Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 28 Οκτωβρίου 1940. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 28 Οκτωβρίου 1940. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ "ΟΧΙ" ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΑΤΣΙ



Ο Γκράτσι διηγείται λεπτομερώς πώς εισέπραξε το "ΟΧΙ" του Ιωάννη Μεταξά στις 3 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940...

Ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι σε παλαιότερη φωτογραφία του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά.
Ο Ιωάννης Μεταξάς με τη σύζυγό του και τη μεγαλύτερη κόρη του (Λουλού Μαντζούφα) στο σαλόνι του σπιτιού του στην Κηφισιά, όπου δέχθηκε τον Γκράτσι στις 3 π.μ. της ιστορικής 28ης Οκτωβρίου 1940.
Οι αθηναϊκές πρωινές εφημερίδες της 28ης Οκτωβρίου 1940 πρόλαβαν την τελευταία στιγμή να αναφέρουν το ιστορικό γεγονός. Θα ακολουθήσουν νεώτερες εκδόσεις με περισσότερες λεπτομέρειες και το ανάλογο κλίμα ενθουσιασμού...

Στο κείμενό του (που περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων στην έκδοση "28η Οκτωβρίου - Τι, πώς, γιατί", Εκδόσεις Ariston Books, 2017) ο τότε Ιταλός πρεσβευτής περιγράφει:

Το πρωί της 27 [Οκτωβρίου 1940] ελάμβανε χώρα στην Casa d’Italia, στην αίθουσα του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου ο εορτασμός της μοιραίας επετείου της φασιστικής επαναστάσεως. Ευτυχώς, την χρονιά εκείνη, κατόπιν ανωτέρας διαταγής, ο εορτασμός είχε περιορισθεί στο ελάχιστον, στην ανάγνωση δηλ. των ανταλλαγέντων τηλεγραφημάτων μεταξύ Μουσσολίνι και του πρίγκιπος του Πεδεμοντίου επί τη συμπληρώσει της εκστρατείας εκείνης κατά της Γαλλίας, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα ήταν να φέρει τους Γάλλους στην Αόστα και την Bordighera. Η μικρή ιταλική παροικία των Αθηνών, ήταν παρούσα σχεδόν όλη, αλλά η εντύπωση παγερότητος και δυσφορίας ήταν ακόμη πιο αισθητή το πρωί εκείνο στην μεγάλη αίθουσα του Μορφωτικού Ινστιτούτου απ’ ό,τι το προηγούμενο βράδυ στις αίθουσες της Πρεσβείας. Όταν τελείωσε η τελετή, που είχε πάρει σχεδόν τον χαρακτήρα κηδείας, γυρίσαμε στην Πρεσβεία. Αφού κάλεσα τον Στρατιωτικό και Ναυτικό Ακόλουθο τούς διάβασα την ιταλική διακοίνωση και ζήτησα την γνώμη τους. Οι δύο στρατιωτικοί συνεργάτες μου ήσαν της γνώμης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αφ’ ενός την ισχνότητα των δυνάμεών μας στην Αλβανία και αφ’ ετέρου το μυστήριο με το οποίο, κατά τις υπουργικές οδηγίες, έπρεπε να περιβάλλει την επίδοση της διακοινώσεως στον Πρωθυπουργό της Ελλάδος, οι στρατιωτικές μας αρχές, αντί ή παράλληλα με την επίθεση στα ηπειρωτικά σύνορα, θα είχαν προετοιμάσει μία αιφνιδιαστική επιχείρηση εναντίον κάποιου σημείου του ελληνικού εδάφους. Είχε μεγίστη λοιπόν σπουδαιότητα, κατά την γνώμη τους, όχι μόνο να τηρηθούν κατά γράμμα οι οδηγίες του Υπουργείου, αλλά, και να αποφευχθεί κάθε τι το οποίο θα μπορούσε να προδώσει το μυστικό καθώς και ο,τιδήποτε άλλο θα μπορούσε να γεννήσει υποψίες στους Έλληνες. Τίποτε δεν έπρεπε να αλλάξει στο πρόγραμμα που ο καθένας μας είχε καταρτίσει για την ημέρα εκείνη και το τελεσίγραφο έπρεπε να κρατηθεί μυστικό και από τα άλλα μέλη της Πρεσβείας μέχρι της τελευταίας δυνατής στιγμής, ακόμα και από τις οικογένειες εκείνων που συμμετείχαν στην μικρή πρωινή σύσκεψη. Το ζεύγος Πουτσίνι θα έφευγε με το Orient Express εκείνο το απόγευμα. Για να τους απαλλάξω από οποιαδήποτε ενόχληση θα ήθελα να μετακομίσουν από το ξενοδοχείο, όπου τους φιλοξενούσε η Ελληνική κυβέρνηση, στην Πρεσβεία ως φιλοξενούμενοί μου, προβάλλοντας ως πρόσχημα την επιθυμία τους να παρατείνουν επί μερικές ημέρες την παραμονή τους στην Ελλάδα. Σκεφθήκαμε όμως ότι και αυτό θα μπορούσε να γεννήσει υποψίες και ότι οι Πουτσίνι έπρεπε να αναχωρήσουν σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε καταρτισθεί. Πράγματι, ανεχώρησαν εκείνο το απόγευμα και εγώ πήγα στον σταθμό για να τους αποχαιρετήσω. Έτρεφα ακόμη μία μικρή ελπίδα ότι, επειδή το τραίνο θα έφθανε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης θα κατόρθωναν να διαβούν τα ελληνικά σύνορα πριν διαδοθεί η είδηση της εκρήξεως του πολέμου. Στην Θεσσαλονίκη, όμως, οι ελληνικές αρχές τούς κατέβασαν από το τραίνο και τους έκλεισαν στα κτίρια των σχολείων μας της πόλεως εκείνης μαζί με τα μέλη της ιταλικής παροικίας, υποβάλλοντάς τους σε μία ταλαιπωρία, για να πούμε την αλήθεια, άσκοπη και αδικαιολόγητη. Εκεί παρέμειναν υπό περιορισμόν μαζί με τους άλλους Ιταλούς μέχρι της ημέρας που ανεχώρησαν όλοι μαζί με το ίδιο τραίνο που μετέφερε στην πατρίδα τους το ιταλικό διπλωματικό και προξενικό προσωπικό. Την 1 Νοεμβρίου ένα σμήνος ιταλικών αεροπλάνων με επί κεφαλής τον κόμητα Τσιάνο, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την ιδέα να εισέλθει στην Ελλάδα με τις αλβανικές συμμορίες, πραγματοποίησε μία επιδρομή κατά του κέντρου της Θεσσαλονίκης, κατά την οποία τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν δύο αεροπλάνα μας, των οποίων τα συντρίμματα εσύρθησαν θριαμβευτικώς ανά τους δρόμους της πόλεως με πανηγυρισμούς του όχλου. Μία από τις ριφθείσες βόμβες κατά την επιδρομή αυτή έπεσε τόσο κοντά στο σχολείο όπου είχε συγκεντρωθεί η ιταλική παροικία που ένα βλήμα σκότωσε τον Έλληνα σκοπό που φρουρούσε την είσοδο. Ως εκ θαύματος, λοιπόν, η ιταλική παροικία δεν σκοτώθηκε από ιταλικά αεροπλάνα που είχαν επικεφαλής τους τον ίδιο τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας. Το ανακοινωθέν, φυσικά, μίλησε για επιτυχέστατο βομβαρδισμό των λιμενικών εγκαταστάσεων της Θεσσαλονίκης, τις οποίες ούτε καν είχε πλησιάσει.

Μαζί με τους Γραμματείς και τους Στρατιωτικούς Ακολούθους πήραμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εκτελέσουμε την οδυνηρή αποστολή που είχε ανατεθεί στην Πρεσβεία εις τρόπον ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αδιακρισία. Πόρρω απείχαμε από το να φαντασθούμε ότι όλη εκείνη η ρομαντική και μυθιστορηματική σκηνοθεσία δεν είχε καθόλου σκοπό να συγκαλύψει μία αιφνιδιαστική επιχείρηση. Αφού το Ιταλικό Γενικό Επιτελείο ήταν απόλυτα πεπεισμένο ότι δεν θα εσημειώνετο καμία αξιόλογη αντίσταση σε τι θα χρησίμευε η προσπάθεια να καταστρωθεί και να εκτελεσθεί μία αιφνιδιαστική επιχείρηση. Για τον στρατιωτικό περίπατο προς την Αθήνα έφθαναν και με το παραπάνω οι λίγες μεραρχίες που είχαμε στην Αλβανία, με την ενίσχυση των αλβανικών συμμοριών. Όλη η σκηνοθεσία που είχε σοφισθεί το Υπουργείο ήταν απλώς μία απομίμηση, μία παιδαριώδης επανάληψη των όσων είχε κάμει η Γερμανία κατά την εισβολή της στην Δανία και Νορβηγία. Η Ιταλία, εισβάλλοντας στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να κάμει λιγότερα από όσα είχε κάμει τότε η μεγάλη της σύμμμαχος: αυτό ήταν όλο. Επειδή ο στρατηγός Μεταξάς δεν κατοικούσε στην Αθήνα αλλά στην Κηφισιά, τόπο παραθερισμού που απέχει από την πρωτεύουσα μία δεκαπενταριά χιλιόμετρα, συνέφερε να αποφύγομε να προσελκύσομε την προσοχή κάνοντας την διαδρομή με το μεγάλο αυτοκίνητο της Πρεσβείας. Αποφασίσαμε λοιπόν να με συνοδεύσει ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, οδηγώντας ο ίδιος το ολιγότερο εντυπωσιακό αυτοκίνητό του. Ο Ναυτικός Ακόλουθος, που έμενε κοντά στο σπίτι του Πρεσβευτού της Γερμανίας, επεφορτίσθη να τον ενημερώσει αμέσως μετά την 3 πρωινή. Επεβάλλετο ο πρίγκιψ Erbach να μην πληροφορηθεί την είδηση από τις εφημερίδες, πολύ περισσότερο διότι νομίζαμε ότι την προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα θα ανελάμβανε η Γερμανία. Ανετέθη όμως στην Ουγγαρία.

Η ημέρα πέρασε σαν εφιάλτης. Το βράδυ είχαμε συγκεντρωθεί για το γεύμα στο σπίτι του Φορνάρι, όπου θα έπρεπε να βρίσκεται και ο Πρέσβυς Βιόλα, Ιταλός αντιπρόσωπος στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου του ελληνικού δημοσίου χρέους. Μετά το γεύμα οι οικογένειες των παρόντων ειδοποιήθηκαν να ετοιμάσουν τις αποσκευές τους και να μεταφερθούν μετά τα μεσάνυχτα στην Πρεσβεία. Όταν επέστρεψα στην Πρεσβεία τα μεσάνυχτα, δέχθηκα τον Πρόξενό μας στον Πειραιά, στον οποίο συνέστησα να μεταφερθεί στο γραφείο του και να φροντίσει για την προστασία της εκεί ιταλικής παροικίας, καθώς και τον Επιθεωρητή των φασιστικών οργανώσεων, ο οποίος ενετάλη να μεταφερθεί στην Casa d’Italia και να δεχθεί όσους Ιταλούς των Αθηνών ήθελαν να καταφύγουν εκεί. Είχα καλέσει για την 1 μετά τα μεσάνυχτα τον διερμηνέα της Πρεσβείας comm. De Santo, που θα με συνόδευε στο σπίτι του Μεταξά και θα συνεννοείτο με τον φρουρό.

Υπήρξαμε πάρα πολύ τυχεροί που πήραμε όλες τις προφυλάξεις και τηρήσαμε κατά γράμμα όλες τις ληφθείσες οδηγίες. Με την τροπή που πήραν αμέσως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι βέβαιον ότι οι υπεύθυνοι της καταστροφής δεν θα παρέλειπαν να επιρρίψουν την ευθύνη στην Πρεσβεία, αν υπήρχε έστω και η παραμικρή δυνατότητα να την κατηγορήσουν ότι είχε αφήσει να διαρρεύσει το μυστικό. Το 1944, όπως είδαμε, ο Μουσσολίνι κατελόγιζε στην μοιραία καθυστέρηση κατά δύο ημέρες της ενάρξεως των επιχειρήσεων, το γεγονός ότι ο πόλεμος που ο ίδιος θέλησε δεν υπήρξε κεραυνοβόλος όπως του είχε υποσχεθεί ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, λες και αν τις είχε αρχίσει την 26 Οκτωβρίου αντί της 28ης, αυτό θα μπορούσε να έχει μία οποιαδήποτε επίδραση στην εξέλιξή τους. Σκεφθήτε τι θα συνέβαινε αν η Πρεσβεία, που ήδη εθεωρείτο στην Ρώμη ως ελληνόφιλη, είχε προσφέρει την δυνατότητα να κατηγορηθεί ότι είχε προκαλέσει τις υπόνοιες των Ελλήνων. Θα ήμαστε εμείς και όχι οι δύο μοιραίες ημέρες καθυστερήσεως οι υπεύθυνοι για την αποτυχία της επιχειρήσεως εκείνης, την οποία ο κόμης Τσιάνο, το ίδιο εκείνο βράδυ, ενώ εμείς περνούσαμε στην Αθήνα εκείνες τις τραγικές και ταπεινωτικές ώρες, αποκαλούσε στον κύκλο των φίλων του «δικό μου πόλεμο».

Αναμένοντας να φθάσει η καθορισμένη στιγμή της αναχωρήσεώς μας για την Κηφισιά, τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι της 3ης πρωινής περνούσαν αργά σαν ώρες, ώρες που, αναμφίβολα, υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου. Στην σκέψη ότι το καθήκον μου μου επέβαλλε να γίνω αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας τέτοιας ατιμίας, αφού είχα προσπαθήσει μάταια να κάμω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να την αποτρέψω προσετίθετο και ένας σοβαρός φόβος. Ο Μεταξάς ήταν σχεδόν 70 ετών, ήταν καταβεβλημένος από υπερβολική εργασία και ευθύνες, ήταν παχύς και είχε ήδη λεχθεί, το καλοκαίρι, ότι είχε υποστεί ένα ελαφρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Να ξυπνήσω στην καρδιά της νύχτας έναν άνθρωπο σ’ αυτή την κατάσταση υγείας για να του εγχειρίσω ένα έγγραφο που εσήμαινε συγχρόνως την αποτυχία της όλης του πολιτικής και τον πόλεμο μεταξύ της μικρής του χώρας και μιας μεγάλης δυνάμεως (ο Στρατιωτικός Ακόλουθος έτρεφε ακόμα κάποια ελπίδα ότι ο φόβος της Ιταλίας θα έκανε την Ελλάδα να υποχωρήσει: όχι όμως εγώ) θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες. Οι οδηγίες του Υπουργείου δεν προέβλεπαν την περίπτωση να βρεθώ στις 3 το πρωί, στο σπίτι του Μεταξά με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος ψυχοραγούντα μέσα στα χέρια μου: και ομολογώ ούτε και εγώ δεν κατόρθωνα να σκεφθώ τι θα έπρεπε να κάμω αν συνέβαινε μία τέτοια τραγωδία. Ευτυχώς η μοίρα δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε τέτοιο.

Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατέλειωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες στην βαθειά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.

Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντάς με, έξω από την καγκελλόπορτα. Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρη μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα «καλά» του πράγματα μ’ έκαμε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου μου είχε αναθέσει να του κάμω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’est la guerre». Του απήντησα ότι δεν ήταν διόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ’ ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον Βασιλέα. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η Ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απήντησε: «Vous voyez bien que c’est impossible. Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ’ ότι ήμεθα αποφασισμένοι να υπερασπισθούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε». Του απήντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα ελάμβανε υπ’ όψιν του την διαβεβαίωση που περιείχετο στην διακοίνωση, κατά την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμιά πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα μου γνώριζε στην Πρεσβεία, πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: «Vous êtes les plus forts...» χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και τους Βασιλείς του και που, κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του. […]

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Αμέσως μετά την επιστροφή μας στην Πρεσβεία μας άρχισαν να καταφθάνουν οι οικογένειες του προσωπικού και, σιγά - σιγά, και άλλες ιταλικές οικογένειες. Ο χώρος του κτιρίου δεν μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη την ιταλική παροικία των Αθηνών. Διέταξα λοιπόν να καταφύγουν στην Πρεσβεία, εκτός από το προσωπικό, τα γυναικόπαιδα, οι δε άνδρες να καταφύγουν στην Casa d’Italia που διέθετε μεγάλους χώρους. Δεν έτρεφα την παραμικρή αυταπάτη, ως προς την πιθανότητα να ενδώσει η Ελλάδα αμαχητί σε αξιώσεις σαν τις δικές μας. Εξ άλλου, ακόμα και αν η Ελληνική Κυβέρνηση είχε την πρόθεση να υποκύψει, όλα είχαν ρυθμισθεί εις τρόπον ώστε αυτό να καταστεί πρακτικώς αδύνατο. Δεν εξεπλάγην λοιπόν καθόλου όταν παρήλθε η 6η πρωινή χωρίς να μου περιέλθει καμία ανακοίνωση εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Τις πρώτες πρωινές ώρες, μου έφεραν ακόμη ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα από την Ρώμη. Ήταν ένα από τα συνήθη τηλεγραφήματα με τα οποία συνήθιζαν να πληροφορούν την Πρεσβεία ότι ένα πλοίο με προορισμό την Ελλάδα είχε επιθεωρηθεί στην Μεσσήνη και του είχε επιτραπεί να συνεχίσει το ταξίδι του. Δύο ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου, όταν είχε ήδη αποφασισθεί όχι μόνον η επίθεσημ αλλά και η ώρα της επιθέσεως, εξακολουθούσαν οι δικοί μας να διευκολύνουν την άφιξη εφοδίων στην χώρα κατά της οποίας επρόκειτο να επιτεθούμε. Και ήταν προφανές, επιπλέον, ότι όχι μόνον το αρμόδιο γραφείο του Υπουργείου, από το οποίο προήρχετο το τηλεγράφημα δεν είχε ειδοποιηθεί, αλλά και ότι οι «δερβέναγες» του γραφείου Υπουργού, από τα χέρια των οποίων περνούσαν πριν αποσταλούν όλα τα εξερχόμενα τηλεγραφήματα, ακόμα και τα πιο ασήμαντα, δεν είχαν αντιληφθεί πόσο ήταν γελοίο και βλακώδες να αφήσουν να σταλεί ένα τέτοιο τηλεγράφημα την ίδια ακριβώς στιγμή που τα στρατεύματά μας ήσαν έτοιμα να αρχίσουν «την πορεία προς Αθήνας».

