Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β΄



1947: Ο θάνατος του βασιλιά Γεωργίου Β΄

Του Δημοσθένη Κούκουνα



Πρωταπριλιά του 1947, πριν από εβδομήντα τρία χρόνια. Μια παραπάνω δραματική χρονιά, καθώς για την Ελλάδα δεν είχε τελειώσει ακόμη ο πόλεμος. Ο ανταρτοπόλεμος ήταν σε έξαρση και μόλις πριν λίγες μέρες είχε διατυπωθεί στην Ουάσιγκτον το περίφημο «Δόγμα Τρούμαν».
Το μεσημέρι εκείνης της Πρωταπριλιάς μια φήμη διέτρεξε με αστραπιαία ταχύτητα την Αθήνα και προς στιγμήν θεωρήθηκε ως κακόγουστο πρωταπριλιάτικο ψέμα: «Τα μάθατε; Πέθανε ο βασιλιάς!»
Η είδηση όμως αμέσως επιβεβαιώθηκε επίσημα και το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει πένθιμα εμβατήρια. Πράγματι, ο Γεώργιος Β΄ ήταν νεκρός. Μόλις έξι μήνες είχαν περάσει από την επιστροφή του από το Λονδίνο, έπειτα από ένα δημοψήφισμα και αφού είχαν προηγηθεί οι εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946.
Στις παραμονές του θανάτου του Γεωργίου Β΄ είχε μεσολαβήσει και ένα ευχάριστο εθνικό γεγονός, η επίσημη ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στον εθνικό κορμό. Ήταν το μόνο όφελος της χώρας από την εμπλοκή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μάλιστα δυο μέρες πριν από τον θάνατό του, είχε εγκατασταθεί στη Ρόδο και αναλάβει τα καθήκοντά του ως στρατιωτικός διοικητής ο απόστρατος ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης. Ο ναύαρχος αυτός ήταν …θείος του Γεωργίου Β΄, καθώς ήταν ο χήρος της πριγκίπισσας Μαρίας, αδελφής του πατέρα του, του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Σύμφωνα με τον Σπύρο Μελά,  που είχε παραστεί στην επίσημη τελετή της Ρόδου, δύο οιωνοί προοιώνιζαν ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε. Το ένα ήταν η ασυνήθιστα βαριά ομίχλη που επικρατούσε στη Ρόδο και το άλλο ήταν που η ελληνική σημαία κατά την επίσημη πρώτη έπαρση μπερδεύτηκε στον κοντό! Αλλά αυτές οι προληπτικές ενδείξεις δεν ήταν παρά ελάχιστες μπροστά σε μια ξεκάθαρη «προφητεία» που είχε προηγηθεί έξι μήνες νωρίτερα. Και μάλιστα υπό τύπον «απειλής»! Προερχόταν από ένα μέντιουμ της εποχής, τη γερόντισσα Δέσποινα, που σ' ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα του Κολωνακίου δεχόταν γνωστά πρόσωπα της αθηναϊκής κοινωνίας (όπως τον Μποδοσάκη ή τον Τσουδερό) για να τους προβλέψει το μέλλον...
Την προφητεία την έχει καταγράψει ο Σπύρος Μαρκεζίνης σε ένα από τα ιστορικά βιβλία του, καθώς είχε περιέλθει σε γνώση του πολύ πριν από τον θάνατο του Γεωργίου Β΄, με τον οποίο τότε συνδεόταν στενά. Σύμφωνα μ’ αυτήν, αν κατά την επιστροφή του από την εξορία δεν περνούσε πρώτα από την Τήνο για να προσκυνήσει τη Μεγαλόχαρη θα πέθαινε μέσα σε έξι μήνες. Και έτσι έγινε! (Αναλυτικότερα για την προφητεία, βλ. στο τέλος του παρόντος).
Όπως και αν έχει το πράγμα, όταν το μεσημέρι της μοιραίας εκείνης ημέρας κυκλοφόρησε αστραπιαία η είδηση ότι ο βασιλιάς είχε πεθάνει, όποιος το άκουγε το έπαιρνε σαν ένα κρύο πρωταπριλιάτικο αστείο. Κανείς δεν το πίστευε μέχρι να του το επιβεβαιώσουν ξανά και ξανά, ώσπου το θλιβερό νέο ανακοινώθηκε από το ραδιόφωνο και άρχισαν να κυκλοφορούν έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων, ενώ οι σημαίες των δημοσίων κτιρίων κατέβαιναν επί των κοντών μεσίστιες.
