Οι εκδόσεις Historia αναγγέλλουν
δύο νέες εκδόσεις τους:
Οι εκδόσεις Historia αναγγέλλουν
δύο νέες εκδόσεις τους:
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ...
Του Δημοσθένη Κούκουνα
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ:
Η ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Του Δημοσθένη Κούκουνα*
Η μνήμη της Ελένης Παπαδάκη κατά καιρούς αναμοχλεύεται, άλλοτε με
καλή προαίρεση και άλλοτε με σκοπιμότητα. Το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα
ανούσιο και ανόσιο έγκλημα δεν ανατρέπεται φυσικά, ούτε με οποιαδήποτε
μεθόδευση μπορεί να διαψευσθεί η κοινή λογική.
Η δολοφονία είχε βεβαίως διαπραχθεί
από άτομα που ανήκαν στην αριστερή παράταξη κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, οπότε
εκδηλώθηκε η πρώτη ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στην εαμική αντίσταση
και τον ελληνικό αστικό κόσμο, συσπειρωμένο πλέον και υπό την προστασία της
Βρετανίας. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκεμβρίου 1944, τα τραύματα και
τα μίση που είχαν σωρευτεί κατά την κατοχική περίοδο ξέσπασαν σε ένα κύμα βίας
εναντίον ενόχων και αθώων. Αυτό το κύμα βίας δεν αποτέλεσε ελληνική πρωτοτυπία,
αλλά εκδηλώθηκε με καθυστέρηση στην ελληνική πρωτεύουσα, που σε αντίθεση με
άλλες ευρωπαϊκές είχε βιώσει μια αναίμακτη απελευθέρωση μερικές εβδομάδες
νωρίτερα.
Αρκετά νωρίς, η ηγεσία αυτής της
παράταξης θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τη συγκεκριμένη δολοφονία και είναι
χαρακτηριστική η αποστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη στην εισήγησή του στη 12η
Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ: «…Το κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι
τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη, είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν
να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά».
Ένας τότε οπαδός του, που παράλληλα
ήταν άμεσα εμπλεκόμενος με την υπόθεση της δολοφονίας, ο ηθοποιός Δημήτρης
Μυράτ, θα γράψει σχετικά: «Όταν γύρισε από τη Γερμανία, όπου ήταν αιχμάλωτος,
μετά τη λήξη του πολέμου, ο τότε γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης μίλησε στον
κατάμεστο κινηματογράφο Τιτάνια της
οδού Πανεπιστημίου, κάνοντας αυτοκριτική του κόμματος στη διάρκεια της
δικτατορίας και της Κατοχής. Και μιλώντας για το περίεργο, ύποπτο θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί, κίνημα του Δεκεμβρίου, μοιραία έφτασε στη δολοφονία της
Παπαδάκη και χρησιμοποίησε τη φράση του Φουσέ: Ήταν περισσότερο από έγκλημα,
ήταν σφάλμα. Ήμουν παρών σε εκείνη τη συγκέντρωση και το άκουσα».
Η εν είδει συγγνώμης γενναιόψυχη στάση
του Ζαχαριάδη δεν επανέφερε την Παπαδάκη στη ζωή, ούτε θα έκλεινε το θέμα
οριστικά. Διάφοροι βασιλικότεροι του βασιλέως επιχειρούν κατά καιρούς να
…δικαιολογήσουν τη δολοφονία, επικαλούμενοι ξανά και ξανά το ότι ήταν «φιλενάδα
του Ράλλη» ή ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς αξιωματικούς. Τελικά μάλιστα,
εφευρέθηκε και μια άλλη εκδοχή, ότι την Παπαδάκη την σκότωσαν πράκτορες της
Ιντέλιτζενς Σέρβις για να εκθέσουν το ΚΚΕ! Χρειάζεται όντως πολλή ψυχραιμία για
να μπορεί κανείς να δει τα πραγματικά γεγονότα, απαλλαγμένα από τις σκόπιμες
διαστρεβλώσεις και τα «στοιχεία» της εικονικής φαντασίας.
Ουσιαστικά όμως το έγκλημα
συγκαλύφθηκε αμέσως μετά την τέλεσή του. Και η συγκάλυψη έγινε με το να
εκτελεσθεί εκείνος που είχε διατάξει την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, ο
διοικητής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ένας 23χρονος ονόματι Ορέστης (που δεν
είχε καμιά σχέση με τον συνονόματό του καπετάν Ορέστη, διοικητή της 2ης
Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, τον Ανδρέα Μούντριχα). Ωστόσο και το περιστατικό αυτό, όπως
και τόσα άλλα, δεν είναι ξεκάθαρο. Άλλωστε κατά κανόνα έχουν γίνει
μεταγενέστερα πολλές στρεβλώσεις των πραγματικών γεγονότων προκειμένου να
υποστηριχθούν διάφορες εκδοχές, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους.
Ο φυσικός αυτουργός, ο Βλάσης
Μακαρώνας, ο οποίος ενώπιον του δικαστηρίου είχε ομολογήσει τη δολοφονία της
Παπαδάκη, καταδικάσθηκε σε θάνατο και αργότερα εκτελέσθηκε. Αλλά αυτός ήταν ο
τελευταίος τροχός της αμάξης, καθώς τη διαταγή για την εκτέλεσή της την είχε
λάβει από τον διοικητή της Πολιτοφυλακής, τον νεαρό Ορέστη. Η διαταγή είχε
δοθεί το βράδυ της ημέρας που συνελήφθη η Παπαδάκη στο σπίτι των Μυράτ, 21
Δεκεμβρίου 1944, και τις επόμενες ώρες ο Μακαρώνας εκτέλεσε πειθήνια την εντολή
που είχε.
Ήδη όμως από
τριημέρου, δηλαδή από τις 18 Δεκεμβρίου, στο κτίριο της Πολιτοφυλακής είχε
εγκατασταθεί ένα κομματικό στέλεχος που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εν λόγω
Ορέστη, επειδή υπήρχαν καταγγελίες εις βάρος του. Αυτός λεγόταν Νικόλαος
Ανδρικίδης και επί λέξει είχε καταθέσει ενόρκως αργότερα (28.4.1945): «…Εγώ
μετά ταύτα μετέβην εις την 7ην Αχτίδαν. Ο Γραμματεύς αυτής με ετοποθέτησεν εις
την Πολιτοφυλακήν του 16ου τμήματος διά να παρακολουθήσω το τμήμα επειδή ο
Διοικητής αυτού με άλλους πολιτοφύλακας δεν ειργάζοντο κανονικά. Κατά την
παρακολούθησιν που έκαμνα επί 4 ημέρας, παρετήρησα ότι ο Διοικητής,
Υποδιοικητής και δύο άλλοι πολιτοφύλακες, μαζί με τρεις γυναίκες είχαν δημιουργήσει
γκαρσονιέραν και επεδίδοντο εις ακολάστους πράξεις, διά να προσπορισθούν
διάφορα έξοδα ελήστευον ανθρώπους και άλλους άφηναν ελευθέρους επί καταβολή
λιρών. Τούτους συνέλαβον και παρέδωσα εις κομματικόν Δικαστήριον παρά το
Περιστέρι και εξετελέσθησαν μαζί με τις γυναίκες…».
Περιγράφει τον «Ορέστη», αλλά καμία
λέξη για την Παπαδάκη σ’ αυτή την κατάθεσή του. Μερικούς μήνες αργότερα, τον
Νοέμβριο 1945, γίνεται η δίκη του Ανδρικίδη. Ο Ριζοσπάστης έχει αναλυτικό ρεπορτάζ (1.12.1945): «Στο πενταμελές
εφετείο δικάσθηκε χθες ο πολιτοφύλακας Ν. Ανδρικίδης με την κατηγορία ότι το
Δεκέμβρη του 44 συνέλαβε τον καπετάν Ορέστη, διοικητή της πολιτοφυλακής
Πατησίων, τρεις πολιτοφύλακες και τις γυναίκες Ευσταθίου, Καλλαντζή και
Κωνσταντοπούλου. Ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν σε
θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ, για ορισμένες υπερβασίες που
διέπραξαν κατά τη λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και συγκεκριμένα για την
εκτέλεση της ηθοποιού Παπαδάκη, λεηλασίες και άλλες εγκληματικές ενέργειες. Οι
τρεις γυναίκες καταδικάσθηκαν επίσης από το στρατοδικείο του ΕΛΑΣ σε θάνατο γιατί
μετέδιδαν πληροφορίες στρατιωτικής φύσης στον εχθρό. Χθες εκδικάσθηκε μόνο η
υπόθεση της σύλληψης των τριών γυναικών. Ο μάρτυρας κατηγορίας Μαρινόπουλος
παραδέχθηκε ότι ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν από τον
ΕΛΑΣ σε θάνατο για υπερβασίες. Επίσης κατέθεσε ότι οι τρεις γυναίκες πιάσθηκαν
σε μια γκαρσονιέρα με τον Ορέστη και τους 3 πολιτοφύλακες και ότι εκτελέσθηκαν
γιατί μετέδιδαν πληροφορίες σε «εθνικιστικές οργανώσεις». Ο ηθοποιός Δ. Μυράτ,
μάρτυρας της υπεράσπισης, κατάθεσε ότι όπως πληροφορήθηκε, την ηθοποιό Παπαδάκη
και τους αστυνομικούς εξετέλεσε ο καπετάν Ορέστης. Για την υπερβασία του αυτή
καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στην απολογία του ο Ανδρικίδης δήλωσε θαρραλέα ότι από
το 1934 είναι μέλος του τιμημένου ΚΚΕ και ότι είναι περήφανος γι’ αυτό. (Ο
πρόεδρος όμως του δικαστηρίου κ. Ευθυμίου ενοχλούμενος απαγόρευσε στον
Ανδρικίδη να εξιστορήσει τη δράση του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Σε
συνέχεια ο Ανδρικίδης είπε ότι το Δεκέμβρη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή
Παγκρατίου, διατάχθηκε να ενεργήσει ανακρίσεις στην Πολιτοφυλακή Πατησίων, όπου
σύμφωνα με πληροφορίες γίνονταν υπερβασίες. Πράγματι διαπίστωσε ότι ο καπετάν
Ορέστης και τρεις πολιτοφύλακες ευθύνονταν για την εκτέλεση στην Ούλεν της
ηθοποιού Παπαδάκη, των αστυνομικών καθώς και για ληστείες σε διάφορα σπίτια.
Έπειτα από την εξακρίβωση των γεγονότων αυτών διατάχθηκε η σύλληψή τους η οποία
και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια γκαρσονιέρα. Από τις ανακρίσεις προέκυψε ότι
οι 3 γυναίκες που συνελήφθησαν μαζί με τον Ορέστη στη γκαρσονιέρα έκαναν
κατασκοπεία σε βάρος του μαχομένου ΕΛΑΣ. Το έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ τις
καταδίκασε σε θάνατο για υπερβασίες, εγκατάλειψη θέσης, καταχρήσεις και
εκμαυλισμό. Η εκτέλεση επρόκειτο να γίνει δημοσία στην πλατεία Κολιάτσου, είχε
μάλιστα προαγγελθεί στο λαό με τα χωνιά. Επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να
πολυβοληθεί ο κόσμος που θα μαζευόταν, από τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, ο καπετάν
Ορέστης εκτελέσθηκε στο Γαλάτσι. «Οι τρεις γυναίκες, κατέληξε ο Ανδρικίδης,
έμειναν στο Περιστέρι και δεν ξέρω ποια είναι η τύχη τους. Πάντως για την
υπόθεση αυτή εμείς υπερηφανευόμαστε». Ο γνωστός εισαγγελέας κ. Βασιλόπουλος
ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γιατί… ομολόγησε την πράξη του. Το
δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο. Συνήγοροι οι κ.κ. Μιράσγεζης, Σταθόπουλος και
Κοντογιαννάκης».
Ανάμεσα όμως στους έντεκα μήνες που
έχουν περάσει από τη δολοφονία της Παπαδάκη μέχρι την πρώτη αυτή δίκη του
Ανδρικίδη, έχει μεσολαβήσει η ξεκάθαρη τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι
του συγκεκριμένου εγκλήματος, οπότε ο κατηγορούμενος Ανδρικίδης υποστηρίζει ότι
πήγε στην Πολιτοφυλακή Πατησίων για να τιμωρήσει τους υπαίτιους της εκτέλεσης,
ενώ στην πραγματικότητα είχε πάει τέσσερις ημέρες νωρίτερα και συνεπώς ήταν
εκεί όταν έγινε!
