Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944



Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Του Δημοσθένη Κούκουνα


Από τα μέσα Αυγούστου του 1944 είχε ληφθεί η απόφαση για τη σταδιακή απαγκίστρωση των Γερμανών από την Ελλάδα. Η αποχώρησή τους σχεδιάσθηκε μεθοδικά και κράτησε σχεδόν δύο μήνες, αρχίζοντας από τον Νότο. Από τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου άρχισαν πλέον να εκκαθαρίζουν τα αρχεία τους οι διάφορες γερμανικές υπηρεσίες της πρωτεύουσας, άλλα τμήματά τους καταστρέφοντάς τα και άλλα συσκευάζοντάς τα και προωθώντας τα προς τη Γερμανία.
Πολλές μετακινήσεις γίνονταν τη νύχτα για ευνοήτους λόγους, ενώ οι μάχιμες μονάδες, στις οποίες περιλαμβάνονταν κυρίως εθελοντικά τμήματα από τον Καύκασο και άλλες χώρες, προωθούνταν βόρεια για να βρεθούν στη Γιουγκοσλαβία και να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις κατά των παρτιζάνων του Τίτο. Μέσα σ’ ένα βράδυ απομακρύνθηκαν οι Καυκάσιοι γερμανοντυμένοι στρατιώτες από το Παγκράτι, όπου στρατωνίζονταν στο εκεί σχολικό συγκρότημα. Το πρωί, τελευταία ημέρα του Αυγούστου, είχαν εξαφανισθεί οι περίεργες αυτές φυσιογνωμίες που κυριαρχούσαν στην περιοχή, αλλά τις επόμενες μέρες εντοπίσθηκαν στρατοπεδευμένες στη Θήβα.
Κατά προτίμηση τις νυχτερινές ώρες, οπότε η κυκλοφορία των πολιτών ήταν απαγορευμένη, φορτώνονταν υλικά και αρχεία και έπαιρναν τον δρόμο προς τη Βόρειο Ελλάδα. Οι περίφημες εγκαταστάσεις των Ες-Ες στα κτίρια του τετραγώνου Σέκερη-Βασ. Σοφίας-Μέρλιν είχαν ασυνήθιστη κίνηση τις νύχτες εκείνες για τον ίδιο λόγο. Η πολυπληθής υπηρεσία των Ες-Ες είχε πάρει τη διαταγή να αποχωρήσει από τις πρώτες, καθώς και να διαλυθεί το στρατόπεδο της υπηρεσίας αυτής στο Χαϊδάρι.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας επίσης γίνονταν και οι αεροπορικές μεταφορές ανδρών από την Κρήτη και άλλα νησιά, οι οποίοι αφού έφθαναν στο Ελληνικό (Χασάνι τότε) ή την Ελευσίνα επιβιβάζονταν σε φορτηγά και κατευθύνονταν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ρουφ για να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής τους. Από την Πελοπόννησο οι μονάδες συγκεντρώνονταν στην Πάτρα και από εκεί άλλα μεν προωθούνταν στην Αθήνα αρχικά, άλλα δε με πλοιάρια περνούσαν απέναντι στο Μεσολόγγι για να διασχίσουν τον δρόμο του Μπράλλου.
Η κίνηση που σημειωνόταν στην Αθήνα, πολλές φορές ανησυχούσε τους ανυπόμονους Αθηναίους, οι οποίοι, ενώ έβλεπαν τις διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες να καίνε τα αρχεία τους και να εγκαταλείπουν τα επιταγμένα οικήματα που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν, ξαφνικά μάθαιναν ότι νέα οικήματα επιτάσσονταν, κυρίως στο καλά φυλασσόμενο Κολωνάκι. Παρά τις πυκνές μετακινήσεις δυνάμεων, στην Αθήνα πάντοτε παρέμεναν ισχυρές μαχητικές μονάδες, που συχνά ενισχύονταν από τις αποχωρούσες από την Πελοπόννησο αντίστοιχες, πριν πάρουν τον δρόμο της αποχώρησης. Εννοείται ότι τα επιτελικά σχέδια των κατακτητών είχαν φροντίσει ώστε όλες οι μετακινήσεις να γίνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, αφού η όλη επιχείρηση δεν γινόταν εσπευσμένα, καθώς δεν υπήρχε καμιά στρατιωτική απειλή. Και ακριβώς επειδή η Αθήνα είχε γίνει αναγκαστικά το επίκεντρο όλων των μετακινήσεων, είχε εντατικοποιηθεί η φρούρησή της και είχαν ενισχυθεί διάφορα επίκαιρα σημεία. Εμφανής ήταν η ενίσχυση της φρούρησης στον Λυκαβηττό, το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, όπου έδρευαν οι επιτελικές και άλλες υπηρεσίες του Γερμανικού Στρατηγείου, του εργοστασίου ηλεκτροπαραγωγής στο Κερατσίνι και του φράγματος του Μαραθώνα. Τα δύο τελευταία σημεία είχαν νευραλγικό χαρακτήρα, καθώς ως γνωστόν από εκεί παρεχόταν ο ηλεκτρισμός και το νερό. Συνεπώς οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν για την ομαλή τροφοδοσία τους, ενόσω θα παρέμεναν στην Αθήνα, ενώ δεν είχαν παραλείψει να τα υπονομεύσουν με μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών, απειλώντας έτσι να τα ανατινάξουν αν δέχονταν επιθέσεις ή αφού θα είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα.
Ταυτόχρονα, και αυτό ήταν αδιάψευστο σημείο ότι επέκειτο η εγκατάλειψη της πόλης, έστω και μεταγενέστερα, άρχισαν οι τμηματικές αποφυλακίσεις κρατουμένων από τις φυλακές, περιλαμβανομένου και του Χαϊδαρίου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τη σταδιακά συντελούμενη αποχώρηση των γερμανικών σχηματισμών στην Πελοπόννησο, οι κατά τόπους φρούραρχοι πριν ξεκινήσουν καλούσαν όσους πολίτες ήθελαν, προκειμένου να αποφύγουν αντίποινα εκ μέρους των ανταρτών, και τους έδιναν άδειες ταξιδίου για να καταφύγουν στην Αθήνα.
Ωστόσο, για το κλίμα σύγχυσης που επικρατούσε τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, μια παράνομη εφημερίδα μάς δίνει τις ακόλουθες χαρακτηριστικές πληροφορίες: «Οι Γερμανοί από της χθες τελούν υπό πλήρη σύγχυσιν. Φεύγουν, μένουν. Θα φύγουν, θα μείνουν, θα πολεμήσουν εδώ, θα παραδοθούν; Προφανώς ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν. Διότι ενώ άλλα τμήματα φεύγουν, άλλα κατασκευάζουν χαρακώματα εις την λεωφόρον Συγγρού. Ενώ άλλοι Γερμανοί βυθίζουν έξω των Φλεβών φορτηγίδας με μηχανήματα του Ναυστάθμου, τον οποίον απεγύμνωσαν, και άλλοι καταστρέφουν πυροβολεία των ακτών, άλλοι δοκιμάζουν τους προβολείς διά να εξακριβώσουν αν λειτουργούν καλά. Ενώ αδειάζουν τας φυλακάς ταυτοχρόνως εκτελούν Έλληνας, όπως έγινε χθες με την εκτέλεσιν άλλων 63 Ελλήνων. Πνεύμα καταστροφικής μανίας χαρακτηρίζει εκάστην των ενέργειαν, και διάθεσις εξοντώσεως όλων των Ελλήνων διαφαίνεται εις εκάστην των πράξιν. Δολοφονούν, ληστεύουν, τρομοκρατούν...».
Στις 8 Σεπτεμβρίου εκτελέσθηκαν στο Δαφνί 63 κρατούμενοι, προερχόμενοι από το Χαϊδάρι, στο οποίο μέχρι τότε ήταν έγκλειστοι. Η εκτέλεση αυτή ήταν η τελευταία και έγινε από άνδρες των Ες-Ντε, παρά τη διαταγή που είχε εκδώσει η Βέρμαχτ που απαγόρευε εφεξής οποιαδήποτε ομαδική εκτέλεση κρατουμένων και ταυτόχρονα ανέστελλε τη λειτουργία των γερμανικών στρατοδικείων. Για τον αριθμό των εκτελεσθέντων στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια ιστορική αμφισβήτηση, καθώς ήταν η μοναδική φορά που οι Γερμανοί δεν είχαν ειδοποιήσει τις ελληνικές αρχές ότι επρόκειτο να γίνει η εκτέλεση. Ανάμεσά τους ήταν και η περίφημη Λέλα Καραγιάννη.
Στον τελευταίο κατοχικό μήνα, εν τω μεταξύ, είχαν πληθύνει δραματικά οι αλληλοεκτελέσεις στις διάφορες αθηναϊκές συνοικίες, πολλές φορές αναιτίως. Οι κομμουνιστές έστηναν ενέδρες και εκτελούσαν με το σύστημα των προγραφών όσους δεν τους θεωρούσαν «δικούς» τους ή τους θεωρούσαν ως δυναμικούς αντιπάλους. Με έναυσμα την εκτέλεση του νεαρού ευέλπιδος Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, άρχισε μια ατέλειωτη βεντέτα. Για το πώς τερματίσθηκε, ένα γεγονός όντως ασυνήθιστο και παράδοξο και ίσως καταχωνιασμένο μέχρι σήμερα στα χρονοντούλαπα, μας πληροφορεί σε κύριο άρθρο της η παράνομη εφημερίδα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, όπου διαβάζουμε στις 11 Σεπτεμβρίου 1944:
«Εις το Παγκράτι, προχθές, συνέβησαν πράγματα απροσδόκητα. Ένοπλοι Εαμίτες και ένοπλοι τσολιάδες ενηγκαλίσθησαν και ησπάσθησαν αλλήλους. Μάχη επρόκειτο ν’ αρχίση. Είχον ριφθή και οι πρώτοι πυροβολισμοί, οπότε επήλθε μία κάποια επαφή και επενέβησαν ένας-δύο μεσολαβηταί.
–Βρε παιδιά, Έλληνες είμεθα... Για σταθήτε...
Και οι πυροβολισμοί μετεβλήθησαν εις ασπασμούς. Χιλιάδες κόσμου που παρηκολούθουν την σκηνήν, εξέσπασαν εις ζητωκραυγάς. Ζήτω η ένωσις! Ζήτω η συναδέλφωσις!».
Το συμβάν ήταν όντως πρωτοφανές και έχει την αξία του μόνο για την ιδιαιτερότητά του. Το γιατί το αποκαλύπτει η συνέχεια του άρθρου της «Ελευθερίας»:
«Το πράγμα δεν εκράτησεν επί πολύ. Επενέβησαν κακοί σύμβουλοι, διοικήσεις κλπ., και η εμπόλεμος κατάστασις ήρχισε και πάλιν. Δεν ημπορεί, βέβαια, κανείς να βγάλη οριστικά συμπεράσματα από το μεμονωμένο και στιγμιαίο αυτό γεγονός...».
Ο αρθρογράφος, αφού διατυπώνει πολλές ιδανικές σκέψεις, καταλήγει στο δικό του ρομαντικό συμπέρασμα, λες και η ελληνοελληνική σύρραξη τις ημέρες εκείνες ήταν ένας απλός τσακωμός και δεν ήταν μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου. Λες και υπήρχαν κομμουνιστές ινστρούχτορες για να συγκινηθούν! Επιλέγει ο αρθρογράφος:
«Η αναλαμπίς του Παγκρατίου, ας μας δείξη τον δρόμον. Ό,τι έγινεν εκεί, ας γίνη σε κάθε γωνία της Ελληνικής γης. Ας γίνη, έστω, ως θυσία προς την Ελλάδα, την οποίαν, μέσα εις τας συζητήσεις, τους διαπληκτισμούς και τας συμπλοκάς, λησμονούν πολλοί, ενώ Αυτή έπρεπε να είναι η πρώτη και τελευταία φροντίς και σκέψις όλων μας».
Πάντως, την επομένη άλλο δημοσίευμα του παράνομου Τύπου αποκαθιστά την πραγματικότητα στις αληθινές διαστάσεις της:
«Οι φόνοι από Έλληνας δυστυχώς συνεχίζονται, παρά το γεγονός της εκεχειρίας μεταξύ των οργανώσεων και την επιτευχθείσαν ενότητα, διά της συμμετοχής εις την Κυβέρνησιν εκπροσώπων όλων των παρατάξεων. Καθημερινώς η Αστυνομία συλλέγει πτώματα και οι πάγκοι του Νεκροτομείου γεμίζουν κάθε πρωί. Ποίος όμως ευθύνεται διά τους φόνους; Υπάρχουν βεβαίως και εκτελούμενοι διά λόγους πολιτικούς, όταν όμως εις την πρωτεύουσαν διαπράττονται ημερησίως περί τας είκοσι μέχρι τριάντα ληστείαι, τίποτε δεν αποκλείει μεταξύ των πτωμάτων να υπάρχουν και θύματα κακοποιών, και να διαπράττωνται εγκλήματα άσχετα με την Εθνικήν Ελληνικήν υπόθεσιν και τον απελευθερωτικόν αγώνα. Και από του σημείου αυτού αρχίζει η υποχρέωσις των οργανώσεων, όλων των οργανώσεων, να διευκρινίσουν την θέσιν των έναντι αυτού του μακελειού, να το αποκηρύξουν και να το εμποδίσουν εφ’ όσον δύνανται. Διότι, αν όπως πιστεύομεν οι φόνοι αυτοί οφείλονται εις κακοποιούς και κοινούς εγκληματίας, δεν είναι σωστόν ούτε Εθνικώς σκόπιμον, να τους φορτώνωνται αι διάφοροι οργανώσεις».

