Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

1940: Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΞΕΝΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ


28η Οκτωβρίου 1940:
Η αλήθεια για τη μεγάλη συνωμοσία
εναντίον της Ελλάδος

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Αναρωτιέται κανείς αν ύστερα τόσα χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940, είμαστε σε θέση να μάθουμε - και αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε έστω - την όλη, την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη τότε. Για τη μεγάλη συνωμοσία που είχε ως στόχο να πλήξει την άτυχη Ελλάδα. Για τα όσα επιβουλεύθηκαν παραδοσιακοί εχθροί ή «φίλοι» της σε βάρος της. Για τα όσα επέτυχαν τελικά να διαπράξουν ή όσα μόνον αποπειράθηκαν.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, ακόμη και σήμερα, η διατύπωση της αλήθειας είναι ενοχλητική. Μας έχουν επιβάλει αναληθείς εκδοχές για τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας και μας έχουν εξαναγκάσει να τα βλέπουμε αποσπασματικά. Αν όμως θελήσουμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτά, να τα συνδέσουμε, να δούμε και τις παραμέτρους που μας έχουν αποκρύψει, θα διαπιστώσουμε - το λιγότερο - ότι άλλα μαθαίνουμε στα σχολεία και άλλη είναι η πραγματικότητα.
Ο Ελληνισμός έχει δύο πλεονεκτήματα, τα οποία τελικά καθίστανται επιβλαβή για την ύπαρξή του: Το ένα είναι η παράδοσή του, η κληρονομιά του, που φτάνει κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν - και το άλλο είναι η γεωγραφική θέση της περιοχής όπου κατοικεί και εδρεύει όλες αυτές τις χιλιάδες χρόνια. Και τα δύο, δυστυχώς, είναι κάρφος στους οφθαλμούς πολλών άλλων λαών. Οι τελευταίοι, έχοντας ένα τέτοιο βαρύ σύμπλεγμα απέναντί μας, αναζητούν κάθε λίγο και λιγάκι αφορμές για να μειώνουν τα αυθύπαρκτα για μας δύο βασικά αυτά στοιχεία. Εφευρίσκουν χιλιάδες τρόπους. Συνήθως δεν το καταφέρνουν να μας ποδηγετήσουν. Δεν μπορούν να μας εξαλείψουν. Ο Ελληνισμός είναι αείζωος και είναι ο μόνος πολιτισμός που έχει ξεπεράσει τα στενά δόγματα, διότι εκφράζεται προνομιακά από τους κατοίκους αυτού εδώ ακριβώς του γεωγραφικού χώρου.
Ο Ελληνισμός είναι λοιπόν το πρόβλημα για όσους δεν ανήκουν σ’ αυτόν. Και μηχανεύονται απίθανα σενάρια για την καθυπόταξή του.
28η Οκτωβρίου 1940. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο κεφάλαιο ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και άλλο η ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο. Ο πρώτος γινόταν ανάμεσα σε δύο πλευρές και ήταν ολοκληρωτικός, ποιος θα νικήσει και ποιος θα ηττηθεί. Ο πόλεμος στον οποίον πήρε αναγκαστικά μέρος η Ελλάδα ήταν τοπικός και είχε επίκεντρο τη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι γύρω της υπήρχαν πολλά και ποικίλα συμφέροντα και τελικά είναι ευτύχημα ότι εδαφικά βγήκε αλώβητη απ’ όλη αυτή την τιτανομαχία, όχι όμως και ψυχικά. Τεράστιες οι απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, ανυπολόγιστες οι οικονομικές καταστροφές, αλλά πρωτίστως ο νέος εθνικός διχασμός που προέκυψε. Η Ελλάδα, με την εμπλοκή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πήγε πολλές δεκαετίες πίσω, έχασε την εθνική της συνοχή και εξακολουθεί να βλέπει και σήμερα πληγές που προέρχονται από τα χρόνια εκείνα.
Στο επίκεντρο της μεγάλης συνωμοσίας η Ελλάδα βρέθηκε από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν κάθε υγιής δύναμή της υποχρεώθηκε να στρατευθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά και έτσι να αντιπαραταχθεί στα πλαίσια ενός ξενοκίνητου διχασμού. Δεν αποδίδουμε τώρα ευθύνες, αλλά θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η χώρα μας έγινε από τότε ένα αφανές προτεκτοράτο της μακρινής Αγγλίας, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση είχε. Άλλωστε, σε όλη τη μεσοπολεμική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα ανταγωνίζονταν για να έχουν την εύνοια του αόρατου κέντρου εξουσίας που την είχε θέσει υπό έλεγχο. Το χρίσμα δεν το έδινε ο λαός, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αλλά ισχυρές ομάδες πολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές, οι οποίες ήταν ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένες.
Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν στην Αθήνα, αλλά στο Λονδίνο. Όποιος είχε προνοήσει να τα έχει καλά με τις βρετανικές υπηρεσίες-αρχές, ήταν ευνοούμενος και συμμετείχε στο παιχνίδι της εξουσίας. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν είχαν άλλη αποστολή από το πώς θα διυλίζουν τα στελέχη για να περάσουν στις επάνω βαθμίδες της εξουσίας, αλλά και πώς θα παρείχαν στον ανύποπτο λαό την ψευδαίσθηση ότι παίρνει μέρος στη λήψη αποφάσεων και έτσι να παραμένει μακάριος.
Η συμμετοχή στις μασονικές στοές και στα άλλα παρόμοια εφευρήματα διευκόλυνε την επαφή, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να αποκτά την ιδιότητα του «αρεστού» και να έχει υποψηφιότητα για δημόσιες θέσεις και αξιώματα, δηλ. για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο παιχνίδι της εξουσίας. Πάντα ανεξάρτητα από κόμματα και δημόσιες τοποθετήσεις.
Το παιχνίδι και το σύστημα. Όλα κυλούσαν ομαλά στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τις επιτόπιες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από τις ισορροπίες που ετηρούντο ικανοποιητικά, μέχρι το 1933. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του χρόνου εκείνου, διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα. Στο παιχνίδι εισέρχεται δυναμικά ένας νέος παράγοντας, εξωφρενικά απρόβλεπτος και εξωπραγματικά απειλητικός. Δεν διστάζει να αποκαλύψει τις προθέσεις του και να διατυπώσει τους στόχους του. Έτσι το σκηνικό ανατρέπεται και μέσα σε πολύ λίγους μήνες ο Χίτλερ παίρνει την ξεκάθαρη απάντησή του: ο διεθνής Εβραϊσμός κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του! Διότι αυτή είναι η αλήθεια: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν άρχισε τον Σεπτέμβριο 1939 παρά μόνο ως στρατιωτική σύρραξη. Στην πραγματικότητα ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1933, σύμφωνα με δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας «Ντέιλυ Εξπρές» υπό τον τίτλο «Η Ιουδαία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία».
Και αφού άρχισε να διαφαίνεται ο προσεχής παγκόσμιος πόλεμος, έπρεπε να εξασφαλισθεί η υποταγή της εξουσίας στην Ελλάδα. Οι αρμόδιες βρετανικές υπηρεσίες πήραν τις αποφάσεις τους και επέλεξαν τα πρόσωπα, που θεώρησαν ότι μπορούν να τις υπηρετήσουν πιστά στην Ελλάδα. Με τη χαρακτηριστική αγνωμοσύνη τους δεν θεώρησαν εαυτές υποχρεωμένες να επιλέξουν από τους τόσους και τόσους που είχαν εκτεθεί στο παρελθόν προασπίζοντας εξόφθαλμα τα αγγλικά συμφέροντα. Τα νέα πρόσωπα τα αλίευσαν από το άλλο στρατόπεδο του εθνικού μας διχασμού, από τη δεξιά.
Ήδη από το 1934 το κέντρο εξουσίας Λονδίνου για την Ελλάδα επέλεξε τα πρόσωπα αυτά. Ο Ιωάννης Διάκος, ο αφανής υπηρέτης του τελευταίου στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε και άρχισαν άπειρες διαβουλεύσεις για την εγκαθίδρυση μιας ακόμα βαλκανικής δικτατορίας. Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τα δημοσιευθέντα ημερολόγια του Μεταξά από το 1934 μέχρι την αναγόρευσή του σε πρωθυπουργό το 1936, θα διαπιστώσει την ακρίβεια του γεγονότος. Επίκεντρο της υπό εκκόλαψη δικτατορίας ήταν ο Ι. Μεταξάς ήδη δύο χρόνια πριν να την πραγματοποιήσει.
Υποψήφιοι δικτάτορες υπήρξαν τότε πολλοί. Όχι μόνο στα δύο ισχυρότερα κόμματα της εποχής (το Λαϊκό και το Φιλελευθέρων), αλλά και στα άλλα μικρότερα. Η πρόθεση να κηρύξουν δικτατορία διάφοροι μεγαλόσχημοι πολιτικοί της εποχής εκείνης έχει διακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά αυτό δεν είναι μόνον απόρροια της έλλειψης σεβασμού προς το πολίτευμα και τις προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες ή της φιλαρχίας και του εγωισμού των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά εντάσσεται στην επιθυμία τους να φανούν «αρεστοί» στο κέντρο εξουσίας του Λονδίνου.
Σε παράλληλο επίπεδο υπάρχουν και πρόσωπα που ανοίγουν γέφυρες προς άλλο (σαφώς υποδεέστερο) κέντρο εξουσίας, εκείνο της Ρώμης. Ο στρατηγός Νικ. Πλαστήρας είναι εν προκειμένω ο κύριος διεκδικητής του ιταλικού χρίσματος, αλλά η φασιστική Ιταλία δεν έχει την ανάλογη ισχύ - σε σχέση με την Αγγλία - για να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ανταγωνιστής του για το ίδιο χρίσμα είναι ο στρατηγός Γεώργ. Κονδύλης, ο οποίος μάλιστα πραγματοποιεί ταξίδι στην Ιταλία για να το επιτύχει. Το πόσο αδύναμη ήταν η Ιταλία να καλύψει τους ανθρώπους της στην Ελλάδα θα φανεί περίτρανα στη συνέχεια, οπότε ο μεν Κονδύλης με την εξουσία ανά χείρας υποχρεώνεται να την παραδώσει σε αγγλόφιλους παράγοντες, οι οποίοι και τον είχαν χρησιμοποιήσει ευτελώς για να πραγματοποιήσουν την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που λίγο αργότερα ακολουθεί, είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία αγγλοκίνητη. Η πολυφωνία δεν είναι πλέον χρήσιμη, ενώ με μια σειρά «συμπτωματικών» θανάτων μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο βγαίνουν από το προσκήνιο όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (Κονδύλης, Ελ. Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Δεμερτζής, Παπαναστασίου κ.ά.). Απερίσπαστο έτσι το αγγλόφιλο καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β’ αναλαμβάνει την αποστολή του, που συνίσταται στην παγίωση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο δεν θα μπορεί να διαβρωθεί ή να ελεγχθεί από άλλες δυνάμεις, ανταγωνιστικές προς τη Μεγ. Βρετανία. Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης δράσης, χρησιμοποιείται ένα ευφυές τέχνασμα: η δικτατορία παίρνει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα των άλλων φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, ώστε οποιαδήποτε άλλη αντικοινοβουλευτική ή φιλοφασιστική επιρροή στην Ελλάδα να διαχέεται μέσα στα πλαίσια της 4ης Αυγούστου. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που είχαν εμφανισθεί προ της 4ης Αυγούστου 1936 με παρόμοιες αντιλήψεις και δράσεις, πέρασαν στην υπηρεσία της δικτατορίας με ευκολία και χωρίς προβληματισμό.
Η Ιταλία του Μουσολίνι θεωρεί πάντοτε ως ζωτικό χώρο της την Ελλάδα. Το δόγμα «Μάρε νόστρουμ» δεν ικανοποιείται με την κατοχή των Δωδεκανήσων και την παράλληλη έλλειψη της Επτανήσου, ούτε η κατοχή της Αλβανίας είναι ασφαλής χωρίς την κατοχή της Ελλάδος. Ο ιταλικός στόχος είναι πάντοτε η επιρροή στην Ελλάδα, πλην όμως η Ιταλία δεν είναι σε θέση να εξοβελίσει πολιτικά τον βρετανικό έλεγχο στη χώρα μας. Από τη στιγμή όμως που η μουσολινική Ιταλία έχει εγκαταλείψει τη συμπόρευσή της με την άλλη αποικιοκρατική δύναμη της εποχής, τη Βρετανία, και έχει περάσει στο αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο, συνιδρύοντας τον Άξονα, χαράσσει νέα σχέδια που αφορούν την Ελλάδα. Μετά την ολοσχερή κατάληψη της Αλβανίας, είναι σαφές ότι το επόμενο βήμα είναι προς τα νότια, προς την Ελλάδα.
Όσο τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν στην Ευρώπη, η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος γίνεται ο στόχος των ορέξεων των παγκοσμίων και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. Η Βρετανία την έχει, η Ιταλία την θέλει, αλλά υπάρχουν και άλλες γειτονικές δυνάμεις που ορέγονται μέρη του ελληνικού συνόλου. Όλα αυτά διαμορφώνονται παρά τα κείμενα του Βαλκανικού Συμφώνου ή άλλων συμβάσεων. Η πολυπράγμων Σερβία, φίλη και σύμμαχος κλπ., η εξίσου φίλη Βουλγαρία και η παρομοίως εμφανιζόμενη Τουρκία. Αλλά στην πραγματικότητα και οι τρεις τελευταίες απεργάζονται με ποιον τρόπο θα επωφεληθούν για χάρη των στενών συμφερόντων τους σε βάρος της Ελλάδος.
Στον περιφερειακό χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχει ένα υποψήφιο θύμα για να πληγεί και να διαμελισθεί: η Ελλάδα, η οποία μάλιστα αγνοεί το μέγεθος του κινδύνου και αρκείται στη βρετανική προστασία. Αλλά όταν ανατρέπονται οι ισορροπίες και μεταφέρεται εδώ το πεδίο της θερμής διαμάχης, η αξία του προστάτη της μειώνεται κατά τεκμήριον, ενώ θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα γίνεται ένα απλό αντικείμενο που προσφέρεται για ευρύτερες άνομες συναλλαγές. Η χώρα μας, άλλοτε ως σύνολο και άλλοτε τμήματά της, υπήρξε ερήμην της αντικείμενο συναλλαγής από τη Γερμανία προς τη Σερβία, από τη Γερμανία προς τη Βουλγαρία, από την Αγγλία προς την Τουρκία, από την Αγγλία προς τη Βουλγαρία κ.ο.κ. Η Ιταλία δεν εμφανίζεται να την προσφέρει προς άλλη τρίτη χώρα, διότι απλώς την ήθελε για ιδία της χρήση.
Ειδικότερα, αν παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα από τον Μάρτιο του 1938 θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε σε τι πελάγη βρέθηκε η Ελλάδα και πόσο απελπιστικά μόνη πάλεψε εναντίον όλων, ιδιαίτερα όμως εναντίον των «φίλων» που αναίσχυντα καραδοκούσαν. Η «φίλη» Αγγλία υπήρξε η πιο βάναυσα αναίσχυντη, που χρησιμοποίησε την Ελλάδα όπως ήθελε και όπως της άρεσε. Την χρησιμοποίησε ως άθυρμα, αδιαφορώντας για την ίδια την υπόστασή της.
