Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κατοχικά δάνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κατοχικά δάνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ: ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ!



"ΝΟΜΙΚΩΣ ΕΝΕΡΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΣ ΕΠΙΔΙΩΞΙΜΗ" Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΩΝ ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ - ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΠΡΟΒΑΙΝΟΥΜΕ ΣΕ ...ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ!

Οι δύο Πρόεδροι: Παυλόπουλος της Ελληνικής Δημοκρατίας και Σταϊνμάγιερ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας...


Ειλικρινά αδημονώ πότε θα εξεγερθούν οι συνειδήσεις των αρμοδίων εισαγγελικών αρχών γ ια να αποφασίσουν να ασχοληθούν με ένα σοβαρότατο θέμα που έχει πολλαπλή διάσταση: ηθική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Μόνον από επιπολαιότητα θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η διάστασή του είναι απλώς ιστορική:
Το Κατοχικό Δάνειο!
Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή μάλιστα την 76η επέτειο του δεύτερου ΟΧΙ, δηλαδή της γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας, ένας γνωστός δικηγόρος και μάλιστα καθηγητής της έδρας Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δήλωσε δημοσίως κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ότι η εθνική απαίτηση από τη Γερμανία ως προς το Κατοχικό Δάνειο είναι νομικώς ενεργή και δικαστικώς επιδιώξιμη. Το είπε απερίφραστα, προσθέτοντας μάλιστα ότι η Ελλάδα, αν και πρόκειται περί αυτονοήτου δικαιώματός της να απαιτεί δικαστικώς αυτό που της ανήκει, δεν προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες! Αυτό κατά τη γνώμη του επιβάλλει ο ευρωπαϊκός και νομικός πολιτισμός μας!
Κατά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το κατοχικό δάνειο που όφειλε η Γερμανία και είχε δεσμευθεί να το εξοφλήσει ανερχόταν σε κεφάλαιο σημερινής αξίας 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, ανατοκιζόμενο δε με ένα χαμηλό επιτόκιο υπερβαίνει σήμερα τα 500 δισεκατομμύρια. Αυτό είναι το χρέος του γερμανικού κράτους προς την Ελλάδα.
Και κατά τη γνώμη του σεβαστού κατά τα άλλα προαναφερθέντος καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος άλλωστε προσωπικά κατά το παρελθόν με έχει διαβεβαιώσει ότι γνωρίζει πλήρως το θέμα και ότι μάλιστα μετά προσοχής είχε διαβάσει το σχετικό βιβλίο μου, όπου πράγματι περιέχονται πολλά στοιχεία περί του κατοχικού δανείου, δεν το διεκδικούμε για να αποφύγουμε ...μονομερείς ενέργειες.
Σε όλα αυτά, υπάρχει και μια λεπτομέρεια: Ο εν λόγω καθηγητής είναι ο σημερινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
Μήπως θα έπρεπε οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές να δεήσουν να ανοίξουν ένα φάκελο και να ασχοληθούν με τις ευθύνες όσων, ενώ είχαν υποχρέωση να το πράξουν, αμέλησαν ή εκ δόλου παρέλειψαν να διεκδικήσουν το Κατοχικό Δάνειο; Από το 1995 ήδη εκκρεμεί νομικά αυτή η υπόθεση και το γεγονός ότι ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν διστάζει να δηλώσει ανεπιφύλακτα και απερίφραστα ότι η εθνική αυτή απαίτηση είναι ΝΟΜΙΚΩΣ ΕΝΕΡΓΗ και ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΣ ΕΠΙΔΙΩΞΙΜΗ, εφ' όσον δεν αποφασίζουν να την διαχειρισθούν οι πολιτικοί της εκτελεστικής εξουσίας, είναι πλέον θέμα της Ελληνικής Δικαιοσύνης να αναζητήσει ευθύνες για τη μη διεκδίκηση των οφειλομένων.

Δημοσθένης Κούκουνας

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Η ΑΝΥΠΟΛΗΨΙΑ ΤΟΥ ΧΑΪΝΤΣ ΡΙΧΤΕΡ

Η γερμανική εφημερίδα "Die Welt", προσπαθώντας να απαντήσει στην "Κυριακάτικη Δημοκρατία" και στις αποκαλύψεις του ιστορικού Δημοσθένη Κούκουνα, που μίλησε στην εφημερίδα μας για το κατοχικό δάνειο (οφειλή που ξεπερνά τα 500 δισ. ευρώ), επιστράτευσε τον Γερμανό ιστορικό Χάιντς Ρίχτερ. Εκείνος ουσιαστικά ισχυρίστηκε ότι η χώρα μας οφείλει στη δική του και όχι το αντίθετο.
Στις πρόσφατες αστειότητές του απαντά ο κ. Κούκουνας με την ακόλουθη επιστολή που έστειλε στην εφημερίδα μας:
"Μεταξύ ευτέλειας και φαιδρότητας κινείται πλέον ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ. Δεν πρόκειται περί ολισθήματος, αλλά περί νέου παραληρήματος εναντίον της χώρας μας. Τυφλωμένος από μια συστηματική και βαθιά ανθελληνική εμπάθεια, ξεστρατίζει τώρα σε ατραπούς που μοιραία θα τον οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση και ανυποληψία.
Το γεγονός ότι η γνωστή μας «Ντι Βελτ» σπεύδει να τον ανασύρει και να τον επιστρατεύσει για τη νεογκαιμπελική προπαγάνδα της σε ό,τι αφορά το κατοχικό χρέος της Γερμανίας δεν μας ξενίζει. Ελλείψει σοβαρών στοιχείων, όσες φορές η εν λόγω εφημερίδα ασχολήθηκε κατά το παρελθόν με το θέμα του κατοχικού δανείου, επικαλέστηκε φληναφήματα – κυριολεκτικά. Ο πασιφανής στόχος της δεν είναι παρά μια θλιβερή απόπειρα να κάνει το άσπρο μαύρο.
Μόλις μία ημέρα μετά τη φιλοξενία συνέντευξής μου περί κατοχικού δανείου στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» και στον Παναγιώτη Λιάκο, λειτούργησε βιαστικά το προπαγανδιστικό χαλκείο της «Ντι Βελτ». Τόσο βιαστικά μάλιστα που, αδυνατώντας να παραθέσει επιχειρήματα στα όσα ο υποφαινόμενος εκθέτει στο νέο βιβλίο που πρόσφατα εξέδωσε, απλώς προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός άρθρου του κ. Ρίχτερ, ο οποίος πρόκειται να υποστηρίξει ότι όχι μόνο δεν έχει καμιά οφειλή η Γερμανία από την εποχή της Κατοχής, αλλά, αντίθετα, η Ελλάδα έχει να δίνει ρέστα!
Σημειωτέον ότι ο εν λόγω Γερμανός ιστορικός ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα σε οποιοδήποτε δημοσίευμά του, η δε αναγγελθείσα ενασχόλησή του προφανώς εντάσσεται στο πλαίσιο της ανθελληνικής χολής του".

Εφημερίδα "Δημοκρατία" 18.2.2016

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013 στις 7.30 μ.μ. στην αίθουσα "Αλέξανδρος" (Εθνικής Αμύνης 1, Θεσσαλονίκη) παρουσιάζεται το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ" (Εκδόσεις Ερωδιός). Κύριοι ομιλητές θα είναι ο Καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ. Κώστας Χρυσόγονος και ο συγγραφέας.


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ



KATOXIKO ΔΑΝΕΙΟ
Μια "υπενθύμιση" στον Σόιμπλε
η παραδοχή του Γερμανού πρέσβη
και οι ευθύνες
της ελληνικής κυβέρνησης

Άρθρο του Δημοσθένη Κούκουνα στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (25.7.2013)


