Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ...

ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΘΟΥΝ...
Του Δημοσθένη Κούκουνα



Η αιφνίδια προβολή ζητήματος εθνικών απαιτήσεων της Ελλάδος εκ μέρους της Γερμανίας ίσως να αποτελεί ένα νέο ατελή χειρισμό από το ελληνικό κράτος, όπως έγινε τις τελευταίες ημέρες. Ελπίζω ότι μάλλον από άγνοια, παρά από πρόθεση, γίνεται συστηματικά λόγος περί πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων και όχι ξεκάθαρα περί αποπληρωμής των κατοχικών δανείων. Η σύγχυση είναι πολύ επικίνδυνη εν προκειμένω.

Είναι αλήθεια ότι κατά περιόδους έχουν δοθεί στην Ελλάδα διάφορα ποσά για την ικανοποίηση επανορθώσεων και αποζημιώσεων, ανεξάρτητα αν δεν έχουν καλυφθεί οι απαιτήσεις μας. Αντίθετα, ως προς το θέμα των κατοχικών δανείων, δεν έχει υπάρξει ούτε κατ’ ελάχιστον κάποια μερική έστω καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας από το τέλος του πολέμου μέχρι σήμερα. Αλλά, ακριβώς επειδή πρόκειται περί κρατικής δανειακής σύμβασης, η οφειλή αυτή ουδέποτε παραγράφεται και βεβαίως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Το μόνο ατυχές που μπορούσε να γίνει είναι αυτό που έγινε εκ μέρους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Δηλαδή η ανάμιξη των τριών μορφών εθνικών απαιτήσεων, αντί να προβληθεί πρωτίστως το ξεκάθαρο ζήτημα των κατοχικών δανείων.

Στο τελευταίο βιβλίο μου, που έχει τον τίτλο «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός, Ιούνιος 2012), γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα και παρουσιάζονται εσωτερικά έγγραφα των υπουργείων Εξωτερικών της Γερμανίας και της Ιταλίας, βάσει των οποίων στοιχειοθετείται το ζήτημα των κατοχικών δανείων.

Βεβαίως, εβδομήντα χρόνια έπειτα από την ολοσχερή εκείνη αφαίμαξη του όλου εθνικού πλούτου από τους κατακτητές, προκύπτει ζήτημα ακριβούς αποτίμησης του ύψους του κατοχικού χρέους. Κατά την εκτίμησή μου, επί τη βάσει στοιχείων και έπειτα από μελέτη της τιμαριθμικής ρήτρας, το κεφάλαιο του δανείου κατά τη λήξη του πολέμου ανερχόταν σε 100 δισεκ. ευρώ, πλέον δε των τόκων υπερβαίνει σήμερα τα 510 δισεκ. ευρώ. Κατά την άποψη του καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ ανέρχεται σήμερα σε 100 δισεκ. ευρώ, περιλαμβανομένων των τόκων και προφανώς με άλλη μέθοδο υπολογισμού. Προφανώς υπάρχουν και άλλες εκδοχές, αλλά το ζήτημα είναι πρωτίστως η ουσία.

Κάποια στιγμή οφείλει επί τέλους το ελληνικό κράτος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ευθαρσώς και όχι με ενδοτικότητα. Με συναίσθηση εθνικού καθήκοντος και όχι απλώς για πομφόλυγες προς τέρψη της κοινής γνώμης. Ιδίως σε τέτοιες εποχές που ο ελληνικός λαός πένεται για να πληρώνει τους όποιους τοκογλύφους δανειστές, κυρίως δε τη Γερμανία…

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ...




TA ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΣΤ ΡΑΪΧΕΝΜΠΑΧ!





Λύθηκε επιτέλους το μυστήριο γιατί είχαν αποκλειστεί ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα στο Κολωνάκι και γιατί είχε διαταχθεί γενική επιφυλακή της Ελληνικής Αστυνομίας και ίσως του Ελληνικού Στρατού και όλου του κρατικού μηχανισμού, προφανώς δε και του ιδιωτικού μισθοφορικού στρατού που έχει προσληφθεί για τη φρούρηση της Βουλής των Ελλήνων!

Ο εντιμότατος κ. Χορστ Ράιχενμπαχ, ως γνωστόν ευρισκόμενος επί αποστολή στην Αθήνα, εόρτασε τα 68α γενέθλιά του σε ειδική τελετή που διοργανώθηκε στην εδώ γερμανική διπλωματική αντιπροσωπεία. Σημειωτέον ότι σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής 1941-44 κανένας τέτοιος εορτασμός γενεθλίων δεν πραγματοποιήθηκε ούτε για τον αείμνηστο "ειδικό πληρεξούσιο του Φύρερ" Γκύντερ Άλτενμπουργκ, ούτε για άλλους Γερμανούς διπλωμάτες, ούτε για τους εκάστοτε στρατιωτικούς διοικητές ή ακόμα και τον στρατάρχη Βίλελμ φον Λιστ! Ο μόνος εορτασμός γενεθλίων που γινόταν ήταν κάθε χρόνο στις 20 Απριλίου, που ήταν η επέτειος της γέννησης του Αδόλφου Χίτλερ! Με μόνη τη διαφορά ότι αυτή η ημερομηνία είχε οριστεί με διάταγμα ως επίσημη εθνική εορτή για τη Γερμανία.
Απομένει λοιπόν να εκδοθεί κάποιο διάταγμα για να οριστεί στην Ελλάδα ως εθνική εορτή η επέτειος των γενεθλίων του κ. Ράιχενμπαχ και φυσικά στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη των γενεθλίων της κ. Μέρκελ.
Το γεγονός ότι προθύμως προσήλθαν στη γερμανική πρεσβεία της οδού Λουκιανού για να υποβάλουν τα σέβη και τις ευχές τους Έλληνες μεγαλοσχήμονες παράγοντες, εν ενεργεία υπουργοί, ακόμα και ένας πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος, κατά σύμπτωση υιός στενού συνεργάτη του Γκαίμπελς κατά την Κατοχή, κάθε άλλο παρά μας εκπλήσσει... Οι οργανωτές της απίθανης αυτής αποικιοκρατικής τελετής τι θα έχαναν να διοργάνωναν και ένα λαϊκό συλλαλητήριο για να τιμηθεί ο πολύς κ. Ράιχενμπαχ; Να ρισκάρουν τη λαϊκή αντίδραση για τα ευγνώμονα αισθήματα των Ελλήνων προς το πρόσωπό του; Και εν πάση περιπτώσει, αφού η γερμανική πρεσβεία ή η ελληνική κυβέρνηση δεν σκέφτηκαν να πάρουν μια τέτοια πρωτοβουλία, μήπως θα είχε αξία να γίνει μια τέτοια εκδήλωση ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ;
Δ. Κούκουνας

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΣΑΛΗΣ-ΔΙΟΜΗΔΗΣ



ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ


Συγκλονιστικό το άγγελμα από τη Λωζάννη. Ο αγαπημένος φίλος, ο ρέκτης ιστορικός ερευνητής, ο διανοούμενος με το τόσο ευρύ πνεύμα, ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης έφυγε απροσδόκητα. Άνθρωπος με τεράστια πνευματική καλλιέργεια, που βίωνε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό μέσα από τη δική του δημιουργική αγωνία, ένας ιδανικός λάτρης της τέχνης, της μουσικής και πρωτίστως της σύγχρονης ιστορίας, δεν υπάρχει πια - όσο κι αν φαίνεται απίστευτο. Ούτε καν εβδομήντα χρονών, στο απόγειο της συγγραφικής προσφοράς του, απήλθε εντελώς απροσδόκητα την περασμένη Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου 2013...
Καταμετρήσαμε σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο κάποιες δεκαετίες στενής φιλίας μέχρι σήμερα, ιδίως λόγω των κοινών ενδιαφερόντων μας για τη σύγχρονη ιστορία. Άπειρες και ποικίλες οι γνώσεις του, εξαιρετικά τελειομανής στην έρευνα και τη διατύπωση του συγγραφικού έργου του. Δεν είναι κοινότυπο να λεχθεί ότι ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης με την απόσυρσή του από τα εγκόσμια πραγματικά φτωχαίνει την ιστορική έρευνα την Ελλάδα. Δυστυχώς δεν ευδόκησε να δει τυπωμένο το τελευταίο ογκώδες έργο του για τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα χρόνια 1912-1920, που μόλις είχε ολοκληρώσει έπειτα από πολλών ετών κοπιώδη εργασία. Χωρίς υπερβολή θα έλεγα ότι ήταν πια ο τελευταίος προικισμένος ιστορικός με βαθυστόχαστη ματιά.
Παράλληλα υπήρξε διακεκριμένος τεχνοκριτικός και κάτοχος ανεκτίμητης συλλογής έργων τέχνης, από τους πλέον ειδικούς στη χώρα μας, αν και αθόρυβος.
Ασφαλώς τη μεγάλη δημοσιότητα και αναγνώριση (κρατικό βραβείο βιογραφίας μεταξύ άλλων) την έλαβε από τη μοναδική βιογραφία που έγραψε για τη μεγάλη Ελληνίδα ντίβα "Η άγνωστη Κάλλας", που κυκλοφόρησε στα ελληνικά και άλλες ξένες γλώσσες με μεγάλη επιτυχία. Το όνειρό του ήταν, τώρα που ολοκλήρωσε το έργο του για τον Βενιζέλο (κυριολεκτικά μνημειώδες μπορώ να πω, καθώς μου είχε κάνει την τιμή να μου δώσει να διαβάσω εκτεταμένα αποσπάσματά του, που είμαι βέβαιος ότι όταν κάποτε εκδοθεί θα αλλάξουν πολλά δεδομένα για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο), μόχθο μιας ολόκληρης σχεδόν δεκαετίας, να ασχοληθεί με τον αγαπημένο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, για τον οποίο ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να τελειώσει μια εκτεταμένη βιογραφία του.
Θα τον θυμόμαστε με εξαιρετική αγάπη...
Δημοσθένης Κούκουνας


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΡΙΝΙ ΚΑΙ ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑ






Ο ΠΙΕΡΟ ΠΑΡΙΝΙ KAI H ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Με τη χρονική περίοδο της ιταλικής κατοχής στην Επτάνησο συνδέθηκαν κυρίως δύο πρόσωπα: Ο Ιταλός Πιέρο Παρίνι και ο Έλληνας Ιωάννης Καποδίστριας. Ο πρώτος διατήρησε τη θέση του επί 27 συναπτούς μήνες και ο δεύτερος επί 16 μήνες. Μεταξύ τους υπήρχε από την προπολεμική περίοδο προσωπική γνωριμία και σήμερα μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν είχαν κοινούς στόχους, ενώ στη διάρκεια της 16μηνης συνεργασίας τους, ο ένας ως αρχηγός του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων εν είδει πολιτικού διοικητή, ο δε άλλος ως νομάρχης Κέρκυρας, είχαν συχνές συγκρούσεις, ώστε σε μια δεδομένη στιγμή ο εκρηκτικός Παρίνι να τον αποπέμψει αιφνιδιαστικά.
Αγωνιζόταν να προετοιμάσει την προσάρτηση ο ενθουσιώδης φασίστας Παρίνι, ενώ ο συντηρητικός αριστοκράτης Καποδίστριας ενδιαφερόταν για να εξασφαλίζει την επιβίωση του τοπικού πληθυσμού.