Την επόμενη μέρα χρειάστηκε να εκδοθεί μια επίσημη ανακοίνωση από το Πολιτικό Γραφείο του Βασιλέως, δίνοντας λεπτομέρειες για τον βασιλικό θάνατο:
«Περί την 1.15 μ.μ. εις το Υπασπιστήριον των Ανακτόρων ευρίσκοντο πλην του υπασπιστού της υπηρεσίας συνταγματάρχου κ. Πάλλη, ο Μέγας Τελετάρχης της Α.Μ. κ. Λεβίδης και ο Ίππαρχος Στρατηγός Μελάς, οι οποίοι και ανέμενον να γίνουν δεκτοί υπό της Α.Μ. του Βασιλέως.
»Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος όλως ιδιαιτέρως χθες δεν είχε κατέλθει ενωρίς εκ των ιδιαιτέρων διαμερισμάτων Του. Κατελθών περί την 1.30 μ.μ. εζήτησε να ίδη τον Μέγαν Τελετάρχην μετά του οποίου και συνεζήτησε τρέχοντα υπηρεσιακά ζητήματα. Ανερχόμενος την κλίμακα διά να προγευματίση εσταμάτησεν ως ενίοτε εσυνήθιζε εις το μέσον της κλίμακος διά να αναπαυθή. Συνεχίζων την άνοδον είπεν εις τον κ. Λεβίδην να ανακοινώση εις τον Στρατηγόν Μελάν, (ο οποίος επίσης ανέμενε να γίνη δεκτός παρ’ Αυτού) ότι θα τον εδέχετο το απόγευμα.
»Εισελθών εις την τραπεζαρίαν Του διά να προγευματίση είπεν εις τον θαλαμηπόλον Του ότι είχε πολύ όρεξιν και ότι δεν θα επρογευμάτιζεν. Εζήτησε δε να του φέρουν ένα “κοσωμμέ”. Όταν επανήλθεν ο θαλαμηπόλος εύρεν Αυτόν εξηπλωμένον εις ένα καναπέ αναπνέοντα με δυσκολίαν. Ειδοποιηθέντες παρά του θαλαμηπόλου οι ευρισκόμενοι εις το υπασπιστήριον συνταγματάρχης Πάλλης και στρατηγός Μελάς έσπευσαν αμέσως εις την αίθουσαν όπου ευρίσκετο ο Βασιλεύς και ευρόντες Αυτόν εις την ιδίαν θέσιν μετά μεγίστης δυσκολίας αναπνέοντα, τους οφθαλμούς ημικλείστους και τας χείρας εσταυρωμένας επί του στομάχου Του έλυσαν τον λαιμοδέτην Του και ηλευθέρωσαν το στήθος από τα ενδύματά Του ίνα τον διευκολύνουν εις την αναπνοήν Του. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς έφερε πολιτικήν ενδυμασίαν.
»Αμέσως ο Στρατηγός Μελάς επεκοινώνησε τηλεφωνικώς μετά της οικίας του ιατρού της Αυλής κ. Αναστασοπούλου, όστις όμως απουσίαζεν. Επιβάς αυτοκινήτου μετέβη εις το νοσοκομείον «Ο Ευαγγελισμός», χωρίς όμως και πάλιν να δυνηθή να εύρη ιατρόν.
»Τελικώς αναζητήσας τον ιατρόν κ. Οικονομόπουλον εύρεν αυτόν προγευματίζοντα εις την οικίαν του και μετ’ αυτού μετέβη αμέσως εις τα Ανάκτορα. Αλλά το μοιραίον είχε πλέον επέλθει. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Γεώργιος είχεν εκπνεύσει. Παρ’ Αυτόν ευρίσκετο η Α.Β.Υ. η Πριγκίπισσα Αικατερίνη.
»Ειδοποιηθείς αμέσως η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος Παύλος εις τα Ανάκτορα Ψυχικού, κατήρχετο μετ’ ολίγον μετά της συζύγου του Α.Β.Υ. Πριγκιπίσσης Φρειδερίκης εις τα Ανάκτορα, όπου εύρε τον Βασιλέα αδελφόν του Νεκρόν».
