Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ 1941-44
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια" (Εκδόσεις Ερωδιός)
πό την έναρξη της Κατοχής οι Γερμανοί κινήθηκαν αποφασιστικά για να
θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα ενημέρωσης, ώστε να κατευθύνουν την
προπαγάνδα τους. Αρχικά επεδίωξαν να μην ανατρέψουν το καθεστώς που ίσχυε στον
χώρο του Τύπου και οι παρεμβάσεις τους ήταν διακριτικές, ενώ προσπάθησαν
μάλιστα να δώσουν την εικόνα ότι δεν τους ενδιαφέρει η άσκηση προληπτικής
λογοκρισίας, όπως συνέβαινε μέχρι τότε με τις ελληνικές υπηρεσίες λογοκρισίας.
Τελικά κατέληξαν στη διευθέτηση να αναθέσουν τον τομέα αυτόν στη δικαιοδοσία
της κυβέρνησης Τσολάκογλου, η οποία χωρίς δυσκολία συνέχισε τις δομές που είχε
κληρονομήσει από την κυβέρνηση Κοριζή. Έτσι οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες
συνέχισαν κανονικά την έκδοσή τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι εκδότες
πιέστηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή τους.
Η μόνη εφημερίδα που πραγματικά
παύθηκε με άνωθεν γερμανική εντολή ήταν ο «Ασύρματος». Η απόφαση ανήκε στον
στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, ανώτατο διοικητή της περιοχής Βαλκανίων και μέχρι σήμερα
δεν έχει διευκρινιστεί το ακριβές αιτιολογικό που τον ώθησε να λάβει αυτή την
απόφαση. Ίσως κάποια προσωπική αναφορά για τον ίδιο, που την εξέλαβε ως αιχμή,
να τον ώθησε σ’ αυτό. Το εντελώς παράδοξο είναι ότι ο ιδιοκτήτης αυτής της
εφημερίδας, ο Γεώργιος Τζιρακόπουλος, ήταν σύγγαμβρος του στρατηγού Τσολάκογλου,
ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα θα τον τοποθετήσει, πλην άλλων διορισμών σε
διάφορα διοικητικά συμβούλια, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης στη θέση του κυβερνητικού
επιτρόπου της Αγροτικής Τράπεζας.
Επίσης με την έναρξη της
Κατοχής διέκοψε την έκδοσή της η εφημερίδα «Έθνος», όχι όμως για πολιτικούς
λόγους, αλλά μάλλον για πρακτικούς. Οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της, από τις
πιο σύγχρονες τότε, δεσμεύθηκαν για να φιλοξενήσουν τις δύο νέες εφημερίδες των
κατακτητών που χρειάζονταν για εσωτερική τους χρήση: την ιταλόγλωσση «Giornale d’Italia» και
τη γερμανόγλωσση «Deutsche
Nachrichten für
Griechenland».
Ταυτόχρονα οι Γερμανοί δεν
αδιαφόρησαν, πέραν του πολιτικού, και για τον οικονομικό έλεγχο των μεγάλων
εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο σχεδιασμός έγινε από το Βερολίνο, απ’ όπου στάλθηκαν
στην Αθήνα ειδικοί εκπρόσωποι της ειδικής ημικρατικής εταιρίας «Mundus», που είχαν από νωρίτερα συστήσει τα
γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα τους.
Η εταιρία αυτή, που είχε ως στόχο ακριβώς τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας
στις κατεχόμενες χώρες, είχε εμφανιστεί στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκε η
κατάληψή του, και μεταξύ άλλων εξαγόρασε μερίδια γαλλικών εταιριών που εξέδιδαν
εφημερίδες και περιοδικά.