Αρκετοί ασφαλώς στην Ελλάδα θα αιφνιδιάσθηκαν από την αναφορά του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε κατά το πρόσφατο ταξίδι του, όταν ασχολήθηκε με το θέμα των κατοχικών δανείων.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήρθε να πάρει από την ελληνική οικονομία, ούτε ό,τι ζήτησε πόσο πρόθυμα το πήρε από την πρόσχαρη ελληνική κυβέρνηση. Ο άνθρωπος όμως είναι τόσο πολύ κλασικός εκφραστής της γερμανικής realpolitik, ώστε όταν ρωτήθηκε περί γερμανικών οφειλών απάντησε με πολύ άνεση. Αποζημιώσεις και επανορθώσεις όχι, κατοχικά δάνεια ναι. Σαφέστατος στην άποψή του βέβαια.
Αλλά το ερώτημα είναι πώς κινείται η ελληνική κυβέρνηση επ’ αυτού. Γιατί ακόμα δεν έχουμε καταλάβει τι έχει κατά νου. Θα βιαστεί κανείς να πει ότι αυτό είναι θέμα εξωτερικής πολιτικής. Πρωτίστως όμως δεν είναι αυτό, είναι θέμα ιστορικό. Και πολύ φοβάμαι ότι δεν τείνει να ικανοποιηθεί, αλλά απλώς να «ρυθμιστεί», προφανώς μέσω κάποιου συμβιβασμού.
Η γερμανική πλευρά γνωρίζει πολύ καλά ότι το ζήτημα των κατοχικών δανείων είναι απαράγραπτο και κάποια στιγμή, θέλει δεν θέλει, πρέπει να κλείσει. Μέχρι σήμερα με ψυχρή λογική παρέτεινε αορίστως να ικανοποιήσει αυτή την αδιαμφισβήτητη ελληνική απαίτηση. Αλλά και σκοπίμως.
Ακούγεται φυσιολογικό να αποφεύγει κάποιος οφειλέτης να πληρώσει τα χρέη του. Καθόλου όμως φυσιολογικό δεν είναι ο πιστωτής να αδιαφορεί. Και δυστυχώς αυτό ακριβώς έπραξε η μεταπολεμική Ελλάδα επί εβδομήντα χρόνια αφότου αυτά τα κατοχικά δάνεια συνήφθησαν. Ας μην παραγνωρίσουμε ότι σ’ αυτή τη διαδρομή οσάκις το θέμα ήρθε στην επιφάνεια προβλήθηκαν αντιρρήσεις, όχι ως προς την ουσία του χρέους, αλλά ως προς τον τύπο. Αυτό είχε μια βάση μέχρι το 1990, οπότε επανενώθηκε η Γερμανία σε ενιαίο κράτος και τότε όφειλε να εξοφλήσει. Τυπικά τότε της δόθηκε μια πενταετής προθεσμία για να το πράξει αυτό. Από το 1995 συνεπώς είναι υπόλογη για το χρέος της προς την Ελλάδα ως προς τα κατοχικά δάνεια. Χρέος τιμής, όπως και άλλοτε το έχω χαρακτηρίσει.
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια αποσαφήνιση. Η Ελλάδα για όσα φοβερά υπέστη κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ειδικά της Κατοχής, είχε λαμβάνειν τρεις απαιτήσεις της, απόλυτα δικαιολογημένες: α) Αποζημιώσεις για ανθρωπιστικές καταστροφές, β) επανορθώσεις για υλικές καταστροφές, και γ) αποπληρωμή των κατοχικών δανείων που αναγκαστικά υποχρεώθηκε να παράσχει στους κατακτητές. Για τα πρώτα δύο κεφάλαια στη μεταπολεμική περίοδο έχει κατά καιρούς ικανοποιηθεί μερικώς. Για το τρίτο κεφάλαιο, δηλαδή εκείνο των κατοχικών δανείων, ουδέποτε έλαβε κάτι.
Η Γερμανία, με την τελευταία δήλωση Σόιμπλε, αλλά και άλλες προγενέστερες στο παρελθόν, δείχνει να το γνωρίζει και δεν το αρνείται. Το ερώτημα είναι τι πράττει η ελληνική κυβέρνηση. Εδώ είναι το πρόβλημα. Διότι ούτε καν επικοινωνιακά δεν το έχει προβάλει.
Με το θέμα των κατοχικών δανείων έχω ασχοληθεί επισταμένως στο πρόσφατο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Ερωδιός, 2012), όπου παρουσιάζω έγγραφα κυρίως προερχόμενα από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών επί Χίτλερ, που περιγράφουν την υπόσταση αυτών των λεγόμενων κατοχικών δανείων. Πρόκειται για την πλήρη απομύζηση της ελληνικής οικονομίας την εποχή εκείνη, περιλαμβανομένου και μεγάλου τμήματος της γεωργικής παραγωγής, καθώς βεβαίως και του ορυκτού πλούτου.
Περί όλων αυτών υπάρχουν πίνακες και λοιπά στοιχεία για να συνειδητοποιήσει ο μέσος Έλληνας πολίτης τι καταλήστευση έγινε από τους κατακτητές. Το γεγονός ότι οι ίδιοι αναγνώρισαν πόσο δυσβάστακτο ήταν αυτό το χρέος προκύπτει και από την ασυνήθιστη για τη γερμανική πρακτική του χιτλερικού καθεστώτος να υποσχεθεί εν μέσω πολέμω προς την κατεχόμενη Ελλάδα ότι θα το εξοφλήσει ευθύς ως θα έληγε ο πόλεμος. Την άνοιξη του 1945 ο Χίτλερ αυτοκτόνησε, το Γ΄ Ράιχ κατέρρευσε και ο πόλεμος τελείωσε. Αλλά με διάφορα τεχνάσματα και υπό την ανοχή των Συμμάχων, το χρέος αυτό προς την Ελλάδα παραμερίστηκε και ουδέποτε μέχρι σήμερα αποδόθηκε.
Στο ερώτημα σε τι ποσόν ανέρχεται σε σημερινή αξία, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική. Ούτε ο γρίφος λύεται με αναγωγές σε σταθερές νομισματικές ισοτιμίες ή άλλους συνήθεις οικονομικούς κανόνες, απλώς διότι μέσα στις κρατικές εκείνες συμβάσεις που «δένουν» το κατοχικό δάνειο υπάρχει ο όρος περί τιμαριθμικής ρήτρας. Με δεδομένο ότι οι κατακτητές, πέραν των προβλεπομένων από το διεθνές δίκαιο εξόδων κατοχής, ελάμβαναν ποσά σε ελληνικό νόμισμα, υποκείμενα σε συνεχόμενο πληθωρισμό, καθώς και αγαθά που επίσης παρουσίαζαν άκρατες ανατιμήσεις, ενώ σε όλο το διάστημα της Κατοχής η ισοτιμία δραχμής-μάρκου και δραχμής-λιρέτας παρέμενε απολύτως σταθερή, οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις. Και αν θέλουμε να αποτυπώσουμε το πραγματικό ύψος των κατοχικών δανείων, είναι λάθος να στηριχθούμε στις εκτιμήσεις νομίσματος της εποχής, όπως το μάρκο (ράιχσμαρκ) ή ακόμα και η χρυσή λίρα, ακόμα ακόμα και του δολαρίου ή της λίρας στερλίνας που συχνά λαμβάνονται για παρόμοιες εκτιμήσεις. Εφόσον υπάρχει σαφής πρόνοια περί τιμαριθμικής ρήτρας, ο υπολογισμός γίνεται στη βάση του πραγματικού τιμαρίθμου και όχι του επίσημου που είναι εικονικός.
Κατά τη δική μου εκτίμηση, πρόκειται για ένα κεφάλαιο της τάξεως των 100 δισεκατομμυρίων σημερινών ευρώ που αντιστοιχεί στο σύνολο της γερμανικής οφειλής μέχρι την ημέρα που αποχώρησαν από την Ελλάδα. Οι συμβάσεις έχουν μεν τον όρο ατόκου δανείου, αλλά νομικώς καθίστανται ληξιπρόθεσμα αφότου δεν εξοφλήθηκε κατά τον προβλεπόμενο χρόνο, δηλαδή κατά τη λήξη του πολέμου. Ο χρόνος αυτός λογίζεται με τον χρόνο διεξαγωγής του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι το 1946. Συνεπώς από τότε καταμετράται ο τοκισμός του, οπότε με ετήσιο ανατοκισμό και επιτόκιο 2,5% το 2012 είχε υπερβεί το ποσόν των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εκτιμήσεις ως προς το ύψος των κατοχικών δανείων, άλλοτε μεγαλύτερες και πολύ συχνά μικρότερες. Δυστυχώς στα τελευταία χρόνια ανεύθυνοι Έλληνες παράγοντες, έστω και αν εμφανίζονται ως ειδικοί, δίνουν αυθαίρετες εκτιμήσεις κυμαινόμενες από μόλις 3 έως και 50 δισεκατομμύρια (αναφέρομαι αμιγώς στα κατοχικά δάνεια και όχι στην αυθαίρετη ανάμιξή τους με ζητήματα αποζημιώσεων και επανορθώσεων). Η άποψή μου είναι ότι τέτοιοι αυθαίρετοι συλλογισμοί μειώνουν τη διαπραγματευτική ικανότητα του επίσημου κράτους.
Και εδώ ας έλθουμε στο άλλο κρίσιμο ζήτημα: Στην αδράνεια της ελληνικής πολιτείας. Κατά τους τελευταίους μήνες πράγματι εξαναγκάστηκε η κυβέρνηση να ασχοληθεί με το ζήτημα, το οποίο όμως και πάλι το εμφανίζει λανθασμένα, καθώς εξακολουθεί να συσχετίζει σε ενιαίο σύνολο κατοχικά δάνεια, αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Και έτσι τα αρμόδια υπουργεία (πληροφορηθήκαμε ότι δημιουργήθηκε και ειδική επιτροπή) αδυνατούν να καταλήξουν σε ένα ορισμένο ποσόν.
Μέχρι πέρυσι, που εκδόθηκε το προαναφερθέν βιβλίο μου, υπήρχε ασάφεια αν μη άγνοια για το τι σημαίνουν τα κατοχικά δάνεια. Ακόμα και ένα επονομαζόμενο Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με το ζήτημα. Συνέπεσε τις ίδιες μέρες ο Αντώνης Σαμαράς να σχηματίζει την κυβέρνησή του και ευλόγως υπέθεσα ότι θα είχε κάθε λόγο να ενημερωθεί επί ενός τόσο σοβαρού θέματος, αφού το εκτιμηθέν ύψος των 510 δισεκατομμυρίων ευρώ υπερκαλύπτει το σύνολο του εξωτερικού μας χρέους. Μέσα στον ρομαντισμό μου διατηρούσα την ελπίδα ότι ένας καθαρός πολιτικός, που έγινε πρωθυπουργός για να ωφελήσει και όχι να ζημιώσει, θα ενδιαφερόταν να μάθει. Προσφέρθηκα να μεταφέρω στον ίδιο ή σε συνεργάτη του τα συμπεράσματά μου, αλλά έχει παρέλθει ένας ολόκληρος χρόνος και αδιαφόρησε πλήρως.
Μου θύμισε μια ανάλογη εμπειρία που είχα το 1995, όταν κάποιος προϊστάμενος αρμόδιας υπηρεσίας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θέλησε, σε συνέχεια ενός δημοσιεύματος στην «Καθημερινή» τότε, να παραδώσω αντίγραφα του αρχείου μου. Φυσικά δήλωσα πρόθυμος ως απλός πολίτης να ανταποκριθώ, αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκε κανείς. Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν εκείνος ο Έλληνας διπλωμάτης αδιαφόρησε επειδή βαρέθηκε ή μήπως επειδή δεν το ενέκριναν οι ανώτεροί του, διότι πραγματικά δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να ασχοληθούν με την είσπραξη των κατοχικών δανείων. Και στη συνέχεια αναρωτιέμαι πόσο διαφορετική θα ήταν η μοίρα μας αν είχαν διεκδικηθεί αυτά τα χρήματα εκείνα τα χρόνια, το 1995…
Και θα προσθέσω ότι πέρυσι είχα τη σκέψη να στείλω τιμής ένεκεν ένα αντίτυπο του βιβλίου μου στον πρεσβευτή της Γερμανίας στην Αθήνα, προκειμένου να το προωθήσει στο υπουργείο του ή στην καγκελαρία. Ας πούμε ότι είχα ακούσει ότι εκεί στο Βερολίνο ήταν τσιγκούνηδες και δεν θα έδιναν τριάντα ευρώ για να το αγοράσουν. Ή ας πούμε ότι ήθελα να τους αφαιρέσω το «άλλοθι» ότι αγνοούν το θέμα αυτό.
Και ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας μου αγρόν ηγόρασε, ο Γερμανός πρέσβης είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα ευγενικό γράμμα, στο οποίο με συνέχαιρε για την εργασία μου και αναγνώριζε την ύπαρξη του ζητήματος των κατοχικών δανείων με κάποιες επιφυλάξεις. Δηλαδή περίπου ό,τι προ ημερών είπε και ο Σόιμπλε ευρισκόμενος στην Αθήνα.
Δεν θα προχωρήσω περισσότερο τη σκέψη μου, διότι εξακολουθώ αθεράπευτα να πιστεύω ότι το ελληνικό κράτος θα ξυπνήσει. Υπάρχουν ακόμα περιθώρια, έστω και αν για 300 δις ευρώ έχει ξεπουληθεί η χώρα μου και κυρίως στενάζουν όλοι οι φτωχοποιημένοι Έλληνες. Μπορεί να εξεγερθεί μια πατριωτική φωνή κάποιου πολιτικού ή ενός κρατικού στελέχους και να ενδιαφερθεί…
Και βεβαίως δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα που κατέχουν πολιτικά αξιώματα και ενδεχομένως έχουν συλλάβει την ιδέα να συμψηφίσουν «συμβιβαστικά» το χρέος των κατοχικών δανείων για να φανούν αρεστοί στους αδηφάγους δανειστές μας. Δηλαδή π.χ. να γίνει ένα «κούρεμα» για να μας αφαιρεθούν λίγα δις από το σημερινό χρέος μας και ταυτόχρονα έναντι ενός ευτελέστατου ποσού, που θα συμψηφιστεί με τις υπάρχουσες υποχρεώσεις μας προς τη Γερμανία, να κλείσει οριστικά το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Και αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα υπάρξουν οπωσδήποτε κάποιοι για να αναρωτηθούν, ποιοι ήταν εντιμότεροι ειδικά ως προς τα ελληνικά κατοχικά δάνεια: Τα όργανα του Χίτλερ που υπέγραψαν τότε μια δανειακή σύμβαση και δεν επικαλέστηκαν το δίκαιο του ισχυροτέρου ή οι σημερινοί Μέρκελ και Σόιμπλε που, ενώ δεν μπορούν να μην τα αναγνωρίσουν, θα τα έχουν έτσι εκμηδενίσει;