Η Αγγλία έπαιξε ρόλο κακού δαίμονα για την Ελλάδα από τον Απρίλιο 1938 μέχρι και το 1947, οπότε εκχώρησε τον «προστατευτικό» ρόλο της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Απρίλιο 1938 η Μ. Βρετανία παρέσχε τις γνωστές εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδος, ύστερα από την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία. Ήδη αυτό μόνο του εξοστράκιζε τον βασικό άξονα της μέχρι τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, που ήταν κηρυγμένη υπέρ της ουδετερότητας στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη. Στη συνέχεια και ιδιαίτερα από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Σεπτέμβριο 1939, η χώρα μας ήταν αναγκασμένη να ακροβατεί στην επιδίωξή της να προβάλει την ουδετερότητά της. Συνεχώς υπέκυπτε σε εκβιασμούς και των δύο πλευρών, ενώ η Αγγλία στην πραγματικότητα την ήλεγχε χωρίς προσπάθεια.
Και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο της Ιταλίας, η Αγγλία, που είχε σπεύσει να εγγυηθεί την ακεραιότητά της έναντι έξωθεν επιβουλής, καμιά σοβαρή πρόβλεψη δεν είχε κάνει. Ακόμη και μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν σε θέση, ηθελημένα ή αθέλητα, να την βοηθήσει και να εφαρμόσει τις πολυδιαφημισμένες εγγυήσεις που είχε παράσχει. Τα ελληνικά αιτήματα για αεροσκάφη, αντιαεροπορικό πυροβολικό, μέσα και υλικά ανεφοδιασμού έμειναν ανικανοποίητα. Και μόνον όταν οι εγκέφαλοι του Λονδίνου θέλησαν, για λόγους προπαγανδιστικούς κυρίως, να προκαλέσουν τη γερμανική συμμετοχή στον πόλεμο της Ελλάδος, απέστειλαν κάποιες δυνάμεις τους, που όμως ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκείς.
Οι αλλεπάλληλες και αφόρητες βρετανικές πιέσεις προς τον Μεταξά για την άφιξη δυνάμεών τους στη Μακεδονία, ώστε να εστιασθεί εκεί το γερμανικό ενδιαφέρον, κατέληξαν στο να δεχθεί η Ελλάδα την εξέλιξη αυτή, μια εξέλιξη που προοιώνιζε αυτομάτως την απώλεια του πολέμου για την ίδια, που μέχρι τότε νικηφόρα τον είχε διεξαγάγει στα αλβανικά βουνά. Τη μία ημέρα ο Μεταξάς δέχθηκε, την επομένη αναίρεσε. Και τη μεθεπομένη αρρώστησε μυστηριωδώς, ώστε μέσα σε δέκα μέρες να έχει χάσει τη ζωή του. Ποιος μπορεί να τον είχε δηλητηριάσει, ώστε την επαύριο του θανάτου του να αποφασισθεί από τη νέα ελληνική ηγεσία η αποδοχή των βρετανικών πιέσεων;
Και ενώ ο ελληνικός λαός κάθε μέρα γνωρίζει τη νίκη, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει για την τύχη του. Τουλάχιστον σε επτά διαφορετικές πρωτεύουσες ταυτόχρονα κάποιοι επεξεργάζονται νυχθημερόν σχέδια για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδος: Ρώμη, Βερολίνο, Λονδίνο, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι και Άγκυρα! Μπορεί να φαντασθεί κανείς την Αθήνα της εποχής εκείνης, όταν άπειροι πράκτορες από τουλάχιστον επτά διαφορετικές εθνικές προελεύσεις κατασκοπεύουν όχι μόνο το ελληνικό κράτος, αλλά και αναμεταξύ τους... Η Ελλάδα στο στόχαστρο επτά διαφορετικών κρατών. Όλοι κάτι εποφθαλμιούν να πάρουν από την άτυχη και ανύποπτη Ελλάδα, της οποίας οι στρατιώτες στο Μέτωπο την προασπίζουν αγνά και θαρραλέα, χωρίς μέσα και χωρίς εφόδια, ανυπεράσπιστοι ακόμα και απέναντι στις τραγικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες...
Την ώρα εκείνη η ελληνική κοινή γνώμη μένει με την εντύπωση ότι διεξάγει πόλεμο μόνο με την κοκορόφτερη Ιταλία και ότι όλα θα πάνε καλά. Υποπτεύεται ως επικείμενη μια σύγκρουση και με τη γεωγραφικά μακρινή Γερμανία, όμως σε χρόνο μακρινό. Ωστόσο, τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ξεκινήσει και μέσω Δούναβη φτάνουν δίπλα μας, στη Βουλγαρία.
Την ίδια εποχή, η μυστική διπλωματία οργιάζει. Η «φίλη» Γιουγκοσλαβία, της οποίας ο ανώτατος άρχων έχει Ελληνίδα γυναίκα, όπως και ο πρωθυπουργός της, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς. Και επιτυγχάνει να της παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη και μια ανάλογη ζώνη εξόδου προς το Αιγαίο, σε αντιστάθμισμα της προσχώρησής της στον Άξονα. Οι φίλοι μας του Βελιγραδίου και το ζήτησαν και το πέτυχαν. Ο αντιβασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Τσφέτκοβιτς, με τις Ελληνίδες συζύγους, υπογράφουν ανήμερα την 25η Μαρτίου 1941, ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας για την Ελλάδα, την προσχώρησή τους θριαμβευτικά.
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική ισχύς μέσα στο Βελιγράδι είναι ακόμη αποτελεσματική. Και μέσα σε 48 ώρες ανατρέπεται η σερβική ηγεσία και αναλαμβάνει την εξουσία άλλο σχήμα, αγγλόφιλο, το οποίο παίρνει πίσω την υπογραφή των προκατόχων της. Όχι βέβαια λόγω φιλελληνισμού, αλλά διότι η αγγλική πολιτική εκείνη την ώρα έχει μπροστά της μια σκακιέρα και ξέρει ότι η επόμενη κίνηση των Γερμανών είναι μία: η επίθεση στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Κοριζή στην Αθήνα δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πολλές των οποίων μπορεί και να αγνοεί. Το βέβαιο είναι ότι έρχεται ένας άλλος εισβολέας, που ήδη είναι προ των θυρών. Στις 6 Απριλίου 1941 θα τις διαβεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες απονενοημένες βρετανικές προσπάθειες έχουν ως στόχο να ...μεταπείσουν τη Βουλγαρία. Τη Βουλγαρία, στην οποία ήδη βρίσκονται οι γερμανικές μεραρχίες.
6η Απριλίου 1941. Ένα δεύτερο ηρωικό «Όχι» αντιτάσσει η Ελλάδα και ταυτόχρονα διπλασιάζεται το πολεμικό μέτωπό της, χωρίς να είναι φυσικά σε θέση να το διατηρήσει. Πρόκειται για ένα προδιαγεγραμμένο τέλος του επικού αγώνα που διεξάγει από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Άγγλοι το γνωρίζουν ασφαλώς και μόνον οι υπεραισιόδοξοι Έλληνες μπορεί να διατηρούν ελπίδες ότι θα επαναλάβουν νικηφόρα το έπος της Πίνδου και απέναντι στους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Πλην όμως τα γεγονότα είναι πιο ραγδαία από όσο θα φαντάζονταν οι κατά κανόνα λιγότερο αισιόδοξοι του ελληνικού στρατηγείου, όταν διαπιστώνεται ότι το σερβικό μέτωπο διασπάται πολύ εύκολα και στις 8 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη έχει καταληφθεί.
Το «προδιαγεγραμμένο τέλος» δεν πτοεί κανέναν. Οι Άγγλοι αρχίζουν έναν αγώνα για να διασώσουν τις περίφημες (αλλά τόσο ασήμαντες) ενισχύσεις που μας είχαν στείλει. Ένα εκστρατευτικό σώμα 53.000 ανδρών αρχίζει μια πορεία οπισθοχώρησης και κάθε στιγμή απαιτεί από τον Έλληνα στρατιώτη, εκείνον που μάχεται επί έξι μήνες ασταμάτητα, να κρατάει τη στρατιωτική επαφή με τους προελαύνοντες Γερμανούς. Μέχρι τώρα η Ελλάδα πολεμούσε, προασπίζοντας το έδαφός της - και αυτό το έκανε επιτυχώς. Τώρα πολεμά για να δώσει χρόνο στους Βρετανούς να προλάβουν να φύγουν χωρίς απώλειες δικές τους, μόνο με δικές μας...
Έστω και τώρα κάποιοι εδώ καταλαβαίνουν τι πράγματι συμβαίνει. Και θέλουν να αντιδράσουν, αφού απλώς διαπιστώνουν ότι τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να είναι διαφορετικά από τα συμφέροντα άλλων χωρών. Αυτούς, που έστω και πρόσκαιρα φωτίστηκαν, κάποιοι στην Αθήνα, βρετανικότεροι των Βρετανών, θα τους μεμφθούν και θα τους πουν προδότες. Την ίδια εκείνη στιγμή, υπό συνθήκες ανεξακρίβωτες και μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, αποχωρεί από τον μάταιο κόσμο ο πρωθυπουργός Κοριζής (τη νεκρώσιμη ακολουθία του οποίου θα ψάλει ο «πατήρ» Δημήτριος Μπάλφουρ). Και η επίσημη Ελλάδα, έστω και αν πρόκειται για ελάχιστα πρόσωπα στην πραγματικότητα, και μάλιστα με αβέβαιη αντιπροσωπευτικότητα, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα για να «συνεχίσει τον αγώνα στην Κρήτη».
Δυστυχώς όμως και ο αγώνας αυτός είναι προδιαγεγραμμένος. Έχει ημερομηνία λήξεως: ενός μόλις μηνός. Στα τέλη Μαΐου 1941 οι Γερμανοί θα έχουν καταλάβει και την Κρήτη με εκατόμβες θυμάτων και για τις δύο πλευρές. Πολλοί ιστορικοί αναρωτιούνται αν η Κρήτη θα μπορούσε να είχε κρατηθεί από τους Συμμάχους και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η βασικότερη προϋπόθεση όμως ήταν η μεγαλόνησος να είναι εξοπλισμένη. Και οι Άγγλοι, αν και είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα, δεν το είχαν κάνει.
Μοιραία λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπήρξε ένα θύμα. Της είχε επιβληθεί να διεξαγάγει έναν πόλεμο για να διατηρηθεί - όσο αυτό ήταν εφικτό χρονικά - ένα θερμό μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη. Η Ελλάδα σύρθηκε στον πόλεμο όχι μόνον από την Ιταλία, αλλά και από την Αγγλία. Το γεγονός ότι εξ αιτίας των μαχών στην Ελλάδα καθυστέρησε κατά πέντε εβδομάδες η έναρξη της εκστρατείας στο Ανατολικό Μέτωπο και αυτό υπήρξε στοιχείο καθοριστικό για την τελική έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μόνον ηθικά δικαιώνει τις θυσίες μας. Πρακτικά οι θυσίες εκείνες ποτέ δεν δικαιώθηκαν, αντίθετα μάλιστα κλιμακώθηκαν στη συνέχεια με τον εμφύλιο σπαραγμό, ενόσω ο τελευταίος υποκινήθηκε από τη βρετανική πολιτική.
Πάντως, στο διάστημα που η Ελλάδα έδινε τις ύστατες μάχες της στο μέτωπο και στη συνέχεια στην Κρήτη, η Βουλγαρία - ύστερα από ειδική συμφωνία με τη Γερμανία - κατελάμβανε τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και τα έθετε υπό κατοχή. Πολλοί πίστευαν ότι η κατοχή εκείνη ήταν προσωρινή (άλλωστε οι Γερμανοί σε κάθε ευκαιρία διαλαλούσαν ότι είχαν αναθέσει στους Βούλγαρους μόνον καθήκοντα τάξης και ότι η εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος δεν είχε ανατραπεί), η ίδια όμως η βουλγαρική κυβέρνηση από την αρχή είχε σπεύσει νομοθετικά να προσαρτήσει τα εδάφη.
Ειδικά για τη Μεγάλη Βρετανία, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι καθόλου δεν επηρεάστηκε από τη βουλγαρική στάση, λες κι αυτό ήταν αυτονόητο. Συνέχισε να έχει διαπιστευμένο τον πρεσβευτή της στη Σόφια για μεγάλο ακόμα διάστημα. Οι «εγγυήσεις» του 1938 που είχε προσφέρει στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν αφορούσαν την περίπτωση της Βουλγαρίας, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε επισήμως προσαρτήσει ελληνικά εδάφη. Όσο για τους εξόριστους Έλληνες ιθύνοντες, εκείνοι είχαν την εξαιρετική τιμή να συναγελάζονται στις διπλωματικές και άλλες δεξιώσεις του Λονδίνου, μεταξύ άλλων, και με τους Βούλγαρους διπλωμάτες. Έτσι δυστυχώς διεξαγόταν ο εθνικός αγώνας στα ξένα, με τέτοιο ηθικό μεγαλείο και με τέτοια εθνική αυταπάρνηση...
Άραγε μήπως ήταν εφησυχασμένη η Αγγλία, με τη Μακεδονία και τη Θράκη να έχουν προσαρτηθεί από τη Βουλγαρία; Πάντως η Αγγλία θα ήταν εφησυχασμένη αν τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου τον Απρίλιο του 1941 είχαν περιέλθει στην Τουρκία. Αυτό το τελευταίο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού και ο Βρετανός πρεσβευτής το είχε προτείνει στην Άγκυρα, χωρίς δυστυχώς να έχει εξεγερθεί η εθνική συνείδηση των αρμοδίων επισήμων Ελλήνων! Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι θα έμεναν στα χέρια των Τούρκων και όχι των Γερμανών. Με μόνη τη διαφορά ότι κάποτε οι Γερμανοί θα έφευγαν, ενώ οι Τούρκοι ποτέ...
Και για να ολοκληρώσουμε αυτές τις δυσωδίες, ας προσθέσουμε ότι στις παρασκηνιακές διεργασίες είχε εμφανισθεί με ιδιαίτερη άποψη και η Ρουμανία, διεκδικώντας τη ...Θεσσαλία τους πρώτους κατοχικούς μήνες. Αυτή η περιφέρεια μόνον ήταν διαθέσιμη από την ελληνική επικράτεια για χάρη της. Η ρουμανική πολιτική, ύστερα από την ενδοτική στάση του Ελ. Βενιζέλου στο Βουκουρέστι μερικές δεκαετίες νωρίτερα, είχε επανεμφανισθεί για να καλλιεργήσει την ιδέα ενός ρουμανόφιλου κράτους μέσα στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδος, του λεγόμενου «πριγκιπάτου της Πίνδου», το οποίο μπορεί μεν να μην έλαβε ποτέ κρατική υπόσταση τελικά, ωστόσο επιστρατεύθηκαν κάποιοι Κουτσόβλαχοι για να το επιχειρήσουν.
Τέλος, η αναζήτηση περίεργων ισορροπιών προς το τέλος του πολέμου στο Λονδίνο, εν προκειμένω ανάμεσα στις εξόριστες κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί σιωπηρά για πρώτη φορά την ύπαρξη Μακεδονικού Κράτους πέριξ των Σκοπίων. Με τη βρετανική συγκατάνευση και περαιτέρω με τη βρετανική πίεση προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία δεν αντέδρασε στην αναγγελία δημιουργίας ενός τέτοιου κρατιδίου, στα πλαίσια της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο το υλοποίησε ενώ διαρκούσε ακόμη η γερμανική κατοχή, η εξόριστη σερβική κυβέρνηση του Λονδίνου υπό τον νεαρό βασιλέα Πέτρο Καραγεώργεβιτς (που μόλις είχε αποκτήσει και αυτός Ελληνίδα σύζυγο!) το υιοθέτησε, η εξόριστη κυβέρνησή μας δυστυχώς τελικά το αποδέχθηκε!
Θα αρκεσθούμε σε όλα αυτά, για να μην απομακρυνθούμε από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος που αναφέρεται στον πόλεμο που διεξήγαγε η Ελλάδα πρώτα απέναντι στην Ιταλία και ύστερα απέναντι στη Γερμανία, ενώ σε άλλο επίπεδο είχε να αντιπαλαίσει με τη μοχθηρή βρετανική πολιτική και όλους τους πέριξ γείτονές μας. Παράπλευρα σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες, υπάρχει και ένας ακόμη, ασυντόνιστος μεν, αλλά αποφασιστικά διαβρωτικός: η περιώνυμη Πέμπτη Φάλαγγα. Συχνά απρόσωπη και πάντα επίκαιρη, η Πέμπτη Φάλαγγα επιτυγχάνει το ακατόρθωτο και εξουδετερώνει κάθε διάθεση για ανάταση. Μια απαραίτητη σημείωση: συνήθως τα πρόσωπα που εν προκειμένω δραστηριοποιούνται δεν έχουν πολιτική συνέπεια, ώστε κάλλιστα σε μια περίοδο να είναι με τους Άγγλους, στην άλλη με τους Γερμανούς και περαιτέρω σε μια επόμενη πάλι με τους Άγγλους κ.ο.κ. Άλλωστε, κατά τεκμήριο, η Πέμπτη Φάλαγγα είναι αποστασιοποιημένη από κάθε έννοια ηθικής, συχνά και λογικής.