Αλλά ποιος ήταν ο περιώνυμος Παρίνι, που κυριάρχησε επί ιταλοκρατίας στην Κέρκυρα και τα Επτάνησα; Οι απλοί Κερκυραίοι δεν τον είχαν ακούσει καν μέχρι την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε. Από ένα δημοσίευμα της επομένης έμαθαν την ύπαρξή του:
«Αφίχθη εις Κέρκυραν, ο εξοχώτατος Πιέρο Παρίνι, διά να αναλάβη την πολιτικήν διοίκησιν των Ιονίων Νήσων. Δεν είναι ανάγκη να γράψωμεν πολλά διά να παρουσιάσωμεν τον εξοχώτατον Πιέρο Παρίνι: Άνθρωπον του πολέμου και της επαναστάσεως μία των εξοχωτέρων προσωπικοτήτων του φασισμού, ο οποίος υπηρετεί από την πρώτην ημέραν της δράσεως των Μελανοχιτώνων. Εις τον Φασισμόν ο Παρίνι, έδωσε την ώθησιν της προσωπικής του αξίας ως ένας εκ των πρώτων αρχηγών αυτού. Έδρασε ως δημοσιογράφος εις το «Πόπολο Ντ’Ιτάλια», ως γενικός αρχηγός των Ιταλών του εξωτερικού, ως διοικητής της λεγεώνος ήτις έλαβε μέρος εις τον πόλεμον της Ανατολικής Αφρικής και ως επιθεωρητής και εμψυχωτής των φασιστικών οργανώσεων της Αλβανίας. Εις το φασιστικόν σύστημα δεν είναι τα λόγια που υπολογίζονται. Ημείς αγαπώμεν τα έργα και ο εξοχώτατος Παρίνι είναι υπέρ παντός άλλου άνθρωπος της δράσεως. Είναι ένας δημιουργός».
Ο Πιέρο Παρίνι (1894-1993) ήρθε τότε στην Κέρκυρα, έχοντας ανά χείρας τον διορισμό του ως πολιτικού διοικητή (τυπικά ως αρχηγού του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων) των Ιονίων Νήσων και εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, επιλέγοντας ως έδρα και κατοικία του το περιώνυμο βασιλικό ανάκτορο Mon Repos.
Η τοποθέτησή του στη θέση αυτή αντανακλούσε την προσωπική εκτίμηση που του έτρεφε ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι, με τον οποίο συνδεόταν από την εποχή που ο τελευταίος δεν είχε κυβερνητικά αξιώματα και ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας “Ιλ πόπολο ντ’ Ιτάλια”. Πριν έλθει στην Κέρκυρα, ο Μουσολίνι του είχε αναθέσει ένα από τα σημαντικότερα κομματικά αξιώματα, εκείνο του επικεφαλής των φασιστικών οργανώσεων για τους απόδημους Ιταλούς.
Εφοδιασμένος με την εξαιρετική εμπιστοσύνη και φιλία του αρχηγού του, όπως και του υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ανέλαβε την ειδική αποστολή να προετοιμάσει την ενσωμάτωση της Επτανήσου στην Ιταλία. Υπό το πνεύμα αυτό, ανέλαβε την εξουσία στο ιδιότυπο αυτόνομο καθεστώς που επιβλήθηκε, λειτουργώντας ανεξάρτητα από την υπόλοιπη κατεχόμενη Ελλάδα, είτε επρόκειτο για γερμανοκρατούμενες είτε για ιταλοκρατούμενες περιοχές. Η άσκηση της εξουσίας του είχε εξάρτηση μόνον από τον ίδιο τον Μουσολίνι απευθείας ως εντολοδότη και από τον Τσιάνο, καθώς οργανικά ανήκε στο υπουργείο Εξωτερικών.
Από τις πρώτες ημέρες που εγκαταστάθηκε στην έδρα του, ο Παρίνι θέλησε να επιδείξει διάθεση συνεργασίας με τον εντόπιο πληθυσμό των Ιονίων, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε έτσι να προσηλυτίσει τους κατοίκους αφενός μεν στον φασισμό, αφετέρου δε στα σχέδιά του για την ενσωμάτωση, καθώς είναι γνωστές οι ιταλοεπτανησιακές σχέσεις του παρελθόντος. Υπό το πνεύμα αυτό, θέλησε να κολακεύσει τον τοπικό πληθυσμό, εξασφαλίζοντας τον διορισμό του Ιωάννη Καποδίστρια, γόνου της γνωστής οικογένειας και συνονόματου του πρώτου Κυβερνήτη, ως νομάρχη Κέρκυρας.
Ο Παρίνι στη θέση αυτή παρέμεινε για περισσότερο από δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή την πτώση του Μουσολίνι ύστερα από τη γνωστή απόφαση του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου και τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο που ακολούθησε. Στην ενδιάμεση περίοδο από την αποκαθήλωση του Μουσολίνι μέχρι τη συνθηκολόγηση (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1943), ο Παρίνι διατήρησε και εντατικοποίησε τις επαφές του με τους Γερμανούς αξιωματούχους της Αθήνας, παρά την απο-φασιστικοποίηση της Ιταλίας που εγκαινίασαν οι διάδοχοι του Ντούτσε.
Στη δεδομένη στιγμή, όταν δηλαδή ανακοινώθηκε η συνθηκολόγηση, ο Παρίνι επέτυχε να μην παραδοθεί η εξουσία στις ελεύθερες ελληνικές αρχές (στην κυβέρνηση του Καΐρου), όπως ήταν η θέληση των προϊσταμένων του στη Ρώμη, αλλά τυπικά μεν στην κυβέρνηση των Αθηνών (με την έννοια ότι η Ιταλία πλέον εγκατέλειπε τον στόχο της ενσωμάτωσης) και ουσιαστικά στους Γερμανούς. Στα πλαίσια αυτά τίθεται και θέμα ευθύνης του για την τύχη των Ιταλών στρατιωτικών που σκοτώθηκαν στην Κεφαλληνία το 1943.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πιέρο Παρίνι λίγες ημέρες πριν από τη συνθηκολόγηση εγκατέλειψε τη θέση του, με προσωρινό αντικαταστάτη τον κόμη Λουίτζι Μπαρατιέρι, πρόξενο της Ιταλίας στην Κέρκυρα, χωρίς να γνωρίζει κανείς πού κατευθύνθηκε. Γεγονός είναι ότι στις 10 Σεπτεμβρίου 1943, δύο ημέρες δηλαδή μετά τη συνθηκολόγηση, ήρθε στην Κέρκυρα η ανάκληση του Παρίνι από τη θέση του ως αρχηγού των πολιτικών υποθέσεων στα Ιόνια Νησιά.
Ο Παρίνι ήδη είχε εγκαταλείψει από τα τέλη Αυγούστου 1943 τη θέση του (το βράδυ της τελευταίας ημέρας που βρισκόταν στην Κέρκυρα έφαγε σε επίσημο γεύμα με τον Γερμανό πρόξενο Hugo Spengelin και άλλους Γερμανούς αξιωματούχους) και πραγματοποίησε ταξίδια στην Αθήνα. Η επιστροφή του στην Ιταλία (μέσω των παραλίων της Αλβανίας και της Δαλματίας), έγινε με το γιωτ «Ασπασία», που είχε αγοράσει από τον επιφανή Κερκυραίο Ασπιώτη και το μετονόμασε σε «Αλαλά», συνοδευόμενο από δεύτερο βενζινόπλοιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε όχι για λόγους ασφαλείας, αλλά για τη μεταφορά των σαράντα μπαούλων που αποτελούσαν την “οικοσκευή” του Παρίνι, κυρίως έργα τέχνης και άλλα αντικείμενα αξίας που είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ήταν ιδιαίτερα φιλότεχνος και ήταν εξαιρετικά καλοδεχούμενος στους καλλιτέχνες της περιοχής, καθώς ήταν τακτικός πελάτης τους. Ο Παρίνι είχε επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες στην Κέρκυρα, ιδρύοντας Σχολή Καλών Τεχνών στην πόλη και διορίζοντας πρώτο διευθυντή της τον γνωστό Κερκυραίο ζωγράφο Τεν Φλωριά, ο οποίος παλαιότερα ζούσε στο Παρίσι, μαθητεύοντας στον Δ. Γαλάνη.
Τις επόμενες εβδομάδες ακολούθησε η απελευθέρωση του Μουσολίνι και η ίδρυση της Κοινωνικής Δημοκρατίας του Σαλό, όπου συγκεντρώθηκαν οι φανατικοί οπαδοί του φασισμού για τη συνέχιση του πολέμου στο πλευρό των Γερμανών. Ο Παρίνι ανέλαβε τότε την ιδιαίτερα σημαντική θέση (αν αναλογισθεί κανείς μάλιστα τα γεωγραφικά όρια του νέου καθεστώτος) του νομάρχη Μιλάνου, γεγονός που επιβεβαιώνει την εύνοια που έτρεφε προς αυτόν ο Μουσολίνι. Λίγο αργότερα η εξουσία του επεκτάθηκε περαιτέρω, περιλαμβάνοντας όλη την επαρχία Μιλάνου.
Παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι την τελική πτώση του φασισμού τον Απρίλιο του 1945, οπότε επεχείρησε με ισπανικά έγγραφα να εγκατασταθεί στην Ελβετία, πράγμα που επέτυχε προς στιγμήν.

Ο Παρίνι είχε γεννηθεί στις 13 Νοεμβρίου 1893 στο Μιλάνο, γιος επιθεωρητή των ιταλικών σιδηροδρόμων, και πήρε μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ως ιπτάμενος αξιωματικός της Αεροπορίας, μαζί με τον γνωστό ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο.
Ασχολήθηκε ύστερα με τη δημοσιογραφία και ειδικότερα με αποστολές στο εξωτερικό για λογαριασμό της εφημερίδας “Ιλ Πόπολο ντ’Ιτάλια” (υπό τη διεύθυνση του Μουσολίνι), γεγονός στο οποίο οφειλόταν και ο στενός σύνδεσμός του με τον Ντούτσε. Ως ανταποκριτής της παρακολούθησε τις εργασίες της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία και το 1928 ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα των φασιστικών κομματικών οργανώσεων στο εξωτερικό, ενώ ήδη είχε εισέλθει στη διπλωματική υπηρεσία (επί υπουργίας Ντίνο Γκράντι). Υπηρέτησε ως πρόξενος στο Χαλέπι (Συρία) και το 1937 στάλθηκε στην Κίνα και την Ιαπωνία. Μεταξύ άλλων στην Ελλάδα είχε βρεθεί το 1932 και το 1935, οπότε εγκαινίασε ιταλικό σχολικό συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη, προκαλώντας αναστάτωση τότε. Το 1936 ίδρυσε και ανέλαβε τη διοίκηση της Λεγεώνας των Αποδήμων Ιταλών που κατέλαβε την αιθιοπική πόλη Ντιρεντάουα, ένα θέμα που είχε συγκινήσει την τότε ελληνική κοινή γνώμη, η οποία ήταν ταγμένη στο πλευρό των πολιορκουμένων Αιθιόπων. Από τον Απρίλιο 1939, με την ιταλική απόβαση στην Αλβανία, ανέλαβε ως σύμβουλος-καθοδηγητής του Αλβανού πρωθυπουργού Βερλάτσι, θέση που διατήρησε μέχρι την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, ύστερα από την κατάληψή της από τους Γερμανούς, οπότε διορίστηκε αρχηγός των πολιτικών υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Στο πρώτο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη, που προαναφέρθηκε (και το οποίο είχε πραγματοποιήσει με την ιδιότητα του επικεφαλής των αποδήμων Ιταλών), γνωρίστηκε με τη 15χρονη τότε κόρη ενός εμπόρου της Θεσσαλονίκης, που είχε γεννηθεί στη Χίο και ανήκε στη γνωστή εφοπλιστική οικογένεια Φαφαλιού. Η κοπέλα αυτή, η Μέλπω Φαφαλιού, ενθαρρύνθηκε από τον Παρίνι να πάει με τον πατέρα της στη Ρώμη για σπουδές, που τις ανέλαβε οικονομικά ο ίδιος.
Μετά την πτώση του Μουσολίνι κατέφυγε από την Κέρκυρα μέσω Δαλματίας στο Μιλάνο και τοποθετήθηκε νομάρχης Μιλάνου, παραμένοντας μέχρι τον Απρίλιο 1945, οπότε κατόρθωσε να εισέλθει στην Ελβετία μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του (την Ελληνίδα Μέλπω Φαφαλιού, που την παντρεύτηκε το 1944, αμέσως μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του Rosetta Colombi ύστερα από μακρά επώδυνη ασθένεια). Χρησιμοποίησαν πλαστά ισπανικά διαβατήρια, γεγονός που γρήγορα διαπιστώθηκε από τις ελβετικές αρχές, με αποτέλεσμα να συλληφθεί το ζεύγος και να απελαθεί στην Ιταλία. Πιστεύεται ότι καθοριστική για τη σύλληψη και την απέλαση του ζευγαριού ήταν η ανάμιξη συγγενών της πρώτης γυναίκας του Παρίνι Rosetta Colombi, που καταγόταν από την ιταλόφωνη Ελβετία.
Στις αρχές του 1944 ο Παρίνι ειδοποίησε από το Μιλάνο, όπου βρισκόταν, τον Ιωάννη Καποδίστρια να οργανώσει μνημόσυνο στην Κέρκυρα για να αναγγείλει στην τοπική κοινωνία τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Ροζέτας.
Μετά την υποχρεωτική επιστροφή του στην Ιταλία (ύστερα από την απέλασή του από την Ελβετία), ο Παρίνι δικάστηκε από ιταλικό δικαστήριο σε ειρκτή 12 ετών για αδικήματα σχετικά με τη θητεία του ως νομάρχη Μιλάνου, αλλά τον επόμενο χρόνο (1946) αμνηστεύθηκε. Μία δίκη του, που έγινε στο Μπάρι αναφορικά με αδικήματα που διέπραξε στην Επτάνησο, κατέληξε σε αθώωσή του. Στη συνέχεια μαζί με τη νεαρή σύζυγό του κατέφυγε στη Νότιο Αμερική, στην οποία ο ίδιος διέθετε ισχυρές γνωριμίες ανάμεσα στην πολυπληθή προπολεμική ιταλική παροικία, που την είχε επισκεφθεί για επιθεώρηση στις αρχές της δεκαετίας ως ο ανώτερος κομματικός παράγοντας.

Ο Παρίνι ήταν δυναμικός και φανατικός φασίστας, ακόμη και όταν ο φασισμός κατέρρευσε το 1943, ακόμη και όταν τελείωσε ο πόλεμος. Με την άφιξή του στις αρχές Ιουνίου 1941 στην Κέρκυρα, όπου ήδη είχαν αρχίσει να καταφθάνουν ιταλικές οικογένειες για να εγκατασταθούν μόνιμα, δεν παρέβλεψε τα κομματικά του καθήκοντα, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται να «κατηχήσει» γηγενείς κατοίκους ελληνικής ιθαγένειας.
Η τυπική νομιμοποίησή του ως αρχηγού του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων πραγματοποιήθηκε με εξάμηνη καθυστέρηση. Φαίνεται πως εκτιμήθηκε ότι το διάστημα αυτό, χωρίς να επέλθουν πιθανές εκρηκτικές αντιδράσεις από μέρους του τοπικού πληθυσμού, ήταν απαραίτητο για να εξαρθρωθούν στην πράξη οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες και να επιβληθεί εκ των πραγμάτων η αποξένωσή τους από την Αθήνα. Στην ημιεπίσημη ιταλοελληνική Εφημερίδα των Ιονίων δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1941 το διοριστήριο διάταγμα, που υπέγραφε ο ίδιος ο Μουσολίνι:
«Ο Ντούτσε, πρώτος στρατάρχης της Αυτοκρατορίας, αρχηγός των στρατευμάτων των ενεργούντων εφ’ όλων των μετώπων,
Ιδόντες τ’ άρθρον 6 του Β. Διατάγματος της 8 Ιουλίου 1938 XVI υπ’ αριθμόν 1415, το οποίον εγκρίνει το κείμενον του στρατιωτικού Νόμου.
Ιδόντες τ’ άρθρα 15, 16, 17 και 18 του κειμένου του Στρατιωτικού Νόμου, εγκριθέντος διά του Β. Διατάγματος, άνω διαληφθέντος.
Ιδόντες το Β. Διάταγμα της 10 Ιουνίου 1940 XVIII, υπ’ αριθ. 586, το οποίον διακελεύει την εφαρμογήν του Στρατιωτικού Νόμου επί της περιοχής της Επικρατείας.
ΔΙΑΤΑΣΣΟΜΕΝ
Άρθρον 1. Ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων, αίτινες έχουσι καταληφθή υπό των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων, εξαρτάται εκ της Ανωτάτης Στρατιωτικής Δυνάμεως κατοχής, και ασκεί τας πολιτικάς εξουσίας, κατά την έννοιαν των άρθρων 16 και 54-56 του Στρατιωτικού Νόμου.
Καθ’ όσον αφορά την άσκησιν των τοιούτων εξουσιών, ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων, επικοινωνεί απ’ ευθείας μετά του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Άρθρον 2. Ο Αρχηγός των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων, δύναται να εκδίδη Διατάγματα αστυνομικά, υγιεινής, οικοδομής, επισιτισμού και καταναλώσεως αφορώντα τον πληθυσμόν, επιτάξεων και κατασχέσεων, οικονομίας τοπικής, μισθώσεως πραγμάτων και υπηρεσιών, οργανώσεως δημοσίων υπηρεσιών και σχετικού αντικειμένου, δι’ επειγούσας αιτίας, αίτινες αφορώσι το Δημόσιον συμφέρον, κατά το όλον ή εν μέρει, της περιοχής των προειρημένων νήσων, εκτός της αρμοδιότητος της Στρατιωτικής αρχής διά την εξασφάλισιν των Στρατιωτικών Δυνάμεων ή την Στρατιωτικήν Άμυναν.
Άρθρον 3. Πας όστις, δεν τηρεί τας διατάξεις των Διαταγμάτων, περί ων το προηγούμενον άρθρον, τιμωρείται αν η πράξις δεν αποτελεί βαρύτερον αδίκημα, διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους, η διά χρηματικής ποινής μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.
Η εκδίκασις του προβλεπομένου αδικήματος υπό της προηγουμένης παραγράφου ανήκει εις τα Στρατοδικεία.
Άρθρον 4. Εις τας Ιονίους Νήσους, αίτινες κατέχονται υπό των στρατιωτικών Ιταλικών δυνάμεων, εξακολουθεί να εφαρμόζηται η εις ταύτας ισχύουσα Νομοθεσία, κατά την στιγμήν της καταλήψεως, εφ’ όσον δεν ορίζει άλλως ο στρατιωτικός Ιταλικός ποινικός Νόμος, και επιφυλαττομένων των εκδοθεισών διατάξεων υπό της αρμοδίας Ιταλικής Αρχής.
Άρθρον 5. Η Διακήρυξις αύτη δημοσιεύεται διά της καταχωρίσεως εις το επίσημον Δελτίον των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Εκ του Γενικού Στρατηγείου των Στρατιωτικών Δυνάμεων, τη 12 Νοεμβρίου 1941 ΧΧ
Μουσολίνι».