Οι πρωινές αθηναϊκές εφημερίδες της 28ης μόλις πρόλαβαν να δημοσιεύσουν στις τελευταίες ειδήσεις την είδηση της επιδόσεως της ιταλικής διακοινώσεως και το κείμενο των διαγγελμάτων που απηύθυναν προς τον ελληνικό λαό ο Βασιλεύς και ο Μεταξάς. Ο Πρωθυπουργός, αμέσως μετά την συνομιλία μας, είχε καλέσει τηλεφωνικώς τον Άγγλο πρεσβευτή και τον είχε ενημερώσει για τα συμβάντα. Μετά είχε κατεβεί στην πόλη και είχε ενημερώσει τον Βασιλέα. Εν συνεχεία είχε δεχθεί, στο Υπουργείο Εξωτερικών, τους πρεσβευτές της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας και είχε συγκαλέσει για την 5η πρωινή το Υπουργικό Συμβούλιο που είχε κηρύξει την γενική επιστράτευση και τον στρατιωτικό νόμο. Κατά τις 8 ο Βασιλεύς είχε μεταβεί στο Υπουργείο των Εξωτερικών, από όπου βγήκε συνοδευόμενος από τον Μεταξά, για να περιοδεύσει με το αυτοκίνητο τους δρόμους της πρωτεύουσας. Το πέρασμά τους είχε χαιρετηθεί με παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού. Στις 10 π.μ. για πρώτη φορά οι σειρήνες εσήμαναν τον αντιαεροπορικό συναγερμό, αλλά κανένα αεροπλάνο δεν φάνηκε πάνω από την πόλη. Οι λαϊκές εκδηλώσεις δεν περιορίσθηκαν στις επευφημίες προς τον Βασιλέα και τον Πρωθυπουργό. Όπως έγραψε μία ελληνική εφημερίδα της 29, περιγράφοντας όσα είχαν συμβεί την προηγουμένη, «η αγανάκτησις υπήρξε η πρώτη αντίδρασις, η μετά δυσκολίας συγκρατηθείσα αγανάκτησις μετά τον άνανδρον τορπιλλισμόν της Έλλης». Όλα τα ιταλικά ιδρύματα, όλα τα γραφεία των Αθηνών και του Πειραιά, ακόμη και τα μικρά καταστήματα Ιταλών μικροεμπόρων κατεστράφησαν από τα εξαγριωμένα πλήθη. Στο Προξενείο Πειραιώς μόνον η αξιοθαύμαστη ψυχραιμία του προξένου Μάουρο κατόρθωσαν να εμποδίσουν την κατάσταση από του να εκφυλισθεί σε τραγωδία. Ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες η Πρεσβεία είχε περικυκλωθεί από ισχυρή αστυνομική δύναμη, που δεν επέτρεπε σε κανένα να περάσει, ούτε από το πεζοδρόμιο έξω από τα κάγκελλα του προαυλίου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, πάντως, παρήλασε καθ’ όλη την ημέρα μια συνεχής φάλαγγα ανθρώπων πάσης ηλικίας και τάξεως, που διέφεραν από την μικρή εκείνη πλουτοκρατική-πολιτική τάξη, για την οποία είχε μιλήσει ο Υπουργός Τσιάνο στην σύσκεψη της 15 Οκτωβρίου. Και δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά ελληνικά για να καταλάβει το νόημα των κραυγών του πλήθους εκείνου. Έχω μπροστά μου τα κύρια άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων των τελευταίων εκείνων ημερών του Οκτωβρίου, αλλά θεωρώ περιττόν να τα παραθέσω: Ο αναγνώστης μπορεί να τα φαντασθεί εύκολα μόνος του. Θα υπενθυμίσω μόνον ότι την 30 Οκτωβρίου η Ελληνική Κυβέρνηση δημοσίευσε, σε ολόκληρο τον Τύπο, το πόρισμα, πλαισιωμένο από φωτογραφίες, της πραγματογνωμοσύνης που είχε διεξαχθεί στα θραύσματα των τορπιλλών που είχαν ριφθεί κατά της «Έλλης», και είχαν πλήξει το παλαιό πολεμικό πλοίο την ημέρα που ήταν αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Ήταν φυσικό το πρόσωπό μου να καταστεί ιδιαίτερος στόχος των αρθρογράφων και, προ παντός, ωα χαρακτηρισθεί ως πράξη εξαιρετικής δολιότητος η δεξίωση που είχε δοθεί στην Πρεσβεία το βράδυ της 26ης, η οποία είχε εν τούτοις καθορισθεί δέκα ημέρες πριν. Κατανοώ τόσο την αγανάκτηση των αρθρογράφων εκείνων, ώστε δεν τρέφω την παραμικρή μνησικακία για τις ύβρεις τους εναντίον μου όσο και αν δεν τις άξιζα. Στην θέση τους θα έκανα και εγώ το ίδιο. Γνωρίζω πάντως ότι ένας από εκείνους που έγραψαν εναντίον μου τα δριμύτερα και υβριστικότερα άρθρα, μετά την κατάληψη της Ελλάδος ετέθη, και μάλιστα όχι δωρεάν, στην υπηρεσία των Γερμανών. Ίσως να ήταν και αυτός ένας τρόπος συνεχίσεως του πολέμου κατά των Ιταλών. Μερικά από τα άρθρα αυτά παρά την βιαιότητά τους περιέχουν φράσεις εξαιρετικά σωστές. Η «Ακρόπολις» της 31 Οκτωβρίου π.χ., έλεγε μεταξύ άλλων: «η επίθεσις χωρίς ίχνος δικαιολογίας ούτε και προσχήματος εκ μέρους ενός Κράτους, που καυχάται ότι είναι μεγάλη Δύναμις εναντίον μιας μικράς Ελλάδος, δεν υπήρξε μόνον ένα ανόσιον έγκλημα, αλλά και θανάσιμον σφάλμα». Η «Πρωία» της ιδίας ημέρας, αναλύοντας το περιεχόμενο της ιταλικής διακοινώσεως και αναφερομένη στον τρόπο και την ώρα της επιδόσεώς της, έγραφε: «Ποίος ημπορεί να διεισδύση εις τα μελλοντολογικά μυστήρια της δυναμικής τους διπλωματίας;». Αν μπορούσα θα αγκάλιαζα εγκάρδια τον αρθρογράφο εκείνο.

Δεν μπορώ να θυμηθώ από ποιον έμαθα ότι η προστασία των ιταλικών συμφερόντων στην Ελλάδα είχε αναληφθεί από την Ουγγαρία, αλλά νομίζω ότι η είδηση μου εδόθη από τον ίδιο τον Ούγγρο συνάδελφό μου Βέλιτς. Είναι αδύνατο να βρω κατάλληλους επαίνους, για όσα έκαμε ο διπλωμάτης αυτός κατά τους μακρούς μήνες του πολέμου για να προστατεύσει τους Ιταλούς που είχαν μείνει στην Ελλάδα και τους αιχμαλώτους που, δυστυχώς, άρχισαν να καταφθάνουν αθρόοι. Ο κ. Βέλιτς εξακολούθησε να εκπροσωπεί την χώρα του στην Αθήνα και μετά την ιταλογερμανική κατοχή της Ελλάδος μέχρι του πραξικοπήματος των Γερμανών στην Ουγγαρία τον Μάρτιο του 1944. Είχε τότε την τύχη να κατορθώσει να σωθεί καταφεύγοντας στο Κάιρο. Κατά τις ημέρες που περάσαμε κλεισμένοι στην Πρεσβεία, ο κ. Βέλιτς υπήρξε ο φύλακας άγγελός μας, με την αποτελεσματική βοήθεια του γραμματέως της Πρεσβείας τού De Bogdan και της γυναίκας του τελευταίου, που ανήκε σε μια από τις επιφανέστερες ελληνικές οικογένειες, η οποία υπήρξε η Θεία Πρόνοια για τις Ιταλίδες κυρίες που είχαν κλεισθεί μαζί μου.

Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έβλεπε την ώρα πότε θα αναχωρούσα, αλλά εγώ ήδη από τις 30 Οκτωβρίου της είχα γνωρίσει, διά του κ. Βέλιτς, ότι δεν θα συναινούσα ποτέ να εγκαταλείψω την Αθήνα αν δεν μου παρέδιδαν πρώτα όλους τους Ιταλούς προξενικούς υπαλλήλους στην Ελλάδα και δεν καταρτίζετο ο κατάλογος των άλλων Ιταλών, στους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση επέτρεπε να εγκαταλείψουν την χώρα. Παρέλειψα σκόπιμα από τον κατάλογο τον Γενικό Πρόξενο Κερκύρας, με την πρόφαση ότι η μεταφορά του στην Αθήνα, επειδή έπρεπε να γίνει ατμοπλοϊκώς ή αεροπορικώς, δεν ήταν άμοιρος κινδύνων και ότι ήταν επομένως απλούστερον να τον επιβιβάσουν σε βενζινάκατο με λευκή σημαία και να τον παραδώσουν στις ιταλικές αρχές της Αλβανίας, διασχίζοντας το στενό της Κερκύρας. Στην πραγματικότητα σκεπτόμουν ότι η κατάληψη του νησιού εκείνου εκ μέρους μας επέκειτο και θεωρούσα ότι στην περίπτωση αυτή η παρουσία του επί τόπου θα ήταν πολύ χρήσιμη τόσο στην ιταλική παροικία όσο και στον ίδιο τον ελληνικό πληθυσμό. Δυστυχώς ο υπολογισμός μου αυτός είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα να επιβάλει στον εξαίρετο εκείνο υπάλληλο την ταλαιπωρία μιας παρατεταμένης παραμονής στην Κέρκυρα και να τον εκθέσει στον κίνδυνο των βομβαρδισμών των ιταλικών αεροπλάνων, ένας από τους οποίους ιδιαίτερα σοβαρός από απόψεως αριθμού θυμάτων μεταξύ των κατοίκων, έλαβε χώραν την ημέρα των Χριστουγέννων 1940, με την ίδια εκείνη λεπτότητα στην εκλογή της στιγμής που είχε εμπνεύσει την εισβολή στην Αλβανία Μεγάλη Παρασκευή. Στο θέμα του επαναπατρισμού των Ιταλών οι Έλληνες εφάνησαν μάλλον ενδοτικοί: βέβαια ήταν προς το συμφέρον τους να απομακρύνουν από την χώρα όσο πιο πολλά άχρηστα στόματα μπορούσαν. Κατορθώσαμε να συντάξουμε ένα πρώτο κατάλογο μερικών εκατοντάδων προσώπων, τα οποία ανεχώρησαν μαζί μου, εκτός από πέντε Ιταλούς που την τελευταία στιγμή κατεκρατήθησαν διότι η Ελληνική Κυβέρνηση είχε εις βάρος τους γελοίες υποψίες κατασκοπείας που απεδείχθησαν τελείως αβάσιμες. Λίγους μήνες μετά την αναχώρηη του πρώτου κλιμακίου, ανεχώρησαν άλλα δύο. Όταν ο Πρεσβευτής Βέλιτς συζητούσε με τον Μαυρουδή τον κατάλογο των προσώπων που θα αναχωρούσαν με το διπλωματικό τραίνο είχε φυσικά συμπεριλάβει στον κατάλογο και το όνομα του Αλβανού γραμματέως που υπηρετούσε στην Ιταλική Πρεσβεία, ονόματι Λάτσι, ο οποίος όμως δεν είχε καταφύγει στην Πρεσβεία και δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής. Ο Μαυρουδής, με το χαμόγελο παλαιάς αλεπούς της διπλωματίας, του απήντησε ότι δεν ήταν ανάγκη να γίνει λόγος για τον Λάτσι. Προ της επιμονής του πρεσβευτού της Ουγγαρίας, του έδειξε μια επιστολή την οποία ο Λάτσι, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, είχε απευθύνει στον Μεταξά και στην οποία στιγμάτιζε την ιταλική επίθεση και δήλωνε ότι ετίθετο στην διάθεση της Ελληνικής Κυβερνήσεως για να αγωνισθεί εναντίον των καταδυναστών της Αλβανίας. Ο Λάτσι προήρχετο από την Νότιο Αλβανία, από την περιοχή δηλ. εκείνη όπου, κατά τον Γενικό Τοποτηρητή των Τιράνων, έπαλλε εντονότερα ο πόθος της ενώσεως με την Μητέρα Πατρίδα των αλυτρώτων αδελφών της Τσαμουριάς, που στέναζαν κάτω από τον ελληνικό ζυγό.

Δεν είχαμε καμία επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Εκτός από τους Ούγγρους διπλωματικούς δεν επετρέπετο σε κανένα να μπει στην Πρεσβεία και μόνο πολύ σπάνια, και πάντοτε με μεγάλη δυσκολία, άφηναν τον Πρεσβευτή και τον Στρατιωτικό Ακόλουθο της Γερμανίας. Στους άλλους διπλωματικούς που ζήτησαν να μας επισκεφθούν δεν εδόθη η άδεια. Όσο για τους Έλληνες είναι προφανές ότι, εκτός από τους προμηθευτές, δεν υπήρχε ούτε ένας ο οποίος θα εδέχετο με κανένα τρόπο να πατήσει το κατώφλι της Ιταλικής Πρεσβείας. Τα τηλέφωνα, φυσικά, είχαν αποκοπεί και δεν υπήρχε τρόπος να έχομε απ’ ευθείας ειδήσεις για τους άλλους συμπατριώτες που είχαν καταφύγει στην Casa d’Italia, στο Προξενείο του Πειραιά και στα διάφορα ιταλικά σχολεία. Η απ’ ευθείας επικοινωνία με την Ρώμη ήταν αδύνατη. Αντίθετα με όσα οι ελληνικές αρχές ακραδάντως επίστευαν, δεν είχαμε ραδιοπομπό και δεν είχαμε καμία άλλη επικοινωνία εκτός από τα τηλεγραφήματα, τα οποία έστελλε στην Βουδαπέστη ο Ούγγρος συνάδελφός μου, από όπου αναμεταδίδοντο στη Ρώμη, και αυτό με μεγάλη καθυστέρηση διότι μία από τις βόμβες που είχαν ρίξει στην Θεσσαλονίκη οι αεροπόροι μας κατά την προαναφερθείσα επιδρομή, κατέστρεψε το τηλεγραφικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, από το οποίο περνούσαν όλες οι γραμμές που συνέδεαν την Αθήνα με την κεντρική Ευρώπη.

Σχετικά με τον ραδιοπομπό, δεν θα είναι ίσως άσκοπο να διηγηθώ μία μικρή ιστορία που θα αποδείξει, αν χρειάζεται, σε τι βαθμό τελειότητος είχε φθάσει σε μας, ακόμα και στα μικρά πράγματα, η αποδιοργάνωση. Αρχές του καλοκαιριού του 1940 ο Πλωτάρχης Μορίν μού ανέφερε ότι το Υπουργείο Ναυτικών είχε αποφασίσει να του στείλει ένα ραδιοπομπό μαζί με ένα υπαξιωματικό εξειδικευμένο στον χειρισμό του και μου ζήτησε την άδεια να τον εγκαταστήσει στην Πρεσβεία. Υπήρξα πάντοτε άσπονδος εχθρός κάθε καταχρήσεως των διπλωματικών προνομίων, και γι’ αυτό η ιδέα δεν μου καλοάρεσε. Ήμασταν όμως σε πόλεμο και δεν μου φάνηκε δυνατόν να αντιταχθώ σε μια ενέργεια των στρατιωτικών αρχών. Ο πομπός έφθασε καθώς και ο υπαξιωματικός, ο οποίος συναρμολογώντας το διεπίστωσε αμέσως ότι στη Ρώμη είχαν ξεχάσει να στείλουν ένα βασικό εξάρτημα, χάρις στο οποίο το μηχάνημα δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ζητήσαμε από την Ρώμη το εξάρτημα που έλειπε και, μετά λίγες εβδομάδες, έφθασε στην Αθήνα. Τότε ο Ναυτικός Ακόλουθος πληροφόρησε την Ρώμη ότι ο ραδιοπομπός ήταν πλέον σε θέση να λειτουργήσει και καθόρισε μια ορισμένη ώρα επαφής δύο φορές την ημέρα. Μόλις η Ρώμη θα απαντούσε με το σήμα ότι η κλήση είχε ληφθεί η επικοινωνία θα μπορούσε να αρχίσει. Όλες τις ημέρες του Θεού, την καθορισμένη ώρα, ο ραδιοπομπός των Αθηνών εξέπεμπε το σήμα κλήσεως. Ούτε μια φορά δεν πήραμε από την Ρώμη το σήμα λήψεως και κατά συνέπεια δεν μπορέσαμε ποτέ να αρχίσομε την μετάδοση. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο υπαξιωματικός αχρήστευσε τον ραδιοπομπό και έτσι τα πάντα τελείωσαν.