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013 στις 7.30 μ.μ. στην αίθουσα "Αλέξανδρος" (Εθνικής Αμύνης 1, Θεσσαλονίκη) παρουσιάζεται το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ" (Εκδόσεις Ερωδιός). Κύριοι ομιλητές θα είναι ο Καθηγητής Νομικής του Α.Π.Θ. Κώστας Χρυσόγονος και ο συγγραφέας.


Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ (1944)


Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
(12 Οκτωβρίου 1944)


Του Δημοσθένη Κούκουνα

Τσιρονίκος, Φέλμυ, Νοϊμπάχερ, Χάμπε. Ονόματα ολωσδιόλου άγνωστα στον μέσο Έλληνα. Σ’ αυτούς όμως, έναν Έλληνα και τρεις Γερμανούς, οφείλεται μια πράξη που εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυτονόητη: η διάσωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944. Την εποχή εκείνη όμως τίποτε δεν ήταν αυτονόητο και, αντιθέτως, όλα ήταν πιθανά. Ακόμη και η καταστροφή της ιστορικότερης πόλης του κόσμου, της Αθήνας!
Το ενδεχόμενο αυτό όχι μόνο δεν ήταν αόριστο, αλλά είχαν εκδοθεί συγκεκριμένες γερμανικές διαταγές που προέβλεπαν ορισμένες καταστροφές, κυρίως σε ζωτικές εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας, όταν θα αποχωρούσαν τα στρατεύματα κατοχής. Πώς από το σημείο εκείνο φθάσαμε στο να θεωρούμε ότι είχε κηρυχθεί μονομερώς από τους Γερμανούς η Αθήνα ως ανοχύρωτη πόλη, είναι ένα θέμα που ελάχιστα γνωστό έχει γίνει σε όλες (και πρωτίστως, στις πραγματικές) διαστάσεις του.
Το καλοκαίρι του 1944, η κατάρρευση της Ρουμανίας και στη συνέχεια της Βουλγαρίας, εξανάγκασε τη Γερμανία να αποφασίσει τη σύμπτυξη των δυνάμεών της στη Ν.Α. Ευρώπη. Τον Αύγουστο του 1944 είχε πλέον διαταχθεί η εκκένωση της Ελλάδος και πράγματι από τον επόμενο μήνα άρχισε η σταδιακή αποχώρηση του γερμανικού στρατού από τα νότια. Η πιθανότητα να αποβιβασθούν συμμαχικά στρατεύματα για να παρενοχλήσουν (και να επιταχύνουν) τη γερμανική υποχώρηση δεν είχε αποκλεισθεί και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση το επιζητούσε με επιμονή. Στην περίπτωση όμως που θα γίνονταν μάχες κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαμε πολλαπλές καταστροφές.
Ανεξαρτήτως αυτού του ενδεχομένου, οι γερμανικές διαταγές, πέρα από τις καταστροφές συγκοινωνιακού δικτύου, αεροδρομίων, στρατιωτικών και λιμενικών εγκαταστάσεων, που συνήθως προβλέπουν οι διαταγές σύμπτυξης, αναφέρονταν και σε ανατινάξεις ζωτικών εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας, όπως συγκεκριμένα το φράγμα Μαραθώνα και η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.

Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της Απελευθέρωσης, σημειώθηκε εξαιρετική κινητικότητα σε όλες τις πλευρές, σε όλους τους παράγοντες. Γερμανοί και Άγγλοι, ΕΛΑΣ και εθνικιστικές αντιστασιακές οργανώσεις, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και η κατοχική, πολιτικοί ηγέτες που εκπροσωπούσαν μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα της κοινής γνώμης, όλοι είχαν κάποιον διαφορετικό στόχο, που όμως συνέπιπτε στο ίδιο χρονικό σημείο: στην ώρα της Απελευθέρωσης. Ο καθένας απ’ όλους αυτούς είχε επενδύσει πάνω σ’ αυτήν την ώρα και ενόσω λοιπόν αυτή πλησίαζε, όφειλε να κάνει πράξη τις προσδοκίες του.
Στον ευρύτερο χώρο του λεκανοπεδίου, ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτήσει μια ισχυρότατη δύναμη εφέδρων ανταρτών ήδη από την αρχή του καλοκαιριού. Τα στελέχη του θεωρούσαν δεδομένο τον έλεγχο που θα μπορούσαν να ασκήσουν στην Αττική, όταν οι Γερμανοί θα έφευγαν. Η συμμετοχή όμως των εαμικών υπουργών στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος του Γ. Παπανδρέου και αμέσως μετά η Συμφωνία της Καζέρτας ανέτρεπε αυτόν τον στόχο. Πλην όμως κανείς από τα κατώτερα στελέχη δεν ήταν προετοιμασμένος για να αποδεχθεί τη νέα κατάσταση.
Από την άλλη μεριά, ο κίνδυνος να καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ η Αθήνα μετά την Απελευθέρωση, φανάτιζε τους παράγοντες των εθνικιστικών αντιστασιακών οργανώσεων. Όσο μικρές και αν ήταν αριθμητικά, συγκρινόμενες με το ΕΑΜ, στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν ένα μεγαλύτερο τμήμα Αθηναίων πολιτών, οι οποίοι δεν ήθελαν μεν να ανήκουν σε αντιστασιακές οργανώσεις, όμως δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η εξουσία θα περνούσε στα χέρια της αριστεράς. Άλλωστε, η καθαυτό δύναμη αυτών των μικρών οργανώσεων, συμποσούμενη, μπορούσε να παραλληλισθεί και αριθμητικά με εκείνη του ΕΑΜ.
Παράπλευρα σ’ αυτές τις μικρές ποικίλες εθνικιστικές οργανώσεις, υπήρχε και μια άλλη οργανωμένη στρατιωτική δύναμη που δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί: τα Τάγματα Ασφαλείας. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει μια ρεαλιστική και αντικειμενική αποτίμηση του τι αντιπροσώπευαν, αλλά εκείνη την ώρα ήταν για τον ΕΛΑΣ ένα υπαρκτό αντίπαλο δέος. Για μεγάλο διάστημα τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ανεκτά από τους Συμμάχους, παρά το γεγονός ότι είχαν εξοπλισθεί από τους Γερμανούς, ενώ δεν θα είναι λάθος να πούμε ότι στην ύπαρξή τους είχαν επενδύσει κάποιες συμμαχικές υπηρεσίες. Πάντως για όσους εμπνεύσθηκαν και στη συνέχεια καθοδήγησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, η παρουσία τους την ώρα της Απελευθέρωσης κύριο στόχο είχε να εξασφαλίσει την διαδοχή της εξουσίας από τους Γερμανούς στην εξόριστη ελληνική ηγεσία της Μέσης Ανατολής και όχι στο ΕΑΜ.
Το Συμμαχικό Στρατηγείο, μέσω της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, είχε ορίσει ως στρατιωτικό διοικητή Αττικής τον ικανό συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, ο οποίος, υπό τον άμεσο έλεγχο του Βρετανού συνταγματάρχη Σέπαρντ, ήταν ο «αόρατος» κυβερνήτης μέχρι να έλθει στην Αθήνα το κλιμάκιο των υπουργών της κυβέρνησης Παπανδρέου και να παραλάβει τον κρατικό μηχανισμό πριν καν οι Γερμανοί να έχουν φύγει. Κάθε άλλο παρά διπλωμάτης, ωστόσο κατόρθωσε να τηρήσει τις ισορροπίες ο Σπηλιωτόπουλος και ολοκλήρωσε την αποστολή του, παρά τις μοιραίες (και ευεξήγητες) αντιδράσεις του ΕΑΜ.
Αυτές τις ώρες η κατοχική κυβέρνηση στην Αθήνα ήθελε να διαδραματίσει κάποιον ρόλο που θα δικαίωνε την ύπαρξή της όλα αυτά τα χρόνια. Τοποθετημένη στο αντι-εαμικό μπλοκ, με τα Τάγματα Ασφαλείας ως αιχμή θα επεδίωκε να εμποδισθεί το ΕΑΜ να πάρει την εξουσία, ενώ από την άλλη μεριά δήλωνε πως ήταν πρόθυμη να παραδώσει ανέγγιχτο τον κρατικό μηχανισμό στους Συμμάχους. Ο Ιωάννης Ράλλης, ο κατοχικός πρωθυπουργός, μέχρι την τελευταία στιγμή που βρίσκονταν Γερμανοί στην Αθήνα, παρέμενε στη θέση του παρά τις αντιξοότητες.
Ο ιδιόρρυθμος στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο άλλοτε δικτάτορας, επανειλημμένα εκδηλωμένος ως γερμανόφιλος, ήταν ένας από εκείνους που επηρέαζαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Αντλώντας απ’ αυτά αντίστοιχη ισχύ, εμπνεύσθηκε μια μεθόδευση για να επανέλθει στην εξουσία μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια. Τις παραμονές της Απελευθέρωσης είχε επιδιώξει να ανατρέψει την κυβέρνηση Ράλλη, φυσικά με την ανοχή των Γερμανών, ώστε να σχηματίσει ο ίδιος μια μεταβατική κυβέρνηση που θα παρέδιδε υπό όρους την εξουσία όταν θα ελευθερωνόταν η χώρα. Οι δύο βασικοί όροι ήταν: α) το ΕΑΜ δεν θα συμμετείχε στη μεταπελευθερωτική κυβέρνηση, β) το νέο πολίτευμα θα ήταν αβασίλευτη δημοκρατία και βεβαίως θα εμποδιζόταν η επάνοδος του Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα. Όσο κι αν φανεί παράξενο, η νέα «μεταβατική» δικτατορία Πάγκαλου δεν έγινε πραγματικότητα, διότι ο Γερμανός στρατηγός Φέλμυ, στον οποίο το είχε προτείνει ο Πάγκαλος, θεώρησε ότι αυτό θα ήταν μια πρόκληση για τους αντάρτες του ΕΑΜ που θα αντιδρούσαν κατά τέτοιο τρόπο που θα δυσκόλευαν με περιττές εχθροπραξίες την ανενόχλητη αποχώρηση των Γερμανών.
Αυτές τις ίδιες έντονες μέρες, ο Γερμανός στρατηγός Χέλμουτ Φέλμυ, η ανώτερη γερμανική αρχή που παρέμενε στην Αθήνα, είχε μαζί με έναν νεαρό αρχαιολόγο, τον Ρόλαντ Χάμπε, αποδυθεί σε έναν μαραθώνιο παρασκηνιακών διαβουλεύσεων με πολιτικούς και αντιστασιακούς παράγοντες. Επιδίωξή του ήταν φυσικά να επιτύχει την ανεμπόδιστη αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων, αλλά για να γίνει αυτό προϋπέθετε να μην γίνουν μάχες στην Αττική. Απευθύνθηκε, μέσω του Χάμπε, που ουσιαστικά ενεργούσε ως πολιτικός σύμβουλός του, προς διάφορες προσωπικότητες για να τους ζητήσει συνδρομή στο να μην θιγεί η Αθήνα με τα ιστορικά μνημεία της. Μεταπολεμικά και οι δύο αυτοί Γερμανοί θα επικαλεσθούν αυτές τις ενέργειές τους για να υποστηρίξουν ότι εκείνοι ήταν που έσωσαν την Αθήνα.
Αυτό δεν απέχει από την πραγματικότητα και θα έπρεπε να τους αναγνωρισθεί, χωρίς να επιμείνουμε να διερευνήσουμε τα κίνητρά τους, αν δηλ. προείχε η σωτηρία της ιστορικής Αθήνας ή η ανεμπόδιστη γερμανική υποχώρηση. Οι διαταγές που είχε μόλις λάβει ο Φέλμυ ήταν ότι έπρεπε να οπισθοχωρήσουν τα στρατεύματα προς Βελιγράδι όσο το δυνατόν ασφαλέστερα και ταχύτερα, αλλά αν λόγω ραγδαίων εξελίξεων αποκοπτόταν είχε εξουσιοδοτηθεί να παραδοθεί. Σ’ εκείνες λοιπόν τις παρασκηνιακές επαφές του, έθετε το θέμα να βολιδοσκοπηθούν οι Σύμμαχοι υπό ποίους όρους θα δέχονταν συνθηκολόγησή του, αν χρειαζόταν να το πράξει.
Το 1955 έδωσε στη δημοσιότητα τη μαρτυρία ο Ρόλαντ Χάμπε, αναφορικά με όλες αυτές τις επαφές που είχε πραγματοποιήσει τις τελευταίες κατοχικές μέρες για λογαριασμό του στρατηγού Φέλμυ. Μόλις το 1994 εκδόθηκε στα ελληνικά αυτό το κείμενο του Χάμπε («Η διάσωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944», εκδόσεις Πορεία).