Το επόμενο περίεργο γεγονός που
προκύπτει, είναι ότι είχε προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισής του ο Δημήτρης
Μυράτ. Και εδώ εμφανίζεται μια απορία: ποια ιδιότυπη σχέση συνέδεε τους δύο
τους; Πολλά χρόνια αργότερα, ο Μάνος Ελευθερίου θα φέρει στη δημοσιότητα μια
επιστολή του Μυράτ (με ημερομηνία 31.12.1978), μια από τις πολλές που είχε
στείλει προς τον Ανδρικίδη: «Αγαπητέ Νίκο, Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένος ο
Καινούριος Χρόνος. Σʼ ευχαριστώ για τη φωτοτυπία. Μόλις ησυχάσω θα σου γράψω περισσότερες λεπτομέρειες για την περιβόητη σύλληψη [της Ελένης Παπαδάκη, φυσικά]. Εσωκλείω δύο διπλές προσκλήσεις, που ισχύουν
για οποιαδήποτε μέρα, ελεύθερες από κάθε επιβάρυνση. Θα ήταν άδικο να πληρώσης
το θέατρο του φίλου σου. Χαίρω που ξέμπλεξες με τα συνταξιοδοτικά. Γιατί να
πάνε τόσοι ωραίοι αγώνες, όπως ο δικός σου και των άλλων παληκαριών, χαμένα;
Ακόμα κι ο δικός μου απειροελάχιστος και μηδαμινός σαν Γραμματέα ΕΑΜ θεάτρου;
Τι έφταιξε και βρισκόμαστε πάλι στην ίδια κοινωνική κατάσταση της προμεταξικής
περιόδου; Κρίμα! Με φιλία κι εκτίμηση, Δ. Μυράτ».
Ο περίεργος και εν πάση περιπτώσει ο
ακριβής ρόλος του Δημήτρη Μυράτ στην υπόθεση Παπαδάκη δεν διευκρινίστηκε ποτέ
πλήρως. Ούτε και το τι τον συνέδεε με τον Ανδρικίδη ώστε ισοβίως να διατηρούν
φιλία.
Στα τέλη της δεκαετίας 1970
επιχειρείται μια νέα αναμόχλευση της υπόθεσης ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος
μύθος: Στο προσκήνιο μπαίνει τώρα η Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ο δημοσιογράφος Γιάννης
Κάτρης παίρνει τη σκυτάλη για την επικοινωνιακή αναθεώρηση. Με τη συμπλήρωση 35
χρόνων από την τραγωδία της Παπαδάκη και με την εφαρμογή του δόγματος «η
καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», επιχειρεί να περάσει τη νέα εκδοχή.
Χαρακτηριστικός ο τίτλος του δημοσιεύματός του στα Νέα (24.12.1979): «Οι πλαστογράφοι της ιστορίας». Ποιοι όμως;
Γράφει σ’ αυτό
μεταξύ άλλων ο Κάτρης: «…Η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος της ευθύνης για τη
διατήρηση του μύθου πέφτει στους ώμους της Αριστεράς, που – ηττημένη,
κατατρεγμένη και ανασκολοπισμένη – δεν μπόρεσε να διαφωτίσει έγκαιρα και
αποτελεσματικά την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, ώστε ν’ αποκατασταθεί η
αλήθεια και να καταδειχτεί πόσο καταχθόνιος και σατανικός ήταν ο ρόλος, όχι
τόσο του ελληνικού δοσιλογισμού, όσο των
ξένων προστατών του. Σήμερα, ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε τα γεγονότα, όπως
πραγματικά συνέβησαν και ν’ αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια, ώστε να
σταματήσει κάποτε η δηλητηρίαση της νέας και των επερχομένων γενεών με «μύθους»
που εξακολουθούν να διδάσκονται. Ο άνθρωπος που αποκαλύπτει το γνήσιο ιστορικό
της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη, ονομάζεται Νικόλαος Ανδρικίδης και ζει τώρα στις εργατικές πολυκατοικίες της
Κηφισιάς αριθμός 40. Πρόκειται για ένα σεμνό αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης,
που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγική «υπόθεση» της Ελένης
Παπαδάκη. Πολέμησε με το βαθμό του λοχαγού τον ξένο κατακτητή στην κατοχή,
τιμώρησε τους φονιάδες της αξέχαστης ηθοποιού, όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη
στο λαϊκό καθήκον και στην εθνική τιμή. Γι’ αυτή του τη δράση, που θα ’πρεπε να
είναι δίδαγμα και υπόδειγμα για κάθε Έλληνα, έμεινε στη φυλακή είκοσι οκτώ
ολόκληρα χρόνια».
Στη συνέχεια της εκδοχής του, ο Κάτρης
υποστηρίζει: «Και τώρα, η αλήθεια για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη: Η
μεγάλη ηθοποιός, που η ακτινοβολία της ξεπερνούσε τα όρια της Ελλάδα, στα
Δεκεμβριανά έμενε στο σπίτι του ηθοποιού Δημήτριου Μυράτ, κάπου στα Πατήσια.
Ένα βράδυ πήγε η πολιτοφυλακή της περιοχής και την πήρε. Την άλλη μέρα τη
σκότωσαν. Το ΕΑΜ και το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, κυριολεκτικά αναστατώθηκαν. Η
δολοφονία της Παπαδάκη έδειχνε ότι κάτι το πολύ σάπιο υπήρχε στα Πατήσια. Και
έδρασαν με κεραυνοβόλα ταχύτητα. Στον τότε λοχαγό Νίκο Ανδρικίδη ανατέθηκαν
καθήκοντα διαμερισματάρχη της περιοχής, με τη ρητή εντολή να ερευνήσει την
υπόθεση, ν’ ανακαλύψει τους ενόχους και να ξεκαθαρίσει την ανώμαλη και
επικίνδυνη κατάσταση. Από τις ανακρίσεις που έκανε ο Ανδρικίδης εντοπίστηκαν οι
δολοφόνοι. Ήσαν ο διοικητής της πολιτοφυλακής Ορέστης, ο υποδιοικητής και ο
βοηθός του. Πιάστηκαν και οι τρεις σε διαφορετικά σπίτια (μαζί με τις ερωμένες
τους) και δικάστηκαν από ανταρτοδικείο. Μπροστά σε ακροατήριο παραδέχτηκαν ότι
είχαν στρατολογηθεί από ξένη μυστική
υπηρεσία (Ιντέλιτζενς Σέρβις) και με
εντολή της σκότωσαν την Ελένη Παπαδάκη, για να δυσφημιστεί το λαϊκό κίνημα
και δικαιωθεί η βρεταννική επέμβαση. Καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου και
εκτελέστηκαν παρουσία κόσμου στην πλατεία Κολιάτσου».
Στην περικοπή
αυτή του άρθρου του Κάτρη, που ξεκινάει με την επίκληση «και τώρα, η αλήθεια»,
υπάρχει σωρεία αναληθειών. Η σημαντικότερη είναι ότι ο Ανδρικίδης εστάλη εκεί
με εντολή της ηγεσίας του ΕΛΑΣ μόλις έγινε γνωστή η δολοφονία της Παπαδάκη.
Αντίθετη όμως είναι η πραγματικότητα: εστάλη τρεις μέρες πριν από τη σύλληψή
της, ο δε Ανδρικίδης ενεργούσε ως επόπτης (ως «διαμερισματάρχης») και κατά τη
σύλληψη και κατά την εν συνεχεία εκτέλεσή της. Η σύλληψη του περιώνυμου Ορέστη
έγινε αργότερα, χωρίς να προσδιορίζεται η ημέρα, σε μία γκαρσονιέρα, όπου
βρισκόταν με τους βοηθούς του και τις τρεις γυναίκες και όχι σε τρία
διαφορετικά σπίτια. Απροσδιόριστη επίσης ήταν η ημερομηνία της «δίκης» τους στο
Περιστέρι, καθώς επίσης και της εκτέλεσής τους, που δεν έγινε στην πλατεία
Κολιάτσου δημοσίως, αλλά στο Γαλάτσι άνευ κόσμου.
Αλλά ο Κάτρης
χρησιμοποιεί και ένα νέο μυθοπλαστικό στοιχείο, αυτό της ομολογίας του Ορέστη
και των λοιπών ενώπιον ακροατηρίου ότι είχαν στρατολογηθεί ως πράκτορες της
Ιντέλιτζενς Σέρβις και ότι με εντολή της σκότωσαν την Παπαδάκη! Αφού δεν
βρέθηκαν πρακτικά της «δίκης» εκείνης του ανταρτοδικείου, ούτε ποτέ εμφανίστηκε
κάποιος από τους παράγοντες ή τους «ακροατές» της δίκης, πώς προκύπτει η
ομολογία τους; Και αφού τελικά δεν έγινε δημόσια η εκτέλεση της θανατικής
ποινής τους στην πλατεία Κολιάτσου, ούτε είναι γνωστό το πραγματικό όνομα του
Ορέστη και των συνεργατών του που καταδικάσθηκαν μαζί του, σύμφωνα με ποιο
πειστικό στοιχείο τεκμηριώνεται ότι πράγματι εκτελέσθηκαν οι εν λόγω και ότι
ενδεχομένως δεν διέφυγαν;
Η φαιδρή αυτή θεωρία του Κάτρη, που
μπάζει από πολλά σημεία, ξέχωρα από τις σημαντικές και ουσιαστικές ανακρίβειες,
ήταν ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα για να περάσει στους ώμους της
…Ιντέλιτζενς Σέρβις η ευθύνη της δολοφονίας της Παπαδάκη, αν και ήταν περιττό
αφού η Αριστερά ηθικά την είχε αποποιηθεί από πολύ νωρίς, με τη σαφή αναφορά
του Νίκου Ζαχαριάδη. Αλλά το ζητούμενο εδώ ήταν να δημιουργηθεί ένας μύθος για
χάρη των αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενων. Άλλωστε το όλο σκεπτικό στηριζόταν στην
εκ των πραγμάτων υποκειμενική πληροφόρηση που είχε ο Κάτρης από τον Ανδρικίδη.
Εκτός από τον Κάτρη, τον τόσο ανόητο
αλλά βολικό μύθο της ανάμιξης της Ιντέλιτζενς Σέρβις είχαν υιοθετήσει ο Βασίλης
Μπαρτζιώτας και άλλα πρόσωπα, κάποια μάλιστα από εκείνα που είχαν θεωρηθεί ως
ηθικοί αυτουργοί της αρχικής συκοφαντικής εκστρατείας κατά της Παπαδάκη. Η
Ολυμπία Παπαδούκα, μία από τα μέλη του χορού στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας
όπου θριάμβευε η Παπαδάκη, θέλησε να επωφεληθεί, ανασύροντας το 2003 στις Επτά Ημέρες της Καθημερινής και πάλι το ίδιο προπαγανδιστικό σχήμα του Κάτρη, ένα
σχήμα πολύ φθηνό και αδύναμο για να σταθεί στην κοινή λογική. «Πιστεύω ότι η
Ιντέλιτζενς Σέρβις θυσίασε την Παπαδάκη για να κάνει τη δουλειά της… Τότε, όλο
σχεδόν το ελληνικό θέατρο ήταν στο ΕΑΜ και νομίζω ότι έπρεπε να στιγματιστεί με
μια δολοφονία. Για να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Πιστεύω ότι δόθηκε εντολή να σπιλωθεί
το ΕΑΜ Θεάτρου…».
Αυτό δεν ήταν παρά ένα φαντασιακό
μύθευμα. Μακράν από την πραγματικότητα η θεωρία ότι «όλο σχεδόν το ελληνικό
θέατρο» ανήκε στην Αριστερά. Στα τέλη Νοεμβρίου 1944, λίγες μέρες πριν
ξεσπάσουν τα Δεκεμβριανά, έγιναν για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση
αρχαιρεσίες στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και πλειοψήφησε η αντίθετη παράταξη.
Πρόεδρός του εξελέγη ο Νίκος Δενδραμής, αφού ο Σπύρος Πατρίκιος, που κατείχε
την προεδρία από την εποχή Μεταξά, έχασε τις εκλογές.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από το τι έλεγε η
Παπαδούκα, τα σοβαρά στελέχη της Αριστεράς στάθηκαν διαχρονικά στην αρχική θέση
που είχε διατυπώσει ο Νίκος Ζαχαριάδης περί εγκληματικού λάθους, χωρίς να
προχωρήσουν σε αναζήτηση μεθυστέρων δικαιολογιών προκειμένου να αποποιηθούν την
όντως φρικτή δολοφονία της μεγάλης ηθοποιού.