Οι εκπρόσωποι αυτής της
εταιρίας εμφανίστηκαν και στην Αθήνα τον Μάιο του 1941 και μελέτησαν πώς θα
κινηθούν για να αποκτήσουν αποφασιστικού μεγέθους θεσμική συμμετοχή στην παραγωγή
και τη διακίνηση του ελληνικού και ξένου Τύπου. Πραγματοποίησαν πολλές επαφές
πριν καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, ενώ έλαβαν υπόψη τους τις αναφορές και
την εμπειρία των αρμοδίων της γερμανικής πρεσβείας, κυρίως του γραφείου Τύπου
και του συμβούλου μορφωτικών υποθέσεων. Το
κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων είχε ο Maurach, που έφερε τον βαθμό του Rittmeister και χρησιμοποιούσε για έδρα
του ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της γερμανικής πρεσβείας, είχε όμως στη
διάθεσή του πλούσιο υλικό για την αξιοπιστία όσων θα μπορούσαν να «τιμηθούν» με
την εμπιστοσύνη του Ράιχ κατά την Κατοχή.
Ιδρύθηκαν έτσι τρεις βασικές
εταιρίες για τον κάθετο έλεγχο του ελληνικού
Τύπου, στις οποίες περισσότερο με προθυμία παρά υπό καθεστώς βίας έλαβαν
μέρος οι Έλληνες επιχειρηματίες που δέχθηκαν να συνυπογράψουν τα ιδρυτικά
καταστατικά με τους απεσταλμένους του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ, στους
οποίους (ως επικεφαλής των δύο γερμανικών υπουργείων Προπαγάνδας και Εξωτερικών)
ανήκε η εταιρία «Mundus». Το
θλιβερό γεγονός της εκούσιας αυτής συμμετοχής καταδικάστηκε μετά την Απελευθέρωση
από το επίσημο κράτος με τον βαρύτατο χαρακτηρισμό των εν λόγω εταιριών ως
εχθρικών περιουσιών και τέθηκαν υπό μεσεγγύηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι
τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος δεν αντιμετώπισαν ποινικές κυρώσεις, απλώς μόνον ηθικές.
Ωστόσο οι εφημερίδες, που μέχρι
την Απελευθέρωση ανήκαν στο ελληνογερμανικό αυτό συγκρότημα δεν μπόρεσαν να
επανεκδοθούν ποτέ, οπότε ο ευφυής Δ. Λαμπράκης άλλαξε τους τίτλους (από «Αθηναϊκά
Νέα» σε «Νέα» και από «Ελεύθερον Βήμα» σε «Βήμα»), ο επανελθών στον κομμουνισμό
Γιάννης Πετσόπουλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολλά περιουσιακά στοιχεία για
να παραμείνει με άλλες πηγές εισαγωγής χαρτιού στην αγορά, όσο δε για την πρακτόρευση
εφημερίδων ο Όθων Πικραμένος αναγκάστηκε πρόσκαιρα να αποσυρθεί και να αρκεστεί
στη διαχείριση του εργοστασίου γραφικών τεχνών «Πυρσός», ενός από τα μεγαλύτερα
στην Αθήνα, που είχε βρεθεί στα χέρια του. Θα ήταν ειρωνικό να
συνεχίζει να διακινεί τις εφημερίδες και τα περιοδικά όταν η χώρα
απελευθερώθηκε, αφού μέχρι τότε διακινούσε τις νομότυπα εκδιδόμενες υπό γερμανικό
έλεγχο εφημερίδες και τις λοιπές προπαγανδιστικές
εκδόσεις, ελληνόγλωσσες και γερμανόγλωσσες.
Οι εταιρίες που ίδρυσαν οι
Γερμανοί εκπρόσωποι του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ μόλις κατέλαβαν την Αθήνα:
Α.Ε.