Έτσι περιγράφηκε επίσημα το τέλος του Γεωργίου Β΄, ο οποίος σημειωτέον το περασμένο βράδυ είχε παρακολουθήσει, συνοδευόμενος από τον Παύλο, τη Φρειδερίκη και τις άλλες πριγκίπισσες, στον κινηματογράφο «Παλλάς» της οδού Βουκουρεστίου μια αγγλική ταινία. Προηγουμένως, το απόγευμα εκείνο είχε ζητήσει από τον Παναγιώτη Πιπινέλη να κάνει παρέα για να πιουν μαζί ένα τσάι. Ο Πιπινέλης, που τότε ήταν αρχηγός του Πολιτικού Οίκου του Βασιλέως, περιγράφει για τη συνάντηση εκείνη στο βιβλίο του «Γεώργιος Β΄»:
«Από τα δύο μεγάλα ανάκλιντρα εγγύς εις την πυράν, ο Βασιλεύς μοι παρεχώρησε την εσπέραν εκείνην, το κάθισμα επί του οποίου εκάθητο συνήθως ο ίδιος. Είχον ούτω ενώπιόν μου την ήρεμον μαγείαν των δένδρων του βασιλικού κήπου, όπου ήρχιζεν ήδη να βυθίζηται εις τον ύπνον μία από τας απαλοτέρας αττικάς ανοίξεις. Οι πέπλοι της εσπέρας εκυλίοντο ανεπαισθήτως ο εις μετά τον άλλον επάνω εις τον χρυσούν ουρανόν και τα πυκνά φυλλώματα των μεγάλων πεύκων, ενώ ό,τι υπήρχε ζωντανόν εις τον κόσμον των πτηνών και των αρωμάτων επανελάμβανε τα χαρωπά τελευταία τραγούδια. Από παντού ήρχοντο αι χαρωπαί προσκλήσεις διά τον πολύηχον ύπνον της ανοίξεως και εις το κέντρον της ανοίξεως αυτής η βαρεία σκιά του Βασιλέως, ο οποίος έμενεν ακίνητος ως αν ήκουε και αυτός το χαρωπόν εκείνο προσκλητήριον διά τον άλλον, τον αιώνιον ύπνον.
»Δεν ηδυνάμην να έχω κανέν είδος προαισθήματος διά το επικείμενον τέλος. Αλλ’ ο Βασιλεύς εφαίνετο ιδιαιτέρως μελαγχολικός και κουρασμένος. Μου ωμίλησε διά τον πόνον τον οποίον ησθάνετο εις την ωμοπλάτην και διά την εξέτασιν εις την οποίαν τον είχεν υποβάλει ο ιατρός της Αυλής, διά την έλλειψιν κινήσεως και καθαρού αέρος, διά το Τατόι, το οποίον δεν ηδύνατο ακόμη να κατοικήση.
»Προσεπάθησα να φέρω την συνομιλίαν προς άλλας πλέον ενθαρρυντικάς σκέψεις, προς την επίσκεψιν του Μεσολογγίου, άλλων πόλεων της Ελλάδος και προς αυτά τα πολιτικά θέματα διά να διεγείρω έστω και μίαν τεχνητήν ζωηρότητα εις τας σκέψεις του.
»Αλλ’ η συνομιλία κατέπιπτε διαρκώς κουρασμένη, ως ένα πληγωμένο πουλί, ανίσχυρον πλέον διά τον υψηλόν ουρανόν. Αλλ’ ο Βασιλεύς δεν ήθελε να διακόψη την συνομιλίαν. Η ώρα επροχώρει και το βασιλικόν γραφείον είχε σχεδόν βυθισθή εις το σκότος. Εν αίσθημα βαθυτάτης μελαγχολίας με εκράτει ακίνητον, όταν αιφνιδίως ο Βασιλεύς ετινάχθη όρθιος:
»–Είναι αργά, είπε. Και έχω να μεταβώ εις την παράστασιν της αγγλικής ταινίας. Πόσον θα ήθελον να το αποφύγω. Αλλά το υπεσχέθην και είναι τώρα αργά διά να τους ειδοποιήσω!»
Πράγματι, πήγε και παρακολούθησε την ταινία «Ερρίκος Ε’», αλλά δεν αισθανόταν καλά. Στη Φρειδερίκη, που καθόταν δίπλα του, σε μια στιγμή τής εκμυστηρεύτηκε ότι δεν αισθανόταν καλά. Άλλωστε, και την προηγούμενη μέρα, που συνήθως κάθε Κυριακή πήγαινε στο ανάκτορο του Ψυχικού για φαγητό, είχε ειδοποιήσει ότι δεν θα πήγαινε γιατί δεν αισθανόταν καλά.