Στο μέχρι στιγμής ρητορικό αυτό ερώτημα, ασφαλώς ο μέσος Έλληνας πολίτης θα πρέπει να συλλογισθεί και την εν γένει συμπεριφορά των πολιτικών του: Θα είναι τότε ή δεν θα είναι μειοδότες;

"Πολυπλοκότητα" αποδίδει στο ζήτημα των κατοχικών δανείων ο Γερμανός πρέσβης, χωρίς βεβαίως να αρνείται την ύπαρξή του επί της ουσίας. Στη διπλωματική γλώσσα αποδίδεται ως πλήρης παραδοχή... Κατά σύμπτωση η επιστολή αυτή στάλθηκε ακριβώς την ίδια μέρα που ο πάλαι ποτέ προκάτοχός του Γκραίβενιτς (1944) επέδιδε στον κατοχικό πρωθυπουργό Ιω. Ράλλη έγγραφο με το οποίο αναγνώριζε το κατοχικό δάνειο... Απλώς επισημαίνω ότι ουδέποτε στην Ελλάδα έχει διεξαχθεί μια δίκη για τις ευθύνες των Ελλήνων πολιτικών που δεν διεκδίκησαν την είσπραξή του...




Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Άρθρο του Δημοσθένη Κούκουνα για τα Κατοχικά Δάνεια

Δημοσιεύθηκε στα "Επίκαιρα" (11 Οκτ. 2012)










Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ



Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διακεκριμένος ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ υψώνει τη φωνή του αναφορικά με την ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων. Ως γνωστόν ο αυστρογερμανικής καταγωγής και πολιτογραφημένος Έλλην πολίτης λαμπρύνει με την παρουσία του το Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο δίδαξε και διδάσκει ως καθηγητής με αντικείμενο την ιστορία της δεκαετίας 1940. Είναι ιστορικός με σημαντικότατο έργο και έχει από σαράντα και πλέον ετών πραγματοποιήσει εις βάθος επίμονη επιστημονική έρευνα για τα θέματα αυτά, ώστε πράγματι να είναι δυσαναπλήρωτη η αντικατάστασή του μετά την πρόσφατη αποχώρησή του λόγω ορίου ηλικίας. Παράλληλα θα πρέπει να τονισθεί το ήθος του, καθώς χάριν της ιστορικής επιστήμης αίρεται υπεράνω των δεσμών της εθνικής καταγωγής του για να διατυπώσει ανεπηρέαστα τις απόψεις του, ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα.
Ο καθηγητής Φλάισερ με ένα τέτοιο επιστημονικό κύρος όρθωσε τη φωνή του για τη διεκδίκηση των κατοχικών δανείων από ελληνικής πλευράς, επιβεβαιώνοντας στην ουσία όσα και ο υποφαινόμενος συστηματικά και επίμονα υποστηρίζει, ιδίως με την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια". Επί πλέον, ως βαθύς γνώστης του θέματος, ο κ. Φλάισερ ξεχωρίζει ότι άλλα είναι τα κατοχικά δάνεια, τα οποία μάλιστα είχε αποδεχθεί ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ, και όλως άλλα κεφάλαια οι επανορθώσεις και οι αποζημιώσεις.
Δεν γνωρίζω αν πράγματι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει επισταμένως ασχοληθεί με το θέμα, ως οφείλει. Συνεπώς και δεν γνωρίζω αν όντως έχει συσταθεί μια εθνική επιτροπή. Αλλά αν πράγματι είναι έτσι, το ολιγότερο που θα είχε να πράξει είναι να καλούσε να συμμετάσχει και ο πλέον ειδήμων εν Ελλάδι ιστορικός επιστήμονας, ο καθηγητής Φλάισερ, ώστε μαζί με άλλους ειδικούς οικονομολόγους και νομικούς να διευκρινίσουν το ακριβές ύψος της γερμανικής οφειλής.
Αν και μας χωρίζουν αρκετές διαφορές σε ειδικότερα ιστορικά θέματα, χωρίς ουδέ προς στιγμήν να παραγνωρίζω το πάθος του για την έρευνα της ιστορικής αλήθειας και τη μέχρι τούδε συμβολή του σ' αυτήν όσον αφορά την κατοχική περίοδο, συγχαίρω τον κ. Φλάισερ για το σθένος και την αποφασιστικότητα να διατυπώσει με τέτοια καθαρότητα την άποψή του για τα κατοχικά δάνεια (βλ. ειδησεογραφία της 18ης Σεπ. 2012 ΕΔΩ) και περιμένω ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τη διεθνώς αναγνωρισμένη φωνή του και θα του ζητήσει να συμμετάσχει σε μια εθνική προσπάθεια για τη διεκδίκηση της πλέον πραγματικής απαίτησης που έχει η Ελλάδα από τη Γερμανία.
Δ. Κούκουνας

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ ΤΟΥ

Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Αντώνης Σαμαράς είναι πλέον απολύτως ενήμερος για το ζήτημα των κατοχικών δανείων και όλες τις παραμέτρους τους, ακόμη και αν - ως υπεύθυνος πολιτικός και μάλιστα οικονομολόγος - δεν θα το γνώριζε. Απομένει να δημοσιοποιηθεί η θέση του ως προς τη διεκδίκηση αυτής της γερμανικής οφειλής, που σήμερα υπερβαίνει τα 510 δισεκατομμύρια ευρώ.



ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Δ. ΚΟΥΚΟΥΝΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Στον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά ο ιστορικός συγγραφέας Δ. Κούκουνας έστειλε την ακόλουθη επιστολή, παροτρύνοντάς τον να επιδιώξει την άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι τώρα δεν έγινε γνωστή η αντίδρασή του.

"Αθήνα, 17 Ιουλίου 2012

Προς τον Κύριο
Αντώνη Σαμαρά
Πρωθυπουργό της Ελλάδος
Μέγαρο Μαξίμου
Ενταύθα

Αγαπητέ Κύριε Πρόεδρε, 
Θεώρησα χρέος μου να σας προσφέρω τιμητικά ένα από τα πρώτα αντίτυπα του νέου βιβλίου μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που μόλις κυκλοφόρησε, αφ’ ενός λόγω της μακράς προσωπικής γνωριμίας μας, αφ’ ετέρου διότι πιστεύω ότι θα πρέπει να είσθε ενήμερος υπό τη θεσμική σας ιδιότητα των όσων αναφέρονται σ’ αυτό.
Αν ένας νηφάλιος παρατηρητής θα επιχειρούσε να αναζητήσει πού ακριβώς οφείλεται η σημερινή ελληνική τραγωδία, θα διαπίστωνε ότι είναι μια μετεξέλιξη της τραγωδίας που βίωσε σε τόσο δραματικούς τόνους ο Ελληνικός Λαός κατά την κατοχική περίοδο 1941-44. Διότι η περίοδος εκείνη στην πραγματικότητα δεν έκλεισε, ως προς τις συνέπειές της, ούτε με το τέλος του Εμφυλίου, ούτε με τις ανασυγκροτήσεις και αναδιαρθρώσεις που επιχειρήθηκαν σε διάφορες επόμενες φάσεις, ούτε καν με τη Μεταπολίτευση και ό,τι ακολούθησε.
Και δεν έκλεισε διότι την εποχή εκείνη απομυζήθηκε από τον κατακτητή, εξίσου βάναυσα όπως και στο ανθρωπιστικό πεδίο, κάθε ικμάδα της ελληνικής οικονομίας μέχρι ολικής ξηρασίας. Δεν ήταν ο πόλεμος και οι συνθήκες του, ήταν ο συγκεκριμένος εχθρός που έτσι απάνθρωπα αποστράγγισε το παν από τη χώρα μας. Διαρκούσης της σκληρότατης αυτής κατοχής ο λαός μας άντεξε προσβλέποντας στην ελπίδα ότι σύντομα θα τελείωνε αυτή η φάση και έπειτα θα δικαιωνόταν. Βεβαίως εδώ δεν έχει θέση να κριθεί πώς και κατά πόσο ικανοποιηθήκαμε με το Συνέδριο Ειρήνης, αλλά είναι αλήθεια πως δόθηκαν επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Δεν ρυθμίστηκαν όμως τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια, τα οποία ο κατακτητής συστηματικά απαίτησε και έλαβε ποικιλοτρόπως από την ελληνική οικονομία, γεγονός που αυτομάτως επιδείνωσε μέχρις εξαντλήσεως την πείνα, τη δυστυχία, τον αφανισμό. Αυτά τα κατοχικά δάνεια, ύψους 100 δις ευρώ ως προς το κεφάλαιό τους τότε, αν είχαν αποδοθεί τότε θα αποτελούσαν για την Ελλάδα το ουσιαστικό κεφάλαιό της για την επανεκκίνηση της οικονομίας της. Αλλά μη διαθέτοντας αυτό το κεφάλαιο, εξαναγκάστηκε επανειλημμένα από τότε να προσφεύγει σε διάφορους δανειστές και ποικίλες διαδικασίες για να το αναπληρώνει.
Λίγο ώς πολύ, ως οικονομολόγος και πολιτικός, θα γνωρίζετε τι απέγινε μέχρι σήμερα. Με διάφορα προσχήματα, οσάκις εθίγη το θέμα, ουδέποτε ικανοποιήθηκε η χώρα μας εκ μέρους της Γερμανίας (σε αντίθεση με ό,τι έγινε με την Ιταλία) με την επιστροφή των κατοχικών δανείων, τα οποία είχαν μορφή διακρατικής δανειακής σύμβασης. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει καμιά αξία να αποδοθούν ευθύνες στους Έλληνες υπεύθυνους ηγέτες που κατά το παρελθόν παρέλειψαν το καθήκον τους και αδιαφόρησαν να διεκδικήσουν την εξόφληση αυτών των δανείων, διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπήρχε δόλος. Ούτε είναι το ζητούμενο στην παρούσα συγκυρία.
Όταν όμως ο Λαός μας φθάνει σ’ αυτό το σημείο εξαθλίωσης τα πράγματα αλλάζουν. Το ζήτημα των κατοχικών δανείων θα πρέπει να λήξει οριστικά και ικανοποιητικά. Και επειδή, Κύριε Πρόεδρε, γνωρίζετε πόσο σας εκτιμώ προσωπικά, δεν θα ήθελα να προστεθεί και η κυβέρνησή σας στο σύνολο των μεταπολεμικών πολιτικών ηγεσιών που αδιαφόρησαν για τη συγκεκριμένη γερμανική οφειλή, η οποία κατά την εκτίμησή μου υπερβαίνει τα 510 δις ευρώ, κατά την εκτίμηση άλλων μεγαλύτερη ή μικρότερη.
Έχω την πεποίθηση ότι επί των ημερών σας το ζήτημα των κατοχικών δανείων μπορεί να λήξει, οπότε η Ελλάδα θα ξεπεράσει το αδιέξοδό της, συμψηφίζοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το εξωτερικό χρέος της έναντι της γερμανικής οφειλής. Σας καλώ και σας προτείνω να σχηματίσετε μια επιτροπή ειδικών που με επείγουσες διαδικασίες, αφού επιβεβαιώσει την τυπική υπόσταση των κατοχικών δανείων και επαληθεύσει το σημερινό ύψος τους, να σας εισηγηθεί τον τρόπο αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αν δεν επαρκούν τα όσα υπάρχουν στις αρμόδιες αρχές ή τα όσα αναφέρονται στο εν προκειμένω εξειδικευμένο βιβλίο, εννοείται ότι είμαι στην απόλυτη διάθεσή σας να συμβάλω ως Έλληνας πολίτης, παρέχοντας κάθε επιπρόσθετη πληροφορία που τυχόν γνωρίζω ή κάθε στοιχείο που βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο από τη μακρόχρονη ιστορική έρευνα που έχω διεξαγάγει για τα κατοχικά θέματα.
Με θερμές ευχές, πάντοτε στη διάθεσή σας και
Με εξαίρετη τιμή
Δημοσθένης Κούκουνας"


ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΡΩΤΗΣΗΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Βουλή, σε απάντηση σχετικής ερώτησης του βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων καθηγητή Νότη Μαριά, έλαβε θέση για τις ελληνικές απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας από την εποχή του πολέμου.

Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ (3 Σεπτεμβρίου 2012):

Διαδικασία για να αποτυπωθεί με νηφαλιότητα το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ξεκίνησε το υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Χρήστο Σταϊκούρα προκειμένου «οι διεκδικήσεις να μην γίνουν με αερολογίες αλλά με βούληση, τεκμηρίωση και επιμονή».
Επιπροσθέτως, ο κ. Σταϊκούρας μιλώντας στην Βουλή αποκάλυψε ότι «το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μετά από έγγραφο του Πταισματοδικείου (29.06.2012) έχει ξεκινήσει διαδικασία προσδιορισμού του ποσόυ των γερμανικών αποζημιώσεων με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα». Σύμφωνα πάντα με τον υπουργό μεταξύ των διαθέσιμων δεδομένων είναι 7,5 δις δολάρια που ήταν η απαίτηση της ελληνικής αντιπροσωπίας κατά την Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων 1945-1946 «από ζημιές κάθε είδους που υπέστη στο διάστημα της Γερμανικής Κατοχής». Εναντι του ποσού αυτού η Ελλάδα – σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου – έχει λάβει κατά καιρούς:
-  20 εκατ. δολάρια το 1946 από τη διάλυση της Γερμανικής Πολεμικής Βιομηχανίας σε οπλισμό
-   Όλες οι περιουσίες των Γερμανών υπηκόων (1946) περιήλθαν ατο ελληνικό δημόσιο η αξία των οποίων δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί
-  4,8 εκατ. γερμανικά μάρκα το 1961 για αφαιρεθέντα καπνά από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Το ισότιμο ποσό σε δραχμές διανεμήθηκε σύμμετρα στους δικαιούχους
- 115 εκατ. γερμανικά μάρκα το 1961 στα θύματα του ναζισμού (θάνατος, ομηρίες, σωματικές βλάβες)
Πέραν αυτών, ο κ. Σταϊκούρας επισήμανε ότι «η Ελλάδα δεν παραιτείται των αξιώσεών της. Οι συγκεκριμένες εκκρεμότητες εξακολουθούν να υφίστανται» και συμπλήρωσε πως «για πρώτη φορά το υπουργείο ξεκίνησε διαδικασία αποτύπωσης της κατάστασης ώστε να μπορούν να θεμελιωθούν οι όποιες ενέργειες σε στέρεες βάσεις… έχει ήδη δρομολογηθεί η συγκέντρωση του σχετικού αρχειακού υλικού προκειμένου να ερευνηθεί αρμοδίως και να αξιοποιηθεί».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι για τον σκοπό αυτό έχει συγκροτηθεί ομάδα εμπειρογνωμόνων που επεξεργάζονται «17 δερματόδετους τόμους αρχείο με 2.800 σελίδες έκαστος» ενώ στις διαδικασίες εκτίμησης συμμετέχει και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Στο αρχείο – σύμφωνα πάντα με τν υπουργό – καταγράφονται τα πλήρη στοιχεία των δικαιούχων (ονοματεπώνυμο, αριθμός μητρώου κ.α.) καθώς και νομικά έγγραφα όπως αριθμοί εντολής πληρωμών και ποσά.
Επιπροσθέτως, σημείωσε ότι «οι απαιτήσεις της χώρας μας από επανορθώσεις και αποζημιώσεις από την πρώην Ανατολική και την Δυτική Γερμανία χρονολογούνται από τον Α και Β Παγκόσμιο πόλεμο. Πρόκειται:
-  Για αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου για ζημιες που προκλήθηκαν στην υποδομή της χώρας και γενικά στην δημόσια περιουσία
- Για επιστροφή του «κατοχικού δανείου»
-  Για αξιώσεις Ελλήνων πολιτών για αποζημιώσεις λόγω ζημιών στην ιδιωτική τους περιουσία




ΦΟΒΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΝΑ ΚΟΥΚΟΥΛΩΘΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ


Με αφορμή τις διατυπώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα στη Βουλή, εκφράστηκαν έντονες ανησυχίες για τον κίνδυνο να κουκουλωθεί το ζήτημα των κατοχικών δανείων. Η σημαντικότερη επισήμανση έγινε από το olympia.gr, που αντέδρασε αμέσως (ΚΛΙΚ ΕΔΩ).

Ενισχύοντας τις ανησυχίες που εκφράστηκαν, ο ιστορικός συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας έστειλε στο  olympia.gr το ακόλουθο κείμενό του (ΚΛΙΚ ΕΔΩ για τη σχετική ανάρτηση):


Αισθάνομαι χρέος να σας συγχαρώ για την απαρασάλευτη πατριωτική στάση σας στις δύσκολες στιγμές που περνάει ο Ελληνισμός. Καθημερινά αποδεικνύεται περίτρανα ότι το olympia.gr είναι ένας μοναδικός ιστότοπος υπεύθυνης και ανιδιοτελούς ενημέρωσης, που με οξυδέρκεια επιλέγει τα θέματά του και τα σχολιάζει.
Ειδικά για το θέμα των κατοχικών δανείων, πιστεύω ότι είστε οι μόνοι στο ελληνικό διαδίκτυο που το αντιμετωπίζετε με την ανάλογη προς τη σπουδαιότητά του σοβαρότητα. Όπως πολύ σωστά επισημάνατε, τα τελευταία 24ωρα αρχίζει να διαφαίνεται μια προσπάθεια συστηματικής υποβάθμισης του θέματος, προφανώς για να εξυπηρετηθούν τα γερμανικά συμφέροντα εις βάρος των ελληνικών. Είναι και αυτό απόρροια των όρων του αρχικού μνημονίου που υπέγραψαν είτε βλάκες είτε προδότες, μπορεί και τα δύο. Τότε, το 2010, οι Γερμανοί, κάθε άλλο παρά προδότες για τη δική τους πατρίδα, είχαν την πρόνοια να επιβάλουν μεταξύ των άλλων γνωστών όρων δύο στοιχειώδεις 
κατευθυντήριες γραμμές: α) Η Ελλάδα αίρει την εθνική κυριαρχία της, και β) δεν επιτρέπεται συμψηφισμός των εκατέρωθεν οφειλών. Ο τελευταίος όρος αναφερόταν αναμφισβήτητα στο ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων περί των κατοχικών δανείων.

Άλλωστε αυτή είναι η μόνη απαράγραπτη (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) οικονομική απαίτηση που έχει στη διάθεσή της η χώρα μας από τη Γερμανία, μάλιστα δε επί απολύτως ουσιαστικής βάσης, καθώς αυτή έχει τη μορφή δανειακής κρατικής σύμβασης.
Όσοι εξακολουθούν να αγνοούν το θέμα στις πραγματικές διαστάσεις του και δεν μπορούν να αντιληφθούν τι αντιπροσωπεύει για την καθημαγμένη σημερινή Ελλάδα, το λιγότερο είναι αδιάβαστοι. Και αυτό, ιδίως για υπεύθυνους πολιτικούς που εκφράζουν δημοσία άποψη, είναι απαράδεκτο. Αφότου δόθηκε στη δημοσιότητα το τελευταίο βιβλίο μου, αμέσως μετά τις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου, που έχει τον τίτλο “Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια”, θα πρέπει κανείς να είναι ανθέλληνας ή έστω κακόπιστος, για να μην αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται. Δίνονται στη δημοσιότητα έγγραφα κυρίως από τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής που συνομολογήθηκαν τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια (1942), καθώς και από το προσωπικό αρχείο του τότε κατοχικού υπουργού Οικονομικών Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, ώστε προκύπτει όχι απλώς το γράμμα, αλλά και το πνεύμα που επικρατούσε τότε. Διεκτραγωδείται τεκμηριωμένα όλο το παρασκήνιο, αλλά και το προσκήνιο βεβαίως. Πώς και γιατί καταλήστευσαν τότε οι κατακτητές την ελληνική οικονομία, όχι μόνον εξαναγκάζοντας την Τράπεζα της Ελλάδος να παραδίδει τεράστιες ποσότητες χαρτονομισμάτων στα στρατιωτικά φορτηγά που περίμεναν απέξω να τα φορτώσουν, αλλά και με τη δέσμευση των γεωργικών προϊόντων και άλλων ειδών διατροφής, κρεάτων, φρούτων κλπ. Χώρια τα μεταλλεύματα, τα καπνά κ.ά.
Οι κατακτητές τότε μας πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, μας άφησαν να πεινάσουμε και κυριολεκτικά να πεθάνουμε από πείνα, για να αντλήσουν και την τελευταία ικμάδα που είχε απομείνει, ενώ ταυτόχρονα δεν παρέλειπαν εκτελέσεις, φυλακίσεις, ομηρίες, βιαιότητες. Αλλά αυτοί οι ίδιοι οι κατακτητές, που έκαναν ό,τι ήθελαν εις βάρος μας, δήλωσαν τότε ενυπογράφως και ανεπιφυλάκτως ότι θα μας επέστρεφαν τα ποσά που έτσι βάναυσα έπαιρναν, αμέσως μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος.
Αυτή ακριβώς είναι η υπόσταση των κατοχικών δανείων. Η χιτλερική Γερμανία έβαλε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της και εγγυήθηκε την αποπληρωμή τους. Οι μεταπολεμικοί διάδοχοί της, με αποκορύφωμα τη σημερινή αρχικαγκελάριο κυρία Μέρκελ, αρνήθηκαν συστηματικά με την επίκληση διαφόρων προσχημάτων να εξοφλήσουν την οφειλή αυτή, η οποία λόγω της φύσης της όσος καιρός να περάσει δεν διαγράφεται και δεν παραγράφεται. Σημειωτέον ότι μεταπολεμικά η Ιταλία έπραξε το αυτονόητο: αποδέχθηκε το αντίστοιχο χρέος της, προερχόμενο από τις ίδιες συμφωνίες και συμβάσεις, και το εξόφλησε προς την Ελλάδα.
Ως προς το συνολικό ύψος της ελληνικής απαίτησης έναντι της Γερμανίας, το οποίο κατά μετρίους υπολογισμούς υπερβαίνει σήμερα τα 510 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι μια εκτίμηση που στηρίζεται στη βάση του κεφαλαίου των 100 δισεκατομμυρίων κατά τη λήξη του πολέμου, με επιτόκιο 2,5%. Επειδή ο υπολογισμός του κεφαλαίου στηρίζεται σε αποπληθωριστικές ρήτρες, μπορεί να υπάρχουν διαφορές ως προς το ύψος, γι’ αυτό και στο βιβλίο μου (πολλά σχετικά αποσπάσματα του οποίου είναι μόνιμα αναρτημένα στο φιλικό ιστολόγιο aera2012.blogspot.gr) προτείνω τη συγκρότηση μιας εθνικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Βεβαίως δεν εννοώ παρά να υπάρξει μια υπεύθυνη επιστημονική εργασία από ελληνικής πλευράς για τον εντοπισμό των πραγματικών μεγεθών. Δεν εννοώ να συγκροτηθεί μια κλίκα για να κλείσει όπως-όπως το θέμα και να ικανοποιηθούν οι Γερμανοί.
Αυτή η εργασία δε, θα ήθελα να τονίσω, δεν είναι αρμοδιότητα της παρέας με τον βαρύγδουπο τίτλο “Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών”, όπως νομίζουν οι κύριοι που το αποτελούν (δηλαδή ο Μανώλης Γλέζος, ο από χρόνια αποτραβηγμένος από κάθε δραστηριότητα Ευάγγελος Μαχαίρας, ο ηθοποιός Στέφανος Ληναίος και ένας εσχάτως τοποθετηθείς, άγνωστο υπό ποίες διαδικασίες, απόστρατος στρατηγός). Κανείς δεν γνωρίζει το νομικό του πλαίσιο, αν είναι ΜΚΟ ή αστική μη κερδοσκοπική εταιρία ή ο,τιδήποτε άλλο, η ουσία όμως είναι ότι στις τελευταίες δύο δεκαετίες ουδέποτε είχε μέχρι τώρα ασχοληθεί με το υποτιθέμενο κύριο αντικείμενό του, εξαιρέσει (αν δεν απατώμαι) του αιτήματος των αποζημιώσεων που διεκδικεί η κ. Σταμούλη. Περί κατοχικών δανείων δεν υπάρχει καμιά ενέργεια αυτού του “Εθνικού Συμβουλίου”. Αντίθετα, προβάλλονται ως μόνες γερμανικές οφειλές θέματα επανορθώσεων και αποζημιώσεων, που είναι πλήρως αποσυνδεδεμένα από τα κατοχικά δάνεια.
Αν οι συμμετέχοντες σ’ αυτό θα ήθελαν να προσφέρουν πράγματι εθνικό έργο είχαν μέχρι τώρα άπειρες ευκαιρίες και το μόνο που επέτυχαν είναι να αναμιγνύουν όλα αυτά τα κονδύλια, ώστε να διερωτάται κανείς μήπως η σημερινή Γερμανία ωφελείται με τη σύγχυση, ενώ η χρήση της υπογραφής του “Εθνικού Συμβουλίου” έχει περιορισμένο κομματικό στόχο για να νομίζει κανείς ότι κάποιος κάτι κάνει.
Τέλος, θα ήθελα μέσα απ’ αυτό το σημείωμα να προσθέσω, πέραν όσων αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο μου, ότι για το θέμα των κατοχικών δανείων έχουν θετικά και με σαφήνεια αναφερθεί μεταπολεμικά οι δύο Γερμανοί διπλωμάτες που υπηρέτησαν επικεφαλής της γερμανικής πρεσβείας κατά την Κατοχή: ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ και ο διάδοχός του Κουρτ-Φριτς φον Γκραίβενιτς. Και οι δύο ομίλησαν ανεπιφύλακτα για τη γερμανική οφειλή.
Ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ το 1964 κλήθηκε από το γερμανικό υπουργικό Εξωτερικών να εκφέρει την άποψή του για τη βασιμότητα του κατοχικού χρέους προς την Ελλάδα. Απάντησε με υπόμνημά του ανεπιφύλακτα υπέρ του ελληνικού δικαίου.
Επίσης ο άλλος Γερμανός διπλωμάτης, ο Γκραίβενιτς, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, γραμμένα λίγα χρόνια πριν πεθάνει κατά τη δεκαετία 1980, που προ ολίγων ετών είχε την καλοσύνη να μου στείλει ο υιός του, επίσης Γερμανός διπλωμάτης, εκφέρει την ίδια άποψη.
Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτοί διπλωμάτες όχι απλώς αρμόδιοι ήταν, αλλά είχαν παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων του 1942 κ.ε. που κατέληξαν στις συμφωνίες, επί των οποίων στηρίζεται η διεκδίκηση των κατοχικών δανείων. Και η γνώμη τους ήταν και πολλές δεκαετίες αργότερα ότι εκκρεμεί η αποπληρωμή τους από τη Γερμανία προς την Ελλάδα.
Τι θέλει επιτέλους η κ. Μέρκελ για να αντιληφθεί ότι αυτό το γερμανικό χρέος πρέπει να αποδοθεί, ότι πρόκειται περί ΧΡΕΟΥΣ ΤΙΜΗΣ αν μη τι άλλο;
Ομιλώ με την ιδιότητα ενός απλού Έλληνα πολίτη, που τυχαίνει ως ιστορικός συγγραφέας να έχει ασχοληθεί με το θέμα. Ως πολίτης λοιπόν έχω την αξίωση από την ελληνική κυβέρνηση να πράξει το αυτονόητο και να ανταποκριθεί στο καθήκον της, απαιτώντας από τη Γερμανία να πληρώσει. Και δεν διανοούμαι ότι θα υπάρξουν στελέχη αυτής της κυβέρνησης, όπως ας πούμε ο κ. Χρ. Σταϊκούρας, πολύ δε περισσότερο ο κ. Α. Σαμαράς, που θα θελήσουν να κλείσουν με οποιοδήποτε τρόπο ή πρόσχημα το θέμα αυτό για να μην ενοχλείται η κ. Μέρκελ. Τότε, επειδή το θέμα αυτό το έχω μελετήσει, θα αντιδράσω με όλη την ένταση της φωνής μου και θα καλέσω όλη την ελληνική κοινή γνώμη να λάβει θέση.
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία και σας συγχαίρω για τον αγώνα σας
Δημοσθένης Κούκουνας



Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

ΠΑΝΩ ΑΠΟ 510 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Τι οφείλει η σημερινή Γερμανία προς την Ελλάδα

ΤΟ ΑΚΡΙΒΕΣ ΥΨΟΣ

ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

Υπερβαίνει τα 510 δις € για τη Γερμανία
(υπολογίζεται με 2,5% επιτόκιο από το 1946, οπότε κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946)

Του Δημοσθένη Κούκουνα


Δ. Κούκουνας
Επειδή κατά περιόδους έχουν λεχθεί πολλά για τα κατοχικά δάνεια και ιδιαίτερα για το ύψος που αντιπροσωπεύουν, θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει ένας αντικειμενικός – επιστημονικός θα έλεγα – υπολογισμός, ώστε να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσόν, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό είναι υπαρκτό και η ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή τους ρεαλιστική. Το καθήκον αυτό επαφίεται σε πιο ειδικούς οικονομολόγους και είναι όλως ατυχές που μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος οιασδήποτε βαθμίδας να το πράξει ή ένας υπεύθυνος πολιτικός να αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων μια εμπεριστατωμένη μελέτη.
Μετά την Απελευθέρωση ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το συνολικό ποσόν που αφορά τη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ. και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ. Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ. και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.[1] 
Αυτά τα τελευταία ποσά είναι ακριβώς τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε – κατά τις συμφωνίες Μαρτίου 1942 και Δεκεμβρίου 1942 – να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου. Αυτό είναι το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου σε ονομαστική αξία και αυτή ήταν η βάση για να υπολογισθεί η οφειλή όταν θα γινόταν η εξόφληση, διότι το ακριβές ποσόν πρέπει να εξαχθεί με το μέτρο της τιμαριθμικής δραχμής. Εδώ τώρα τίθεται το ζήτημα ποιος είναι ο κανόνας του προσδιορισμού της.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να έχει την εποχή εκείνη μια αρχική εκτίμηση, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αντιστοίχισης στην τιμή της χρυσής λίρας. Προσδιορίστηκε έτσι ότι η συνολική οφειλή της Γερμανίας ως προς τα κατοχικά δάνεια ανερχόταν σε 3.670.610 χρυσές λίρες, της δε Ιταλίας σε 835.616 χρυσές λίρες[2].
Εκ πρώτης όψεως η μέθοδος αυτή φαίνεται λογική, πλην όμως δεν είναι αντιπροσωπευτική, διότι η επίσημη τιμή της χρυσής λίρας ήταν διαφορετική από την ανεπίσημη – και φυσικά ήταν χαμηλότερη. Πέραν αυτού, η συμφωνία που επέβαλαν οι κατακτητές δεν όριζε συγκεκριμένη μέθοδο αποτιμαριθμοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν η μελετώμενη κατοχική περίοδος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Συνεπώς, η αναζήτηση της δίκαιης αποτίμησης του χρέους θα πρέπει να ακολουθήσει ασφαλέστερο υπολογισμό.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας, πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964[3] θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Ωστόσο, αν στηριζόμαστε στη συμφωνία του Μαρτίου 1942, που συνήφθη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στη Ρώμη, δεν πρέπει να αρχίσει η χρέωση από την ημερομηνία εκείνη, διότι σαφώς αναφερόταν ότι επρόκειτο περί ατόκου επιστροφής των καταβολών. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμφωνία εκείνη, διότι επ’ αυτής εδράζεται η ελληνική αξίωση. Διαφορετικά αν αγνοηθούν επιλεκτικά ορισμένοι όροι της, υπάρχει ο κίνδυνος να αδυνατίσει η θέση μας και να δοθούν επιχειρήματα για τη μη τήρησή της.
Από την άλλη μεριά δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, τον Απρίλιο 1964 το κεφάλαιο έφθανε έντοκα, ως προς τη Γερμανία πάντα, στις 32.800.000 χρυσές λίρες, οπότε με τις ίδιες αναλογίες (δηλαδή με επιτόκιο 4% και ετήσιο ανατοκισμό) το 2012 η συνολική οφειλή θα ήταν 215.513.819 χρυσές λίρες ή σε ευρώ 64.654.145.587 ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση Αγγελόπουλου για τα κατοχικά δάνεια της Γερμανίας που οφείλονται στην Ελλάδα[4].
Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Όπως προελέχθη, α) αγνοεί τον όρο της άτοκης επιστροφής κατά τη λήξη του πολέμου, και β) υπολογίζει επιτόκιο 4%. Ενδεχομένως το 1964, όταν έκανε τους υπολογισμούς του, το επιτόκιο να ήταν φυσιολογικό, πλην όμως προκειμένου για κρατικά δάνεια το ορθό θα ήταν 2,5% και όχι περισσότερο.
Επιλέγοντας αυτό το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και εκκινώντας τον ανατοκισμό από το 1946, χρονολογία που ανυπερθέτως, δηλαδή με τη λήξη του πολέμου που νοείται κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, θα έπρεπε το γερμανικό κράτος να επιστρέψει τις καταβολές που είχε λάβει καθ’ υπέρβαση των εξόδων κατοχής υπό σαφώς δανειακή μορφή και με την ανεπιφύλακτη δέσμευση επιστροφής των χρημάτων, καταλήγουμε σε άλλο ποσόν.
Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240 εκατ. δολαρίων), είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.
Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής[5], καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσόν. Έτσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.
Επί πλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 510.033.165.000 ευρώ.
Επομένως αυτό το ποσόν όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Υπό το πρόσχημα του διαμελισμού επλέχθη μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.