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ως εκπρόσωποι της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος έφθασαν στην Αθήνα κατά τις τελευταίες μέρες της Κατοχής δύο υπουργοί: ο Θεμιστοκλής Τσάτσος και ο Γιάννης Ζέβγος. Ιδού πώς περιγράφει ο πρώτος την είσοδό τους στην κατεχόμενη ακόμη πρωτεύουσα, τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου 1944:
«...Οι σκοποί ανήγγειλαν ότι εφάνη το αυτοκίνητον του Αγγέλου Έβερτ και μετ’ ολίγον πράγματι συνηντήθημεν εις το προαύλιον της Ιεράς Μονής [Κλειστών στη Φυλή Αττικής]. Μαζί του ήλθε και εις εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Ο Άγγελος Έβερτ μ’ επληροφόρησεν ότι μετά την έγκαιρον λήψιν των μηνυμάτων μου από Φουρνάν έλαβεν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα διά την συμμόρφωσιν προς τας κυβερνητικάς εντολάς και την ασφαλή διαμονήν μας εν Αθήναις. Εν τω μεταξύ αι αγαθαί μοναχαί είχον ετοιμάσει πρόχειρον πρόγευμα. Προεγευματίσαμεν συνδιαλεγόμενοι.
Εγεννάτο βεβαίως κάποιο ζήτημα με την είσοδόν μας εις την πόλιν κατά την στιγμήν της διελεύσεως προ του αναποφεύκτου γερμανικού φυλακίου. Ο Άγγελος Έβερτ επίστευεν ότι επί τη δηλώσει της ιδικής του ταυτότητος θα διηρχόμεθα τελείως ανενόχλητοι. Εάν όμως, παρ’ ελπίδα, προσεκόπταμεν εις δυσχερείας ο Γερμανός σκοπός θα έπρεπε να κτυπηθή και εις τον έμπιστον οδηγόν (τον υπαρχιφύλακα Αλέκον Δουδουμόπουλον) εδόθη η εντολή να εκκινήση μετά τους πυροβολισμούς ολοταχώς. Πράγματι το γερμανικόν φυλάκιον με δύο σκοπούς ήτο τοποθετημένον παρά τας Τρεις Γεφύρας των ΣΕΚ. Ο σκοπός όμως αναγνώσας, μόλις επλησίασε βραδέως το αυτοκίνητον, την λέξιν «Polizeipraesidium» εις μεγάλην έντυπον επιγραφήν επικολλημένην επί της προ του οδηγού υάλου, μας έκαμε σήμα να προχωρήσωμεν και μας εχαιρέτησε κανονικώς.
Ο χαιρετισμός αυτός προεκάλεσε πολλά εύθυμα σχόλια και μετά κατηυθύνθημεν ολοταχώς εις την οικίαν του Αγγέλου Έβερτ. Εισήλθομεν και ανεπαύθημεν ολίγον και περί την 6ην απογευματινήν ο Άγγελος Έβερτ, ο οποίος εν τω μεταξύ είχεν εξέλθει, επανήλθε με την σύζυγόν μου και τον υιόν μου, οι οποίοι από τεσσάρων μηνών εκρύπτοντο εις την οικίαν του φίλου μου Γ. Σερπάνου. Μετ’ ολίγον έφθασεν ο Στρατηγός Σπηλιωτόπουλος και ο Φ. Μανουηλίδης. Απεφασίσαμεν να εγκατασταθώμεν, από της επομένης, πλησίον της Διευθύνσεως της Αστυνομίας, εις παρακείμενον ξενοδοχείον όπου είχε συγκεντρωθή αρκετή ένοπλος δύναμις. Διά την επικοινωνίαν του κτιρίου της Διευθύνσεως και του ξενοδοχείου είχεν ανοιχθή οπή εις τον μεσότοιχον. Με τον Γ. Ζέβγον διεπιστώσαμεν ότι δεν είχεν επέλθει καμία πραγματική επαφή μεταξύ ΕΛΑΣ, ή ΕΑΜ έστω, και Στρατιωτικής Διοικήσεως και ότι εκατέρωθεν επεκράτει μεγάλη, επικίνδυνος δυσπιστία. Η άφιξίς μας έδωσε τελικώς διάφορον τόνον εις όλα τα ζητήματα. Βεβαίως προέκυψαν διαφωνίαι και μεταξύ Γ. Ζέβγου και εμού, ιδία όσον αφορά την είσοδον της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ή τουλάχιστον ενός τάγματος, επί της οποίας ο Γ. Ζέβγος δεν είχεν επιμείνει εις τα Κρώρα, αλλ’ ήρχισε να επιμένη, αφ’ ου επεκοινώνησε με τους εν Αθήναις. Με την βοήθειαν του αλησμονήτου Συνταγματάρχου Σέπερτ, όστις επέπρωτο να εύρη τον θάνατον διαρκούσης της Δεκεμβριανής στάσεως, το ζήτημα διευθετήθη σύμφωνα με την εκδοθείσαν εις Καζέρταν διαταγήν του στρατηγού Σκόμπυ.
Διά του Στρατηγού Σπηλιωτοπούλου, του οποίου οφείλω να εξάρω το πνεύμα της απολύτου πειθαρχίας και εις εκείνα τα ζητήματα, εις τα οποία διεφώνει με τας απόψεις τής άμα τη αφίξει μας καταρτισθείσης Τριμελούς Κυβερνητικής Επιτροπής, εδόθησαν αυστηρόταται οδηγίαι εις τα ένοπλα τμήματα των διαφόρων εθνικών οργανώσεων, τα οποία είχον συρρεύσει προς το κέντρον της πόλεως, ούτως ώστε ν’ αποφευχθή οπωσδήποτε πάσα προστριβή με τους εαμικούς, και προς τούτο εξεδόθησαν διαταγαί και οδηγίαι και ελήφθη σειρά μέτρων, τα οποία και ετηρήθησαν. Από της επομένης ήρχισα να επιθεωρώ διαφόρους σχηματισμούς. Καθ’ ην στιγμήν διήρχοντο ισχυραί γερμανικαί περίπολοι την οδόν Πατησίων, ανήλθον μετά του Αγγέλου Έβερτ εις τον τελευταίον όροφον του κτιρίου της Γενικής Ασφαλείας, όπου είχε συγκεντρωθή ικανός αριθμός αξιωματικών και ανδρών. Με λυγμούς συγκινήσεως με προσεφώνησεν ο Πολιτόπουλος. Απήντησα διά μακρών. Η ομιλία μου ήτο μία σειρά παραινέσεων και οδηγιών.
Αναλόγους προσπαθείας οφείλω να τονίσω ότι κατέβαλε και ο Γ. Ζέβγος προς την ιδικήν του πλευράν. Κατηρτίσαμεν επίσης πίνακα των προσώπων, τα οποία έδει να συλληφθούν άμα τη αποχωρήσει των Γερμανών.
Εντός ολίγων ημερών η κατάστασις μετεβλήθη. Από την αγωνίαν και την φρίκην ο λαός των Αθηνών ανήρχετο εις ένα υψηλόν επίπεδον αισιοδοξίας και εντός ολίγου επεκράτησεν η πεποίθησις ότι η απελευθέρωσις δεν θα είναι ημέρα σφαγής, αλλ’ ημέρα πραγματικής χαράς».
Για την ύπαρξη των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και πώς εξουδετερώθηκαν, ο Θ. Τσάτσος σημειώνει:
«Μεγάλην ανησυχίαν προεκάλεσεν η παρουσία ενός τάγματος ασφαλείας εν Αθήναις, το οποίον ναι μεν είχε μειωμένην ήδη δύναμιν λόγω αθρόας διαρροής, αλλά του οποίου μία οιαδήποτε άφρων ενέργεια, πιθανωτάτη εις τας στιγμάς της απογνώσεως, ήτο δυνατόν ν’ αποτελέση έναυσμα απροσμετρήτου συμφοράς.
Μέσω αξιωματικών του Επιτελείου της Στρατιωτικής Διοικήσεως κατεστήσαμεν γνωστόν εις την διοίκησιν του τάγματος τούτου ότι καμία διαπραγμάτευσις όρων διά την παράδοσίν του δεν είναι δυνατή και ότι μόνον αποδοχήν και συμμόρφωσιν προς τας κοινάς δι’ όλα τα τάγματα και γνωστάς εκ του ραδιοφώνου οδηγίας της Κυβερνήσεως δυνάμεθα να λάβωμεν υπ’ όψιν.
Το τάγμα περιωρίσθη εις το Γουδί, καταμετρηθέντος αμέσως του ασημάντου άλλωστε οπλισμού του, όστις και παρελήφθη μετά πάροδον δύο ή τριών ημερών, φροντίδι της Στρατιωτικής Διοικήσεως».
Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί συνέχιζαν με αυξανόμενους ρυθμούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους, ενώ από την Αθήνα περνούσαν και όλες οι δυνάμεις που προέρχονταν από την Πελοπόννησο και συνέχιζαν προς τα βόρεια. Έχοντας πληροφορηθεί την παρουσία του Θ. Τσάτσου και των άλλων μελών της Κυβερνητικής Επιτροπής στην Αθήνα, ο Γερμανός Ρόλαντ Χάμπε ήρθε σε επαφή μαζί του για το ζήτημα των καταστροφών που επρόκειντο να διαπράξουν οι Γερμανοί μόλις θα αποχωρούσαν από την Αττική.
Γράφει σχετικά ο Τσάτσος:
«Ο υπασπιστής του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητού λοχαγός Hampe, υιός διδασκάλου μου εις το Πανεπιστήμιον της Αϊδελβέργης, εζήτησε να με συναντήση. Η παρουσία μου του ήτο φυσικά γνωστή από τας προκηρύξεις και τας αποφάσεις της Τριμελούς Κυβερνητικής Επιτροπής, που εγέμιζαν τους τοίχους των Αθηνών κάθε βράδυ. Τρία και ήμισυ έτη δεν είχον υποχρεωθή να έλθω εις καμίαν συνάφειαν με τους Γερμανούς. Του απήντησα λοιπόν, μετά προηγουμένην σύσκεψιν και με τα λοιπά μέλη της Τριμελούς Κυβερνητικής Επιτροπής και τον συνταγματάρχην Σέπερτ, ότι μόνον εάν πρόκειται να συζητήσωμεν διά την παράδοσιν των εναπομενουσών εν Αθήναις γερμανικών δυνάμεων δέχομαι να συναντηθώ μαζί του.
Εδήλωσε, ότι θέλει να με συναντήση διά να ρυθμισθούν ζητήματα, τα οποία διευθετούμενα θα καταστήσουν δυνατήν την αποφυγήν καταστροφών διατεταγμένων από το γερμανικόν στρατηγείον.
Διά της αυτής οδού, διά της οποίας ούτος επεκοινώνησε μαζί μου, κατέστησα γνωστόν εις τον λοχαγόν Hampe, ότι καμία καταστροφή δεν δικαιολογείται από στρατιωτικούς λόγους και ότι συνεπώς διά πάσαν καταστροφήν οι υπεύθυνοι θα δώσουν λόγον ενώπιον των συμμαχικών δικαστηρίων, που θα δικάσουν τους εγκληματίας πολέμου.
Ο λοχαγός Hampe υπηγόρευσε σημείωμα υπό ποίους όρους είναι δυνατόν ν’ αποφευχθούν αι καταστροφαί. Συνήλθομεν οι Φ. Μανουηλίδης, Γ. Ζέβγος και εγώ με τον Συνταγματάρχην Σέπερτ και συνεζητήσαμεν. Ο Συνταγματάρχης Σέπερτ αντετάχθη προς πάσαν επίσημον επαφήν με τους Γερμανούς πριν ή λάβη τας αμέσως ζητηθείας οδηγίας του Συμμαχικού Στρατηγείου. Η απάντησις μας ανεκοινώθη μετά πολλάς ώρας και απέκλειε πάσαν επαφήν μη έχουσαν ως πρώτον αντικείμενον την συζήτησιν όρων παραδόσεως.
Εν τω μεταξύ ο Στρατιωτικός Διοικητής μάς ετήρει ενημέρους των ενεργειών, εις τας οποίας προέβαινον ομάδες αξιωματικών τεταγμέναι προς αποτροπήν των καταστροφών».
Η προσπάθεια να μην γίνουν καταστροφές στην Αττική, κατά την αποχώρηση των Γερμανών, είχε εντατικοποιηθεί από τον Αύγουστο του 1944, μόλις άρχισε να διαρρέει και να συνειδητοποιείται ότι επίκειται η Απελευθέρωση. Στην προσπάθεια αυτή πήραν μέρος ορισμένοι Έλληνες ιθύνοντες και κάποιοι Γερμανοί, που ήταν πεπεισμένοι ότι η Αθήνα με τα αρχαία μνημεία της δεν θα έπρεπε σε οποιαδήποτε περίπτωση να θιγεί. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και οι δύο ανώτεροι διπλωμάτες που εκπροσωπούσαν τη χώρα τους στην κατεχόμενη Ελλάδα: ο ειδικός πληρεξούσιος του Χίτλερ για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια Χέρμαν Νοϊμπάχερ και ο επιτετραμμένος Κουρτ φον Γκραίβενιτς. Από ελληνικής πλευράς είχε διαδραματίσει πρωταρχικής σημασίας ρόλο ο Έκτωρ Τσιρονίκος, αντιπρόεδρος μέχρι τότε στην κατοχική κυβέρνηση Ιω. Ράλλη.
Στα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν μεταπολεμικά, το 1957, ο Νοϊμπάχερ έχει καταγράψει τις ενέργειές του για το θέμα αυτό, ενώ ο Χρήστος Ζαλοκώστας, που είχε επίσης διαδραματίσει παρασκηνιακό ρόλο, στο «Χρονικό της Σκλαβιάς» δίνει αρκετές λεπτομέρειες.