Ένα από τα λίγα τηλεγραφήματα που λάβαμε από την Ρώμη μέσω Βουδαπέστης εντέλλετο να παραμείνει στην Αθήνα ένας υπάλληλος της Πρεσβείας μέχρις ότου μπορέσουν να αναχωρήσουν όλοι οι Ιταλοί που είχαν λάβει άδεια επαναπατρισμού, δεδομένου ότι η περιορισμένης χωρητικότητος αμαξοστοιχία Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι δεν επέτρεπε να αναχωρήσουν όλοι με το πρώτο κλιμάκιο. Πρότεινα για χίλιους προφανείς λόγους, να μείνει ο διερμηνέας comm. De Santo, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η Ρώμη διέταξε τότε να μείνει ο Α΄ Γραμματεύς Φορνάρι, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση αντετάχθη και στην περίπτωσή του. Τότε μου φάνηκε ότι είχε φθάσει η στιγμή να τηρήσω σκληρότερη στάση. Παρεκάλεσα τον Βέλιτς να γνωρίσει στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι ο Φορνάρι, κατόπιν της ρητής διαταγής των προϊσταμένων του, δήλωνε ότι δεν θα αναχωρούσε παρά μόνο διά της βίας και ότι ούτε εγώ θα έφευγα αν δεν επετρέπετο στον Φορνάρι να παραμείνει. Ο Βέλιτς κατόρθωσε επί τέλους να ρυθμίσει αυτό το επεισόδιο που απειλούσε να εκτραχυνθεί, προτείνοντας στην Ελληνική Κυβέρνηση να φιλοξενήσει τον Φορνάρι στην Ουγγρική Πρεσβεία. Οι Έλληνες δέχθηκαν και έτσι ο εξαίρετος εκείνος υπάλληλος πρόσθεσε στις τόσες άλλες του υπηρεσίες και την θυσία να παραμείνει για αρκετούς ακόμη μήνες στην Αθήνα, τελείως περιορισμένος στην ουγγρική πρεσβεία, για να εκπληρώσει ένα καθήκον που δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε ευχάριστο.

Εν τω μεταξύ νέοι φιλοξενούμενοι κατέφθαναν καθημερινώς στην Πρεσβεία: πρόξενοι από διάφορες πόλεις της Ελλάδος, ιερείς, πρόσφυγες, τόσοι που ύστερα από λίγο, φιλοξενούσε περισσότερα από 150 πρόσωπα. Όλοι κοιμούντο όπου μπορούσαν. Όχι μόνον οι αίθουσες και τα σαλόνια, αλλά ακόμα και οι προθάλαμοι και οι διάδρομοι μετεβάλλοντο το βράδυ σε υπνοδωμάτια. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το φαγητό, αλλά με πολύ καλή θέληση και πνεύμα προσαρμογής κατορθώσαμε να την ξεπεράσομε. Επειδή η τραπεζαρία δεν χωρούσε παρά μόνο μία σαρανταριά πρόσωπα το πολύ πολύ, έτρωγαν κατά ομάδες εκ περιτροπής, όπως στα εστιατόρια των αμαξοστοιχιών και μπορεί να λεχθεί ότι η τρίτη ομάδα είχε μόλις τελειώσει το μεσημεριανό της γεύμα όταν ετοιμάζετο να αρχίσει το γεύμα της η πρώτη βραδινή ομάδα.

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι συνέβαλαν όσο μπορούσαν, ιδίως οι κυρίες, για να απαλύνουν όσο ήταν δυνατόν τις ταλαιπωρίες του περιορισμού εκείνου. Δύο ημέρες πριν από την αναχώρησή μας, έφθασαν από την Κρήτη οι Καπουτσίνοι της ιταλικής ιεραποστολής, την οποία διατηρούσε εκεί το τάγμα τους. Έτσι μπορούσε να δοθεί η πνευματική παραμυθία σε όσους την επιθυμούσαν και να τελεσθεί, η λειτουργία στην κυρία αίθουσα. Τις πρώτες ημέρες μαζευόμασταν όλοι γύρω από το ραδιόφωνό μου για να ακούσουμε το ιταλικό ανακοινωθέν. Αλλά το ενδιαφέρον για τις ακροάσεις αυτές μειώθηκε αμέσως όταν, την δεύτερη ή τρίτη ημέρα των εχθροπραξιών, το ανακοινωθέν ανήγγειλε ότι η αεροπορία μας είχε καταστρέψει το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Την επομένη όμως ο Γερμανός Στρατιωτικός Ακόλουθος επεσκέφθη τον συνάδελφό του Μοντίνι και του είπε ότι είχε πάει στο Τατόι για να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» τα αποτελέσματα του ιταλικού βομβαρδισμού και είχε εξακριβώσει ότι η επιδρομή είχε γίνει από ένα μόνο αεροπλάνο, το οποίο είχε ρίξει συνολικά έξι βόμβες, από τις οποίες οι πέντε είχαν πέσει εκτός του αεροδρομίου και η μία είχε σκάψει ένα λάκκο, τον οποίο οι εκχωματιστές είχαν γεμίσει σε λίγες ώρες εργασίας.

Τέλος, μετά μακρές διαπραγματεύσεις, τις οποίες διεξήγαγε ο Βέλιτς με θαυμαστή υπομονή, συνεφωνήθη η ανταλλαγή του ιταλικού διπλωματικού προσωπικού στην Ελλάδα με το ελληνικό διπλωματικό προσωπικό στην Ιταλία να γίνει στο Βελιγράδι. Η αναχώρηση ορίσθηκε για το απόγευμα της Δευτέρας 4ης Νοεμβρίου, από ένα μικρό σταθμό σε μικρή απόσταση από την Αθήνα και απεφασίσθη ότι, μαζί με το διπλωματικό και προξενικό προσωπικό, θα αναχωρούσε και το πρώτο κλιμάκιο μελών της ιταλικής παροικίας, συνολικά πάνω από τριακόσια άτομα. Την τελευταία στιγμή, όταν τα αυτοκίνητα, που θα μετέφεραν στον σταθμό στους ταξιδιώτες, ευρίσκοντο ήδη μπροστά στην είσοδο της πρεσβείας, η Ελληνική Κυβέρνηση απηγόρευσε την αναχώρηση σε πέντε από αυτούς, τέσσερις τραπεζικούς υπαλλήλους και ένα δημοσιογράφο, που, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, υποπτεύοντο ως κατασκόπους. Αντετάχθην με όλες μου τις δυνάμεις στην αξίωση αυτή και δήλωσα ότι ηρνούμην να αναχωρήσω. Αλλά αναγκάστηκα με μισή καρδιά να υποκύψω στις πιέσεις του Βέλιτς, ο οποίος εφοβείτο ότι το επεισόδιο θα έθετε σε κίνδυνο την αναχώρηση ολοκλήρου του κλιμακίου ενώ έπρεπε κατεπειγόντως να κενωθεί η Casa d’Italia και το προξενείο του Πειραιώς, όπου έλειπαν όλα τα απαραίτητα για την συντήρηση εκείνων που είχαν καταφύγει εκεί και όπου είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται αρρώστιες. Το τραίνο είχε μόνο μια κλινάμαξα, που δεν ήταν αρκετή ούτε καν για όλο το προσωπικό της πρεσβείας. Οι άλλοι αναγκάσθηκαν να συσσωρευτούν όσο μπορούσαν καλύτερα στην Α΄ και Β΄ θέση. Τα παράθυρα της κλινάμαξάς μας ήταν καρφωμένα και τα τζάμια ήταν σκεπασμένα με ένα παχύ στρώμα από μαύρη μπογιά. Με την παράταση του ταξιδίου και τις μακρές σταθμεύσεις, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων της μόνης σιδηροδρομικής γραμμής που ήταν παραφορτωμένη με στρατιωτικές μεταφορές, οι συσσωρευτές άδειασαν και σύντομα βρεθήκαμε στο πιο πυκνό σκοτάδι. Τις δύο άκρες του διαδρόμου φρουρούσαν δύο ένοπλοι σκοποί, που προσπάθησαν, στην αρχή, να περάσω στα άλλα βαγόνια για να επισκεφθώ τους ομοεθνείς μου που ταξίδευαν στο ίδιο τραίνο. Είναι περιττό να πω ότι αγνόησα τελείως τις απαγορεύσεις τους. Το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών είχε αναθέσει σε ένα υπάλληλο της Εθιμοτυπίας να συνοδεύσει το τραίνο μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, αλλά εμείς τον είδαμε μόνο μια φορά στον σταθμό της Λαρίσης, όπου μας προσέφερε ένα καφέ, και μια δεύτερη φορά στον συνοριακό σταθμό, όπου ήλθε να μας αποχαιρετήσει. Δεν είχαν καθόλου φροντίσει για το φαγητό των ταξιδιωτών που ξεπερνούσαν τους τριακόσιους και αν μπόρεσαν να φάνε κάτι, κατά τις τριάντα και πλέον ώρες που θέλαμε για να φθάσουμε στα σύνορα, το οφείλουν σε μένα γιατί είχα φροντίσει, με δικά μου έξοδα, να πάρουμε μαζί μας τρόφιμα. Το απόγευμα της 5ης, μετά είκοσι τέσσερις ώρες ταξιδίου, φθάσαμε σε ένα μικρό σταθμό κοντά στην Θεσσαλονίκη όπου, στο κατάμεστο ήδη τραίνο επεβιβάσθη το προσωπικό του Γενικού Προξενείου και η ιταλική παροικία της πόλης εκείνης, συμπεριλαμβανομένου και του ζεύγους Puccini. Αργά το βράδυ φθάσαμε σε ένα μικρό σταθμό κοντά στον μεθοριακό σταθμό της Γευγελής. Τα παράθυρα άνοιξαν επιτέλους και στην αποβάθρα του μικρού σταθμού παρετάχθησαν οι χωροφύλακες που συνόδευαν το τραίνο και μου απέδωσαν στρατιωτικές τιμές. Λίγα λεπτά αργότερα μπαίναμε στην Γιουγκοσλαβία, όπου, στον πρώτο σταθμό, ο Β. Πρόξενος των Σκοπίων μάς συνήντησε, μας παραστάθηκε και μας ανεφοδίασε. Από εκείνον μάθαμε, χωρίς υπερβολική έκπληξη, ότι, το απόγευμα της ημέρας εκείνης, ιταλικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει την γιουγκοσλαβική πόλη Bitolia (Μοναστήρι), την οποία προφανώς εξέλαβαν για την ελληνική πόλη Φλώρινα. Στις 6 φθάσαμε στο Βελιγράδι, όπου μπορέσαμε να εγκαταλείψουμε το τραίνο μας και να επιβιβαστούμε στο ιταλικό, πολύ καλύτερα εξοπλισμένο, που είχε μεταφέρει στην γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα το προσωπικό της Ελληνικής Πρεσβείας της Ρώμης.

Μας κακομεταχειρίσθησαν; Αναμφιβόλως. Αλλά πρέπει να λάβομε υπ’ όψιν μας δύο πράγματα: πρώτον το άγριο, και πρέπει να το αναγνωρίσομε, δικαιολογημένο μίσος, που προκάλεσε σε όλες τις ελληνικές καρδιές η ιταλική επίθεση, προπαντός γιατί ήρχετο ύστερα από πολύμηνες προκλήσεις τις οποίες είχαν υπομείνει σιωπηλά, δεύτερον, ότι η πρώτη εκείνη εβδομάδα υπήρξε αρκετή για να αποκαλυφθεί η τρομακτική μας κατωτερότητα έναντι των θυμάτων της επιθέσεώς μας και να διαγραφεί η οδυνηρή πραγματικότητα της αποτυχίας μας. Ο γίγαντας Γολιάθ, που από μακριά είχε σταθεί ικανός να εμπνέει τόσο τρόμο, απεδεικνύετο από κοντά και στην πράξη, ένα αχύρινο σκιάχτρο. Οι Έλληνες, που είχαν τόσο φοβηθεί την ιταλική ρομφαία, αντιλαμβάνοντο τώρα ότι η ρομφαία εκείνη ήταν χάρτινη. Πρώτα απ’ όλα είχε εξαφανισθεί ο σεβασμός, τώρα εξηφανίζετο και ο φόβος. Δεν απόμενε πια παρά μόνο το μίσος και η περιφρόνηση και οι Έλληνες επέτρεπαν στον εαυτό τους την πολυτέλεια να εκδικηθούν συγχρόνως την δική μας δολιότητα και τον δικό τους φόβο.

Το πρωί της 7ης φθάσαμε στην Τεργέστη, όπου μείναμε ολόκληρη την ημέρα και το επόμενο πρωί 8 Νοεμβρίου φθάσαμε στην Ρώμη.

Το ίδιο πρωί της αφίξεώς μας έγινα δεκτός από τον Υπουργό Τσιάνο.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψω σε τι κατάσταση εκνευρισμού βρισκόμουνα όταν πήγα στον Υπουργό. Η αποτυχία της επιθέσεώς μας κατά της Ελλάδος διεγράφετο πια σαφέστατα, παρά τα όσα αποσιωπούσαν τα ανακοινωθέντα και οι στομφώδεις τίτλοι των εφημερίδων και των τοιχοκολλήσεων στους δρόμους, (θυμούμαι ότι ακριβώς εκείνη την ημέρα είδα μια από αυτές που ανήγγελλε με πελώρια γράμματα: «Στην Ήπειρο και στην Πίνδο μαχόμεθα και προχωρούμε»). Δεν είχαμε λοιπόν διαπράξει μόνο μια ατιμία, είχαμε διαπράξει μια άχρηστη ατιμία. Ξεκινώντας για να δρέψομε εύκολες δάφνες, δεν επιτύχαμε παρά μόνο μια αιματηρή και φρικτή ταπείνωση. Είπα ξεκάθαρα στον Υπουργό τη γνώμη μου για την πολιτική που έδινε τέτοιου είδους αποτελέσματα. Ο Υπουργός δεν απαντούσε στα λόγια μου, αλλά με διέκοπτε συνεχώς με ερωτήσεις για να αλλάξει θέμα, όπως κάνει όποιος θέλει, πάση θυσία, να αποφύγει μια δυσάρεστη συζήτηση. Κάποια στιγμή με ρώτησε πώς είχαν μεταχειρισθεί οι Έλληνες τους Ιταλούς. Αναγκάστηκα να απαντήσω ότι η μεταχείριση ήταν μάλλον σκληρή. Τότε είπε ότι ήθελε να το αναφέρει αμέσως στον Ντούτσε. Κάλεσε το Pallazzo Venezia με το απευθείας τηλέφωνο και ανέφερε όσα του είχα πει. Μετά προσέθεσε: «Έχω εδώ τον Γκράτσι. Και εκείνος λέει ότι όλα θα πάνε θαυμάσια». Και ακούμπησε το ακουστικό.

Μπροστά σε μια τέτοια αναίδεια δεν ξέρω πώς κατόρθωσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Του είπα: «Αυτό δεν σου το είπα». Ο Υπουργός σηκώθηκε και μου απήντησε ζωηρά: «Θα δεις, θα δεις. Το Γενικό Επιτελείο έκανε μια ανοησία αλλά τώρα στέλλομε στην Αλβανία είκοσι μεραρχίες και σε δέκα πέντε ημέρες όλα θα έχουν τελειώσει». Και επειδή εγώ κούνησα το κεφάλι αρνητικά με ρώτησε: «Γιατί όχι;» Του απήντησα ότι σε λίγες ημέρες θα άρχιζαν οι βροχές και μετά από αυτές το χιόνι, ώστε μέχρι τέλους Απριλίου ή αρχές Μαΐου ήταν παραφροσύνη να μιλά κανείς για μεγάλης κλίμακος επιχειρήσεις. Και σ’ αυτό εύκολα υπήρξα καλός προφήτης. Τον Μάρτιο 1941 ο Μουσσολίνι πήγε στην Αλβανία, για να φέρει, όπως είπε, το μέγα βραβείο του χαιρετισμού του στα εκεί στρατεύματα και μπροστά στα μάτια του εξαπελύθη επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων. Χάσαμε αρκετές χιλιάδες άνδρες, χωρίς να κατορθώσουμε να καταλάβουμε ούτε μια σπιθαμή εδάφους.