(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια", σελ. 459-463 που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ερωδιός)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Η Ιταλία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την οφειλή της, ανερχόμενη κατά τον χρόνο της αποδοχής, στο ποσόν των 105 εκατ. δολαρίων, ποσόν όμως κατώτερο του πραγματικού, διότι επρόκειτο περί συμβιβασμού με την τότε ιταλική κυβέρνηση.
[2]. Μεταπολεμικά η Ιταλία, η οποία αναγνώρισε την εν προκειμένω οφειλή της και δεν αρνήθηκε να την εξοφλήσει, φέρθηκε πολύ εντιμότερα από τη Γερμανία και τελικά, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις ως προς το ακριβές ύψος της οφειλής της, το αποπλήρωσε. Η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι δεν αρνείται την ύπαρξη της υποχρέωσης με τη λήξη του πολέμου, πεισματικά και συστηματικά δεν δέχεται να την τακτοποιήσει.
[3]. Η χρονολογία 1964 χρησιμοποιείται διότι τη χρονιά εκείνη έκανε τους υπολογισμούς και τις εκτιμήσεις του ο Α. Αγγελόπουλος, δημοσιεύοντας σχετικό άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (17.4.1964), που αναδημοσιεύθηκε στη συνέχεια στο περιοδικό Νέα Οικονομία, που εξέδιδε ο ίδιος (Μάιος 1964).
[4]. Στα τέλη Μαΐου 2012 η δημοσιογράφος Βίκυ Βουλβουκέλη δημιούργησε αίσθηση στη γερμανική κοινή γνώμη (Bild 23.5.2012), προβάλλοντας το αίτημα για την επιστροφή των κατοχικών δανείων, στηριζόμενη στην εκτίμηση που είχε παρουσιασθεί από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τον Σεπτέμβριο 2011 περί 70 δισεκ. ευρώ. Το ποσόν, όπως αναλύουμε, είναι κατά πολύ χαμηλότερο της πραγματικότητας.
[5]. Το ισοζύγιο του ανανεωμένου ελληνογερμανικού κλήριγκ, όπως εξελίχθηκε με τη δραστηριότητα της Degriges από τον Σεπτέμβριο 1942 μέχρι τέλους της Κατοχής, είναι σαφώς οικονομικό μέγεθος και πρέπει να εντάσσεται στη συμφωνία για τα κατοχικά δάνεια, όπως αναμφίβολα προκύπτει.




Το άρθρο του καθηγητή Αγγελόπουλου στο "Βήμα" (17.4.1964).

Ο Γερμανός καθηγητής Ιστορίας της Οικονομίας Albrecht Ritschl αποδέχεται πλήρως την υπόσταση της γερμανικής οφειλής για τα κατοχικά δάνεια (συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel 21.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.

Ο έγκυρος Γάλλος οικονομολόγος Jacques Delpla, οικονομικός σύμβουλος της τράπεζας BNP Paribas εκτιμά το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 575 δις ευρώ (συνέντευξή του στην οικονομική εφημερίδα Les Echos 23.6.2011) ΚΛΙΚ ΕΔΩ.


ΠΡΟΣΘΗΚΗ 12/6/2012:
Όσο και να φανεί παράδοξο, μέχρι στιγμής το μόνο πολιτικό κόμμα που ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα της εξόφλησης των κατοχικών δανείων ήταν η "Χρυσή Αυγή", η οποία - όπως ανακοίνωσε σήμερα ο βουλευτής Επικρατείας Χρήστος Παππάς στη Βουλή - ενέταξε στο οικονομικό της πρόγραμμα τη διεκδίκηση των κατοχικών δανείων, επικαλούμενη το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα. Ρεπορτάζ της Α. Τράκου στο δελτίο ειδήσεων του "Αντέννα" (12.6.2012, 13:00)



O συγγραφέας Δ. Κούκουνας με το νέο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει την επομένη των εκλογών, στις 18 Ιουνίου 2012, έκανε μια έκκληση ευθύνης προς όλες τις ενεργές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ανεξάρτητα από πολιτικό χρωματισμό, προκειμένου να διεκδικηθούν τα κατοχικά δάνεια. Όσο κι αν φανεί παράδοξο για την κοινή γνώμη, πλην της "Χρυσής Αυγής" και εν μέρει των "Ανεξάρτητων Ελλήνων", με τοποθέτηση του Χρ. Ζώη, κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε για να προτάξει το ζήτημα. Ένα ζήτημα καίριας πολιτικής σημασίας, διότι με την επιστροφή των κατοχικών δανείων η εθνική οικονομία απαλλάσσεται από το εξωτερικό χρέος και θα αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για να ξεκινήσει την ανάπτυξη.


Υπήρξε όμως και μια απροσδόκητη αρνητική τοποθέτηση εκ μέρους του βουλευτή Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ Μανώλη Γλέζου, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

"Όχι, πατριώτες! Δεν σας γελούν τ’ αυτιά και τα μάτια σας. Απλούστατα οι θαυμαστές του Χίτλερ δεν διστάζουν να ακολουθήσουν τη γραμμή των ναζιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες ουδέποτε αμφισβήτησαν το δανειακό και συμβατικό χαρακτήρα του δανείου. Ακόμα και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ΄ Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά είχε δώσει και εντολή να ξεκινήσει η διαδικασία εξόφλησής τους, όπως έγινε. Οι Ναζί από τον Απρίλιο του 1943 άρχισαν να επιστρέφουν το κατοχικό δάνειο και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλαν κάποιες δόσεις. 
Επομένως οι όπου γης επίγονοί τους δεν έχουν πρόβλημα να εκμεταλλευτούν ακόμα και αυτό. Μόνο που οι Ναζί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για τους χιλιάδες νεκρούς από την πείνα Έλληνες, που ήταν γι’ αυτούς απλώς μια «παράπλευρη απώλεια»… Δεν δίστασαν ποτέ να πατήσουν τη σκανδάλη ενάντια σε Έλληνες που μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήθελαν την πατρίδα τους ελεύθερη από το ναζιστικό ζυγό. Εμείς στο όνομα αυτών των νεκρών μιλήσαμε, στο όνομα αυτών των νεκρών συνεχίζουμε να διεκδικούμε. Οι θαυμαστές του Χίτλερ μιλάνε σήμερα για λεφτά. Εμείς μιλάμε για ανθρώπους".

Από τον συγγραφέα Δ. Κούκουνα παρακληθήκαμε να δημοσιεύσουμε την ακόλουθη δήλωσή του:

"Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον να εμπλακώ στην προεκλογική αντιπαράθεση, θα ήθελα να σημειώσω ότι εξεπλάγην από την αρνητική τοποθέτηση του επιζώντος ήρωα από την κατοχική περίοδο. Ούτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της κ. Μέρκελ δεν θα αποτολμούσε να αρνηθεί έτσι αβασάνιστα τη διεκδίκηση μιας τέτοιας μεγάλης διακρατικής οφειλής. Εκπλήσσομαι διότι πάντοτε έτρεφα μια εκτίμηση και μια συμπάθεια προς τον κ. Γλέζο και δεν μπορώ να κατανοήσω πώς παίρνει προσωπικά την ευθύνη να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι δήθεν τα κατοχικά δάνεια έχουν επιστραφεί διαρκούσης της Κατοχής. Ειλικρινά δεν μπορώ να το κατανοήσω και επί πλέον αδυνατώ να ερμηνεύσω τη στάση του αυτή επί της ουσίας του θέματος.
Η υπόσταση της οφειλής είναι αδιαμφισβήτητη, ανεξάρτητα από τι λέει ο κ. Γλέζος. Δεν μπορώ να φαντασθώ πώς ένας πολιτικός με τόσο μακρά πολιτική εμπειρία, αδιάφορο από τις σημαίες υπό τις οποίες κατά καιρούς έχει εκλεγεί, άλλες μνημονιακές και άλλες αντιμνημονιακές, αποτάσσεται την είσπραξη της γερμανικής οφειλής. Πιθανόν να μην τα γνωρίζει καλά τα πράγματα.
Πέραν πολλών άλλων, θα σταθώ σ' ένα γεγονός. Τον Ιούλιο 1964, όταν προέκυψε και τότε ζήτημα είσπραξης του κατοχικού δανείου, ο επί κατοχής πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα Γκύντερ Άλτενμπουργκ κλήθηκε ως έχων άμεση γνώση να γνωμοδοτήσει στην κυβέρνησή του αν ευσταθεί η απαίτηση. Ο παλαιός εκείνος διπλωμάτης, που το όνομά του συνδέθηκε με τραγικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, ένας εξ εκείνων που είχαν προσυπογράψει τις αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις, ανεπιφύλακτα έλαβε θέση καταφατική. Για λόγους που δεν είναι γνωστοί, πλην όμως δεν είναι και αναγκαίο να τους ψάξουμε σήμερα, το ελληνικό κράτος δεν επανήλθε στην αξίωσή του αυτή, χωρίς όμως αυτό να στοιχειοθετεί την εντύπωση ότι παραγράφηκε ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο ρυθμίστηκε.
Τα κατοχικά δάνεια είναι πλήρως απαιτητά. Έστω και τώρα, οπότε κατά τις εκτιμήσεις το ύψος τους υπερβαίνει τα 500 δισεκ. ευρώ, συνεπώς υπερκαλύπτει το ελληνικό δημόσιο χρέος, θα έπρεπε να γίνει κάθε ενέργεια για να αξιωθεί η εξόφλησή τους. Όποιος παραγνωρίζει το ρεαλιστικό του πράγματος και, μάλιστα με τέτοια κατηγορηματικότητα, αποποιείται την εθνική αυτή αξίωση, θα έλεγα ότι ούτε λίγο ούτε πολύ αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας.
Μου φαίνεται βαρύ να απευθύνω τέτοιο χαρακτηρισμό στον κ. Μανώλη Γλέζο. Ωστόσο μου προκαλεί, ως Έλληνα πολίτη, οδυνηρή έκπληξη η στάση του αυτή, ως οιονεί απολογητή της σημερινής Γερμανίας, πολύ δε περισσότερο που επικαλείται την ιδιότητα του "προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα", που μπορεί μεν να είναι αθεσμοθέτητο όργανο, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν έχει προβεί σε καμιά ουσιαστική πράξη διεκδίκησης των δεδομένων γερμανικών οφειλών από τα κατοχικά δάνεια.
Δεν είμαι πολιτικός και δεν θα κρίνω τη στάση αυτή του κ. Γλέζου, πέρα από την επισήμανση ότι τέτοιες πρόχειρες και αστήρικτες τοποθετήσεις αδυνατίζουν την ευρύτερη εθνική θέση για την ικανοποίηση της Ελλάδος από τα κατοχικά δάνεια, που όμως ήταν η αιτία για να υπάρξουν πολλές χιλιάδες νεκρών Ελλήνων από την πείνα και τις στερήσεις, αλλά και η αιτία για την οικονομική καταβαράθρωση της χώρας και τη μιζέρια του ελληνικού λαού από τότε μέχρι τις μέρες μας. Λυπάμαι και αισιοδοξώ ότι ο κ. Γλέζος αιρόμενος στο ύψος των περιστάσεων θα αναθεωρήσει την πλημμελή στάση του".



ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Δ. ΚΟΥΚΟΥΝΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ



Στον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά ο ιστορικός συγγραφέας Δ. Κούκουνας έστειλε την ακόλουθη επιστολή, παροτρύνοντάς τον να επιδιώξει την άμεση διεκδίκηση των κατοχικών δανείων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μέχρι τώρα δεν έγινε γνωστή η αντίδρασή του.

"Αθήνα, 17 Ιουλίου 2012

Προς τον Κύριο
Αντώνη Σαμαρά
Πρωθυπουργό της Ελλάδος
Μέγαρο Μαξίμου
Ενταύθα

Αγαπητέ Κύριε Πρόεδρε, 

Θεώρησα χρέος μου να σας προσφέρω τιμητικά ένα από τα πρώτα αντίτυπα του νέου βιβλίου μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που μόλις κυκλοφόρησε, αφ’ ενός λόγω της μακράς προσωπικής γνωριμίας μας, αφ’ ετέρου διότι πιστεύω ότι θα πρέπει να είσθε ενήμερος υπό τη θεσμική σας ιδιότητα των όσων αναφέρονται σ’ αυτό.

Αν ένας νηφάλιος παρατηρητής θα επιχειρούσε να αναζητήσει πού ακριβώς οφείλεται η σημερινή ελληνική τραγωδία, θα διαπίστωνε ότι είναι μια μετεξέλιξη της τραγωδίας που βίωσε σε τόσο δραματικούς τόνους ο Ελληνικός Λαός κατά την κατοχική περίοδο 1941-44. Διότι η περίοδος εκείνη στην πραγματικότητα δεν έκλεισε, ως προς τις συνέπειές της, ούτε με το τέλος του Εμφυλίου, ούτε με τις ανασυγκροτήσεις και αναδιαρθρώσεις που επιχειρήθηκαν σε διάφορες επόμενες φάσεις, ούτε καν με τη Μεταπολίτευση και ό,τι ακολούθησε.

Και δεν έκλεισε διότι την εποχή εκείνη απομυζήθηκε από τον κατακτητή, εξίσου βάναυσα όπως και στο ανθρωπιστικό πεδίο, κάθε ικμάδα της ελληνικής οικονομίας μέχρι ολικής ξηρασίας. Δεν ήταν ο πόλεμος και οι συνθήκες του, ήταν ο συγκεκριμένος εχθρός που έτσι απάνθρωπα αποστράγγισε το παν από τη χώρα μας. Διαρκούσης της σκληρότατης αυτής κατοχής ο λαός μας άντεξε προσβλέποντας στην ελπίδα ότι σύντομα θα τελείωνε αυτή η φάση και έπειτα θα δικαιωνόταν. Βεβαίως εδώ δεν έχει θέση να κριθεί πώς και κατά πόσο ικανοποιηθήκαμε με το Συνέδριο Ειρήνης, αλλά είναι αλήθεια πως δόθηκαν επανορθώσεις και αποζημιώσεις.

Δεν ρυθμίστηκαν όμως τα αναγκαστικά κατοχικά δάνεια, τα οποία ο κατακτητής συστηματικά απαίτησε και έλαβε ποικιλοτρόπως από την ελληνική οικονομία, γεγονός που αυτομάτως επιδείνωσε μέχρις εξαντλήσεως την πείνα, τη δυστυχία, τον αφανισμό. Αυτά τα κατοχικά δάνεια, ύψους 100 δις ευρώ ως προς το κεφάλαιό τους τότε, αν είχαν αποδοθεί τότε θα αποτελούσαν για την Ελλάδα το ουσιαστικό κεφάλαιό της για την επανεκκίνηση της οικονομίας της. Αλλά μη διαθέτοντας αυτό το κεφάλαιο, εξαναγκάστηκε επανειλημμένα από τότε να προσφεύγει σε διάφορους δανειστές και ποικίλες διαδικασίες για να το αναπληρώνει.

Λίγο ώς πολύ, ως οικονομολόγος και πολιτικός, θα γνωρίζετε τι απέγινε μέχρι σήμερα. Με διάφορα προσχήματα, οσάκις εθίγη το θέμα, ουδέποτε ικανοποιήθηκε η χώρα μας εκ μέρους της Γερμανίας (σε αντίθεση με ό,τι έγινε με την Ιταλία) με την επιστροφή των κατοχικών δανείων, τα οποία είχαν μορφή διακρατικής δανειακής σύμβασης. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει καμιά αξία να αποδοθούν ευθύνες στους Έλληνες υπεύθυνους ηγέτες που κατά το παρελθόν παρέλειψαν το καθήκον τους και αδιαφόρησαν να διεκδικήσουν την εξόφληση αυτών των δανείων, διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπήρχε δόλος. Ούτε είναι το ζητούμενο στην παρούσα συγκυρία.

Όταν όμως ο Λαός μας φθάνει σ’ αυτό το σημείο εξαθλίωσης τα πράγματα αλλάζουν. Το ζήτημα των κατοχικών δανείων θα πρέπει να λήξει οριστικά και ικανοποιητικά. Και επειδή, Κύριε Πρόεδρε, γνωρίζετε πόσο σας εκτιμώ προσωπικά, δεν θα ήθελα να προστεθεί και η κυβέρνησή σας στο σύνολο των μεταπολεμικών πολιτικών ηγεσιών που αδιαφόρησαν για τη συγκεκριμένη γερμανική οφειλή, η οποία κατά την εκτίμησή μου υπερβαίνει τα 510 δις ευρώ, κατά την εκτίμηση άλλων μεγαλύτερη ή μικρότερη.

Έχω την πεποίθηση ότι επί των ημερών σας το ζήτημα των κατοχικών δανείων μπορεί να λήξει, οπότε η Ελλάδα θα ξεπεράσει το αδιέξοδό της, συμψηφίζοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το εξωτερικό χρέος της έναντι της γερμανικής οφειλής. Σας καλώ και σας προτείνω να σχηματίσετε μια επιτροπή ειδικών που με επείγουσες διαδικασίες, αφού επιβεβαιώσει την τυπική υπόσταση των κατοχικών δανείων και επαληθεύσει το σημερινό ύψος τους, να σας εισηγηθεί τον τρόπο αποτελεσματικού χειρισμού του ζητήματος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αν δεν επαρκούν τα όσα υπάρχουν στις αρμόδιες αρχές ή τα όσα αναφέρονται στο εν προκειμένω εξειδικευμένο βιβλίο, εννοείται ότι είμαι στην απόλυτη διάθεσή σας να συμβάλω ως Έλληνας πολίτης, παρέχοντας κάθε επιπρόσθετη πληροφορία που τυχόν γνωρίζω ή κάθε στοιχείο που βρίσκεται στο προσωπικό μου αρχείο από τη μακρόχρονη ιστορική έρευνα που έχω διεξαγάγει για τα κατοχικά θέματα.

Με θερμές ευχές, πάντοτε στη διάθεσή σας και

Με εξαίρετη τιμή

Δημοσθένης Κούκουνας"