Από την άλλη μεριά, ο φον Γκραίβενιτς στις ανέκδοτες αναμνήσεις του (που βρίσκονται στο αρχείο των Εκδόσεων Μέτρον, στις οποίες παραχωρήθηκαν από τον επιζώντα γιο του, συνταξιούχο Γερμανό διπλωμάτη σήμερα, και πρόκειται προσεχώς να παρουσιασθούν), αφού αναφέρει την ανάμιξή του στην αποτροπή των καταστροφών, μας γνωρίζει ότι λίγες ημέρες πριν φύγει και αυτός από την ελληνική πρωτεύουσα, πραγματοποίησε αποχαιρετιστήριες επισκέψεις σε Έλληνες ιθύνοντες, τηρώντας στις απίθανες εκείνες ώρες τα πρωτόκολλα εθιμοτυπίας. Λέει χαρακτηριστικά στη συνέχεια:
«Εκείνη την περίοδο συναντήθηκα με τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος αργότερα θα γινόταν ανεπίσημα επικεφαλής του κράτους, όπως και ο Μακάριος στην Κύπρο τις επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με τις παραδόσεις που ήθελαν τους εκκλησιαστικούς ηγέτες και εθνάρχες, όπως συνέβαινε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης επισκέφθηκα τον πρωθυπουργό («morituri te salutant, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν», καθώς εκτελέσθηκε μετά την αποχώρησή μας! [Σ.Σ. δεν είναι ακριβές ότι εκτελέσθηκε ο Ιω. Ράλλης, καθώς το σωστό είναι ότι πέθανε την εποχή που εξέτιε ποινή ισοβίων]), καθώς και τον υπουργό Θρησκευμάτων Λούβαρι. Ο τελευταίος διέμενε στον τομέα που είχαν καταλάβει οι αντάρτες, τομέας που άρχιζε 300 μέτρα από το κτίριο της υπηρεσίας μας. Επισκέφθηκα επίσης ξένους διπλωμάτες, οι οποίοι βρίσκονταν ακόμη στις θέσεις τους (Σουηδούς, Ελβετούς, Δανούς, Γιουγκοσλάβους, δηλαδή Σλοβένους, και Ρουμάνους)».
Συνεχίζει ο φον Γκραίβενιτς:
«Η διάλυση της υπηρεσίας πραγματοποιήθηκε με επιτυχία έως το τέλος. Έως τις 11 Οκτωβρίου 1944 είχα απομείνει μόνο εγώ και ο ασυρματιστής Έλερς. Κρυπτογραφήσαμε μαζί την τελευταία αναφορά προς το Βερολίνο, αλλά είμαι βέβαιος ότι κανείς δεν θα την διάβασε εκεί! Ο στρατηγός Φέλμυ μού είπε εμπιστευτικά: "Πρέπει να βρεθείτε το βράδυ της 11ης προς την 12η Οκτωβρίου στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, όπου θα επιβιβαστείτε στο αεροπλάνο που έρχεται από την Κρήτη, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Μπορείτε να πάρετε μαζί σας ένα μπαούλο και το ραδιόφωνο, πρέπει όμως να σας συνοδεύσουν δύο τεθωρακισμένα οχήματα καθ’ οδόν λόγω των ανταρτών. Χρειαζόμαστε, όμως, βενζίνη. Πού θα την βρούμε;". Απάντησα ότι είχα κάποια ποσότητα βενζίνης. Αν και ακουγόταν κάπως απραγματοποίητο σενάριο, τελικά όλα πήγαν καλά. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 εγκατέλειψε και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης την Αθήνα, ενώ εγώ ήμουν ο τελευταίος Γερμανός από το πολιτικό προσωπικό. Την ίδια ημέρα, νωρίς το πρωί, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησα τρία άτομα από την υπηρεσία μου και για τους οποίους μερίμνησα να αποχωρήσουν για τη Γερμανία. Επισκέφθηκα τον στρατηγό Λερ και τον στρατηγό φον Έρντμανσντορφ. Και οι δύο λίγο αργότερα θα καταδικάζονταν σε θάνατο στη Γιουγκοσλαβία».
Με αυτά τα απλά λόγια ο Γερμανός διπλωμάτης, ο οποίος ήταν διαπιστευμένος από το 1938 στην ελληνική πρωτεύουσα, αρχικά ως σύμβουλος της γερμανικής πρεσβείας, αργότερα ως γενικός πρόξενος και τελικά, μετά την αποχώρηση του πρεσβευτή Γκύντερ Άλτενμπουργκ, ως μόνιμος επιτετραμμένος με άμεσο προϊστάμενο τον Νοϊμπάχερ, περιγράφει την αποχώρησή του από την Ελλάδα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο φον Γκραίβενιτς, λίγες ημέρες πριν φύγει, είχε επισκεφθεί τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη και του είχε εγχειρίσει ένα σύντομο έγγραφο, με το οποίο τον ενημέρωνε για το συνολικό ύψος της γερμανικής οφειλής. Η οφειλή αυτή ήταν το σύνολο των καθ’ υπέρβαση των προβλεπομένων από το διεθνές δίκαιο για τον κατέχοντα στρατό εξόδων κατοχής αναλήψεων που είχαν κάνει οι Γερμανοί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εν λόγω αναλήψεις, που σύμφωνα με τις ελληνογερμανοϊταλικές συμφωνίες του 1942 στο Βερολίνο και τη Ρώμη, είχαν τη μορφή δανείου και θα επαναποδίδονταν στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου, όποιο και αν θα ήταν το αποτέλεσμα, ουσιαστικά είναι το κατά καιρούς θρυλούμενο ζήτημα των «κατοχικών δανείων». Και το ύψος των δανείων αυτών είχε την πρωτοβουλία ο φον Γκραίβενιτς, να το προσδιορίσει και να το ομολογήσει, ως εκπρόσωπος του γερμανικού κράτους εκείνη την ώρα, όταν έφευγε από την Ελλάδα.
Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να εισπράξει τα ποσά αυτά, παρά το ισχυρό χαρτί που της προσκομίσει ο Γερμανός διπλωμάτης όταν έφευγε, προσκολλημένος στις γραφειοκρατικές τυπικότητες της παλαιάς γερμανικής διπλωματίας.
Ο πολιτικός εκπρόσωπος της χιτλερικής Γερμανίας, έστω και μόνος με τον ασυρματιστή του, παρέμεινε στο οίκημα της πρεσβείας της χώρας του μέχρι την παραμονή της Απελευθερώσεως. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ίδιος θα αναλάβει στη Βιέννη νέα καθήκοντα, ως υφιστάμενος του Νοϊμπάχερ και πάλι: «Έπρεπε να περιθάλψουμε και να μεριμνήσουμε για τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα...». Θα συνεχίσει να έχει τα καθήκοντα του επιτετραμμένου στην υποτυπώδη κυβέρνηση Τσιρονίκου που σχηματίσθηκε στη Βιέννη στις αρχές Ιανουαρίου 1945 από τους αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς, και που θα την ακολουθήσει αργότερα, όταν πλησίαζαν οι Ρώσοι, στο Κίτσμπουελ της Αυστρίας.

ΟΙ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ

Οι αναφερόμενοι από τον φον Γκραίβενιτς «πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα» είναι Έλληνες γερμανόφιλοι, κυρίως μέλη των ΕΕΕ και διαφόρων άλλων εθνικοσοσιαλιστικών ομάδων, που από τα τέλη Αυγούστου είχαν αρχίσει να φεύγουν οργανωμένα, κυρίως σιδηροδρομικώς, για να μην βρεθούν στην Ελλάδα όταν θα απελευθερωνόταν. Το σκεπτικό τους ήταν ότι ο πόλεμος δεν είχε χαθεί οριστικά, αλλά ότι ίσως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να επανέλθουν στην Ελλάδα, όταν θα έβρισκαν το «νέο όπλο». Το μυστηριώδες «νέο όπλο», που επανειλημμένα η γερμανική προπαγάνδα και ο ίδιος ο Χίτλερ είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι εκκολάπτεται, ήταν προφανώς η ατομική βόμβα, συνδυασμένη ίσως με τη νεότευκτη βόμβα V2.
Με τέτοια αισιοδοξία είχαν φύγει, κάνοντας χρήση της γερμανικής προστασίας, οι αμετανόητοι χιτλερικοί από την Ελλάδα, ελπίζοντας ότι έβρισκαν ένα φιλόξενο καταφύγιο στη συνεχώς συρρικνούμενη Γερμανία. Περίπου δύο χιλιάδες Έλληνες, κυρίως νεαρής ηλικίας, κατέφυγαν τότε υπό τις συνθήκες αυτές στην Αυστρία και στήριξαν, μαζί με τους αρκετούς Έλληνες εθελοντές εργάτες και φοιτητές, καθώς και την τοπική ελληνική παροικία, την κυβέρνηση της Βιέννης. Στο πλευρό της ήταν και οι 700 άνδρες, που αποτελούσαν το Σώμα του πάλαι ποτέ παγκαλικού συνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου. Περισσότεροι από 10.000 άτομα ελληνικής υπηκοότητας προσέβλεπαν κατά τους τελευταίους μήνες του Τρίτου Ράιχ σε μια ενδεχόμενη επάνοδό τους αν ο Χίτλερ θα μπορούσε να νικήσει το πεπρωμένο του και να αντιστρέψει τα γεγονότα.
Μέχρι και τα τελευταία 24ωρα πριν από την Απελευθέρωση η γερμανική διοίκηση είχε διαθέσει σιδηροδρομικά βαγόνια για τη μεταφορά των ενδιαφερομένων Ελλήνων χιτλερικών προς το Μείζον ακόμη Ράιχ. Στον Σταθμό Λαρίσης έφθαναν ομαδικά με γερμανικά στρατιωτικά οχήματα οι Έλληνες που θα ταξίδευαν, συνήθως έχοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητος για παν ενδεχόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύονταν από τις οικογένειές τους, τα μέλη των οποίων κινδύνευαν από σκληρές διώξεις αν παρέμεναν στην Ελλάδα. Συγκροτημένες ομάδες των ΕΕΕ, ολόκληρη σχεδόν η ελληνόφωνη προπαγανδιστική υπηρεσία του υπουργείου Τύπου, διερμηνείς εμπιστοσύνης και πράκτορες που είχαν δράσει για λογαριασμό των γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπείας επί Κατοχής ακολουθούσαν το πρόγραμμα της μεθοδευμένης αναχωρήσεώς τους για τη Γερμανία, με κύριο ενδιάμεσο σταθμό τη Θεσσαλονίκη, όπου οι αποστολές εμπλουτίζονταν και με νέες αντίστοιχες ομάδες από τη Βόρειο Ελλάδα.
Ορισμένοι από εκείνους που είχαν συμπεριληφθεί στις λίστες για αναχώρηση, την τελευταία στιγμή συνειδητοποίησαν πόσο άπελπις ήταν η προσδοκία τους και άλλαξαν γνώμη, επιχειρώντας να εξαφανισθούν μέσα στην ανωνυμία της πρωτεύουσας. Σημειωτέον ότι οι, ως συνήθως, μεθοδικοί Γερμανοί είχαν μεριμνήσει για την παραμονή στην Αττική κλιμακίων Ελλήνων κατασκόπων τους, τους οποίους εγκατέστησαν σε γιάφκες στο κέντρο της πόλης και σε περιοχές της Αττικής, τους τροφοδότησαν δε όχι μόνο με ξηρά τροφή και με χρήματα σε συνάλλαγμα και χρυσές λίρες, αλλά και με ασυρμάτους και οπλισμό, ακόμη και με εκρηκτικά.
Για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στην ατμόσφαιρα της εποχής, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι από όλους αναμενόταν ότι την επομένη της Απελευθερώσεως θα ξεσπούσε μια ελληνοελληνική σύρραξη, με αφορμή την άλωση της εξουσίας από την ένοπλη Αριστερά. Από μηνών ήδη καθημερινή πρακτική ήταν οι ένοπλες συγκρούσεις σε συνοικίες, ακόμη και σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από την πλατεία Συντάγματος, με αποτέλεσμα ανώνυμα θύματα της μιας ή της άλλης πλευράς να βρίσκουν τον θάνατο.
Οι βρετανικές υπηρεσίες της Μέσης Ανατολής είχαν ενδιαφερθεί για το μετακατοχικό «στάτους», με αποκορύφωμα τη Συμφωνία της Καζέρτας, που όριζε τη δυνατότητα να διορισθεί Βρετανός αρχιστράτηγος ως επικεφαλής όλων των ανταρτικών δυνάμεων. Με τη σύμπραξη της Κυβερνήσεως Παπανδρέου, στην οποία πλέον συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, επιχειρήθηκε από τους Βρετανούς μια περίπλοκη διαδικασία ελέγχου της καταστάσεως. Οι Σύμμαχοι δεν είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν ικανές στρατιωτικές δυνάμεις για να επιβάλουν αυτόν τον έλεγχο, αλλά - όπως αποδείχθηκε - διέθεταν πολιτικά ικανότατους αξιωματικούς για να χειραγωγούν τις εξελίξεις, σοφά μεγεθύνοντας τις δυνάμεις που υποτίθεται ότι έφθαναν στις περιοχές που άφηναν οι Γερμανοί.
Αυτό, σε συνδυασμό με το ισχυρό χαρτί της Καζέρτας, υπήρξε αρκετό για να αποτρέψει την κατάληψη της Αθήνας από δυνάμεις του ΕΛΑΣ την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί. Για το ζήτημα έχουν γίνει ευρύτατοι διάλογοι μεταπολεμικά, χωρίς να δοθούν ποτέ πειστικές αιτιολογήσεις για το πώς οι ιθύνοντες της Αριστεράς δεν κατέλαβαν την πρωτεύουσα μόλις ελευθερώθηκε. Δεν ήταν θέμα νομιμοφροσύνης προς τις υπογραφές της Καζέρτας ασφαλώς, αλλά υπήρχε ένα εκατέρωθεν δέος. Την ώρα που οι Άγγλοι απεσταλμένοι επί τούτω αξιωματικοί μπλόφαραν για το τι εκπροσωπούσαν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι από στιγμή σε στιγμή φθάνουν από τον αέρα ή από τη θάλασσα τεράστιες βρετανικές δυνάμεις, οι Αθηναίοι είχαν σαφώς χωρισθεί σε δύο παρατάξεις: σ’ εκείνους που προσδοκούσαν την εμφάνιση των ανδρών του ΕΛΑΣ με αυτονόητη συνέχεια να αδράξουν την εξουσία και στους άλλους που είχαν αγχωθεί μήπως τελικά επιχειρηθεί αυτό.

ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΑΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Η Κυβέρνηση Παπανδρέου είχε επιλέξει έναν ικανότατο αξιωματικό για να του αναθέσει την τεχνική διαχείριση των εξελίξεων: τον μόλις προαχθέντα σε υποστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος επί Κατοχής είχε ξεκινήσει τη δράση του ως αρχηγός της Χωροφυλακής, αν και συνταγματάρχης του στρατού ξηράς, διορισμένος από την Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Παρά την ιδιότητά του αυτή στην πρώιμη κατοχική περίοδο, δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμοφροσύνη του προς τους Συμμάχους, γεγονός που οδήγησε τους Βρετανούς να συμφωνήσουν στον διορισμό του ως στρατιωτικού διοικητή Αττικής τον Σεπτέμβριο του 1944. Ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος με την όλη πολιτεία του δικαίωσε την επιλογή του αυτή, ενώ παρά την κατά τεκμήριο έλλειψη πολιτικής πείρας χειρίσθηκε όλα τα ζητήματα που προέκυψαν με επιτυχία, εξασφαλίζοντας την ομαλή μετάβαση από τη γερμανική κατοχή στην Απελευθέρωση, χωρίς να δημιουργηθούν σοβαροί κίνδυνοι.
Το «άγχος» της πλειονότητας των Αθηναίων εστιαζόταν στο να μην γευθούν τον εφιάλτη του εμφυλίου πολέμου, που τόσο ορατός ήταν μέχρι τότε ως ενδεχόμενο – πολύ δε περισσότερο έναν καταστροφικό εμφύλιο που σύντομα θα κατέληγε στη σοβιετοποίηση της Ελλάδος. Η πόλωση που είχε δημιουργηθεί σε όλο τον τελευταίο κατοχικό χρόνο είχε περιχαρακώσει τα δύο κύρια στρατόπεδα: το εαμικό και το αντιεαμικό. Και αν υπήρχαν ανένταχτοι, έσπευδαν όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση να ενταχθούν στο ένα ή στο άλλο.
Τι ακριβώς σήμαινε αυτό; Πρώτον, ότι η εαμική παράταξη, παρά τις εξόφθαλμα σκληρές κομμουνιστικές θέσεις της, είχε διογκωθεί όσο ποτέ άλλοτε πριν. Η εξέλιξή της είχε γεωμετρική πρόοδο και τα άλματά της δεν ήταν μόνον αριθμητικά, αλλά και ποιοτικά. Για πρώτη φορά είχαμε ένα τόσο εκτεταμένο λαϊκό μέτωπο, στο οποίο, εκτός από τους προλετάριους, στοιχίζονταν πολυάριθμοι επιστήμονες, καλλιτέχνες, επαγγελματίες, αξιωματικοί και αστυνομικοί. Η Κατοχή είχε λειτουργήσει ως χωνευτήρι, από το οποίο εξέρχονταν μεταμορφωμένοι και παραμορφωμένοι εκείνοι που είχαν μέσα από τη συνωμοτική αοριστία επιλέξει μια «εθνική απελευθερωτική» οργάνωση για να ασκήσουν το πατριωτικό καθήκον τους. Όταν κάποιος ελάχιστα γνωστός συνάδελφος τους είχε καλέσει να εγγραφούν και αυτοί σε μια αντιστασιακή οργάνωση, δεν ήταν σε θέση να συγκρίνουν προγράμματα, καταστατικά ή διακηρύξεις. Τους αρκούσε που ήταν μια «εθνική απελευθερωτική» οργάνωση.
Σταγόνα-σταγόνα και βήμα-βήμα πολλοί είχαν διαπιστώσει ότι το ΕΑΜ δεν τους εκπροσωπούσε στα αλήθεια, αλλά ήταν πλέον αργά για αναθεωρήσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες στις πόλεις και στην ύπαιθρο βρέθηκαν παγιδευμένοι σε μια οργάνωση με σκοτεινή συνωμοτική διάρθρωση. Δεν υπήρχε ελεύθερη βούληση μεταστροφής, διότι συχνά στα εαμικά έντυπα γινόταν λόγος για τους «προδότες» που εγκατέλειπαν τον αγώνα και για την τιμωρία που τους περίμενε. Στα έντυπα και περισσότερο στην από στόμα σε στόμα φημολογία διαχεόταν ότι ο στιγματισμός του προδότη θα ήταν ακόμη εντονότερος, αν κάποιος έφευγε από το ΕΑΜ για να πάει σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, οι οποίες άλλωστε συλλήβδην χαρακτηρίζονταν ως συνεργαζόμενες με τον κατακτητή.

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ «ΠΡΟΔΟΤΕΣ»

Το ΕΑΜ, και από πίσω του το ΚΚΕ, είχε επιτύχει αυτό το οργανωτικά ασύλληπτο: να εντάξει στις γραμμές του ένα τεράστιο πλήθος, το οποίο όμως δεν είχε δρόμο επιστροφής. Η πρακτική αυτή λειτούργησε θετικά για τους στόχους του ΚΚΕ ώς ένα σημείο, δηλ. ώς το σημείο που το απλό μέλος υπάκουε υπομονετικά για να μην χαρακτηρισθεί «προδότης». Όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση, γίνονταν εντατικότερα τα σημεία ότι αυτή η «εθνική απελευθερωτική» οργάνωση είχε στόχους πέρα από το διώξιμο του κατακτητή: επεδίωκε την εξουσία και δεν το έκρυβε. Ταυτόχρονα όμως υπήρχαν πολυάριθμα ανησυχητικά σημεία που σε ένα ελεύθερο πνεύμα μπορούσαν να προδιαγράψουν τους αυριανούς κινδύνους. Συνεχώς νεκροί, εκτελέσεις για «ψύλλου πήδημα», συλλήψεις, εξαφανίσεις, ληστείες, εξαναγκασμοί. Όλοι οι μη εαμικοί χαρακτηρίζονταν χωρίς περιστροφές ως «προδότες», άξιοι της εσχάτης των ποινών.
Ε, λοιπόν όταν έφθασε η Απελευθέρωση, πολλοί από τους ανήκοντες κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο ΕΑΜ και τα παρακλάδια του είχαν συνειδητοποιήσει ότι δεν θα είχαν πλέον ανάγκη να μένουν σε μια οργάνωση που δεν τους ήταν απολύτως συμβατή. Τότε ακριβώς αναφάνηκε ότι αυτό δεν ήταν και τόσο κατορθωτό, αφού κάθε αποστασία από το λαϊκό αντιστασιακό κίνημα σήμαινε και πάλι εσχάτη προδοσία, έστω και αν δεν υπήρχε πλέον κατακτητής για είναι ο στόχος της αντιστασιακής δραστηριότητας. Οι οργανωτικοί των κατά τόπους παραρτημάτων του ΕΑΜ δεν άφηναν κανένα περιθώριο αποσκίρτησης. Ή μεθ’ ημών ή καθ’ ημών.
Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα όταν απελευθερωνόταν από τους Γερμανούς. Οι εθελοντικά στρατολογημένοι στο ΕΑΜ μετατρέπονταν σε βίαια υποταγμένους. Το δράμα αυτών των εαμιτών-ελασιτών, που δεν μπορούσαν να απαγκιστρωθούν και εκβιάζονταν με διάφορα προσχήματα και εφευρήματα, δεν έχει καταγραφεί σε όλη τη διάστασή του. Και οι τολμηροί εκείνοι που επιχείρησαν να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο, για να δικαιολογήσουν τη μέχρι τότε στάση τους, βρέθηκαν στο μεταίχμιο των δύο πόλων, ενοχοποιημένοι εκατέρωθεν, αποδιοπομπαίοι και από τις δύο πλευρές. Με αποτέλεσμα, προκειμένου να επιβιώσουν βιολογικά, είτε να πρέπει να επανακάμψουν, είτε να ενταχθούν γενιτσαρικά στο άλλο στρατόπεδο.
Η συσκότιση που επικρατούσε δεν επέτρεπε την πολυτέλεια των προβληματισμών, ούτε προέτρεπε σε νηφαλιότητα. Και όσοι ακόμη ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα ποτέ δεν βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής του Στάλιν, είχαν πάντα την αμφιβολία αν οι Δυτικοί Σύμμαχοι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την οριστική ένταξή της στον ελεύθερο κόσμο. Το προηγούμενο της αφειδούς υποστήριξης που είχε παράσχει το Συμμαχικό Στρατηγείο στον ΕΛΑΣ κατά το παρελθόν δεν ήταν παρά ένας κακός οιωνός.
Και όμως. Ελάχιστα μόλις 24ωρα πριν από την αποχώρηση των Γερμανών από την ελληνική πρωτεύουσα, στη Μόσχα είχαν μεταξύ άλλων συνεννοηθεί οι Τσώρτσιλ και Στάλιν περί της τύχης των Βαλκανίων. Και είχαν καθορίσει το περίφημο ποσοστό «90%-10%» για την Ελλάδα στο χαρτάκι εκείνο. Γνωρίζουμε τώρα ότι και αν ακόμη οι παρασκηνιακοί ηγέτες του ΕΑΜ τότε, όταν απελευθερωνόταν η Αθήνα, είχαν κατορθώσει να καταλάβουν την εξουσία στην πρωτεύουσα, θα ήταν δώρο-άδωρο. Δεν θα τους κάλυπτε το «10%».
Προνοητικός ο Τσώρτσιλ πάντως, είχε μεριμνήσει για να εξασφαλίσει το «90%», πριν καν πάρει τη συναίνεση του Στάλιν στο καθοριστικό χαρτάκι του. Και οι βρετανικές υπηρεσίες είχαν επιλέξει να στείλουν ευέλικτους αξιωματικούς, επικεφαλής των ελαχίστων δυνάμεων που έφθαναν στην Ελλάδα για να ακολουθούν τους Γερμανούς στη σταθερή και σταδιακή σύμπτυξή τους. Η αποστολή αυτών των «ευέλικτων» Βρετανών, που ήταν μάλλον πράκτορες παρά αξιωματικοί, ήταν να παρεμποδίσουν με διάφορα προσχήματα, χρησιμοποιώντας άλλοτε το καρότο και άλλοτε το μαστίγιο, την είσοδο δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην ελληνική πρωτεύουσα.
Πώς τελικά απετράπη αυτό, δεν έχουμε απόλυτα τεκμηριωμένη γνώση, δεδομένου ότι ο πραγματικός πολιτικός ηγέτης της Αριστεράς τότε, ο παντοδύναμος Γιώργης Σιάντος, δεν επέζησε αρκετά για να μας δώσει τη δική του εκδοχή. Αντίθετα, ο πρόωρος θάνατός του και ο ουσιαστικός εξοστρακισμός του από το ΚΚΕ μετά την επανεμφάνιση του Ν. Ζαχαριάδη, εξαφάνισε κάθε πιθανότητα να έχουμε μια αξιόπιστα προσωπική του εκδοχή. Εκείνος που βρισκόταν παράπλευρά του τότε, ο Γιάννης Ιωαννίδης, πολλά χρόνια αργότερα είχε το προνόμιο να μπορεί να φορτώσει τα σφάλματα της παράταξής του την εποχή εκείνη σε δύο πρόσωπα: στον Σιάντο και στον Ζέβγο. Αλλά, όπως ο Σιάντος απεδήμησε νωρίς, έτσι και ο Ζέβγος - με άλλη διαδικασία αυτός - απεδήμησε επίσης νωρίς.
Ο Ζέβγος φορτώθηκε το βάρος της μη εισόδου του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από τον Ιωαννίδη. Κατά το κρίσιμο διάστημα, όταν με τον Τσάτσο και τον παπανδρεϊκό Φίλιππο Μανουηλίδη αποτελούσαν την Τριμελή Κυβερνητική Επιτροπή, τις έσχατες ημέρες της Κατοχής, ο Ζέβγος κατηγορείται ότι ήταν ενδοτικός στους άλλους δύο και ότι συνεχώς έστελνε σημειώματα για να εμποδίζονται οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εισέλθουν στην Αθήνα, ανταποκρινόμενος σε ανάλογες πιέσεις του Θ. Τσάτσου και του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου. Όπως είδαμε προηγουμένως όμως, ο Τσάτσος είχε αντίθετη γνώμη, ότι δηλ. ο Ζέβγος συνεχώς τους ενοχλούσε για να εκμαιεύσει την έγκρισή τους για να εισέλθουν οι δυνάμεις. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Χρήστος Ζαλοκώστας, που έζησε από πολύ κοντά τα γεγονότα εκείνα, στο «Χρονικό της Σκλαβιάς»:
«Ο Ζέβγος ανακρίνει τον στρατηγό: “Πώς σκέπτεται να τηρήσει την τάξη; Τι δύναμη έχει;” Ο Στρατηγός απαντά πως διαθέτει την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή, χωρίς την Ειδική Ασφάλεια, γιατί έδωσε κιόλας διαταγή αυτή να διαλυθεί.
–Τόσο λίγη δύναμη βαστάς; λέει με προσποιητή απορία ο Ζέβγος.
Ο εύστροφος Πελοποννήσιος δεν πέφτει στην παγίδα. Καμώνεται κι αυτός πως απορεί:
–Αφού είμαστε οι Έλληνες ενωμένοι και με βεβαιώνετε πως κανένας δεν σκέπτεται να διαταράξει την τάξη, τι χρειάζομαι μεγαλύτερη δύναμη;
Γίνεται ύστερα διαλογική συζήτηση για τη Χωροφυλακή, την οποία ο Ζέβγος θεωρεί αντεθνικό Σώμα, εκτός νόμου, και θέλει να την αποκλείσει από την Απελευθέρωση χάρη της Πολιτοφυλακής του ΕΑΜ, ενώ ο Μανουηλίδης και ο Στρατηγός εξηγώντας τα κατορθώματα των κοπελιών του Τσαπόγα επιμένουν πως τούτο είναι απαράδεκτο. Ως απόδειξη φέρνουν την προχτεσινή επίθεση στις φυλακές Αβέρωφ. Ο Ζέβγος υποστηρίζει την αιώνια απαίτηση των κομμουνιστών, να μπουν τμήματα του ΕΛΑΣ στην πόλη. Να κάμουν τι; Να χτυπήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο Στρατηγός τού λέει πως με τη διαταγή 3010 της 7ης Οκτωβρίου έχει ορίσει επιχειρήσεις στον ΕΛΑΣ έξω των Αθηνών, σύμφωνα με τις εντολές του Σκόμπι.