«Βίβλος». Όπως αναγραφόταν στο καταστατικό της, είχε τους εξής
σκοπούς: εισαγωγή ξένων βιβλίων, μουσικών έργων (νότες), έργων εικαστικής
τέχνης, εποπτικών μέσων διδασκαλίας, ως και η διεξαγωγή πασών των εργασιών
ομοίας ή συγγενούς φύσεως και σχετικών επιχειρήσεων. Στην εταιρία αυτή έλαβαν
μέρος ως μέτοχοι, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο κεφάλαιο, δύο από τους
μεγαλύτερους Αθηναίους βιβλιοπώλες της εποχής εκείνης. Στο πρώτο διοικητικό
συμβούλιο συμμετείχαν οι: Έριχ Μπέρινγκερ, Κωνστ. Γ. Ελευθερουδάκης,
Χέρμαν Θ. Κάουφμαν, Νικ. Λούβαρις, Βάλτερ Βρέντε, Σάββας Κέντρος, Σίγκφριντ
Φατ. Ο πρώτος, πολύ γνωστή προσωπικότητα στους κύκλους των διανοουμένων, ήταν
πρόεδρος της εταιρίας και παράλληλα μορφωτικός σύμβουλος της γερμανικής
πρεσβείας, θέση που κατείχε από προπολεμικά. Ο Κώστας Ελευθερουδάκης ήταν ο
γνωστός ιδρυτής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου και ο Κάουφμαν επίσης, ο οποίος
σημειωτέον ήταν Ρώσος πρόσφυγας γερμανικής καταγωγής και όχι Εβραίος όπως νομιζόταν
μέχρι τότε στην Αθήνα, πρόσφυγας από το 1917 εγκαταστημένος στην Ελλάδα. Ο Νικόλαος Λούβαρις ήταν
ο γνωστός γερμανόφιλος καθηγητής φιλοσοφίας, άλλοτε διακεκριμένο μέλος του
Ελληνογερμανικού Συνδέσμου, όπως και ο τότε μεγαλοδικηγόρος Σάββας Κέντρος. Ως
προς δε τον Βάλτερ Βρέντε, διευθυντή του Γερμανικού
Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν από τα προπολεμικά
χρόνια ο επίσημος τοπάρχης του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος για τη
γερμανική παροικία της Αθήνας.
«Ένωσις
Ελληνικού και Ξένου Τύπου» Α.Ε. Η εταιρία αυτή προέκυψε προκειμένου
να επιτύχουν οι Γερμανοί τον απόλυτο έλεγχο κάθε διακινούμενου εντύπου και
αποτελούσε μια κοινοπραξία των μέχρι τότε ελληνικών πρακτορείων μαζί με την
περίφημη εταιρία «Μούντους». Σύμφωνα με το καταστατικό της σκοπός ήταν: η κυκλοφορία
και η διά του οργανισμού της εταιρίας διάθεσις είτε εν τω εξωτερικώ, είτε εν τω
εσωτερικώ των εκδιδομένων ενταύθα ή αλλαχού εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών
εντύπων ημεδαπής και αλλοδαπής, ημεροδεικτών και παντός εν γένει προϊόντος
διανοίας ή τέχνης. Είχε κατά την ίδρυσή της κεφάλαιο 5.000.000 δρχ. διαιρεμένο
σε 5.000 μετοχές.
Μέτοχοι: Εταιρία «Mundus» 2550
μετοχές, Εταιρία Ελληνικού Τύπου «Τ. Α. Πικραμένος» 850, Κεντρικόν Πρακτορείον
Εφημερίδων Σπύρος Τσαγγάρης, Αναγνωστοπούλου
και Σία
1050, Ελισάβετ Τσιβόγλου 550. Στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου έλαβαν
μέρος οι Herbert
Schwoerbel, πρόεδρος,
επικεφαλής του γραφείου Τύπου της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του
γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας), Ferdinand
Vorauer,
στέλεχος επίσης της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του γερμανικού
υπουργείου Εξωτερικών), Όθων Π. Πικραμένος (εκπρόσωπος του ομώνυμου πρακτορείου
εφημερίδων και γενικός διευθυντής της νέας εταιρίας που συστάθηκε), Κωνσταντίνος Ν.
Νικολετόπουλος (δικηγόρος), Ιωάννης Χ. Αναγνωστόπουλος (μέλος της οικογένειας
Τσαγγάρη, ο οποίος αργότερα διαρκούσης της Κατοχής θα αναλάβει την προεδρία του
Δ.Σ.). Η μέτοχος Ελισάβετ Τσιβόγλου, ιδιοκτήτρια του ομώνυμου
μικρού πρακτορείου ξένων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και διακίνησης
τουριστικών εντύπων (καρτ-ποστάλ και πολύγλωσσων οδηγών), που λειτουργούσε από
ετών και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της έπειτα από τον θάνατο του συζύγου
της ήδη πριν από τον πόλεμο, δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως στο συμβούλιο, αφού
άλλωστε ως από ετών συνεργάτης του Ο. Πικραμένου την εκπροσωπούσε ο τελευταίος.