Ο υπουργός με ρώτησε τότε: «Δεν νομίζεις ότι αν κάναμε ένα μαζικό βομβαρδισμό κατά των Αθηνών οι Έλληνες θα έχαναν το θάρρος τους;» Απήντησα ότι, αν ήθελε να προκαλέσει την απέχθεια ολοκλήρου του πολιτισμένου κόσμου κατά της Ιταλίας, δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από τον βομβαρδισμό της Αθήνας. Μια τέτοια ενέργεια δεν θα είχε άλλο αποτέλεσμα από του να εκατονταπλασιάσει το μένος των Ελλήνων εναντίον μας. Μου απήντησε ότι «δεν του καιγόταν καρφί» για το ανίσχυρο μένος τους (χρησιμοποιώ την έκφραση αυτή από λεπτότητα προς τους αναγνώστες μου) και λέγοντάς μου να ευρίσκομαι στην διάθεσή του, έθεσε, πολύ ψυχρά, τέρμα στην συνομιλία μας. Δεν επρόκειτο πια να τον ξαναδώ.



(Από το βιβλίο "28η Οκτωβρίου - Τι, πώς, γιατί", Εκδόσεις Ariston Books, 2017, σελ. 145-166)

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

NEO ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ariston Books
ένα νέο βιβλίο για την εθνική επέτειο:

Τι - πώς - γιατί

(επιμέλεια Δημοσθένη Κούκουνα)



Ανθολόγηση κειμένων, αναμνήσεων και πηγών για την ιταλική επίθεση, καθώς και των κυριοτέρων ντοκουμέντων. Περιεχόμενα: Δημοσθένη Κούκουνα (28η Οκτωβρίου 1940: Η αλήθεια για τη μεγάλη συνωμοσία εναντίον της Ελλάδος – Απόπειρα γερμανοφίλων για την ανατροπή της δικτατορίας Μεταξά – Η αλληλογραφία Χίτλερ-Μουσολίνι και η συνάντησή τους στη Φλωρεντία), Γιώργου Α. Λεονταρίτη (Όσα δεν αναφέρονται για το Έπος του 1940), Σπύρου Μελά (Η μεγάλη ημέρα του «ΟΧΙ»), Βασιλείου Παπαδάκη (Οι παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940), Αλέξη Κύρου (Εν όψει του πολέμου), Αλέξη Ελικιώτη (Η επιβολή της 4ης Αυγούστου ήταν προεργασία για την 28η Οκτωβρίου 1940), Αλέξανδρου Παπάγου (Ο Πόλεμος 1940-41), Εμμανουέλε Γκράτσι (Η αποστολή μου στις 28 Οκτωβρίου και τα επακόλουθα), Βίκτωρα Έρμπαχ-Σαίνμπεργκ (Η μυστική έκθεση του Γερμανού πρεσβευτή προς το Βερολίνο για την ιταλική επίθεση), Σπύρου Σέλληνα (Πώς ο Ιωάννης Μεταξάς δέχθηκε το τελεσίγραφο), Παναγιώτη Πιπινέλη (Ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και ο πόλεμος 1940-41), Φρειδερίκης (Ο πόλεμος εναντίον του Άξονα), Πέτρου (Όταν άρχιζε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος), Γιώργου Θεοτοκά (Τετράδια ημερολογίου από τον πόλεμο 1940-41), Αλέξανδρου Σακελλαρίου (Η κρίσιμη στιγμή – ώρα 3.30 πρωινή), Γεωργίου Ράλλη (Αναμνήσεις ενός εφέδρου ανθυπιλάρχου), Λαιρντ Άρτσερ (Από το ημερολόγιο ενός Αμερικανού στην Αθήνα), Αθανασίου Σαράφη (Οι Έλληνες ηθοποιοί κατά την περίοδο του πολέμου), Ιωάννη Μεταξά (Σελίδες από το προσωπικό ημερολόγιό του), βασιλική αλληλογραφία Αθηνών-Λονδίνου, αρχεία του Φόρεϊν Όφις, επίσημα κείμενα, όλα τα πολεμικά ανακοινωθέντα κ.ά.

Σελίδες 412, σχήμα 14Χ20, τιμή 24 ευρώ

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ



28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Η εμπλοκή της Ελλάδος στον παγκόσμιο πόλεμο

Του Δημοσθένη Κούκουνα*

Στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940 ήταν η ημέρα που είχε προσδιορίσει ο Μουσολίνι για την ιταλική επίθεση, ύστερα από μια διήμερη αναβολή (που εκ των υστέρων ο Μουσολίνι θεώρησε ως «μοιραίες» αυτές τις δύο ημέρες). Η επιλογή της ημερομηνίας συνδυάσθηκε με την επέτειο της ανόδου των φασιστών στην εξουσία το 1922 και ακριβώς αυτό είναι ενδεικτικό της βεβαιότητας με την οποία θεωρούσε ότι η εισβολή θα επετύγχανε κατά τις αισιόδοξες απόψεις που είχαν επικρατήσει στο πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου στο Παλάτσο Βενέτσια. Παρά ορισμένες επιφυλάξεις που ακούστηκαν, τελικά όλοι είχαν τη γνώμη ότι θα επρόκειτο για έναν απλό «περίπατο» προς την Αθήνα.
Η Ελλάδα δεν πιάστηκε εξ απήνης, αφού άλλωστε οι ιταλικές κινήσεις ήταν οφθαλμοφανείς. Συγκεντρώσεις στρατιωτικών δυνάμεων στο νότιο τμήμα της Αλβανίας, συνεχείς προκλήσεις, ακόμη και εγκατάσταση ελληνόφωνου ραδιοφωνικού σταθμού στο Αργυρόκαστρο για μετάδοση φθηνής ανθελληνικής προπαγάνδας. Το πρωθυπουργικό γραφείο είχε γίνει δέκτης πολλών και ποικίλων πληροφοριών που προσδιόριζαν μέχρι και την ημερομηνία που θα εκδηλωνόταν η ιταλική επίθεση. Η αλήθεια είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις και άλλες φορές είχαν συρρεύσει παρόμοιες πληροφορίες, που όμως δεν αποδείχθηκαν ορθές. Ωστόσο ο Μεταξάς δεν ήταν ανυποψίαστος.
Κατά τη μαρτυρία του Κ. Κοτζιά, στις 25 Οκτωβρίου τον είχε επισκεφθεί ο δημοσιογράφος Νικόλαος Αναστασόπουλος και τον είχε ενημερώσει ότι το ίδιο βράδυ θα εκδηλωνόταν η ιταλική επίθεση με ταυτόχρονη επίδοση τελεσιγράφου, αλλά δεν επαληθεύθηκε. Δύο ημέρες αργότερα ξανασυναντούσε τον Κοτζιά για να τον ενημερώσει ότι το τελεσίγραφο έχει ήδη φθάσει στην ιταλική πρεσβεία και ότι απλώς πλέον επίκειται η επίδοσή του. Όλες οι πληροφορίες, που συνέρρεαν από διάφορες κατευθύνσεις, είχαν αποσαφηνισθεί στο έπακρο και απλώς απέμενε η δραματική επιβεβαίωσή τους.
Η μαρτυρία του βασικού πρωταγωνιστή, του Έλληνα πρωθυπουργού, έχει συμβολικά αποτυπωθεί με τις ελάχιστες λέξεις που διασώθηκαν στο ημερολόγιό του, καθώς και με τις αφηγήσεις και ομιλίες του προς τους συνεργάτες του, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έγινε η επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου στις 3 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Ιταλός πρεσβευτής είχε φθάσει στην πρωθυπουργική κατοικία της Κηφισιάς, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό ακόλουθο και τον Ελληνοϊταλό διερμηνέα Demetrio De Santo. Το τελεσίγραφο, που το είχε συντάξει ο ίδιος ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ήταν ουσιαστικά κήρυξη πολέμου. Εκαλείτο η Ελλάδα να παραχωρήσει στους Ιταλούς μη κατονομαζόμενες στρατιωτικές βάσεις και μέσα σε τασσόμενο χρόνο που δεν άφηνε περιθώρια αποδοχής, και αν ακόμη υπήρχε τέτοια πρόθεση.
Το τι ακριβώς συνέβη αμέσως μετά την απρογραμμάτιστη επίσκεψη του Ιταλού πρεσβευτή στην κατοικία του Ιω. Μεταξά είναι γνωστό. Η Ελλάδα περιήλθε σε κατάσταση πολέμου υπό τη φυσική ηγεσία της, τον Γεώργιο Β΄ και τον Μεταξά, ενώ αρχιστράτηγος ανέλαβε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος. Ο τελευταίος, μέχρι τότε ως αρχηγός ΓΕΣ, είχε προετοιμάσει τη χώρα στρατιωτικώς χωρίς θόρυβο και με αποτελεσματικότητα. Διάφορες επικρίσεις που κατά καιρούς έχουν γραφεί, συχνά μάλλον από προκατάληψη ή σκοπιμότητα παρά ως στοιχειοθετημένη κριτική, αποδείχθηκαν εκ των πραγμάτων άτοπες.
Γεγονός όμως παραμένει ότι η επιτυχής ελληνική αντίδραση στην ιταλική εισβολή οφειλόταν όχι μόνο στην προετοιμασία, που οπωσδήποτε ήταν προϋπόθεση, αλλά και στις πρωτοβουλίες διοικητών του Μετώπου, όπως ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.
Ένας άλλος στρατηγός του Μετώπου είχε διηγηθεί προσωπικά στον συγγραφέα του παρόντος μια σκηνή που είχε διαδραματισθεί στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1946 ή 1947. Ο στρατηγός, που είχε διατελέσει μέλος των κατοχικών κυβερνήσεων, ήταν καταδικασμένος ως δοσίλογος και μαζί με άλλους συναδέλφους του κρατούνταν στο μέγαρο Ζελιώτη, στην αρχή της οδού Πατησίων, στο οποίο είχαν εγκλεισθεί οι επιφανείς δοσίλογοι. Σ’ έναν όροφο του κτιρίου βρίσκονταν οι δοσίλογοι υπουργοί, στους οποίους είχαν δοθεί διάφορα δωμάτια με έναν κεντρικό διάδρομο. Μπορούσαν να επικοινωνούν ελεύθερα μεταξύ τους, ενώ στον διάδρομο υπήρχαν χωροφύλακες και είχε τοποθετηθεί μια συσκευή ραδιοφώνου προς χρήση όλων. Το βράδυ της εθνικής επετείου άρχισε να μεταδίδεται ένα θεατρικό σκετς που αναφερόταν στο Καλπάκι. «Και ξάφνου, οι άνδρες του στρατηγού Κατσιμήτρου, με επικεφαλής τον ίδιο τον ήρωα διοικητή τους, εφορμούν και…». Την ίδια στιγμή ο Μουτούσης γυρνάει προς τον Κατσιμήτρο και τον βλέπει δακρυσμένο. Ο ήρωας στρατηγός, στον οποίον με τόσο θαυμασμό αναφερόταν ο ραδιοφωνικός αφηγητής, ήταν φυλακισμένος και αυτός στο μέγαρο Ζελιώτη ως δοσίλογος…
Αλλά χωρίς τον Κατσιμήτρο ίσως να μην είχε γραφεί το Έπος του ’40. Το ίδιο ισχύει και για άλλους στρατηγούς του Μετώπου που σε επόμενα στάδια ανέπτυξαν πρωτοβουλίες και αντέστρεψαν την πορεία του πολέμου. Οι Ιταλοί αιφνιδιάσθηκαν και αντί για την «ταχεία προέλαση» που είχαν επιζητήσει, βρέθηκαν σε τραγική θέση. Έτρεφαν πολλές αυταπάτες, όπως π.χ. ότι θα υπήρχαν μέλη της ελληνικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας που θα εκδηλώνονταν ως ιταλόφιλοι. Ούτε ένας στρατηγός δεν βρέθηκε που να αρνηθεί ή να ολιγωρήσει, η δε φημολογία που αναπτύχθηκε από την Ιταλία αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου περιοριζόταν μόνο στο όνομα του υπουργού διοικητή Πρωτευούσης Κώστα Κοτζιά.
Ο πληθωρικός εκείνος πολιτικός, που είχε αναπτύξει εξαιρετικές (λόγω ιδιοσυγκρασίας και επαγγελματικής προέλευσης ως διαφημιστής) δημόσιες σχέσεις με πολιτικούς παράγοντες της Ιταλίας και της Γερμανίας σε αλλεπάλληλα ταξίδια που είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν, είχε γίνει αντικείμενο για τις φρούδες ελπίδες που έτρεφαν στη Ρώμη. Ακόμη και λόγω της εμπλοκής του στην πρόσφατη ανεπιτυχή συνωμοσία των γερμανοφίλων, αυτές οι ελπίδες αντιπροσώπευαν για τους ενδιαφερόμενους ένα ειδικό βάρος. Δεν γνωρίζουμε σε τι συνίστατο ακριβώς η ούτως ή άλλως ύποπτη αποστολή του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που την πραγματοποίησε στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, ούτε πόσο αυτή αφορούσε ένα νέο συνωμοτικό σχέδιο, ενδεχομένως για την αντικατάσταση του Μεταξά από τον Κοτζιά και του Γεωργίου Β΄ από τον Διάδοχο Παύλο.
Για τον τελευταίο, ο οποίος μόλις προ διετίας είχε νυμφευθεί τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Φρειδερίκη, είχε γίνει λόγος στους γερμανοϊταλικούς κύκλους ότι επειδή εθεωρείτο γερμανόφιλος θα ήταν χρησιμότερο να διαδεχθεί την ώρα εκείνη τον αγγλόφιλο Βασιλέα Γεώργιο Β΄. Ο βασικός βιογράφος του Παύλου Στέλιος Χουρμούζιος αποκαλύπτει ότι την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1941 είχε διαβιβασθεί από τον Γερμανό απεσταλμένο του στρατάρχη Γκαίριγκ Ζεπ φον Άνγκερερ, που ήταν προσωπικός φίλος του και που επανειλημμένα στο παρελθόν είχε ξαναέλθει στην Αθήνα, πρόταση προς τον Διάδοχο να εξαναγκάσει τον αδελφό του σε παραίτηση, να τον διαδεχθεί στον θρόνο και στη συνέχεια, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να ορίσει άλλον πρωθυπουργό σε αντικατάσταση του Μεταξά, διατεθειμένο να εφαρμόσει νέα εξωτερική πολιτική και να υπογράψει «έντιμη» ανακωχή με την Ιταλία.
Ο αγγλόφιλος Γεώργιος Β΄ ήταν οπωσδήποτε ενοχλητικός και εθεωρείτο ότι ήταν εκείνος που αποτελούσε για το Λονδίνο εγγύηση της εξωτερικής πολιτικής. Η διαδοχή του από τον Παύλο θα έλυνε για τους ιθύνοντες του Βερολίνου το πρόβλημα, όσο και η διαδοχή του Μεταξά από τον Κοτζιά. Νωρίτερα, άλλωστε, σύμφωνα με την ενημέρωση που είχε το αρχηγείο των SD στο Βερολίνο (13 Νοεμβρίου 1940) και κατ’ επέκταση το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών από «αξιόπιστη πηγή»:
«Ο Ιταλός καθηγητής Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που αναχώρησε από την Αθήνα με το τελευταίο ιταλικό αεροπλάνο και που έστελνε τακτικές εκθέσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα στο ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών και σε άλλες ανώτερες ιταλικές υπηρεσίες (χρησιμοποιώντας σαν ταχυδρόμους τους Ιταλούς πιλότους), υπήρξε πολύ επιφυλαχτικός όταν ρωτήθηκε για τις εντυπώσεις του από την Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μαλαπάρτε βεβαίωσε ότι η Ιταλία προτίθεται να εξασφαλίσει “οριστική και παγία τάξη” στην Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει πως αποβλέπει να εγκαταστήσει επ’ άπειρον κατοχή της χώρας. Για την εξασφάλιση αυτού του στόχου η Ιταλία υπολογίζει στη συνεργασία του Έλληνα Διαδόχου, του διοικητή της Αθήνας Κοτζιά και του πρώην υπαρχηγού του Επιτελείου Πλατή».
Αυτές είναι οι εκτιμήσεις του Μαλαπάρτε, που είχε φθάσει στην Αθήνα ως «προσωπικός έκτακτος απεσταλμένος» του υπουργού Εξωτερικών Τσιάνο και όχι απλώς ως δημοσιογραφικός απεσταλμένος της εφημερίδας «Κοριέρε ντέλα Σέρα», όπως ήταν η επίσημη κάλυψή του. Μετέφερε προσωπικά μηνύματα τουλάχιστον στον επίσημο διπλωματικό εκπρόσωπο της Ιταλίας, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι δεν μετέφερε κάποια άλλα μηνύματα σε Έλληνες ανώτατους αξιωματούχους και παράγοντες, με τους οποίους συναντήθηκε. Το γεγονός ότι στην κρίσιμη αυτή φάση, αφού πλέον είχε αποφασισθεί η έναρξη του πολέμου με την Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε η αποστολή Μαλαπάρτε και ότι ο Τσιάνο ήθελε να προλάβει να συναντήσει τον Μαλαπάρτε πριν απ’ αυτήν, ώστε να γνωρίζει τα αποτελέσματα της αποστολής του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήθελε να γνωρίζει αν η εισβολή μπορούσε να στηριχθεί «πολιτικά», δηλ. αν δινόταν υπόσχεση εκ των έσω ανατροπής του πρωθυπουργού Μεταξά.
Είχαν πιστέψει οι Ιταλοί ότι ο δημοφιλέστερος όντως υπουργός μετά τον Μεταξά, ο Κοτζιάς, καθώς άφηνε ο ίδιος τα φιλοαξονικά του αισθήματα να αιωρούνται, θα μπορούσε να αντιταχθεί στην άρνηση του ιταλικού τελεσιγράφου και να επιχειρήσει ίσως τον παραμερισμό του πρωθυπουργού. Καμιά τέτοια εκδήλωση δεν υπήρξε, ενώ άλλωστε διαπιστώθηκε απόλυτη κυβερνητική και ευρύτερη εθνική συνοχή από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου. Παρ’ όλα αυτά, ελέχθη δημοσίως στην Ιταλία για προφανείς προπαγανδιστικούς σκοπούς ότι ο Κοτζιάς είχε διαφωνήσει, γεγονός που προκάλεσε τη σύνταξη μιας επίσημης διάψευσης:
«Εις Ιταλικάς εφημερίδας εδημοσιεύθη είδησις, μεταδοθείσα και υπό ξένων ραδιοφωνικών Σταθμών ότι ο υπουργός κ. Κοτζιάς από πολλού αντετίθετο εις τον πρωθυπουργόν κ. Μεταξάν επί της εξωτερικής πολιτικής και ότι κατά το ιστορικόν Υπουργικόν Συμβούλιον υπήρξαν διαφωνίαι ως προς την θέσιν ην θα έδει να λάβη η Ελλάς, έναντι των απαιτήσεων των Ιταλών των διαλαμβανομένων εις την γνωστήν ιταμήν Νόταν.
Προσετέθη εισέτι ότι ο Υπουργός Διοικητής της Πρωτευούσης κ. Κ. Κοτζιάς ήτο ο κυρίως διαφωνήσας ζωηρώς.
Ο Υπουργός Διοικητής Πρωτευούσης κ. Κ. Κοτζιάς προβαίνει άπαξ και κατά τρόπον σαφή και κατηγορηματικόν εις την κάτωθι δήλωσιν:
Δεν υπάρχει Έλλην – ουδείς – δυνάμενος να έχη οιονδήποτε άλλο αίσθημα, γνώμην ή αντίληψιν της καθαρώς εθνικής, πολύ περισσότερον είς Υπουργός, στενός συνεργάτης του Αρχηγού της Κυβερνήσεως κ. Ιωάν. Μεταξά, όπως εγώ. Θα έπρεπε να ρέη εις τας φλέβας μου νερό αντί αίματος διά να έχω και την παραμικράν έστω αντίρρησιν ως προς τον αναληφθέντα υπέρ όλων εθνικόν και φυλετικόν αγώνα.
Είναι δε απολύτως ψευδές ότι δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος προς την υπό του κ. Πρωθυπουργού ακολουθηθείσαν εξωτερικήν πολιτικήν.
Και τώρα το σύνθημα εν: “Νίκη”».
Το «ζήτημα Κοτζιά» το αναφέρει στις 31 Οκτωβρίου ο Μεταξάς και στο ολιγόλογο ημερολόγιό του, χωρίς άλλα σχόλια. Είναι προφανές ότι, πέραν της ευνόητης ενόχλησης που του προκαλεί, δεν αισθάνεται ανησυχία. Γενικότερα άλλωστε, στο ημερολόγιό του ο Μεταξάς δεν καταγράφει καμιά διαφωνία από τις 28 Οκτωβρίου, πλην της γνωστής αναφοράς του την ημέρα εκείνη «όλοι πλην Κύρου», για την οποία έχει δοθεί η εξής εξήγηση από τον τελευταίο:
«Περί την έκτην πρωινήν της πολυθρυλήτου 28ης Οκτωβρίου κατέφθασα και εγώ εις το Υπουργείον Εξωτερικών διά να συγχαρώ τον Πρωθυπουργόν του “Όχι!” και να ευχηθώ την νίκην της Πατρίδος. Εθεώρησα, όμως επιτακτικόν καθήκον όπως προσθέσω και μίαν σύστασιν: αυτό που δεν είχε γίνει προ 45, περίπου, ημερών με την προσφοράν του ναυάρχου Canaris, έπρεπε να γίνη, την ημέραν εκείνην, με τον πρεσβευτήν της Γερμανίας [Σημ. Τον κάθε άλλο παρά χιτλερικόν πρίγκιπα Erbach, του οποίου την όλην, τιμίαν και φιλελληνικήν, πολιτείαν, κατέδειξαν τα μεταπολεμικώς δημοσιευθέντα διπλωματικά έγγραφα της Γερμανίας]. Έπρεπε δηλαδή να τον καλέση αμέσως ο Μεταξάς, διά να διαμαρτυρηθή διά την απρόκλητον και τελείως αδικαιολόγητον επίθεσιν της συμμάχου τής Γερμανίας και να διατυπώση την ελπίδα, ότι θα διεμαρτύρετο και το Βερολίνον εις την Ρώμην. Μία τοιαύτη Ελληνική ενέργεια θα ημπορούσεν, ενδεχομένως, να συμβάλη εις την επιβράδυνσιν της μοιραίας, πλέον, γερμανικής συμμετοχής εις τον πόλεμον εναντίον μας. Εθύμωσε, τότε, ο αείμνηστος πολιτικός και μου είπεν ότι την ιστορικήν εκείνην ημέραν διά την Ελλάδα εδέχετο συγχαρητήρια, μόνον, και ευχάς και όχι συστάσεις…».
Η δυσαρέσκεια του Μεταξά έναντι του Κύρου δεν κράτησε πολύ, αφού άλλωστε δεν είχε βαθύτερα αίτια. Λίγες μέρες αργότερα και σε επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης που εξακολουθούσε να έχει, του ανέθεσε, μαζί με τους Β. Παπαδάκη και Ιω. Πολίτη, ο οποίος μόλις είχε φθάσει από τη Ρώμη, να επιμεληθούν τη σύνταξη της Λευκής Βίβλου.

