μεταπολεμική Ελλάδα επί εβδομήντα χρόνια αφότου αυτά τα κατοχικά δάνεια
συνήφθησαν. Ας μην παραγνωρίσουμε ότι σ’ αυτή τη διαδρομή οσάκις το θέμα ήρθε
στην επιφάνεια προβλήθηκαν αντιρρήσεις, όχι ως προς την ουσία του χρέους, αλλά
ως προς τον τύπο. Αυτό είχε μια βάση μέχρι το 1990, οπότε επανενώθηκε η
Γερμανία σε ενιαίο κράτος και τότε όφειλε να εξοφλήσει. Τυπικά τότε της δόθηκε
μια πενταετής προθεσμία για να το πράξει αυτό. Από το 1995 συνεπώς είναι
υπόλογη για το χρέος της προς την Ελλάδα ως προς τα κατοχικά δάνεια. Χρέος
τιμής, όπως και άλλοτε το έχω χαρακτηρίσει.
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια
αποσαφήνιση. Η Ελλάδα για όσα φοβερά υπέστη κατά τη διάρκεια του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου και ειδικά της Κατοχής, είχε λαμβάνειν τρεις απαιτήσεις της,
απόλυτα δικαιολογημένες: α) Αποζημιώσεις για ανθρωπιστικές καταστροφές, β)
επανορθώσεις για υλικές καταστροφές, και γ) αποπληρωμή των κατοχικών δανείων
που αναγκαστικά υποχρεώθηκε να παράσχει στους κατακτητές. Για τα πρώτα δύο
κεφάλαια στη μεταπολεμική περίοδο έχει κατά καιρούς ικανοποιηθεί μερικώς. Για
το τρίτο κεφάλαιο, δηλαδή εκείνο των κατοχικών δανείων, ουδέποτε έλαβε κάτι.
Η Γερμανία, με την τελευταία
δήλωση Σόιμπλε, αλλά και άλλες προγενέστερες στο παρελθόν, δείχνει να το
γνωρίζει και δεν το αρνείται. Το ερώτημα είναι τι πράττει η ελληνική κυβέρνηση.
Εδώ είναι το πρόβλημα. Διότι ούτε καν επικοινωνιακά δεν το έχει προβάλει.
Με το θέμα των κατοχικών δανείων
έχω ασχοληθεί επισταμένως στο πρόσφατο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά
την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Ερωδιός, 2012), όπου
παρουσιάζω έγγραφα κυρίως προερχόμενα από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών επί
Χίτλερ, που περιγράφουν την υπόσταση αυτών των λεγόμενων κατοχικών δανείων.
Πρόκειται για την πλήρη απομύζηση της ελληνικής οικονομίας την εποχή εκείνη,
περιλαμβανομένου και μεγάλου τμήματος της γεωργικής παραγωγής, καθώς βεβαίως
και του ορυκτού πλούτου.
Περί όλων αυτών υπάρχουν πίνακες
και λοιπά στοιχεία για να συνειδητοποιήσει ο μέσος Έλληνας πολίτης τι
καταλήστευση έγινε από τους κατακτητές. Το γεγονός ότι οι ίδιοι αναγνώρισαν
πόσο δυσβάστακτο ήταν αυτό το χρέος προκύπτει και από την ασυνήθιστη για τη
γερμανική πρακτική του χιτλερικού καθεστώτος να υποσχεθεί εν μέσω πολέμω προς
την κατεχόμενη Ελλάδα ότι θα το εξοφλήσει ευθύς ως θα έληγε ο πόλεμος. Την
άνοιξη του 1945 ο Χίτλερ αυτοκτόνησε, το Γ΄ Ράιχ κατέρρευσε και ο πόλεμος
τελείωσε. Αλλά με διάφορα τεχνάσματα και υπό την ανοχή των Συμμάχων, το χρέος
αυτό προς την Ελλάδα παραμερίστηκε και ουδέποτε μέχρι σήμερα αποδόθηκε.