Ο Παρίνι είχε ένα πλούσιο επικοινωνιακό χάρισμα, που ακούραστα επιχειρούσε να το αξιοποιήσει εις όφελος της πολιτικής του και προς όλες τις κοινωνικές τάξεις της Κέρκυρας. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η επιμονή του να θέσει υπό την προστασία του την εργατική τάξη, ευελπιστώντας ότι έτσι θα την απομάκρυνε από τις αριστερές ρίζες της. Στο πρόσωπο του υπέρμετρα φιλόδοξου προέδρου του Εργατικού Κέντρου Ιουλίου Σκούρα, που προερχόταν από το σωματείο των φορτοεκφορτωτών, βρήκε έναν χρήσιμο συνεργάτη. Στις 8 Φεβρουαρίου 1942 ο Ιούλιος Σκούρας είχε κληθεί από τον Παρίνι για να του παρουσιάσει τους προέδρους των επιμέρους συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η συνάντηση ξεκίνησε με αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, ανάμεσα σε κηρύγματα πίστης προς τον φασισμό και τον Μουσολίνι και καταγγελίες των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων ότι σκόπιμα είχαν καταδικάσει τους Κερκυραίους εργάτες στη φτώχεια, ενώ ο Παρίνι έδωσε αφειδείς υποσχέσεις για την ικανοποίηση εργατικών αιτημάτων.
Στις 21 Απριλίου 1942 στην Ιταλία γιορταζόταν από το φασιστικό καθεστώς η ίδρυση της Ρώμης και ταυτόχρονα ήταν η εργατική επέτειος. Ο Ι. Σκούρας συγκάλεσε τη διοίκηση του Εργατικού Κέντρου και μίλησε για την αξία της ιταλικής αυτής επετείου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της επομένης:
«...Ο κ. Σκούρας τέλος επρότεινεν όπως εκφράση προς την Αυτού Εξοχότητα Πιέρο Παρίνι, Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων την αφοσίωσίν των και την παράκλησιν όπως γίνη διερμηνεύς παρά τοις συντρόφοις Ιταλοίς εργάταις των εγκαρδίων αισθημάτων των εργατών, της Κερκύρας. Η πρότασις έγινε παμψηφεί δεκτή ψηφισθείσης της κάτωθι αποφάσεως.
Σήμερον 21ην Απριλίου 1942 ημέραν Τρίτην και ώραν 9ην, επ’ ευκαιρία της επετείου της εργατικής εορτής των συναδέλφων της Ιταλίας συνεκεντρώθησαν εις έκτακτον συνέλευσιν τα Διοικητικά Συμβούλια όλων των εργατικών και υπαλληλικών Σωματείων Κερκύρας εν τη αιθούση του Εργατικού Κέντρου και παμψηφεί απεφάσισαν:
1ον) Να εκφρασθή η ευγνωμοσύνη ολοκλήρου της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως της Κερκύρας, προς την Αυτού Εξοχότητα Πιέρο Παρίνι Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων διά το στοργικόν ενδιαφέρον το οποίον ποικιλοτρόπως επιδεικνύει προς την εργατικήν και υπαλληλικήν τάξιν της Νήσου μας.
2ον) Να υποβάλη παράκλησιν όπως ο Εξοχώτατος Παρίνι ευαρεστηθή να διαβιβάση τηλεγραφικώς τον θερμότερον χαιρετισμόν της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως Κερκύρας προς τους συναδέλφους εργάτας της Ιταλίας.
3ον) Να εκλεγή μία οκταμελής επιτροπή επιφορτισμένη να παραδώση την παρούσαν απόφασιν προς τον Εξοχώτατον Αρχηγόν των Πολιτικών Υποθέσεων των Ιονίων Νήσων.
Η Επιτροπή: Ιούλιος Σκούρας, Ιωάννης Κωστελέτος, Στέφανος Μπάκας, Ιωάννης Σπόζιτος, Πέτρος Ρωής, Αρμάνδος Βουτσινάς, Γεώργιος Μανωλάτος, Αμαλία Μουζακίτη».
Το ζήτημα δεν ήταν απλό. Ο Ιούλιος Σκούρας ενέγραφε μια σημαντική υποθήκη στις σχέσεις του με τον Παρίνι, ο οποίος εντυπωσιαζόταν από την ιταλοφιλία των «συντρόφων» συνδικαλιστών και εκτιμούσε ότι με την κίνηση αυτή αποκτούσε λαϊκό έρεισμα ανάμεσα στην εργατική τάξη. Παράλληλα το ίδιο το νόημα του εργατικού ψηφίσματος ήταν η ιδανικότερη διαφήμιση για τη δράση του στην Κέρκυρα, μόλις αυτό θα γινόταν γνωστή στη μητροπολιτική Ιταλία, ενώ γινόταν μια σαφώς αποτελεσματική προεργασία για τη σύνδεση του τοπικού συνδικαλισμού με τον φασιστικό συνδικαλισμό της Ιταλίας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα εκείνο, ο Παρίνι σε συντροφικό τόνο απάντησε ενθουσιασμένος μεταξύ άλλων:
«Σας ευχαριστώ, Σύντροφε Σκούρα και σύντροφοι της Εργατικής Επιτροπής, διά τον χαιρετισμόν σας και διά τα ωραία λόγια σας τα οποία θα διαβιβάσω προς τους εργάτας της Ιταλίας.
Η ενέργειά σας είναι ιδιαιτέρως αποδεκτή την ημέραν ταύτην της 21ης Απριλίου, εορτήν της εργασίας και επέτειον της κοινοποιήσεως του εργατικού βιβλιαρίου διά του οποίου επεκυρώθησαν τα δικαιώματα των εργατών της Φασιστικής Ιταλίας. Είμαι βέβαιος ότι ο χαιρετισμός σας θα γίνη δεκτός με ειλικρινή χαράν εκ μέρους των ιταλών Συντρόφων σας και ότι η συμμετοχή σας εις την εορτήν της 21ης Απριλίου θα σημειώση ένα νέον και στενότερον δεσμόν με την εργαζομένην Ιταλίαν. Εκ του σκληρού αυτού πολέμου θα ανατείλη είς νέος πολιτισμός όστις θα είναι ο πολιτισμός της εργασίας και διά τούτο ακριβώς υφίστανται τόσας θυσίας οι εργάται των Χωρών του Τριμερούς. Ο πλουτοκρατικός πολιτισμός θα ταφή υπό τα ερείπια του πολέμου αυτού και μία ανωτέρα και ευγενεστέρα δικαιοσύνη θα κανονίση τας σχέσεις μεταξύ των λαών και των τάξεων.
Σας παρακαλώ να διαβεβαιώσετε τους συντρόφους σας ότι θα καταβληθή εκ μέρους μας κάθε δυνατή προσπάθεια διά να επισπευσθή η αναγέννησις και η αξιοπρέπεια του εργάτου των Ιονίων Νήσων».
Η ιταλική εργατική εορτή της 21ης Απριλίου, δημιούργημα καθαρά φασιστικό, επί Κατοχής υιοθετήθηκε ανεπιφύλακτα από το Εργατικό Κέντρο Κέρκυρας, πανηγυρίστηκε δε αναλόγως. Στη μεγάλη γιορτή που έγινε με μεγάλη επισημότητα στις 21 Απριλίου 1943 στο Δημοτικό Θέατρο της Κέρκυρας, παρουσία του Παρίνι, των ιταλικών και των ελληνικών αρχών, ακόμη και του Μητροπολίτη Μεθοδίου, στάλθηκε μήνυμα των εργατών της Κεφαλονιάς.
Ο Σκούρας βρέθηκε στο επίκεντρο μιας δικαστικής δίωξης τον Ιούνιο 1942, κατηγορούμενος ότι υπεξαίρεσε ένα χρηματικό ποσόν που κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο είχε σταλεί από το υπουργείο Εργασίας για να διανεμηθεί στους άνεργους εργάτες. Με την κατηγορία αυτή δικάστηκε ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας στις 11 Ιουνίου 1942 και του επιβλήθηκε ποινή 6 μηνών. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εισαγγελέας υπαινίχθηκε ότι ο Σκούρας αναρριχήθηκε στο αξίωμα του προέδρου του Εργατικού Κέντρου όχι με την ψήφο των συναδέλφων του, αλλά λόγω της ιταλοφιλίας του. Εναντίον της καταδίκης του αυτής, ο Σκούρας προσπάθησε να εξεγείρει τους συνδικαλιστές και τους εργάτες, συγκαλώντας συνέλευση για την έκδοση ψηφίσματος διαμαρτυρίας. Στη συνέλευση σημειώθηκαν αντιδράσεις και αντεγκλήσεις εκ μέρους συνδικαλιστών που διαφωνούσαν με τον πρόεδρό τους και δεν δέχονταν να συνυπογράψουν τη διαμαρτυρία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δώσει προς δημοσίευση «ομόφωνο» ψήφισμα, που στην πραγματικότητα δεν είχε εγκριθεί. Το ψήφισμα δημοσιεύθηκε στο δημοσιογραφικό όργανο των Ιταλών (Εφημερίς των Ιονίων, 28 Ιουνίου 1942), αλλά ύστερα από διαμαρτυρίες των εργατών που δεν το είχαν υπογράψει, ο εισαγγελέας άρχισε προανάκριση για πλαστογραφία και πήγε στο Εργατικό Κέντρο για να κατασχέσει τα βιβλία πρακτικών συνελεύσεων.
Τότε παρενέβη ο Παρίνι προσωπικώς και διέταξε τη σύλληψη του εισαγγελέα Χρήστου Μουστάκη και τη μεταγωγή του στην Αθήνα, όπου αργότερα κλείστηκε για σαράντα μέρες στις φυλακές Αβέρωφ και έπειτα για αρκετούς μήνες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας.
Η προστασία του προλεταριάτου από τον φασισμό ήταν αντικείμενο ιδιαίτερης προπαγάνδας κατά την ιταλική κατοχή στην Επτάνησο. Με ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες προβλήθηκε η επαναλειτουργία του εργοστασίου Δεσύλλα, που θα αντιμετώπιζε τοπικώς την αυξημένη κατοχική ανεργία και θα είχε το προνόμιο να προμηθεύεται πρώτες ύλες από την ιταλική αγορά, η ίδρυση συνδικαλιστικού σωματείου στο εν λόγω εργοστάσιο, αλλά και η πανηγυρική σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας για τους εργαζόμενους σ’ αυτό, όπως και στους εργάτες σαπωνοποιίας και ελαιουργίας. Οι όροι των συλλογικών συμβάσεων προβλήθηκαν ως «προσανατολισμένοι προς το συντεχνιακόν σύστημα» και συνεπώς ως «φασιστική νίκη».


Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ


Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΓΑΝΤΕ

Του Δημοσθένη Κούκουνα


Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα (με τίτλο "ΑΓΓΕΛΟΣ Ή ΔΑΙΜΟΝΑΣ - Ο ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ"), που αναφέρεται στη ζωή του πατέρα της, του περίφημου Ιωάννη Βουλπιώτη. Σ' αυτό υπάρχει μια εκτενής αναφορά για την Ελβετίδα ερωμένη του Τσιγάντε, που το πραγματικό της όνομα ήταν Μαλού (στο βιβλίο της Παλάσκα το όνομα αναφέρεται ως Αναμπέλ), η οποία αναγράφεται στο βιβλίο ότι είχε επίσης συνάψει σχέση με τον Βουλπιώτη. Οι ερωτικές περιπέτειες του Τσιγάντε κατά τη διάρκεια της τελευταίας και μοιραίας αποστολής του δεν αποκλείεται να συνδέονται με το μυστήριο της δολοφονίας του τον Ιανουάριο του 1943. Σ' ένα παλαιότερο κείμενό μου είχα γράψει για την όλη υπόθεση:

Ένα από τα ανεπίλυτα μυστήρια της κατοχικής περιόδου είναι η δολοφονία του Ιωάννη Τσιγάντε σε μια γιάφκα της οδού Πατησίων όπου κρυβόταν, σε απόσταση ελαχίστων μέτρων από την έδρα του ιταλικού στρατοδικείου. Ενώ επανειλημμένα, ήδη πριν από την Απελευθέρωση, έχουν γίνει επίσημες και ιδιωτικές έρευνες, τελικά δεν έχει διευκρινισθεί ποιος τον κατέδωσε στους Ιταλούς. Έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές, ενίοτε αντιφατικές μάλιστα, αλλά η πραγματική αλήθεια δεν έχει εντοπισθεί μέχρι τώρα.
Αξιοσημείωτη, ίσως και η πιθανότερη εκδοχή, είναι μια παραδοχή-ομολογία για την κατάδοσή του. Πρόκειται για ένα μικρό κείμενο, που είχε περιληφθεί δύο μήνες μετά τον φόνο του Τσιγάντε στο υπ’ αριθ. 21 Εμπιστευτικό Δελτίο Ειδήσεων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (Αθήνα 18 Μάρτη 1943). Δεν παραδέχεται μόνον ότι οργανώσεις του ΕΑΜ ήταν εκείνες που είχαν αποφασίσει την εξουδετέρωση του «προδότη» Τσιγάντε με εκτέλεση, αλλά μάλιστα ότι είχαν συγκροτήσει εκτελεστικό απόσπασμα που βρέθηκε να κατευθύνεται στην Πατησίων 86 για να τον σκοτώσει την ώρα ακριβώς που οι Ιταλοί καραμπινιέροι μόλις είχαν διαπράξει με άλλη διαδικασία την ίδια ενέργεια!
Ιδού τι αναφερόταν επί λέξει στο προαναφερθέν υπ’ αριθ. 18 «εμπιστευτικό δελτίο ειδήσεων»:
«Το Γενάρη σκοτώθη στην Αθήνα ο αξ/κός Τσιγάντες. Αυτός δουλεύοντας για λογαριασμό της Κυβέρνησης του Λονδίνου ήρθε δυο φορές στην Αθήνα φέρνοντας λεφτά, τα οποία διέθεσε για το ΕΑΜ. Την τρίτη φορά που ήρθε συνδέθηκε με «σαλδάρες» και τους έδωσε άφθονο χρήμα για να οργανώσουν ομάδες ανταρτικές με διαφορετικό πολιτικό περιεχόμενο από κείνο που έχει το ΕΑΜ. Οι οργανώσεις μας που πιστεύουν απόλυτα στην αρχή του αθανάτου μας Λένιν... όλα τα μέσα για το σκοπό ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ, ΟΠΩΣ ΕΠΡΕΠΕ. ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΔΟΤΗ βρήκε καραμπινιέρους στο σπίτι του που τον είχαν σκοτώσει σε συμπλοκή».
Ασφαλώς το ΕΑΜ εκείνη την εποχή είχε κάθε λόγο να εξουδετερώσει τον Ιωάννη Τσιγάντε, του οποίου οι ενέργειες άλλωστε ήταν σαφώς εχθρικές προς αυτό. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μία τέτοια τυχόν απόφαση των κεντρικών οργάνων του δεν έχει επισημανθεί, ώστε να διασταυρωθεί. Απομένει, συνεπώς, να εκτιμηθεί η αξιοπιστία του εγγράφου, σε ό,τι αφορά αφενός μεν τη βούληση να εκτελεσθεί ο Τσιγάντες, αφετέρου δε αν πράγματι είχε συσταθεί εκτελεστικό απόσπασμα για τη θανάτωσή του, το οποίο για ελάχιστα λεπτά δεν πρόλαβε να διαπράξει τον φόνο, επειδή απλώς είχαν προηγηθεί οι Ιταλοί...
Από τον Αύγουστο του 1942 που είχε κάνει την εμφάνισή του στην κατοχική Αθήνα ο Τσιγάντες με τους συνεργάτες του, η αθηναϊκή κοινωνία είχε όντως αιφνιδιασθεί. Ο νεαρότερος από τους δύο αδελφούς Τσιγάντε, αξιωματικούς προερχόμενους από τη Σχολή Ευελπίδων, που είχαν καταδικασθεί από το στρατοδικείο του 1935 για τη συμμετοχή τους στο βενιζελικό κίνημα του Μαρτίου και που είχαν αποκτήσει πρόσθετη δημοσιότητα για τη θεαματική επαναφορά τους στην τάξη του στρατιώτη με τη δημόσια τελετουργική αφαίρεση των επωμίδων και των εθνοσήμων, μετά την αμνήστευση και την αποφυλάκισή του στάλθηκε επί Μεταξά εξόριστος στα Κύθηρα.
Με την Κατοχή, αφού πήγε στη Μέση Ανατολή τον Φεβρουάριο 1942 και επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό του ταγματάρχη, ξαφνικά βρέθηκε στην Αθήνα δημιουργώντας σχόλια για την ανήσυχη προσωπική ζωή του. Με μόνη διαφορά, ότι τώρα είχε επιτύχει να έχει το επίσημο χρίσμα του Συμμαχικού Στρατηγείου και επιπλέον μία εν λευκώ εξουσιοδότηση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ακόμη, επικεφαλής ειδικώς εκπαιδευμένων σαμποτέρ ήταν εφοδιασμένος με πρωτοφανή στα κατοχικά χρονικά ισχύ και, όπερ και το κυριότερο, με αμύθητα οικονομικά μέσα σε χρυσές λίρες. Το γεγονός ότι η αποστολή του ήταν άκρως μυστική δεν τον ενέπνευσε να είναι συγκρατημένος, έτσι ώστε πολλοί στην Αθήνα να γνωρίζουν την παρουσία του και βεβαίως να φαντάζονται πολύ περισσότερα από όσα πράγματι περιλαμβάνονταν στους σκοπούς της αποστολής του, η οποία ήταν ήδη εξαιρετικά εκτεταμένη από μόνη της.
Ο πολυπράγμων και συγκεντρωτικός Τσιγάντες την εποχή εκείνη, από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Ιανουάριο του 1943, είχε δημιουργήσει την πιο αλλοπρόσαλλη ατμόσφαιρα γύρω του. Πλην του ιδίου, κανείς άλλος δεν γνώριζε στην Ελλάδα τα όρια της αποστολής του και, όπως είναι επόμενο, ήταν υπεράνω οποιουδήποτε ελέγχου. Συζητούσε με τους πολιτικούς αρχηγούς, διαπραγματευόταν με ανώτερους αξιωματικούς για τη δημιουργία αντιστασιακών στρατιωτικών μονάδων ή μυστικών υπηρεσιών, συγκέντρωνε κατασκοπευτικές πληροφορίες, χρηματοδοτούσε κατά βούληση αντιστασιακές οργανώσεις - και παράλληλα κυκλοφορούσε ως μεγιστάνας σε καμπαρέ ή χαρτόπαιζε με ύποπτες παρέες. Εκτός από τις απαραίτητες γιάφκες, οι συμμαχικές λίρες χρησίμευαν και για τη σίτιση και στέγαση πέραν της μιας ερωμένων του. Ακόμη και η ονομασία της ομάδας του (Μίδας) ήταν χαρακτηριστική και παρέπεμπε, για όσους μπορούσαν να είναι γνώστες, στο αμύθητο χρυσάφι.
Φυσικό επακόλουθο ήταν, λοιπόν, να προσελκύει περίεργους τύπους που τον πλησίαζαν φορτικά για να κατορθώσουν να του αποσπάσουν λίρες, υποσχόμενοι ό,τι ήταν απαραίτητο. Από σχεδιαγράμματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων μέχρι γυναίκες. Γύρω του είχε δημιουργηθεί ένας κύκλος ανθρώπων, στον οποίο περιλαμβάνονταν καλοπροαίρετοι πατριώτες που ήθελαν από ιδεαλισμό να συμμετάσχουν στον αντιστασιακό αγώνα, αλλά και άλλοι κακοπροαίρετοι για να επωφεληθούν. Ακόμη και μέσα στην ομάδα του, δηλ. εκείνων που είχαν έρθει μαζί του από τη Μέση Ανατολή και εκείνων που είχαν προστεθεί μετά την άφιξή του, είχαν δημιουργηθεί παρέες, ενώ γύρω από τον ίδιον είχε σχηματισθεί ένα είδος «αυλής», όπου οι προνομιούχοι είχαν αποκτήσει, πέραν των υλικών πλεονεκτημάτων, τον αέρα της υπεροχής έναντι των άλλων. Το γεγονός αυτό κατέληγε σε αντικρουόμενα κύματα μέσα στην οργανωτική δομή της αποστολής, σε ανταγωνισμούς και αντιζηλίες, σε εξάρσεις και απογοητεύσεις, σε γκρίνιες και παραγοντισμούς.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο Ιωάννης Τσιγάντες είχε γίνει ο στόχος πολλών δυσαρεστημένων, ενώ την ίδια ώρα η φύση της αποστολής του ήταν συνδεδεμένη με κάθε είδους κινδύνους. Ποιος θα μπορούσε, από όλους εκείνους που θα ήθελαν να το πράξουν, να είναι το πρόσωπο που τον κατέδωσε στους Ιταλούς τη μοιραία ημέρα;
Οι μέχρι τώρα έρευνες έχουν καταλήξει χωρίς αμφιβολία στο πρόσωπο που ειδοποίησε την ιταλική καραμπινιερία: επρόκειτο για ανώνυμη γυναίκα. Το τηλεφώνημα δέχθηκε στο τηλεφωνικό κέντρο ιταλομαθής Έλληνας χωροφύλακας, ονόματι Γαλάτης, που υπηρετούσε αποσπασμένος στο φρουραρχείο.
Ένας Ιταλός έφεδρος αξιωματικός, ο λοχαγός Πιτσίτολα (δικηγόρος και δημοσιογράφος ως πολίτης), που υπηρετούσε τότε στην Υπηρεσία Αντικατασκοπείας, την περίφημη Τσι-Έσσε, έδωσε μετά τον πόλεμο την εξής πληροφόρηση για το γεγονός της κατάδοσης:
«Εις το γραφείον μου ελαμβάνοντο πολλά τηλεφωνήματα ανώνυμα, δι’ ων μας κατηγγέλλοντο η παρουσία καταζητουμένων προσώπων εις διάφορα μέρη των Αθηνών και μας ζητείτο η αποστολή καραμπινιέρων προς ενέργειαν συλλήψεως. Τα τηλεφωνήματα όμως ταύτα απεδεικνύοντο ψευδή και είχαν σκοπόν μόνον να μας παραπλανούν. Τοιούτον τηλεφώνημα ελάβαμεν και την ημέραν εκείνην, το οποίον μας ειδοποιεί ότι εις την γνωστήν πολυκατοικίαν της οδού Πατησίων εκρύπτετο ένας καταζητούμενος ταγματάρχης Βρετανός. Το τηλεφώνημα δεν ανέφερε ουδόλως το όνομα του Τσιγάντε. Νομίζοντες ότι επρόκειτο περί της συνήθους τηλεφωνικής φάρσας, δεν εδώσαμεν αρχικώς σημασίαν εις την καταγγελίαν, αλλά πάντως την διεβιβάσαμεν εις την επί της οδού Γ’ Σεπτεμβρίου Καραμπινιερίαν. Αλλά και αυτή χωρίς να δώση περισσοτέραν σημασίαν κατήρτισε προχείρως απόσπασμα εκ πέντε οργάνων της, το οποίον μεταβάν επί τόπου ήρχισε την έρευναν της πολυκατοικίας».
Το τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα (14 Ιανουαρίου 1943), το περιγράφει χαρακτηριστικά ο αστυνόμος Λεωνίδας Παρίσης, ξεκινώντας την αφήγησή του από νωρίς το πρωί, αξημέρωτα, όταν είχε πάει να βρει τον Τσιγάντε στο σπίτι της Ελβετίδας ερωμένης του. Σε σχετική έκθεσή του είχε αναφέρει:
«Το πρωί, κατά τις 6.45, πήρα ένα ταξί, τυχαίο, από την πλατεία Κάνιγγος και όταν έφτασα στο Κολωνάκι, το άφησα εκεί στην πλατεία. Με κατάλληλα ζικ ζακ πήγα στην οδό Αλωπεκής 2, όπου είχε διανυκτερεύσει ο Τσιγάντες. Εκεί ήταν η κατοικία της κυρίας Μαλούς, γνωστής του και πολύ φίλης του. Απέξω ήταν ένας Γερμανός στρατιώτης φρουρός μιας διπλανής γερμανικής υπηρεσίας. Τον βρήκα, σχεδόν έτοιμο, αποτελειώνοντας δε το ξύρισμά του φύγαμε. Με ακολούθησε σε απόσταση μέχρι το αυτοκίνητό μου, με το οποίο μέσω Εξαρχείων, φθάσαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, κοντά στο άγαλμα του Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου και αφήσαμε το ταξί. Προχώρησε εκείνος μπροστά και εγώ, σε απόσταση, τον ακολουθούσα. Όπως μου είπε, επρόκειτο να πάμε σ’ ένα σπίτι της οδού Πατησίων όπου θα τελείωνε εκείνη τη μέρα τον κατάλογο για το «Εθνικό Συμβούλιο». Και πρόσθεσε ότι δεν σκόπευε να δεχθεί εκεί κανένα, εκτός του παππού, δηλαδή τον τότε Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα, οπότε θα πήγαινα στην οδό Βουλγαροκτόνου 30, να τον παραλάβω και να τον μεταφέρω εκεί. Προχωρώντας ζικ ζακ, μπήκαμε εκείνος κι αμέσως εγώ στην πολυκατοικία Πατησίων αριθμός 86 και φτάσαμε στο δεξιό υπόγειο διαμέρισμά της.
»Είπε πως αυτό ήταν γκαρσονιέρα του Κυριακίδη της οδού Φερρών, μηχανικού, που τον είχαμε στείλει στη Μέση Ανατολή, πως πολλές φορές, σ’ αυτό, ο υπασπιστής του ανθυπίλαρχος Ζακυνθινός, γνωστός στην αποστολή μας ως Μήκη, είχε μεταφέρει και κρύψει διάφορα εκρηκτικά και άλλα μηχανήματα για σαμποτάζ και πως το εμνημόνευε πάντοτε στις σημειώσεις του ως “αποθήκη”. Και όλα αυτά μου τα εξήγησε επειδή εκείνος και εγώ, όταν μπήκαμε στο διαμέρισμα “αποθήκη” είδαμε το ντιβάνι ξέστρωτο και καταλάβαμε ότι πρέπει κάποια ή κάποιος να είχε κοιμηθεί σ’ αυτό, αφού και τα στρώματα ήταν ακόμα ζεστά. Και οι δύο σκεφθήκαμε ότι ο Μήκης ήταν αυτός. Πάντως θυμάμαι καλά ότι, καθώς μου είπε, μόνο ο Μήκης γνώριζε αυτή την αποθήκη. Η ώρα θα ήταν οκτώ. Μου έδωσε οδηγίες και εντολές της ημέρας για τις βάσεις του Πειραιώς. Έφυγα στις 8.30’ περίπου και τον άφησα μόνο του να εργάζεται σ’ ένα μικρό τραπεζάκι με ξαπλωμένα τα χαρτιά του. Όταν επέστρεψα από τη δουλειά στις 10.30’ τον είδα να συζητεί με την κυρία Ψαρρού, αδελφή της γυναικός του. Μου πρόσφεραν βερμούτ, όταν είδα να μπαινοβγαίνουν ο Μήκης και ο υποσμηναγός Νιάρχος. Για το ζήτημα του παππού είπε πως θα κανόνιζε να συναντηθούμε στο σπίτι μου, γιατί την αποθήκη δεν την εύρισκε κατάλληλη για το Δεσπότη. Μου είπε ακόμη ότι έπρεπε να τελειώσω τις άλλες δουλειές της ημέρας στην τηλεφωνική εταιρεία και ότι στις 6.30’ το βράδυ να τον περίμενα στη διασταύρωση των οδών Κοδριγκτώνος και Αριστοτέλους, γιατί από εκεί θα πηγαίναμε να συναντήσουμε αξιωματικούς του Β’ Γραφείου της αποστολής μας. Έφυγα στις 11 παρά τέταρτο περίπου και κατά το μεσημέρι μετά την ιχνηλασία μου για τις μηχανικές εγκαταστάσεις στα γραφεία της τηλεφωνικής, της οδού Σταδίου και της οδού Καρόλου, μια από τις οποίες επρόκειτο να ανατινάξουμε, πήγα σπίτι μου και από την κούραση ξάπλωσα δίπλα στο τηλέφωνο.