Το παρασκήνιο

Τον Σεπτέμβριο του 1944, ακριβώς για να εξέλθει ακέραιη η Αθήνα από την αναμενόμενη αποχώρηση των Γερμανών, ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, ανάμεσα σε άλλες επαφές επεδίωξε και συναντήθηκε με τον Γεώργιο Καφαντάρη, προκειμένου να του ζητήσει να μεταδώσει στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής τις πληροφορίες που είχε για το θέμα των επικειμένων καταστροφών σε μεγάλα τεχνικά έργα και καίριες εγκαταστάσεις της πρωτεύουσας.
Η μυστική συνάντηση των δύο ανδρών πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση του Γεωργ. Αθανασιάδη-Νόβα στο δωμάτιο του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν υπό φρούρηση ο Καφαντάρης, έχοντας μεταφερθεί εκεί από το Χαϊδάρι. Ο Ράλλης του ζήτησε να διαβιβασθούν αυτές οι πληροφορίες και να βρεθεί τρόπος να αποσοβηθούν οι καταστροφές, αλλά το τι ακριβώς διημείφθη δεν έγινε γνωστό, διότι στη συζήτηση ήταν μόνοι τους. Έξω από το δωμάτιο βρισκόταν ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, στον οποίον προηγουμένως είχε πει ο Ράλλης:
«Η μόνη μου επιθυμία την στιγμήν αυτήν είναι ν’ αποφευχθή η καταστροφή των Αθηνών και να επιτευχθή η αναίμακτος απελευθέρωσις. Αποτελεί ευτύχημα ότι παραμένει επί κεφαλής των Γερμανικών Δυνάμεων ο Φέλμυ, διά τον οποίον είμαι βέβαιος ότι εμπνέεται από αισθήματα ανθρωπιστικά και φιλελληνικά. Προ ημερών που είχα πάει να τον επισκεφθώ εις το Ψυχικό, καθίσαμε εις την βεράντα του σπιτιού του και μου έδειχνε πλήρης συγκινήσεως την άποψιν των Αθηνών εις το βάθος, και μου έλεγεν ότι θα ήτο έγκλημα διά τον πολιτισμόν να καταστραφούν τα αθάνατα μνημεία της ωραίας πόλεως».
Η τελευταία φράση που αποδίδεται στον Φέλμυ, είναι άγνωστο αν ήταν ειλικρινής, διότι ήδη γνώριζε από τον Νοϊμπάχερ (υπό συνθήκες που αναφέρονται πιο κάτω) ότι η Αθήνα είχε κηρυχθεί ως ανοχύρωτη πόλη. Αυτό σήμαινε, συνεπώς, ότι δεν κινδύνευαν τα ιστορικά μνημεία να καταστραφούν. Προφανώς όμως ήθελε ο Φέλμυ να υπογραμμίσει ότι σε περίπτωση στρατιωτικών παρενοχλήσεων κατά την αποχώρηση των δυνάμεών του ο κίνδυνος αυτός τότε θα ήταν υπαρκτός.
Λίγο νωρίτερα, στα τέλη Αυγούστου 1944, ο Έκτωρ Τσιρονίκος, αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Ράλλη, ενήμερος φυσικά και αυτός για τη γερμανική απόφαση αποχώρησης, αλλά και για τις προγραμματισμένες καταστροφές, αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα για να επισκεφθεί τον Νοϊμπάχερ, που τότε βρισκόταν στο Βελιγράδι. Σκοπός του ήταν να του ζητήσει να ενεργήσει για την ανάκληση αυτών των διαταγών περί καταστροφών και για την κήρυξη της ιστορικής ελληνικής πρωτεύουσας ως ανοχύρωτης πόλης.
Το ταξίδι αυτό είχε γίνει σκέψη να το πραγματοποιήσει ο ίδιος ο Ιωάννης Ράλλης. Θα ήταν η πρώτη φορά που κατοχικός πρωθυπουργός θα διέσχιζε τα όρια του ελληνικού κράτους. Σημειωτέον ότι σε όλο το διάστημα από την πρώτη ημέρα της Κατοχής, ο κατοχικός πρωθυπουργός συγκέντρωνε και την ιδιότητα του αρχηγού κράτους, αλλά είχε καταργηθεί το υπουργείο Εξωτερικών, αφού η χώρα ήταν κατεχόμενη και συνεπώς η εθνική της ανεξαρτησία ήταν υπό αναστολή. Μέχρι τότε ταξίδια εκτός των ελληνικών συνόρων για τον πρόεδρο ή τα μέλη τη κατοχικής κυβέρνησης δεν είχαν πραγματοποιηθεί, με εξαίρεση εκείνο του Σωτ. Γκοτζαμάνη στο Βερολίνο και τη Ρώμη το φθινόπωρο του 1942, όταν υπογράφηκαν οι γνωστές οικονομικές συμφωνίες.
Δεν είναι γνωστό αν είχε τότε αντιμετωπίσει σοβαρά το ενδεχόμενο να ταξιδέψει στο εξωτερικό ο Ι. Ράλλης και με τι σκοπούς. Πάντως την εποχή εκείνη, εν όψει της απελευθέρωσης, όντως πήρε την απόφαση και έφυγε από την Ελλάδα ο προκάτοχός του καθηγητής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος (με προορισμό το Μόναχο, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση ενός γερμανικού νοσοκομείου). Παρόμοιες κινήσεις έγιναν και από άλλους κατοχικούς υπουργούς, αλλά και από τους ομόλογους άλλων κατοχικών κυβερνήσεων διαφόρων κρατών, οι οποίοι βρέθηκαν στα συνεχώς συρρικνούμενα όρια που ήλεγχε το Ράιχ. Όσον αφορά τον ίδιο τον Ράλλη, το βέβαιο είναι ότι τελικά θα παραμείνει στο γραφείο του μέχρι και αφού θα έχουν αποχωρήσει οι Γερμανοί.
Για τα θέματα αυτά, ο Τσιρονίκος ελάμβανε την ακόλουθη επιστολή του κατοχικού πρωθυπουργού:
«ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Εν Αθήναις τη 28η Αυγούστου 1944
Αξιότιμε κύριε Συνάδελφε,
Εν συνεχεία της από 20ής τρέχ. επιστολής μου, δι’ ης επανελάμβανον υμίν την ην και προφορικώς σας είχον εκθέσει γνώμην μου, περί ανάγκης αναχωρήσεως υμών, διά Βελιγράδιον, ίνα αυτόθι συναντηθήτε μετά του Πρεσβευτού κ. Νοϊμπάχερ προς επίλυσιν επειγούσης φύσεως οικονομικών ζητημάτων, εκκρεμούντων επί ζημία του λαού μας, έρχομαι σήμερον διά της παρούσης να επιμείνω όπως αποφασίσητε τάχιστα ν’ αναχωρήσητε.
Ων, δυστυχώς, σφόδρα απησχολημένος και μη έχων ουδέ στιγμήν να διαθέσω σήμερον το απόγευμα όπως συναντηθώμεν, αναγκάζομαι να εκθέσω Υμίν εγγράφως τους λόγους οίτινες με ωθούν εις την εμμονήν μου και οίτινες είναι οι κάτωθι:
Η δημιουργηθείσα πολεμική κατάστασις των τελευταίων ημερών νομίζω ότι δεν παρέχει το ενδόσημον να δύναταί τις να πιστεύη ότι οι εν Ελλάδι ευρισκόμενοι γερμανικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί θα δυνηθούν ν’ αποσυρθούν εγκαίρως εκ της χώρας μας. Εάν το ενδεχόμενον τούτο ήθελε πραγματοποιηθή, θα ήτο επιβεβλημένον εν τούτοις να μη μεταβληθή η Ελλάς, και μάλιστα η πρωτεύουσα αυτής, εις θέατρον απεγνωσμένων πολεμικών επιχειρήσεων, διότι τοιούτου γεγονότος αι συνέπειαι θα είναι, ως ευκόλως πας τις κατανοεί, τρομακτικαί.
Θα επεθύμουν, λοιπόν, να δυνηθήτε να εκθέσητε ταύτα σθεναρώς εκ μέρους της Κυβερνήσεώς μας εις τον κ. Νοϊμπάχερ, ίνα ούτος πειθόμενος περί του ορθού της γνώμης μας, χρησιμοποιήση όπου δει αμέσως το κύρος του προς αποφυγήν του ολέθρου, ο οποίος θα ηπείλει την Πατρίδα μας την εις τοσαύτας μέχρι τούδε εκτεθείσαν άνευ λόγου καταστροφάς. Επί τη ευκαιρία ταύτη θα δυνηθήτε ωσαύτως να ζητήσητε παρά του κ. Νοϊμπάχερ, ίνα αξιώση να παύση η ενταύθα γερμανική αστυνομία τας αδικαιολογήτους κατά νομιμοφρόνων πολιτών διώξεις, διότι, ως άριστα γνωρίζετε, υμείς όστις πάντοτε προθύμως ενισχύσατε τας σχετικάς διαμαρτυρίας μου, εάν αι δώξεις αύται συνεχισθούν, θα καταστή αδύνατον εις την Κυβέρνησίν μας να παραμείνη εις την αρχήν, διότι θα χάση, δικαίως, παν κύρος.
Δεχθήτε, αξιότιμε συνάδελφε και φίλε, την έκφρασιν της εξαιρέτου υπολήψεως και φιλίας μου.
Ι.Δ. ΡΑΛΛΗΣ
Υ.Γ.: Την στιγμήν ακριβώς, καθ’ ην είχον ετοίμην την παρούσαν διά να σας την αποστείλω, μοι ανεκοινώθη παρά του κ. Φον Γκραίβενιτς ότι, κατά περίεργον σύμπτωσιν, ο κ. Νοϊμπάχερ ετηλεφώνησεν εκ Βελιγραδίου, ότι μη δυνάμενος να έλθη ενταύθα, παρακαλεί να σας επιτραπή να μεταβήτε αμέσως αυτόθι, διά να συνεννοηθή μεθ’ υμών επί των εκκρεμούντων ζητημάτων. Ούτω καθίσταται και εκ τούτου του λόγου απαραίτητος η απόφασις της ταχίστης αναχωρήσεώς σας και ελπίζω ότι θα συντελέση η σύμπτωσις αύτη εις το να υπερνικηθή και η τελευταία σας επιφύλαξις.
Ι.Δ. ΡΑΛΛΗΣ»
Στην επιστολή αυτή απάντησε αμέσως ο Τσιρονίκος με μια δική του:
«Εν Ψυχικώ τη 28η Αυγούστου 1944
Αγαπητέ μοι κ. Πρόεδρε,
Ταύτην την στιγμήν λαμβάνω την υπό σημερινήν ημερομηνίαν επιστολήν Σας προς το περιεχόμενον της οποίας, όπως είναι φυσικόν είμαι απολύτως σύμφωνος.
Οι ενδοιασμοί, ους διετύπωσα διά την μετάβασίν μου εις Βελιγράδιον, ωφείλοντο εις την σκέψιν μήπως η μετάβασίς μου αύτη ερμηνευθή ως φυγή και η ενδεχομένη τυχόν εκ της καταστάσεως διακοπή συγκοινωνιών, εμποδίζουσά με να επανέλθω, εκληφθή ως φόβος λογοδοσίας διά την υπό της Κυβερνήσεώς μας ασκηθείσαν πολιτικήν. Η ήδη όμως διαμορφωθείσα κατάστασις και οι σοβαρώτατοι κίνδυνοι συμπληρώσεως της καταστροφής της Πατρίδος μας, εξήλειψαν, ως επόμενον, πάντα ενδοιασμόν. Το προς την Πατρίδα καθήκον παραμερίζει την στιγμήν ταύτην πάσαν άλλην προσωπικήν σκέψιν. Ως εκ τούτου δεν διστάζω να προσφέρω την υστάτην ταύτην υπηρεσίαν.
Λυπούμαι διότι θα απουσιάσω από το πλευρόν Σας εις τόσον δυσκόλους ημέρας, είμαι όμως απολύτως πεπεισμένος ότι θα φέρετε εις ευτυχές τέρμα τα δεινά της Πατρίδος μας, δι’ ον σκοπόν θα διαθέσω και εγώ όλας μου τας δυνάμεις διά την επιτυχίαν της αποστολής μου. Παρήγορος είναι δι’ εμέ η διαβεβαίωσις των Γερμανικών Αρχών, ότι εφ’ όσον δεν προκληθούν δι’ απερισκέπτων πράξεων των ημετέρων, δεν θα προβούν εις αφοπλισμόν των ενόπλων δυνάμεων, ας διαθέτετε διά την τήρησιν της τάξεως.
Λόγω των περιστάσεων και δι’ ην περίπτωσιν δεν ηθέλομεν επανιδωθή ταχέως επιθυμώ κ. Πρόεδρε, να Σας διαβεβαιώσω ότι θα παραμείνη αλησμόνητος εις εμέ η στενή και φιλική συνεργασία μας. ως και αι τεράστιαι προσπάθειαι τας οποίας Υμείς κατεβάλατε διά ν’ ανακουφίσητε εκ των παντοίων δυσχερειών τον Ελληνικόν Λαόν κατά το άνευ προηγουμένου τραγικόν χρονικόν διάστημα της υφ’ Υμών διακυβερνήσεως της χώρας. Εάν σήμερον ο λαός δεν δύναται να κρίνη αμερολήπτως το έργον μας, είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα αναγνωρίση ότι ολίγαι Κυβερνήσεις έπραξαν όσα η ιδική μας, ήτις μετά πλήρους αυταπαρνήσεως ειργάσθη διά την ανακούφισιν της δυστυχίας του λαού.
Παρακαλώ, αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της βαθυτάτης προς Υμάς αγάπης, φιλίας και τιμής.
ΕΚΤΩΡ ΤΣΙΡΟΝΙΚΟΣ»
Οι δύο αυτές επιστολές που ανταλλάχθηκαν δίνουν την εικόνα ότι ο Τσιρονίκος επιστρατεύεται για να ενεργήσει στο Βελιγράδι υπέρ της σωτηρίας της ελληνικής πρωτεύουσας. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα όμως. Το προέχον για τον κατοχικό αντιπρόεδρο ήταν να φύγει πριν από την απελευθέρωση και δευτερεύον ήταν να προσπαθήσει στο Βελιγράδι για την αποσόβηση των προσχεδιασμένων γερμανικών καταστροφών. Είναι πολύ πιθανόν ότι αυτές οι επιστολές συντάχθηκαν κάτω από μια μεθύστερη σκοπιμότητα, ώστε να δικαιολογηθεί το ταξίδι Τσιρονίκου. Άλλωστε, στις επιστολές ήδη εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι είναι οριστική η αποχώρησή του.
Άλλωστε, ο Έκτωρ Τσιρονίκος θα πραγματοποιήσει μετά τέσσερις ημέρες το ταξίδι αυτό, συνοδευόμενος και από τους οικείους του. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι λίγους μήνες αργότερα και αφού θα έχει γίνει η απελευθέρωση, θα ηγηθεί της εξόριστης κυβέρνησης των Ελλήνων γερμανοφίλων που σχηματίσθηκε στη Βιέννη τον Ιανουάριο του 1945. Άμεσος συνεργάτης του σ’ αυτό το εγχείρημα θα είναι ένας άλλος υπουργός της κατοχικής κυβέρνησης, ο Ιωάννης Πασσαδάκης. Μέχρι τότε υπουργός-γενικός διοικητής Κρήτης, θα εγκαταλείψει και αυτός τη θέση του για να ταξιδέψει στη Γερμανία πριν από την απελευθέρωση, αυτός όμως χωρίς να θεωρεί ότι ενεργεί κάποια κρατική αποστολή.
Γεγονός είναι ότι ο Τσιρονίκος πράγματι πήγε στο Βελιγράδι και πράγματι συνάντησε τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ για να υποβάλει το ελληνικό αίτημα. Εξάλλου Τσιρονίκος και Νοϊμπάχερ είχαν φιλικό σύνδεσμο από την προπολεμική περίοδο και η γνωριμία τους δεν ήταν κατοχική.
Η εν προκειμένω παρέμβαση Τσιρονίκου δεν θα έπρεπε ούτε να αμφισβητηθεί, ανεξάρτητα από τα μετέπειτα γεγονότα, ούτε να υποτιμηθεί ως προς την αποτελεσματικότητά της για τη σωτηρία της Αθήνας. Ωστόσο, θα έπρεπε να διευκρινισθούν ορισμένα σημεία και να αποκατασταθεί η αληθινή διάσταση των γεγονότων.
Στις 28 Αυγούστου, που γίνεται η ανταλλαγή των δημοσιευομένων επιστολών, ο Τσιρονίκος πραγματοποιεί μιαν άλλη συνάντηση. Τον επισκέπτονται οι Σπύρος Μαρκεζίνης και Χρήστος Ζαλοκώστας. Με τον τελευταίο έχει ιδιαίτερο φιλικό δεσμό από 15ετίας ήδη, όπως αναφέρει στο «Χρονικό της Σκλαβιάς» (σελ. 262), όπου αφηγείται πώς τον είχε γνωρίσει στις Βρυξέλλες «...σ’ ένα γεύμα του κοινού φίλου De Roover που τον ήξερε από το Κίεβο, όταν ο Τσιρονίκος ήταν πλούσιος τραπεζίτης, πρόξενος της Αγγλίας και πρόεδρος των Ελλήνων της Ρωσίας. Ο Λογοθετόπουλος τον εκάλεσε ν’ αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών και ήρθε νύχτα σπίτι μου ο Τσιρονίκος να ζητήσει τη γνώμη μου. Του σύστησα ν’ αρνηθεί το υπουργιλίκι γιατί θα καιγόταν, ενώ με τις ικανότητες που είχε θα ήταν χρήσιμος στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτός επέμενε και φιλονικήσαμε. Ενώ παραδεχόταν πως θα χάσει τον πόλεμο ο Χίτλερ, ήθελε να μπει στην Κυβέρνηση από αντικομμουνισμό. Είχε καταστραφεί από τους Μπολσεβίκους κι ήθελε να τους εκδικηθεί».
Μερικές μέρες νωρίτερα από τη συνάντηση Τσιρονίκου με τον Χρήστο Ζαλοκώστα στα τέλη Αυγούστου, από το Κάιρο είχαν ζητηθεί πληροφορίες αναφορικά με τις προθέσεις των Γερμανών για τις καταστροφές που ετοίμαζαν πριν αποχωρήσουν. Ο Παν. Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος ήδη είχε διορισθεί από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως στρατιωτικός διοικητής Αττικής, ανέθεσε στον Ζαλοκώστα να έρθει σε επαφή με τον Τσιρονίκο για να αντλήσει πληροφορίες και αφού έτσι τις εξασφάλισε τηλεγραφούσε προς τον Γ. Παπανδρέου, που βρισκόταν ακόμη στο Κάιρο:
«Από Άρατον (Σπηλιωτόπουλον) προς Πάριν (Παπανδρέου) και Βέργαν (Βεντήρην). Απολύτως εξηκριβωμέναι πληροφορίαι Κυβέρνησις ειδοποιήθη προσεχή αποχώρησιν Γερμανών. Απεφασίσθη κρατηθή πάση θυσία γραμμή Αθηνών-Βελιγραδίου προς διευκόλυνσιν φυγής. Φοβούνται εμποδισθή ολική αποχώρησις ένεκα ραγδαίας εξελίξεως γεγονότων, οπότε εδόθη εντολή εφ’ όσον κυκλωθούν να παραδοθώσι. Κατόπιν ανωτέρω προτείνομεν ενέργεια συμμαχική, εάν προβλέπεται, γίνη όσον βορειότερον Αθηνών προς αποφυγήν ανατινάξεως εγκαταστάσεων λεκανοπεδίου Αττικής. Ήρξατο αναχώρησις Γερμανίδων. Στερούνται μεταγωγικών αεροπλάνων».
Από την επικοινωνία Τσιρονίκου-Ζαλοκώστα είχε προκύψει ότι ο πρώτος ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι στο Βελιγράδι, όπου θα συναντούσε τον Νοϊμπάχερ και είχε σκοπό να του ζητήσει να συμβάλει στην αποσόβηση καταστροφών στην Αθήνα. Θέλησε όμως να ξέρει αν μπορούσε να βοηθήσει σε πιο συγκεκριμένα θέματα. Ο Σπηλιωτόπουλος υπαγόρευσε στον Ζαλοκώστα τι θα έπρεπε να ζητηθούν από τον Νοϊμπάχερ:
«α. Να διαταχθή ο στρατός, ιδίως δε τα Ες-Ες να μη φέρουν αντίστασιν εντός των Αθηνών.
β. Παραλλήλως ν’ απομακρυνθή ο Λάμπου, ως ανυπάκουος και αβέβαιος, από την Ειδικήν Ασφάλειαν.
γ. Να ειδοποιηθούν ότι πιθανώς από του Σαββάτου το ΕΑΜ θα αρχίση “προβοκάτσιες” κατά των Γερμανών, με τμήματά του ντυμένα ως ευζώνους ή χωροφύλακες, και τούτο διά να προκαλέση τον αφοπλισμόν των οργάνων της τάξεως.
δ. Να μη γίνουν καταστροφαί, ιδίως του Κεντρικού Εργοστασίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του φράγματος Μαραθώνος. Θα προκαλέσουν μίσος μακροχρόνιον, ενώ Γερμανία και Ελλάς πάλιν θα συνεργασθούν, ως μη σλαβικά έθνη, με εθνικάς οικονομίας αλληλοσυμπληρουμένας μάλιστα».
Στο «Χρονικό της Σκλαβιάς» του Χρ. Ζαλοκώστα, όπως και στη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος» του Σπ. Μαρκεζίνη (τ. 2 1944-1951, σελ. 9), η διατύπωση των αιτημάτων είναι διαφορετική αλλά ουσιαστικά δεν διαφέρουν, ενώ κατά την εκδοχή Ζαλοκώστα υπήρχε και πέμπτο αίτημα (Σ.Σ. πρόκειται για την κήρυξη της Αθήνας ως ανοχύρωτης πόλης, δηλ. το πρωτεύον αίτημα). Ο Ζαλοκώστας διηγείται (σελ. 264) τι ακολούθησε:
«Αφού διάβασε το χειρόγραφο, υποσχέθηκε να μεσολαβήσει στον παντοδύναμο Νοϊμπάχερ για να ικανοποιηθούν και τα πέντε αιτήματά μας. Αν δεν κατόρθωνε τίποτα, θα μου παράγγελνε πως “το ταξίδι του ήταν πολύ καλό”. Αν όλα, πως “ήταν εξαίρετο”. Ύστερα από μέρες κάποιος με ζήτησε στο τηλέφωνο μιλώντας γερμανικά: -Είσθε ο κύριος Ζαλοκώστας; -Μάλιστα. -Εδώ von Graewenitz, σύμβουλος της Γερμανικής Πρεσβείας. Από μέρους του κ. Τσιρονίκου έχω να σας ανακοινώσω ότι το ταξίδι του ήταν πολύ καλό».
Τελικά, η μεσολάβηση του Τσιρονίκου επέφερε κάποια αποτελέσματα: τα εκρηκτικά, με τα οποία είχε υπονομευθεί το φράγμα του Μαραθώνα (80 τόννοι περίπου), αφαιρέθηκαν και ματαιώθηκε η ανατίναξή του. Ο διοικητής των Ες-Ες Σιμάνα ανακλήθηκε στο Βερολίνο. Ο διοικητής της Ειδικής Ασφαλείας Λάμπου θα απομακρυνθεί από τη θέση του και θα αντικατασταθεί από τον συνταγματάρχη Ραπτοδήμο.
Ο Σπ. Μαρκεζίνης επιλέγει για τον Έκτορα Τσιρονίκο: «Κατά τις τελευταίες ώρες της ισχύος του, έκρινε ότι έπρεπε να προσφέρει στην πατρίδα του τις υπηρεσίες που τη συγκεκριμένη στιγμή του εζητήθησαν. Υπήρξε μία πράξη εθνικής εξιλεώσεως ίσως που πρέπει να καταγραφεί χάριν της Ιστορίας της περιόδου αυτής και ανξαρτήτως της αξιόμεμπτης συνεργασίας του με τις κατοχικές κυβερνήσεις, για την οποία ο άλλοτε ισχυρός τραπεζίτης του Κιέβου και σφοδρός αντικομμουνιστής θα καταδικασθεί ερήμην εις θάνατον μετά την Απελευθέρωση».
Αλλά ενώ είχε μ’ αυτόν τον τρόπο αποτραπεί η καταστροφή του φράγματος του Μαραθώνα, μοναδικής τότε πηγής ύδατος για τους Αθηναίους, δεν είχε γίνει τίποτα για το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας του Πειραιά, από όπου γινόταν η τροφοδοσία όλου του λεκανοπεδίου. Εκ των άνω δεν είχε αποτραπεί η καταστροφή του και πριν φύγουν οι Γερμανοί το είχαν υπονομεύσει με μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών. Τελικά και αυτό θα κατορθωθεί να διασωθεί, αν και μέχρι τώρα είναι γνωστός ένας διαφορετικός τρόπος για το πώς επιτεύχθηκε από ό,τι πραγματικά έγινε. Σε όλα σχεδόν τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει και αναφέρονται στο θέμα, δίνεται η εντύπωση ότι αυτό μπόρεσε να γίνει, μόνον ύστερα από τη μάχη που έδωσαν εκεί ανταρτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική και την κατέγραψε ο Σπ. Μαρκεζίνης στο προαναφερθέν βιβλίο του (σελ. 10-11):
«Ο Γερμανός γενικός διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρείας Έντγκαρ Τομασχάουζεν είχε πολλαπλώς βοηθήσει Έλληνες πατριώτες που εδιώκοντο ή ευρίσκοντο εν κινδύνω. Ανετέθη στον Γ. Λάβδα, από τα ανώτερα τεχνικά στελέχη της Πάουερ, να βολιδοσκοπήσει τον Τομασχάουζεν για την εφαρμογή ενός σχεδίου εικονικής καταστροφής που ο Λάβδας είχε εκπονήσει και το οποίο προέβλεπε την αφαίρεση όλων των ποσοτήτων δυναμίτη που είχαν τοποθετηθεί στις εγκαταστάσεις και τη στρέβλωση των αντλιών στις τουρμπίνες. Η επαφή του Λάβδα απέβη άκαρπη, διότι ο Τομασχάουζεν εζήτησε απευθείας επαφή με αρμόδιο Βρεταννό υπεύθυνο, πράγμα το οποίο δεν απεδέχθη ο Σέππαρντ.
Τότε απεφασίσθη να χρησιμοποιηθεί, χωρίς την έγκριση του Σέππαρντ, αλλά και χωρίς την αντίδρασή του, ο Γεώργιος Τρυπάνης, στέλεχος επίσης της Εταιρείας. Ο Τομασχάουζεν τη φορά αυτή επείσθη και με εντολή του ο Λίντερμαν, υπεύθυνος για την ασφάλεια του εργοστασίου, θα αφαιρέσει, την υστάτη ώρα, τα εκρηκτικά, θα τα απορρίψει στη θάλασσα και θα “στραβώσει” τις τουρμπίνες.
Έτσι η μάχη που θα ακολουθήσει μεταξύ της γερμανικής φρουράς του εργοστασίου και των ανδρών του ΕΑΜ θα γίνει χωρίς την άμεση απειλή της ανατινάξεως. Και το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής θα δώσει εντολή να ματαιωθεί η αποστολή των δύο πολεμικών με γεννήτριες που εσχεδίαζε να στείλει για τις πρώτες ανάγκες των Αθηνών».