Από τα πρώτα χρόνια της εξορίας του στο Λονδίνο, ο Γεώργιος Β΄ είχε συνδεθεί με μια ωραία ξανθιά Αγγλίδα, την κ. Μπρίτον Τζόουνς. Την είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στις Ινδίες, όπου ήταν προσκεκλημένος του αντιβασιλέως. Τότε εκείνη ήταν σύζυγος ενός Άγγλου αξιωματούχου, τον οποίο αργότερα διαζεύχθηκε. Πριν από την παλινόρθωση του 1935, ο δεσμός είχε εξελιχθεί πολύ σοβαρός και το ζεύγος ήταν καθημερινά μαζί, ενώ συχνά έκαναν συντροφιά με το αντίστοιχο ζεύγος Εδουάρδου-Γουόλις Σίμσον. Αντίθετα από τον Εδουάρδο, που προτίμησε να θυσιάσει τον θρόνο για την αγαπημένη του, ο Γεώργιος Β΄ όταν επανήλθε στην Ελλάδα το 1935 απέφυγε να δώσει λαβές. Ωστόσο, υπήρξε τότε μια έντονη φημολογία, που έφθασε και στις στήλες των εφημερίδων, ότι ο Γεώργιος Β΄ είχε αποκτήσει ένα παιδί μαζί της, γεγονός που ήταν εντελώς φανταστικό.
Το 1941, μετά τη Μάχη της Κρήτης, ο Γεώργιος Β΄ επέλεξε να ζήσει και πάλι στο Λονδίνο. Όπως ήταν επόμενο, ο δεσμός του αναζωπυρώθηκε, αν και στην προηγούμενη περίοδο 1935-41 δεν είχε ατονήσει, καθώς γίνονταν συχνές επισκέψεις του Γεωργίου στο Λονδίνο ή της Αγγλίδας στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Με την επανεγκατάστασή του στο Λονδίνο όμως, το ζεύγος άρχισε πλέον να ζει συνέχεια μαζί, προτιμώντας να κατευθύνεται σε βρετανικές εξοχές για εκδρομές.
Μετά την Απελευθέρωση ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν σε αναμονή, αλλά είχε πλέον αποφασίσει να κάνει μεγαλύτερα βήματα στη σχέση του με την ξανθιά Αγγλίδα. Αγόρασε στις αρχές του 1946 μια ωραία κατοικία στην αριστοκρατική συνοικία Μπελγκράβια του Λονδίνου και άρχισαν από κοινού να την επιπλώνουν και να την διακοσμούν, αγοράζοντας πίνακες και άλλα αντικείμενα τέχνης. Ο Γεώργιος είχε αρχίσει να έχει εντονότερες ενοχλήσεις στην υγεία του και προσανατολιζόταν ώστε, αφού δεν είχε άμεσους επιγόνους, να παραιτηθεί αργότερα υπέρ του αδελφού του και ο ίδιος να μείνει μόνιμα στο Λονδίνο.
Τον Σεπτέμβριο 1946, μετά την επιτυχή έκβαση του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ η κ. Μπρίτον Τζόουνς παρέμεινε στο Λονδίνο. Αλληλογραφούσαν τακτικά μεταξύ τους και σε μια επιστολή του, ένα εικοσαήμερο πριν από τον θάνατό του, στις 11 Μαρτίου 1947, παραπονιόταν για τα προβλήματα υγείας που είχε. Της έγραφε μεταξύ άλλων:
«Αυτά τα καταραμένα γηρασμένα νεύρα μου ήρχισαν να θέλουν να με υποτάξουν! Και αυτοί οι ανόητοι πόνοι εις το στήθος, αι σκοτοδίναι και οι πονοκέφαλοι! Απελπισμένος εκάλεσα τον γέρον Αναστασόπουλον, ο οποίος απλώς μου επανέλαβεν ό,τι όλοι οι ιατροί του Λονδίνου μού είχον είπει προηγουμένως. Τίποτε το οργανικόν δεν υπάρχει, μόνον ζήτημα νεύρων εξαντληθέντων από υπερκόπωσιν! Εννοείται ότι η ζωή μου δεν είναι ό,τι χρειάζεται διά να βελτιώσω αυτήν την κατάστασιν. Μόλις και μετά βίας εξέρχομαι. Ακατάστατος δίαιτα και φροντίδες διά να τρελλαθή κανείς!»
Αλλά και την προπαραμονή του θανάτου του, 30 Μαρτίου, της έγραψε και πάλι ένα γράμμα, που όμως δεν ολοκληρώθηκε και βεβαίως δεν στάλθηκε ποτέ. Έγραφε μεταξύ άλλων:
«...Αλλά δεν γνωρίζω πόσα από όλα αυτά θα ημπορέσω να κάμω, διότι αισθάνομαι τόσον τελείως εξηντλημένος! Τας τελευταίας 4 ή 5 ημέρας είχον περισσοτέρους και σφοδροτέρους πόνους, οι οποίοι με εξήντλησαν και με απεθάρρυναν τόσον πολύ. Εκάλεσα τον Αναστασόπουλον χθες. Αρχίζει αύριον ενέσεις. Επανέλαβε την παλαιάν ιστορίαν του ότι δεν πρόκειται περί οιασδήποτε οργανικής ανωμαλίας: μόνον νεύρα! Φοβούμαι ότι υπήρξα ολίγον ξηρός με αυτόν, διότι δεν με μέλλει τι είναι. Θέλω μόνον κάτι τι να με ανακουφίση, να αισθανθώ και πάλιν εν ανθρώπινον ον. Σήμερον δεν είχον πόνους, αλλά αισθάνομαι τόσον αδύνατος, ώστε δεν θα ημπορούσα να κάνω το παραμικρόν».
Οι συχνές ενοχλήσεις και τα παράπονα που εξέφραζε, λογικά θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει περισσότερο τον γιατρό του, ο οποίος αρκούνταν να τον καθησυχάζει αποδίδοντας σε υπερκόπωση τα συμπτώματα. Η αιτία στο πιστοποιητικό θανάτου, που υπέγραψε ο ίδιος ο γιατρός του, αναφέρει συγκοπή καρδίας, αλλά και αρτηριακή στένωση.
Μόλις βεβαιώθηκε ο θάνατος του Γεωργίου Β΄, στις 2 το μεσημέρι, κλήθηκε στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού ο αδελφός του, που βρισκόταν στο Ψυχικό, και φυσικά ενημερώθηκε ο πρωθυπουργός Δημ. Μάξιμος. Στις 3.30 μ.μ. συνεδρίασε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Παύλου. Η συνεδρίαση κράτησε επί μία ώρα και αποφασίστηκαν οι διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν. Έγινε γνωστό τότε ότι η Φρειδερίκη είχε ασπασθεί την Ορθοδοξία ένα εικοσαήμερο νωρίτερα από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, που της είχε κάνει την κατήχηση.
Επιτροχάδην οργανώθηκε για τις 8 μ.μ. στα ανάκτορα, στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου, μια τελετή ορκωμοσίας που θα έπρεπε να γίνει την ίδια μέρα, ώστε η χώρα να μην στερείται ανωτάτου άρχοντος. Κλήθηκαν επειγόντως όλοι οι υπουργοί, οι πολιτικοί αρχηγοί, οι βουλευτές, η στρατιωτική και η δικαστική ηγεσία, οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, οι διοικητές των μεγάλων τραπεζών και άλλοι παράγοντες. Παρόντα ήταν και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας που βρίσκονταν στην Ελλάδα, μαυροντυμένες οι πριγκίπισσες Αικατερίνη, Ελένη Νικολάου και Αλίκη, καθώς και ο μικρός μέχρι τότε επίδοξος διάδοχος Κωνσταντίνος. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, συνοδευόμενος από πέντε συνοδικούς, όρκισε τον νέο βασιλέα Παύλο, ο οποίος έφερε στολή ναυάρχου.
Στις 8 μ.μ. ακριβώς ο πρωθυπουργός Μάξιμος ανήγγειλε επίσημα στους παρισταμένους τον θάνατο του Γεωργίου Β΄ και μετά ο Παύλος ορκίστηκε:
«Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να προστατεύω την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων, να φυλάττω το Σύνταγμα και τους Νόμους του Ελληνικού Κράτους και να διατηρώ και υπερασπίζω την Εθνικήν Ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα του Ελληνικού Κράτους».
Μισή ώρα νωρίτερα, ο Βρετανός πρεσβευτής Νόρτον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό και είχε μια σύντομη συνομιλία. Κατά την επίσημη εκδοχή, μετέφερε τα συλλυπητήρια του πρωθυπουργού του, Κλήμεντ Άττλη. Μετά τη σύντομη τελετή, που έληξε με ζητωκραυγή όλων των παρισταμένων υπέρ του νέου βασιλιά, ακολούθησε υπουργικό συμβούλιο και ύστερα το πρώτο διάγγελμα του Παύλου Α’:
«Έλληνες,
Με ραγισμένην την καρδίαν σάς αναγγέλλω τον πρόωρον θάνατον του αγαπημένου μου αδελφού, του Βασιλέως μας Γεωργίου Β΄. Αφήνει τον κόσμον αυτόν με την συνείδησιν ήρεμον ότι δεν υπήρξε θυσία ανθρωπίνη την οποίαν δεν προσέφερεν εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος. Καλούμενος σήμερον να συνεχίσω το έργον Του θα αφοσιώσω όλην την δύναμιν της ψυχής μου διά το καλόν του Έθνους. Η αιωνία μας Πατρίς μάς καλεί σήμερον εις ένα αγώνα υπάρξεως διά την ανεξαρτησίαν της και τας ελευθερίας της. Ηνωμένοι θα τον φέρωμεν εις πέρας.