»Στη μία χτύπησε το τηλέφωνο και μετά από σχετικό έλεγχο άκουσα τη φωνή του ανθρώπου της αποστολής, που μου είπε πως ο Μπάρμπας είναι άρρωστος, με κάλεσε δε να σπεύσω στο σημείο συναντήσεως του “Ακροπόλ”, σ’ ένα καφενεδάκι που ήταν στο υπόγειο του ξενοδοχείου αυτού. Τηλεφώνησα στο καφενεδάκι αυτό από κάποιο τηλεφωνικό θάλαμο και έμαθα ότι με περίμενε ο Βαγγέλης Καπετανίδης, τον οποίο κάλεσα να συναντηθούμε στην οδό Ηπείρου. Όταν συναντηθήκαμε μου είπε ότι πριν από τη μία επήγαινε στο διαμέρισμα, κατόπιν ειδοποιήσεώς του με σύνδεσμο ή με το τηλέφωνο και μόλις έφτασε πλησίον στην πολυκατοικία είδε Ιταλούς με στολή και οπλισμένους να την φρουρούν...».
Ο συνταγματάρχης Σπύρος Μαλασπίνας, μέλος της αποστολής Τσιγάντε, καταθέτει τη δική του μαρτυρία:
«Εντός του διαμερίσματος του Τσιγάντε, ευρίσκετο εκ των παρακολουθούντων αυτόν, εκ Μ.Α. - Μήκης έφεδρος Ανθ/ρχος Βασ. Ζακυνθινός, ως έμαθον βραδύτερον - (στοιχεία Α.Η. 100). Μετά τινα λεπτά από της αφίξεώς μου, ο Μήκης εξήλθε του διαμερίσματος και, σχεδόν αμέσως, επανελθών, εψιθύρισε κάτι εις τον Τσιγάντε. Ούτος λίαν ταραγμένος μου ανακοινοί ότι η πολυκατοικία είναι μπλοκαρισμένη από τους Ιταλούς, διατάσσει δε τον Μήκη να φύγει προς την έξοδο της υπηρεσίας διά σχετικήν αναγνώρισιν ταύτης. Ο Μήκης ανεχώρησε αμέσως. Εν συνεχεία ο Τσιγάντες ανακτήσας πλήρως την γνωστήν καταπλήσσουσαν ψυχραιμίαν του, αρχίζει την περισυλλογήν των χαρτιών του, συμπεριλαμβανομένης και της εκθέσεως που του είχα κομίσει και εν συνεχεία μου λέγει “Φύγε αμέσως και έρχομαι και εγώ”. Εξήλθον του διαμερίσματος και κατηυθύνθην προς την θύραν την συνδέουσαν τον διάδρομον του υπογείου, όπου ευρίσκετο το διαμέρισμα του Τσιγάντε με την μικρήν αυλήν, εις ην καταλήγει η ελικοειδής κλίμαξ της υπηρεσίας της πολυκατοικίας. Εις την αυλήν αυτήν ευρίσκετο ο Μήκης αποτεινόμενος προς τον άγνωστον και ίνα προφανώς αντιληφθώ ότι ούτος ήτο Ιταλός τον ηρώτησε: “Πότε θα μας αφήσετε να φύγουμε σινιόρ”.
»Σχεδόν ταυτοχρόνως, ο Τσιγάντες ενεφανίσθη εις την θύραν εξερχόμενος και αυτός εις την αυλήν. Μόλις είδε τον Ιταλό, επέστρεψε εις το διαμέρισμα και επεδόθη, ως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, εις το έργον της καταστροφής των ολίγων χαρτιών άτινα είχε μεθ’ εαυτού. Εν τω μεταξύ δύο ομάδες Ιταλών εν πολιτική περιβολή αποτελούμεναι από 3-4 πρόσωπα εκάστη, κατήρχοντο από όροφον εις όροφον η μία διά της κυρίας κλίμακος και η άλλη διά της ελικοειδούς και ηρεύνων τα διαμερίσματα, αρχής γενομένης από τον υψηλότερον όροφον. Κατά τον χρόνον τούτον, βέβαιος ων ότι ήτο αδύνατον να διαφύγω και μη δυνάμενος να προσφέρω τι εις τον κινδυνεύοντα Τσιγάντε, δεδομένου μάλιστα ότι, ως επεβάλλετο, ήμην άοπλος, προσεπάθησα δι’ ερωτήσεων τας οποίας απηύθυνον προς γυναίκα κατελθούσαν προς στιγμήν εις την αυλήν, όπου και το διαμέρισμα της θυρωρού, να δημιουργήσω εις τον φρουρούντα ημάς Ιταλόν την εντύπωσιν ότι ανεζήτουν τον κ. Δ. Κούρτελην διαμένοντα εις το διαμέρισμα του ακινήτου Πατησίων 90. Παραλλήλως δε εις τον Ζακυνθινόν, ο οποίος καθ’ υπόδειξιν του Ιταλού έλαβε θέσιν παραπλεύρως εμού, του εψιθύρισα: “Δεν γνωριζόμαστε. Είναι και αυτό ένας κανών”.
»Ευθύς ως η ομάς της ελικοειδούς κλίμακος κατήλθεν εις την αυλήν, ο επικεφαλής ταύτης Ιταλός εζήτησε την ταυτότητα του Μήκη και εν συνεχεία την ιδικήν μου. Η ταυτότης μου ήτο πραγματική με φωτογραφίαν εν στολή. Πεπεισμένος ότι θα συνελαμβανόμην και θέλων να έχω αληθοφανή επιχειρήματα, ετήρησα έναντι του Ιταλού τακτικήν αφελούς ειλικρινείας, δι’ ο και όταν εκείνος κρίνων εκ της φωτογραφίας μου, ενόμιζεν ότι είμαι αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού, του διηυκρίνισα ότι είμαι ταγματάρχης πεζικού. Εις ερώτησίν του τι θέλω εις την πολυκατοικίαν, του απήντησα έχων υπ’ όψιν μου ότι ουδείς με αντελήφθη εξερχόμενον του διαμερίσματος του Τσιγάντε, ότι αναζητώ τον κύριον Κούρτελην. Ερωτηθείς εν συνεχεία εάν διαμένω εκεί πλησίον, απήντησα ότι διαμένω εις την Πλάκα απέναντι από το τμήμα καραμπινιέρων, όπου και πράγματι είναι η οικία μου. Ο επικεφαλής τότε Ιταλός μου είπεν ότι είμαι ελεύθερος και ανεχώρησα αμέσως, βέβαιος ότι ασφαλώς θα με έθετον υπό παρακολούθησιν. Ανεχώρησα εκ της αυλής και ανήλθον χωρίς δε να σπεύσω, την κλίμακα την άγουσαν εκ του υπογείου εις την κυρίαν είσοδον της πολυκατοικίας, με την πεποίθησιν ότι ήμην υπό παρακολούθησιν.
»Από της ημέρας εκείνης και μέχρι της 9 Φεβρουαρίου, ημέρας διαφυγής μου εξ Αθηνών, ούτε η οικογένειά μου ηνωχλήθη υπό των Ιταλών, ούτε ο κ. Κούρτελης. Εκ του διαμερίσματος του κ. Κούρτελη, εις ο ανήλθον την 13.30 ώραν περίπου, αντελήφθην ότι εντός της πολυκατοικίας Πατησίων 86 διεξήγετο συμπλοκή».
Ο Δημήτρης Γυφτόπουλος, που είχε έρθει με τον Τσιγάντε από τη Μέση Ανατολή και ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του, προσπαθεί να συνθέσει τα γεγονότα, από την ώρα που ο Μαλασπίνας κατορθώνει να διαφύγει από τη μοιραία πολυκατοικία:
«Ο Ιταλός ενώ επέτρεψε την αναχώρηση του Μαλασπίνα, απηγόρευσε την έξοδο του Μήκη, ο οποίος ισχυρίσθη ότι πήγε στην πολυκατοικία για να συναντήσει το θυρωρό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της αναχωρήσεως του Μαλασπίνα εξέρχεται της γκαρσονιέρας του Κυριακίδη ο Τσιγάντες, ο οποίος με ψυχραιμία ρώτησε τους Ιταλούς τι συμβαίνει, στην ιταλική γλώσσα. Ο Ιταλός του ζήτησε την ταυτότητά του, την οποία ο Τσιγάντες προσφέρει λέγοντάς του «Αστυνόμος Γεν. Ασφαλείας, Αντωνιάδης» (Η πλαστή ταυτότητα είχε εκδοθεί με εντολή του Αστυνομικού Διευθυντού Άγγελου Έβερτ). Ο Ιταλός βλέπει ότι πρόκειται περί αξιωματικού της αστυνομίας και του επιστρέφει αμέσως το δελτίο ταυτότητος λέγοντάς του: “Κάπου έχουμε συναντηθεί”. Μετά από την απάντηση του Ιταλού, ο Τσιγάντες τον ερωτά: “Μπορώ να σας βοηθήσω; Με χρειάζεσθε;” Ο επικεφαλής των καραμπινιέρων τονε ευχαρίστησε, του ζήτησε συγγνώμη και του υπέδειξε να φύγει.
»Όμως, αν το θάρρος και κυρίως η πλαστή ταυτότητα του έδωσαν άδεια εξόδου από τον κλοιό των καραμπινιέρων, η δύναμη της συνήθειας και το κάψιμο των χαρτιών πρόδωσαν την ταυτότητά του και αποκάλυψαν την αντρειωσύνη του. Από την παιδική του ηλικία ο Γιάννης Τσιγάντες φεύγοντας από το σπίτι του άφηνε πάντοτε την πόρτα ανοιχτή. Η κακή αυτή συνήθεια που δεν μπόρεσε να αποβάλει, στάθηκε ρυθμιστής του ριζικού του. Μετά το Ο.Κ. από τον επικεφαλής αξιωματικό των καραμπινιέρων, ενώ κατευθύνεται προς την έξοδο της πολυκατοικίας, ακούει την φωνή του Ιταλού που κρατάει το Μήκη ως ύποπτο “Σινιόρε, σινιόρε, λα πόρτα”. Γυρίζει να κλείσει την πόρτα, από την οποία έβγαινε καπνός, που αντιλαμβάνονται οι Ιταλοί και σπεύδουν προς το διαμέρισμα μαζί με τον Τσιγάντε. Ο Τσιγάντες αιφνιδιάζει τους Ιταλούς. Τράβηξε το περίστροφό του και πυροβόλησε στο ψαχνό. Κάποιος του έπιασε το χέρι. Τον βγάζουν στο διάδρομο και τον καρφώνουν στον τοίχο με το οπλισμένο χέρι ψηλά.
»Ο Ζακυνθινός βλέπει τον Τσιγάντε να προσπαθεί να ελευθερώσει το χέρι του, μα δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Δεν οπλοφορούσε με εντολή του Τσιγάντε, γιατί πολλές φορές την ημέρα πήγαινε στο διαμέρισμα, που ο Αρχηγός είχε επαφές με συνεργάτες του. Ήταν δυνατός στο σημάδι και καλό παλικάρι ο Μήκης. Τα δυο πιστόλια ίσως εξουδετέρωναν τους Ιταλούς με έναν αιφνιδιασμό. Κάποιος καραμπινιέρος βλέποντας τον Τσιγάντε ν’ αγωνίζεται να ελευθερώσει το χέρι του, τον πυροβολεί δύο φορές στην κοιλιακή χώρα. Ελευθερώνει για μια στιγμή το χέρι του και αδειάζει το περίστροφό του κατά των Ιταλών, ενώ δέχεται στο κεφάλι μια σφαίρα. Πέντε περίπου λεπτά κράτησε η μάχη που έδωσε ο αρχηγός του “Μίδα” με τους Ιταλούς και στις 13.30’ έξω από το καταφύγιό του έπεσε νεκρός.
»Ο φρουρός του Μήκη τραυματίζεται και ο Ζακυνθινός τρέχει να βοηθήσει κάποιον τραυματία, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί ότι ο συνάδελφός του τον κρατούσε ως ύποπτο. Δένει με το μαντήλι του το τραύμα που είχε στο χέρι ο καραμπινιέρος και τον μεταφέρει μ’ ένα αυτοκίνητο στο σταθμό Α’ Βοηθειών. Οι γιατροί ασχολούνται με την επίδεση του τραύματος και ο Μήκης εξέρχεται του χειρουργείου και κατευθύνεται προς την έξοδο. Ο απεσπασμένος αστυνομικός στο Α’ Βοηθειών του απαγορεύει την έξοδο και τον οδηγεί στα γραφεία για να κρατήσουν τα στοιχεία της ταυτότητός του και να σημειώσουν τις συνθήκες τραυματισμού του Ιταλού. Εκείνη τη στιγμή μεταφέρεται ο φρουρός του Ζακυνθινού με σοβαρότερο τραύμα. Ο Ιταλός στραβοκοιτάζει το Μήκη και του λέει “Κι εσύ εδώ”, και έδωσε εντολή να μη φύγει. Ο Μήκης βλέπει στο διάδρομο τον τραυματία που μετέφερε και σπεύδει να του αναγγείλει την άφιξη του άλλου τραυματία. Και ενώ τον συνοδεύει μέχρι την πόρτα του χειρουργικού θαλάμου, παρατηρεί να διακομίζονται νέοι τραυματίες και το πτώμα του Τσιγάντε. Επικρατεί σύγχυση για λίγα λεπτά και του δίνεται η ευκαιρία να διαφύγει στο ισόγειο. Βγαίνει στην Καποδιστρίου και πηγαίνει στην πλατεία Κάνιγγος στο γραφείο του συνεργάτου μας Θ. Καπάτου. Το σούρουπο ο Άγγελος Βανδώρος τον συνόδευσε μέχρι το σπίτι του αστυνόμου Παρίση. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα και έφυγε για το σπίτι του Ε. Μανδρούλια, στη Ζωοδόχο Πηγή, όπου και φιλοξενήθηκε. Τον Μανδρούλια είχε μυήσει στην οργάνωση ο Λ. Παρίσης. Για λίγες μέρες φιλοξενήθηκε και στο σπίτι της αδελφής της Κυβέλης, Ειρήνης Ποτήρη.
»Ο Τσιγάντες παράλληλα με την καταστροφή των ενοχοποιητικών στοιχείων, τηλεφώνησε στο γραφείο της οργανώσεως (Γιάφκα) Κάνιγγος 8. Το ακουστικό σήκωσε ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος άκουσε τον Τσιγάντε να του λέει «να κλείσεις το μαγαζί και να φύγεις». Ο Τζαβέλλας μαζί με τον Κ. Μπούρα, πρώην αστυνομικό, ήταν υπεύθυνοι στο Γραφείο. Ο Γιώργος εγκατέλειψε αμέσως τη Γιάφκα και τηλεφώνησε σε πολλούς συνεργάτες μας να πάρουν μέτρα ασφαλείας, γιατί κάτι συμβαίνει. Ο Νιάρχος, αξιωματικός της Αεροπορίας, και Ε. Καπετανίδης, αστυνομικός, τη στιγμή που πήγαιναν να εισέλθουν στην πολυκατοικία, βλέπουν το Μήκη στο πεζοδρόμιο με έναν τραυματία. Αντιλαμβάνονται ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει και ειδοποιούν τον Παρίση και πολλά μέλη της οργανώσεως πως ο αρχηγός είναι άρρωστος.