Η μαρτυρία Νοϊμπάχερ

Επανειλημμένα έχει αναφερθεί και συζητηθεί η μονομερής από τους Γερμανούς κήρυξη της Αθήνας ως ανοχύρωτης πόλης. Πράγματι όμως συνέβη αυτό και πώς;
Την αυθεντικότητα της ιστορικής αυτής πτυχής δίνει από τη μεριά του ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ, ο προσωπικός απεσταλμένος του Χίτλερ στη Ν.Α. Ευρώπη. Και μας εξηγεί ότι, ύστερα από την τελευταία συνάντηση που είχε τον Αύγουστο του 1944 με τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο, αλλά κυρίως μετά τη συνάντησή του με τον Έκτορα Τσιρονίκο στο Βελιγράδι, πείσθηκε ο ίδιος να ενδιαφερθεί για να αποφευχθεί η καταστροφή των ιστορικών μνημείων και της πόλης. Υπέβαλε στο Γενικό Στρατηγείο του Φύρερ την εισήγηση για να κηρυχθεί η Αθήνα ανοχύρωτη και επειδή τα γεγονότα έτρεχαν, μόλις πληροφορήθηκε αορίστως ότι θα υπάρξει θετική ανταπόκριση τηλεγράφησε στον Γκρέβενιτς, τον ανώτερο Γερμανό διπλωμάτη που παρέμενε ακόμη στην Ελλάδα, να ενεργήσει τα δέοντα.
Η πραγματική απάντηση στην εισήγηση του Νοϊμπάχερ ήρθε καθυστερημένα και αφού είχε συντελεσθεί η εκκένωση της ελληνικής πρωτεύουσας: παραδόξως ήταν αρνητική! Κατά τον Νοϊμπάχερ, λοιπόν, ποτέ η Αθήνα δεν κηρύχθηκε ανοχύρωτη πόλη, παρά την εισήγηση που ο ίδιος είχε κάνει. Δίνεται έτσι ένα τέλος στη σχετική φιλολογία και διευκρινίζεται ότι πράγματι συνέτρεξαν όλες οι συνθήκες που θα προέκυπταν αν η Αθήνα είχε κηρυχθεί ως ανοχύρωτη πόλη, αλλά ποτέ το Βερολίνο δεν πήρε τέτοια απόφαση, αντιθέτως μάλιστα. Σ’ ένα βιβλίο του, που είχε κυκλοφορήσει το 1957, αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα:
«Η Αθήνα κηρύχθηκε ανοχύρωτη πόλη πάνω στη βιασύνη της υποχωρήσεώς μας. Να πώς έγινε: Τον Αύγουστο του 1944 προσπάθησε ο Δήμαρχος της πόλεως κατά την τελευταία επίσκεψή μου με κάθε μέσο να κηρυχθεί η ελληνική μητρόπολη σε ανοχύρωτη πόλη. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό γιατί δεν είχε εκκενωθεί ακόμη η Πελοπόννησος. Όταν όμως άρχισε η εκκένωση της Αττικής με επισκέφθηκε στο Βελιγράδι ο υπουργός Τσιρονίκος για να επιτύχει μεταξύ άλλων και την κήρυξη των Αθηνών σε ανοχύρωτη πόλη. Όταν υπέβαλα την αίτηση αυτή στο Γενικό Στρατηγείο, το μυαλό μου πήγε στον αλησμόνητο δάσκαλό μου των Ελληνικών, τον πάτερ Ρόμπερτ Χουέμερ στο Γυμνάσιο του Κρεμσμύνστερ, που η φωνή του σε ωραίους στίχους του Ομήρου άρχιζε να τρέμει από συγκίνηση. Επί μερικές ημέρες δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Όταν όμως σε κύκλους της στρατιάς του Βελιγραδίου άκουσα να λένε ότι το Γερμανικό Αρχηγείο έπαιρνε στο ζήτημα αυτό μια θετική στάση, δεν περίμενα πια περισσότερα και ραδιοτηλεγράφησα στον γενικό πρόξενο φον Γκραίβενιτς ότι η Αθήνα είναι ανοχύρωτη πόλη και ότι σχετικά με τα αναγκαία μέτρα να συνεννοηθεί με τον στρατιωτικό διοικητή Αττικής στρατηγό Φέλμυ.
Αφού λοιπόν είχαν εκπληρωθεί όλα κατά τον καλύτερο τρόπο: η πολεμική σημαία στην Ακρόπολη κατέβηκε πανηγυρικά, έγινε κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο του Αγνώστου Έλληνα Στρατιώτη και είχαν αποχωρήσει οι στρατιωτικές υπηρεσίες, παίρνω ένα ραδιογράφημα του Ρίμπεντροπ ότι ο Φύρερ απέρριψε την πρότασή μου. Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου ευχάριστο αλλά έκανα τον πεθαμένο ενώ η θορυβώδης συρροή των γεγονότων σε όλα τα μέτωπα σκέπασε το λάθος μου. Λυπούμαι ότι ένα διάβημα που γεννήθηκε από ανυπομονησία και πλάνη δεν μπορώ να το περάσω στο ενεργητικό μου. Πάντως είχα την καλή θέληση».