Όταν αργά τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου 1940 ο ειδικός σιδηροδρομικός συρμός του Χίτλερ, που είχε την παράδοξη ονομασία «Amerika», έφευγε για να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι 7.000 χιλιομέτρων, κανείς, ούτε ο ίδιος ο Χίτλερ, δεν ήξερε πού θα κατέληγε. Όταν ξεκινούσε, είχε την προοπτική ότι θα μπορούσε εύκολα να επιτύχει την ένταξη της Ισπανίας στον Άξονα, καθώς και την ενεργό συμμετοχή της Γαλλίας στον πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα είχε την εντύπωση ότι στα Βαλκάνια δεν υπήρχε κανένα ενδεχόμενο να δημιουργηθεί πολεμικό μέτωπο. Και όταν εκείνο το βράδυ ξεκινούσε το δρομολόγιό του το «Amerika», δεν είχε περάσει από το μυαλό του Χίτλερ ότι θα χρειαζόταν να επισκεφθεί καν την Ιταλία για να συναντήσει τον Μουσολίνι, με τον οποίο είχαν βρεθεί μόλις δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, στις 4 Οκτωβρίου στο Μπρένερ.
Αυτό το ταξίδι δεν είχε θετικά αποτελέσματα. Ο δικτάτορας της Ισπανίας Φράνκο δεν πείσθηκε να εντάξει τη χώρα του στον Άξονα και έτσι το Γιβραλτάρ δεν θα περιερχόταν στα χέρια των Γερμανών, όπως υπολόγιζε ο Χίτλερ. Η συνδυασμένη με τη συνάντηση Φράνκο επακόλουθη συνάντησή του με τον Γάλλο στρατάρχη Πεταίν δεν είχε πλέον το ζωτικό αντικείμενο με το οποίο την είχε σχεδιάσει, ύστερα από την άρνηση των Ισπανών. Πραγματοποιήθηκε απλώς γιατί ήταν προετοιμασμένη.
Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου το τρένο του Χίτλερ, αφού είχαν ολοκληρωθεί αυτές οι συναντήσεις, έμεινε όλη τη νύχτα στο Μοντουάρ και επρόκειτο τα ξημερώματα να ξεκινήσει με κατεύθυνση το Βερολίνο. Ξαφνικά όμως του επιδόθηκε μια πολυσέλιδη επιστολή του Μουσολίνι, που είχε φθάσει τηλετυπικά στο τρένο. Ένα μεγάλο μέρος της επιστολής, που είχε ημερομηνία πέντε μέρες νωρίτερα, αναφερόταν σε άλλα θέματα για τις σχέσεις με τη Γαλλία, αλλά στο τέλος μιλούσε για το σχέδιό του να αντιμετωπίσει τη βρετανική απειλή, που υποκρυπτόταν στην Ελλάδα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Χίτλερ στη Νορβηγία που την πρόλαβε. «Όσον αφορά την Ελλάδα, είμαι αποφασισμένος να δράσω χωρίς δισταγμό και πραγματικά να δράσω ταχύτατα».
Ο Χίτλερ εξεπλάγη. Η αντίδρασή του ήταν να ζητήσει από το υπουργείο Εξωτερικών να οργανώσει μια συνάντησή του με τον Μουσολίνι στη Βόρεια Ιταλία σε μερικές μέρες. Δεν φανταζόταν ότι το θέμα ήταν επείγον, διότι θεωρούσε παρακινδυνευμένο ότι αυτή την εποχή, με βροχές και χιόνια, θα μπορούσαν οι Ιταλοί να έχουν σχεδιάσει μια επίθεση κατά της Ελλάδος. Άλλωστε, από πολιτικής πλευράς, θα είχε πολλές παρενέργειες μια τέτοια απόφαση, αφού το λιγότερο θα έδινε τη δυνατότητα στην Αγγλία να καταλάβει αμέσως την Κρήτη και άλλα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα το βεληνεκές των βρετανικών αεροσκαφών να εγγίζει πλέον την κρίσιμη ζώνη με τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι!
Η αλήθεια είναι ότι τρεις εβδομάδες νωρίτερα, κατά τη συνάντηση της 4ης Οκτωβρίου στο Μπρένερ, ο Μουσολίνι είχε κάνει μνεία ότι στην υποθετική περίπτωση που οι Βρετανοί θα εισέβαλαν στην Ελλάδα, θα προχωρούσε στην κατάληψή της. Ο Χίτλερ πίστευε τότε ότι επρόκειτο περί θεωρητικής συζήτησης και με την έννοια αυτή είχε συναινέσει. Δεν φανταζόταν ότι η ιταλική ενέργεια θα εκδηλωνόταν χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε βρετανική ανάμιξη.
Αποφάσισε πάντως να σπεύσει να συναντήσει τον Μουσολίνι για να διευκρινήσει τις προθέσεις του και φυσικά να τον αποτρέψει από μια τέτοια βιαστική ενέργεια. Η συνάντηση προγραμματίστηκε για τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου στις 11 το πρωί και έτσι ο Χίτλερ έδωσε διαταγή το τρένο του να κατευθυνθεί αντί για το Βερολίνο στο Μόναχο, όπου έφτασε το Σάββατο, και από εκεί να κατευθυνθεί στη Φλωρεντία, όπου θα έβλεπε τον Μουσολίνι. Εκείνες τις τελευταίες ημέρες πριν από τη Δευτέρα είχαν πυκνώσει οι πληροφορίες για επικείμενη ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, που συγκεντρώνονταν στο Βερολίνο, αλλά δεν είχαν διαβιβασθεί στο τρένο του Χίτλερ μέχρι το πρωί της Δευτέρας.
Το «Amerika» έφυγε από το Μόναχο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, στις 6. Ήδη είχαν αρχίσει οι πρώτες αψιμαχίες, αφού ως γνωστόν στις 3 π.μ. είχε επιδοθεί από τον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι το ιταλικό τελεσίγραφο στον Μεταξά, που τον είχε ξυπνήσει στο σπίτι του στην Κηφισιά. Οι πρώτες σαφείς πληροφορίες για την πραγματοποίηση της ιταλικής επίθεσης δόθηκαν στον Χίτλερ μιάμιση ώρα πριν φθάσει στη Φλωρεντία. Και ενώ μέχρι τότε είχε κατά νου ότι μόλις τον έβλεπε θα μπορούσε να πείσει τον Μουσολίνι να μην επιτεθεί στην Ελλάδα και να αναβάλει τα σχέδιά του για αργότερα και σε περιορισμένη κλίμακα, τώρα καταλάβαινε ότι αυτή η συνάντηση θα ήταν μάταιη.
Όταν μετά από λίγο, στις 11 π.μ., συναντήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλωρεντίας, η πρώτη κουβέντα που του είπε ο Μουσολίνι, και μάλιστα στα γερμανικά, ήταν: «Φύρερ, προελαύνουμε!».
Ο Χίτλερ ήταν δύσπιστος και μετά λίγες μέρες θα επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά. Μπορούσε να προδικάσει τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και χωρίς απορία πληροφορήθηκε στα επόμενα 24ωρα ότι η Κρήτη είχε καταληφθεί από βρετανικές δυνάμεις ή ότι η ιταλική επίθεση αποτύγχανε.
Μέχρι τότε ο Άξονας ήταν πράγματι αήττητος. Καμιά στρατιωτική επιχείρηση, που είχε πραγματοποιήσει, δεν είχε αποτύχει και πάντα γινόταν με αιφνιδιαστικό τρόπο και ταχύτατα. Τώρα τα δεδομένα άλλαζαν και ο Χίτλερ διαπίστωνε ότι ο «αέρας της νίκης», που μέχρι τότε συνόδευε κάθε κίνηση, χανόταν μαζί με όλα τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα.
Η Γερμανία υποχρεώθηκε να επανεξετάσει όλα τα δεδομένα που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ενώ λίγο αργότερα θα δώσει διαταγή στο επιτελείο του να συντάξει για παν ενδεχόμενο ένα επιτελικό σχέδιο για την κατάληψη της Ελλάδος. Πρόκειται για το σχέδιο «Μαρίτα», που τελικά θα εφαρμοσθεί τον Απρίλιο 1941 προσαρμοσμένο στις εξελίξεις που θα έχουν μεσολαβήσει.
Βεβαίως δεν ήταν μόνον ο Χίτλερ που είχε ανησυχήσει με την ιταλική περιπέτεια στην Ελλάδα, που φυσικά ανέτρεπε τις ισορροπίες σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Και οι στρατηγοί του γερμανικού επιτελείου είχαν παρόμοιες ανησυχίες, όπως αποκάλυψε μετά τον πόλεμο ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ενώ επισημαινόταν ένα σημαντικό γεγονός: μέχρι τότε η Γερμανία προμηθευόταν ορισμένα κρίσιμα είδη από την Ελλάδα μέσω του ελληνογερμανικού κλήριγκ και τώρα κάποια στιγμή θα έπρεπε να της λείψουν.
Ο Μπαντόλιο ανέφερε συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Η Ιταλία κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο»: «Τον Νοέμβριο (1940) πήγα στο Ίνσμπρουκ για να συναντήσω τον αρχηγό του γερμανικού γενικού επιτελείου στρατηγό Κάιτελ. Εκείνος αμέσως μου έκανε την παρατήρηση επειδή πήραμε την πρωτοβουλία να επιτεθούμε κατά της Ελλάδος, χωρίς προηγουμένως να έχουμε ειδοποιήσει τον Φύρερ, που επιθυμούσε να μην διαταραχθεί η κατάσταση στα Βαλκάνια. Από την Ελλάδα η Γερμανία έπαιρνε όχι λίγες προμήθειες, οι οποίες θα της έλειπαν αργότερα. Αν, είπε ο Κάιτελ, είχα ειδοποιηθεί, θα πήγαινα αεροπορικώς στη Ρώμη για να εμποδίσω την εκστρατεία αυτή. Έπρεπε να του πω την αλήθεια, ότι δηλαδή είχαμε πάρει εντολή από τον Ντούτσε να μην ανακοινώσουμε τίποτε σχετικό στους Γερμανούς. Πράγματι, τέτοια διαταγή είχε δοθεί και όταν ανέφερα ότι από υποχρέωση προς τον σύμμαχό μας είχαμε χρέος μας να του ανακοινώσουμε την απόφασή μας, ο Μουσολίνι ενοχλήθηκε και μου απάντησε: “Μας ειδοποίησαν μήπως οι Γερμανοί όταν επιτέθηκαν εναντίον της Νορβηγίας ή και για άλλες επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν; Μας αγνόησαν τελείως. Τώρα και εγώ τους πληρώνω με το ίδιο νόμισμα”».
Η επίθεση της Ιταλίας σύντομα φάνηκε ότι ήταν μια καθαρή αποτυχία. Ο Μουσολίνι αναγκαζόταν να στέλνει όλο και νέα στρατεύματα, για να παίρνει την ίδια σταθερή ελληνική έμπρακτη απάντηση.
Στο τέλος του πολέμου, μερικές εβδομάδες πριν από την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, ο Χίτλερ υπαγορεύει στον Μάρτιν Μπόρμαν ένα είδος ανασκόπησης των πολεμικών γεγονότων. Αν και αποφεύγει μέχρι τέλους να κάνει επικρίσεις για τον Μουσολίνι, που τον θεωρούσε εμπνευσμένο ηγέτη για τη χώρα του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτία για τον πόλεμο που χάνεται οφείλεται στην «ηλίθια εκστρατεία» εναντίον της Ελλάδος. «Θα είχα επιτεθεί στη Ρωσία μερικές εβδομάδες νωρίτερα», λέει. Χαρακτηριστικά υπαγορεύει στον Μπόρμαν:
«Ενώ ήμουν απασχολημένος πρώτα στο Μοντουάρ, δημιουργώντας μια μάταιη πολιτική συνεργασίας με τη Γαλλία, κι έπειτα στο Χεντάγιε, όπου έπρεπε να υποβληθώ στο να δεχθώ αηδείς τιμές από τα χέρια ενός ψεύτικου φίλου, ένας τρίτος Λατίνος - κι ένας, αυτή τη φορά, που ήταν πραγματικός φίλος - επωφελήθηκε από την απασχόλησή μου για να βάλει μπροστά την καταστρεπτική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος».
Σε άλλη περίπτωση, αναφέρεται και πάλι στη βεβιασμένη ιταλική επίθεση:
«Οι Ιταλοί είχαν το θάρρος να ριχτούν, χωρίς να ζητήσουν τη συμβουλή μας και χωρίς να μας δώσουν προηγούμενη προειδοποίηση για τους σκοπούς τους σε μια άσκοπη εκστρατεία στην Ελλάδα. Οι ντροπιασμένες ήττες που έπαθαν έκαναν μερικά βαλκανικά κράτη να μας βλέπουν με οργή και περιφρόνηση. Εδώ, και πουθενά αλλού, βρίσκονται οι αιτίες της σκλήρυνσης της στάσης της Γιουγκοσλαβίας και της μεταστροφής της την άνοιξη του 1941. Αυτό μας υποχρέωσε, αντίθετα με όλα τα σχέδιά μας, να επεμβούμε στα Βαλκάνια κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια καταστρεπτική καθυστέρηση στην εξαπόλυση της επίθεσής μας εναντίον της Ρωσίας. Υποχρεωθήκαμε εκεί να στείλουμε μερικές από τις καλύτερες μεραρχίες μας. Και σαν ξεκάθαρο αποτέλεσμα, υποχρεωθήκαμε τότε να καταλάβουμε μεγάλες περιοχές όπου, αν δεν ήταν η ανόητη αυτή επίδειξη, η παρουσία των στρατευμάτων μας θα ήταν απολύτως περιττή. Τα βαλκανικά κράτη θα ήταν πλήρως ικανοποιημένα, αν τους επιτρεπόταν να διατηρήσουν στάση ευμενούς ουδετερότητας απέναντί μας. Όσο για τους αλεξιπτωτιστές μας, θα προτιμούσα να τους είχα εξαπολύσει εναντίον του Γιβραλτάρ παρά εναντίον της Κορίνθου ή της Κρήτης!
»Αχ! Αν μονάχα οι Ιταλοί έμεναν μακριά απ’ αυτόν τον πόλεμο! Αν εξακολουθούσαν να παραμένουν στην κατάσταση του μη εμπόλεμου! Ενόψει της φιλίας και των κοινών συμφερόντων που μας δένουν, τι ανεκτίμητη αξία θα είχε για μας μια τέτοια στάση! Οι ίδιοι οι σύμμαχοι θα ήταν ενθουσιασμένοι, αφού αν και δεν είχαν ποτέ πολύ καλή γνώμη για τις πολεμικές αρετές της Ιταλίας, ούτε αυτοί ονειρεύονταν πως θα αποδεικνύονταν τόσο αδύναμη όσο ήταν. Θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους τυχερούς να βλέπουν να παραμένει ουδέτερη μια τέτοια δύναμη σαν αυτή που απέδιδαν στους Ιταλούς. Ακόμη κι έτσι, δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν και θα υποχρεώνονταν να ακινητοποιήσουν μεγάλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο μιας παρέμβασης που ήταν πάντα απειλητική και που ήταν πάντα δυνατή, αν δεν ήταν πιθανή. Από την άποψή μας, αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να υπάρξει ένας σημαντικός αριθμός βρετανικών στρατευμάτων, ακινητοποιημένος και χωρίς να αποκτήσει την πείρα της μάχης ούτε τον αέρα που απορρέει από τη νίκη - με λίγα λόγια, ένα είδος “περίεργου πολέμου” και όσο περισσότερο αυτός συνεχιζόταν, τόσο μεγαλύτερα θα ήταν τα πλεονεκτήματα που κερδίζαμε απ’ αυτόν...