»Οι Έβερτ και Τσαγκλής ειδοποιήθηκαν αμέσως από τον Παρίση. Έτσι ο Τσαγκλής, ο οποίος κλήθηκε από τους Ιταλούς να μεταβεί στο Α’  Βοηθειών, ήταν όχι μόνο ενήμερος των γεγονότων, αλλά είχε πάρει εντολές από τον Έβερτ για τη στάση που θα τηρούσε. Μόλις αντίκρυσε τον Τσιγάντε, τον οποίο είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του, δήλωσε πως ο νεκρός δεν ήταν αξιωματικός της αστυνομίας. Όσο για την ταυτότητα που του έδειξαν, είπε ότι πρέπει να είναι πλαστή. Ακολούθησε η άφιξη του Έβερτ, ο οποίος είπε στους Ιταλούς, ότι πρέπει να είναι ένας από τους αδελφούς Τσιγάντε, οι οποίοι είχαν αναμιχθεί στο κίνημα του 1935. Η κατηγορηματική δήλωση του Έβερτ, βοήθησε τις ιταλικές αρχές να εξακριβώσουν την ταυτότητα του νεκρού. Στην έκθεσή του ο Παρίσης γράφει, ότι την επομένη πήγε στο γραφείο του Έβερτ ο λοχαγός Αγέλο με έναν “ψηλό αδύνατο 45άρη περίπου και άνω και αφού έκανε τον έλεγχο στη σφραγίδα της ταυτότητας, εξαπατηθείς από τον Αστυνομικό Διευθυντή που κατόρθωσε να τοποθετήσει την ανάγλυφη σφραγίδα ταυτοτήτων σε φύλλο στυποχάρτου, όπου αυτή εφάνηκε πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που έφερε η ταυτότητα, είπε πως ο ψηλός συνοδός του είναι Έλληνας αξιωματικός συμμαθητής και γνωστός του Τσιγάντε και ότι τον ανεγνώρισε στο πτώμα, που είδε στο Σταθμό Α’ Βοηθειών. Και τέλος έπρεπε η αστυνομία να το παραλάβει προς ταφήν”. Η ταφή έγινε μερίμνη της αστυνομίας στο Α’ Νεκροταφείο, η οποία ειδοποίησε τα μέλη της αποστολής και τους στενούς του συνεργάτες να μη παραβρεθούν.
»Στα χέρια των ιταλικών αρχών περιήλθαν σχισμένα και μισοκαέντα έγγραφα και κάποιος κατάλογος με συνθηματικά ονόματα και τηλέφωνα συνεργατών του. Η μητέρα του μηχανικού Κυριακίδη, που είχε διαθέσει την γκαρσονιέρα του στην οργάνωση, κλήθηκε από τον Πιτσίτολα σε ανάκριση. Η Ουρανία Κυριακίδου περίμενε κάτι τέτοιο, γιατί είχε ειδοποιηθεί αμέσως από τον Τζαβέλλα μετά από το τηλεφώνημα του Τσιγάντε στη Γιάφκα. Είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της τον Τσιγάντε και πολλές φορές ο Μήκης περνούσε από το σπίτι της και έπαιρνε φαγητό για τον αρχηγό. Στον Ιταλό ανακριτή μίλησε με θάρρος η Κυριακίδου. Δήλωσε πως ο γιος της είχε φύγει για τη Μ. Ανατολή και υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν η μάνα να γνωρίζει τη γκαρσονιέρα του παιδιού της, ούτε μπορεί να ξέρει σε ποιους φίλους του τη διαθέτει. Οι Ιταλοί ανακριτές δεν ερεύνησαν την υπόθεση σε βάθος, αλλά την έκλεισαν χωρίς να θίξουν κανένα συνεργάτη του Τσιγάντε. Υποπτεύθηκαν ανάμιξη του Έβερτ χωρίς να έχουν συγκεκριμένα στοιχεία. Αργότερα τον αντικατέστησαν.
»Η διαφυγή του Μήκη μέσα από τα νύχια των μυστικών ιταλικών υπηρεσιών και στα δύο μπλόκα που έγιναν για τη σύλληψη του Τσιγάντε, το γεγονός ότι άφησαν τον Μαλασπίνα ελεύθερο, ενώ τους έδειξε ταυτότητα αξιωματικού, το ότι επέτρεψαν στον Τσιγάντε να φύγει, επειδή τους επέδειξε ταυτότητα αστυνομικού, και τέλος ο τρόπος της ανακρίσεως σε πολλές περιπτώσεις καθαρής κατασκοπείας - Μαρασλή, Ελευθερίου και πολλών άλλων - (δυστυχώς οι Λιάκος, Ανδρόνικος, Ρούσσος πέσανε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι γίνονταν όλο και σκληρότεροι), μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι έρευνες αυτού του είδους ήταν για τους Ιταλούς μια πολύ δυσάρεστη εργασία. Δεν θα είναι υπερβολή, αν χρησιμοποιήσει κανείς τη λέξη αγγαρεία. Πιθανόν η ψυχική τους διάθεση για συνέχιση του πολέμου να είχε υποστεί κάθετη κάμψη από τις εξελίξεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα διάφορα μέτωπα».
Γεγονός είναι ότι μετά τον φόνο του Τσιγάντε, η οργάνωσή του χάνει τη συνοχή της, ενώ μέσα σε ενάμισι μήνα θα εξουδετερωθούν «ως διά μαγείας» όλοι οι ασυρματιστές της. Στο πολιτικό σκέλος, ο Τσιγάντες είχε συγκροτήσει ένα Συντονιστικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Δμασκηνού, η πρώτη συνεδρίαση του οποίου είχε προγραμματισθεί για την επόμενη μέρα (15 Ιανουαρίου). Μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα, όχι μόνον η πρώτη συνεδρίαση, αλλά και η σύσταση του Συμβουλίου, θα ματαιωθεί.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, εκείνος που είχε με τόσο ιδεαλισμό ενστερνισθεί την ιδέα της αποστολής Τσιγάντε, θα πέσει από τα σύννεφα μόλις θα μάθει τον θάνατό του, οκτώ μέρες αργότερα.
Στο ημερολόγιό του θα γράψει (22.1.1943, σελ. 321): «...Τ’ απόγευμα έφτασε η τραγική είδηση του θανάτου του Γιάννη Τσιγάντε στην Αθήνα. Έλαβα τηλεγράφημα του Τσέλλου και μου τηλεφώνησε κι ο ταγματάρχης Boxshall. Λυπήθηκε βαθειά και αναστατώθηκε πολύ. Σήμερα μου τηλεφώνησε ο Boxshall, ότι ο Τσιγάντες σκοτώθηκε ύστερα από μια συμπλοκή στην οδό Πατησίων, αφού σκότωσε προηγουμένως τρεις Ιταλούς. Ήταν πάντα γενναίος και αποφασιστικός. Κάθε φορά που είχα τους τελευταίους μήνες την ευκαιρία να μιλήσω με τον αδελφό του, τον συνταγματάρχη, μούλεγε ο τελευταίος: “Ο Γιάννης δεν θα γυρίσει. Θα τον σκοτώσουν”. Το κακό έγινε».
Ο αδελφός του νεκρού, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, διοικητής τότε του Ιερού Λόχου, είχε πεισθεί ότι αφότου είχε σταλεί στην Ελλάδα με τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε σταλεί, δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε. Προφανώς η άποψή του αυτή δεν στηριζόταν μόνο στο ότι γνώριζε τον χαρακτήρα του και μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε, αλλά και στην εικόνα που είχε σχηματίσει για τους εχθρούς που είχε δημιουργήσει ο αδελφός του στην Ελλάδα. Πέρα από όσες προσωπικές αντιπάθειες ενδεχομένως είχε, γεγονός είναι ότι είχε προκαλέσει την εχθρότητα του ΕΑΜ, το οποίο τότε είχε μεγάλη επιρροή.
Η πρόβλεψη, ή εν πάση περιπτώσει η πεποίθηση, ότι ο αδελφός του θα σκοτωνόταν οπωσδήποτε είχε να κάνει με το θέμα αυτό. Το άλυτο αυτό μυστήριο δείχνει να απασχολεί σταθερά τον Π. Κανελλόπουλο, ακόμη και όταν είχε πάψει να είναι αντιπρόεδρος της εξόριστης κυβέρνησης. Στο ημερολόγιό του σημειώνει στις 6 Μαΐου 1943, ενώ δηλαδή έχουν περάσει πέντε μήνες από τον θάνατο:
 «...Αυτές τις μέρες με απασχολεί πολύ το μυστήριο που υπάρχει γύρω από το φόνο του Γιάννη Τσιγάντε. Ποιοι πρόδωσαν το καταφύγιό του και μπήκαν οι Ιταλοί να τον συλλάβουν; Έφτασαν τελευταία εδώ κάμποσα πρόσωπα από το άμεσο περιβάλλον που είχε δημιουργήσει στην Αθήνα. Η υπόθεση είναι φοβερά πολύπλοκη. Κρατάω στα χέρια μου μερικά νήματα. Θα κοιτάξω να τα χειρισθώ με τον καλύτερο τρόπο».
Ο Π. Κανελλόπουλος θεωρεί ότι έχει επισημάνει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να λύσουν το μυστήριο. Αισιοδοξεί ότι έχει στη διάθεσή του κάποια «νήματα», για να βγάλει άκρη.
Δύο ημέρες μετά (8.5.1943) επανέρχεται με νέα μακροσκελή εγγραφή στο ημερολόγιό του, αποκαλύπτοντας και τι προηγήθηκε της αποστολής Τσιγάντε, για την οποία αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί:
«Σ’ ένα μήνα συμπληρώνεται χρόνος αφ’ ότου αποφασίσθηκε η αποστολή του Γιάννη Τσιγάντε στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί, που με κακίζουν για την αποστολή αυτή, και γενικά όλοι την αποδίδουν σε δική μου απόφαση και πρωτοβουλία. Ωστόσο, τα πράγματα έχουν κάπως αλλιώς... Όταν, στις 5 Ιουνίου 1942 μου ζήτησαν οι Άγγλοι να επιτρέψω στον Γιάννη Τσιγάντε να πάει στην Ελλάδα, δεν ήμουν παρά μόνο στο πρώτο βήμα και δεν είχε θεσπισθεί η συνεργασία ελληνικών και αγγλικών αρχών στην επαφή με την Ελλάδα. Αν υποτεθεί, ότι έπρεπε - όπως λένε μερικοί - να μη δεχθώ να πάει ο Τσιγάντες στην Ελλάδα και τόλεγα στους Άγγλους ότι αρνούμαι, το αποτέλεσμα θάταν ότι θα ανατρέπονταν αμέσως από την αρχή οι προϋποθέσεις συνεργασίας μου με τους Άγγλους στα ζητήματα επαφής με την Ελλάδα, και όχι μόνον αυτό, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο Τσιγάντες θα πήγαινε χωρίς την έγκρισή μου, όπως είχαν σταλεί άλλοι προηγουμένως χωρίς κανενός Έλληνος την έγκριση. Ξέροντας μάλιστα τον Τσιγάντε, γενναίο με το παραπάνω, ευφυέστατο όσο δεν παίρνει, αποφασιστικό και τόσο φιλόδοξο, ώστε να μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό που του ανέθεσαν και προϋπέθετε μια σχεδόν ανώμαλη φιλοδοξία, ξέροντας τον τέτοιο χαρακτήρα του Γιάννη Τσιγάντε, το μόνο που ήμουν υποχρεωμένος να εξετάσω δεν ήταν, αν θα έπρεπε να σταλεί αυτός, αλλά αν ήταν πραγματικά ανάγκη και κατ’ αρχήν σωστό να εκτελεσθεί το σχέδιο του Βρετανικού Ναυαρχείου. Γι’ αυτό δεν αρκέσθηκα σε όσα μου είπε ο Major Quill, αλλά ζήτησα την πιο επίσημη γραπτή βεβαίωση. Έτσι έλαβα, στις 9 Ιουνίου, το ακόλουθο γράμμα του αρχηγού του στόλου της Μεσογείου, που γράφηκε στις 7 Ιουνίου: «Dear Mr. Kanellopoulos. My Staff-Officer Major Quill has told me about the interview you very kindly gave him on Friday, and I am very glad to hear that you will be able to provide the Greek personnel that we require. I can assure you that the project on witch Major Quill is working is of the highest importance to the allied war effort, and that the Royal Navy is particularly anxious that it should be executed with thoroughness and rapidity. Yours sincerely - Harwood». Έτσι έδωσα την έγκρισή μου για την αναχώρηση του Τσιγάντε, δηλαδή για την χρησιμοποίησή του από το Βρετανικό Ναυαρχείο. Έστειλα μια τηλεγραφική διαταγή, και ήρθε ο Τσιγάντες από την Παλαιστίνη, εκαμουφλάρισα την υπόθεση βγάζοντας μια διαταγή, ότι τον τοποθετώ στρατιωτικό ακόλουθο στην Τεχεράνη, ώστε να μην παρεξηγηθεί και να μη σχολιασθεί η ξαφνική εξαφάνισή του από τη Μέση Ανατολή, αλλά ενώ εγώ ετήρησα απόλυτη μυστικότητα και έλαβα όλα τα δυνατά μέτρα, πήγα μια μέρα στο διαμέρισμα του Bowman για να συνεννοηθώ με τον Τσιγάντε, και βρίσκω εκεί όχι μόνο δυο-τρεις Άγγλους αξιωματικούς και τον Μίλτο Σπυρομήλιο, αλλά και έναν φίλο του Bowman, τον Σορώτο, και πέντε-έξη Έλληνες που οι Άγγλοι είχαν διαλέξει για να τους στείλουν μαζί με τον Τσιγάντε στην Ελλάδα, και που, ενώ θάπρεπε την τελευταία μονάχα στιγμή να τον δουν μέσα στο υποβρύχιο, τον γνώρισαν από δω ως αρχηγό της αποστολής, δηλαδή κάμποσες εβδομάδες πριν φύγουν. Φεύγοντας από το Κάιρο πήγαν όλοι με τον Τσιγάντε στη Χάιφα, όπου η στάση και η διαγωγή τους ήταν τέτοια, ώστε πριν μπουν στο υποβρύχιο όλος ο κόσμος στη Μέση Ανατολή συζητούσε και σχολίαζε την αποστολή. Μετά την παραπάνω συνάντηση και συζήτηση στο σπίτι του Bowman, είδα τον Τσιγάντε και ιδιαιτέρως, και αφού θα πήγαινε που θα πήγαινε στην Ελλάδα, σκέφθηκα ότι ήταν χρήσιμο και αναγκαίο να μην εκτελέσει μόνο την αποστολή που του ανέθεσαν οι Άγγλοι, αλλά να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος με τον Τσέλλο και μ’ άλλα πρόσωπα στην Αθήνα για τον συντονισμό του αγώνα εκεί, συγκεκριμένα για την ίδρυση ενός υπερκομματικού “Κέντρου Συντονισμού”, που ύστερα από μια δική μου εισήγηση είχαν υιοθετήσει οι Άγγλοι. Και όχι μόνο το υιοθέτησαν, αλλά αποφάσισαν, σταματώντας βαθμιαία την ασυνάρτητη και αλόγιστη αποστολή και σπατάλη χρημάτων, να εφοδιάσουν το “Κέντρο Συντονισμού” με δέκα χιλιάδες χρυσές λίρες ως πρώτη δόση. Οι δέκα χιλιάδες χρυσές παραδόθηκαν στον Τσιγάντε μαζί με άλλες δυο ή (δε θυμάμαι καλά) τέσσερες χιλιάδες χρυσές που θα χρησίμευαν για την εκτέλεση του ειδικού σχεδίου του Βρετανικού Ναυαρχείου. Ο πλοίαρχος Κορτέσης, ο σμήναρχος Αλεξανδρής και ο ταγματάρχης Ιορδανίδης, που ήταν τότε οι άμεσοι συνεργάτες μου στην ελληνική μυστική υπηρεσία, ξέρουν τις οδηγίες έδωσα στον Τσιγάντε για τη διαχείριση των χρημάτων, δηλαδή γενικότερα σε ποια πρόσωπα στην Αθήνα τον παράπεμψα για τη συγκρότηση του “Κέντρου Συντονισμού” και των διαφόρων τμημάτων του, και πόσο υπερκομματικές, αντικειμενικές, ξένες προς το συμφέρον του κόμματός μου ή οποιασδήποτε μερίδας ήταν οι διαταγές και οδηγίες που έδωσα. Επειδή στην αποβίβαση και στην επαφή με ορισμένα πρόσωπα στην Ελλάδα μπορούσε να χρειασθεί για τη ζωή και ασφάλεια του Τσιγάντε και των μελών της αποστολής η επίδειξη εκ μέρους του ενός είδους εισιτηρίου ή ας πούμε διαβατηρίου, γι’ αυτό παράδωσα στον Τσιγάντε - μου το ζήτησε άλλωστε επίμονα ο ίδιος - και μιαν έγγραφη βεβαίωσή μου ότι είναι απεσταλμένος του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Τι έγινε από κει και πέρα, το ξέρουν άλλοι και όχι εγώ. Ο Τσιγάντες, με μια βαθύτατη συγκίνηση, μου είπε και μου έδωσε το λόγο του ότι θα εκτελέσει όσα του αναθέσαμε οι Άγγλοι και εγώ. Έφυγε από δω με διάθεση θρησκευτικού πάθους. Όταν μ’ αποχαιρέτησε, με κοίταξε πολλή ώρα στα μάτια κι ενώ μου έσφιγγε το χέρι είδα τα δικά του μάτια να θολώνουν. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: “Σας παρακαλώ, κύριε Αντιπρόεδρε, σταματήστε την αδικία που γίνεται στον αδελφό μου. Όλοι μονιμοποιούνται, κι αυτός δε θέλει, αλλά μην τον ακούτε. Όλοι χρησιμοποιούνται, κι αυτός, που είναι ο καλύτερος απ’ όλους, παραπεταμένος από την πατρίδα του, πολεμάει με τους Γάλλους”... Είπα, ότι οι τελευταίες λέξεις του Γιάννη Τσιγάντε αφορούσαν τον αδελφό του. Όχι, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Αφού μου μίλησε για τον αδελφό του, πρόσθεσε: “Ή θα πραγματοποιήσω το σκοπό της αποστολής ή θα σκοτωθώ”. Μ’ αυτή την απόφαση έφυγε ο Τσιγάντες, αλλά και με την απόφαση να συνεννοηθεί στην Αθήνα με όλους όσους του υπέδειξα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα και μετά την έναρξη λειτουργίας των ασυρμάτων, που πήρε μαζί του, παίρνω ένα ραδιοτηλεγράφημα, όπου μου έλεγε ότι η συνεννόηση με τον Τσέλλο ήταν δύσκολη. Ετηλεγράφησα εξορκίζοντας αυτόν και τον Τσέλλο να βρουν οπωσδήποτε βάση συνεργασίας. Δυστυχώς βάση συνεργασίας δε βρέθηκε μεταξύ Τσέλλου και Τσιγάντε, ούτε μεταξύ Τσιγάντε και πολλών άλλων που του υπέδειξα ή και άλλων προσώπων που αυτός ο ίδιος με δική του πρωτοβουλία αναζήτησε. Ο Τσέλλος είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένος, γιατί τη συνεργασία με τον Τσιγάντε την απέκλεισαν οι συνταγματάρχες που είχαν ήδη καταρτίσει την επιτροπή του αγώνα πριν πάει η εντολή μου για το “Κέντρο Συντονισμού”. Δεν έπρεπε τάχα οι συνταγματάρχες να υπακούσουν στην έγγραφη διαταγή μου, που είχε στα χέρια του ο Τσιγάντες; Δεν έπρεπε από την άλλη μεριά κι ο Τσιγάντες να αποφύγει κάθε θόρυβο και κάθε επίδειξη στην Αθήνα και να μην κάμει τους σοβαρούς αυτούς αξιωματικούς να φοβηθούν, ότι αν έρχονταν σ’ επαφή μαζί του θα πήγαιναν τζάμπα στη φυλακή ή σε στρατόπεδο προτού επιχειρήσουν οτιδήποτε; Μερικοί από τους νέους, που αλόγιστα και επιπόλαια έδωσαν οι Άγγλοι συνοδούς στον Τσιγάντε, άρχισαν - όπως τουλάχιστον μαθαίνω - μ’ έναν τέτοιο τρόπο να επιδεικνύουν τις χρυσές λίρες τους, που κατάντησε νάναι κανείς εκτεθειμένος, μπαίνοντας σ’ επαφή με τον Τσιγάντε, όχι μόνο να καταδιωχθεί από τους Γερμανοϊταλούς, αλλά να υποστεί και την κατακραυγή της κοινής γνώμης. Χίλια δυο περιστατικά συμβάλανε στο να γίνει η αποστολή Τσιγάντε στην Αθήνα πηγή τραγικών ανωμαλιών, που είχαν τον αντίκτυπό τους κι εδώ στη Μέση Ανατολή. Ο Τσιγάντες πείσμωσε στην Αθήνα, οι Άγγλοι, που τον έστειλαν υποστηρίζοντάς τον με πείσμα, ένιωσαν αντίθεση με όσους στην Αθήνα δεν ήθελαν να ρθουν σ’ επαφή μαζί του, ο Τσέλλος (χωρίς ατομικά να φταίει σε τίποτα) έπεσε στη δυσμένεια των Άγγλων, εγώ του κάκου προσπάθησα να βολέψω τα πράγματα, και το αποτέλεσμα ήταν μια βαθύτατη ασυναρτησία, που όμως κατάφερε ο Τσιγάντες, όσο κι αν είχε φταίξει κι ο ίδιος στη δημιουργία της, να της δώσει ένα τέρμα ηρωικό. Η μνήμη του είναι και θα μείνει η μνήμη ενός ήρωα. Ποιος όμως τον πρόδωσε; Ελπίζω να μπορέσουμε μια μέρα να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ώς τα σήμερα ξέρω τούτο: ότι μόνον άνθρωποι που ο ίδιος είχε διαλέξει ή που διάλεξαν οι Άγγλοι και τούδωσαν από δω ήξεραν το μυστικό καταφύγιο όπου τον βρήκαν. Επίσης ξέρω κάτι ακόμα: ότι μόνο τρεις ή τέσσερες άνθρωποι - κι αυτοί όλοι ανήκουν φυσικά στην κατηγορία των παραπάνω - ήξεραν ότι το μοιραίο εκείνο μεσημέρι θα πήγαινε ο Τσιγάντες στο καταφύγιο, όπου τον βρήκαν οι Ιταλοί. Μ’ άλλα λόγια: δεν είναι δύσκολο ν’ ανακαλυφθεί η αλήθεια».
Η εγγραφή στο ημερολόγιο είναι αρκετά αποκαλυπτική γύρω από τις συνθήκες της αποστολής του, τις αρετές και τα μειονεκτήματα του Τσιγάντε. Στις τελευταίες φράσεις του, ο Κανελλόπουλος αισιοδοξεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί ο καταδότης, αφού «μόνο τρεις ή τέσσερες άνθρωποι» ήξεραν πού θα βρισκόταν εκείνο το μεσημέρι ο Τσιγάντες. Η επισήμανση ότι επρόκειτο περί ατόμων που τα είχε διαλέξει ο ίδιος ή οι Άγγλοι, δεν είναι χωρίς σημασία. Έχει υποστηριχθεί ότι ακόμη και η Ιντέλιτζενς Σέρβις ήταν δυνατόν να τον είχε καταδώσει στους Ιταλούς, για «να τελειώνει μαζί του», επειδή είχε προκαλέσει πολλά προβλήματα με τις αυθαιρεσίες και τους τυχοδιωκτισμούς του.
Θα είναι λάθος, όμως, να νομίσει κανείς ότι η εκδοχή αυτή ανατρέπει την άλλη, ότι δηλ. είχε προγραφεί από το ΕΑΜ και ότι εκείνο ήταν που τον πρόδωσε. Κάλλιστα και οι δύο αυτές εκδοχές θα μπορούσαν να είναι ενοποιημένες. Υπήρχαν πράκτορες των Άγγλων που ταυτόχρονα ανήκαν στο ΕΑΜ...
Στο ημερολόγιό του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έχει μία επιπλέον, όχι όμως και την τελευταία, εγγραφή για το θέμα της δολοφονίας Τσιγάντε, ακριβώς την επόμενη ημέρα, στις 9 Μαΐου 1943. Εδώ πλέον είναι πολύ αποκαλυπτικός και περισσότερο συγκεκριμένος, αν και δεν αναφέρει το όνομα του υπόπτου:
«...Ας ξαναγυρίσω στην υπόθεση του Γιάννη Τσιγάντε. Όπως είπαμε, η απόφαση για την αποστολή του στην Ελλάδα ήταν αγγλική, κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω, ούτε έπρεπε. Γιατί τάχα η τόση αντίδραση στην Αθήνα εναντίον του; Πρέπει η αντίδραση ν’ αποδοθεί μόνο και μόνο στο θόρυβο που έκανε φτάνοντας εκεί, στο σούσουρο που έγινε γύρω από τις οκάδες λίρες που πήρε μαζί του, στις αναμφίβολα πολλές επιπολαιότητες που έκανε ο ίδιος και το άμεσο περιβάλλον του; Όλα αυτά δικαιολογούσαν χωρίς άλλο δισταγμούς επαφής και συνεργασίας μαζί του, δεν αρκούν όμως, μου φαίνεται, για να δικαιολογήσουν και την απόλυτη επίμονη άρνηση που πρόβαλαν πολλοί. Ο Τσιγάντες, αν δεν βρισκόταν μπροστά στη σχεδόν γενική αντίδραση στρατηγών και ανωτέρων αξιωματικών, θάμπαινε ίσως, κάτω από την επίδραση ιεραρχικώς ανωτέρων του, σε πειθαρχία και τάξη, δε θ’ αναλάβαινε ίσως μόνος του τις συνεννοήσεις με πολιτικά πρόσωπα, που τις έκανε όμως (όπως μου λένε) μέσα στο πνεύμα των οδηγιών μου, αλλά που δεν έπρεπε μόνος του να τις διεξαγάγει, γιατί δεν ήταν αυτό δουλειά δική του, θα είχε περισσότερο καιρό και ψυχική ηρεμία για ν’ αφιερωθεί στο κύριο έργο του, δηλαδή στη σπουδαία επικίνδυνη αποστολή, που του είχαν οι Άγγλοι αναθέσει, και... ποιος ξέρει, ίσως και το έργο αυτό θα το εκτελούσε, και ο ίδιος δε θα σκοτωνόταν. Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο άρχισα να μαθαίνω όσα γίνονταν στην Αθήνα, έκαμα ό,τι περισσότερο μπορούσα για να πείσω τους Άγγλους - στην Αγγλοελληνική επιτροπή - να του τηλεγραφήσουν διαβιβάζοντάς του εκ μέρους των και εκ μέρους μου την εντολή να περιορισθεί στην ειδική αποστολή του, δηλαδή να παρατήσει - αφού βρήκε αντίδραση γύρω του, δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη - κάθε άλλη πολιτική συνεννόηση ή ενέργεια για την ίδρυση οργανώσεων. Ποτέ δεν του είχα δώσει εντολή να τα κάνει αυτά μόνος του. Αυτά όλα, που ήταν συνυφασμένα με τη δευτερεύουσα αποστολή του, έπρεπε να τ’ αναθέσει στην Αθήνα σ’ άλλους, που του είχα υποδείξει, και αφού αυτοί οι άλλοι δεν ήθελαν να έρθουν σ’ επαφή μαζί του έπρεπε να μην πάρει πρωτοβουλίες μόνος του, αλλά να ζητήσει νέες οδηγίες από μένα. Δεν ξέρω τι έκαναν οι Άγγλοι, αν δηλαδή έστειλαν τα τηλεγραφήματα που ζητούσα. Ενώ τους ασυρμάτους στην Ελλάδα τους χειρίζονται Έλληνες, τους ασυρμάτους εδώ τους χειρίζονται Άγγλοι. Αν έμενα στην Κυβέρνηση, θ’ άλλαζε κι αυτό λίγο-λίγο. Όταν, γυρίζοντας από το πρώτο μου ταξίδι στο Λονδίνο, άκουσα όχι μόνο από τα χείλη του Τσέλλου, αλλά και από τα χείλη του στρατηγού Ζυγούρη, και άλλων αξιωματικών, το κακό που γινόταν στην Αθήνα, τα μπλεξίματα του Γιάννη Τσιγάντε, προσπάθησα να πείσω τους αρμόδιους Άγγλους να μετακαλέσουμε τον Τσιγάντε για να τον σώσουμε κι αυτόν από το μοιραίο δρόμο που είχε πάρει, και για να κάνουμε και την Αθήνα ν’ ανασάνει από το βάρος που είχε ρίξει εκεί στα στήθη όλων των αξιωματικών η παρουσία του Τσιγάντε. Στις 16 Νοεμβρίου το βράδυ, στο σπίτι του Λόρδου Glenconner, είχα πείσει τον Λόρδο και αρκετά κάμψει τον συνταγματάρχη Keeble και τον συνταγματάρχη Tamplin. Στις 18 Νοεμβρίου είχαμε κανονική συνεδρίαση πάνω στο θέμα. O Glenconner είχε αλλάξει. Υπεύθυνος για την αλλαγή αυτή προπάντων ο συνταγματάρχης Tamplin. Όταν μ’ έθεσαν μπροστά στο δίλημμα, λέγοντάς μου ότι όλα είναι έτοιμα για την εκτέλεση της ειδικής μεγάλης αποστολής που είχε αναλάβει ο Τσιγάντες και ότι αν μετακληθεί θα είμαι υπεύθυνος για την μη πραγματοποίηση ενός σχεδίου, που θα διευκολύνει πολύ τον συμμαχικό αγώνα, όταν μου είπαν, ότι ακριβώς εκείνες τις μέρες είχαν στείλει στην Ελλάδα το συμπληρωματικό υλικό που είχε φτάσει επίτηδες με δυο Liberators από την Αγγλία, όταν είδα ότι η επιμονή μου δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, αναγκάσθηκα να σιωπήσω και ν’ αφήσω την υπόθεση να τραβήξει τον μοιραίο της δρόμο. Εγώ ήμουν βέβαιος - και τους το είπα - ότι με τα πρόσωπα που τούδωσαν του Τσιγάντε οι Άγγλοι, και με την αποχή των βοηθών που του είχα υποδείξει εγώ στην Αθήνα, και η ειδική μεγάλη αποστολή που του είχε ανατεθεί από το Ναυαρχείο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, και ο ίδιος, μένοντας στην Αθήνα, εκτός από τις γενικότερες ανωμαλίες που θα εξακολουθούσε προκαλώντας με την παρουσία του, θα εκινδύνευε να χαθεί χωρίς λόγο. Οι Άγγλοι ανένδοτοι. Και δυστυχώς βγήκε αληθινός ο λόγος μου. Πέρασαν δυο μήνες από τότε ώς τη μοιραία ημέρα, και το όνειρο του Tamplin δεν επραγματοποιήθηκε. Επραγματοποιήθηκε μονάχα εκείνο που φοβόμουνα και το φοβόταν - όπως μούλεγε κάθε φορά που τον συναντούσα - ο συνταγματάρχης Λάκης Τσιγάντες. “Κάνετε ό,τι μπορείτε για να γυρίσει ο αδελφός μου, γιατί θα πάει άδικα χαμένος”. Έτσι μου είπε κάμποσες φορές ο Λάκης Τσιγάντες. Κατάφερε βέβαια την τελευταία στιγμή ο ίδιος - ο Μπάρμπα-Γιάννης, όπως άκουσα πρώτη φορά από το στόμα της Σοφίας Βέμπο, και όπως τον ονόμαζαν οι συνεργάτες του στην Αθήνα - να πεθάνει μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ο χαμός του δεν μπορεί να ονομασθεί άδικος. Έγινε θρύλος, κι όποιος γίνεται θρύλος δεν πηγαίνει άδικα χαμένος. Ωστόσο, ολόκληρη αυτή η ιστορία είναι βαθύτατα οδυνηρή. Το πρώτο ραδιοτηλεγράφημα για το φόνο του Τσιγάντε που σημειώθηκε στις 14 Ιανουαρίου, στάλθηκε από τον Φώτη Μανωλόπουλο - έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό που είχε πάει μαζί του - και μου τόδειξαν οι Άγγλοι στο Λονδίνο. Στο τηλεγράφημα αυτό, πλάι σ’ άλλες φράσεις, υπάρχουν και οι εξής: “Tzigandes was killed. Certain person who wished to become leader of the mission wished to exploit the situation but my action prevented this. All members of the mission now gathered under my leadership... we have severed all contact with non-members of the mission with the exception of the ... (εδώ υπάρχει ένα όνομα που πρέπει προσωρινά να μη μπει πάνω σε χαρτί) and of those responsible for money. Have instructed the latter to submit a statement of their expenses to date and deliver to me within 48 hours the balance held by them...”