«Ελεύθερον
Βήμα – Εταιρία Δημοσιογραφικών Εκδόσεων» Α.Ε. Η εταιρία αυτή
υποκατέστησε το δημοσιογραφικό συγκρότημα Λαμπράκη με τη συμμετοχή της
γερμανικής «Μούντους», η οποία κατείχε το 51% των μετοχών, ενώ το υπόλοιπο 49%
των μετοχών ανήκε στους δημοσιογράφους Γεώργιο Συριώτη και Αλκ. Ζαφειρόπουλο,
παλαιά στελέχη του συγκροτήματος Λαμπράκη, καθώς και στον διαχειριστή του, πριν
και μετά την Κατοχή, Ιορδάνη Τσαρτίλη. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μετρητά για την
απόκτηση του ποσοστού αυτού, ώστε μεταπολεμικά η
εταιρία θεωρήθηκε ως εχθρική περιουσία και τέθηκε υπό μεσεγγύηση ως ανήκουσα
στο γερμανικό δημόσιο. Η εταιρία κατείχε εις χείρας της όχι μόνο τους τίτλους
του συγκροτήματος («Ελεύθερον Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα» και «Οικονομικός
Ταχυδρόμος»), αλλά και τις τυπογραφικές εγκαταστάσεις του, καθώς βεβαίως και
την εν γένει δημοσιογραφική επιχείρηση. Σύμφωνα με το καταστατικό, σκοπός της
ήταν η έκδοση εφημερίδων, περιοδικών και παντός ετέρου εντύπου, καθώς και κάθε
συναφής εργασία. Τα τυπογραφεία του συγκροτήματος χρησιμοποιήθηκαν τόσο για
ελληνόγλωσσες εκδόσεις, όσο και ξενόγλωσσες, ακόμη και αραβόγλωσσες
προπαγανδιστικές εκδόσεις που αποστέλλονταν στις στρατιές του Ρόμελ ή προς
χρήση των μελών της αραβικής παροικίας που είχε δημιουργηθεί εκτάκτως στο
Λαύριο. Στο διοικητικό συμβούλιο
πρόεδρος ήταν ο Νικόλαος Λούβαρις, ο οποίος σημειωτέον δεν
είχε γίνει ακόμη υπουργός, και αντιπρόεδρος ο ιατρός Γεώργιος Βλαβιανός, ο
ιδρυτής της γνωστής και τόσο κακοφημισμένης οργάνωσης ΕΣΠΟ, που έδρασε επί
Κατοχής. Συμμετείχαν επίσης τα στελέχη της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα Φερδινάνδος
Φοράουερ και Ερβέρτος Σβαίρμπελ, οι εκπρόσωποι του συγκροτήματος Γεώργ. Α.
Συριώτης, Αλκ. Π. Ζαφειρόπουλος και Ιορδάνης Ε. Τσαρτίλης, καθώς και ο
μεγαλοδικηγόρος Σάββας Χ. Κέντρος.