Ζήτω η Ελλάς!»
Η κηδεία του Γεωργίου Β΄ ορίστηκε να γίνει την επομένη Κυριακή, 6 Απριλίου 1947. Η ημερομηνία συνέπιπτε με την έναρξη του ελληνογερμανικού πολέμου, έξι χρόνια νωρίτερα. Έγινε με επισημότητα στη Μητρόπολη Αθηνών, όπου από τριημέρου είχε μεταφερθεί η σορός του, ενώ η ταφή του έγινε στους βασιλικούς τάφους της Δεκέλειας, όπου ο ίδιος ο Γεώργιος είχε υποδείξει σε ανύποπτο χρόνο σε ποιο σημείο ήθελε να ταφεί. Για την κηδεία του είχαν φθάσει όλα σχεδόν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, καθώς και η Αγγλίδα Μπρίτον Τζόουνς, που είχε φθάσει από το Λονδίνο αθόρυβα, συνοδευόμενη από την δούκισσα του Κεντ Μαρίνα, που ήταν κόρη του πρίγκιπα Νικολάου.
Ο Στέλιος Χουρμούζιος, που υπήρξε αργότερα προσωπικός γραμματέας του βασιλιά Παύλου, στο βιβλίο του «No Ordinary Crown» (Λονδίνο 1972), κάνει μνεία μιας ενδιαφέρουσας λεπτομέρειας. Ενώ τα μέλη της κυβερνήσεως Μαξίμου και οι στενοί συγγενείς του εκλιπόντος παρίσταντο στην ταφή, η νέα βασίλισσα έριξε μια ματιά και διαπίστωσε ότι η ξανθιά Αγγλίδα, τηρώντας το πρωτόκολλο, βρισκόταν απόμερα. Κατευθύνθηκε προς εκείνη, την τράβηξε από τους ώμους και την έφερε μπροστά από τον βασιλικό τάφο, ενώ αναπέμπονταν οι επικήδειες ευχές. Ήταν μια καθαρά ανθρώπινη στιγμή...


Η ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ...


Η τεκμηρίωση της "προφητείας" του μέντιουμ ξεκινά από τον Παναγιώτη Σιφναίο, ο οποίος τον Απρίλιο 1946 - αμέσως μετά τις εκλογές και τον σχηματισμό της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη - ανέλαβε τη διοίκηση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Λίγο καιρό αργότερα τον επισκέφθηκε στο γραφείο του μια καλοντυμένη τριαντάχρονη κυρία, η οποία του συστήθηκε ως Έλλη Δίελλα και του δήλωσε ότι ερχόταν εκ μέρους μιας "γερόντισσας" ονόματι Δέσποινας, που ήθελε επειγόντως να τον δει για να του δώσει ένα προσωπικό μήνυμα για να φθάσει απευθειας στον βασιλιά Γεώργιο Β΄. Εκείνη την εποχή ο τελευταίος βρισκόταν ακόμη στο Λονδίνο και ήταν αβέβαιο αν και πότε θα επέστρεφε στην Ελλάδα και στον θρόνο του, καθώς δεν είχε ακόμη προσδιορισθεί πότε θα γινόταν το δημοψήφισμα, ούτε βέβαια το αποτέλεσμά του.
Πράγματι, ο Σιφναίος ανταποκρίθηκε στην πρόταση και την επομένη ημέρα συναντήθηκε με τη Δίελλα και πήγαν μαζί στο διαμέρισμά της "γερόντισσας", που δεν ήταν παρά ένα μέντιουμ. Το σπίτι βρισκόταν στη γωνία των οδών Πατριάρχου Ιωακείμ και Πλουτάρχου, σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία, ο Σιφναίος συνάντησε έκπληκτος τον μεγαλοβιομήχανο Μποδοσάκη, που μόλις έβγαινε από το μικρό διαμέρισμα του μέντιουμ. Κανένα σοβαρό επιχειρηματικό βήμα δεν έκανε προφανώς χωρίς την προηγούμενη απόφανση της "γερόντισσας". Και είναι γεγονός ότι ποτέ ο περίφημος Μποδοσάκης δεν ζημιώθηκε από τις επενδύσεις του, είτε επειδή ήταν καλά μελετημένες είτε επειδή είχε πάρει τη γνώμη της Δέσποινας!