. Έμαθα στο μεταξύ ότι τις χρυσές λίρες (δηλαδή τις υπολειπόμενες) τις φύλαγε ένας αξιωματικός της αστυνομίας και τις μετέφερε από ένα σπίτι σ’ άλλο, την επομένη του φόνου του Τσιγάντε, ένας άλλος νέος του περιβάλλοντός του, ο λεγόμενος Μήκης. Όταν γύρισα από το Λονδίνο, έμπλεξα με το κίνημα του στρατού, πήγα στη Βηρυτό, παραιτήθηκα, και από τότε οι Άγγλοι δε μου λεν πια τίποτα πάνω σ’ αυτό το θέμα, γιατί δεν είμαι πια αρμόδιος. Αλλά κι αν ήμουν, ζήτημα είναι αν θα μούλεγαν. Προσπαθούν να ξεμπλέξουν την υπόθεση μόνοι τους, και δεν κάνουν άσχημα. Ξέρουν, ότι ευθύνονται, γιατί - χωρίς νάναι η πρόθεσή τους κακή - νόμιζαν ότι είχαν το δικαίωμα και την ικανότητα ν’ ανακατεύονται, παίρνοντας πρωτοβουλίες μόνοι τους, σε πράγματα που έπρεπε να τα εξαρτήσουν από την γνώμη υπευθύνων Ελλήνων...».
Και, ύστερα από όλα αυτά, ενάμισι μήνα αργότερα έρχεται η ώρα να «ανατριχιάσει» ο Κανελλόπουλος. Γράφει στις 26 Ιουνίου: «...Ήρθε από την Ελλάδα ο Φώτης Μανωλόπουλος, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, που είχε πάει πέρυσι εκεί με τον Γιάννη Τσιγάντε. Μόλις έφτασε, ζήτησε αμέσως να με ιδεί. Είναι άλλωστε και συμπολίτης μου, Πατρινός, και νιώθει κάποια σχέση μαζί μου. Γενικά, ο Μανωλόπουλος είναι από εκείνους που έδειξαν, όπως πιστεύουν οι Άγγλοι, την πιο καλή διαγωγή. Τον είδα δυο φορές, από τρεις ώρες την κάθε φορά. Εθεώρησε χρέος του - επειδή (έστω και κατά τύπους) τον έστειλα εγώ - να μου κάμει μια λεπτομερή αναφορά για όλα. Έμαθα πράγματα απίστευτα. Ανατρίχιασα. Μ’ έπιασε μια θλίψη βαθύτατη. Όσα μου είπε, δεν τα είπε σε κανέναν, ούτε στους Άγγλους».
Ο Κανελλόπουλος πλέον είχε πληροφορηθεί πρόσθετα στοιχεία για την υπόθεση Τσιγάντε, που τον εξέπληξαν και προφανώς τον έκαναν να ντραπεί. Πρόκειται για πληροφορίες και λεπτομέρειες που ανάγονται στους τελευταίους αθηναϊκούς μήνες της ζωής του Τσιγάντε, αλλά και στα όσα ακολούθησαν μετά τον θάνατο στους κόλπους της αποστολής, η οποία στη συνέχεια υπέστη διασπάσεις και σκληρές δοκιμασίες.
Τα εσωτερικά της οργάνωσης «Μίδας» είναι πολύ περίπλοκα και θα πρέπει κάποτε να ανακεφαλαιωθούν. Ο Στέφανος Δούκας, συνεργάτης του Τσιγάντε, δεν θα φεισθεί (σε ένορκη μάλιστα κατάθεσή του μεταπολεμικά) χαρακτηρισμών για τον αρχηγό της αποστολής. Θα μιλήσει περί «παταγώδους αποτυχίας» και θα εστιάσει τα φαρμακερά βέλη του στο πράγματι σημαντικό ζήτημα της διασπάθισης του χρυσού που είχε ο «Μίδας»:
«...Εκείνο όμως όπερ δέον να εξετασθή μετά σχολαστικότητος είναι η διάθεσις του τεραστίου ποσού των 12.000 χρυσών λιρών. Υπάρχουν πλείσται διαδόσεις διά πολλούς και διαφόρους. Δεν έχω δι’ ουδένα τι το συγκεκριμένον. Τους μόνους ους δύναμαι μετά τινος βεβαιότητος να κατηγορήσω είναι το άμεσον περιβάλλον του Ταγματάρχου Τσιγάντε, όπερ ζώντος έτι του Τσιγάντε εσπατάλει ποσά εις διασκεδάσεις και εξωτερικάς εμφανίσεις  και όπερ ενεφανίζετο ζών κατά τρόπον όχι απλώς πολυτελή και σπάταλον αλλά εν γένει σκανδαλώδη. Και αυτός ούτος ο Τσιγάντε διήγε παραπλησίαν ζωήν...».
Τελικά, όμως, ποιο ήταν το πρόσωπο που έκανε την κατάδοση; Το αδιαμφισβήτητο στοιχείο ήταν ότι επρόκειτο για γυναίκα. Αλλά μια ανώνυμη γυναικεία φωνή δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε για παραπλάνηση από εκείνους που ήθελαν νεκρό τον Τσιγάντε, είτε ήταν η Ιντέλιτζενς Σέρβις, είτε το ΕΑΜ, είτε κάποια άλλη πολιτική ομάδα. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πικραμένες ερωμένες του δραστήριου Τσιγάντε και μία απ’ αυτές θα είχε ένα καλό κίνητρο «ψυχικού βρασμού» για την αποτρόπαια κατάδοση.
Πάντως, έχει καταγραφεί μια γυναικεία παρουσία στη γκαρσονιέρα της Πατησίων αρ. 86, ελάχιστη μόλις ώρα πριν από την προδοσία. Ο αστυνόμος Λ. Παρίσης αναφέρεται στην παρουσία της «κυρίας Ψαρρού», η οποία συζητούσε με τον Τσιγάντε στις 10.30 π.μ. Προσθέτει χαρακτηριστικά ότι του πρόσφεραν ...βερμούτ και ότι άφησε την «κυρία Ψαρρού» εκεί ένα τέταρτο αργότερα όταν έφυγε. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, στο τασάκι βρέθηκαν τρία αποτσίγαρα «με κοκκινάδι», χωρίς να βεβαιώνεται ότι επρόκειτο για τσιγάρα που είχε καπνίσει η ίδια ή ίσως μια άλλη γυναίκα.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα τι να ήθελε η κυρία Ψαρρού εκεί, στην υποτιθέμενη γιάφκα. Σημειωτέον ότι η κυρία Ψαρρού δεν ήταν άλλη από τη σύζυγο του συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, στρατιωτικού αρχηγού της ΕΚΚΑ, που το Πάσχα του 1944 θα βρει οικτρό θάνατο ύστερα από τη διάλυση του 5/42 Συντάγματός του. Η κυρία Ψαρρού ταυτόχρονα όμως ήταν αδελφή της κυρίας Τσιγάντε και δεν αποκλείεται η συζήτηση με τον γαμπρό της να αναφερόταν σε κρίσιμα οικογενειακά θέματα του ζεύγους και να μετέφερε τις απόψεις της τελευταίας αναφορικά με τον μόνιμο δεσμό του ταγματάρχη Τσιγάντε με την Ελβετίδα Μαλού ή άλλες εξωσυζυγικές σχέσεις... Και μια τελευταία λεπτομέρεια, που την επισημαίνει ο Σπυρ. Κώτσης, μέλος της αποστολής Τσιγάντε: Κανείς οικείος ή συγγενής δεν ενδιαφέρθηκε να παραλάβει τη σορό του νεκρού αξιωματικού, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να την παραδώσουν στην Αστυνομία για ταφή.
Την εκδοχή της ζήλειας, που οδήγησε την άγνωστη καταδότρια στην αποτρόπαια πράξη της, υιοθετεί και η Ιωάννα Τσάτσου στο κατοχικό ημερολόγιό της («Φύλλα Κατοχής»), στο οποίο δίνει με χαρακτηριστική συντομία το πλαίσιο της εμφάνισης του Τσιγάντε στην κατοχική Αθήνα.
15 Σεπ. 1942: «Τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος πως έφθασε στην Ελλάδα ο Γιάννης Τσιγάντες, με μεγάλα σχέδια, πολλά μέσα και πολλά χρήματα. Πρώτος σκοπός του Τσιγάντε είναι ο συντονισμός της αντίστασης και η αποτελεσματική συμπαράστασή της από μέρους της ελεύθερης Κυβέρνησης. Το γεγονός είναι αξιόλογο. Νοιώθομε πως η επίσημη ελεύθερη Ελλάδα μάς στεγάζει. Δεν θα είμαστε πια σκόρπιοι αντιμαχόμενοι, ανοργάνωτοι».
15 Οκτ. 1942: «Ο λοχαγός Στέφανος Δούκας κοντά στ’ άλλα είναι και σύνδεσμος του Γιάννη Τσιγάντε. Έρχεται ταχτικά και βλέπει τον Κωστάκη. Ο Τσιγάντες θέλει να οργανώσει το Ανώτατο Εθνικό Συμβούλιο με Πρόεδρο το Δεσπότη. Είναι δύσκολο. Χρειάζονται πρόσωπα εμπιστοσύνης και γενικού κύρους. Ο Κωστάκης δίνει ονόματα και ιδέες στον Στέφανο Δούκα και ο Δούκας τα μεταφέρει στον Τσιγάντε».
23 Νοε. 1942: «Οι συνεννοήσεις του Τσιγάντε με τον Κωστάκη συνεχίζονται. Σ’ όλα τα κύρια σημεία έχουν συμφωνήσει. Τώρα ήρθε η ώρα να συναντηθούν με τον Αρχιεπίσκοπο».
8 Ιαν. 1943: «Αλλοιωμένος, κατάκοπος, ο Μακαριώτατος ήρθε χτες αργά στο σπίτι, όπου τον περίμενε ο Γιάννης Τσιγάντες. Οι εικόνες που είχε ζήσει όλη μέρα τον παρακολουθούσαν και τον βασάνιζαν. Σιγά σιγά άρχισε να μιλάει κι αυτόν ήταν μια ανακούφιση, μια διέξοδος. Έπειτα με τον Γιάννη Τσιγάντε και τον Κωστάκη έβαλαν τις βάσεις του Εθνικού Συμβουλίου».
12 Ιαν. 1943: «Ο Κωστάκης πήγε να συναντήσει τον Τσιγάντε σ’ ένα σπίτι πίσω από το Θέατρο Περοκέ. Είχαν ακόμη πολλά να συζητήσουν. Στη συζήτηση παρευρίσκονταν κι οι συνεργάτες του Τσιγάντε Κ.17 και Κ.18 (Ιωαννίδης και Λιναράς)».
14 Ιαν. 1943: «Απίστευτο σαν παραμύθι. Ο Στέφανος Δούκας αλλοιωμένος μάς έφερε την είδηση. Ο Γιάννης Τσιγάντες είναι νεκρός. Μια γυναίκα, λένε από ζήλεια, τηλεφώνησε στους ιταλούς: “Πηγαίνετε Πατησίων 86, θα συλλάβετε άγγλο”. Οι ιταλοί πολιόρκησαν την πολυκατοικία. Έγινε σωστή μάχη».
15 Ιαν. 1943: «Σήμερα έγινε η κηδεία του. Θάψαμε το παλληκάρι, θάψαμε και την ιδέα μιας πανεθνικής αντίστασης. Το βραδάκι ήρθε ο Στέφανος και μας είπε περισσότερα νέα. Οι ιταλοί μετά το τηλεφώνημα άρχισαν συστηματική έρευνα σ’ όλα τα πατώματα της πολυκατοικίας. Στην γκαρσονιέρα του Τσιγάντε ήταν δυο δικοί μας αξιωματικοί. Όταν δοκίμασαν να βγουν εμποδίστηκαν από τον ιταλό φρουρό. Τότε γύρισαν πίσω και πληροφόρησαν τον Τσιγάντε πως είναι πολιορκημένοι. Εκείνος ψύχραιμος άρχισε να καίει το αρχείο του. Ήταν μεγάλο, δεν πρόφταινε να τα κάψει όλα. Έσχιζε και έρριχνε τα χαρτιά στη φωτιά. Έρριχνε και μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας. Οι ιταλοί είδαν καπνό και μπήκαν στην γκαρσονιέρα. Ο Τσιγάντες έβγαλε το πιστόλι του, πυροβόλησε τον ιταλό και δοκίμασε να φύγει. Στην εξώπορτα όμως τον εμπόδισε ο σκοπός. Πυροβόλησε κι αυτόν και τον πλήγωσε. Μα ο λαβωμένος τού τράβηξε από πίσω και το παλληκάρι έπεσε νεκρό».
24 Ιαν. 1943: «Πάρα πολλοί αξιωματικοί και πολίτες είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση Τσιγάντε. Όλους αυτούς τους μήνες που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε ατελείωτες επαφές. Όπως συνήθιζε να κρατά σημειώσεις, κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή αν το όνομά του δεν είναι στα χέρια των Ιταλών. Όλοι κρύβονται. Ο Στέφανος Δούκας είναι σ’ επαφή μ’ ένα δίχτυο αντικατασκοπείας. Περνά ταχτικά από το σπίτι και μου λέει τα τελευταία νέα. Εγώ πάλι τα μεταδίδω στον Κωστάκη κι αυτός στον Αρχιεπίσκοπο. Οι ιταλοί έχουν σπάσει τη λεκάνη και έχουν πολλά χαρτιά στα χέρια τους».
Παρά την προσπάθεια του Τσιγάντε, λίγα λεπτά πριν από τον θάνατό του, να καταστρέψει όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, τελικά η ιταλική αντικατασκοπεία συνέλεξε πολλά στοιχεία και κατάφερε να συνθέσει έναν κατάλογο εκατό ονομάτων, τα περισσότερα των οποίων όμως ήταν κωδικοποιημένα, έτσι ώστε να μην αξιοποιηθούν από τους Ιταλούς ανακριτές. Παρά τις πολλές έρευνες και ανακρίσεις, ελάχιστες συλλήψεις έγιναν με βάση αυτό το υλικό, ενώ απόρροια του φόνου Τσιγάντε ήταν να απομακρυνθεί, πρόσκαιρα μόνον, από τη θέση του ως αστυνομικού διευθυντή ο Άγγελος Έβερτ, που είχε εμπλακεί επειδή ο Τσιγάντες εμφανιζόταν ως αξιωματικός της Αστυνομίας και κατείχε αντίστοιχη ταυτότητα.
Μετά τον πόλεμο για πολλούς μήνες διενεργήθηκαν από τις ελληνικές υπηρεσίες επίσημες έρευνες (από τον αξιωματικό της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Κοκορέτσα και τον αξιωματικό του Στρατού Π. Μπενηψάλτη) για να διαπιστωθεί ποιος ήταν ο καταδότης του Τσιγάντε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα...