Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1941. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1941. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ...



 

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Μια μεγάλη ιστορική ανατροπή έχει καταγραφεί στις 29 Ιανουαρίου 1941. Είναι τρεις μήνες μετά από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και ταυτόχρονα τρεις μήνες πριν από την έναρξη της Κατοχής. Πρόκειται για την ημέρα που πέθανε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.
Οπωσδήποτε πρόκειται για μια κομβική ημερομηνία, όχι απλώς επειδή αφορά τον θάνατο ενός ηγέτη, ο οποίος μάλιστα διαδραμάτιζε εκείνη την εποχή τόσο σημαντικό ρόλο. Έχει λεχθεί, επανειλημμένα μάλιστα, ότι ο θάνατος βρήκε τον Μεταξά στην τελειότερη δυνατή στιγμή για την υστεροφημία του. Ήταν η εποχή που ο πόλεμος στα βορειοηπειρωτικά βουνά βρισκόταν στο απόγειό του και ο Μεταξάς, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, είχε αποκτήσει μια απαράμιλλη αίγλη. Διότι δεν είναι μόνο αυτό καθεαυτό το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940, που τον ανύψωσε προσωπικά, αλλά και η επιτυχής διεξαγωγή του πολεμικού αγώνα στη συνέχεια. Άλλωστε μαζί με το «Όχι» θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει υπό θετικότερο πρίσμα τα προηγούμενα χρόνια της κυβέρνησης Μεταξά, στη διάρκεια της οποίας συντελέσθηκε μια σταθερή προετοιμασία εν όψει του πολέμου. Μπροστά στο ενδεχόμενο ενός επερχόμενου πολέμου, μοιραία μεταβάλλεται και η εικόνα ενός καθεστώτος που αντιτίθεται στις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Αλλά δεν είναι εδώ η ώρα για να κριθεί ο Ιωάννης Μεταξάς ως δικτάτορας σε σχέση με τις αντιδημοκρατικές πεποιθήσεις του. Στην πενταετή διακυβέρνησή του, επέδειξε στοιχεία που θα πρέπει να εκτιμηθούν όσο γίνεται πιο ανεπηρέαστα. Ενώ ήταν αναγνωρισμένη έκπαλαι η στρατιωτική ιδιοφυία του, στη διάρκεια αυτών των πέντε ετών επέδειξε πολιτικά και διοικητικά προσόντα. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει πλήρως ερευνηθεί ως προς την προσωπικότητά του είναι οι ικανότητές του και στον διπλωματικό τομέα, που τον χειριζόταν αποκλειστικά ο ίδιος με ομολογουμένως θαυμαστή επάρκεια λες και ήταν έμπειρος διπλωμάτης.
Διατηρώντας σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών, κατηύθυνε τη διπλωματική υπηρεσία μέχρι λεπτομερείας, καθώς μάλιστα είχε μεταφέρει το όλο πρωθυπουργικό γραφείο στην έδρα του υπουργείου. Κάπως έτσι προσανατόλισε την όλη εξωτερική πολιτική και τελικώς επέτυχε τον συγκερασμό ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στο πλευρό των δυτικών δημοκρατιών. Γεγονός αντιφατικό εκ πρώτης όψεως, τελικώς όμως προσαρμοσμένο σε μια πραγματικότητα που ο ίδιος είχε προδιαγράψει.
Μέχρι τις 28 Οκτωβρίου 1940, το καθεστώς Μεταξά ασκούσε κατ’ επίφαση ουδέτερη εξωτερική πολιτική, αλλά αμέσως μετά – δεν είχε και άλλη επιλογή – βρέθηκε ανοικτότερα στο συμμαχικό στρατόπεδο. Παρ’ όλα αυτά, ο Μεταξάς έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να δώσει μέχρι τέλους τη μάχη της με τη φασιστική Ιταλία, παράλληλα όμως να αποφύγει την αντιπαράθεσή της με το άλλο σκέλος του Άξονα, τη χιτλερική Γερμανία. Και στο πλαίσιο αυτό, επεδίωκε να αποφύγει να προκαλέσει την τελευταία.
Τον Ιανουάριο 1941, όμως, αντίθετη πολιτική ήθελε να εφαρμόσει η Αγγλία σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια και δη την Ελλάδα. Ήθελε να εμπλέξει τη Γερμανία σ’ ένα νέο μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη και το ελληνικό ήταν ιδανικό γι’ αυτό, η μόνη ανοιχτή εστία φωτιάς στην ηπειρωτική Ευρώπη. Με το σκεπτικό αυτό επεδίωξε να προβοκάρει τη γερμανική ανάμιξη στην περιοχή, πιέζοντας την ελληνική ηγεσία να δεχθεί την εγκατάσταση βρετανικής αεροπορικής δύναμης στη Θεσσαλονίκη. Ήδη η Γερμανία είχε εκφράσει την απειλή ότι κάτι τέτοιο θα ήταν «αιτία πολέμου» με όλα τα συνεπακόλουθα.
Σ’ αυτή τη βρετανική πίεση αντιδρούσε τόσο ο πρωθυπουργός Μεταξάς, όσο και ο αρχιστράτηγος Παπάγος. Και είναι γεγονός ότι ο πρώτος πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις αποδοχής ή μη του βρετανικού αιτήματος, συνθλιβόμενος υπό το βάρος του εθνικού συμφέροντος. Ο αναγνώστης του ημερολογίου του, που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά, μπορεί να τις κατανοήσει σαφέστατα. Ώσπου κατέληξε στην απόλυτη άρνηση, την οποία διατύπωσε με μία ξεκάθαρη ρηματική διακοίνωση που έστειλε στην αγγλική πρεσβεία.
Σε ό,τι αφορά την υγεία του Ιω. Μεταξά τα γεγονότα χρονικά θα έχουν πλέον μια ραγδαία και καταλυτική εξέλιξη, αμέσως μετά τη διακοίνωση εκείνη, που επιδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1941, ημέρα Σάββατο.
Χωρίς την παραμικρή διάθεση συνωμοσιολογίας, η άρνηση αυτή έναντι των Άγγλων ταυτίζεται με μια αποφασιστική μεταβολή των συνθηκών στη δεδομένη στιγμή και κάπως έτσι προκύπτει το «κίνητρο» στην περίπτωση που θα ήταν βάσιμες όσες κατά καιρούς φήμες έχουν κυκλοφορήσει περί δολοφονίας και όχι φυσικού θανάτου του Μεταξά. Ασφαλώς δεν θα χρειαζόταν ποτέ κανείς να συζητεί τη βασιμότητα τέτοιων ενδεχομένων, άπαξ και δεν έχουν παρουσιασθεί στοιχεία επαρκή που να δικαιολογούν την εκδοχή μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας.
Τα γεγονότα έχουν την ακόλουθη σειρά: Την ίδια ημέρα που επιδόθηκε η διακοίνωση επρόκειτο στις 3 μ.μ. να συνεδριάσει το υπουργικό συμβούλιο. Προσήλθαν οι υπουργοί στο γραφείο του Μεταξά, όπου θα γινόταν η συνεδρίαση, αλλά τελικώς δεν έγινε ποτέ λόγω αδιαθεσίας του ίδιου, ο οποίος πήγε στο σπίτι του στην Κηφισιά. Η αρχική γνωμάτευση ήταν ότι επρόκειτο για πυώδη ερεθισμό των αμυγδαλών, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι είχε κρυολογήσει. Τη Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου, εμφανίσθηκε και πυρετός, ενώ στη συνέχεια υπήρξε ραγδαία επιδείνωση της υγείας του.
Εν τω μεταξύ, για να μην προκληθεί ανησυχία στην κοινή γνώμη, η ασθένεια κρατήθηκε μυστική και το σπίτι της Κηφισιάς μεταμορφώθηκε σ’ ένα μικρό νοσοκομείο με συνεχή παρουσία ιατρών και νοσοκόμων. Το απόγευμα της Τρίτης 28 Ιανουαρίου εμφανίσθηκε εκεί ο Άγγλος υποπτέραρχος Ντ’ Αλμπιάκ, επικεφαλής των βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο οποίος συνοδευόταν από έναν Άγγλο ιατρό, αρχίατρο του βρετανικού ναυτικού που μόλις είχε φθάσει αεροπορικώς από την Κρήτη.
Εισήλθαν στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο Μεταξάς και ζήτησαν να το αδειάσουν οι Έλληνες γιατροί και νοσοκόμοι που βρίσκονταν εκεί. Τότε ο Άγγλος αρχίατρος, παρουσία του Ντ’ Αλμπιάκ, έκανε ιδιοχείρως μια ένεση στον Έλληνα πρωθυπουργό, ταυτόχρονα δε χρησιμοποίησε μια «ειδική συσκευή νέου τύπου» που είναι απροσδιόριστο σε τι αποσκοπούσε. Γεγονός είναι ότι μετά από την ενέργεια αυτή, ο Μεταξάς περιέπεσε σε κώμα, από το οποίο στην πραγματικότητα δεν συνήλθε ποτέ.
Σημειωτέον ότι την ημέρα εκείνη είχε απογειωθεί από το Τατόι ελληνικό στρατιωτικό αεροπλάνο, που οδηγούσε ο ίδιος ο σμηναγός Χαράλαμπος Ποταμιάνος, με προορισμό το Βελιγράδι. Σκοπός του ήταν να παραλάβει από εκεί ένα διαπρεπή Βιεννέζο γιατρό, ο οποίος είχε κληθεί με πρωτοβουλία της οικογένειας Μεταξά. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για την υγεία του πρωθυπουργού, περιέργως δεν δινόταν άδεια πτήσης από το FIR που το ήλεγχαν οι Άγγλοι. Χρειάστηκε η οικογένεια να απευθυνθεί στον ίδιο τον Διάδοχο Παύλο, ο οποίος αμέσως προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει προς λήψη της άδειας, ενώ μάλιστα έσπευσε να αναθέσει την αποστολή στον Ποταμιάνο, μέχρι τότε υπασπιστή του.
Πράγματι λοιπόν το στρατιωτικό αεροπλάνο έφυγε από το Τατόι και πήγε κατευθείαν στο Βελιγράδι, όπου έφθασε γύρω στα μεσάνυχτα της Τρίτης. Αλλά ο Χαράλαμπος Ποταμιάνος, έπειτα από μια τόσο κοπιαστική και επικίνδυνη πτήση, διαπίστωσε ότι ήταν μάταιος ο κόπος. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν εκπρόσωποι της πρεσβείας για να τον ενημερώσουν ότι καλό θα ήταν να επιστρέψει στην Αθήνα, διότι η αποστολή του ακυρωνόταν. «Ο πρόεδρος δεν είναι καθόλου καλά πια και περιττεύει η άφιξη του διάσημου Βιεννέζου γιατρού», αν και ο Μεταξάς άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της άλλης ημέρας. Ο Ποταμιάνος επέμενε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, αλλά τίποτε δεν άλλαξε και προ της επιμονής των υπαλλήλων της πρεσβείας πήρε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς τον γιατρό.
Όσο για τον Γερμανό καθηγητή, που ήδη βρισκόταν στο Βελιγράδι, δεν είχε καμιά άλλη επιλογή παρά να επιστρέψει άπρακτος στη Βιέννη. Αυτό και έκανε, φυσικά με την απορία για ποιο λόγο ματαιώθηκε η επίσκεψή του στην Αθήνα όπως είχε προγραμματισθεί. Πράγματι, γιατί άραγε; Ποιος είχε να ενοχληθεί από την εξέταση του Μεταξά, έστω και ετοιμοθάνατου, από ένα τόσο διάσημο γιατρό; Και γιατί άραγε;
Γεγονός είναι ότι στις 6.20 το πρωί της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1941 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς εξέπνευσε. Βρισκόταν σε κώμα από την προηγούμενη ημέρα και αναφέρεται ότι σε τέτοια κατάσταση προσήλθε και τον μετέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Αναφέρεται ότι λίγο πριν πεθάνει, ανέλαβε προς στιγμήν όταν πλησίασε στο προσκέφαλό του η μητέρα του Μανιαδάκη, που κρατούσε μια θαυματουργή εικόνα, ενώ δίπλα της βρισκόταν ο παντοδύναμος υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος. Τα τελευταία λόγια του Μεταξά, λίγο πριν πεθάνει, προς τον στενό συνεργάτη του ήταν:
«Ώστε δεν υπάρχει πλέον καμμία ελπίς; Καταλαβαίνεις, Κώστα, δεν με μέλλει για μένα. Αλλά, εγώ έχω την ελπίδα μου στους Έλληνας!»
Και σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, που είδε το φως στις εφημερίδες της επομένης ημέρας, αμέσως μετά παρέδωσε το πνεύμα. Ωστόσο, από το προηγούμενο απόγευμα, που ο Μεταξάς βρισκόταν σε κώμα, είχαν γίνει κάποιες άλλες διεργασίες. Σύμφωνα με την «Εστία» της επομένης: «Δεδομένου ότι, από της εσπέρας της χθες, είχεν εκλείψει πάσα ελπίς, συνεκλήθη εκτάκτως την 7.15΄ εσπερινήν το Υπουργικόν Συμβούλιον, υπό την προεδρίαν της Α.Μ. του Βασιλέως, ο οποίος, ανακοινών εν βαθυτάτη συγκινήσει τα της επικινδύνου καταστάσεως της υγείας του Πρωθυπουργού, εζήτησεν από τους υπουργούς αφοσίωσιν εις το καθήκον και απαρασάλευτον προσήλωσιν προς τον διεξαγόμενον ιερόν αγώνα».
Ασφαλώς θα αναρωτηθεί κανείς σε τι θα ωφελούσε πράγματι η άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού καθηγητή για να εξετάσει τον Μεταξά, αφού ήδη βρισκόταν σε κώμα ή πόσο βέβαιο ήταν ότι θα τον έβρισκε νεκρό; Αλλά και σ’ αυτή ακόμα την περίπτωση, τι θα ζητούσε ένας διαπρεπής καθηγητής πέρα από μια τοξικολογική εξέταση για να εκφέρει μια γνωμάτευση;
Το γεγονός είναι ότι ούτε κανείς άλλος από τους θεράποντες ιατρούς σκέφθηκε να ζητήσει μια τέτοια εξέταση, ενώ το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι γενικότερα δεν θεωρήθηκε αναγκαίο να υπάρξει μια στοιχειώδης νεκροψία για τον θάνατο ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού…
Αλλά, πέραν όλων αυτών των πραγματικών περιστατικών, υπάρχει και μια πολιτικοστρατιωτική εξέλιξη πέραν πάσης αμφιβολίας, που ακολούθησε τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά. Όπως ελέχθη προηγουμένως, η τελευταία δραστηριότητά του πριν καταπέσει ήταν η ρηματική διακοίνωση, με την οποία είχε αρνηθεί την άφιξη βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, όπως ήθελαν οι Άγγλοι. Το αγγλικό αυτό αίτημα, αμέσως μετά τον θάνατό του, έγινε δεκτό από τη νέα πολιτική ηγεσία. Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε η γερμανική αντίδραση: η προετοιμασία της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα και η επακόλουθη κατοχική περίοδος…
 
ΔΥΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
 
Το ιατρικό ανακοινωθέν, που αναγγέλλει τον θάνατο του Έλληνα πρωθυπουργού:
«Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, βαρείαν φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παρααμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετ’ εγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία διάφορα τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς ως γαστρορραγίαν και ουραιμίαν και απέθανε σήμερον, ώραν 6.20 π.μ.
Οι θεράποντες ιατροί: Μ. Γερουλάνος, Β. Μπένσης, Ν. Γεωργόπουλος, Μ. Μακκάς, Ε. Φωκάς, Δ. Δημητριάδης, Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, Δ. Κομνηνός, Ν. Λοράνδος, Γ. Οικονομίδης, Ν. Γεωργόπουλος».
 
Το δεύτερο ντοκουμέντο που δόθηκε στη δημοσιότητα δέκα ημέρες μετά τον θάνατο του Μεταξά, στις 8 Φεβρουαρίου 1941:
 
ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΡΑΠΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Ι. ΜΕΤΑΞΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ  ΝΟΣΟΥ ΤΟΥ
 
«Ως γνωστόν ο Ιωάννης Μεταξάς άγων ηλικίαν άνω των 65 ετών από της εποχής της αναλήψεως της αρχής υπεβάλλετο εις υπέρμετρον κόπωσιν σωματικήν και διανοητικήν άνευ ουδεμιάς αναπαύσεως ή διακοπής, ελάχιστα κοιμώμενος και λαμβάνων τα γεύματα αυτού τελείως ακανονίστως. Παρ’ όλα ταύτα η κατάστασις της υγείας αυτού διετηρήθη αρίστη μέχρι του παρελθόντος Μαρτίου οπότε και δη μετά περίοδον εξαιρετικής κοπώσεως και συγκινήσεως παρουσίασε μέλαιναν ελαφράν δι’ ην και παρέμεινε κλινήρης επί τινας ημέρας. Της μελαίνης αυτής είχον προηγηθή άλγη τινά εδραζόμενα κατά την χώραν του τυφλού και του ανιόντος κόλου κυρίως, αποδιδόμενα εις την προ ετών γενομένην εγχείρησιν πυώδους σκωληκοειδίτιδος μετά μεγάλου αποστήματος οπισθοτυφλικού, ένεκεν της οποίας είχον παραμείνει εκτεταμέναι συμφύσεις και έμμονος δυσκοιλιότης.
Μετά την αιμορραγίαν ταύτην τα ως άνω άλγη παρήλθον τελείως μέχρι προ τινος. Εν τούτοις επειδή η ως άνω αιμορραγία παρέσχεν υπονοίας υπάρξεως έλκους γαστρικού ή δωδεκαδακτυλικού, τω εγένοντο επίμονοι συστάσεις όπως υποβληθή εις ακτινολογικόν έλεγχον, ον όμως εκάστοτε ηρνείτο σταθερώς. Παρά ταύτα έκτοτε είχεν υποβληθή εις την ενδεδειγμένην θεραπείαν. Εσχάτως εγένετο κοπρολογική εξέτασις, ήτις και απεκάλυψε την παρουσίαν αφθόνων λαμβλιών και κατά των οποίων επίσης εφηρμόσθη φαρμακευτική θεραπεία.
Πλην των ανωτέρω ουδέν άλλο σύμπτωμα ή νόσον παρουσίαζεν. Η αρτηριακή πίεσις, η λειτουργία της καρδίας, των νεφρών και του ήπατος ήσαν φυσιολογικά.
 
ΠΑΡΟΥΣΑ ΝΟΣΟΣ
 
Την 18ην Ιανουαρίου ημέραν Σάββατον, ησθάνθη πόνον κατά τον φάρυγγα, δεξιά, ειργάσθη εν τούτοις κατελθών εις Αθήνας καθ’ όλην την πρωίαν μέχρι της δευτέρας απογευματινής ώρας. Προσεκλήθη ο ωτορρινολαρυγγολόγος ιατρός κ. Ν. Γεωργόπουλος, όστις διεπίστωσε φλεγμονώδη εξοίδησιν της οπισθίας δεξιάς αμυγδαλικής καμάρας παρά την βάσιν της σταφυλής. Τα αυτά δε ανευρέθησαν κάπως εκδηλώτερα και με επέκτασιν προς την σταφυλήν, ήτις ήτο λίαν εξωδοικυία κατά την εσπερινήν εξέτασιν, οπότε εφηρμόσθη η δέουσα θεραπεία και χορήγησις σουλφαμιδών. Την επομένην, Κυριακήν, κατά την πρωινήν εξέτασιν παρετηρήθη επέκτασις της φλεγμονής προς την σύστοιχον δεξιάν αμυγδαλικήν χώραν, ως και πυρετός, 37ο,8. Τα αυτά δε φαινόμενα με μεγαλειτέραν έντασιν την εσπέραν της ιδίας ημέρας εμφανισθέντος και ρίγους, με μικράν σχετικώς ύψωσιν της θερμοκρασίας μετά το ρίγος (38ο).
Την πρωίαν της Δευτέρας 20ής τρέχοντος η φλεγμονή ευρέθη εντονωτέρα και με επέκτασιν προς την σκληράν υπερώαν, η δε θερμοκρασία παρέμεινε κυμαινομένη μεταξύ 37ο,5 και 37ο,9. Την εσπέραν εγένετο συμβούλιον κληθέντος και του Καθηγητού κ. Θ. Δημητριάδου, όστις διεπίστωσε τα ανωτέρω.
Την νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτην κατά το μεσονύκτιον ενεφανίσθη εκ νέου έντονον ρίγος διαρκείας τετάρτου περίπου και η θερμοκρασία ανήλθε και πάλιν μέχρι 38ο. Το αυτό ρίγος επανελήφθη την 6ην πρωινήν της Τρίτης, τρίτην δε φοράν εντονώτατον την 11 π.μ. Εγένετο εκ νέου συμβούλιον και ανευρέθη ότι εις τ’ ανωτέρω τοπικά φαινόμενα προσετέθη εντονώτερον οίδημα διάχυτον του βλεννογόνου του φάρυγγος και της υπερώας, μετά ξηρότητος και αρχομένης προπετείας της υπεραμυγδαλικής χώρας.
Η εξέτασις του αίματος απέδειξεν υπερλευκοκυττάρωσιν (11.700) μετά πολυμορφοπυρηνώσεως (85%).
Συνεστήθη το έγκαιρον της επεμβάσεως, ήτις και εγένετο αμέσως παρισταμένων των ανωτέρω ως και των Καθηγητών κ.κ. Μ. Γερουλάνου και Μελ. Γεωργοπούλου. Η τομή εγένετο κατά την τυπικήν θέσιν της άνω αμυγδαλικής χώρας υπό του ωτορρινολαρυγγολόγου κ. Ν. Γεωργοπούλου και ανεζητήθη εις ικανόν βάθος η πυώδης εστία, ήτις και ανευρέθη αναβλύσαντος αφθόνου κακόσμου πύου.
Ευθύς μετά την διάνοιξιν ο ασθενής ανεκουφίσθη, η δυσκαταποσία ηλαττώθη και η θερμοκρασία κατήλθεν εις 37ο,5.
Κατά την απογευματινήν εξέτασιν τα τοπικά φαινόμενα είχον βελτιωθή σημαντικώς ως και η γενική κατάστασις του ασθενούς. Ρίγη έκτοτε ουδόλως ενεφανίσθησαν. Ο ασθενής διήλθε την νύκτα ήσυχος και την επομένην Τετάρτην ως και την Πέμπτην και Παρασκευήν πρωίαν η κατάστασις εσυνεχίσθη βραδέως βελτιουμένη, το απόστημα παρωχετεύετο καλώς και η θερμοκρασία εκυμαίνετο μεταξύ 37ο,2 και 37ο,5.
Εν τούτοις η γενική κατάστασις δεν παρουσιάζετο τελείως ικανοποιητική. Ο ασθενής παρεπονείτο διά γενικήν κακουχίαν, ελαφράν αϋπνίαν, νυκτερινούς εφιάλτας και έντονον δυσκοιλιότητα δι’ ην και τω εχορηγήθη ελαφρόν υπακτικόν (θειικόν νάτριον και θειική μαγνησία ανά 8 γραμ.) όπερ συχνάκις ελάμβανε. Εδίδοντο επίσης τονωτικά αντισηπτικά γενικά και εγένοντο συστηματικαί πλύσεις αντισηπτικαί του τραύματος ως και διά αντιγαγγραινώδους ορού.
Παρ’ όλα όμως τα ανωτέρω ενοχλήματα, την πρωίαν της Παρασκευής ηθέλησε να εγερθή της κλίνης και παρέμεινε παρά το παράθυρον πέραν της μιας ώρας. Γενομένων εξετάσεων την ημέραν εκείνην, ευρέθησαν τα κάτωθι:
Λευκά αιμοσφαίρια 24.200.
Πολυμορφοπύρινα 73%.
Ουρία αίματος 0,69 0)00.
Σάκχαρον αίματος 1,64 0)00.
Λόγω της μικράς αυτής αυξήσεως του σακχάρου εν τω αίματι απεφασίσθη η χορήγησις μικράς ποσότητος Ινσουλίνης.
Η γενομένη αιματοκαλλιέργεια απέβη αρνητική. Την εσπέραν η θερμοκρασία ανήλθεν αποτόμως εις 38ο,5. Την νύκτα ο ασθενής αφυπνίσθη υπό νέου άλγους κατά τον φάρυγγα, δυσκαταποσίας και δυσχερείας κατά την αναπνοήν. Γενομένης αμέσως εξετάσεως διεπιστώθη ύπαρξις αφθόνων πηγμάτων αίματος εντός του στόματος και της φαρυγγικής κοιλότητος, άτινα εδικαιολόγουν τα ανωτέρω ενοχλήματα. Τα πήγματα ταύτα ωφείλοντο εις μικράν αιμορραγίαν δημιουργηθείσαν εντός της κοιλότητος του τραύματος, ως συνήθως συμβαίνει κατά την απόπτωσιν των νεκρωμάτων.
Μετά την αφαίρεσίν των επήλθεν άμεσος ανακούφισις.
Την πρωίαν του Σαββάτου η αποστηματική κοιλότης παρωχετεύετο καλώς, έρρεε δε από του τραύματος πύον μεμιγμένον μεθ’ αίματος. Την μεσημβρίαν του Σαββάτου εγένετο εκ νέου συμβούλιον παρισταμένου και του Καθηγητού κ. Ι. Χρυσικού. Το τραύμα ενεφανίζετο άτονον, η γενική εν τούτοις κατάστασις ουδέν παρουσίαζε το ανησυχητικόν. Το απόγευμα (2 μ.μ.) η θερμοκρασία κατήλθεν εις το φυσιολογικόν (36,4), η γενική κατάστασις εβελτιώθη και τα τοπικά φαινόμενα υπεχώρησαν.
Την 5ην απογευματινήν, διαρκούσης ουρήσεως, παρετηρήθη λιποθυμική κατάστασις και μετά ημίσειαν ώραν, ωχρότης των χειλέων, πτώσις της θερμοκρασία (35,8), αύξησις του ρυθμού των σφύξεων (110), μετά ημίσειαν δε ώραν άφθονος μέλαινα, εμφανισθέντων εκ παραλλήλου συμπτωμάτων βαρείας εσωτερικής αιμορραγίας.
Αμέσως εγένετο μετάγγισις 300 γραμμ. προσφάτου αίματος, ήτις και επέφερεν, ως ανεμένετο, άμεσον βελτίωσιν της καταστάσεως. Εγένετο επίσης φυσιολογικός ορρός υποδορίως ως και χορήγησις αιματοστατικών και αναληπτικών της κυκλοφορίας.
Την πρωίαν της Κυριακής η κατάστασις παρουσίασε σχετικήν βελτίωσιν. Η θερμοκρασία ήτο φυσιολογική 36,2, ο σφυγμός καλός (85), αρτηριακή πίεσις 10½ και ο αριθμός των ερ. Αιμοσφαιρίων 3.300.000. Τα εκ του φάρυγγος τοπικά φαινόμενα είχον τελείως υποχωρήσει σχεδόν και μόνον ο αριθμός των λ. αιμοσφαιρίων παρέμενεν υψηλός (27.000).
Κατά το εσπερινόν συμβούλιον διεπιστώθη η βελτίωσις και συνεβουλεύθη η επανάληψις της μεταγγίσεως προληπτικώς. Προ ταύτης όμως γενομένου προσδιορισμού της εν τω αίματι ουρίας ευρέθη αύτη αποτόμως ανελθούσα εις 2 γραμμάρια.
Κατά την νύκτα της Κυριακής προς την Δευτέραν ο ασθενής παρουσίαζεν αϋπνίαν και ελαφρόν παραλήρημα. Την πρωίαν εν τούτοις της Δευτέρας η κατάστασις ήτο λίαν ικανοποιητική (απυρεξία, σφυγμός καλός, ούρησις άφθονος άνευ λευκώματος και κυλίνδρων).
Το ποσόν της εν τω αίματι ουρίας έδειξεν ελαφράν υποχώρησιν (1,70 0/00) και ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων ανήλθεν εις 3.600.000.
Τας απογευματινάς ώρας της Δευτέρας, παρετηρήθη εκ νέου επιδείνωσις της γενικής καταστάσεως, βραδύτης αντιλήψεως, παραλήρημα, υπνηλία, αριθμός σφύξεων 96-105 και αρτηριακή πίεσις 10 Μκ.-5 Μκ. Ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων υπεχώρησεν από 3.600 εις 2.500.000, η δε αιμοσφαιρίνη εις 45%. Εγένετο δεκτόν ότι επρόκειτο προφανώς περί νέας μικράς αιμορραγίας.
Εγένετο εκ νέου συμβούλιον κληθέντων και των κ.κ. Μπένση και Μακκά και συνεζητήθη η επανάληψις μεταγγίσεως αίματος. Επειδή όμως αφ’ ενός μεν τα γενικά φαινόμενα εβελτιώθησαν αμέσως και πάλιν προς την εσπέραν, όπερ εκρίθη ως δείγμα μικράς αιμορραγίας κατασταλείσης και επειδή αφ’ ετέρου παρετηρήθη αύξησις της ουρίας εν τω αίματι και έντονος μύσις (στένωσις των κορών των οφθαλμών) απεφασίσθη εν ομοφωνία όλων των θεραπόντων η αναβολή της μεταγγίσεως και η εκτέλεσις αυτής εις περίπτωσιν καθ’ ην θα ενεφανίζοντο εκ νέου σημεία επαναλήψεως της αιμορραγίας.
Κατά την νύκτα της Δευτέρας προς την Τρίτην η θόλωσις της διανοίας επετάθη, το παραλήρημα εξηκολούθησε με απυρεξίαν, σφυγμόν καλόν και άφθονον διούρησιν.
Την πρωίαν της Τρίτης η κατάστασις είχε περισσότερον επιδεινωθή. Η μύσις εσυνεχίζετο, η θόλωσις της διανοίας επετάθη με μικρά διαλείμματα, έστιν ότε δε παρουσιάζετο και αναπνευστικός ρυθμός (Sheyn-Stokes). Η θερμοκρασία ανήλθεν εις 37,8 και βραδύτερον εις 38,3, κατ’ αμφότερα δε τα ημιθωράκια ενεφανίσθησαν υγροί ρόγχοι. Δεδομένου ότι από τριημέρου δεν έσχε κένωσιν, εκρίθη σκόπιμον να γίνη προσεκτικώς μικρός υποκλεισμός.
Μολονότι το ποσόν της ουρίας έβαινε συνεχώς αυξανόμενον εν τω αίματι, η δ’ εν τοις ούροις απέκκρισις μειουμένη, απεφασίσθη η μετάγγισις μικράς ποσότητος (100 γραμ.) αίματος, ήτις και εγένετο χωρίς όμως να μεταβάλη ποσώς την κατάστασιν.
Προς την μεσημβρίαν εζητήθη η γνώμη του ιατρού Καθηγητού Eppinger της Βιέννης, όστις συνεφώνησε προς την τηρηθείσαν αγωγήν, συνεβούλευσε δε την επανάληψιν της μεταγγίσεως διά την επομένην.
Η κατάστασις όμως επεδεινούτο ραγδαίως. Κατά τας εσπερινάς ώρας ενεφανίσθη έντονος ρόγχος, κωματώδης κατάστασις και ο σφυγμός ήρχισε γινόμενος συνεχώς μικρότερος και επιπόλαιος.
Προς τας εσπερινάς ώρας χάρις εις την ευγενή πρωτοβουλίαν του Άγγλου αρχιάτρου εσυνεχίσθη η χορήγησις οξυγόνου δι’ ειδικού μηχανήματος, όπερ εκόμισεν ο ιατρός Harveg και δι’ ού ανεκουφίσθησαν αι τελευταίαι ώραι του πάσχοντος.
Την 6.20 πρωινήν ώραν της Τετάρτης απεβίωσε.
Διάγνωσις: Βαρεία φλεγμονή του φάρυγγος μετά τοξιναινιμικών φαινομένων, αφθόνου αιμορραγίας εκ του πεπτικού σωλήνος και εντόνου αζωθαιμίας.
Οι θεράποντες ιατροί: Καθ. Μ. Γερουλάνος, καθ. Βλ. Μπένσης, καθ. Μ. Γεωργόπουλος, Ματθ. Μακκάς, καθ. Ευγ. Φωκάς, καθ. Θ. Δημητριάδης, καθ. Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, επ. καθ. Δ. Κομνηνός, επ. καθ. Ν. Λοράνδος, επ. καθ. Κ. Καβαζαράκης, Ν. Γεωργόπουλος, Γ. Οικονομίδης».
 


Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΙΖΗΣ


Ο Έλληνας  τραπεζίτης
που δεν δίστασε
να πει το δεύτερο "ΟΧΙ"
στον Χίτλερ!



Του Δημοσθένη Κούκουνα

Ήταν ο πρωθυπουργός που επί 80 ημέρες διοίκησε τη μαχόμενη Ελλάδα στην πιο κρίσιμη φάση της, στους πρώτους μήνες του 1941. Ήταν εκείνος που αποφασιστικά είπε το «ΟΧΙ» στον Χίτλερ, στις 6 Απριλίου 1941, αλλά έπειτα από δώδεκα ημέρες έβαλε τέλος στη ζωή του. Ο Αλέξανδρος Κοριζής δεν ήταν μέχρι τότε παρά ένας επιτυχών τραπεζίτης, που όμως βρέθηκε μοιραία στο επίκεντρο της σύγχρονης ιστορίας ως διάδοχος του Ιωάννη Μεταξά. Δεν ήταν άγνωστο πρόσωπο στην αθηναϊκή κοινωνία και από τα νεανικά του χρόνια, αν και είχε αποφύγει να ασχοληθεί με την ενεργό πολιτική (τόσο ο πατέρας όσο και ο παππούς του είχαν εκλεγεί πολλές φορές βουλευτές Τροιζηνίας), είχε ακολουθήσει σταδιοδρομία οικονομολόγου. Υπήρξε ο οικονομικός σύμβουλος του Στεργιάδη στην υπάτη αρμοστεία Σμύρνης το 1920 και τον Μάρτιο 1933 για μερικά 24ωρα έγινε υπουργός Οικονομικών μετά το αποτυχόν κίνημα του στρατηγού Πλαστήρα.
Στις 29 Ιανουαρίου 1941, μόλις κενώθηκε η θέση του πρωθυπουργού με τον θάνατο του Μεταξά, αποδέχθηκε την ιστορική πρόκληση και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία της χώρας. Δεν ήταν ο φυσικός διάδοχός του, δεν ήταν καν μέλος της κυβέρνησής του εκείνη την ώρα. Η συγκυρία τον είχε τοποθετήσει ως διοικητή της Εθνικής Τράπεζας από το 1939 που πέθανε ο Ιωάννης Δροσόπουλος και χάριν αυτής της θέσης εγκατέλειψε τη θέση του υπουργού Προνοίας που κατείχε μέχρι τότε (σημειωτέον ότι είχε ορκισθεί με την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936). Και τώρα, στις 29 Ιανουαρίου, η νέα συγκυρία τον έφερνε απρόσμενα στη θέση του μέχρι τότε παντοδύναμου κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά.
O περίφημος "πατήρ Δημήτριος" Μπάλφουρ.
Η βασιλική προνομιακή επιλογή του Κοριζή οφειλόταν σε αντίστοιχη εισήγηση των Ιωάννη Διάκου και Κωνσταντίνου Μανιαδάκη προς τον βασιλιά Γεώργιο Β΄. Δεν είναι ακριβώς κατανοητό πού στηρίχθηκε αυτή η επιλογή, ούτε πόσο είχε επηρεάσει μια τέτοια εξέλιξη το γεγονός ότι διατηρούσε επί χρόνια ένα στενό προσωπικό σύνδεσμο με τον περιώνυμο Δημήτριο-Ντέιβιντ Μπάλφουρ, το βέβαιο όμως είναι ότι εκείνη την ώρα έγινε ασμένως αποδεκτή από τους βρετανικούς παράγοντες. Δεν εξετάσθηκαν άλλες υποψηφιότητες, ούτε υπήρξε οποιοσδήποτε ενδοιασμός. Αμέσως ορκίσθηκε και ανέλαβε τα πρωθυπουργικά καθήκοντα, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τα πρόσθετα υπουργικά χαρτοφυλάκια που είχε ο αποθανών προκάτοχός του: Εξωτερικών, Παιδείας, Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας. Η σύνθεση της κυβέρνησης παρέμεινε η ίδια ακριβώς και ο αγώνας στο Μέτωπο συνεχίστηκε με την ίδια αποφασιστικότητα.
Μόνο μία μεταβολή έγινε, όλως διόλου αφανής και ανεπαίσθητη για την ευρεία κοινή γνώμη. Αμέσως μετά την πρωθυπουργική αλλαγή, η ελληνική κυβέρνηση έκανε δεκτό το αίτημα του Λονδίνου για παρουσία περιορισμένων βρετανικών δυνάμεων στη Βόρειο Ελλάδα. Εκείνο δηλαδή που με σθένος ο Μεταξάς είχε αρνηθεί στις έσχατες μέρες της ζωής του, ο Κοριζής χωρίς δεύτερη κουβέντα το αποδέχθηκε. Η ρηματική διακοίνωση του αποθανόντος πρωθυπουργού προς τη βρετανική κυβέρνηση στάλθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1941 και έφερε την τελευταία υπογραφή που έβαλε στη ζωή του. Αφότου επιδόθηκε αυτή η διακοίνωση, ο Ιωάννης Μεταξάς ως εκ συμπτώσεως περιέπεσε σε μια ανελέητη βαριά ασθένεια και μετά από έντεκα ημέρες εξέπνευσε. Σ’ αυτό το «κίνητρο» στηρίζονται όσοι ισχυρίζονται ότι δολοφονήθηκε.
Ο Μεταξάς, όπως προκύπτει άλλωστε και από το ημερολόγιό του, ήταν ψυχικά προετοιμασμένος για την ενδεχόμενη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία ποια θα ήταν η στάση του αν εκδηλωνόταν επί των ημερών του. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε ευθέως να την προκαλέσει, αφού ήταν βέβαιο ότι δεν θα επαναλαμβανόταν πια το θαύμα των βορειοηπειρωτικών βουνών. Και εν προκειμένω η προτεινόμενη από τους Βρετανούς ανεπαρκέστατη στρατιωτική ενίσχυση απλώς θα επέφερε την άμεση ήττα – όπως και έγινε.
Αλλά ο διάδοχός του, που μέχρι εκείνες τις ιστορικές ώρες είχε επιδείξει το ταλέντο του ως ικανός τραπεζίτης, τις πρώτες ημέρες που ήταν πρωθυπουργός δεν αντέδρασε όπως ο προκάτοχός του, που αποδεδειγμένα είχε ταλέντα στρατηγού και διπλωμάτη. Το πρόβλημα το αντελήφθη μερικές εβδομάδες αργότερα και αφού είχε αποδεχθεί τη συγκεκριμένη βρετανική «βοήθεια». Η διαφαινόμενη πλέον γερμανική επίθεση εναντίον μας τον ώθησε σε νέες σκέψεις, σε σημείο που ενοχλήθηκαν οι Βρετανοί στην Αθήνα.
Η Σύνθια Όβερτον Πρέστον μετά τον
πόλεμο. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων
στα χρόνια του αγώνα της ΕΟΚΑ ως
...πιλότος της RAF!
Είναι χαρακτηριστικό ότι μια νεαρή Αγγλίδα, ονόματι Σύνθια Όβερτον Πρέστον, που μόλις εικοσιπεντάχρονη το 1938 είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα και εργαζόταν απλώς ως καθηγήτρια αγγλικών, προφανώς όμως εκινείτο στο παρασκήνιο και είχε επιρροή, εμφανίστηκε στις 7 Μαρτίου 1941 στον πρίγκιπα Πέτρο (ο οποίος τότε κατείχε την κρίσιμη θέση του επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου με τους Βρετανούς) και του ζήτησε να μεσολαβήσει στον εξάδελφό του, τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, για να …απολυθεί ο πρωθυπουργός Κοριζής! Η ίδια μέχρι τον θάνατό της το 2010 δεν έδωσε ποτέ κάποια εξήγηση, αν και το περιστατικό είχε πλέον δημοσιοποιηθεί στο πολεμικό ημερολόγιο του πρίγκιπα Πέτρου.
Επομένως ήδη ένα και πλέον μήνα πριν επιδοθεί το γερμανικό τελεσίγραφο, ο πρωθυπουργός Κοριζής δεν ήταν της βρετανικής αρεσκείας. Η στάση του στις 6 Απριλίου 1941 υπήρξε όμως σταθερή και σθεναρή. Είπε το δεύτερο ιστορικό «ΟΧΙ», αυτή τη φορά απέναντι στον τότε παντοδύναμο Χίτλερ, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Και αν στις 28 Οκτωβρίου 1940 το πρώτο «ΟΧΙ» του Μεταξά περιέκλειε αντικειμενικά κάποιες πιθανότητες στρατιωτικής επιτυχίας, όπως και συνέβη, το δεύτερο του Κοριζή δεν είχε σχεδόν καμιά. Αλλά το είπε, και μάλιστα ηχηρά.
Ο Αλέξανδρος Ανδρεάδης και η Χριστίνα
Ωνάση στον γάμο τους 
το 1975.
Επρόκειτο για την τιμή του Έθνους – για την τιμή των όπλων. Και όταν όμως εξαντλήθηκε κάθε όριο και ο αγώνας πλέον ήταν αδιαμφισβήτητα άπελπις, ο Κοριζής δεν είχε την παραμικρή ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα όφειλε να μην γίνει ερείπια. Αισθάνθηκε την ευθύνη του ηγέτη να διασώσει τους γενναίους στρατιώτες που είχαν κάνει το καθήκον τους με αυτοθυσία, χωρίς ταυτόχρονα να παραβλέψει την εθνική τιμή. Και ενώ κατά την κοινή αντίληψη φαινόταν άβουλος επειδή ήταν αθόρυβος, προκύπτει ότι επέδειξε στα πολιτικά παρασκήνια μια σταθερή βούληση. Μέχρι να βρεθεί ηγούμενος του μαχόμενου Έθνους υπήρξε αφανής, αλλά και η όλη ιστορική παρουσία του δεν έχει φωτισθεί ικανοποιητικά (έως που περισσότερο γνωστός είναι ο συνονόματος εγγονός του, γιος του Στρατή Ανδρεάδη, που παντρεύτηκε τη Χριστίνα Ωνάση…).
Ο αυτοπυροβοληθείς στις 3 Απριλίου
1941 Παλ Τελέκι, πρωθυπουργός της
Ουγγαρίας. Η μητέρα του ήταν αμιγώς
Ελληνίδα (Ελένη Μουράτη).
 
Στις 18 Απριλίου 1941, απεβίωσε – από καρδιακή προσβολή κατά την επίσημη εξήγηση που ανακοινώθηκε εκείνη την ημέρα. Στη συνέχεια έχει επικρατήσει η άποψη, πολλαπλώς προβεβλημένη, ότι αυτοκτόνησε έπειτα από κάποιες κρίσιμες συσκέψεις και ιδίως μία συνομιλία του με τον Γεώργιο Β΄, στην οποία δεν παρευρισκόταν κανένα άλλο πρόσωπο. Ωστόσο υπάρχουν διάφορες εκδοχές, όπως π.χ. αν αυτοπυροβολήθηκε μία ή δύο φορές στην καρδιά – ή ακόμη και αν δολοφονήθηκε. Πάντως, ακριβώς δεκαπέντε μέρες νωρίτερα είχε αυτοκτονήσει ένας άλλος πρωθυπουργός στην Ουγγαρία, ο Παλ Τελέκι, ο οποίος όμως ήταν κατά 50% ελληνικής καταγωγής. Αλλά αυτός άφησε αυτόγραφη επιστολή για την αιτία του διαβήματός του, η οποία αμυδρά σχετιζόταν με την Ελλάδα: Διαφωνούσε με τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το ουγγρικό έδαφος, τα οποία κατευθύνονταν εναντίον του γιουγκοσλαβικού εδάφους, μια κίνηση που (σε ό,τι μας αφορά) κατέληξε στην ταχεία κατάληψη της Θεσσαλονίκης!
Στον δεύτερο όροφο αυτής της πολυκατοικίας (Βασιλίσσης Σοφίας 51)
ήταν η κατοικία της οικογένειας Κοριζή.
Όπως και να έχει, λίγες ημέρες αργότερα άρχιζε η Κατοχή. Στην Αθήνα έφτασε μια ειδική αποστολή των Γερμανών υπό τον Κύνσμπεργκ, που μεταξύ άλλων αναζήτησε στοιχεία και πληροφορίες για το πώς ακριβώς επήλθε ο θάνατος του Κοριζή. Επισκέφθηκαν και την οικογένειά του, στο ίδιο σπίτι της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 51, όπου είχε απαντήσει «ΟΧΙ» στον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ τις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου 1941, και οι οικείοι του αρνήθηκαν να συνεργασθούν. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με την οικογένεια του Μεταξά, που επίσης την επισκέφθηκαν.

Και οι δύο αυτοί θάνατοι, διαρκούντος ενός τιτάνιου αγώνα που έδινε η Ελλάδα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, όσο περίεργοι και αν υπήρξαν, ποτέ δεν ερευνήθηκαν όπως θα αντιστοιχούσε. Ούτε καν ιατροδικαστικές εκθέσεις δεν συντάχθηκαν…



Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Δ. Κούκουνα: Η ΚΡΗΤΗ ΥΠΟ ΚΑΤΟΧΗ

Για πρώτη φορά τα πράγματα με το όνομά τους. Αποκαλυπτικές σελίδες για την κατεχόμενη Κρήτη επί τη βάσει αδιαμφισβήτητων ντοκουμέντων. Τι, ποιοι και πώς...



«Η Κρήτη υπό Κατοχή – Η Μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση, Κατοχή και δοσιλογισμός» του ιστορικού συγγραφέα Δημοσθένη Κούκουνα
(Εκδόσεις Ariston Books, τιμή 24 euro)

https://historiabooks.gr/shop/ariston-books/ellinika/demosthene-koukouna-i-kriti-ipo-katochi/


Ένα βιβλίο αποκλειστικά για την Κρήτη, για τον αγώνα και τις αγωνίες της, για τις θυσίες και τις καταστροφές που βίωσαν οι Κρητικοί σε όλα τα χρόνια της δουλείας, από την άνοιξη του ’41 μέχρι το καλοκαίρι του ’45. Ο αγγλογερμανικός ανταγωνισμός σε ένα από τα πιο σημαντικά γεωστρατηγικά σημεία της Μεσογείου που οδήγησε στο ολοκαύτωμα της μεγαλονήσου. Η ελλιπής οχύρωση της Κρήτης που προηγήθηκε της μεγάλης μάχης και της ηρωικής αντίστασης για να ακολουθήσει η εσπευσμένη εγκατάλειψή της από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο κατακτητής έδειξε μια από τις σκληρότερες συμπεριφορές σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη με ομαδικές εκτελέσεις και απερίγραπτες καταστροφές, υλικές και ανθρωπιστικές, που όμως δεν σίγασαν τη διάθεση των Κρητικών για αγώνα. Το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης, η καθημερινή ζωή στην Κρήτη, η πολιτική ατμόσφαιρα στα αστικά κέντρα της μεγαλονήσου, τα κυριότερα δραματικά γεγονότα, αλλά και αποκαλυπτικές σελίδες για την πολιτική και οικονομική συνεργασία ορισμένων Κρητικών που αμαύρωσαν τη συνολική εικόνα…


Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕΛΜΠΟΥΡΥ





Φωτογραφία από την επίμαχη εποχή (1941): Ο Τζων Πεντέλμπουρυ (στο κέντρο με το ποτήρι στο χέρι) απολαμβάνει την παραδοσιακή κρητική φιλοξενία.

MAXH THΣ ΚΡΗΤΗΣ:
H ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ
ΚΑΙ Ο ΤΖΩΝ ΠΕΝΤΕΛΜΠΟΥΡΥ

Του Δημοσθένη Κούκουνα*

Μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδος και ενώ προετοιμαζόταν η Μάχη της Κρήτης, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έδωσε εντολή στην Ειδική Μονάδα Κύνσμπεργκ να αναζητήσει τα απόρρητα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και μια άλλη σειρά πληροφοριών. Ο επικεφαλής της Ειδικής Μονάδας παρέμεινε για περισσότερο από ένα μήνα στην Κρήτη, διενεργώντας εξονυχιστικές έρευνες για την ευσυνείδητη εκτέλεση της αποστολής του. Τα πορίσματα των ερευνών του τα μετέδιδε τακτικά απευθείας προς τον προϊστάμενό του, που δεν ήταν άλλος από τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ. Οι περισσότερες από τις αναφορές του διασώθηκαν στα αρχεία του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών και μέσα απ’ αυτές αναδύεται η δράση ενός αγνώστου για το ευρύ ελληνικό κοινό Βρετανού, ο οποίος θα μπορούσε να γίνει ο «Λώρενς της Κρήτης», όπως επισημαίνει ο ιπποτικός Γερμανός αντίπαλός του.
Πρόκειται για τον μονόφθαλμο αρχαιολόγο - κατάσκοπο Τζων Πεντέλμπουρυ, ο οποίος έδρασε στην Κρήτη μέχρι να βρει τον θάνατο από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές τον Μάιο του 1941. Πριν καν καταλαγιάσει η Μάχη της Κρήτης, ο Γερμανός Κύνσμπεργκ κατόρθωσε να εντοπίσει και να ερευνήσει το κρησφύγετό του, περιγράφοντας με θαυμασμό τη δράση του. Δεν έκρυψε ότι είχε εντυπωσιασθεί από τη δράση του αριστοκρατικής καταγωγής Άγγλου αρχαιολόγου, ο οποίος ταυτόχρονα με τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα ήταν επίσημα τοποθετημένος ως υποπρόξενος της χώρας του στο Ηράκλειο και παράλληλα έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε μια άλλη ιδιότητα πολύ πιο ουσιαστική: ήταν ο υπεύθυνος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών για την Κεντρική Κρήτη. Αυτό ήταν το πρωταρχικό αντικείμενό του.
Τον Μάιο του 1941, που βρήκε τον θάνατο κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, ο Τζων Πεντέλμπουρυ ήταν ηλικίας 37 ετών. Είχε γεννηθεί το 1904 στο Λονδίνο και σπούδασε στο περίφημο Γουίντσεστερ και στο Καίμπριτζ, του οποίου έγινε υπότροφος. Εκτός από την εξαιρετική επίδοσή του στις κλασικές σπουδές, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και εκπροσώπησε το πανεπιστήμιό του σε εθνικές και διεθνείς συναντήσεις ως άλτης.
Το 1927 επιλέχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ για να φοιτήσει στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και κατά τη διάρκεια του 1928 είχε την πρώτη πραγματική εμπειρία του ως αρχαιολόγου στην Αίγυπτο. Υπήρξε υπεύθυνος ανασκαφών στην περιοχή Τελ-ελ-Αμάρνα, ενώ παράλληλα συμμετείχε υπό την εποπτεία του σερ Άρθουρ Έβανς στις ανασκαφές που διεξάγονταν στην Κνωσό στο παλάτι του Μίνωα. Υπήρξε μέχρι το 1935 επιμελητής του μουσείου της Κνωσού, ενώ στα προηγούμενα και στα επόμενα χρόνια διέθετε την εξαιρετική ζωτικότητά του σε περιηγήσεις στην Κρήτη, επισκεπτόμενος αρχαιολογικές περιοχές που του προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Με παρόμοια ζέση ήθελε να γνωρίσει και την πιο ασήμαντη περιοχή του νησιού, περιτρέχοντάς του από τη μια μέχρι την άλλη άκρη. Λέγεται ότι είχε διασχίζει πεζοπορώντας περισσότερα από χίλια μίλια στην Κρήτη, όπου σε διάφορα απίθανα χωριά είχε αποκτήσει καρδιακούς φίλους που δεν είχαν απαραιτήτως ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα. Με την ίδια άνεση έκανε παρέα με τσοπάνηδες και ανώνυμους χωρικούς, γλεντούσε μαζί τους, μιλούσε με άνεση τη γλώσσα και τη διάλεκτό τους.
Προφανώς ήταν ο μόνος που ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον Άγγλο κάθε γωνιά της Κρήτης. Από το 1935, που παραιτήθηκε από τη θέση του επιμελητή της Κνωσού μέχρι το 1939 πραγματοποίησε στο Λασήθι ιδιαίτερες ανασκαφές. Ήδη από το 1938 ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι νεαροί συνάδελφοί του, είχε στρατολογηθεί από μια ειδική υπηρεσία που υπαγόταν στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου.
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, κατά μία δεκαετία νεώτερός του, υπήρξε συνεργάτης και φίλος του, ενώ μαζί του είχαν μοιραστεί κοινά όνειρα για την Κρήτη. Ο σήμερα επιζών σε βαθύ γήρας Πάτρικ Λη Φέρμορ διατηρούσε, όπως και ο Τζων Πεντέλμπουρυ, μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα με τον δικό τους ίσως ρομαντικό τρόπο. Ο Πάτρικ, που η παρουσία του στη χώρα μας συνδέεται από το 1935, όταν ως αλλοδαπός εθελοντής είχε συμμετάσχει στο ...κίνημα του Μαρτίου, είχε έντονη δράση στην Κρήτη ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Κατοχής. Το 2001, μιλώντας στην Κνωσό σε εκδηλώσεις για τα 60χρονα της Μάχης της Κρήτης, θυμήθηκε τον παλιό του φίλο και συνεργάτη, τον Πεντέλμπουρυ. Τον χαρακτήρισε ως μυθική φιγούρα και εξήρε τον ρομαντισμό του.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ;