Στο ερώτημα σε τι ποσόν ανέρχεται
σε σημερινή αξία, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Ούτε ο γρίφος
λύεται με αναγωγές σε σταθερές νομισματικές ισοτιμίες ή άλλους συνήθεις
οικονομικούς κανόνες, απλώς διότι μέσα στις κρατικές εκείνες συμβάσεις που
«δένουν» το κατοχικό δάνειο υπάρχει ο όρος περί τιμαριθμικής ρήτρας. Με
δεδομένο ότι οι κατακτητές, πέραν των προβλεπομένων από το διεθνές δίκαιο
εξόδων κατοχής, ελάμβαναν ποσά σε ελληνικό νόμισμα, υποκείμενα σε συνεχόμενο
πληθωρισμό, καθώς και αγαθά που επίσης παρουσίαζαν άκρατες ανατιμήσεις, ενώ σε
όλο το διάστημα της Κατοχής η ισοτιμία δραχμής-μάρκου και δραχμής-λιρέτας
παρέμενε απολύτως σταθερή, οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις. Και αν θέλουμε να αποτυπώσουμε
το πραγματικό ύψος των κατοχικών δανείων, είναι λάθος να στηριχθούμε στις
εκτιμήσεις νομίσματος της εποχής, όπως το μάρκο (ράιχσμαρκ) ή ακόμα και η χρυσή
λίρα, ακόμα ακόμα και του δολαρίου ή της λίρας στερλίνας που συχνά λαμβάνονται
για παρόμοιες εκτιμήσεις. Εφόσον υπάρχει σαφής πρόνοια περί τιμαριθμικής
ρήτρας, ο υπολογισμός γίνεται στη βάση του πραγματικού τιμαρίθμου και όχι του
επίσημου που είναι εικονικός.
Κατά τη δική μου εκτίμηση,
πρόκειται για ένα κεφάλαιο της τάξεως των 100 δισεκατομμυρίων σημερινών ευρώ
που αντιστοιχεί στο σύνολο της γερμανικής οφειλής μέχρι την ημέρα που
αποχώρησαν από την Ελλάδα. Οι συμβάσεις έχουν μεν τον όρο ατόκου δανείου, αλλά
νομικώς καθίστανται ληξιπρόθεσμα αφότου δεν εξοφλήθηκε κατά τον προβλεπόμενο
χρόνο, δηλαδή κατά τη λήξη του πολέμου. Ο χρόνος αυτός λογίζεται με τον χρόνο
διεξαγωγής του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι το 1946. Συνεπώς από τότε
καταμετράται ο τοκισμός του, οπότε με ετήσιο ανατοκισμό και επιτόκιο 2,5% το
2012 είχε υπερβεί το ποσόν των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτή είναι η
πραγματικότητα.
Έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες
εκτιμήσεις ως προς το ύψος των κατοχικών δανείων, άλλοτε μεγαλύτερες και πολύ
συχνά μικρότερες. Δυστυχώς στα τελευταία χρόνια ανεύθυνοι Έλληνες παράγοντες,
έστω και αν εμφανίζονται ως ειδικοί, δίνουν αυθαίρετες εκτιμήσεις κυμαινόμενες
από μόλις 3 έως και 50 δισεκατομμύρια (αναφέρομαι αμιγώς στα κατοχικά δάνεια
και όχι στην αυθαίρετη ανάμιξή τους με ζητήματα αποζημιώσεων και επανορθώσεων).
Η άποψή μου είναι ότι τέτοιοι αυθαίρετοι συλλογισμοί μειώνουν τη
διαπραγματευτική ικανότητα του επίσημου κράτους.
Και εδώ ας έλθουμε στο άλλο
κρίσιμο ζήτημα: Στην αδράνεια της ελληνικής πολιτείας. Κατά τους τελευταίους
μήνες πράγματι εξαναγκάστηκε η κυβέρνηση να ασχοληθεί με το ζήτημα, το οποίο
όμως και πάλι το εμφανίζει λανθασμένα, καθώς εξακολουθεί να συσχετίζει σε
ενιαίο σύνολο κατοχικά δάνεια, αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Και έτσι τα
αρμόδια υπουργεία (πληροφορηθήκαμε ότι δημιουργήθηκε και ειδική επιτροπή)
αδυνατούν να καταλήξουν σε ένα ορισμένο ποσόν.
Μέχρι πέρυσι, που εκδόθηκε το
προαναφερθέν βιβλίο μου, υπήρχε ασάφεια αν μη άγνοια για το τι σημαίνουν τα
κατοχικά δάνεια. Ακόμα και ένα επονομαζόμενο Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των
Γερμανικών Οφειλών δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με το ζήτημα. Συνέπεσε τις ίδιες
μέρες ο Αντώνης Σαμαράς να σχηματίζει την κυβέρνησή του και ευλόγως υπέθεσα ότι
θα είχε κάθε λόγο να ενημερωθεί επί ενός τόσο σοβαρού θέματος, αφού το
εκτιμηθέν ύψος των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ υπερκαλύπτει το σύνολο του
εξωτερικού μας χρέους. Μέσα στον ρομαντισμό μου διατηρούσα την ελπίδα ότι ένας
καθαρός πολιτικός, που έγινε πρωθυπουργός για να ωφελήσει και όχι να ζημιώσει,
θα ενδιαφερόταν να μάθει. Προσφέρθηκα να μεταφέρω στον ίδιο ή σε συνεργάτη του
τα συμπεράσματά μου, αλλά έχει παρέλθει ένας ολόκληρος χρόνος και αδιαφόρησε
πλήρως.