»Αν ο πόλεμος είχε παραμείνει πόλεμος, που τον έκαναν οι Γερμανοί και όχι ο Άξονας, θα είμαστε σε θέση να επιτεθούμε εναντίον της Ρωσίας στις 15 Μαΐου 1941. Διπλά ενισχυμένοι από το γεγονός ότι οι δυνάμεις μας δεν είχαν γνωρίσει τίποτε άλλο από αποφασιστικές και αδιαμφισβήτητες νίκες, θα είχαμε παραμείνει ικανοί να ολοκληρώσουμε την εκστρατεία πριν έρθει ο πόλεμος. Πόσο διαφορετικά θα κατέληγαν όλα!».
Αυτά έλεγε ο Χίτλερ τον Φεβρουάριο 1945, εν είδει απολογισμού, όταν πλέον οι ελπίδες του είχαν χαθεί. Θα ήθελε πολύ να είχε αποφευχθεί η εμπλοκή της Γερμανίας με τον πόλεμο στην Ελλάδα, κάτι που όμως προϋπέθετε ότι η Ιταλία δεν θα το είχε αποτολμήσει.
Στη βάση μιας ψυχρής λογικής η άποψη του Χίτλερ ήταν αρνητική στην ιδέα πολέμου με την Ελλάδα, ενώ – αντιθέτως – ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο στηρίζονταν σε μια εμπάθεια όταν αποφάσιζαν τον πόλεμο κατά της Ελλάδος. Ήταν ένας πόλεμος που εξελίχθηκε εντελώς απρόσμενα και που δικαιολογούσε κάθε διεθνή συμπάθεια για τη μικρή Ελλάδα και την πάνοπλη Ιταλία.
Ο ναύαρχος Περικλής Ιακ. Αργυρόπουλος, παλαιός αντιβενιζελικός άλλοτε βουλευτής και υπουργός, που ο Μεταξάς τον είχε επιστρατεύσει και τον είχε στείλει ως πρεσβευτή εκ προσωπικοτήτων στην Ισπανία του Φράνκο, δίνει χαρακτηριστικά το κλίμα συμπάθειας που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην ουδέτερη Ισπανία, όπως συνέβαινε και στην Ελβετία ή άλλες ουδέτερες χώρες. Σε τέτοιες μαρτυρίες είναι τουλάχιστον ασυνήθιστο, αν όχι παράδοξο, να διαπιστώνει κανείς τη θετική στάση που κρατούσαν απέναντι στην Ελλάδα οι Γερμανοί διπλωμάτες.
Κάτι ανάλογο αντιπροσώπευε και η στάση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα πρίγκιπα Έρμπαχ. Όχι μόνο στις ιδιωτικές συνομιλίες του, αλλά και στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του. «Χάσαμε στην Ελλάδα έναν μικρό, αλλά καθόλου κακό φίλο», έγραφε σε έκθεσή του προς το Βερολίνο ο πρίγκιπας Βίκτωρ Έρμπαχ-Σαίνμπεργκ, στις 15 Νοεμβρίου 1940. Μεταξύ άλλων ανέφερε:
«[...] Στην περίπτωση της Ελλάδας η Ιταλία δεν διδάχθηκε τίποτε από τα γερμανικά πρότυπα και, ακόμα χειρότερο, δεν διδάχθηκε τίποτε από την ιστορία της Ελλάδας και ιδιαίτερα από την τραγική ιστορία των ετών 1915-1917, όταν η γαλλική υπηρεσία πληροφοριών και προπαγάνδας εργάστηκε με εξαιρετικά άστοχο τρόπο. Η ιταλική προπαγάνδα αντικατέστησε έναν έξυπνο Ιταλό φασίστα, τον δόκτορα Μάριο Γκουασταμάχια, αντιπρόσωπο της Ηλεκτρικής Ιταλικής Εταιρίας Αθηνών του κόμη Βόλπι, περί τα μέσα του Οκτωβρίου, με τη δικαιολογία ότι «ήταν ο πιο κουτός από τους πράκτορές μας». Πιο ξεκάθαρα προδιέγραψε τα αποτελέσματα της ιταλικής προπαγάνδας ο εδώ Βούλγαρος πρεσβευτής, λίγες ώρες πριν από την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου: “Η Ιταλία, με την προπαγάνδα της, πέτυχε στην Ελλάδα σε διάστημα δύο μηνών, ό,τι δεν θα τολμούσε να ονειρευθεί καν η Αγγλία. Η Ιταλία εργάστηκε στην Ελλάδα για λογαριασμό των Άγγλων”.
[...] Ενώ ο πληθυσμός της πρωτεύουσας, γνωρίζοντας τη γρήγορη και αποτελεσματική τακτική των Γερμανών, φοβόταν ότι ίσως θα έβλεπε τη Δευτέρα το πρωί ιταλικές δυνάμεις να αποβιβάζονται από τον αέρα στο αεροδρόμιο της Αθήνας, η ιταλική αεροπορία πραγματοποίησε από πολύ μεγάλο ύψος και με σχεδόν ανύπαρκτη αντιαεροπορική άμυνα την πρώτη επίθεσή της εναντίον του αεροδρομίου αυτού. Το “καταστραφέν” αεροδρόμιο, σύμφωνα με το ιταλικό ανακοινωθέν που ακολούθησε, δεν έπαθε τίποτε. Μία μόνο βόμβα έφθασε σε μια γωνία του αεροδρομίου και χτύπησε μερικές πέτρες ενός παραπήγματος. Οι υπόλοιπες βόμβες έπεσαν δυόμισι χιλιόμετρα μακρύτερα από το αεροδρόμιο, σ’ ένα χέρσο μέρος, με μόνη επιτυχία να σκοτωθεί ένας γέρος χωρικός και να τραυματισθούν δύο γυναίκες. Την πρώτη επίθεση ακολούθησαν ακόμη μερικοί αεροπορικοί συναγερμοί. Στην περιοχή της Αθήνας, εν τούτοις, με εξαίρεση το Φάληρο και τον Πειραιά, δεν έπεσαν άλλες βόμβες. Τις τελευταίες οκτώ ημέρες άλλωστε, αφότου δηλαδή έφθασαν τα αγγλικά αντιαεροπορικά, δεν φαίνεται κανένα ιταλικό αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα, ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αν και η ορατότητα των σεληνοφώτιστων αττικών νυχτών είναι συνήθως εξαιρετική.
[...] Αληθινά εκπληκτική ήταν η οργάνωση και η εφαρμογή της συσκότισης στην Αθήνα, ήδη από την πρώτη ημέρα, αν και δεν είχαν προηγηθεί σχετικές ασκήσεις. Η επιστράτευση πραγματοποιήθηκε, όσο μπορούσε κανείς να αντιληφθεί από την Αθήνα, ομαλά και χωρίς το παραμικρό επεισόδιο. Οι Ιταλοί με τον παράλογο τορπιλισμό του καταδρομικού “Έλλη” άφησαν στους Έλληνες δύο μήνες για να προετοιμαστούν. Οι άνδρες που κλήθηκαν υπό τα όπλα έφθαναν το πρώτο πρωί της επιστράτευσης στα κέντρα που είχαν ορισθεί σε πυκνές ομάδες. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει απερίγραπτες σκηνές ενθουσιασμού στα κέντρα αυτά, και μάλιστα ενθουσιασμού χωρίς κανένα ίχνος νότιου θεατρινισμού ή συναισθηματικής επιπολαιότητας. Ανάμεσα στους εκατοντάδες που είχαν ντυθεί με το χακί, και που τους είδα με τα μάτια μου, μόνον ένα είδα δακρυσμένο. Αποχαιρετούσε τους γονείς του που είχαν έρθει στο στρατόπεδο και έφευγε για το μέτωπο. Ο πατέρας, ένας χωρικός, του έδωσε το χέρι και τον άκουσα να λέει: “Μην κλαις. Αποφάσισε ήσυχα ότι θα σκοτωθείς. Αν πεθάνεις, επειδή δεν έχω άλλο παιδί, θα πάρω εγώ τη θέση σου στο μέτωπο”.
Παρόμοιες ιστορίες ακούγονται παντού στους δρόμους, όλες αυθόρμητες. Αν οι Ιταλοί είχαν στηρίξει τις πληροφορίες τους σε ανάλογες μικρές ιστορίες του λαού, και δεν βασίζονταν στις “βόμβες” των πρακτόρων τους, δεν θα είχαν υποστεί τόσες εκπλήξεις από τη στάση των Ελλήνων.
[...] Δέκα τέσσερις μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, η ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού στην Αθήνα εξακολουθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία, ότι ο λαός χαρακτηρίζει αυτόν τον πόλεμο ως δικό του πόλεμο και κυριαρχείται από το αίσθημα ότι με τον αγώνα του υπηρετεί το δίκαιο. Για έναν πτωχό λαό, που μόλις πριν από εκατό χρόνια θυσιάστηκε σύσσωμος και προτίμησε την πλήρη αθλιότητα για να ζήσει ελεύθερος, η εθνική του ανεξαρτησία, όσο και αν φαίνεται άποψη εκτός εποχής, δεν είναι έννοια χωρίς περιεχόμενο, ιδιαίτερα απέναντι σ’ ένα εχθρό όπως οι Ιταλοί.
[...] Ότι η Γερμανία, αργά ή γρήγορα, θα εισέλθει στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, κανένας πλέον δεν το αμφισβητεί εδώ, αν και τις πρώτες ημέρες εκδηλωνόταν η γνώμη ότι δεν θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες μια ουδετερότητα. Με το πρίσμα αυτό θα έπρεπε να ερμηνευθεί η εξαιρετικά άψογη στάση του αθηναϊκού πληθυσμού απέναντι στους Γερμανούς υπηκόους. Στους υπαλλήλους δόθηκαν αυστηρές εντολές να συμπεριφέρονται προς τους Γερμανούς, ακριβώς όπως και πριν. Και πράγματι δεν θίχτηκε ούτε τρίχα Γερμανού υπηκόου. Γι’ αυτό προξένησε πολύ κακή εντύπωση εδώ εκείνο που μεταδόθηκε από γερμανικό ραδιοσταθμό ότι οι υπήκοοι του Ράιχ στην Αθήνα υπέστησαν “κακή μεταχείριση”. Ένας μικρός αριθμός Γερμανών συνελήφθη, διότι δεν σεβόταν τις διατάξεις περί συσκότισης της πόλης, ή λόγω καταγγελιών. Ήδη όμως όλοι είναι πάλι ελεύθεροι, εκτός από τη Γερμανίδα γραμματέα ενός Ούγγρου “εμπόρου”, εναντίον του οποίου υπάρχουν σοβαρά στοιχεία. Όλες αυτές τις υποθέσεις διεκπεραίωσε με τόση ευσυνειδησία και αντικειμενικότητα ο διευθυντής του Τμήματος Αλλοδαπών Σπυρίδων Παξινός, ώστε η βρετανική πρεσβεία ζήτησε την αντικατάστασή του με άλλο πρόσωπο.
[...] Αν, πράγμα τελείως απίθανο, βρισκόταν τώρα μία ομάδα ανθρώπων αποφασισμένη να δημιουργήσει εσωτερικά ζητήματα στην κυβέρνηση, το εγχείρημα θα αντιμετωπιζόταν έγκαιρα χωρίς δυσκολία και θα αποτύγχανε εντελώς. Η θέση της κυβέρνησης είναι τώρα τόσο ισχυρή, ώστε θεώρησε ακίνδυνο για την ίδια, με την έναρξη του πολέμου, να απελευθερώσει ένα μεγάλο μέρος από τους πολιτικούς αντιπάλους της που ήταν εξόριστοι σε νησιά. Ανάμεσά τους απελευθερώθηκαν όχι μόνο πρώην κομμουνιστές, αλλά και πρόσωπα με δύναμη πολιτική που ανήκουν στην αντιπολίτευση, όπως για παράδειγμα ο καθηγητής Π. Κανελλόπουλος, που άλλοτε ήταν ένας από τους φανατικότερους εχθρούς του στρατηγού Μεταξά.
[...] Εν τω μεταξύ, η Αγγλία όλο και περισσότερο κατακτά πνευματικά και ψυχολογικά την Ελλάδα. Όχι μόνο οι ιταλικές, αλλά και οι ειδήσεις που προέρχονται από τη Γερμανία, δεν δημοσιεύονται στον ελληνικό Τύπο. Τα πρώτα βρετανικά πολεμικά φιλμ προβάλλονται ήδη στους αθηναϊκούς κινηματογράφους. Τους αξιωματικούς της βρετανικής αεροπορίας που εισέρχονται σε καφενεία δεν τους “σφυρίζουν” οι Έλληνες, όπως ισχυρίζεται το ιταλικό ραδιόφωνο, αλλά τους αγκαλιάζουν. Εναντίον του Έλληνα “προδότη” διεξάγεται επιτυχής προπαγάνδα. Τόσο η κυβέρνηση, όσο και ο πνευματικός κόσμος επιστρατεύουν τον απόδημο Ελληνισμό και τους οπουδήποτε φιλέλληνες.
Χάσαμε στην Ελλάδα ένα μικρό, αλλά καθόλου κακό φίλο.
[...] Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τελικά στη Γερμανία γι’ αυτόν τον λαό, θα πρέπει να βασίζονται οπωσδήποτε σε δύο βασικές προϋποθέσεις: στη γνώση της εν γένει ψυχικής διάρθρωσης της Ελλάδας και των ψυχολογικών αντιδράσεων των Ελλήνων. Αντίθετα, επιβάλλεται δυσπιστία απέναντι σ’ εκείνους που προβάλλουν τα προσωπικά τους συμφέροντα αντί για τα πραγματικά γεγονότα που δεν τους αρέσουν».
Χαμογελούσαν ειρωνικά οι Γερμανοί για τα όσα οι σύμμαχοί τους αντιμετώπιζαν στο Αλβανικό Μέτωπο. Αλλά και ο ίδιος ο Χίτλερ, όταν κατάλαβε ότι η Ιταλία δεν είχε καμιά ελπίδα για να καταβάλει την Ελλάδα, πήρε την απόφαση να βοηθήσει τη σύμμαχό του. Γράφει στον Μουσολίνι, ανάμεσα σε πολλές αιχμές:
«Βιέννη, 20 Νοεμβρίου 1940
Ντούτσε,
Επιτρέψτε μου να αρχίσω την παρούσα μου με τη διαβεβαίωση ότι η καρδιά και τα αισθήματά μου ήταν πάντα μαζί σας, περισσότερο παρά ποτέ, κατά το δεκαπενθήμερο που πέρασε. Θα ήθελα επίσης να σας πληροφορήσω για την απόφασή μου να πράξω κάθε τι που θα μπορούσε να σας ανακουφίσει κατά τις παρούσες περιστάσεις.
Όταν σας παρακάλεσα να με δεχθείτε στη Φλωρεντία, άρχισα το ταξίδι μου με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να σας ενημερώσω για τις απόψεις μου πριν από την έκρηξη της απειλητικής διενέξεως με την Ελλάδα, για την οποία είχα αόριστες μόνο πληροφορίες.
Επιθυμούσα, προπαντός, να σας πείσω να αναβάλετε τη δράση για λίγο, μάλλον σε καταλληλότερη εποχή, πάντως μέχρι να τελειώσουν οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδίως ήθελα να σας τονίσω την ανάγκη να μην αναληφθεί δράση πριν από την αστραπιαία κατάληψη της Κρήτης. Για την επιχείρηση αυτή ήθελα να σας κάνω πρακτικές προτάσεις για τη χρησιμοποίηση μιας μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και άλλης μιας αεροκίνητης μεραρχίας πεζικού επιθέσεως.
Η σειρά των γεγονότων, όπως εξελίχθηκαν εν τω μεταξύ μέχρι σήμερα, έχουν ψυχολογικές συνέπειες και στρατιωτικούς αντίκτυπους υψίστης σημασίας. Ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη να ριφθεί πλήρες φως σ’ αυτά.
Θα αναλύσω την κατάσταση στα μέρη που την συνθέτουν, καθώς έχω τη γνώμη ότι έτσι θα προκύψουν τα ενδεικνυόμενα συμπεράσματα για τα αναγκαία αντίμετρα.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Είναι δυσάρεστες, καθώς η ελληνική κατάσταση βαραίνει πολύ και δυσμενώς στις διπλωματικές προπαρασκευές που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Μιλώντας γενικά, αισθανόμαστε τις συνέπειες με την ενίσχυση της τάσεως να μην εκδηλωθούν πρόωρα εις όφελός μας, αλλά να περιμένουμε περαιτέρω εξελίξεις εκ μέρους διαφόρων εθνών.