Πραγματικά ο στρατ. Διοικητής έλαβε τη σοφή απόφαση να διατάξει το Α’ Σ. Στρατού ΕΛΑΣ να βροντήσει τους Γερμανούς στα στενά της Κάζας. Για να είναι μάλιστα βέβαιος πως θα εκτελεστεί ο ορισμός του, στέλνει αξιωματικούς του επιτελείου του να παρακολουθήσουν τις κινήσεις του ΕΛΑΣ. Μ’ αυτό τον τρόπο ελπίζει να πετύχει διπλό καλό. Να βλάψει τον εχθρό και ν’ απομακρύνει τους αριστερούς από την Αθήνα κατά την κρίσιμη ώρα. Στο πείσμα του Ζέβγου πως ο ΕΛΑΣ είναι τακτικός στρατός κ’ έχει δικαίωμα να μπει στην πρωτεύουσα, ο Στρατηγός αντιλέει ότι δεν τον αναγνωρίζει η Μ. Ανατολή ως τακτικό. Αν ο ΕΛΑΣ είναι στρατός, τότε κι αυτός διαθέτει παρόμοιο στρατό.
ΖΕΒΓΟΣ: Ποιον;
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Τις Εθνικές Οργανώσεις.
ΖΕΒΓΟΣ: Δεν έχεις με δαύτους αρκετή δύναμη για να μαντρώσεις τους τσολιάδες.
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ: Έχω και πολλή. Έκαμα στρατό εθελοντικό και τον όπλισα με ό,τι μου έστειλε η Κυβέρνησις και όσα αγόρασα εδώ. Μολαταύτα προτιμώ να μη μεταχειριστώ ούτε τον δικό μου, αλλά ούτε και τον δικό σας στρατό.
Ο Θ. Τσάτσος, που βλέπει με πόση δυσπιστία μιλάν οι δυο τους και φοβάται μην αποτραχυνθεί ο καβγάς, ζητά να τους συμβιβάσει. Είναι υποχωρητικός χάρη της εθνικής ενότητας, δεν έχει ζήσει στην κόλαση των Αθηνών τώρα τελευταία. Απ’ έξω που έρχεται φέρνει το διαλλακτικό πνεύμα του Πρωθυπουργού, που επιβάλλει σ’ όλους ν’ αντιληφθούν ότι το ΕΑΜ είναι κυβερνητική δύναμη κι ο ΕΛΑΣ κυβερνητικό όργανο. Ωστόσο ο Τσάτσος, καθώς περνούσε τον Κιθαιρώνα, είδε τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας ανταρτών να κατεβαίνουν πάνοπλα κατά την πρωτεύουσα κ’ έκαμε παρατηρήσεις του Μεράρχου. Ο Ζέβγος ήτανε μπροστά τότε μα δεν έφερε αντιρρήσεις επειδή η επαφή του με ξένους στην Ιταλία τον είχε πείσει για την ανάγκη συνεργασίας όλων των Ελλήνων. Τώρα όμως είναι αλλαγμένος, από την επιρροή βέβαια που θ’ άσκησαν πάνω του οι κομμουνιστές των Αθηνών. Τρέμει ο Τσάτσος τον εχθρικό τόνο που παίρνει η συζήτηση και με πολύ κόπο αναγκάζει τον Στρατηγό και τον Μανουηλίδη να δεχτούν συμβιβασμό – από τη μια μεριά ο Σπηλιωτόπουλος ν’ αφήσει να περάσουν τετρακόσιοι ελασίτες στου Γκύζη και στην Καισαριανή, για να χτυπήσουν τους τσολιάδες αν δείξουν ανυπακοή, από την άλλη μεριά ο Ζέβγος ν’ αναλάβει να σταματήσει το ΕΑΜ τις επιθετικές επιχειρήσεις στις συνοικίες, ιδίως στο Θησείο, που αμύνεται ο Γρίβας οχτώ τώρα μερόνυχτα εναντίο μεγάλων δυνάμεων ΕΛΑΣ, ενώ από πάνω του, από το Μνημείο Φιλοπάππου, γερμανικοί όλμοι τον βαράν αλύπητα».
Σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στην προπαραμονή της Απελευθερώσεως, ο Χρ. Ζαλοκώστας γράφει:
«Την ώρα που μιλούσε ο Ζέβγος με τον Στρατηγό, ο Τσάτσος βρισκόταν στου Σέπερντ. Από τις πληροφορίες μας, από τη ζωή του μέσα στο καμίνι των Αθηνών και τη βεβαιότητα πως ο Ζέβγος γρήγορα ή αργά θα ξέφευγε από τη δική του επιρροή και θα πλεύριζε τους αδιάλλακτους, έκρινε σωστό ο Τσάτσος να ζητήσει συνάντηση από τον Σέπερντ. Ενθουσιάστηκε από την επαφή του με τον Άγγλο. Όταν πήγε αργότερα ο Ζέβγος στο σπίτι του Μαρκεζίνη να επισκεφθεί με τη σειρά του τον Σέπερντ, εκείνος επίτηδες τον κακοδέχτηκε, τον κράτησε ορθόν κάτω από φωτογραφία του Βασιλέως Γεωργίου. Ο Καψάλης, που μετάφραζε, μας διηγήθηκε τη σκηνή: «Κατ’ αρχάς ο Ζέβγος παραπονέθηκε πως ο Σπηλιωτόπουλος παράδωσε όλο τον οπλισμό της πρώτης αποστολής στους πολισμάνους. Ο Σέπερντ βρήκε ευκαιρία να πλέξει το εγκώμιο της Αστυνομίας, που είχε πράξει κατά την Κατοχή τέλεια το καθήκον της, δεν είχε λάβει ποτέ θέση κομματική, παρά όταν έβλεπε Αντίσταση την βοήθαγε κρυφά, όπου έγκλημα το κυνηγούσε. Σε τέτοια Αστυνομία λοιπόν δικαίως ανήκει η φροντίδα για την τάξη». Όσα έλεγε ο Άγγλος τα πίστευε, και την περασμένη εβδομάδα είχε αγοράσει και μοιράσει στους φτωχούς πολισμάνους κάμποτ γι’ ασπρόρουχα από δικά του χρήματα. Κατόπιν ο Ζέβγος ζήτησε να μπει μέσα στην πόλη ο ΕΛΑΣ. Ο Σέπερντ έμεινε ανένδοτος. Στην επιμονή του υπουργού απάντησε σκληρά πως στην Πελοπόννησο ο ΕΛΑΣ δεν οργάνωσε την τάξη αλλά την αταξία. Εκείνη τη στιγμή έσβησαν τα φώτα και η συνομιλία συνεχίστηκε με το αχνόφεγγο κεριού, πάντα κάτω από την εικόνα του Γεωργίου. Συνεχίστηκε με κόπο, ενώ συχνές σιωπές βάραιναν την ατμόσφαιρα, όπως πάντα συμβαίνει άμα συζητάν άνθρωποι που δεν πρόκειται να συμφωνήσουν. Γερός διαλεχτικός ο Άγγλος έδινε λογική συνέπεια στις σκέψεις του, μα ο Ζέβγος παρακολουθούσε τους συλλογισμούς ως τα σημεία που συμφωνούσε, αδιαφορώντας για το συμπέρασμα. Μιλούσε κατόπι ο υπουργός όχι για ν’ απαντήσει παρά για να ξαναγυρίσει στις απαιτήσεις του. Από αντίδραση ο Σέπερντ άρχισε ν’ αρνείται την παραχώρηση που δέχτηκε ο Στρατηγός, να περάσουν δηλαδή δυο τάγματα ΕΛΑΣ στην Καισαριανή και στου Γκύζη, κ’ έτσι μετάθεσε το ζήτημα – αντί να γυρεύει νέες χάρες, ο κομμουνιστής αγωνιζόταν για να διατηρήσει τα κερδισμένα. Η συνάντηση Σέπερντ-Ζέβγου έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο να μην ξεφύγει η κατάστασις από τα χέρια μας. Όταν αργότερα μου μίλησε ο Σέπερντ γι’ αυτή τη δραματική συνάντηση μου είπε πως φοβόταν εκείνες τις στιγμές μήπως τα σπάσει με τον ΕΛΑΣ, αλλά φοβόταν ακόμα περισσότερο να υποχωρήσει σε πονηρές απαιτήσεις. Προτίμησε να τα σπάσει. Κι όπως συμβαίνει πάντα με τους κόκκινους, όπου απαντήσουν αποφασιστικότητα υποχωρούν εκείνοι. Μετά τις δυο σημερινές συναντήσεις, με τον Στρατηγό το πρωί, και με τον Σέπερντ το βραδάκι, ο Ζέβγος απελπίστηκε για την επικράτηση του ΕΛΑΣ και προσπάθησε να κατευνάσει τους ξέφρενους οπαδούς του».
Οι μαρτυρίες ότι ο Ζέβγος ήταν ανάμεσα στους μεν και τους δε είναι παραπάνω από σαφείς. Άλλωστε εκείνη την ώρα τα περιθώρια, που είχε το ΚΚΕ, δεν ήταν εντελώς περιορισμένα. Και αν ακόμη δεν κατέληγε στο να εξασφαλισθεί η είσοδος της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ ή μέρους της, υπήρχε η εναλλακτική λύση του πολυπληθούς εφεδρικού ΕΛΑΣ, που ούτως ή άλλως υπήρχε μέσα στα όρια της πρωτεύουσας και για το οποίο είχε προβλεφθεί η ύπαρξη οπλισμού. Φαίνεται όμως πως οι οργανωτικές ικανότητες του ΕΛΑΣ δεν ήταν οπωσδήποτε απεριόριστες, ενώ από την άλλη μεριά η ατμόσφαιρα σκιαζόταν από τις ενδεχόμενες συνέπειες για μια κατάφωρη άρνησή του να εκτελέσει τις μέσω Σπηλιωτόπουλου σαφείς διαταγές του Σκόμπι.
Το όλο ζήτημα εντοπιζόταν, από όλες τις πλευρές λίγο ώς πολύ, στο να αποφευχθεί μια αιματηρή επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Και το ευφυές, όσο και απλοϊκό, τέχνασμα του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου να αφήσει ουσιαστικά ανέπαφο το φόβητρο των Ταγμάτων Ασφαλείας φαίνεται πως είχε την επίδρασή του. Εκείνη την ώρα κανείς δεν ήξερε πραγματικά πόση ακριβώς ήταν η δύναμή τους, ενώ το θέμα του αφοπλισμού τους ήταν εντελώς σχετικό, αφού ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να επανεξοπλισθούν και να ανασυνταχθούν, καθώς ήταν περιορισμένα στον στρατωνισμό τους στο Γουδί. Παράλληλα ο εντατικός εξοπλισμός μικρών «ανωνύμων» εθνικιστικών ομάδων, σε διάφορες συνοικίες και κυρίως στο κέντρο της πόλης, που είχαν αναπτυχθεί τις τελευταίες εβδομάδες για να λειτουργήσουν αν χρειασθεί αποτρεπτικά στη μονομερή κατάληψη της εξουσίας από την Αριστερά, δεν μπορούσε να αποτιμηθεί επακριβώς – οπότε αποτελούσε ένα δεύτερο «φόβητρο».
Η αποτελεσματικότητα των δύο αυτών παραγόντων θα αποδειχθεί λίγο αργότερα, κατά τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, αλλά ταυτόχρονα θα διαφανεί και πόση επιρροή εξακολουθούσε ακόμη να έχει το ΕΑΜ στον πληθυσμό.

ΕΝΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΠΡΙΝ

Την παραμονή της ημέρας που απελευθερώθηκε η Αθήνα, οι πληροφορίες που συγκέντρωνε το επιτελείο του Σπηλιωτόπουλου δεν άφηναν αμφιβολία για το πόσο κοντά ήταν η στιγμή, αλλά παρέμενε ακόμη απροσδιόριστη ως προς τη χρονική ακρίβεια.
Την ημέρα αυτή, ο Θ. Τσάτσος είχε συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον αρχηγό του Κόμματος Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλη, με τους οποίους είχε πολιτικές συνομιλίες. Ήταν εξουσιοδοτημένος να τους κάνει σημαντικές ανακοινώσεις που τους αφορούσαν προσωπικά. Στον μεν πρώτο ανακοίνωσε ότι η Κυβέρνηση Παπανδρέου είχε πρόθεση να του αναθέσει την αντιβασιλεία, ενώ στον δεύτερο δήλωσε ότι «αν επέμενε» θα μπορούσε να αναλάβει την πρωθυπουργία, αν και ο Γ. Παπανδρέου περιβάλλεται «από την συμμαχικήν κοινήν γνώμην». Μας διηγείται ο ίδιος («Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως»):
«Την 9ην πρωινήν μετέβην μετά του Αγγέλου Έβερτ εις την επί της οδού Δημοκρίτου 1 κατοικίαν του Μακαριωτάτου, προς τον οποίον με συνέδεε βαθύ αίσθημα φιλίας και σεβασμού και προς τον οποίον εξέθεσα ότι ανεχώρησα εξ Ιταλίας με την εντολήν να του δηλώσω ότι η Κυβέρνησις απεφάσισε την ίδρυσιν της Αντιβασιλείας, άμα τη αφίξει της εις Αθήνας, αλλ’ ότι η εαμική πλευρά υποστηρίζει την ανάγκην τριμελούς συνθέσεώς της, ο δε Γ. Παπανδρέου υπεστήριξεν ότι ηδυνάμεθα να θεσπίσωμεν παρά τον Αντιβασιλέα την ύπαρξιν θεσμού δύο πολιτικών συμβούλων, των οποίων η προσυπογραφή θα ήτο απαραίτητος διά τινας μόνον πράξεις, καθορισθησομένας διά της συντακτικής πράξεως της μελλούσης να ιδρύση την Αντιβασιλείαν.
Ο Μακαριώτατος μου απήντησεν, ότι δεν γνωρίζει εάν θ’ απεδέχετο ποτέ το μέγα βάρος των καθηκόντων της Αντιβασιλείας, αλλ’ εάν εκτιμήση ότι χρέος εθνικόν τού το επιβάλλει τότε θ’ αναδεχθή το βάρος αυτό, υπό τον όρον να είναι μόνος υπεύθυνος των πράξεών του.