Από την άλλη πλευρά της όχθης, είναι
αλήθεια πως το τόσο επώνυμο αυτό θύμα των Δεκεμβριανών χρησιμοποιόταν συχνά στα
πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια για να θυμίζει τα εγκλήματα της εποχής. Και
όπως μου έχει αναφέρει ένας παλαιός φίλος και γνωστός δημοσιογράφος, που στη
δεκαετία 1960 υπηρετούσε τη θητεία του στο 7ο Γραφείο του ΓΕΣ, δέχθηκε στο γραφείο
του την επίσκεψη του Μιχάλη Παπαδάκη, του αδελφού της αδικοχαμένης ηθοποιού,
για να τους παρακαλέσει να σταματήσει η χρησιμοποίηση της φωτογραφίας της
νεκρής αδελφής του, καθώς κάθε χρόνο στην επέτειο των Δεκεμβριανών τυπώνονταν
χιλιάδες αφίσες που τοιχοκολλούνταν στους δρόμους.
Και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά
της στωικά και αθόρυβα πέρασε όλες τις μεταδεκεμβριανές δεκαετίες, ξαναζώντας
ξανά και ξανά τον ίδιο βαθύ πόνο. Μέσα σε μια βαθιά σιωπή πένθησαν τα μέλη της
την Ελένη Παπαδάκη, αρκούμενα αξιοπρεπώς στις αναμνήσεις της θύμησής της. Και
όταν ο αδελφός της σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της έβγαλε ένα βιβλίο για να
τιμήσει τη μνήμη της, συστηματικά απέφυγε κάθε εμπάθεια και αρκέστηκε στο να
διαιωνίσει μέσα απ’ αυτό τη μνήμη της ως προσωπικότητας και κυρίως ως μεγάλης
ηθοποιού μέσα από ανάλεκτα γνωστών καλλιτεχνών, κριτικών και συγγραφέων.
Ο
Άγγλος αριστοκράτης
Τζων
Έμερυ που έγινε
φανατικός
χιτλερικός
Το νεαρό ζεύγος στον Κεραμεικό, τις μέρες που έγινε ο γάμος στο εκκλησάκι του Θων.
Του
Δημοσθένη Κούκουνα
Ωστόσο, σχεδόν άγνωστη
είναι η τόσο παράδοξη δράση του Τζων Έμερυ κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
πολύ δε περισσότερο η αινιγματική παρουσία του στην Αθήνα το 1933, όταν
ασπάσθηκε την Ορθοδοξία.
Ο υιός Έμερυ είχε τη
μοιραία κατάληξη να απαγχονισθεί στο Λονδίνο στα τέλη του 1945 λόγω της
ποικίλης δράσεώς του κατά τη διάρκεια του πολέμου και σε βάρος του συμμαχικού
αγώνα. Εκτός από διαλέξεις, ραδιοφωνικές εκπομπές και διάφορα δημοσιεύματα υπέρ
της Γερμανίας και του Χίτλερ, ο Έμερυ ίδρυσε και τη «Λεγεώνα του Αγίου
Γεωργίου», στελεχώνοντάς την με Βρετανούς αιχμαλώτους που είχε αλιεύσει από τα
στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Ως νεαρός γόνος
αριστοκρατικής οικογένειας, στάλθηκε σε διάφορα ανάλογα αγγλικά σχολεία, όπως
το Ήτον και στη συνέχεια σ’ ένα κολέγιο της Οξφόρδης, αλλά επέδειξε δυσκολία
προσαρμογής στα καθιερωμένα. Συνεχώς γινόταν ήρωας επεισοδίων και, σύμφωνα με
την εκδοχή των οικείων του, δυσκολευόταν να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, ενώ
το πρώτιστο μέλημά του ήταν να προβάλει τη δική του ατομική προσωπικότητα,
αποσυνδεδεμένη από εκείνη του πατέρα του, που ήταν ένα από τα βασικά στελέχη
των Συντηρητικών, επανειλημμένα υπουργός. Ήθελε να γίνει διάσημος ει δυνατόν
μέσα σε μια νύχτα και ταυτόχρονα αδιαφορούσε για κάθε είδους συμβατικούς
κοινωνικούς κανόνες. Από την άλλη μεριά, γεννημένος μέσα σε πλούτη ατέλειωτα
και μη έχοντας εργασθεί ποτέ στη ζωή του, δεν είχε συναίσθηση της αξίας του
χρήματος.
Αγαπούσε τα αυτοκίνητα,
οδηγούσε από ηλικίας 15 ετών, αλλά πριν ακόμη ενηλικιωθεί, είχε επιτύχει ένα
σπάνιο για τους προσεκτικούς στην οδήγηση Άγγλους ρεκόρ: Είχε συλληφθεί ...73
φορές για υπερβολική ταχύτητα ή παράνομη στάθμευση. Οι νουθεσίες της
οικογένειάς του και ιδιαίτερα της μητέρας του, που τον υπεραγαπούσε, δεν είχαν
ευνοϊκό αποτέλεσμα, ώσπου ο νεαρός Έμερυ αποφάσισε, αφού έκανε πολλά ταξίδια
στο εξωτερικό, να αξιοποιήσει τα φυσικά του προσόντα, καθώς ήταν ένας
ελκυστικός και κομψός νεαρός. Κατέληξε στην ιδέα να πάει στο Χόλυγουντ,
ελπίζοντας εκεί να γίνει ηθοποιός του κινηματογράφου και έτσι να αποκτήσει
παγκόσμια δημοσιότητα.
Ήταν ακόμη 18 ετών και
θα ήταν εντελώς ανέφικτο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση χωρίς τη συναίνεση της
οικογένειάς του. Κατάφερε να πείσει τον πατέρα του ότι ήταν ταλαντούχος και θα
μπορούσε να γίνει σκηνοθέτης του κινηματογράφου, οπότε δέχθηκε εκείνος να χρηματοδοτήσει
τις ανάλογες σπουδές του υιού του, ενώ ταυτόχρονα φρόντισε να του βρει μια
εργασία ως βοηθός σκηνοθέτης. Ο ίδιος όμως ο Τζων ήθελε αμέσως να γίνει ο
νεώτερος στην ιστορία του κινηματογράφου σκηνοθέτης και χρησιμοποιώντας τους
φίλους που είχε αποκτήσει οργάνωσε την παραγωγή μιας ταινίας με τον τίτλο «Οι
ουρανοί της Ζούγκλας» που θα γυριζόταν στην Αφρική με τεράστιο προϋπολογισμό. Η
ταινία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και τις πρώτες δαπάνες, καθόλου ευκαταφρόνητες σε
ύψος, χρηματοδότησε αναγκαστικά ο πατέρας Έμερυ.
Ωστόσο, με την αρχική
ανάμιξή του στην κινηματογραφική βιομηχανία, δεν κατάφερε τίποτε περισσότερο
από το να ερωτευθεί μια νεαρή ηθοποιό που μέχρι τότε είχε δευτεραγωνιστικούς
ρόλους, τη Γιούνα Γουίνγκ. Την πήρε μαζί του και ανακοίνωσε στους γονείς του
την πρόθεσή του να τελέσει γάμο μαζί της. Νόμισε ότι αυτό θα ενθουσίαζε τους
γονείς του, όπως είχε ο ίδιος ενθουσιασθεί, αλλά εκείνοι αντέδρασαν έντονα.
Αρνήθηκαν να δώσουν συγκατάθεση για να γίνει αυτός ο γάμος, καθώς ο γαμπρός
σύμφωνα με τον βρετανικό νόμο δεν ήταν ενήλικος, αφού δεν είχε συμπληρώσει το
21ο έτος του, και πίεσαν εκ των άνω την Αγγλικανική Εκκλησία να αρνηθεί να
δώσει άδεια γάμου.
Τότε ο Τζων ήταν μόνον
είκοσι ετών και η αγαπημένη του κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη. Η ίδια πολλά χρόνια
αργότερα είπε ότι δεν τον είχε ρωτήσει ποια ήταν ακριβώς η ηλικία του, τον
νόμιζε ότι ήταν 28 ετών και ακόμη ότι δεν γνώριζε ποιοι ήταν οι γονείς του και
τι θέση είχαν στη λονδρέζικη κοινωνία. Μετά από μερικά χρόνια, ο Τζων τής είπε
ότι νόμιζε πως εκείνη ήταν πλούσια και θα τον βοηθούσε στα επιχειρηματικά
σχέδιά του στον κινηματογράφο.
Ο πατέρας Έμερυ
διατηρούσε την ελπίδα ότι ο πρωτότοκος γιος του θα «έβαζε μυαλό» και προτίμησε
να συμβιβασθεί μαζί του, με την υπόσχεση ότι θα συμφωνούσε στον γάμο, αν
μεσολαβούσε ένα διάστημα ώστε να γνωρισθούν οι μελλόνυμφοι μεταξύ τους, στην
πραγματικότητα πιστεύοντας ότι έτσι θα ατονούσε το αίσθημα. Έδωσε και πάλι
χρήματα για να κάνουν ένα ταξίδι, ενώ μερίμνησε να βρει εργασία για τον Τζων
στην Κίνα, στο Πρακτορείο Ρώυτερ της Σαγκάης.
Αλλά αντί για τη Σαγκάη,
ο Τζων και η Γιούνα έφυγαν για την Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο της
«Μεγάλης Βρετανίας», έκαναν αρχαιολογικές περιηγήσεις και εκδρομές, ταυτόχρονα
όμως ο νεαρός Έμερυ υλοποιούσε το σχέδιό του για τον γάμο, όπως το είχε
«σκηνοθετήσει» από πριν. Η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφθεί το βρετανικό
προξενείο, το οποίο όμως δεν ικανοποίησε το αίτημά του, καθώς δεν είχε
συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του (απέμεναν μερικές εβδομάδες ακόμη) και
σύμφωνα με τον βρετανικό νόμο χρειαζόταν γονική συναίνεση. Στη συνέχεια,
έχοντας εν τω μεταξύ γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με δύο Έλληνες νεαρούς
αξιωματικούς, έναν της Αεροπορίας και έναν του Ναυτικού, καθώς και τον
απόστρατο αξιωματικό και δημοσιογράφο Σπύρο Τραυλό (εκείνη την εποχή ήταν
διευθυντής συντάξεως του «Ελληνικού Μέλλοντος» και ανταποκριτής του «Ντέιλυ
Τέλεγκραφ»), επισκέφθηκε και γνώρισε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο
Παπαδόπουλο. Του ζήτησε να γίνουν ο ίδιος και η Γιούνα ορθόδοξοι, ώστε να
μπορέσουν να τελέσουν τους γάμους τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος απόρησε
και δεν ήταν τόσο πρόθυμος για να δεχθεί την «αλλαξοπιστία» χάριν ενός γάμου. Ο
Έμερυ όμως ήταν απόλυτος, απειλώντας ότι ήταν διατεθειμένος να γίνει ακόμη και
...μουσουλμάνος προκειμένου να το επιτύχει. Και τελικά δέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος
Χρυσόστομος την ιδιοτροπία του νεαρού Άγγλου αριστοκράτη και ανέθεσε σ’ έναν
νεαρό διάκονο (που είχε υπηρετήσει στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στο
Λονδίνο, οπότε γνώριζε άριστα τα αγγλικά, ενώ αργότερα έγινε γνωστός ιεράρχης)
να τον κατηχήσει στην Ορθοδοξία, βοηθούμενο από τους προαναφερθέντες
αξιωματικούς. Στο τέλος, μετά από μια ολιγοήμερη κατήχηση, που γινόταν άλλοτε
στο σαλόνι και άλλοτε στο ...μπαρ της «Μεγάλης Βρετανίας» ή στις αθηναϊκές
ταβέρνες, ο Τζων και η Γιούνα βαπτίστηκαν, παρουσία των Αθηναίων φίλων τους,
στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου των Αμπελοκήπων, στου Θων. Πρόκειται για το
ιδιότυπο εκκλησάκι που είχε σχεδιάσει ο περίφημος Ερνέστος Τσίλλερ για τις
εκκλησιαστικές ανάγκες της οικογένειας Θων μέσα στο ομώνυμο κτήμα. Σήμερα η μικρή
αυτή γραφική εκκλησία είναι το μόνο που έχει απομείνει από το κτήμα Θων, αφού
ως γνωστόν το περίφημο κτίριο και ο φανταστικός κήπος του είχαν καταστραφεί
κατά τα Δεκεμβριανά από τους Ελασίτες.