Εκτός από τις προαναφερθείσες
τρεις εταιρίες, που ιδρύθηκαν με τη συμμετοχή και τον απόλυτο έλεγχο της
γερμανικής προπαγανδιστικής εταιρίας «Μούντους», στην πορεία προέκυψε ζήτημα με
τις εισαγωγές χάρτου. Όσο και αν φανεί περίεργο, το χαρτί και κυρίως το δημοσιογραφικό, που δεν παραγόταν στην Ελλάδα,
ήταν χαρακτηρισμένο ως είδος πρώτης
ανάγκης και υπό την έννοια αυτή η Γερμανία ως κατέχουσα δύναμη όφειλε να
μεριμνά για την επαρκή κάλυψη της χώρας. Επί
Κατοχής εισαγόταν δημοσιογραφικό και κοινό χαρτί, καθώς και χαρτί για την
εκτύπωση χαρτονομισμάτων από τη Γερμανία, κυρίως φινλανδικής και
ελάχιστα γερμανικής προέλευσης. Μέχρι ενός χρονικού σημείου, οι Γερμανοί
αδιαφορούσαν για την επακριβή διοχέτευση του
εισαγόμενου χαρτιού, αφού καλύπτονταν οι βασικές ανάγκες των εφημερίδων, η δε
διαχείριση του χαρτιού γινόταν μέσω της Α.Ε. «Τύπος», η οποία ανήκε στον
Γιάννη Πετσόπουλο και την οικογένειά του. Η εν λόγω εταιρία ήταν ο αποκλειστικός
αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, αλλά
όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στη χώρα ανέθεσαν στην εταιρία του, προφανώς από
λόγους εμπιστοσύνης, τη διαχείριση όχι μόνο των δικών τους χαρτιών, αλλά και
των ποσοτήτων που βρήκαν και που είχαν κατασχεθεί κατά την έναρξη της Κατοχής.
Στη συνέχεια όμως έκαναν μια
άλλη διαπίστωση που τους ανησύχησε. Ένα μέρος από τις εισαγόμενες ποσότητες
περνούσε στη μαύρη αγορά και κάποιοι κερδοσκοπούσαν υπερβολικά. Έτσι πήραν την
απόφαση να θέσουν υπό αυστηρότερο έλεγχο τη διανομή του χαρτιού, κλείνοντας τις
στρόφιγγες προς την ελεύθερη αγορά. Τους ενδιέφερε πρωταρχικά η χρήση του για
την προπαγάνδα και δεν ήθελαν το χαρτί που εισήγαγαν να καταλήγει σε τρίτους,
όπως για παράδειγμα στο εμπόριο για συσκευασία ή σε εκδότες για να εκδίδονται
ποιητικές συλλογές. Η διαρροή ποσοτήτων χαρτιού γινόταν κυρίως με πρόσχημα τη
φύρα και την υγρασία, ενώ οι επιτήδειοι προωθούσαν κρυφά τις ποσότητες που
εξοικονομούσαν στη μαύρη αγορά. Αίφνης όμως οι Γερμανοί έκαναν και μια δεύτερη
διαπίστωση: Ένα μέρος αυτού του χαρτιού έφτανε στα χέρια των αντιστασιακών
οργανώσεων για την εκτύπωση παράνομων εφημερίδων.
Για κάποιους βασικά ανεξήγητους
και απροσδιόριστους λόγους, τον Πετσόπουλο τον είχαν σε εκτίμηση οι χιτλερικοί
συνδικαλιστές. Ακόμα πιο μυστηριώδης ήταν η στάση του στις παραμονές του πολέμου,
όταν για μεγάλο διάστημα παρέμεινε στη Γερμανία. Η αλήθεια όμως είναι ότι
ξαφνικά απέκτησε έναν απροσδόκητο ανταγωνιστή στις προτιμήσεις των Γερμανών ως
προς τους εισαγωγείς χαρτιού στην κατεχόμενη Ελλάδα: Επρόκειτο για τον δικηγόρο
και άλλοτε φανατικό βενιζελικό πολιτικό Ευστράτιο Κουλουμβάκη, ο οποίος τέθηκε
επικεφαλής μιας άλλης «προνομιακής» χαρτεμπορικής εταιρίας.
Επρόκειτο για την Α.Ε.Ε.
«Εμπορίου και Βιομηχανίας Χάρτου» (Χαρτέξ), που ιδρύθηκε στα τέλη
του 1941 με αντικείμενο: Εμπόριο και
βιομηχανία χάρτου, αντιπροσωπείες οίκων εξωτερικού και εσωτερικού. Οι τέσσερις
συνιδρυτές της εταιρίας, οι Ευστράτιος Γ. Κουλουμβάκης, Νικόλαος Σ. Καστρινός,
Γαβριήλ Παρουσιάδης και Ιωάννης Κ.