Εις τον Μακαριώτατον εξέθεσα γενικώς την κατάστασιν και την κατεύθυνσιν των ενεργειών μου. Μου επέστησε την προσοχήν επί των υφισταμένων κινδύνων και μου κατέστησε γνωστόν ότι ο περισσότερος κόσμος ζη υπό την κατάθλιψιν μιας αφορήτου ανησυχίας διά την επαύριον.
Περί την 10ην έφθασεν ο Θ. Σοφούλης, αδύνατος και ωχρότατος από τον εγκλεισμόν εις το Χαϊδάρι, αλλ’ ευθυτενής.
Ο Μακαριώτατος, παρά την παράκλησιν του Θ. Σοφούλη και εμού να παραμείνη, απεχώρησε της αιθούσης.
Ο Θ. Σοφούλης μού είπε ευθύς, ότι συμμερίζεται την γενικώς κρατούσαν απαισιόδοξον ανησυχίαν διά το τι θα συμβή μετά τινας ημέρας άμα τη αποχωρήσει των Γερμανών και ταυτοχρόνως  μου υπεγράμμισε το μέγεθος των ευθυνών της Κυβερνήσεως και ιδιαιτέρως του Γ. Παπανδρέου και εμού προσωπικώς. Εξέθεσα τότε εις τον Θ. Σοφούλην τα ληφθέντα μέτρα και την επικειμένην άφιξιν αλεξιπτωτιστών και την γενικωτέραν κατεύθυνσιν της απελευθερωτικής πολιτικής της Κυβερνήσεως. Νομίζω πράγματι, ότι ο Θ. Σοφούλης εξετίμησε τότε δεόντως τα στοιχεία, εφ’ ων εστηρίζετο η προσωρινή αισιοδοξία της Κυβερνήσεως. Μεθ’ ο εξέθεσα διά μακρών όλα τα διαδραματισθέντα εις την Αίγυπτον, τους λόγους, ένεκα των οποίων έκρινα επιβεβλημένην την παραμονήν μου εις την Κυβέρνησιν, τα της διασκέψεως της Καζέρτας και τέλος τα της συνομιλίας μου με τον πρεσβευτήν της Μεγάλης Βρετανίας, την παραμονήν της αναχωρήσεώς μου δι’ Αθήνας. Όσον αφορά το ζήτημα της Πρωθυπουργίας είπον, ότι ο Γ. Παπανδρέου, εάν επιμείνη ο Θ. Σοφούλης ν’ αναλάβη ο ίδιος την Πρωθυπουργίαν, θα το δεχθή, αλλ’ ότι θεωρώ τόσον μεγάλην την εμπιστοσύνην, με την οποίαν περιβάλλεται ο Γ. Παπανδρέου από την συμμαχικήν κοινήν γνώμην, ιδία δε την Βρετανικήν, ώστε να δύναμαι να προβλέψω, ότι η Βρετανική Κυβέρνησις θ’ αντίκρυζε με ανησυχίαν κάθε μεταβολήν εις το πρόσωπον του Πρωθυπουργού. Ετόνισα επίσης εις τον Θ. Σοφούλην, ότι παρά τ’ ανωτέρω, εάν επιμείνη, είμαι απολύτως βέβαιος ότι ο Γ. Παπανδρέου θα δεχθή να παραιτηθή ή ενδεχομένως να παραμείνη ως Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και υπουργός των Εξωτερικών.
Εξέθεσα την γνώμην μου, καθ’ ην επεβάλλετο να υπάρξουν σαφείς και ειλικρινείς σχέσεις μεταξύ Φιλελευθέρων και Γ. Παπανδρέου. Είπον επίσης, ότι, εάν διά την ύπαρξιν τοιούτων σχέσεων κριθή επιβεβλημένη η ανάληψις της Πρωθυπουργίας από τον Θ. Σοφούλην, οφείλει ούτος να επιμείνη οπωσδήποτε και να λάβη την προεδρίαν της Κυβερνήσεως, ίνα μη διά μιας υποχωρήσεως εις το ζήτημα τούτο δημιουργηθή λανθάνουσα κατάστασις, ομοία προς την εν Αιγύπτω, από την οποίαν θα προκύψουν βραδύτερον πολλά δεινά. Πάντως, ετόνισα, ότι ο Γ. Παπανδρέου δεν θα θελήση να διατηρήση την Πρωθυπουργίαν, εάν δεν έχη την δεδηλωμένην υποστήριξιν των Φιλελευθέρων και υπό την έννοιαν ταύτην έχει ανακοινώσει, ότι θα εξαρτήση την ρύθμισιν του Κυβερνητικού ζητήματος από την επί του προκειμένου συμφωνίαν του με τον Θ. Σοφούλην.
Ο Θ. Σοφούλης, εις απάντησιν, με ηρώτησε πότε ακριβώς έφυγα από την Ιταλίαν. Του απήντησα “την 28 Σεπτεμβρίου”. “Έχουν επέλθει νέα γεγονότα”, μου είπεν. “Οι Άγγλοι έπαυσαν να έχουν εμπιστοσύνην εις τον Παπανδρέου”. Τον ηρώτησα πώς ήτο δυνατόν να παρέχη πίστιν εις τόσον απιθάνους πληροφορίας, αι οποίαι, δεδομένου ότι η βρετανική εμπιστοσύνη προς τον Γ. Παπανδρέου ήτο έκδηλος μέχρι προ τινων ημερών, τότε μόνον θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν, εάν είχον επισημοτάτην την προέλευσιν. Τότε ήκουσα με αληθή έκπληξιν, ότι κάποιος Martin ενεφανίσθη εν Αθήναις ως απεσταλμένος του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών και μετά μακράν συνάντησιν υπέδειξεν εις τον Θ. Σοφούλην, όστις εδίσταζε, τον παρ’ αυτού σχηματισμόν Κυβερνήσεως. Εις τον Θ. Σοφούλην εξέφρασα την ζωηράν αμφιβολίαν περί της αρμοδιότητος του αγνώστου εις εμέ Martin να προβή εις παρομοίας ενεργείας. Συνηντήθην, ειρήσθω εν παρόδω, εντός της ημέρας με τον Συνταγματάρχην Σέπερτ, όστις ανησύχησε, δοθέντος ότι ηγνόει τελείως την παρουσίαν του Martin, και με ηρώτησε τι απήντησα εις τον Θ. Σοφούλην. Του εξέθεσα τα διαμειφθέντα και μου είπεν ότι και αυτός εκ της όλης συνεχούς επικοινωνίας με το Στρατηγείον συνάγει το συμπέρασμα, ότι ο Martin είναι πρόσωπον ή λίαν ύποπτον ή λίαν επιπόλαιον. Κατά το πέρας της συνομιλίας μου με τον Θ. Σοφούλην τον ηρώτησα εν συνεχεία προς το μήνυμά του και μετά τα όσα του εξέθεσα, εάν εγκρίνει πάντοτε την στάσιν μου και του εδήλωσα ταυτοχρόνως ότι, από της στιγμής της αφίξεως του Γ. Παπανδρέου εις Αθήνας, η παραίτησίς μου θα είναι εις την διάθεσίν του.
Ο Θ. Σοφούλης μού είπεν ότι εγκρίνει την στάσιν μου και ότι το ζήτημα της παραιτήσεώς μου θα εξαρτηθή από την απόφασιν, την οποίαν θα λάβη μετά την άφιξιν του Γ. Παπανδρέου εις Αθήνας».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Θ. Τσάτσος είχε και μια άλλη σημαντική συνάντηση. Συναντήθηκε με τον Στυλιανό Γονατά, ο οποίος του εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για τα μέτρα που έχει πάρει η Κυβέρνηση Παπανδρέου, ενώ την μέμφθηκε ειδικά για τη στάση της έναντι των Ταγμάτων Ασφαλείας. Όπως είναι γνωστό, ο Στυλ. Γονατάς υπήρξε από τους στυλοβάτες τους, διατηρώντας πάντοτε την πεποίθηση ότι ήταν η σημαντικότερη λύση για να αποτραπεί η κατάληψη της εξουσίας από την Αριστερά κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο.
Η αντίστροφη μέτρηση για την Απελευθέρωση είχε αρχίσει και μόνο λίγες ώρες απέμεναν. Ο Χρ. Ζαλοκώστας μάς δίνει για την παραμονή της Απελευθερώσεως κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
«Πρωί-πρωί, χάλασαν οι Γερμανοί το Τηλεφωνικό Κέντρο, μα το ελληνικό δαιμόνιο αντίδρασε. Παρουσιάστηκαν στο Σπηλιωτόπουλο ο αστυνόμος Τσινόγλου κι ο γιατρός Λιβέρης κ’ έθεσαν στη διάθεσή του τηλεφωνική γραμμή που είχαν ετοιμάσει με δική τους πρωτοβουλία. Δεν ξέρουμε ποιαν ώρα ακριβώς ξεκουμπίζεται ο στρατηγός Felmy, μα από τη στιγμή εκείνη θ’ αρχίσει η κρίση. Δεν πρέπει το ΕΑΜ ν’ αρπάξει ούτε τα Παλαιά Ανάκτορα, για να εγκαταστήσει ψευτοκυβέρνηση, ούτε τ’ αεροδρόμια, απ’ όπου περιμένουμε συμμαχικά αεραγήματα. Εμείς, που ειδοποιήσαμε σωστά το Κάιρο για τη γερμανική αποχώρηση, απαντέχουμε πως το Στρατηγείο θα κρατήσει την υπόσχεσή του να στείλει αυθημερόν δυνάμεις. Για τούτο καταρτίστηκαν και περιμένουν συνεργεία εργατών στ’ αεροδρόμια, που θα δράσουν από μέσα, κ’ ένοπλες ομάδες εθνικιστών, που θα δράσουν απ’ έξω. Κατά το μεσημέρι πλησιάζει τον Σπηλιωτόπουλο αποσταλμένος των νέων, όσους έχει εγκαταστήσει σε σπίτια γύρω από στρατηγικά σημεία, και ζητάει φυσέκια. Δεν βαστά περισσότερα από δέκα κάθε παιδί. Πώς θ’ ανοίξουν μάχη δίχως πυρομαχικά; Μα δεν έχουμε τίποτα να τους δώσουμε. Το δεύτερο καΐκι δεν φάνηκε ακόμα. Οι προθέσεις του ΕΑΜ είναι πάντα κακόβουλες. Πάλι σήμερα πάσχισαν να καταφέρουν τον Στρατηγό να επιτρέψει να μπουν τμήματα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, κατάκοπα, λέει, φερμένα πεζή από την Κόρινθο. Ο Στρατηγός αποκρίθηκε πως δεν είναι ώρα αναπαύσεως αλλά κάματου και διάταξε να τραβήξουν συνέχεια για την Κάζα. Πριν το μεσημέρι ο συνταγματάρχης Κιτριλάκης παρουσίασε στον στρατ. Διοικητή τον ανθυπίλαρχο Βάσο (ακολουθώντας την παράδοση της οικογενείας του σκοτώθηκε το παλικάρι στον Όλυμπο, σε νυχτοσυμπλοκή εναντίον αναρχικών), κομάντος της Μ. Ανατολής, που είχε φτάσει μυστικά μ’ εντολή να μελετήσει επίθεση από τη θάλασσα κατά του Πειραιά, για να προλάβουν την καταστροφή του. Ήθελε να μάθει τι φράγμα έκαμαν οι Γερμανοί στον προλιμένα και τι ναρκοπέδια τοποθέτησαν. Ο Στρατηγός τον παράπεμψε στους αξιωματικούς του Μηχανικού που ήξεραν όλες αυτές τις πληροφορίες και του σύστησε να βιαστεί να γυρίσει στον Πόρο για να πει στον αρχηγό του Μεσσηνόπουλο να κάμει τον αιφνιδιασμό αμέσως αύριο, μήπως μεθαύριο ήταν αργά. Τ’ απομεσήμερο κατάσκοπός μας φέρνει την είδηση πως ο Felmy σε λίγο αποχωρεί με το κύριο σώμα κι ότι τμήμα οπισθοφυλακής θα κάμει αύριο την υποστολή της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη, θα καταθέσει στέφανο στον Άγνωστο Στρατιώτη, και η πρωτεύουσα, αφού κηρυχθεί ανοχύρωτη, θα εκκενωθεί».

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ

Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι την επομένη η Κατοχή θα λήξει. Αυτό επιβεβαιώθηκε το βράδυ από διάφορες πηγές, κυρίως όμως από τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιω. Ράλλη, ο οποίος κάλεσε τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Άγγ. Έβερτ για να ανακοινώσει στην κρυπτόμενη ακόμη Τριμελή Κυβερνητική Επιτροπή ότι από την επομένη θα είναι στη διάθεσή της.
Ο Ιωάννης Ράλλης θεωρούσε ότι είχε κατορθώσει να προσφέρει υπηρεσίες στους Συμμάχους, διατηρώντας πειθαρχημένο το κράτος μέχρι την τελευταία στιγμή, με τίμημα τον δικό του «Γολγοθά». Παρά τα αλλεπάλληλα και δραματικά συμβάντα, που κάθε μέρα σημειώνονταν με αιματηρότατα αποτελέσματα, σε γενικές γραμμές πράγματι είχε διατηρηθεί ο κρατικός μηχανισμός σε λειτουργία.
Σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις, στην πλευρά της κατοχικής κυβέρνησης, ο Γεώργιος Ι. Ράλλης στο βιβλίο του «Κοιτάζοντας πίσω» γράφει:
«Στις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου – δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία – ο πατέρας μου ειδοποιήθηκε από το στρατηγό Σπηλιωτόπουλο, τον οποίο η κυβέρνηση του Καΐρου είχε διορίσει στρατιωτικό διοικητή Αθηνών – ότι η Αθήνα επρόκειτο να απελευθερωθεί και ότι θα αναλάμβανε αμέσως τα καθήκοντά του. Ο αγγελιαφόρος που έστειλε ο Σπηλιωτόπουλος στον πατέρα μου, μεταδίδοντας το μήνυμα, παρέλειψε να πει – ίσως γιατί δεν είχε καταλάβει – ότι η απελευθέρωση θα καθυστερούσε μερικές ημέρες ακόμη. Αντίθετα, δημιούργησε την εντύπωση ότι ο Σπηλιωτόπουλος επρόκειτο να αναλάβει τα καθήκοντά του την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επομένη.