Παρασκευή, 31 Μαρτίου
1933. Μισή ώρα μετά από τη βάπτισή τους, τελέσθηκε το μυστήριο του γάμου τους,
παρισταμένων πάντοτε των δύο αξιωματικών και του δημοσιογράφου Τραυλού, ο
οποίος ειρήσθω εν παρόδω κατά την Κατοχή υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας
«Καθημερινή» με αποτέλεσμα να δικασθεί ως δοσίλογος. Έπειτα από το μυστήριο, ο
Τραυλός έσπευσε να στείλει μια μακροσκελέστατη ανταπόκριση στην εφημερίδα του
Λονδίνου «Ντέιλυ Τέλεγκραφ», απ’ όπου πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα η οικογένεια
Έμερυ και βεβαίως ολόκληρη η κοινή γνώμη, αφού για μια ακόμη φορά ο νεαρός Τζων
γινόταν ήρωας των εφημερίδων.
Ο Τζων Έμερυ
εξαφανίσθηκε για λίγη ώρα αμέσως μετά τον γάμο του και, ως υποδειγματικός
αριστοκράτης, κατευθύνθηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα αθηναϊκά κοσμηματοπωλεία,
στου Βουράκη, στην οδό Βουκουρεστίου. Καλοντυμένος, με τον αέρα του, φάνηκε
αμέσως για τον κοσμηματοπώλη και τους υπαλλήλους του ως ο ιδανικός πελάτης.
Χωρίς να παζαρέψει καθόλου, αγόρασε τα ακριβότερα κοσμήματα που του έδειξαν,
ρώτησε για το συνολικό ποσόν και συμπλήρωσε μια επιταγή από το καρνέ του,
πληρωτέα σε μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες. Επρόκειτο για 850 λίρες, ποσό
δυσθεώρητο τότε. Πήρε τα αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα και έσπευσε να ξαναβρεί τη
γυναίκα που μόλις πριν την είχε παντρευτεί για να της προσφέρει μερικά απ’
αυτά. Διότι τα άλλα τα μεταπώλησε σε άλλον κοσμηματοπώλη, πήρε μετρητά και μ’
αυτά προμηθεύτηκε δύο εισιτήρια για το Σεμπλόν-Οριάν.
Την ίδια ημέρα το
νεόνυμφο ζευγάρι έφευγε από την Αθήνα με προορισμό το Παρίσι.
Περιχαρής ο
κοσμηματοπώλης Βουράκης για την πώληση που είχε επιτύχει ειδοποίησε
τηλεγραφικώς την αγγλική τράπεζα ότι επιθυμούσε την είσπραξη της επιταγής που
είχε στα χέρια του, οπότε μετά από ένα εικοσιτετράωρο ήρθε η απάντηση. Η
επιταγή ήταν ακάλυπτη και ο Τζων Έμερυ από καιρό δεν είχε καταθέσεις σ’ αυτόν
τον λογαριασμό.
Ο Έλληνας κοσμηματοπώλης
δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Έσπευσε στην Γενική Ασφάλεια Αθηνών, διοικητής
της οποίας ήταν ο Ιωάννης Πολυχρονόπουλος (ο οποίος σημειωτέον δύο μήνες
αργότερα συνελήφθη ως ενεχόμενος στην απόπειρα κατά του Ελευθ. Βενιζέλου), και
κατήγγειλε το γεγονός. Η υπόθεση ανατέθηκε στην Υπηρεσία Διώξεως, επικεφαλής
της οποίας ήταν ένας άλλος αξιωματικός, που αργότερα έγινε επίσης διάσημος: ο
Άγγελος Έβερτ. Ο τελευταίος, ύστερα από πρόχειρη ανάκριση, πληροφορήθηκε ότι το
νεαρό ζεύγος ταξίδευε με το Σεμπλόν-Οριάν προς Παρίσι και δραστηριοποιήθηκε
ανάλογα. Τηλεγραφικώς ειδοποίησε η Γενική Ασφάλεια (τότε δεν υπήρχε ακόμη η
Ιντερπόλ) όλες τις μεγάλες πόλεις, απ’ όπου περνούσε ο συρμός. Και τελικά ο
Τζων Έμερυ και η γυναίκα του συνελήφθησαν στον σιδηροδρομικό σταθμό Παρισίων,
όπου αποβιβάσθηκαν. Με βάση την καταγγελία του Βουράκη προφυλακίσθηκαν για
απάτη από τις γαλλικές αρχές και στις 30 Μαΐου 1933 εμφανίσθηκαν ενώπιον του
δικαστηρίου.
Φυσικά η υπόθεση πήρε
σκανδαλοθηρική δημοσιότητα και ο πατέρας Έμερυ υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι θα
πληρώσει ο ίδιος την οφειλή του γιου του, γεγονός που υποχρέωσε τον Αθηναίο
κοσμηματοπώλη να αποσύρει την καταγγελία του.
Όπως ήταν επόμενο, η
περιπέτεια αυτή προβλημάτισε και πάλι, αυτή τη φορά οξύτερα, την οικογένεια
Έμερυ. Και ο πατέρας θεώρησε ότι βρήκε τη λύση: υποχρέωσε τον Τζων να εργασθεί
εκεί στο Παρίσι, αφού του βρήκε μια θέση εργασίας στο εργοστάσιο χρωμάτων
«Μπέργκερ», που ανήκε στον σύγγαμβρό του, τον λόρδο Γκρήνγουντ. Η εργασία αυτή
φαίνεται να συνέτισε τον ανήσυχο γόνο της οικογένειας Έμερυ, ο οποίος έτσι για
πρώτη φορά στη ζωή του εργάσθηκε κανονικά.
Ένα χρόνο αργότερα, το
1934, επέστρεψε με τη σύζυγό του στην Αγγλία. Το ζευγάρι είχε γίνει αποδεκτό
από την οικογένεια και του παραχωρήθηκε μία εξοχική κατοικία κοντά στον Τάμεση
για να κατοικήσει, καθώς και ένα επαρκές μηνιαίο εισόδημα. Τα σχέδια του Τζων
ήταν να κατορθώσει να ξαναξεκινήσει την παραγωγή της κινηματογραφικής ταινίας
«Οι ουρανοί της Ζούγκλας», αλλά η επανεμφάνιση των πιστωτών του τα ματαίωσε. Οι
πιστωτές του πέτυχαν να τον χρεοκοπήσουν και το ζευγάρι πήρε τον Μάιο του 1936
την απόφαση να φύγει από την Αγγλία και να πάει στη Γαλλία.
Παρά το γεγονός ότι ο
Τζων Έμερυ ανήκε σε πολιτική οικογένεια, μέχρι τότε δεν είχε ενδιαφερθεί να
ασχοληθεί με τα κοινά και οι απόψεις του ήταν συγκεχυμένες. Ο πατέρας του ήταν
ένα από τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος των Συντηρητικών, αλλά ο ίδιος
εντυπωσιάσθηκε από τον δυναμισμό του φασισμού που είχε απλωθεί σε όλη σχεδόν
την Ευρώπη. Εκείνος που τον εισήγαγε στις φασιστικές θεωρίες ήταν ο Ζακ Ντοριό,
ο οποίος μόλις είχε εκλεγεί δήμαρχος του Σαιν-Ντενίς, ενός από τα εργατικά
προάστια του Παρισιού, αλλά μέχρι το 1934 ήταν ένα φανατικό μέλος του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας. Αποχωρώντας απ’ αυτό και αξιοποιώντας τη
δημοφιλία που είχε αποκτήσει ως προβεβλημένο κομμουνιστικό στέλεχος, ίδρυσε το
Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα (PPF),
που είχε ξεκάθαρες φασιστικές και αντισημιτικές ιδέες. Σύντομα το κόμμα αυτό
απέκτησε στη Γαλλία μισό εκατομμύριο μέλη!
Η γνωριμία του Τζων με
τον Ντοριό άνοιξε νέους ορίζοντες για τον νεαρό Άγγλο αριστοκράτη και του
πρόσφερε νέα όνειρα. Ο νεαρός Γάλλος πολιτικός έγινε αμέσως ο πολιτικός
μέντοράς του και υπήρξε ο θαυμαστός ήρωάς του μέχρι το τέλος της ζωής του. Όταν
πρωτοσυναντήθηκαν, ήταν η εποχή που άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία.
Εκείνος ο εμφύλιος δεν είχε περιορισμένη γεωγραφική διάσταση. Αποτελούσε ζήτημα
για τους φασίστες όλης της Ευρώπης, όσο και για τους κομμουνιστές. Επρόκειτο
για έναν εμφύλιο που δεν περιοριζόταν στα όρια του ισπανικού κράτους,
ανεξάρτητα αν οι πολεμικές φλόγες δεν βγήκαν έξω απ’ αυτό.
Δεν είναι ακριβές αν και
πόσο ακριβώς έμεινε στην Ισπανία ο Τζων Έμερυ. Ούτε ποια ακριβώς ήταν η
συμμετοχή του στον εμφύλιο, από την πλευρά οπωσδήποτε των εθνικιστών του
Φράνκο. Είναι πολύ πιθανό ότι η συμμετοχή του αφορούσε την προμήθεια όπλων από
άλλες ευρωπαϊκές χώρες με κατεύθυνση τους φαλαγγίτες ή ίσως άλλες εκδουλεύσεις.
Γεγονός είναι ότι ο Τζων Έμερυ, που πολύ νωρίς είχε αποκτήσει την ισπανική
υπηκοότητα, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες χρησιμοποιώντας το ουδέτερο βρετανικό
διαβατήριό του.
Κατά την πιθανότερη
εκδοχή, εκείνη που διατυπώθηκε από τον αδελφό του, τον Τζούλιαν, στα δύο αυτά
χρόνια (1936-38) ο Τζων είχε βαθμό αξιωματικού των εθνικιστικών δυνάμεων του
Φράνκο και με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε για τουλάχιστον τρεις μήνες με την
ιταλική μεραρχία που είχε στείλει ο Μουσολίνι για ενίσχυση. Ωστόσο, το
μεγαλύτερο διάστημα απ’ αυτά τα δύο χρόνια της ζωής του, τα αφιέρωσε σε
στρατιωτική εκπαίδευση, σε σαμποτάζ και σε εξεύρεση όπλων για λογαριασμό των
φαλαγγιτών.
Μετά τη σύλληψή του το
1945, ο Τζων Έμερυ έκανε ανακρινόμενος μια επιγραμματική σύνοψη της ζωής και
της δράσης του στα δύο εκείνα χρόνια με ασυνήθιστη και μυστηριώδη σεμνότητα:
«Στην Ισπανία, στη Γαλλία και ιδιαίτερα με τον Γάλλο πολιτικό Ζακ Ντοριό μελέτησα
εκτεταμένα τον κομμουνισμό, γεγονός που με οδήγησε στην Αυστρία, στην
Τσεχοσλοβακία και διάφορες άλλες χώρες, περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της
Γερμανίας».
ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΠΑΙΡΝΕΙ
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ…
Κατά την παραμονή του
στη Γαλλία, μετά τη συνθηκολόγησή της τον Ιούνιο 1940, ο νεαρός Τζων Έμερυ
συνδέθηκε με στενή φιλία με τους Γάλλους πολιτικούς που ήταν κεκηρυγμένοι υπέρ
της συνεργασίας με τη χιτλερική Γερμανία, όπως ο Ζακ Ντοριό και ο Μαρσέλ Ντεά.
Τον πρώτο καιρό μετά τη
συνθηκολόγηση, ο Έμερυ έμενε στη Νίκαια, που δεν είχε καταληφθεί από τους
Γερμανούς και ανήκε στο κράτος του Βισύ. Είχε παραμείνει εκεί και έκανε χρήση
ενός μηνιαίου επιδόματος που του ερχόταν από το Λονδίνο μέσω του τοπικού
προξένου των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν αναλάβει τη διαχείριση των βρετανικών
συμφερόντων στο νεότευκτο πεταινικό κράτος. Ήδη ο πατέρας του είχε γίνει
υπουργός Ινδιών στην κυβέρνηση Τσώρτσιλ, που διαδέχθηκε τον Τσάμπερλαιν, αλλά
αυτό δεν τον ενθάρρυνε να επιστρέψει στο Λονδίνο, ένα ταξίδι που ήταν - παρά
τις δυσχέρειες που θα συναντούσε οποιοσδήποτε άλλος Βρετανός υπήκοος - το πιο
εύκολο πράγμα, μόλις θα περνούσε τα γαλλικά σύνορα και εισερχόταν στην Ισπανία.
Εκεί, πρεσβευτής της Αγγλίας ήταν ο νονός του, σερ Σάμιουλ Χόαρ.