Τον Τζων Πεντέλμπουρυ ουσιαστικά διασώζει στην ιστορική μνήμη μάλλον ένας Γερμανός αξιωματούχος, παρά οι ομοεθνείς συνεργάτες του. Οι Έλληνες έχουν μια δικαιολογημένη προκατάληψη κατά της Ιντέλιτζενς Σέρβις ή οποιωνδήποτε άλλων μυστικών βρετανικών υπηρεσιών, ώστε ο προϊστάμενος του κλιμακίου Ηρακλείου την εποχή του πολέμου δεν θα αποκτούσε καμιά συμπάθεια, όσο δημοφιλής και αν πράγματι ήταν μεταξύ των συγχρόνων του χωρικών της Κρήτης, με τους οποίους τσούγκριζε το ποτήρι του και αντάλλασσε εύθυμα πειράγματα.
Ο Νίκολας Χάμοντ, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και πολλοί άλλοι λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση δεν θα είχαν κερδίσει στην Ελλάδα αν είχαν δράσει μόνον ως πράκτορες. Κέρδισαν πόντους και αναγνώριση από την ελληνική κοινή γνώμη λόγω της μεταγενέστερης συμμετοχής τους στην Εθνική Αντίσταση. Η ατυχία του Πεντέλμπουρυ είναι ότι δεν επέζησε του τέλους της Μάχης της Κρήτης, ώστε να δραστηριοποιηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής στα κρητικά βουνά, όπως άλλωστε ήταν και η επιθυμία του. Παρά τις όποιες προθέσεις του, έμεινε μόνον η πρακτορική θητεία του και σχεδόν ποτέ δεν έγιναν γνωστές οι φιλοδοξίες του να διαδραματίσει ρόλο «Λώρενς της Κρήτης».
Την ιδιότητα και το προσωνύμιό του αυτό καταγράφεται ιστορικά από έναν Γερμανό αντίπαλό του, τον Κύνσμπεργκ. Αλλά ποιος ήταν ο επικεφαλής της ομώνυμης Ειδικής Μονάδας, που στην ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το όνομά του συνδέθηκε ασφαλώς περισσότερο με την απαλλοτρίωση πολιτιστικών θησαυρών στις κατεχόμενες χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, παρά με τη γενικότερη φύση των αρμοδιοτήτων του, ενώ είναι εντελώς άγνωστη η δραστηριότητά του στην Ελλάδα;
Προσπαθήσαμε να συνθέσουμε ένα σύντομο βιογραφικό του, ορισμένα σημεία του οποίου τα δίνουμε με επιφύλαξη, καθώς η έρευνα υπήρξε εξαιρετικά δυσχερής.
Ο Κύνσμπεργκ εντάχθηκε το 1940 στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, αναλαμβάνοντας τη συγκρότηση μιας ειδικής μονάδας, στην οποία ανατέθηκαν εντελώς ασυνήθιστα καθήκοντα που για να τα αντιληφθούμε θα πρέπει να τα συνδυάσουμε με την εμμονή του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και των φανατικών ιδεολόγων εθνικοσοσιαλιστών να περιφρουρήσουν τις πολιτιστικές παραδόσεις της Ευρώπης. Η ειδική αυτή μονάδα ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1940 με αρχική αποστολή να χρησιμεύσει σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Μεγάλης Βρετανίας, ώστε να συγκεντρώσει και να διασφαλίσει κάθε είδους σημαντικό αρχειακό υλικό. Στην περίπτωση, λοιπόν, που θα καταλαμβανόταν η Αγγλία, τα μέλη της ειδικής αυτής μονάδας θα αναζητούσαν πρωταρχικά τα μυστικά κρατικά αρχεία, δυσεύρετα βιβλία, σπάνια χειρόγραφα, χάρτες, πολιτιστικούς θησαυρούς κ.ά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ακριβώς την εποχή που στο Βερολίνο ο Κύνσμπεργκ ονομαζόταν επικεφαλής της ομώνυμης ειδικής μονάδας που συστάθηκε, ο αδελφός του στο Εδιμβούργο συλλαμβανόταν ως ξένος υπήκοος και φυλακιζόταν.
Αφού η μονάδα του δεν μπορούσε να εκτελέσει τα ειδικά καθήκοντά της στην Αγγλία, η κατάληψη της οποίας δεν πραγματοποιήθηκε, στάλθηκε στο Παρίσι για παρόμοιες δραστηριότητες. Δεν είναι βεβαιωμένο ότι περιόδευσε αυτή η πολυμελής ειδική μονάδα όλες τις κατεχόμενες χώρες, συλλέγοντας αρχειακό και πολιτιστικό υλικό, αλλά η εμφάνισή της στην Κρήτη το 1941 ενισχύει την άποψη ότι μπορεί και στις άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες να είχε εκτελέσει αποστολές προηγουμένως. Γεγονός είναι ότι το καλοκαίρι του 1941, μετά τη λήξη της αποστολής της στην Κρήτη, γρήγορα θα ανασυνταχθεί, θα αποσπασθεί από τη δικαιοδοσία του υπουργείου Εξωτερικών και θα υπαχθεί στα Ες-Ες. Η νέα της αποστολή είναι να ακολουθεί τα βήματα του γερμανικού στρατού στη Σοβιετική Ένωση, συλλέγοντας αρχεία, σπάνια χειρόγραφα και βιβλία, πολιτιστικά κειμήλια και χάρτες.
Η δραστηριότητα αυτή του Κύνσμπεργκ και του σχεδόν 100μελούς επιτελείου του θα κρατήσει μέχρι το φθινόπωρο του 1943, οπότε πλέον ο ίδιος θα επιστρέψει στο Βερολίνο, θα παρασημοφορηθεί και θα του απονεμηθεί ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη των Ες-Ες.

* Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η Κρήτη υπό Κατοχή - Η Μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση, Κατοχή και δοσιλογισμός", έκδοση 2017 (Ariston Books)