Η Βουλγαρία, η οποία και πριν είχε δείξει ελάχιστη διάθεση να προσχωρήσει στο Τριμερές, τώρα είναι εντελώς αδιάφορη ακόμη και για τη σκέψη μιας τέτοιας αποφάσεως. Ακόμη και σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, είναι τώρα δυσκολότερο να διαπραγματευόμαστε μαζί της και να στρέψουμε τις σοβιετικές φιλοδοξίες προς Ανατολάς. Ο κ. Μολότωφ, αντιθέτως, άφησε να εννοηθεί ότι ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τα Βαλκάνια.
Επί του παρόντος, δεν μπορούμε απ’ αυτό να καθορίσουμε την εντύπωση που προξενήθηκε στη Γιουγκοσλαβία.
Αλλά και σ’ αυτήν ακόμη τη Γαλλία, αναμφισβητήτως υπάρχει αισθητή ενίσχυση της θέσεως εκείνων που κηρύσσουν την αναμονή και βεβαιώνουν ότι η τελευταία λέξη για τον παρόντα πόλεμο δεν έχει ακόμη λεχθεί.
Οι ψυχολογικές συνέπειες, αυτές καθεαυτές, δεν έχουν σημασία. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι το να μην γεννήσουν εμπόδια στις μελλοντικές μας επιχειρήσεις, κυρίως δε να μην αποτελέσουν αφορμή για έθνη, όπως η Γιουγκοσλαβία, να υιοθετήσουν στάση καθόλου φιλική, δεδομένου ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει, αν όχι καταστροφή, τουλάχιστον όμως ανεπιθύμητη εξάπλωση της συρράξεως.
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει η συμπεριφορά της Τουρκίας, καθώς η στάση της θα επηρεάσει αποφασιστικά εκείνη της Βουλγαρίας.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ. Αυτές είναι, Ντούτσε, πολύ σοβαρές.
Η Αγγλία θα αποκτήσει κάποιον αριθμό αεροπορικών βάσεων, που όχι μόνο θα την φέρουν κοντά στις πετρελαιοπηγές του Πλοεστίου, αλλά επίσης σε άμεση γειτνίαση με ολόκληρη τη Νότιο Ιταλία, ιδίως δε με τα λιμάνια επιβιβάσεως, τη μητροπολιτική Ιταλία και την Αλβανία.
Ενώ μέχρι τώρα οι ρουμανικές πετρελαιοπηγές δεν ήταν καν μέσα στην ακτίνα δράσεως των βρετανικών βομβαρδιστικών, αυτά πλησίασαν τώρα σε απόσταση πτήσεως μικρότερη των 500 χιλιομέτρων.
Τώρα, Ντούτσε, ένα πράγμα είναι σαφές: δεν υπάρχει τρόπος αποτελεσματικής προστασίας των πετρελαιοπηγών. Και αυτό ακόμη το αντιαεροπορικό μας πυροβολικό μπορεί με τα πυρά του να θέσει εξίσου σε κίνδυνο τέτοια ζώνη, όσο και ο επιτιθέμενος.
Αν καταστραφούν τα διυλιστήρια του πετρελαίου, η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη.
Η Νότιος Ιταλία και τα λιμάνια της, όσο και ολόκληρη η Αλβανία βρίσκονται τώρα μέσα στην ακτίνα δράσεως των βρετανικών βομβαρδιστικών. Είναι προφανές ότι η Αγγλία καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τις από αέρος ιταλικές επιθέσεις αντιποίνων που καταστρέφουν ελληνικές πόλεις. Από την άποψη αυτή, αποφασιστική σημασία παρουσιάζει η εναντίον των ιταλικών πόλεων επίθεση.
Θεωρώ δε ως εντελώς μάταιη την από ξηράς, από το αλβανικό έδαφος, επίθεση κατά των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αν τέτοια επίθεση επιχειρηθεί πριν από τον Μάρτιο.
Η καταστροφή των βρετανικών αεροπορικών βάσεων από αέρος πρέπει επίσης να αποκλείεται, με βάση τη μέχρι τώρα πείρα του πολέμου. Είναι ευκολότερο κανείς να καταστρέψει ο,τιδήποτε παρά μια αεροπορική βάση. Το γεγονός είναι ότι, όπως φοβόμουν, η Αγγλία κατέλαβε την Κρήτη. Πρόκειται να βάλει πόδι και σε κάποια άλλα νησιά και να εγκαταστήσει αεροπορικές βάσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ αυτών δε δύο κοντά στη Θεσσαλονίκη, και ίσως δύο στη Θράκη. Και αυτή η Ρόδος μπορεί τώρα να προσβληθεί από τα βαρέα βρετανικά καταδιωκτικά και αν, όπως φαίνεται, οι Άγγλοι εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις στη Δυτική Ελλάδα, όλες οι νότιες παραθαλάσσιες ιταλικές πόλεις και τοποθεσίες θα απειληθούν σοβαρά.
Από στρατιωτικής απόψεως, η κατάσταση αυτή αποτελεί απειλή. Από οικονομικής απόψεως τα όσα αφορούν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές πραγματικά προκαλούν τρόμο.
Προς αντιμετώπιση, προτείνω τα εξής μέτρα:
1. ΜΕΤΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
α. Πρέπει να πεισθεί η Ισπανία ώστε ΑΜΕΣΩΣ να εισέλθει στη σύρραξη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το νωρίτερο η ισπανική επέμβαση μπορεί να γίνει μέσα σε έξι εβδομάδες. Η ισπανική επέμβαση πρέπει να χρησιμεύσει για να εξουδετερώσουμε το Γιβραλτάρ και να αποκλείσουμε τα Στενά, για να μεταφέρουμε τουλάχιστον μία ή δύο γερμανικές μεραρχίες στο ισπανικό Μαρόκο ως ασφάλεια απέναντι σε κάθε πιθανή γαλλική αποσκίρτηση στο γαλλικό Μαρόκο ή στη Βόρειο Αφρική.
Δεδομένου ότι μια τέτοια αποσκίρτηση θα εξασφάλιζε, Ντούτσε, πεδία απογειώσεως στην αγγλογαλλική αεροπορία, πράγμα που θα ήταν καταστρεπτικό για ολόκληρη την Ιταλία, πρέπει να αποσοβηθεί αυτή με οποιαδήποτε θυσία, και όχι να αφεθεί στην ελπίδα ή την τύχη. Η πτώση του Γιβραλτάρ θα ισοδυναμούσε με την τοποθέτηση κλειδαριάς στο δυτικό άκρο της Μεσογείου. Έτσι η Αγγλία θα βρισκόταν στην ανάγκη να κατευθύνει τις μεταφορές της μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος, αυτό δε αρχικά θα προκαλούσε ελάττωση της πιέσεως και τελικά την εξάλειψη του Ανατολικού Μεσογειακού τομέα της μάχης – και την εξασφάλιση της Βορείου Αφρικής στην κυβέρνηση του Πεταίν.
β. Πρέπει να καταβάλουμε τώρα κάθε προσπάθεια για να αποτρέψουμε τη Ρωσία από την περιοχή των Βαλκανίων και να την κατευθύνουμε προς την Ανατολή.
γ. Πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε κάποιο είδος συνεννοήσεως με την Τουρκία, για να εξαλείψουμε την τουρκική πίεση στη Βουλγαρία.
δ. Η Γιουγκοσλαβία πρέπει να πεισθεί να παύσει να ενδιαφέρεται για τις παρούσες τάσεις της, και όταν αυτό θα είναι εφικτό, να ενδιαφερθεί για θετική συνεργασία μαζί μας προς εκκαθάριση της ελληνικής υποθέσεως.
Χωρίς εξασφαλίσεις εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας δεν υπάρχει περίπτωση να διακινδυνεύσουν επιχειρήσεις στη Βαλκανική, δεδομένου ότι αυτές θα είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
ε. Η Ουγγαρία πρέπει να επιτρέψει την άμεση διέλευση προς τη Ρουμανία μεγάλων γερμανικών σχηματισμών.
στ. Η Ρουμανία πρέπει να δεχθεί αυτή την αύξηση της γερμανικής ένοπλης δυνάμεως, με την έννοια ότι αυτή αντιπροσωπεύει τη δική της ασφάλεια.
Είμαι αποφασισμένος, Ντούτσε, να αντιδράσω με αποφασιστικές δυνάμεις απέναντι σε μια ενδεχόμενη απόπειρα των Βρετανών για να εγκαταστήσουν στη Θράκη οποιαδήποτε ουσιαστική βάση. Αυτό θα το πράξω με οποιονδήποτε κίνδυνο.
Δυστυχώς, εντούτοις, είμαι υποχρεωμένος να παραδεχθώ ότι βαλκανική εκστρατεία πριν από τον Μάρτιο είναι αδύνατη. Συνεπώς, οποιαδήποτε πίεση ή απειλή εναντίον της Γιουγκοσλαβίας θα ήταν ματαιοπονία, διότι το σερβικό Γενικό Επιτελείο γνωρίζει πολύ καλά ότι πρακτικά η πραγματοποίηση πριν από τον Μάρτιο μιας τέτοιας απειλής είναι αδύνατη. Πρέπει λοιπόν να προσπαθήσουμε να προσεταιρισθούμε τη Γιουγκοσλαβία με άλλα μέσα και μεθόδους.
2. ΜΕΤΡΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Το σπουδαιότερο, μου φαίνεται, είναι το κλείσιμο της Μεσογείου. Γι’ αυτόν τον σκοπό, θα ήθελα και θα επιχειρήσω να πείσω την Ισπανία, όπως ανέφερα προηγουμένως, να επέμβει τάχιστα στη σύρραξη, ώστε αρχικά να κλεισθεί η δυτική είσοδος.
Τώρα, Ντούτσε, νομίζω απαραίτητο να επιχειρήσετε να φθάσετε, όταν οι προπαρασκευές σας το επιτρέψουν, στη Μάρσα Ματρούχ, ώστε να εγκατασταθεί εκεί αεροπορική βάση. Αυτό θα επιτρέψει προπαντός και οριστικά την εκδίωξη, με ομαδικές επιθέσεις από Στούκας, του βρετανικού στόλου από την Αλεξάνδρεια και, σε δεύτερο στάδιο, την πλήρωση της διώρυγας του Σουέζ με νάρκες, με τη χρησιμοποίηση βομβαρδιστικών μεγάλης ακτίνας δράσεως, έτσι ώστε να καταστεί αχρησιμοποίητη για μεταφορές.
Θεωρώ επίσης απαραίτητο να προβούμε σε συστηματική συνένωση των αεροπορικών μας στόλων εναντίον των κρισίμων στόχων. Ο παρών πόλεμος απέδειξε αναμφισβήτητα ότι οι επιθέσεις εναντίον του αμάχου πληθυσμού δεν έχουν καμιά σημασία. Αντίθετα, με πολλές ελπίδες επιτυχίας είναι οι ομαδικοί βομβαρδισμοί σημαντικών στρατιωτικών ή οικονομικών στόχων. Στη Μεσόγειο θα εξακολουθήσει να είναι ο υπ’ αριθμόν 1 κατά σειρά προτεραιότητος, η εκδίωξη του βρετανικού στόλου από τα κρησφύγετά του. Κατά τον δικό μου τρόπο σκέπτεσθαι, πρέπει εναντίον του βρετανικού στόλου να συγκλίνει η σφοδρότητα της ενωμένης επιθέσεώς μας, χωρίς όμως αυτό να αποτρέπει τη στενή προστασία των στρατευμάτων που μάχονται στην Αλβανία. Πρέπει να αρχίσουμε αδιάκοπη επαγρύπνηση και συνεχή επίθεση εναντίον κάθε εμπορικού πλοίου που πλέει στα ύδατα της Μεσογείου και φέρει την εχθρική σημαία. Και το ότι αυτό είναι δυνατόν, Ντούτσε, αποδεικνύεται από τον εναέριο πόλεμο στη Βόρειο Θάλασσα, όπου η βρετανική ναυτιλία τολμά να πλέει μόνο με την προστασία των αντιτορπιλικών και κοντά στις ακτές.
Γι’ αυτόν τον σκοπό, Ντούτσε, σας προτείνω να αποσύρετε τις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις που συνεργάζονται μαζί μας στη Δύση, εκτός των υποβρυχίων, των οποίων η αποτελεσματικότητα αυξάνει συνεχώς. Οι δυνάμεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν τώρα σε σημαντικότερο θέατρο πολέμου. Οι εν λόγω δυνάμεις βρίσκονται τώρα στον τομέα της Μάγχης σε εποχή πολύ δυσμενή και υποφέρουν από τις κλιματολογικές συνθήκες, που είναι γι’ αυτές τόσο επίπονες, όπως θα ήταν για μας σε καλοκαιρινό καιρό το μεσημβρινό κλίμα. Οπωσδήποτε, έχω τη γνώμη ότι το ζήτημα της Μεσογείου πρέπει να ξεκαθαρισθεί αυτόν τον χειμώνα, καθώς ακριβώς αυτή την εποχή είναι σκόπιμη η χρησιμοποίηση των γερμανικών δυνάμεων, ενώ εξάλλου η χρησιμοποίηση ιταλικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη, κατά την εποχή αυτή του χρόνου, είναι ακατάλληλη για λόγους κλιματολογικούς.
Θα ήθελα την άνοιξη, και το αργότερο την πρώτη Μαΐου, να έχουν επιστρέψει οι ένοπλες γερμανικές μου δυνάμεις. Απ’ αυτό επομένως καθορίζεται και ο χρόνος της ενέργειάς μας.
Για τη συνεργασία των εναερίων όπλων μας στη Μεσόγειο, θα ήθελα αρχικά να σας στείλω σχηματισμό Ju88 (Στούκας), με τα απαραίτητα σκάφη αναγνωρίσεως, μεγάλα μαχητικά κλπ.
Δεν συζήτησα ακόμη τις λεπτομέρειες του ζητήματος αυτού με τον Στρατάρχη Γκαίριγκ και θα αφήσω σ’ αυτόν να καθορίσει οριστικά τις αναλογίες σύμφωνα με την κρίση του. Θα έχουμε έτσι, Ντούτσε, στον τομέα της Μεσογείου δύο μεγάλες ζώνες επιχειρήσεων. Την ιταλική, η οποία ουσιαστικά κυριαρχεί στον ιταλοαλβανικό ουρανό καθώς και την αιγυπτιακή ζώνη, και γερμανική έκταση επιχειρήσεων, η οποία, λόγω των βομβαρδιστικών μας μεγάλης ακτίνας, θα περιλαμβάνει προπαντός την Ανατολική Μεσόγειο. Με συνετή χρησιμοποίηση των εναερίων μας δυνάμεων μέσα σε τρεις ή τέσσερις μήνες, η Μεσόγειος θα γίνει ο τάφος του αγγλικού στόλου.
Αυτό θα είναι το αποφασιστικό προοίμιο της στρατιωτικής επιχειρήσεως, η οποία αισθάνομαι ότι μπορεί να αναληφθεί πριν από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου, και εναντίον αυτής ακόμη της Ελλάδος. Θεωρώ το χρονικό αυτό διάστημα απαραίτητο, για τον απλό λόγο ότι θα είναι αδύνατον να συγκεντρωθούν, πριν από την εποχή αυτή, στη Ρουμανία δυνάμεις τέτοιες, ώστε σε οποιαδήποτε περίπτωση να εξασφαλισθεί η επιτυχία.
Μόνο σ’ αυτήν την εποχή μπορούμε να περιμένουμε επιτυχία μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Επί του παρόντος, η υπόθεση της Αιγύπτου μπορεί να τεθεί εντελώς κατά μέρος. Μετά από πολλή σκέψη πείσθηκα ότι επίθεση κατά του Δέλτα του Νείλου θα είναι εντελώς αδύνατη πριν από το φθινόπωρο του επόμενου χρόνου. Το σημαντικότερο όμως μου φαίνεται ότι θα είναι η κατάληψη θέσεως κοντά στη Μάρσα Ματρούχ, από την οποία να μπορούμε να σφυροκοπήσουμε τον αγγλικό στόλο με Στούκας υπό την προστασία καταδιωκτικών.