Ήθελε να είναι
ανεξάρτητος και, επί τέλους, ήθελε να βρει τρόπο να διακριθεί ανεξάρτητα από τη
σταδιοδρομία του πατέρα του. Ένα χρόνο ακριβώς μετά τη γαλλική συνθηκολόγηση, η
Γερμανία άνοιξε τον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Τζων Έμερυ αυτό το θεώρησε ως
την πρόκληση που περίμενε και πήγε στο Βισύ για να βρει κάποιον τρόπο
συνεργασίας με το καθεστώς του στρατάρχη Πεταίν. Η παρουσία του εκεί ήταν κάπως
ενοχλητική για το γαλλικό καθεστώς, παρά το γεγονός ότι ο Έμερυ ήταν φίλος του
Ντοριό, ο οποίος στην κατεχόμενη ζώνη ηγήθηκε της Λεγεώνας Γάλλων Εθελοντών
κατά του Μπολσεβικισμού (LVF).
Άλλωστε ούτε και ο Ντοριό ήταν συμπαθής στο Βισύ.
Τον Νοέμβριο του 1941,
με αφορμή τη αγγλογαλλική σύγκρουση στη Συρία, στην ελεγχόμενη από τον Πεταίν
Γαλλία έγινε δίωξη των Βρετανών υπηκόων, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και ο Τζων
Έμερυ και να εγκλεισθεί στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Βαλ ντε Μπαιν, μαζί με τον
Πωλ Ρεϋνώ, τον Ζωρζ Μαντέλ και άλλους. Η Γαλλίδα σύντροφός του Ζανίν Μπαρντ και
κυρίως ο Ζακ Ντοριό κατόρθωσαν να τον απελευθερώσουν, αφού όμως είχε περάσει 18
μέρες κρατούμενος των πεταινικών.
Μετά την απελευθέρωσή
του, ο νεαρός Έμερυ εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία και ύστερα στη Γκρενόμπλ. Τον
Μάρτιο 1942, ύστερα από ένα συμμαχικό βομβαρδισμό στα εργοστάσια της
αυτοκινητοβιομηχανίας Ρενώ, όπως υπήρξαν και εκατοντάδες θύματα Γάλλων, θεώρησε
σκόπιμο να σπάσει τη σιωπή του και έστειλε μια σύντομη δήλωσή του σε μια μικρή
γαλλική εφημερίδα, που καταδίκαζε την ενέργεια των συμπατριωτών του. Με κάποια
καθυστέρηση το πληροφορήθηκαν στο Λονδίνο οι μυστικές υπηρεσίες και έσπευσαν να
ενημερώσουν τον πατέρα-υπουργό, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον φάκελο «Τζων Έμερυ».
Ο Έμερυ προχώρησε,
ύστερα απ’ αυτό, ένα βήμα παραπάνω. Θέλησε να έλθει σε επαφή με τους Ιταλούς
για να συζητήσει θέμα «ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος». Επισκέφθηκε το ιταλικό
προξενείο της Γκρενόμπλ, εγχειρίζοντας μία επιστολή του για τον Ντίνο Γκράντι,
υπουργό Δικαιοσύνης της Ιταλίας τότε. Αγνοήθηκε. Έστειλε ένα γράμμα στον
εκπρόσωπο της Φινλανδίας στο Παρίσι με παρόμοιο αίτημα. Ευγενικά τον απόφυγαν.
Αυτή την ίδια εποχή, που
στο Λονδίνο σχημάτιζαν φακέλους και άρχιζαν να ερευνούν την περίπτωσή του ή στη
Ρώμη που τον αγνοούσαν, στο Βερολίνο, στο υπουργείο Εξωτερικών, προκλήθηκε
ενδιαφέρον να έρθουν σε επαφή μαζί του. Ως απόρροια αυτού του ενδιαφέροντος, ο
κόμης Κέσκι, επικεφαλής της Γερμανικής Επιτροπής Ανακωχής στη Σαβοΐα, που τον
γνώριζε από τη Βιέννη το 1938, και ο Βέρνερ Πλακ, ένας Γερμανός διπλωμάτης, τον
επισκέφθηκαν τον Αύγουστο του 1942 και τον κάλεσαν για «πολιτικές συζητήσεις»
στο Βερολίνο.
Ίσως ο ίδιος ακόμη να
είχε συγκεχυμένες απόψεις να συζητήσει, αλλά μόλις έφθασε στο Βερολίνο ήταν
ξεκάθαρο ότι η κυρίαρχη άποψή του για τον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο που
βρισκόταν σε εξέλιξη, θα ήταν το αντικείμενο αυτών των συζητήσεων. Ο Ρίμπεντροπ
ήταν ήδη ενήμερος, άλλωστε εκείνος είχε εγκρίνει το ταξίδι, αλλά και ο ίδιος ο
Χίτλερ είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι από τις συζητήσεις αυτές θα προέκυπτε
η ίδρυση μιας βρετανικής μονάδας που θα έπαιρνε μέρος στο Ανατολικό Μέτωπο.
Αυτό «θα είχε μεγάλη προπαγανδιστική αξία», είπε ο Χίτλερ. Φυσικά, ήταν
αδιάφορο πόσοι θα σχημάτιζαν μια τέτοια βρετανική μονάδα και τι στρατιωτικό
αποτέλεσμα θα είχε. Εκείνο που ενδιέφερε ήταν η πολιτική πλευρά του ζητήματος.
Στο Βερολίνο ήδη υπήρχε
μία ομάδα Άγγλων χιτλερικών, στην οποία κυρίαρχο πρόσωπο ήταν ο Γουίλιαμ Τζόυς,
ο γνωστός Λόρδος Χο-Χο του σταθμού του Βερολίνου. Χρονικά είμαστε στη μάχη του
Ελ Αλαμέιν και στην πολιορκία του Στάλινγκραντ, όταν έφτασε στη γερμανική
πρωτεύουσα ο Τζων Έμερυ, συνοδευόμενος από τη Γαλλίδα σύντροφό του και τον
Γερμανό διπλωμάτη Βέρνερ Πλακ, ο οποίος και τον φιλοξένησε στο σπίτι του. Μόλις
έφτασε, του δηλώθηκε από τον Δρα Φριτς Έσσε, τον επικεφαλής του Βρετανικού Τμήματος
στη Βιλελμστράσε, ότι είναι απολύτως ελεύθερος να κινείται όπου θέλει και ότι
είναι «επίσημος φιλοξενούμενος του Ράιχ».
Ταυτόχρονα του
ανακοινώθηκε ότι ο Ρίμπεντροπ συμφωνούσε απολύτως στην ιδέα του Έμερυ να
αρχίσει εβδομαδιαίες ραδιοφωνικές ομιλίες από το Βερολίνο, οι οποίες θα ήταν
αλογόκριτες. Δεν τέθηκε θέμα μισθού του γι’ αυτές τις υπηρεσίες, αλλά με εντολή
του Ρίμπεντροπ θα καλύπτονταν τα έξοδά του απεριόριστα, «με τη σκέψη ότι ο γιος
ενός μέλους της βρετανικής κυβέρνησης θα πρέπει να ζει ανάλογα». Υπό το πνεύμα
αυτό, ο Έμερυ και η φίλη του εγκαταστάθηκαν στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο Άντλον
και ρίχτηκε στην προετοιμασία της πρώτης εκπομπής του.
Επί μία εβδομάδα από την
αγγλόφωνη εκπομπή «Εδώ Γερμανία» του Γουίλιαμ Τζόυς, προαναγγελλόταν η ομιλία του
Τζων Έμερυ. Στις 18 Νοεμβρίου 1942, την παραμονή της πρώτης εκπομπής του, το
γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων «Τρανζόσεαν» έδωσε την ανάλογη δημοσιότητα
διεθνώς:
«Όταν ο Τζων Έμερυ
άκουσε στο Βερολίνο για την απόβαση Αμερικανών και Βρετανών στο Αλγέρι και στο
Μαρόκο, αποφάσισε να απευθυνθεί στη Βιλελμστράσε με το αίτημα να του επιτραπεί
να απευθυνθεί στους συμπατριώτες του στην Αγγλία από το γερμανικό ραδιόφωνο...
Ο Τζων Έμερυ έφθασε στο
Βερολίνο πριν τρεις εβδομάδες και η παρουσία του εκεί είχε κρατηθεί μυστική.
Μερικούς μήνες νωρίτερα είχε ήδη γράψει στις γερμανικές αρχές στο Παρίσι
ζητώντας την άδεια να μεταβεί στο Βερολίνο. Η επίθεση στη Γαλλική Βόρειο Αφρική
τον εξανάγκασε να βγει στο προσκήνιο. Η εκπομπή του θα μεταδοθεί την Πέμπτη. Ο
ίδιος και η σύζυγός του ζουν με φίλους στη νότια ορεινή περιοχή Χαρτς. Επί του
παρόντος όμως, βρίσκεται στο Βερολίνο, στο ξενοδοχείο Άντλον».
Στις 19 Νοεμβρίου η
ραδιοφωνική του ομιλία προαναγγέλθηκε και από την εκπομπή του Τζόυς:
«Απόψε θα ακούσετε έναν
Άγγλο που θα σας μιλήσει κατόπιν δικού του αιτήματος και με την ελεύθερη
προσωπική του βούληση: Τον κ. Τζων Έμερυ, υιό του υπουργού Ινδιών της
βρετανικής κυβερνήσεως, του εντιμότατου Λήοπολντ Στένετ Έμερυ. Η γερμανική
κυβέρνηση ουδεμία φέρει ευθύνη για το τι πρόκειται να πει ο κ. Έμερυ. Η
γερμανική κυβέρνηση απλώς έθεσε τον ραδιοφωνικό σταθμό της στη διάθεση του κ.
Έμερυ για να εκφράσει εκείνο που επιθυμεί, ενόσω ο κόσμος μπορεί να
ενδιαφέρεται να ακούσει τι έχει να πει ένας Άγγλος που βλέπει τη χώρα του από
το εξωτερικό. Πιστεύουμε ότι οι επισημάνσεις του κ. Έμερυ θα έχουν ειδικό
ενδιαφέρον για τους ακροατές...».
Η ΠΡΩΤΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ
Το κείμενο εκείνης της
πρώτης δημόσιας ομιλίας του από το ραδιόφωνο του Βερολίνου, μπορούμε να το
δούμε μέσα από τις αθηναϊκές εφημερίδες, που με καθυστέρηση λίγων ημερών (29
Νοεμβρίου 1942) το δημοσίευσαν:
Όπως είχεν αναγγελθή
τηλεγραφικώς ωμίλησε προ ημερών από του ραδιοφωνικού σταθμού του Βερολίνου ο κ.
Τζων Έμερυ, υιός του Άγγλου υπουργού επί των Ινδιών. Περίληψις του λόγου
τούτου, αποτελούντος έκκλησιν προς τους Άγγλους δημοσιεύεται κατωτέρω.
«Ο πόλεμος ούτος είναι
έγκλημα κατά του πολιτισμού. Ρίπτομεν την πολύτιμον κληρονομίαν των πατέρων
μας, των θαλασσοπόρων μας, των ιδρυτών της αυτοκρατορίας μας εις τον πόλεμον
τούτον, όστις ουδόλως εξυπηρετεί τα αγγλικά συμφέροντα, αλλά μόνον την συμμαχίαν
μας με τα Σοβιέτ». Εις την διαπίστωσιν ταύτην προέβη ο Τζων Έμερυ, υιός του
Λεοπόλδου Στέρνετ Έμερυ, Βρετανού υπουργού των Ινδιών, την εσπέραν της Πέμπτης
εις ραδιοφωνικόν λόγον του εν Βερολίνω, όστις ήτο μία έκκλησις προς τους
συμπατριώτας του εις την Αγγλίαν, όπως λογικευθούν και διαγνώσουν την αλήθειαν
εν σχέσει προς τον παρόντα πόλεμον.