Ο Παναγιώτης Σιφναίος διηγόταν πολλά χρόνια αργότερα για την εμπειρία του εκείνη, περιγράφοντας τι βίωσε κατά την επίσκεψή του: "Το διαμέρισμα, εξ όσων ενθυμούμαι, είχε δύο κύρια δωμάτια, ένα υπνοδωμάτιον και ένα σαλονάκι, συνεχόμενα. Εις το σαλονάκι με υπεδέχθη μία γυναίκα περίπου 60 ετών, ντυμένη μαύρα, αδύνατη, με ομαλά χαρακτηριστικά και μίαν παράδοξον ηρεμίαν εις το πρόσωπον και όλας τας κινήσεις. Ελέγετο Δέσποινα. Αφού μου προσέφερε καφέ και γλυκό, με εκάλεσε να σταθώ παραπλεύρως της ενώπιον ενός εικονίσματος της Θεοτόκου, εις το βάθος του δωματίου, όπου ήτο αναμμένο ένα κερί. Προσηυχήθη ενώπιον του εικονίσματος επί 15 λεπτά περίπου, εν απολύτω σιωπή. Ενόσω προσηύχετο, το πρόσωπόν της εγίνετο ωχρόν, μέχρις ότου έχασε κάθε χρώμα εντελώς. Συγχρόνως σταγόνες ιδρώτος ενεφανίσθησαν εις το μέτωπόν της. Μόλις συνήλθεν από την κατάστασιν αυτήν, την οποίαν θα ωνόμαζα έκστασιν, με εκάλεσε και εντελώς ήρεμος πλέον και με τελείως ομαλήν φωνήν μού είπε τα εξής: "Η Παναγία επιθυμεί να διαβιβάσης εσύ το μήνυμα που θα σου πω στον Βασιλέα, διότι ξεύρομεν ότι αληθώς τον αγαπάς".
Η γερόντισσα συνέχισε αποκαλύπτοντας στον Σιφναίο, παρά το γεγονός ότι ακόμη ήταν άγνωστο αν και πότε θα επανερχόταν ο Γεώργιος Β΄, αφού δεν είχε καν προγραμματισθεί η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ότι τελικά ο βασιλιάς θα επανερχόταν. Αλλά του τόνισε αυτό, που άλλωστε ήταν η ουσία του μηνύματός της και το οποίο έπρεπε να φτάσει στο Λονδίνο: "Πριν αποβιβασθή όμως στας Αθήνας, πρέπει απαραιτήτως να περάση από την Τήνον και να προσκυνήση την Μεγαλόχαρην". Και πρόσθεσε στον έκπληκτο Σιφναίο το σημαντικότερο: "Αν παραλείψη να το κάμη, θα αποθάνη εξ μήνας μετά την επάνοδόν του. Να του μεταδώσης το μήνυμα αμέσως".
Προφανώς θα βρέθηκε σε αμηχανία με το τελευταίο αυτό ο τότε γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Η απειλή ήταν παραπάνω από σαφής, αν και είχε την έννοια της υπόδειξης. Και σημειωτέον ότι ούτε λίγο ούτε πολύ, επρόκειτο περί θανατικής απειλής και μάλιστα εις βάρος του ανωτάτου άρχοντος!
Μην ξέροντας πώς έπρεπε να χειρισθεί το ζήτημα, ο Σιφναίος έσπευσε στον Σπύρο Μαρκεζίνη, ο οποίος διατηρούσε άμεση και στενή επαφή με το περιβάλλον του Γεωργίου Β΄ στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, έπειτα από σύσταση του Μαρκεζίνη, έστειλε μια επιστολή απευθείας στον Ραούλ Ρωσέττη, διπλωμάτη που είχε τα καθήκοντα του αρχηγού του Πολιτικού Γραφείου του Βασιλέως. Γνωρίζονταν από παλαιότερα, από την εποχή της εξορίας στο Κάιρο στα χρόνια του πολέμου. Ο Ρωσέττης τού απάντησε ότι το μήνυμα μεταδόθηκε στον βασιλιά και τον ευχαριστούσε. Ωστόσο η απάντηση ήταν μάλλον τυπική.