Το διάγγελμα του Ι. Ράλλη

Με την Απελευθέρωση τελειώνει και το ιδιότυπο καθεστώς των κατοχικών κυβερνήσεων. Ο Ιωάννης Ράλλης, ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός, από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας έχει μαζέψει τα χαρτιά του, έχει γράψει το αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του και έχει γυρίσει σπίτι του, ενώ μέσω του Έβερτ είχε ειδοποιήσει τους τρεις υπουργούς της κυβέρνησης Παπανδρέου ότι από την επομένη θα είναι στη διάθεσή τους. Γνωρίζει ότι το επόμενο βήμα θα είναι η σύλληψη και η παραπομπή του σε δικαστήριο, αλλά ο ίδιος προφανώς αισθάνεται ότι είναι δικαιωμένος, αφού αποφεύχθηκε ό,τι εκείνος ονόμαζε αναρχία.
Η περίπτωσή του δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με επιπολαιότητα. Ήταν ένας από τους πιο αποδεκτούς πολιτικούς ηγέτες της δεξιάς, γόνος ιστορικής βυζαντινής οικογένειας και γιος πρωθυπουργού. Θα μπορούσε να είχε αποφύγει την εμπλοκή του στην κατοχική περιπέτεια και κανείς δεν αμφέβαλλε ότι κάποια στιγμή στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα θα γινόταν πρωταγωνιστικός παράγων και πιθανότατα κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός.
Ποιο ήταν το κίνητρό του όταν ανελάμβανε την πρωθυπουργία τον Απρίλιο του 1943, σε μια εποχή δηλαδή που οποιοσδήποτε εχέφρων πολιτικός θεωρούσε βέβαιη τη συμμαχική νίκη; Δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι ότι την ανάληψη της πρωθυπουργίας την συνδύαζε ως προϋπόθεση με τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης από τον κατακτητή ελληνικής στρατιωτικής δύναμης που θα είχε ως αποστολή να αντιπαραταχθεί στον ΕΛΑΣ. Και μόνον όταν ο όρος του αυτός έγινε δεκτός από τους Γερμανούς, από τους οποίους προσδοκούσε όχι μόνο την έγκριση αλλά και τον εξοπλισμό, ανήλθε στην εξουσία και μετά από λίγο συγκρότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, κατά κανόνα στελεχωμένα από παλαιοβενιζελικούς απότακτους αξιωματικούς.
Στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται στις 12 Οκτωβρίου 1944 το τελευταίο διάγγελμα του κατοχικού πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη προς τον ελληνικό λαό:
«Την 7ην Απριλίου 1943 εθεώρησα ότι είχον επιβεβλημένον καθήκον να καταλάβω την Αρχήν, μη υπαρχούσης κυβερνήσεως και συνεπώς μη υφισταμένου ουδενός δυναμένου να αγωνίζηται έναντι των αρχών κατοχής διά την μείωσιν της δυστυχίας του Ελληνικού Λαού. Απηύθυνα τότε διάγγελμα προς τον Λαόν, προς ον εξήγουν, εφ’ όσον τούτο ήτο επιτετραμμένον εκ της υπαρχούσης πραγματικής καταστάσεως, ήτοι της κατοχής της Χώρας μας υπό της Γερμανίας και Ιταλίας και ελληνικωτάτων και σπουδαιοτάτων τμημάτων της Βορείου Ελλάδος, αναποσπάστως συνδεδεμένων μετά της Ελληνικής ιστορίας και του αίματος του Ελληνικού Γένους υπό του βουλγαρικού στρατού, τους λόγους δι’ ους εθεώρησα καθήκον ιερόν έναντι της Πατρίδος να πράξω τούτο.
Υπισχνούμην συνάμα ότι η κυβέρνησίς μου θα περιέβαλε δι’ αληθούς πατρικής στοργής άπαντας τους πειθαρχούντας πολίτας εις την δυσχερεστάτην προσπάθειαν της κυβερνήσεως προς παγίωσιν της τάξεως και βελτίωσιν των βιωτικών συνθηκών των Ελλήνων, της δυστυχίας και των πόνων των οποίων είχον, ως έλεγον, σαφεστάτην επίγνωσιν.
Υπισχνούμην επί πλέον προς τους δημοσίους υπαλλήλους, ως αποτελούντας αυτήν ταύτην την κρατικήν μηχανήν και προς τους αναπήρους των πολέμων, οίτινες όντως είναι εθνικόν κόσμημα, ότι δεν θα εδίσταζον να υποβάλω το Κράτος εις πάσαν δυνατήν θυσίαν προς βελτίωσιν της θέσεως αυτών.
Τας υποσχέσεις μου αυτάς, ετήρησα απαρεγκλίτως εν τω μέτρω των δυνατοτήτων κυβερνήτου κατά το διάστημα ξενικής κατοχής, πάντως όμως όχι κυβερνήτου της κατοχής, διότι ποτέ δεν εδέχθην να συγκροτήσω κυβέρνησιν της κατοχής.
Εν τω διαγγέλματί μου εκείνω εξέφραζον την πεποίθησιν ότι η Ελληνική Φυλή, διά της διακρινούσης αυτήν συνέσεως και φιλοπατρίας ήθελεν επιτύχει μίαν ημέραν να οδηγήση εις υπήνεμον λιμένα την εθνικήν κιβωτόν. Η πρόρρησίς μου αύτη, την οποίαν πας Έλλην γνωρίζων την ένδοξον ιστορίαν μας θα ηδύνατο να κάμη ασφαλώς, εισήλθε πλέον εις την οδόν της πραγματοποιήσεως. Τα ζοφεράν νέφη της δουλείας ήρχισαν να διαλύωνται υπό του ανατέλλοντος ηλίου της ελευθερίας.
Ευτυχής διότι υπό αισίους οιωνούς λήγει η μαρτυρική αποστολή μου και με ήσυχον την συνείδησιν ότι εξετέλεσα πιστώς το καθήκον μου, επανέρχομαι εις τον ιδιωτικόν βίον, έτοιμος να λογοδοτήσω ενώπιον παντός αρμοδίου.
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΡΑΛΛΗΣ»
Η επόμενη μέρα δεν θα είναι διαφορετική από ό,τι θα περίμενε κανείς. Ο ίδιος συλλαμβάνεται από τον μέχρι χθες συνεργαζόμενο (και) μαζί του αστυνομικό διευθυντή Άγγελο Έβερτ και ύστερα από διαταγή της κυβερνητικής επιτροπής προφυλακίζεται για να δικασθεί αργότερα και να καταδικασθεί. Όπως έχει σημειώσει ο ίδιος ο γιος του, ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, «η επιθυμία του όπως λογοδοτήση προς τον Λαόν, είτε ποινικώς διά αρμοδίου δικαστηρίου, είτε πολιτικώς ενώπιον του Εκλογικού Σώματος, δεν κατέστη δυνατόν να εκπληρωθή, της ενώπιον του δικαστηρίου δοσιλόγων διαδικασίας αποτελεσάσης παρωδίαν δίκης».

Η πόλη παραδίδεται

Η γερμανική κατοχή κράτησε τρισήμισι χρόνια, ή για έναν επίμονο ακριβολόγο 1337 ημέρες. Με ένα λιγόλογο επίσημο έγγραφο, ο στρατηγός Φέλμυ έχει ενημερώσει από την προηγουμένη τον κατοχικό δήμαρχο, με εμφανές το άγχος του:
«Προς τον Δήμαρχον της πόλεως των Αθηνών Κύριον Γεωργάτον
Ο γερμανικός στρατός εκήρυξε την πόλιν των Αθηνών ανοχύρωτον.
Εξυπακούεται η αποχώρησις των γερμανικών στρατευμάτων από την περιοχήν της πόλεως.
Το μέτρον τούτο λαμβάνεται επί τη προσδοκία ότι θέλει ισχύσει επίσης και διά τον εχθρόν.
Υπογρ. Φέλμυ, Στρατηγός της Αεροπορίας».
Και πράγματι έτσι έγινε. Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου μια γερμανική αντιπροσωπεία, παρουσία αναλόγου στρατιωτικού αγήματος, παραδίδει την πόλη στον κατοχικό δήμαρχο Άγγελο Γεωργάτο. Έχει προηγηθεί, στις 8 π.μ., μια συμβολική κατάθεση ενός στεφάνου στο Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτου από τον στρατηγό Φέλμυ (ο οποίος από ημερών είχε εγκαταλείψει για λόγους ασφαλείας το ανάκτορο Ψυχικού όπου διέμενε και είχε εγκατασταθεί σε μια μονοκατοικία του Κολωνακίου), ασυνήθιστη πράγματι χειρονομία, που επιβεβαιώνει το τέλος της Κατοχής. Σχεδόν ταυτόχρονα, στην Ακρόπολη ένα άλλο στρατιωτικό τμήμα της γερμανικής αεροπορίας έχει διαταχθεί να υποστείλει τη σημαία τους. Τώρα, στον διπλανό ιστό παραμένει πλέον μόνη της η ελληνική, επιτέλους απόλυτη κυρίαρχος.
Μια αυτόπτης μάρτυρας δίνει πολύ παραστατικά την ατμόσφαιρα. Πρόκειται για την Ιωάννα Τσάτσου, που είχε σημειώσει εκείνη την ημέρα στο ημερολόγιό της («Φύλλα κατοχής»):
«Η μακρυά σκοτεινή ματωμένη πορεία μας έφερε στην κορυφή.
Ο Θεός είναι εκεί και τώρα θα ευλογήσει τα δάκρυα της λαχτάρας μας και της πίκρας μας.
Ανοίγω διάπλατα το παράθυρο. Φως, ήλιος, ο γαλανός ουρανός. Μαζί με τα παιδιά μου παρακολουθούμε με κατάνυξη θρησκευτική ένα σημείο απέναντι στην Ακρόπολη. Αυτό είναι ο κόσμος όλος.
Και βλέπουμε τη γερμανική σημαία σιγά σιγά να υποστέλλεται, να εξαφανίζεται σαν να την κατάπιε ο Ιερός Βράχος. Και ν’ αρχίζει ν’ ανεβαίνει στον ιστό το αγαπημένο χρώμα του ουρανού μας. Τα θολωμένα μάτια μου δεν μπορούν πια να δουν. Όταν έχω στεγνώσει βιαστικά τα δάκρυα, η γαλανόλευκη ανεμίζει περήφανα.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική μας, δική μας.
Την έχομε καταχτήσει με το αίμα μας, με το μόχθο μας, με την καθημερινή στέρηση, μα προπάντων με το σκοτάδι της οδύνης όλων των χρόνων της σκλαβιάς.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική μας.
Αυτό είναι η δικαιοσύνη. Αυτό είναι η τάξη.
Δεν ξέρω καλά καλά τι να κάνω. Αγκαλιάζω τις συμμαχικές σημαιούλες που μου είχαν φέρει και βγαίνω στους δρόμους.
Τρέχω προς την Αρχιεπισκοπή. Θέλω να δω τον Frank Macaskey. Μου τηλεφώνησαν πως έφτασε.
Ο λαός είναι τρελλός από αγαλλίαση. Φιλιούνται, κλαίνε, περιμένουν εγγλέζους.
Στην Πλατεία Συντάγματος συναντώ γερμανικό λόχο που προχωρεί να καταθέσει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο αξιωματικός προσέχει τις σημαίες που κρατώ και με κοιτάζει βλοσυρά. Μα εγώ τρέχω προς την Αρχιεπισκοπή.
Εκεί έχει φτάσει ο Macaskey με πολιτικά και με μια μικρή βαλίτσα στα χέρια του. Ο Δεσπότης τον δέχεται με συγκίνηση.
-«Είσαι άγγλος αξιωματικός», του λέει με χιούμορ, «πού είναι η στολή σου;»
-«Εδώ», απαντά ο Frank, δείχνοντας τη βαλίτσα.
-«Φόρεσέ την», διατάσσει ο Αρχιεπίσκοπος.
O Macaskey πηγαίνει στο πλαϊνό δωμάτιο και γυρίζει σε λίγο επίσημος άγγλος αξιωματικός.
Και έπειτα οι δυο τους μπαίνουν στο ανοιχτό αυτοκίνητο και προχωρούν ανάμεσα στα πλήθη.
Ο λαός αλαλάζει από ενθουσιασμό. «Άγγλος» φωνάζουν και σηκώνουν το αυτοκίνητο στα χέρια. Προσπαθούν ν’ αγγίξουν τον Macaskey, κι αυτός τους χαμογελά μ’ αγάπη. Με όλη την απέραντη αγάπη που έχει για την Ελλάδα.
Όταν από το μπαλκόνι της οδού Δημοκρίτου ο Αρχιεπίσκοπος και ο Macaskey βγήκαν να χαιρετήσουν, σαν να σχίστηκαν τα στήθια του κόσμου. Τέτοια ήταν η λαχτάρα της φωνής των ανθρώπων».