Ο Έμερυ εδήλωσεν εις την
αρχήν του λόγου του ότι ακροαταί τινες εις την Αγγλίαν θα εκπλαγούν πιθανώς
διερωτώμενοι, τι ζητεί ένας Άγγλος εις ένα γερμανικόν ραδιόφωνον. Προσωπικώς ο
Έμερυ ήλπιζεν, ως λέγει, ότι η κυβέρνησις του μίστερ Τσώρτσιλ θα καθωδηγείτο
επί τέλους υπό της λογικής. Τούτο όμως δεν συνέβη δυστυχώς, εδήλωσεν ο Έμερυ,
και εσυνέχισεν ως εξής: «Δύο έτη έζησα εις μίαν ουδετέραν χώραν, αλλά, παρ’
όλον ότι η προπαγάνδα εθόλωνε τα νερά, κατώρθωσα να διαγνώσω την αλήθειαν εν
πλήρει συνειδήσει. Διά τούτο ομιλώ την εσπέραν ταύτην προς υμάς, ουχί ως
πολιτικός ανήκων εις μίαν οιανδήποτε πολιτικήν κατεύθυνσιν, και ουχί εκ
προκαταλήψεως, αλλ’ απλώς ως Άγγλος, σας λέγω δε ότι διαπράττεται έγκλημα κατά
του πολιτισμού». Ο Έμερυ ωμίλησεν εν συνεχεία περί της συμμαχίας των Βρετανών
μετά των Σοβιέτ, ο αρχηγός των οποίων Στάλιν ονειρεύεται αποκλειστικώς και
μόνον «να καταστρέψη την κληρονομίαν των πατέρων μας». Ο Έμερυ εσυνέχισεν: «Από
ηθικής απόψεως, είπε, τούτο είναι μία κηλίς θίγουσα την τιμήν μας. Εις την
πραγματικότητα θα οδηγήση αργά ή γρήγορα εις την καταστροφήν και την
εγκαθίδρυσιν του κομμουνισμού εις την Αγγλίαν. Την εσπέραν ταύτην κάμνω
έκκλησιν προς υμάς, όπως αφήσετε να κυριαρχήση η λογική σας, διά να δυνηθήτε να
αντιληφθήτε επακριβώς το νόημα της προπαγάνδας, διά της οποίας μία μικρά ομάς
ανθρώπων προσπαθεί να σας θαμβώση. Μη πιστεύσετε εις αυτά που σας λέγω, κοιτάξετε
όμως σεις οι ίδιοι γύρω σας. Αλλά δεν υπάρχει καμμία μεγάλη αγγλική εφημερίς
που να μη διατελή υπό εβραϊκόν έλεγχον. Σας εξαπατούν. Τον πατριωτισμόν σας,
την αγάπην σας προς την Αγγλίαν μας εκμεταλλεύονται άνθρωποι, οίτινες, κατά το
πλείστον, δεν έχουν καν το δικαίωμα να ισχυρισθούν ότι είναι Άγγλοι». Κατόπιν ο
Έμερυ ωμίλησε περί των γεγονότων της Διέππης. «Το ότι εις την Διέππην εύρον τον
θάνατον δύο έως τρεις χιλιάδες χριστιανοί, ουδεμίαν λύπην προξενεί, φυσικά, εις
την εβραϊκήν κλίκαν, επί παραδείγματι, εις τον Λέσλι Χορ Μπελίσα, αλλά,
εσυνέχισεν ο Έμερυ, εγώ απευθύνομαι προς τας μητέρας των στρατιωτών τούτων. Εάν
τα τέκνα σας έπιπτον μαχόμενα υπέρ της πατρίδος, το πράγμα θα είχε καλώς, αλλ’
ήσαν απλώς μισθοφόροι του ανοσίου εκείνου διεθνούς συνεταιρισμού μεταξύ της
Νέας Υόρκης και της Μόσχας. Δι’ αυτόν τον σκοπόν εγεννήσατε τα τέκνα σας με
ωδίνας; Τα ηγαπήσατε τόσον πολύ, διά να ίδητε τα δυστυχισμένα σώματά των νεκρά
εις την ακτήν μιας ξένης χώρας;»
Ο υιός του υπουργού των
Ινδιών εστράφη κατόπιν εις τας μεθόδους των «ορδών του Στάλιν» και υπενθύμισεν
εις τους Βρετανούς ακροατάς του, ότι τώρα πλέον Άγγλοι ιερωμένοι ικετεύουν καθ’
εκάστην Κυριακήν τον Θεόν να παράσχη την βοήθειάν του εις τον μπολσεβικικόν
στρατόν, όπως ούτος δυνηθή να συντρίψη ανδρείους λαούς, καθώς είναι οι
Φινλανδοί επί παραδείγματι. Ο Έμερυ υπέμνησεν εις τους ακροατάς του τας
εκατοντάδας χιλιάδας ιερέων, καλογραιών και χριστιανών, οίτινες κατεσφάγησαν
υπό των Μπολσεβίκων, ως και τους λειτουργούς της Εκκλησίας, οίτινες επεδοκίμασαν
εις την Αγγλίας τας σφαγάς ταύτας. Ο Έμερυ υπαινισσόμενος τους εν λόγω Άγγλους
εκκλησιαστικούς, είπε προς τους συμπατριώτας του: «Εάν σκεφθήτε ένα και μόνον
δευτερόλεπτον επ’ αυτού, θα συναγάγετε το ακόλουθον συμπέρασμα: Μα τον Θεόν,
εάν πράγματι υπάρχη Θεός, οι ιερείς αυτοί θα διέλθουν μίαν φρικτήν ημέραν
κρίσεως με τον Κύριόν των! Είναι τόσον οικτρόν, παρετήρησεν ο Έμερυ εν
συνεχεία, και εν τούτοις τόσον απλούν εις την τραγικότητά του: εξηπατήθημεν.
Μας παρέδωσαν εις τα διεθνή συμφέροντα της Νέας Υόρκης και της Μόσχας. Οι
εκπρόσωποι των συμφερόντων τούτων θα μας απομυζήσουν τελείως και έπειτα θα μας
εγκαταλείψουν εις την τύχην μας, αφού προηγουμένως και ο τελευταίος Άγγλος θα
έχη θυσιάση την ζωήν του δι’ αυτόν τον εγκληματικόν πόλεμον. Όλα τα συμφέροντά μας
εις την Αμερικήν, επίσης και αι κτήσεις μας εις τας Δυτικάς Ινδίας παρεδόθησαν
εις τους Εβραίους της Νέας Υόρκης. Τώρα τι πρέπει να κάμωμεν;»
Ο Έμερυ επέστησεν
εντόνως την προσοχήν των συμπατριωτών του εις το ότι η λήψις οριστικών
αποφάσεων δεν απόκειται ούτε εις την βρετανικήν κυβέρνησιν ούτε εις την
βρετανικήν Βουλήν, αλλ’ ευρίσκεται εις τας χείρας ενός εκάστου των ακροατών
του. «Εις σας εναπόκειται, είπεν ο Έμερυ, να κρίνετε και να πήτε ότι η ιστορία
αυτή παραβάστηξε και ότι οι νεαροί άνδρες μας θυσιάζουν την ζωήν των διά μίαν
υπόθεσιν, η οποία δεν εξυπηρετεί τα βρετανικά συμφέροντα, αλλά τα συμφέροντα
μιας μικράς ομάδος εις το έπακρον ασυνειδήτων ανθρώπων. Εξετάσατε μόνον αυτό το
ζήτημα: Ο διεξαγόμενος πόλεμος είναι πράγματι αναγκαίος; Ποίοι είναι αυτοί οι
άνθρωποι, οι οποίοι σας επιβάλλουν συνεχώς να εξακολουθήτε τον δρόμον αυτόν;
Ποίοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι υπονομεύουν διαρκώς κάθε δυνατότητα
μιας λογικής συνεννοήσεως με την Γερμανίαν;» Ο υιός του Βρετανού υπουργού των
Ινδιών προέβη με λέξεις εμφαντικάς εις την διαπίστωσιν ότι εις τον κόσμον
υπάρχει αρκετός χώρος διά την Γερμανίαν και την Αγγλίαν. Ο Έμερυ εχαρακτήρισε
τους ισχυρισμούς ότι οι ηγέται της Γερμανίας επιδιώκουν την εγκαθίδρυσιν μιας
κοσμοκρατορίας, ως ένα τέχνασμα της εβραϊκής προπαγάνδας, το οποίον αποσκοπεί
να υπονομεύση την δικαιολογημένην ηγέτιδα θέσιν της Γερμανίας εις την
ευρωπαϊκήν ήπειρον. Η Γερμανία, εδήλωσεν ο ρήτωρ, ουδέποτε διημφισβήτησε τα
δικαιώματα της Αγγλίας επί της αυτοκρατορίας της. Εις τους εν Αγγλία ακροατάς
του απόκειται, παρετήρησεν εν συνεχεία ο Έμερυ, να επανέλθουν βραδέως, αλλ’
ασφαλώς, εις τον ορθόν λόγον και να είπουν αυτοί την τελευταίαν λέξιν.
Ο Έμερυ χαρακτηρίζει το
γεγονός ότι κατά τας εκλογάς του λόρδου δημάρχου του Λονδίνου, οι δύο μοναδικοί
υποψήφιοι ήσαν Εβραίοι, ως αίσχος και ως φανερόν σημείον της καταπτώσεως, εις
την οποίαν πρέπει να τεθή οπωσδήποτε τέρμα. Ακολούθως ο ρήτωρ, δι’ εντυπωσιακών
λέξεων, κατέστησε τους ακροατάς αυτού προσεκτικούς εις τον προστατευτικόν ρόλον
που παίζει ο γερμανικός στρατός ακόμη και δι’ έκαστον Άγγλον. «Οσονδήποτε,
είπε, και αν φαίνεται παράδοξον, ο γερμανικός στρατός είναι την στιγμήν αυτήν ο
μόνος παράγων, ο ευρισκόμενος μεταξύ υμών και του κομμουνισμού, η αποκλειστική
προστασία της ιδιωτικής περιουσίας σας και του δικαιώματος να ζη έκαστος εξ
υμών με την οικογένειάν του. Εν περιπτώσει, καθ’ ην ο προστατευτικός ούτος
προμαχών ανατραπή, τα μικρά αυτοκίνητά σας, τα σπιτάκια σας, η ελευθερία σας θα
είναι μόνον αόριστος ανάμνησις ενός ευτυχισμένου παρελθόντος. Τότε θα έχετε
αρκετόν καιρόν να εντρυφήσετε εις τον σοβιετικόν παράδεισον, εάν είναι τοιούτος
ο σκοπός σας. Αλλά πριν γίνη τούτο, θα ήτο φρονιμώτερον να διαβάσετε, τι
αναφέρουν σχετικώς ταξιδιώται, όπως ο σερ Γουώλτερ Τσίτριν ή, επί παραδείγματι,
τι διαλαμβάνουν αι εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού».
Το αποκορύφωμα του λόγου
του Έμερυ ευρίσκεται εις το σημείον, εις το οποίον ο ρήτωρ απηυθύνθη με μίαν
φλογεράν έκκλησιν προς τους συμπατριώτας του, προς ένα έκαστον Άγγλον χωριστά,
οποιοσδήποτε και αν είναι, και τους εκάλεσε να θέσουν τέρμα εις την ορμήν των
εγκληματιών του πολέμου, όστις αντιστρατεύεται προς όλα τα αγγλικά συμφέροντα
και οι υποκινηταί του οποίου πρέπει να ανατραπούν. «Μη λησμονήτε, ανεφώνησεν ο
Έμερυ, ότι αυτή είναι δι’ ημάς η μοναδική ευκαιρία, ίσως η τελευταία μας,
αδιάφορον ποία θα είναι η έκβασις του πολέμου. Μία βρετανική νίκη κατέστη
αδύνατος και μόνον ανόητοι άνθρωποι υπολογίζουν εις την αμερικανικήν νίκην. Εάν
όμως η Γερμανία έχανε τον πόλεμον, τότε ένα και μόνον υπολείπεται διά την
Αγγλίαν, δηλαδή να παραιτηθή των δικαιωμάτων της υπέρ της Αμερικής, μία δε
τοιαύτη παραίτησις επ’ αγαθώ της Αμερικής δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μίαν
εβραϊκήν κοσμοκρατορίαν. Τώρα τα πάντα ευρίσκονται εις χείρας σας. Σεις και
μόνον είσθε ικανοί να θέσετε τέρμα εις το έγκλημα τούτο του πολέμου. Σεις και
μόνοι δύνασθε να ανατρέψετε τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι τόσον πολύ
εταπείνωσαν την χώραν μας, οι οποίοι μας εξώθησαν εις τον πόλεμον αυτόν - τον
ιδικόν των πόλεμον - αντιθέτως προς όλα τα βρετανικά συμφέροντα, οι οποίοι μας
ωδήγησαν, αντιθέτως προς παν βρετανικόν συμφέρον, εις συμμαχίαν μετά των
Μπολσεβίκων και των Αμερικανών και οι οποίοι σήμερον θυσιάζουν ένα τμήμα της
αυτοκρατορίας μετά το άλλο εις τον βωμόν του μεγάλου εβραϊκού κεφαλαίου και του
παγκοσμίου κομμουνισμού. Οφείλετε να το κάμετε χάριν της Αγγλίας, εφ’ όσον δε η
γερμανική κυβέρνησις θα μου το επιτρέπη, θα μένω εδώ διά να σας βοηθώ και να
σας οδηγώ, όπως μίαν ημέραν η ειρήνη βασιλεύση πάλιν εις την Ευρώπην».