Παρ' όλα αυτά, η τριαντάχρονη απεσταλμένη της "γερόντισσας" επισκέφθηκε και πάλι τον Σιφναίο στο γραφείο του, αγωνιώντας να μάθει όχι τόσο αν μεταδόθηκε το μήνυμα, αλλά αν ο βασιλιάς θα το ακολουθήσει. Η Έλλη Δίελλα (ή Δίελα) φαινόταν να έχει ιδιαίτερο σύνδεσμο με τη γερόντισσα Δέσποινα, τις υποδείξεις της οποίας ακολουθούσε κατά γράμμα. Και προφανώς σε ανταμοιβή, ήταν εκείνη που της είχε παραχωρήσει το διαμέρισμα για να μένει και να δέχεται. Σύμφωνα με την περιγραφή του Σιφναίου, η τριαντάχρονη ήταν μελαχροινή και "ελαφρώς χωλαίνουσα", ήταν δε πολύ καλοντυμένη για τα δεδομένα της εποχής. Πάντως μετά από ελάχιστα χρόνια θα παντρευτεί έναν ώριμης ηλικίας γόνο πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, τον επιχειρηματία Ντέμη Πεσνικίδη, ο οποίος μάλιστα είχε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και ήταν θεατρικός συγγραφέας.
Η Έλλη αυτή επέμενε πολύ στον Σιφναίο, ώστε ξανεπισκέφτηκαν μαζί τη γερόντισσα.  Ήταν πολλαπλές οι πιέσεις που ασκήθηκαν όχι μόνο προς αυτόν, αλλά και άλλους, ακόμα και προς τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο! Θα περίμενε κανείς ότι ένας αρχιεπίσκοπος αυτού του επιπέδου και αυτής της μόρφωσης θα ήταν αρνητικός σε μια τέτοια περίπτωση. Αλλά εκείνος τελικά ήταν και ο πιο αποτελεσματικός.
Τον Χρύσανθο επισκέφτηκε η ίδια η Δέσποινα - αυτοπροσώπως. Τον έπεισε ότι έπρεπε το "απειλητικό" μήνυμα προς τον Γεώργιο Β΄ να μεταδοθεί επειγόντως και μάλιστα απευθείας στον ίδιο από την "προστατευομένη" της, την Έλλη Δίελλα. Είναι προφανές ότι η μετάβασή της στο Λονδίνο και δη στο βασιλικό περιβάλλον θα αποτελούσε μια ισχυρή "προίκα" γνωριμιών για την ευκατάστατη κόρη μιας οικογένειας απλοϊκών γαιοκτημόνων στα αρβανιτοχώρια της Αττικής που είχε μετεγκατασταθεί στον Πειραιά.
Όντως η γερόντισσα επιστράτευσε όλη την πειθώ της και ο ασκητικός πρωθιεράρχης, που όταν άρχιζε η ξενική κατοχή είχε προθύμως θυσιάσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο για να απομονωθεί σ' ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Κυψέλης, δεν δίστασε να ενεργήσει αποτελεσματικά για να την ικανοποιήσει. Κατόπιν αυτού κάλεσε στο ταπεινό σπίτι του τον Μαρκεζίνη και του ζήτησε να κάνει τα πάντα ώστε να πάει πάση θυσία η Έλλη Δίελλα στο Λονδίνο και μάλιστα να γίνει δεκτή από τον ίδιο τον βασιλιά. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης έχει καταγράψει τι του είπε επ' αυτού ο Χρύσανθος, αποφεύγοντας να τον δει στα μάτια και με φωνή χαμηλωμένη: "Υπάρχουν πράγματα, τα οποία ουδείς άλλος είναι βέβαιος ότι δύναται να τα αποκλείσει". Η "προφητεία" του μέντιουμ έπρεπε να μεταδοθεί από το στόμα της Δίελλα στον Γεώργιο Β΄, αφού η μεσολάβηση του Ρωσέττη πιστευόταν ότι δεν είχε φέρει αποτέλεσμα.
Και πράγματι έτσι έγινε. Με βρετανικό στρατιωτικό αεροσκάφος η Έλλη Δίελλα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, έγινε αμέσως δεκτή από τον Έλληνα βασιλιά, στον οποίο γνωστοποιήθηκε ο χρησμός της γερόντισσας Δέσποινας του Κολωνακίου. Εν τω μεταξύ είχε περάσει αρκετό διάστημα από την πρώτη γραπτή επικοινωνία του Σιφναίου με τον Ρωσέττη και ήδη ήταν επικείμενη η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Η έκβασή του ήταν θετική για τον Γεώργιο Β΄, ο οποίος επέστρεψε θριαμβευτικά στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 1946. Πλην όμως αγνόησε το μήνυμα του μέντιουμ και δεν θέλησε να περάσει προηγουμένως από την Τήνο.
Γεγονός είναι ότι μετά πάροδο ακριβώς έξι μηνών και τεσσάρων ημερών από την επιστροφή του στην Ελλάδα πέθανε...









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.