Η νέα εξουσία

Την ημέρα που έφευγαν και οι τελευταίοι Γερμανοί, στις 12 Οκτωβρίου 1944, η εξουσία περιερχόταν και τυπικά στην τριμελή κυβερνητική επιτροπή που βρισκόταν ήδη στην Αθήνα και αντιπροσώπευε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου: Φ. Μανουηλίδης, Ι. Ζέβγος, Θ. Τσάτσος.
Ήδη από δεκαπενθημέρου είχαν φθάσει σε ελληνικό έδαφος, προερχόμενοι από την Ιταλία, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης Παπανδρέου, οι τρεις υπουργοί που θα την εκπροσωπούσαν: Μανουηλίδης, Ζέβγος και Τσάτσος. Με ένα διάγγελμά τους προς τον αθηναϊκό λαό, που κυκλοφόρησε παράνομα βεβαίως σε φέιγ-βολάν και τοιχοκολλήθηκε, τόνιζαν:
«Σαν εντολοδόχοι της Ελληνικής Κυβερνήσεως, που ενώνει τους εκπροσώπους ολοκλήρου του έθνους, χαιρετίζουμε τον Ελληνικό Λαό, που δε δέχτηκε την υποδούλωση σα γεγονός τετελεσμένο και αγωνίστηκε με ακατάβλητη γενναιότητα για την Ελευθερία. Σκοπός μας είναι να εξασφαλίσομε απόλυτη τάξη και ομαλή μετάβαση από την περίοδο του αγώνα στην περίοδο της ανασυγκροτήσεως.
Υπάρχουν πολλοί νοσταλγοί δικτατοριών, που εύχονται την αταξία για να μπορέσουν υπό το πρόσχημα της διασφαλίσεως της τάξεως να καταλάβουν την εξουσία. Γι’ αυτό πρέπει η πειθαρχία στην Εθνική Κυβέρνηση και η τήρηση της τάξεως να γίνουν συνθήματά μας, συνθήματα πανελλήνια. Είμαστε βέβαιοι - και στηρίζομε τη βεβαιότητά μας αυτή στις αποφασιστικές συνομιλίες, που είχαμε με τους ηγέτες του μαχομένου λαού - πως κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει να διασαλευθεί η τάξη απ’ το λαό. Συνιστούμε μόνο κανένας να μη παρασυρθεί απ’ τη δικαιότατη απαίτηση της τιμωρίας των προδοτών και αυτοδικήσει. Η τιμωρία θα επιβληθεί αμείλικτα, αλλ’ από την Κυβέρνηση. Αυτή και μόνο, που υπεύθυνα εκπροσωπεί τον Ελληνικό Λαό, έχει δικαίωμα κααι υποχρέωση να επιβάλει δίκαιες κυρώσεις. Και θα τις επιβάλει με όλη την τάξη που αρμόζει και όλη την αυστηρότητα που επιβάλλεται.
Στα Τάγματα και την Ειδική Ασφάλεια, που έγιναν όργανα του εχθρού και προδώσανε το λαό μας, δίνουμε για τελευταία φορά την ευκαιρία να σωθούν από την οργή του Έθνους, ακολουθώντας τις οδηγίες μας. Αν δε συμμορφωθούν προς τους όρους της Κυβερνητικής διακηρύξεως, η τιμωρία τους απ’ την Κυβέρνηση θα είναι αμείλικτη.
Μας έχει ανατεθεί: Η μέρα της απελευθερώσεως να είναι μέρα χαράς. Και το έργο μας αυτό θα το φέρομε εις πέρας με ολόψυχη τη βοήθεια του ενωμένου Ελληνικού Λαού».
Και πλέον η «μέρα της χαράς» έχει φθάσει. Τα μέλη της κυβερνητικής επιτροπής από μέρες βρίσκονται στην Αθήνα. Από το κτίριο στο οποίο μυστικά μέχρι τότε ήταν εγκατεστημένοι, μαζί με τον στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, τον επιτελάρχη του ταξίαρχο Παυσανία Κατσώτα, άλλους Έλληνες και Βρετανούς αξιωματικούς κατευθύνονται με αυτοκίνητα, λίγο μετά τις 10 π.μ., στα Παλαιά Ανάκτορα. Εν μέσω κωδωνοκρουσιών και με ενθουσιασμό και ζητωκραυγές συρρεόντων πολιτών, ενώ βγαίνουν από τα μπαούλα και αναρτώνται στα μπαλκόνια των σπιτιών ελληνικές σημαίες.
Την ίδια στιγμή, χωρίς κανείς να ενοχλείται ή να αντιδρά, εξακολουθούν να κυκλοφορούν έμφορτα γερμανικά αυτοκίνητα. Ωστόσο, ο Πειραιάς δεν έχει εκκενωθεί την ίδια μέρα, ενώ, με την ανοχή της ελληνικής-συμμαχικής πλευράς, έχει παραμείνει στον Λυκαβηττό για ένα 24ωρο μια γερμανική δύναμη με ισχυρό πυροβολικό και εκρηκτικά για παν ενδεχόμενο και προκειμένου να καλύπτει τα νώτα της αποχώρησης.
Πριν καν η κυβερνητική επιτροπή εγκατασταθεί επίσημα στα Παλαιά Ανάκτορα, είχε εκδώσει τις πρώτες γενικές διαταγές της. Με την υπ’ αριθ. 1 απαγορευόταν η παροχή ασύλου σε πρόσωπα που είχαν συμμετάσχει σε κατοχικές κυβερνήσεις ή είχαν αναλάβει αξιώματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με την υπ’ αριθ. 2 καθοριζόταν ότι ό,τι εγκαταλείπεται από τον εχθρό ανήκει στο ελληνικό κράτος και όσοι το διαρπάζουν, εν ονόματι οποιασδήποτε οργάνωσης, διαπράττουν βαρύ ποινικό αδίκημα και θα διώκονται.
Η υπ’ αριθ. 3 γενική διαταγή ήταν λιτή και σαφής: «Απαγορεύομεν την έκδοσιν πολιτικών εφημερίδων υπό τίτλους χρησιμοποιηθέντας εγκρίσει των αρχών διαρκούσης της δικτατορίας ή διαρκούσης της Κατοχής. Διατάσσομεν την κατάσχεσιν παντός εντύπου εκδοθησομένου τυχόν παρά την ανωτέρω απαγορευτικήν διαταγήν». Θεωρητικά θα άλλαζε το σκηνικό στον Τύπο και σήμαινε ότι διακόπτουν την έκδοσή τους όλες οι εφημερίδες που εκδίδονταν επί Κατοχής, ή ακόμη και επί 4ης Αυγούστου. Σύντομα όμως όλες αυτές οι εφημερίδες θα κατορθώσουν να επανεμφανισθούν, όσο και αν είχε τύχει να έχουν συνδεθεί στενά με τους Γερμανούς ή τους Ιταλούς, μερικές εκ των οποίων εξακολουθούν και σήμερα να εκδίδονται.
Με μια σειρά άλλων διαταγών διευκρινιζόταν το νέο διοικητικό καθεστώς και λαμβάνονταν επείγοντα μέτρα, ενώ διοριζόταν προσωρινός δήμαρχος Αθηναίων ο Αριστείδης Σκληρός.
Αλλά η Απελευθέρωση και μαζί μ’ αυτήν η κυβερνητική αλλαγή έχει πλέον πραγματοποιηθεί. Ένα λιγόλογο τηλεγράφημα προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, που βρίσκεται στην Ιταλία, αναγγέλλει:
«Ο βραχνάς της σκλαβιάς ετελείωσε την Αθήνα. Με το αναφιλητό μιας ανέκφραστης χαράς χαιρετάμε την Εθνική Κυβέρνηση. Ο Λαός, ο ηρωικός Λαός των Αθηνών, γιορτάζει αδελφωμένος τη λευτεριά του. Η τριμελής κυβερνητική επιτροπή: Φ. Μανουηλίδης, Ι. Ζέβγος, Θ. Τσάτσος».
Αυτό είναι το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα που εκπέμπεται από την ελεύθερη ελληνική πρωτεύουσα. Ωστόσο, την άλλη μέρα μια άλλη ανακοίνωση δίνει το μέτρο της σκληρής πραγματικότητας:
«Η τριμελής κυβερνητική επιτροπή ανακοινοί ότι λόγω της προσωρινής διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος έχει αποβή αδύνατος η λειτουργία των εργοστασίων εκτυπώσεως χαρτονομίσματος.
Ως εκ τούτου και δοθέντος ότι η Τράπεζα της Ελλάδος στερείται παντελώς χαρτονομίσματος, διετάχθη αύτη να παραμείνη κλειστή.
Καταβάλλεται πάσα προσπάθεια προς άμεσον επανάληψιν της λειτουργίας των άνω εργοστασίων. Άμα ως καταστή τούτο δυνατόν, η Τράπεζα θα ανοίξη αμέσως διά να ικανοποιήση τας ανάγκας του κοινού και κατ’ απόλυτον προτεραιότητα τας ανάγκας των υπαλλήλων και των εργατών.
Συνιστάται να συνεχισθώσιν αι ανταλλαγαί με το υπάρχον χαρτονόμισμα».

Μετά την απελευθέρωση τι;

Στις 9 Οκτωβρίου 1944, μόλις τρεις μέρες πριν από την Απελευθέρωση της Αθήνας, πραγματοποιήθηκε μια σύσκεψη στη Μόσχα ανάμεσα στον Στάλιν, τον Τσώρτσιλ και τους συνεργάτες τους, που επρόκειτο να είναι καθοριστική για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Σε ό,τι μας αφορά, ο Τσώρτσιλ είχε ζητήσει από τον Στάλιν «η Βρετανία να έχει τον πρώτο λόγο στην Ελλάδα». Χωρίς την παραμικρή δυσκολία ο Στάλιν συμφώνησε. Είναι η περίφημη σύσκεψη με το «χαρτάκι», στο οποίο αναγράφονταν τα ποσοστά επιρροής καθεμιάς από τις υπερδυνάμεις στα Βαλκάνια. Η περιγραφή της ιστορικής εκείνης στιγμής ανήκει στον ίδιο τον Τσώρτσιλ:
«Η στιγμή ήταν κατάλληλη για μπίζνες και έτσι είπα: “Ας κανονίσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Τα στρατεύματά σας είναι στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Εκεί εμείς έχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες. Ας μην μπλεχτούμε σε μικροαντιθέσεις. Σε ό,τι αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, πώς θα πήγαινε να έχετε ενενήντα εκατοστά υπεροχή στη Ρουμανία, να έχουμε ενενήντα εκατοστά του λέγειν στην Ελλάδα και για τη Γιουγκοσλαβία να πάει πενήντα-πενήντα;”»
Με το «χαρτάκι» εκείνο η Ελλάδα περνούσε κατά 90% στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Άλλωστε, τρεις μέρες μετά, ακριβώς την ημέρα που απελευθερωνόταν η Αθήνα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ διευκρίνιζε στον υπουργό του επί των Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν το πνεύμα της συμφωνίας που είχε κάνει με τον Στάλιν:
«Το σύστημα των ποσοστών δεν έχει σκοπό να προσδιορίσει τον αριθμό αυτών που θα συμμετάσχουν στις επιτροπές για τις διάφορες βαλκανικές χώρες, αλλά να εκφράσει το πνεύμα με το οποίο η βρετανική και η σοβιετική κυβέρνηση προσεγγίζουν τα προβλήματα αυτών των χωρών, έτσι ώστε να αποκαλύψουν κατά ένα κατανοητό τρόπο τις σκέψεις τους ο ένας στον άλλον. Δεν έχει σκοπό να είναι τίποτε περισσότερο από ένας οδηγός και, βεβαίως, δεν εκθέτει με κανένα τρόπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε επιχειρεί να δημιουργήσει κανένα άκαμπτο σύστημα σφαιρών επιρροής. Μπορεί, πάντως, να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιληφθούν πώς νιώθουν οι δύο κύριοι σύμμαχοί τους γι’ αυτές τις περιοχές, όταν θα τους δοθεί η εικόνα στο σύνολό της.
2. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πολύ φυσικά η Σοβιετική Ρωσία έχει ζωτικά συμφέροντα στις χώρες που βρέχονται από τη Μαύρη Θάλασσα, μια από τις οποίες, η Ρουμανία, έχει επιτεθεί κατά τον πιο αχαλίνωτο τρόπο εναντίον της με 26 μεραρχίες, και η άλλη, η Βουλγαρία, έχει μαζί της παλαιούς δεσμούς. Η Μεγάλη Βρετανία αισθάνεται ότι είναι σωστό να επιδείξει ιδιαίτερο σεβασμό για τις ρωσικές απόψεις επί των χωρών αυτών και για τη σοβιετική επιθυμία να έχει πρωταρχικά την ευθύνη της καθοδηγήσεώς τους, εξ ονόματος του κοινού αγώνος.
3. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Μεγάλη Βρετανία έχει μακρά παράδοση φιλίας με την Ελλάδα και άμεσο ενδιαφέρον, σαν μεσογειακή χώρα, για το μέλλον της. Σ’ αυτόν τον πόλεμο η Μεγάλη Βρετανία έχασε 30.000 άνδρες προσπαθώντας να αντισταθεί στη γερμανο-ιταλική εισβολή κατά της Ελλάδος και επιθυμεί να παίξει ηγετικό ρόλο στον δρόμο της χώρας αυτής προς την έξοδο από τις σημερινές ταραχές, διατηρώντας εκείνη τη στενή σχέση και συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες που χαρακτήριζε την αγγλο-αμερικανική πολιτική σε τούτο το τέταρτο του αιώνα. Εδώ γίνεται κατανοητό, ότι η Μεγάλη Βρετανία θα ηγηθεί με στρατιωτική έννοια και θα προσπαθήσει να βοηθήσει τη σημερινή βασιλική ελληνική κυβέρνηση να εγκατασταθεί στην Αθήνα, βασιζόμενη σε μια όσο γίνεται πλατύτερη και ενωμένη βάση. Η Σοβιετική Ρωσία θα ήταν έτοιμη να παραχωρήσει αυτή τη θέση και λειτουργία στη Μεγάλη Βρετανία κατά τον ίδιο τρόπο που η Βρετανία θα αναγνώριζε τη στενή σχέση μεταξύ Ρωσίας και Ρουμανίας. Αυτό θα εμποδίσει την ανάπτυξη στην Ελλάδα αλληλομισούμενων κομματικών ομάδων, που θα εξαπέλυαν πόλεμο η μία εναντίον της άλλης και θα έμπλεκαν τη βρετανική και τη ρωσική κυβέρνηση σε ενοχλητικές συζητήσεις και σε σύγκρουση πολιτικής.
[...] 6. Πρέπει να τονιστεί, ότι αυτή η ευρεία αποκάλυψη των βρετανικών και των σοβιετικών αντιλήψεων για τις χώρες που αναφέρονται παραπάνω είναι μόνο ένας προσωρινός οδηγός για το άμεσο μέλλον, δηλ. για όσο διάστημα διαρκεί ο πόλεμος, και ότι το θέμα θα επανεξεταστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις όταν θα συναντηθούν στην τράπεζα της ανακωχής ή της ειρήνης για να κάνουν τη γενική ρύθμιση των πραγμάτων στην Ευρώπη».

Αν με το ίδιο πνεύμα, που ο Τσώρτσιλ απευθύνθηκε στον Ήντεν την ημέρα που συμπτωματικά απελευθερωνόταν η Αθήνα, είχε φροντίσει να απευθυνθεί και ο Στάλιν στους ηγέτες του ΚΚΕ, αποκαλύπτοντάς τους την καθοριστική μυστική συμφωνία που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στους δύο Μεγάλους, ίσως να είχαν αποφευχθεί τα Δεκεμβριανά και ο συνεπακόλουθος εμφύλιος πόλεμος...