Με την πρώτη αυτή
ραδιοφωνική ομιλία του ο Τζων Έμερυ, που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο και που
στην Αγγλία ειδικά έγινε θέμα της ημέρας, περνούσε σε μια άλλη πορεία. Μέχρι
τότε ήταν απλώς συμπαθών, γνωστός σ’ ένα περιορισμένο κύκλο. Τώρα αποκτούσε μια
ιδιαίτερη προβολή, αλλά άνοιγε κι ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Αυτές οι ομιλίες του
κράτησαν μόλις ένα μήνα και δεν ήταν περισσότερες από δέκα. Παρά το γεγονός ότι
δεν ήταν οργανικά ενταγμένες στην αγγλόφωνη εκπομπή του Λόρδου Χο-Χο, ο Τζόυς
και οι μέχρι τότε συνεργάτες του ενοχλήθηκαν από την εμφάνιση του Έμερυ και
εκδηλώθηκε αμέσως η μεταξύ τους αντιπάθεια. Θεώρησε ότι δεν είχε κάτι άλλο να
δώσει εκείνη την ώρα και αποφάσισε να πάει στο Παρίσι για να σκεφθεί, προφανώς
και να συζητήσει με τους Γάλλους φίλους του, ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα που
θα έπρεπε να κάνει. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο, ήδη είχαν
γίνει πολλές συζητήσεις αναφορικά με τη δημιουργία εκστρατευτικού βρετανικού
σώματος με προορισμό το Ανατολικό Μέτωπο.
ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΣΩΜΑ
Πριν από τα Χριστούγεννα
του 1942, ο Τζων Έμερυ και η σύντροφός του έφθασαν στο Παρίσι. Εκεί άρχισε
συζητήσεις με τον Μαρσέλ Ντεά και τον Ζακ Ντοριό για να καταλήξουν στο κοινό
συμπέρασμα ότι μόλις ξεκαθαρισθεί ο πόλεμος με τους Ρώσους, θα πρέπει η πρώτη
προτεραιότητά τους να είναι η κοινωνική επανάσταση σε όλη την Ευρώπη.
Διαπίστωσαν ότι η Γερμανία σε όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από
τη Νορβηγία, είχε προτιμήσει να συμβιβασθεί προσωρινά με τα τοπικά κατεστημένα
και όχι να προχωρήσει σε λύσεις ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές. Η σκέψη τους
πήγαινε στην ιδέα μιας Ευρώπης ενωμένης και ελευθερωμένης, αλλά η προϋπόθεση
ήταν να έχει νικηθεί ο μπολσεβικισμός. Και αφού όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί
ενωμένοι έπρεπε να πολεμήσουν τον μπολσεβικισμό, το επείγον και το πιο
απαραίτητο, σε ό,τι αφορούσε τον Έμερυ, ήταν να σχηματισθεί αυτή η βρετανική
λεγεώνα που θα έπαιρνε μέρος στον πόλεμο κατά του Στάλιν.
Έχοντας καταλήξει σ’
αυτό το συμπέρασμα, επέστρεψε στο Βερολίνο και είδε τους αξιωματούχους του γερμανικού
υπουργείου Εξωτερικών για να τους εκθέσει τη σκέψη του. Αποφάσισε αυτό να το
κάνει γραπτώς και μάλιστα εκτενώς. Το κείμενο αυτό έγινε τελικά ένα βιβλίο, που
το έγραψε με μεγάλη άνεση και σύντομα στη μεγάλη σουίτα του Κάιζερχοφ Οτέλ που
του παραχωρήθηκε. Πρόκειται για το βιβλίο «Η Αγγλία ενώπιον της Ευρώπης», τα
χειρόγραφα του οποίου ολοκληρώθηκαν στα τέλη Μαρτίου του 1943, και κυκλοφόρησε σε
αγγλική γλώσσα τον επόμενο Ιούλιο.
Το βιβλίο αυτό, που
κυκλοφόρησε αφειδώς στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, ουσιαστικά ήταν μια προσωπική
νίκη του Τζων Έμερυ, κυρίως έναντι του εαυτού του. Μέσα σ’ αυτό μπορεί κανείς
να βρει ένα πολιτικό μανιφέστο, ιδεολογικές θέσεις που εξισορροπούν την ιδέα
του βρετανικού ιμπεριαλισμού με την εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση και ακόμη
αποκρυσταλλωμένες απόψεις για το μέλλον της Ευρώπης και ειδικά της Μεγάλης
Βρετανίας ύστερα από την αναμενόμενη νίκη των δυνάμεων του Άξονα. Τοποθετείται
απέναντι στον σιωνισμό, που τον χωρίζει στην εβραιοπλουτοκρατία των Ηνωμένων
Πολιτειών και στον εβραιομογγολισμό της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά καταλήγει στη
δημιουργία εθνικής εστίας των Εβραίων και συνεπακόλουθα στην απομάκρυνση όλων
των Εβραίων από δημόσιες και επίμαχες θέσεις στην Αγγλία και στις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες.
Η εικόνα που μέχρι τον
πόλεμο υπήρχε για τον νεαρό αριστοκράτη με την επιπόλαιη και διεφθαρμένη ζωή,
όλα όσα του καταλογίζονταν και ιδίως όσα η οικογένειά του γνώριζε, περνούσαν
στο παρελθόν. Ο ατίθασος και εκκεντρικός νεαρός αποδείκνυε στον εαυτό του ότι
μπορούσε να είναι δημιουργικός και βεβαίως μπορούσε να εκφράζει την ιδεολογική
του πίστη με συνέπεια και ωριμότητα. Χρειαζόταν ασφαλώς πολύ δεξιοτεχνία και
έμπνευση για να αντιμετωπίζει κάποιος, όπως στην περίπτωσή του, τον
χαρακτηρισμό του προδότη.
Η ευφορία δεν κράτησε
πολύ. Μερικές ημέρες αφότου είχε ολοκληρώσει το μανιφέστο του, ένα πρωινό η νεαρή
Γαλλίδα σύντροφός του βρέθηκε νεκρή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η
πιθανότερη εκδοχή ήταν ότι είχε αυτοκτονήσει. Η αστυνομία του Βερολίνου
ερεύνησε διεξοδικά την υπόθεση και κατέληξε στη διαπίστωση ότι η Ζανίν Μπαρντ
είχε βρει τον θάνατο, ύστερα από μέθη και αφού είχε πάρει υπνωτικά χάπια που
επέφεραν δηλητηρίαση και ασφυξία.
Ο Τζων Έμερυ συνόδευσε
τη σορό της ερωμένης του στη γαλλική πόλη Μπερζεράκ, όπου ζούσε η οικογένειά
της και όπου ετάφη. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι και από εκεί στο στρατόπεδο
Σαιν-Ντενίς, όπου βρίσκονταν πολλοί Βρετανοί αιχμάλωτοι. Τους μίλησε και τους
ανακοίνωσε ότι πρόκειται να ιδρυθεί η Βρετανική Λεγεώνα του Αγίου Γεωργίου για
να πολεμήσει εναντίον του μπολσεβικισμού. Στόχος του ήταν βέβαια η στρατολόγηση
εθελοντών.
Γεγονός είναι ότι ο Έμερυ
είχε φαντασθεί αυτή τη στρατιωτική μονάδα διαφορετικά από ό,τι οι ιθύνοντες
Γερμανοί. Την εννοούσε ότι δεν θα ήταν απαραίτητο να πάρει μέρος σε πολεμική
δράση, παρά τις ρητορικές διακηρύξεις, αλλά θα ήταν μια μονάδα συμπληρωματική
για την προπαγανδιστική του δράση. Ήθελε όταν θα πήγαινε σε διάφορες ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες για ομιλίες και δημόσιες εμφανίσεις να συνοδεύεται από μια
περιορισμένη δύναμη ανδρών εν είδει σωματοφυλακής του μάλλον, παρά για
συμμετοχή σε στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ωστόσο, οι πρώτοι
εθελοντές που δέχθηκαν να συμμετάσχουν, εννοούσαν να πάρουν πράγματι μέρος στις
μάχες του Ανατολικού Μετώπου, διότι διαπνέονταν από μένος κατά του
μπολσεβικισμού. Δεν ήθελαν να γίνουν απλά μέλη ενός προπαγανδιστικού «θιάσου».
Τελικά οι γερμανικές
αρχές, έχοντας πάντα στη διάθεσή τους την προσωπική έγκριση του Χίτλερ, ο
οποίος θεωρούσε την ιδέα «λαμπρή», κατέληξαν στην απόφαση να σχηματισθεί αυτή η
μονάδα με την ονομασία «British
Free
Corps»
(BFC).
Το γεγονός ότι ράφτηκαν 800 στολές, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική σκέψη
ήταν οι εθελοντές αυτοί να μην υπερβαίνουν τους 800. Παρόμοια αριθμητική οροφή,
εντελώς δυσανάλογη όμως, είχε τεθεί και τη Γαλλική Λεγεώνα Εθελοντών (LVF), που η δύναμή της δεν έπρεπε να
υπερβαίνει τους 15.000.
Όταν άρχισε η
στρατολόγηση των Βρετανών, που την εποχή εκείνη ήταν συνολικά 100.000, ελήφθησαν
ορισμένα μέτρα. Από τα διάφορα στρατόπεδα αιχμαλώτων, ξεχωρίστηκαν οι Άγγλοι,
Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Καναδοί που θεωρήθηκαν πιθανοί και εφεκτικοί για να
γίνουν εθελοντές, και προωθήθηκαν σε δύο στρατόπεδα αιχμαλώτων, όπου υπήρχαν
εντυπωσιακά καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως. Απ’ αυτά τα στρατόπεδα έγινε νέο
ξεκαθάρισμα και τότε μόνο ζητήθηκε όσοι θέλουν να στρατολογηθούν.
Όταν σε μια περίπτωση
ασκήθηκε υπέρμετρη πίεση για την απόσπαση εθελοντών από τους Βρετανούς
αιχμαλώτους, παρουσιάστηκε ένας Βρετανός ταξίαρχος πρόθυμος να σχηματίσει μια
ταξιαρχία 1.500 ανδρών. Η υπόθεση θα πήγαινε μακριά, καθώς μάλιστα από το
Λονδίνο η μυστική υπηρεσία ΜΙ9 ήδη είχε εκπαιδεύσει και είχε προωθήσει στελέχη
της που αιχμαλωτίσθηκαν. Από το Βερολίνο δόθηκε διαταγή να απομακρυνθούν όλοι
αυτοί οι «πρόθυμοι» Βρετανοί αιχμάλωτοι και να σταλούν στα άλλα συνηθισμένα
στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Στην πραγματικότητα,
συνολικά μόνον 58 άτομα στρατολογήθηκαν στο διάστημα των δύο ετών που υπήρξε η
βρετανική αυτή μονάδα, ενώ η δύναμή του ποτέ δεν ξεπέρασε τα 29. Για τον
στρατωνισμό και την εκπαίδευσή τους διατέθηκε ένα οίκημα 18 δωματίων στο
προάστιο του Βερολίνου Ενσάγκεν. Η μονάδα στελεχώθηκε από αγγλόφωνους Γερμανούς
αξιωματικούς, ενώ εντάχθηκαν σ’ αυτήν και οι μεμονωμένοι Άγγλοι (συνήθως διπλής
υπηκοότητος, με τον ένα γονέα Γερμανό και τον άλλο Άγγλο), που ήδη υπηρετούσαν
στον γερμανικό στρατό.
Το BFC τελικά εντάχθηκε τυπικά στα Βάφεν Ες-Ες,
αλλά δεν στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο. Ωστόσο όμως, χωρίς να αποτελούν
αυτοτελή μονάδα, οι άνδρες του πήραν μέρος σε μερικές μάχες του Δυτικού
Μετώπου.
Ο ΛΟΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Ο κάθε Βρετανός υπήκοος,
είτε από τη μητροπολιτική Αγγλία είτε από τις υπερατλαντικές αποικίες της, που
έγινε εθελοντής του BFC
ήταν και μια ξεχωριστή περίπτωση. Μετά το τέλος του πολέμου, άλλοι
καταδικάσθηκαν από τα βρετανικά στρατοδικεία και άλλοι αθωώθηκαν.
Τον Οκτώβριο του 1945,
όταν ο Ρόυ Νίκολας Κουρλάντερ καταδικάσθηκε σε 15 ετών φυλάκιση για τη
συμμετοχή του στα Ες-Ες, αφηγήθηκε τη δική του εκδοχή σ’ έναν Άγγλο
δημοσιογράφο, τον Τζέφρι Καρ, ο οποίος την παρουσίασε στην εφημερίδα του (βλ.
«Έθνος» 4.12.1945):
«Επισκέφθηκα τον
Κουρλάντερ λίγους μήνες μετά την επιστροφή του στην Αγγλία για να μάθω πώς τα
κατάφερε να καταταχθεί στα Ες-Ες και πώς κατόρθωσε να τα ξεγελάσει και να
φθάσει στις αγγλικές γραμμές κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο βελγικό μέτωπο.Ο
Κουλάντερ μου απάντησε ότι αιχμαλωτίσθηκε στην Ελλάδα κατά την αποχώρηση των
βρετανικών στρατευμάτων. Για να κατορθώσει να αποφύγει την αιχμαλωσία, είπε
στους Γερμανούς ότι γεννήθηκε στη Ρίγα από Άγγλους γονείς και πρόσθεσε ότι ήταν
πρόθυμος να πολεμήσει κατά των Ρώσων, που τους μισούσε.
Τα πράγματα όμως δεν
ήλθαν ευνοϊκά και έτσι υποχρεώθηκε να μεταβεί στο Βερολίνο για να ανακριθεί στο
υπουργείο Εξωτερικών. Εκεί τα κατάφερε τόσο καλά, ώστε τον περιποιήθηκαν, του
έδωσαν ιδιαίτερο διαμέρισμα και τον άφησαν να περιφέρεται ανενόχλητος στους
δρόμους της πόλης. Ύστερα από μερικές μέρες τον ρώτησαν αν θα ήθελε να
καταταχθεί στα Ες-Ες. Ο Κουρλάντερ δέχθηκε την πρόταση με μεγάλη ευχαρίστηση,
διότι φανταζόταν ότι μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να εξαπατήσει τους
Γερμανούς και να δραπετεύσει.
Από το σημείο αυτό η
ιστορία του Κουρλάντερ γίνεται εντελώς μυθιστορηματική. Κατόρθωσε να προσληφθεί
στη σωματοφυλακή του Χίτλερ και στάλθηκε για εκγύμναση σ’ ένα από τα
σπουδαιότερα στρατιωτικά εκπαιδευτικά κέντρα της Γερμανίας. Μόλις όμως αποφοίτησε
από τη Σχολή, οι Βρετανοί πραγματοποίησαν την πρώτη νυκτερινή αεροπορική
επιδρομή κατά του Βερολίνου.
–Η δουλειά που μου
ανατέθηκε, είπε ο Κουρλάντερ, ήταν η εκκαθάριση των ερειπίων για να μην
αντιληφθούν οι κάτοικοι τις καταστροφές που είχαν προξενήσει τα αεροπλάνα μας.
Η δουλειά ήταν βαριά και πολλές φορές αποκρουστική, διότι έπρεπε να εκτελούμε
επί τόπου με φλογοβόλα τους βαριά τραυματισμένους. Ομολογώ ότι τα χέρια μου
έτρεμαν την πρώτη μέρα που με έστειλαν μαζί με κάτι άλλους για να
αποτελειώσουμε μερικούς τραυματίες. Δεν μπορούσα όμως να το αποφύγω. Αν δεν
έκανα το καθήκον μου, οι άλλοι θα με υποπτεύονταν και θα με σκότωναν επί τόπου.
Όταν δεν είχαμε
επιδρομές, η ζωή μου ήταν πολύ ευχάριστη - συνέχισε ο Κουρλάντερ. Ως στρατιώτης
των Ες-Ες μπορούσα να εκβιάζω όποιον καταστηματάρχη ήθελα και να κάνω ό,τι μου
κάπνιζε, χωρίς να φοβάμαι τις συνέπειες... Ο Χίτλερ είχε εκδώσει μια διαταγή που
έλεγε ότι, όποια γυναίκα αποκτήσει παιδί από άνδρα των Ες-Ες, θα έπαιρνε ως
δώρο 300 μάρκα. Τη διαταγή αυτήν την εκμεταλλευόμασταν όλοι μας και κάθε φορά
που βρίσκαμε μια έγκυο γυναίκα της λέγαμε να πει ότι ήταν δικό μας το παιδί και
έτσι μοιράζαμε στα δύο την αμοιβή...
Ομολογώ - πρόσθεσε ο
Κουρλάντερ - ότι καθόλου δεν υπερηφανεύομαι γι’ αυτήν την υπόθεση. Δεν μπορούσα
όμως να κάνω διαφορετικά. Έπρεπε να ζήσω και ήθελα να προξενήσω όσο το δυνατόν
περισσότερο κακό στους Γερμανούς. Πολλές φορές τα βράδια έβγαινα έξω και σκότωνα
αξιωματικούς και στρατιώτες... Ποτέ όμως δεν με κατηγόρησαν για κανένα φόνο.
Όταν ήταν κανείς στα Ες-Ες τίποτα δεν φοβόταν. Όλα του τα συγχωρούσαν.
Κάποτε με τοποθέτησαν
στο Βέλγιο. Εκεί ήταν εύκολο να αποδράσω. Μια νύχτα κατόρθωσα να περάσω στις
βρετανικές γραμμές απαρατήρητος, αλλά προηγουμένως έβγαλα κάτι εκρηκτικά
μηχανήματα από μια γέφυρα που σκέπτονταν να ανατινάξουν οι Γερμανοί και που
τελικά γλύτωσε χάρη σε μένα.
Αυτά αφηγείται ο
Κουρλάντερ. Μόλις έφθασε στις βρετανικές γραμμές παρουσιάστηκε στον διοικητή
της μεραρχίας που βρισκόταν σ’ εκείνο τον τομέα και του αποκάλυψε αρκετά
μυστικά για τις δυνάμεις και τις οχυρώσεις των Γερμανών. Όμως οι αξιωματικοί
της Ιντέλιτζενς Σέρβις τον υποπτεύονταν και τελικά, ύστερα από πολλές
προσπάθειες, κατόρθωσαν να ανακαλύψουν ότι ο Κουρλάντερ είχε βοηθήσει εσκεμμένα
τους Γερμανούς, είχε μιλήσει πολλές φορές από τον ραδιοφωνικό σταθμό του
Βερολίνου σε προπαγανδιστικές εκπομπές και επίσης ότι επίτηδες είχε καταταγεί
στα Ες-Ες για να πολεμήσει τους Ρώσους. Κατόπιν αυτού παραπέμφθηκε στο
στρατοδικείο και καταδικάσθηκε».
Το βρετανικό
(νεοζηλανδικό) στρατοδικείον δέχθηκε ότι ο εν λόγω υπαξιωματικός, που από την
Καλαμάτα βρέθηκε στο Βερολίνο και τα Ες-Ες, δεν είχε στόχο να δραπετεύσει, αλλά
συνειδητά πήρε μέρος στην προσπάθεια του Έμερυ. Γι’ αυτό και στις 3 Οκτωβρίου
1945 τον καταδίκασε σε ποινή 15 ετών. Το 1951 απελευθερώθηκε και τα τελευταία
χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1970, ζούσε στην Αυστραλία.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΜΕΡΥ
Ο φιλόδοξος και
εκκεντρικός Τζων Έμερυ βρέθηκε στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος τον
πιο κρίσιμο μήνα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Νοέμβριο του 1942. Στο
Βερολίνο είχαν πιστέψει ότι θα μπορούσαν να ανατρέψουν την πορεία του πολέμου,
είτε με μία ανακωχή με τους Ρώσους, είτε με τους Άγγλους. Δύο διαφορετικά
σενάρια, που το καθένα απ’ αυτά το στήριζε ένας κύκλος στελεχών του καθεστώτος.
Ο ίδιος ο Χίτλερ και οι πιο πιστοί του, όπως ο Γκαίμπελς, συνέχιζαν να
πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και είχαν προσθέσει στο
ιδεολογικό τους υπόβαθρο ένα άλλο σενάριο: την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης.
Επρόκειτο για την ιδανική συνισταμένη να δικαιολογηθεί η κατοχή τόσων
ευρωπαϊκών κρατών.
Σε όλα αυτά τα σενάρια,
μπορούσε να έχει τον ρόλο του ο Τζων Έμερυ. Πάντως, είχε πιστέψει ότι θα
μπορούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο στη μεταπολεμική Αγγλία, αν βέβαια τον
πόλεμο θα κέρδιζε ο Άξονας. Με ζωτικότητα συνέχισε από τον Απρίλιο του 1943 τις
επισκέψεις του σε στρατόπεδα αιχμαλώτων για να στρατολογήσει εθελοντές και να
εκφωνεί προπαγανδιστικούς λόγους, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ αρχηγός
του BFC,
ούτε καν ο ίδιος φόρεσε στρατιωτική στολή σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Θεωρούσε
ότι ο ρόλος του ήταν κατ’ εξοχήν πολιτικός.
Σε προσωπικό επίπεδο, γνωρίστηκε
με μια άλλη Γαλλίδα, την ωραία Μισέλ Τομά, που του έμεινε πιστή στα επόμενα δύο
χρόνια της ζωής του. Μαζί της πραγματοποίησε ταξίδια σε διάφορες κατεχόμενες
χώρες για «ανταλλαγή απόψεων» με τους επιτόπιους συνεργάτες των Γερμανών. Σε
όλες τις περιπτώσεις εκφωνούσε λόγους, συναντούσε τους αρχηγούς των κρατών και
δινόταν επισημότητα και δημοσιότητα στις επισκέψεις του αυτές. Το γερμανικό
υπουργείο Εξωτερικών, παρά το γεγονός ότι δεν έτρεφε πλέον φιλοδοξίες για τη
χρησιμοποίηση του Έμερυ, συνέχισε να τον στηρίζει οικονομικά, ενώ το υπουργείο
Προπαγάνδας του Γκαίμπελς του είχε αναθέσει προπαγανδιστική εργασία στο
ραδιόφωνο.
Τον Χίτλερ δεν τον
γνώρισε ποτέ προσωπικά. Αντίθετα, μετά το καλοκαίρι του 1944, αφού ήδη είχε
απελευθερωθεί η Γαλλία, όπου διατηρούσε τις περισσότερες διασυνδέσεις, τον
κάλεσε στην Ιταλία ο Μουσολίνι για να τον γνωρίσει. Από τον Οκτώβριο του 1944
μέχρι τον επόμενο Απρίλιο, ο Έμερυ έμεινε στην Ιταλία και είχε συχνές
συναντήσεις με τον Μουσολίνι. Στα τέλη Απριλίου 1945 συνελήφθη από Ιταλούς
παρτιζάνους, που τον παρέδωσαν βέβαια στους Άγγλους.
Αν ήθελε, είχε πολλούς
τρόπους να διαφύγει σε ουδέτερες ή σε μακρινές χώρες. Ωστόσο φαίνεται πως είχε
πάρει την απόφασή του. Πίστευε πάντα πως ό,τι είχε κάνει κατά τη διάρκεια του
πολέμου, το είχε κάνει για το καλό της Αγγλίας, χωρίς να αγνοεί ότι οι πράξεις
του σύμφωνα με τους νόμους της χώρας του αποτελούσαν εσχάτη προδοσία.
Μεταφέρθηκε στην Αγγλία
και φυσικά εισήχθη σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατά τις πρώτες
ανακρίσεις του, δέχθηκε να συντάξει ο ίδιος και να δακτυλογραφήσει ένα μνημόνιο
για όλες τις δραστηριότητές του από το 1936. Το έκανε με προθυμία και προφανώς
με ειλικρίνεια, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει
στοιχεία που θα είχαν ελαφρύνει τη θέση του, όπως π.χ. ότι από το 1937 κατείχε
την ισπανική υπηκοότητα και συνεπώς δεν υπήρχε θέμα προδοσίας του απέναντι σε
άλλη χώρα, και όταν άρχισε η δίκη του απάντησε αμέσως ότι ήταν ένοχος σε όλα τα
σημεία της κατηγορίας, με αποτέλεσμα η διεξαγωγή της να είναι συνοπτική.
Καταδικάσθηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και αδιαφόρησε να επιτύχει χάρη, όπως
προσπαθούσε με διάφορους τρόπους η οικογένειά του. Ακόμη και ο δήμιός του, με
εμπειρία εκατοντάδων εκτελέσεων, έγραψε στις αναμνήσεις του ότι ήταν ο πιο
γενναίος κατάδικος που συνάντησε στη ζωή του.