Αλλά και από ψυχολογικής ακόμη απόψεως, τα μέτρα αυτά θα διευκολύνουν την κατάσταση και θα δημιουργήσουν και πάλι ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τον Άξονα.
Σας κοινοποιώ τις σκέψεις αυτές, Ντούτσε, με τη θερμότερη εγκαρδιότητα φίλου που είναι έτοιμος να σας βοηθήσει με τον μεγαλύτερο φανατισμό για να μπορέσετε να υπερνικήσετε την κρίση, μέσα στον μικρότερο δυνατό χρόνο, και να μετατρέψετε μια φαινομενική αποτυχία σε κατάσταση που θα επιβάλει οριστική ήττα στον εχθρό.
Με τις καλύτερες εγκάρδιες ευχές και την έκφραση πιστής συναδελφοσύνης.
ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ»
Στην πραγματικότητα, η επιστολή αυτή του Χίτλερ είναι ένα προσεκτικά και διπλωματικά διατυπωμένο κατηγορητήριο εναντίον του φίλου και συμμάχου του. Ο Μουσολίνι αισθάνεται έντονη την ανάγκη να δικαιολογηθεί και, φυσικά, είναι πλέον πρόθυμος να αποδεχθεί όλες τις υποδείξεις που του υποβάλλονται.
«22 Νοεμβρίου 1940-ΧΙΧ
Φύρερ,
Λυπάμαι που η επιστολή μου της 19ης Οκτωβρίου δεν έφθασε εγκαίρως, ώστε να σας δοθεί η ευκαιρία να εκφράσετε την άποψή σας σχετικά με τη ενέργεια που είχε σχεδιασθεί κατά της Ελλάδος – άποψη, την οποία θα είχα ακολουθήσει πιστά, όπως και σε άλλες περιστάσεις.
Η πορεία των ιταλικών δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα, ύστερα από γρήγορη και ευοίωνη έναρξη, ανακόπηκε, πράγμα που επέτρεψε στις ελληνικές δυνάμεις να αναλάβουν την πρωτοβουλία.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους:
α. Την κακοκαιρία, που λόγω ραγδαίων βροχών σταμάτησε την προέλαση των μηχανοκινήτων φαλάγγων. Μια τεθωρακισμένη μεραρχία, για παράδειγμα, κυριολεκτικά βυθίστηκε στη λάσπη.
β. Τη στάση της Βουλγαρίας, που επέτρεψε στους Έλληνες να αποσύρουν οκτώ μεραρχίες που είχαν στη Θράκη και που ήλθαν σε ενίσχυση εκείνων που ήδη μας αντιμετώπιζαν.
γ. Την ολοκληρωτική σχεδόν λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων, οι οποίες στασίασαν εναντίον των μονάδων μας. Μία μόνη από τις μεραρχίες μας αναγκάσθηκε να αφοπλίσει 6.000 Αλβανούς και να τους στείλει στα μετόπισθεν.
Αυτά ανήκουν στο παρελθόν και δεν πρέπει να αποτελέσουν λόγους ανησυχίας, αν και πλήρως αντιλαμβάνομαι ότι αυτές οι εξελίξεις πιθανόν να προκάλεσαν δυσμενείς αντικτύπους.
Ήδη η Ιταλία ετοιμάζει τριάντα μεραρχίες, με τις οποίες κυριολεκτικά θα κατακλύσει την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους βομβαρδισμούς των νοτίων ιταλικών πόλεων, οι οποίοι προκαλούν μικρές ζημιές.
Θα ήθελα να φέρω την προσοχή σας σε δύο θέματα:
ΙΣΠΑΝΙΑ. Το ισπανικό «ατού» μπορεί να παιχθεί. Είμαι διατεθειμένος να συναντήσω τον Φράνκο, ώστε να εξασκήσω την απαραίτητη πίεση για να πετύχω την είσοδό του στη σύρραξη.
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Το «ατού» αυτό σήμερα είναι ακόμη σπουδαιότερο. Είμαι πρόθυμος να εγγυηθώ τα σημερινά σύνορα και να παραχωρήσω τη Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία, με τους εξής όρους: α) ότι η Γιουγκοσλαβία θέλει να προσχωρήσει στο Τριμερές Σύμφωνο, β) ότι θα παροπλίσει την Αδριατική, και γ) ότι η επέμβασή της θα κανονισθεί έτσι ώστε οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να συμμετάσχουν στον αγώνα μόνον αφού η Ελλάδα πάρει το πρώτο μαστίγωμα αποκλειστικά από τους Ιταλούς.
Είμαι σύμφωνος από τώρα στις ανωτέρω κατευθύνσεις και σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα θεωρείτε απαραίτητη για πραγματοποίησή τους.
Θεωρώ αναγκαίο, υπό τις παρούσες συνθήκες, την ένταση της συνεργασίας των εναερίων όπλων μας.
Και εγώ πέρασα τη μαύρη μου εβδομάδα, αλλά το χειρότερο πέρασε.
Η εσωτερική κατάσταση της Αγγλίας, όπως προκύπτει από πληροφορίες που πήραμε, φαίνεται πράγματι σοβαρή, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα της καταρρεύσεως.
Δεχθείτε, Φύρερ, τους χαιρετισμούς μου.
ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ»
Η ελληνική αντίδραση στην επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν άφησε περιθώρια χειρισμών. Η μόνη ελπίδα που διαφαίνεται για τον Μουσολίνι είναι η οργάνωση μιας εξαιρετικά εκτεταμένης αντεπίθεσης, της «εαρινής», αλλά ο Χίτλερ δεν της αποδίδει καμιά σημασία. Προτιμά να κάνει τις δικές του κινήσεις που κατά τη γνώμη του θα εξασφαλίσουν τις εξελίξεις. Εκτός από τις στρατιωτικές προετοιμασίες, που τις αναθέτει στο επιτελείο του, κάνει και μια σειρά κρίσιμων διπλωματικών κινήσεων, όπως αναφέρει στην επιστολή του, με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1940:
«Ντούτσε,
Ο Στρατάρχης Μιλχ, που θα έχει την τιμή να γίνει δεκτός από σας, και ο οποίος είναι ο κομιστής αυτής της επιστολής, επιφορτίσθηκε από τον Στρατάρχη του Ράιχ Γκαίριγκ να θέσει εκ νέου ενώπιόν σας, Ντούτσε, καθώς και ενώπιον των επιλεγέντων και υποδειχθέντων από σας αρχηγών των ιταλικών δυνάμεων, προτάσεις σύμφωνα με τις υποδείξεις που αναφέρονται στην τελευταία μου επιστολή. Ο Στρατάρχης Μιλχ είναι ένας από τους διαπρεπέστερους αξιωματικούς της γερμανικής Αεροπορίας. Είναι αρμόδιος και εξουσιοδοτημένος να μιλήσει για όλα τα ζητήματα, και συνεπώς να προβεί σε όλες τις συμφωνίες που εμπίπτουν στον σκοπό της αποστολής του.
Οι μονάδες της γερμανικής Αεροπορίας που θα διατεθούν γι’ αυτούς τους σκοπούς θα υπαχθούν σε ειδική διοίκηση, ενώ θα ήθελα αυτές να αποσυρθούν αμέσως μόλις εκπληρώσουν την αποστολή τους. Εφόσον θα ήταν εφικτό, θα ήθελα να μου επιστραφούν αυτές οι δυνάμεις στις αρχές Φεβρουαρίου, ώστε να χρησιμοποιηθούν για άλλη αποστολή. Ελπίζω ότι, παρά το περιορισμένο του χρόνου, Ντούτσε, θα συμβάλουν σημαντικά στην καταστροφή της βρετανικής θέσεως στη Μεσόγειο.
Με χαρά σημειώνω ότι η κατάσταση στην Αλβανία παγιώνεται και ότι έτσι δημιουργείται η αναγκαία προϋπόθεση για την αντεπίθεση που έχει προετοιμασθεί. Εν τω μεταξύ μετέφερα στον Στρατηγό Αντονέσκου τη γνώμη μου για τη σκοπιμότητα μιας επιθέσεως με γερμανικές δυνάμεις κατά της Θεσσαλονίκης.
Φθάσαμε σχετικά σε συμφωνία, που εν πάση περιπτώσει θα καταστήσει δυνατή:
α. Την εξασφάλιση της Ρουμανίας από κάθε απειλή.
β. Την έναρξη προετοιμασιών για ενδεχόμενη επίθεση γερμανικών δυνάμεων, μέσω Βουλγαρίας, προς την κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης. Οι σχετικές διαταγές εκτελέσεως ήδη ετοιμάζονται.
ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Συνομίλησα με τον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Μάρκοβιτς. Προσπάθησα να τον πείσω για τη μοναδική γι’ αυτούς ευκαιρία που τους παρουσιάζεται να προσχωρήσουν στον Άξονα – που ούτως ή άλλως θα νικήσει – και να αποκαταστήσουν φιλικές σχέσεις που θα τους επιτρέψουν να ικανοποιήσουν τις γιουγκοσλαβικές βλέψεις. Τις βλέψεις αυτές, αν συνεχίσουν τη σημερινή πολιτική τους, δεν μπορούν να τις δουν να πραγματοποιούνται ούτε στο όνειρό τους.
Επί του παρόντος, Ντούτσε, δεν ανέφερα για γερμανικές και ιταλικές εγγυήσεις, αλλά περιορίσθηκα στην αναγκαιότητα να συναφθεί Σύμφωνο μη επιθέσεως.
Αν αυτό θα είναι αρκετό, νομίζω ότι από ψυχολογικής απόψεως θα είναι ευκολότερο να υποστηρίξουμε τις απόψεις μας ενώπιον της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας.
Επίσης, δεν κατόρθωσα καν να θίξω το ζήτημα του παροπλισμού της Γιουγκοσλαβίας στην Αδριατική. Η ανακοίνωση, συνεπώς, ότι αυτό δεν αποτελεί για την Ιταλία όρο απαράβατο, υπήρξε απολύτως ικανοποιητική. Δεν μπορώ να πω, αν με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε τη Γιουγκοσλαβία με το μέρος μας. Μόλις πάρω απάντηση από το Βελιγράδι ή μόλις καθορισθεί άλλη σύσκεψη, Ντούτσε, αμέσως θα σας ειδοποιήσω.
ΡΩΣΙΑ. Όπως πιθανόν να γνωρίζετε, η Ρωσία αύξησε τις προσπάθειές της για να αποκτήσει επιρροή στη Βουλγαρία. Αν η βουλγαρική κυβέρνηση είχε από την αρχή προσχωρήσει στο Τριμερές, τώρα δεν θα ήταν αντικείμενο τόσης πιέσεως. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι θα ξεπεράσουμε την κρίση αυτή, καθώς μόνο με μια τέτοια περίπτωση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιτύχουμε και με τη Μόσχα συμφωνία λογική και χρήσιμη σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
ΙΣΠΑΝΙΑ. Λόγω των περιστατικών που προαναφέρθηκαν, θεωρώ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να καταλήξουν σε οριστική απόφαση η ισπανική κυβέρνηση και ο Καουντίλιο, για την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο.
ΓΑΛΛΙΑ. Το πρόβλημα σήμερα παρουσιάζεται ως εξής: Δεν έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για τη στάση της κυβερνήσεως του Βισύ. Τώρα, όπως και άλλοτε, έχω τη γνώμη ότι δεν υπάρχει κάτι το κοινό ανάμεσα στη γαλλική κυβέρνηση και τον Ντε Γκωλ. Πλην όμως οι περιστάσεις επιβάλλουν φρόνηση. Και το παραμικρότερο σφάλμα μπορεί να προκαλέσει την απόσπαση της Βορείου και Δυτικής Αφρικής από το Βισύ, και να δούμε τις Κτήσεις αυτές να προσφέρουν στην Αγγλία βάση επιχειρήσεων, πράγμα που θα ήταν επικίνδυνο για μας.
Η εκλογή του στρατηγού Βεϋγκάν, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να αποκαταστήσει την τάξη, δεν με ικανοποιεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατοχή των Στενών του Γιβραλτάρ είναι υψίστης σημασίας. Μόνον η κατοχή τους θα μπορέσει να κάνει την κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ευνοϊκή για μας. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε απόπειρα αποβάσεως. Επομένως, σήμερα θα απευθύνω πάλι επίμονη παράκληση στον Φράνκο για να καθορίσει οριστικά ημερομηνία για την είσοδό του στον πόλεμο, για να μπορέσουμε να αρχίσουμε τις στρατιωτικές μας προετοιμασίες. Όσο το γρηγορότερο, τόσο το καλύτερο. Επειδή δε δεν μου είναι δυνατόν να απλώσω τις γερμανικές δυνάμεις σε μακρινά μέτωπα, θα ήθελα να έχουν επιστρέψει αυτές τον Απρίλιο, έτσι ώστε να μπορώ να περιμένω με φοβερή προπαρασκευή στο κέντρο, την προσεχή φάση του αγώνα με την Αγγλία.
Αμέσως μόλις τα γεγονότα το επιβάλουν, θα πάρουμε οριστικές αποφάσεις, Ντούτσε, και νομίζω ότι θα πρέπει να συναντηθούμε πάλι.
Στην περίπτωση αυτή θα είμαι διατεθειμένος να μεταβώ οπουδήποτε – ίσως στο Μπρένερ – για να συζητήσουμε προφορικά τα προβλήματα, καθώς είναι ανιαρό και δύσκολο να τα χειρίζεται κανείς εγγράφως.
Τελειώνω την παρούσα μου, Ντούτσε, με την ατράνταχτη πεποίθηση ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες, ή σε λίγους μήνες, χάρις στα ενωμένα πλήγματά μας και παρά τις αναπόφευκτες ταλαντεύσεις, θα έχουμε προωθήσει την κατάσταση υπέρ μας, και ότι, ο,τιδήποτε και αν συμβεί, αργά ή γρήγορα, ο κυριότερος αντίπαλός μας, η Αγγλία, θα καταρρεύσει – και αυτό έχει σημασία.
Με τη σταθερή αυτή ελπίδα, σας χαιρετώ με παλιά και εγκάρδια συναδελφοσύνη.
ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ»
Παρά την προσεγμένη διατύπωση των επιστολών, ο Φύρερ έχει χάσει την εμπιστοσύνη του προς τον Ντούτσε και παίρνει αποφασιστικά την πρωτοβουλία. Οι επιχειρήσεις στα Βαλκάνια πρέπει να τελειώσουν όσο γίνεται γρηγορότερα. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο κύριοι εταίροι του Άξονα πρέπει να ανασκουμπωθούν για τα καλά...

Κοινή ιταλογερμανική στρατιωτική δράση δεν θα υπάρξει στην Ελλάδα για να επιτευχθεί η καθυπόταξή της μέχρι να αρχίσει η Κατοχή τον Απρίλιο του 1941. Για κάποιο μεγάλο διάστημα η Γερμανία προσπαθεί να αποφύγει τη δική της άμεση εμπλοκή, εξαντλώντας τα περιθώρια πολιτικών «λύσεων» μέσα από σχεδιασμούς ανατροπής του Μεταξά ή επιβολής ανακωχής στο ελληνοϊταλικό Μέτωπο.

* Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Ιστορία της Κατοχής", σελ. 77-98, α΄ τόμ., Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013.