Ο πατέρας μου, γεμάτος χαρά που τερματιζόταν ο Γολγοθάς του – όπως αποκαλούσε την άσκηση της πρωθυπουργίας κατά το διάστημα της κατοχής – κάλεσε τους αρμόδιους της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας και του Συντάγματος Πλυτζανόπουλου να εκτελέσουν τις διαταγές του Σπηλιωτόπουλου. Αυτή η παρεξήγηση παραλίγο να οδηγήσει στην κατάληψη από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ καίριων σημείων της πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα, τα όργανα της χωροφυλακής, που είχαν την ευθύνη των φυλακών Αβέρωφ και της περιοχής του Μετς, έλαβαν εντολή από τους επικεφαλής αξιωματικούς να παραδώσουν τις θέσεις τους στον ΕΛΑΣ γιατί πίστεψαν ότι έτσι συμμορφώνονταν με τις εντολές του στρατιωτικού διοικητή. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή, ο συνταγματάρχης Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, που αντιλήφθηκε την παρεξήγηση, επικοινώνησε με τον αρχηγό της Χωροφυλακής και τον Πλυτζανόπουλο και έτσι αποτράπηκε η παράδοση των δύο αυτών περιοχών στον ΕΛΑΣ.
Στις 9 Οκτωβρίου, μου τηλεφώνησε από το δικηγορικό μας γραφείο ο Σταύρος Βασιλειάδης και με παρακάλεσε να δώσω είσοδο για να με συναντήσει στο πολιτικό γραφείο ο Αλέκος Νικολαΐδης. Σε λίγο, κατάπληκτος είδα να εμφανίζεται, στη βιβλιοθήκη της Βουλής όπου διάβαζα, ο παλαιός φίλος Αλέκος Βάσσος, που βρισκόταν στη Μέση Ανατολή από το θέρος του 1942.
Μου είπε ότι υπηρετούσε στον Ιερό Λόχο, ότι το τμήμα του είχε αποβιβαστεί κρυφά στην περιοχή Κρανιδίου και ήθελε να μάθει από τον πατέρα μου πόσες δυνάμεις διατηρούσαν οι Γερμανοί στην πρωτεύουσα. Οδήγησα τον Αλέκο στο γραφείο του πατέρα μου, που τον αγκάλιασε με συγκίνηση και του έδωσε όσες πληροφορίες μπορούσε. Του ανέθεσε ακόμα να διαβιβάσει στον αρχηγό της Μοίρας του ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να προλάβουν την ανατίναξη των εγκαταστάσεων του ΟΛΠ, που είχαν ναρκοθετήσει οι Γερμανοί. Όπως είπε ο πατέρας μου στον Αλέκο, ο στρατηγός Φέλμι είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τους Άγγλους διά μέσου του Λούβαρη, ώστε να αποτραπεί η ανατίναξη των εγκαταστάσεων, την οποία είχαν προγραμματίσει τα Ες Ες, η προσπάθειά του όμως αυτή απέτυχε. Τις νύχτες της 9ης, 10ης και 11ης Οκτωβρίου, ο πατέρας μου κοιμήθηκε σ’ ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου των Παλαιών Ανακτόρων, όπου σήμερα είναι η αίθουσα των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου. Ζήτησα να βάλουν στο ίδιο δωμάτιο και ένα κρεβάτι εκστρατείας για μένα και κοιμήθηκα καλά, παρ’ όλους τους κρότους που ακούγονταν από την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ του ΕΛΑΣ και των κυβερνητικών δυνάμεων στις περιοχές της Καισαριανής και του Βύρωνα, και παρά τα συνεχή τηλεφωνήματα των υπεύθυνων αξιωματικών που τηρούσαν ενήμερο τον πατέρα μου για τα συμβαίνοντα. Μόνο το πρώτο βράδυ ήταν κάπως ενοχλητικό, γιατί τα κρεβάτια μας ήταν από καιρό αχρησιμοποίητα και μόλις σβήσαμε το φως, οι κοριοί, που είχαν φωλιάσει εκεί, μας επιτέθηκαν με ιδιαίτερη μανία, σε αλλεπάλληλα κύματα.
Το πρωί, όταν σηκωθήκαμε, ζήτησα να μας βράσουν νερό και εξόντωσα τα αηδιαστικά ζωύφια με τη μέθοδο που εφαρμόζαμε πριν από πέντε χρόνια στη Σχολή Εφέδρων στη Λάρισα.
Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου, ο πατέρας μου σηκώθηκε πολύ ενωρίς, ντύθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο, όπου ήταν το γραφείο του. Ύστερα από μια περίπου ώρα, επειδή η μάχη μαινόταν, ανησύχησα και πήγα να τον βρω. Έγραφε το αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό και, προτού το στείλει για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μου το διάβασε θέλοντας να έχει τη γνώμη μου.
Στο διάγγελμά του ο πατέρας μου υπενθύμιζε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι είχε χρέος να αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς και τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον ελληνικό λαό, στους δημοσίους υπαλλήλους και στους αναπήρους, οι οποίοι, όπως σημείωνε, “αποτελούν το εθνικόν κόσμημα”. Τελείωνε με τις ακόλουθες φράσεις:
“Τας υποσχέσεις μου αυτάς ετήρησα απαρεγκλίτως εν τω μέτρω των δυνατοτήτων κυβερνήτου κατά το διάστημα ξενικής κατοχής, πάντως όμως όχι κυβερνήτου κατοχής, διότι ποτέ δεν εδέχθην να συγκροτήσω κυβέρνησιν της κατοχής.
Εν τω διαγγέλματί μου εκείνω εξέφραζον την πεποίθησιν ότι η Ελληνική Öυλή, διά της διακρινούσης αυτήν συνέσεως και φιλοπατρίας ήθελεν επιτύχει μίαν ημέραν να οδηγήση εις υπήνεμον λιμένα την εθνικήν κιβωτόν. Η πρόρρησίς μου αύτη, την οποίαν πας Έλλην γνωρίζων την ένδοξον ιστορίαν μας θα ηδύνατο να κάμη ασφαλώς, εισήλθε πλέον εις την οδόν της πραγματοποιήσεως. Τα ζοφερά νέφη της δουλείας ήρχισαν να διαλύωνται υπό του ανατέλλοντος ηλίου της ελευθερίας.
Ευτυχής διότι υπό αισίους οιωνούς λήγει η μαρτυρική αποστολή μου και με ήσυχον την συνείδησιν ότι εξετέλεσα πιστώς το καθήκον μου, επανέρχομαι εις τον ιδιωτικόν βίον, έτοιμος να λογοδοτήσω ενώπιον παντός αρμοδίου”.
Παραμείναμε στο πολιτικό γραφείο ολόκληρη την ημέρα της 12ης Οκτωβρίου. Μόνο το μεσημέρι της επόμενης ημέρας επιστρέψαμε στο σπίτι, όπου ύστερα από δύο ώρες, έφτασε ο αστυνομικός διευθυντής Άγγελος Έβερτ και ζήτησε από τον πατέρα μου, κατά διαταγή της κυβερνήσεως, να τον ακολουθήσει για “λόγους προσωπικής του ασφάλειας”.
“Στις φυλακές Αβέρωφ υποθέτω, Άγγελε”, απάντησε ο πατέρας μου και, αφού ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα και αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και εμένα, ακολούθησε τον Έβερτ και τους δύο αστυνομικούς που ήταν μαζί του.
Όπως ορθά είχε προβλέψει, τον οδήγησαν στις φυλακές Αβέρωφ και την επόμενη μέρα τού πήγα εκεί το φαγητό, πράγμα που επαναλάμβανα καθημερινά από τότε».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Η μία εξουσία αποσυρόταν και η άλλη ανελάμβανε. Από τη δική του μεριά, ο Θεμιστοκλής Τσάτσος δίνει τις δικές του συγκλονιστικές αναμνήσεις:
«Ηγέρθημεν όλοι την 12ην Οκτωβρίου περί την 5ην πρωινήν. Οι Αξιωματικοί του Επιτελείου της Στρατιωτικής Διοικήσεως, οι κατοικούντες εντός του αυτού με ημάς κτιρίου, διετάχθησαν την ημέραν εκείνην να εμφανισθούν όλοι την 6ην πρωινήν εν στολή. Δεν εγνώριζα την διαταγήν αυτήν του Στρατηγού Σπηλιωτοπούλου. Αλλά ο Συνταγματάρχης Π. Κατσώτας, με τον οποίον εμοιραζόμεθα το δωμάτιον, το πρωί εφόρεσε την στολήν του, την ελληνικήν στολήν, όπως είχε τροποποιηθή εις την Μ. Ανατολήν. Την 6ην ακριβώς εις τον διάδρομον εμφανίζονται διά μιας όλοι οι αξιωματικοί εν στολή. Ο πρώτος, τον οποίον συναντώ, είναι ο Αντισυνταγματάρχης του Μηχανικού Κατσουρίδης. Όταν αντίκρυσα το βυσσινί διακριτικόν του όπλου, εις το οποίον υπηρέτησα και εγώ, με κατέλαβεν ένας λυγμός χαράς. Ήρχετο και ο Π. Κατσώτας και δι’ ολίγας στιγμάς οι τρεις ενηγκαλίσθημεν αλλήλους και εμείναμεν άφωνοι και δακρύοντες. Την στιγμήν εκείνην είχον αισθανθή μίαν από τας μεγαλυτέρας συγκινήσεις της ζωής μου. Μετ’ ολίγον ειδοποιούμεθα ότι έφθασαν δύο Βρετανοί Αξιωματικοί.
Την 9ην, εις μίαν οικίαν έναντί μας, εις άνθρωπος με καταφανή δείγματα συγκινήσεως εξήλθεν εις τον εξώστην και ήρχισε να υψώνη την σημαίαν του και τον είδα, μόλις έδεσε το σχοινίον, ν’ ασπάζεται την άκραν του εθνικού μας συμβόλου και να κάμνη τον σταυρόν του. Και μετ’ ολίγον άλλη και άλλη. Και μετ’ ολίγον ο δρόμος είχε γεμίσει από σημαίας. Ο κόσμος έκαμνε τον σταυρόν του και οι διαβάται κλαίοντες ησπάζοντο αλλήλους, αλλά κανείς ακόμη δεν εζητωκραύγαζε. Φόβος συνείχε τας ψυχάς, κληρονομία του παρελθόντος και διαίσθησις του μέλλοντος».
Στην τελευταία αυτή φράση του Θ. Τσάτσου περικλείεται η απτή πραγματικότητα που αντιπροσώπευε εκείνη τη στιγμή τον ανώνυμο Αθηναίο πολίτη. Φόβος κληρονομημένος από το πρόσφατο παρελθόν και φόβος για το άμεσο μέλλον.
Συνεχίζει την αφήγησή του για την ιστορική ημέρα:
«Ήρχισεν εντεινομένη βαθμιαίως και η κωδωνοκρουσία. Ο κόσμος συνέρρεε προ της Αστυνομικής Διευθύνσεως. Οι Βρετανοί Αξιωματικοί ενεφανίσθησαν τότε εις τον εξώστην και μία φρενίτις κατέλαβε τον κόσμον. Μετ’ ολίγον εμφανίζεται ο Συνταγματάρχης Π. Κατσώτας εν στολή και το πλήθος χειροκροτεί. Με έξαλλον χαράν εχειροκρότησεν ο κόσμον τον στρατηγόν Σπηλιωτόπουλον ήρεμον και μειδιώντα. Και περί την 10ην απεφασίσαμεν ν’ αναχωρήσωμεν. Το πράγμα δεν ήτο βεβαίως εύκολον. Αλλ’ επί τέλους κατωρθώσαμεν ν’ ανέλθωμεν επί των αυτοκινήτων και εν μέσω ασυγκρατήτων εκδηλώσεων, κατά των οποίων ματαίως ηγωνίζετο ο Φ. Μανουηλίδης, εφθάσαμεν εις τα Παλαιά Ανάκτορα και εγκατεστάθημεν επισήμως. Μετ’ ολίγον συνέρρευσαν φίλοι, γνωστοί και πλήθος άπειρον. Επιτροπαί, αντιπροσωπείαι... Η τήρησις οιασδήποτε τάξεως και σειράς απέβαινεν αδύνατος. Εν τω μέσω της κοσμοσυρροής συνετάγη το ακόλουθον τηλεγράφημα προς την Κυβέρνησιν:
“Ο βραχνάς της σκλαβιάς ετελείωσε στην Αθήνα. Με το αναφιλητό μιας ανέκφραστης χαράς χαιρετάμε την Εθνική Κυβέρνηση. Ο Λαός, ο ηρωικός Λαός των Αθηνών, γιορτάζει αδελφωμένος τη λευτεριά του. Η Τριμελής Κυβερνητική Επιτροπή: Φ. Μανουηλίδης, Ι. Ζέβγος, Θεμ. Τσάτσος”.
Οφείλω να παρατηρήσω μόνον ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι Φιλελεύθεροι πολιτευταί ετήρησαν επιδεικτικήν αποχήν, υποθέτω εν πολλοίς και διά λόγους προσωπικούς έναντί μου.
Πάντως, από το απόγευμα παρέστη ανάγκη ν’ απαγορευθή η ελευθέρα προσέλευσις επισκεπτών και επιτροπών και επεδόθημεν εις το έργον της αντιμετωπίσεως των επειγόντων ζητημάτων, εν σχέσει με τον επισιτισμόν, την τάξιν και τα οικονομικά ζητήματα, που προέκυπτον από την αλματώδη υποτίμησιν των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και την απόλυτον αδυναμίαν της Τραπέζης της Ελλάδος ν’ αντιμετωπίση τας χρηματικάς ανάγκας των ταμείων.