Μου θύμισε μια ανάλογη εμπειρία
που είχα το 1995, όταν κάποιος προϊστάμενος αρμόδιας υπηρεσίας του ελληνικού
υπουργείου Εξωτερικών θέλησε, σε συνέχεια ενός δημοσιεύματος στην «Καθημερινή»
τότε, να παραδώσω αντίγραφα του αρχείου μου. Φυσικά δήλωσα πρόθυμος ως απλός
πολίτης να ανταποκριθώ, αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκε κανείς. Αναρωτιέμαι ειλικρινά
αν εκείνος ο Έλληνας διπλωμάτης αδιαφόρησε επειδή βαρέθηκε ή μήπως επειδή δεν
το ενέκριναν οι ανώτεροί του, διότι πραγματικά δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση
να ασχοληθούν με την είσπραξη των κατοχικών δανείων. Και στη συνέχεια αναρωτιέμαι
πόσο διαφορετική θα ήταν η μοίρα μας αν είχαν διεκδικηθεί αυτά τα χρήματα
εκείνα τα χρόνια, το 1995…
Και θα προσθέσω ότι πέρυσι είχα
τη σκέψη να στείλω τιμής ένεκεν ένα αντίτυπο του βιβλίου μου στον πρεσβευτή της
Γερμανίας στην Αθήνα, προκειμένου να το προωθήσει στο υπουργείο του ή στην
καγκελαρία. Ας πούμε ότι είχα ακούσει ότι εκεί στο Βερολίνο ήταν τσιγκούνηδες
και δεν θα έδιναν τριάντα ευρώ για να το αγοράσουν. Ή ας πούμε ότι ήθελα να
τους αφαιρέσω το «άλλοθι» ότι αγνοούν το θέμα αυτό.
Και ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας
μου αγρόν ηγόρασε, ο Γερμανός πρέσβης είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα
ευγενικό γράμμα, στο οποίο με συνέχαιρε για την εργασία μου και αναγνώριζε την
ύπαρξη του ζητήματος των κατοχικών δανείων με κάποιες επιφυλάξεις. Δηλαδή
περίπου ό,τι προ ημερών είπε και ο Σόιμπλε ευρισκόμενος στην Αθήνα.
Δεν θα προχωρήσω περισσότερο τη
σκέψη μου, διότι εξακολουθώ αθεράπευτα να πιστεύω ότι το ελληνικό κράτος θα
ξυπνήσει. Υπάρχουν ακόμα περιθώρια, έστω και αν για 300 δις ευρώ έχει
ξεπουληθεί η χώρα μου και κυρίως στενάζουν όλοι οι φτωχοποιημένοι Έλληνες.
Μπορεί να εξεγερθεί μια πατριωτική φωνή κάποιου πολιτικού ή ενός κρατικού
στελέχους και να ενδιαφερθεί…
Και βεβαίως δεν αναφέρομαι σε
πρόσωπα που κατέχουν πολιτικά αξιώματα και ενδεχομένως έχουν συλλάβει την ιδέα
να συμψηφίσουν «συμβιβαστικά» το χρέος των κατοχικών δανείων για να φανούν
αρεστοί στους αδηφάγους δανειστές μας. Δηλαδή π.χ. να γίνει ένα «κούρεμα» για
να μας αφαιρεθούν λίγα δις από το σημερινό χρέος μας και ταυτόχρονα έναντι ενός
ευτελέστατου ποσού, που θα συμψηφιστεί με τις υπάρχουσες υποχρεώσεις μας προς
τη Γερμανία, να κλείσει οριστικά το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Και αν κάτι
τέτοιο συμβεί, θα υπάρξουν οπωσδήποτε κάποιοι για να αναρωτηθούν, ποιοι ήταν
εντιμότεροι ειδικά ως προς τα ελληνικά κατοχικά δάνεια: Τα όργανα του Χίτλερ
που υπέγραψαν τότε μια δανειακή σύμβαση και δεν επικαλέστηκαν το δίκαιο του
ισχυροτέρου ή οι σημερινοί Μέρκελ και Σόιμπλε που, ενώ δεν μπορούν να μην τα
αναγνωρίσουν, θα τα έχουν έτσι εκμηδενίσει;
Στο μέχρι στιγμής ρητορικό αυτό
ερώτημα, ασφαλώς ο μέσος Έλληνας πολίτης θα πρέπει να συλλογισθεί και την εν
γένει συμπεριφορά των πολιτικών του: Θα είναι τότε ή δεν θα είναι μειοδότες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.