Βελλίδης) αποτέλεσαν το πρώτο διοικητικό της συμβούλιο.
Οι δύο προνομιούχες
χαρτεμπορικές εταιρίες βρέθηκαν σε μεγάλη διάσταση μεταξύ τους, καθώς – πέραν
του οικονομικού αντικειμένου – υπήρχε προϊστορία για τις προσωπικές σχέσεις
Κουλουμβάκη-Πετσόπουλου από 25ετίας. Ο ανταγωνισμός αυτός είχε απήχηση και στη
μαύρη αγορά του χαρτιού, όχι μόνο του δημοσιογραφικού, αλλά και του εμπορικού.
Ήδη από γερμανικής πλευράς είχε πραγματοποιηθεί μια παρέμβαση στην ελεύθερη
αγορά με την ίδρυση μιας εταιρίας για παραγωγή χαρτιών συσκευασίας. Συγκεκριμένα
είχε ιδρυθεί στην Αθήνα η Ελληνική Βιομηχανία
Χαρτοσάκκων «Ασπίς» από τους Βάλτερ Ντίρμπεκ και Νικόλαο Νικολόπουλο.
Με αφορμή τον ανταγωνισμό των
δύο βασικών εισαγωγέων χαρτιού, του Πετσόπουλου και των Κουλουμβάκη και λοιπών
Βορειοελλαδιτών πρώην εκδοτών, οι αρμόδιοι Γερμανοί της πρεσβείας
πληροφορήθηκαν ότι και από τις δύο εταιρίες διέρρεε το χαρτί που κατέληγε στα
τυπογραφεία των παράνομων αντιστασιακών εφημερίδων.
Τότε αποφασίστηκε να λάβουν
αυστηρά μέτρα για να εμποδίσουν αυτή τη διαρροή του χαρτιού. Τον Δεκέμβριο του
1942 ιδρύθηκε μια νέα εταιρία, στην οποία περιερχόταν ο έλεγχος των εισαγωγών
χαρτιού. Επρόκειτο για την Α.Ε. «Ανώνυμος Ελληνική Εμπορική Εταιρία». Πρόεδρος του διοικητικού
συμβουλίου ο πρώην κομμουνιστής και άλλοτε εκδότης του «Ριζοσπάστη» Γιάννης
Πετσόπουλος, ο οποίος είχε από παλαιά
περίεργες προνομιακές σχέσεις με τα συνδικάτα των εργαζομένων στις γερμανικές
χαρτοβιομηχανίες, τα οποία σημειωτέον ανήκαν με φανατισμό στο
εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Ο Πετσόπουλος στα προπολεμικά χρόνια
είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία ως χαρτέμπορος και αντιπρόσωπος γερμανικού
χαρτιού με την Α.Ε. «Τύπος», ενώ γύρω στα χρόνια της Κατοχής καθετοποίησε τις
υπηρεσίες που πρόσφερε στους πελάτες του, οργανώνοντας στην οδό Αναξαγόρα ένα μεγάλο τυπογραφικό
συγκρότημα για εκτύπωση εφημερίδων και περιοδικών για λογαριασμό των πελατών
του. Στη νέα εταιρία, που λειτούργησε παράλληλα με την εταιρία «Τύπος»,
συμμετείχε και η περιώνυμη γερμανική εταιρία «Μούντους» του Γκαίμπελς.
. Ο
καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ανέλαβε, όπως είπε κατά τη δίκη του τον Μάιο του
1945, τη θέση αυτή ύστερα από έντονες πιέσεις του Δ. Λαμπράκη, με τον οποίο σημειωτέον
συνδεόταν με προσωπική φιλία, και των δημοσιογραφικών στελεχών του
συγκροτήματος. Επί λέξει είπε ότι ανέλαβε την προεδρία «κατά συμφωνίαν του κ.
Λαμπράκη και των συντακτών του, οι οποίοι ήλθαν εις εμέ είκοσι και πλέον φοράς
και δεν ήθελαν να με αφήσουν…»