Μέχρι της μεσημβρίας εξηκολουθήσαμεν δεχόμενοι συνεχώς επιτροπάς. Εν τω μεταξύ, εκ Πειραιώς επληροφορούμεθα ως επικειμένην την ανατίναξιν του Λιμένος. Τη καθοδηγήσει μας κατεβλήθησαν αι ύσταται προσπάθειαι διά την διάσωσιν του Λιμένος. Παρά τας δραματικάς προσπαθείας μιας Επιτροπής, η οποία είχε λάβει την εντολήν να μεταβή προς συνάντησιν του Γερμανού Φρουράρχου, ουδέν αποτέλεσμα επετεύχθη. Ουδ’ εξ άλλου κατέστη δυνατόν να πληροφορηθώμεν πώς είχε τεχνικώς ρυθμισθή η πυροδότησις των κατά μήκος της προκυμαίας φρεατίων, όπου είχον τοποθετηθή παρά των Γερμανών αι εκρηκτικαί ύλαι. Προς αποφυγήν δυστυχημάτων ειδοποιήθη ο πληθυσμός. Την 5.30 απογευματινήν της 12ης Οκτωβρίου ήρχισαν αι τρομακτικαί ανατινάξεις και εξηκολούθησαν μέχρι νυκτός. Κόπος και μόχθος γενεών κατεστρέφετο. Ευτυχώς, χάρις εις τα ληφθέντα μέτρα, δεν είχομεν, εκτός από ένα νεκρόν και ένα τραυματίαν, άλλα θύματα».
Η Κυβερνητική Επιτροπή, ο Στρατιωτικός Διοικητής Σπηλιωτόπουλος και ο επιτελάρχης του συνταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας είχαν καταστρώσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο για την τήρηση της τάξης κατά την Απελευθέρωση, που ήταν στοιχειώδης προϋπόθεση για τη συνέχεια της ζωής στην πρωτεύουσα. Αποφάσεις, διαταγές, εντολές με διάφορες διαβαθμίσεις και χαρακτηρισμούς, γραπτές, προφορικές ή τηλεφωνικές. Χρειαζόταν ένας εξοντωτικός ρυθμός για να εξασφαλισθεί η ομαλότητα, η ησυχία, η εμπιστοσύνη των πολιτών και πρωτίστως η κάλυψη όλων των στοιχείων της καθημερινότητας, περιλαμβανομένου του επισιτισμού, της παροχής πρώτων βοηθειών σε περιπτώσεις ανάγκης. Κάθε ζήτημα, το πιο σύνθετο ή το απλούστερο, που προέκυπτε έπρεπε να επιλύεται αμέσως και με υπευθυνότητα.
Στο διάγγελμά της προς τον Ελληνικό Λαό η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος τόνιζε, ενώ τα τελευταία γερμανικά τμήματα εγκατέλειπαν την Αθήνα:
«Η ώρα της ελευθερίας έφθασε. Τα συμμαχικά στρατεύματα, νικηφόρα εις όλα τα μέτωπα, ευρίσκονται ήδη επί του ελληνικού εδάφους. Σκοπός των είναι να εκκαθαρίσουν τας δυνάμεις του εχθρού που υπάρχουν ακόμη εις την Ελλάδα, να αποκαταστήσουν την εθνικήν μας κυριαρχίαν και να συνεργασθούν μαζύ μας διά την πλήρη και ταχείαν ήτταν του εχθρού. Η Ελληνική Κυβέρνησις είναι βεβαία, ότι ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός και ιδιαιτέρως αι ένοπλοι οργανώσεις θα βοηθήσουν διά παντός τρόπου τα συμμαχικά στρατεύματα, θα εκτελέσουν πλήρως τας διαταγάς του Συμμάχου Διοικητού και θα συμμορφωθούν προθύμως εις τας οδηγίας των υπ’ αυτόν Διοικητών. Αι ανταρτικαί και μυστικαί πατριωτικαί οργανώσεις, αι αστυνομικαί δυνάμεις, οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί παντός όπλου, μόνιμοι και έφεδροι καλούνται ιδιαιτέρως να πειθαρχήσουν κατά τρόπον παραδειγματικόν, εις την Κυβέρνησιν και τους αντιπροσώπους αυτής. Όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί οφείλουν να παραμείνουν εις τας θέσεις των αναμένοντες τας εντολάς της Κυβερνήσεως. Όσοι εξ αυτών κατά το διάστημα της κατοχής επέδειξαν διαγωγήν αντίθετον προς την εθνικήν συνείδησιν, θα απομακρυνθούν. Η δικαία τιμωρία αυτών καθώς και παντός όστις συνειργάσθη με τον εχθρόν θα επιβληθή ταχέως υπό του Ελληνικού Κράτους. Κάθε κύρωσις την οποίαν θα επεχείρουν εις βάρος των μεμονωμένα άτομα ή οργανώσεις, χωρίς να αποτελή εγγύησιν αποδόσεως πραγματικής δικαιοσύνης, θα είναι αυθαίρετος υποκατάστασις εις την λειτουργίαν του Κράτους.
Όσοι έχουν απομακρυνθή από τας οικίας των οφείλουν να παραμείνουν εκεί όπου ακριβώς ευρίσκονται, διότι κάθε πρόωρος και ανοργάνωτος κίνησις θα δημιουργήση εμπόδια εις τας κινήσεις των συμμαχικών στρατευμάτων και θα προκαλέση σοβαράς ανωμαλίας. Η Ελληνική Κυβέρνησις μετά την αποκατάστασιν του Κράτους θα λάβη το ταχύτερον όλα τα μέτρα διά την επιστροφήν των ανωτέρω πληθυσμών εις τας εστίας των. Κάθε σύγχυσις διά την διανομήν ειδών πρώτης ανάγκης πρέπει με κάθε τρόπον να αποφευχθή. Με την βοήθειαν του Συμμαχικού Στρατηγείου εξησφαλίσθησαν τρόφιμα και είδη περιθάλψεως που ανταποκρίνονται εις τας επειγούσας ανάγκας του λαού. Η Ελληνική Κυβέρνησις πιστεύει ότι με την βοήθειαν των Μεγάλων μας Συμμάχων η Ελλάς θα συνέλθη ταχέως από την ανήκουστον καταστροφήν που υπέστη και θα αναλάβη με ακόμη μεγαλυτέραν ορμήν την δημιουργικήν της δραστηριότητα. Τούτο όμως απαιτεί την πλήρη συνεργασίαν ολοκλήρου του ελληνικού λαού. Κατά την κρίσιμον αυτήν στιγμήν αποφεύγετε τας πολιτικάς διενέξεις και παν ό,τι δύναται να διασαλεύση την εθνικήν ενότητα του λαού. Ο ελληνικός λαός, ο οποίος τόσα υπέστη ανακτά τας ελευθερίας του και μόνος έχει το κυριαρχικόν δικαίωμα να ορίση ελευθέρως και το πολίτευμα και το κοινωνικόν καθεστώς και την κυβέρνησιν της αρεσκείας του, θα κληθή δε όσον το δυνατόν ταχύτερον διά να αποφανθή περί αυτών.
Έλληνες. Τα μάτια του κόσμου έχουν στραφή ακόμη μίαν φοράν προς την Ελλάδα. Όλος ο λαός επολέμησεν εναντίον του εισβολέως και παρέσχεν εις τον συμμαχικόν αγώνα υπηρεσίας που έχουν προκαλέσει βαθυτάτην αναγνώρισιν όλων. Ήδη εκερδίσαμεν με τους συμμάχους τον πόλεμον. Ας φθάσωμεν εις την τελικήν νίκην ηνωμένοι διά να καταστώμεν ικανοί να κερδίσωμεν και την ειρήνην».
Η Αθήνα απελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944. Αναίμακτα, θα λέγαμε, αν δεν υπήρχαν τα θύματα των ελληνοελληνικών συρράξεων που κυριαρχούσαν τις μέρες εκείνες, ιδιαίτερα τις τελευταίες κατοχικές μέρες.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΣΩΡΤΣΙΛ-ΧΙΤΛΕΡ

Ακόμη και σήμερα δεν ξέρουμε, με την απόλυτη ιστορική τεκμηρίωση που απαιτείται, αν η απαγκίστρωση των εννέα πλήρων και ετοιμοπόλεμων γερμανικών μεραρχιών που εγκατέλειψαν την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1944 δεν οφειλόταν σε μια αγγλογερμανική συμφωνία που συνήφθη στη Λισσαβώνα τον Σεπτέμβριο. Αν κάποτε τεκμηριωθεί χωρίς ίχνος αμφιβολίας, ασφαλώς θα πρόκειται για τη μοναδική συμφωνία που υπήρξε κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ανάμεσα στους δύο κύριους εμπολέμους.
Από τις μέχρι τώρα ενδείξεις και πληροφορίες, διατηρώντας την επιφύλαξη που μόλις προαναφέραμε, προκύπτει ότι στην πορτογαλική πρωτεύουσα είχε πραγματοποιηθεί μια μυστική και σε υψηλό επίπεδο συμφωνία μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, αναφορικά με την εγκατάλειψη της Ελλάδος από την τελευταία. Βάσει αυτής της συμφωνίας, και ανεξάρτητα από το ποια πλευρά είχε την πρωτοβουλία, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα θα αποχωρούσαν ανενόχλητες, με μόνη υποχρέωση να παραδώσουν αμαχητί τη Θεσσαλονίκη στους Βρετανούς, ώστε να εξασφαλισθεί η παραμονή της χώρας στη βρετανική επιρροή.
Η πλέον πειστική αναφορά για το ζήτημα αυτό έχει γίνει από τον υπουργό του Χίτλερ Άλμπερτ Σπέερ, ελάχιστα χρόνια πριν πεθάνει και αφού είχε αποφυλακισθεί. Αντίστοιχη αναφορά υπάρχει και από τον επίσης Γερμανό αξιωματούχο Βίλφρεντ φον Όβεν, έναν από τους στενότερους συνεργάτες του Γκαίμπελς κατά τα τελευταία χρόνια, καθώς ο παντοδύναμος υπουργός Προπαγάνδας όχι μόνον ήταν ενήμερος των αγγλογερμανικών διαπραγματεύσεων, αλλά και είχε συμμετάσχει σ’ αυτές. Τόσο ο Σπέερ, όσο και ο φον Όβεν, τονίζουν ότι ο Χίτλερ ήταν απολύτως ενήμερος, ενώ ο πρώτος αναφέρει ότι ενήμερος ήταν και ο στρατηγός Γιοντλ, ο αρχηγός του γερμανικού γενικού επιτελείου.
Ωστόσο, από αγγλικής πλευράς δεν υπάρχει καμιά ανάλογη μαρτυρία, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείει το γεγονός. Το 1990, όταν ο υπογράφων είχε συμμετάσχει σε ένα διεθνές ιστορικό συνέδριο, που είχε οργανώσει το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο στους Δελφούς με πρωτοβουλία του τότε γενικού διευθυντή του Δρος Χ. Μ. Γκητάκου, στην εισήγησή του είχε αναφερθεί στο ζήτημα της μυστικής αυτής συμφωνίας για την Ελλάδα, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του επίσης συνέδρου Κρις Γουντχάουζ. Ο διακεκριμένος Βρετανός, που ως γνωστόν υπήρξε επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής κατά την Κατοχή, είχε εκφράσει την άποψη ότι αφού από τα μέχρι τότε δημοσιευθέντα αρχεία του Φόρεϊν Όφις δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο, δεν ήταν παρά μια αστήρικτη γερμανική θέση.
Πράγματι, λοιπόν, μέχρι τότε και βεβαίως μέχρι σήμερα, το Φόρεϊν Όφις δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα αντίστοιχα ντοκουμέντα. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ενδεχόμενο η συμφωνία να είχε πραγματοποιηθεί. Μέχρι να επιβεβαιωθεί κάποτε στο μέλλον, αν τελικά συμβεί αυτό, θα είμαστε υποχρεωμένοι να αρκούμεθα στις συγκεκριμένες δύο μαρτυρίες των Γερμανών αξιωματούχων με όλες τις ανάλογες επιφυλάξεις.
Πέρα από το αν υπήρξε ή όχι αυτή η μοναδική «συμφωνία κυρίων» μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, γεγονός παραμένει ότι οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα χωρίς να προσβληθούν στρατιωτικά, χωρίς καμιά αξιοσημείωτη απώλεια, ενώ ταυτόχρονα η Θεσσαλονίκη παραχωρήθηκε ασφαλώς. Συνεκτιμώντας τα πριν και τα μετά, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι χρονικά η αγγλογερμανική συμφωνία θα πρέπει να προηγήθηκε της συμφωνίας της Καζέρτας, η οποία αποφασίσθηκε αιφνιδιαστικά και κατά την οποία εγκρίθηκε να δοθεί η ανώτατη διοίκηση όλων των τακτικών και ανταρτικών δυνάμεων στην απελευθερούμενη Ελλάδα στον έμπιστο Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Στη διάσκεψη της Μόσχας στις 9 Οκτωβρίου 1944 ο Τσώρτσιλ, έχοντας εξασφαλίσει τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλ. αφενός μεν τη «συμφωνία κυρίων» της Λισαβώνας, αφετέρου δε τον διορισμό του Σκόμπι, επέμεινε στα ποσοστά επιρροής 90%-10% επί της Ελλάδος. Και επέμεινε τόσο σθεναρά, ώστε να δεχθεί την εκχώρηση της Βουλγαρίας (25%-75%) και λίγο αργότερα να εγκαταλείψει εντελώς τη Ρουμανία, για χάρη της Ελλάδος.
Δεν θα μπορούσε κανείς σώφρων να υποστηρίξει ότι συναισθηματικοί λόγοι φιλελληνισμού το είχαν επιβάλει αυτό στον Τσώρτσιλ. Απλώς, ο υπεύθυνος Άγγλος πολιτικός θεωρούσε, ακολουθώντας παλαιό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, ότι η επιρροή στη νησιωτική Ελλάδα εξασφαλίζει τα ευρύτερα βρετανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο. Υπό το πνεύμα αυτό ακριβώς, θα έπρεπε να δούμε και την περαιτέρω στάση του στα Δεκεμβριανά...









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.